: πο - ..-- --- Ξ - ΦΡΙΤΣ. ο -- - ν- ο μμ... ον Εμ---. - --- - : ι εκ. Ε ς 5 Γ . - ο, - -2 οὐ , ες ΄ ας λε ο, .- 38 9 -ν ἂν . - 3 υν . - . ΛΕΞΙΚΟΝ ο ο Ο“- ΐ ΤΗΣ ΓΑΛΑΝΗ ΓΙ ͵ ΚΩΝΣΤΛΝΤΙΝΘΥ ΧΡΙΣΊ ΟΦ ΟΡΙΑ «πιστοί 4 ο ὴ ἁν . α ος ῄ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ | ΤΥΠΟΙΣ Π. Δ. ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ 1904 | ] | [| | Τὸ Λεξικὸν τοῦτο τῆς ᾽Αλβανικῆς γλώσσης εἶνε ἔργον τοῦ ἀειμνήστου Κωνσταντίνου Ἀριστοφορίδου, ὅστις γεννη- { 3 τις { ο ο -- 3 3 νι κ η τω 3 Ω Όεὶς ἐν Ἠλβασανίῳ τῆς ᾽Αλβανίας ἓν ἔτει 155/ ἀπέθανεν ἐν τῇ πόλει ταύτῃ κατὰ τὸ ἔτος 18590 ἐν τῇ πόλει ταύτῃ κατὰ τὸ ἔτος 18095. ὍὉ λόγιος οὗτος ἀνὴρ μαθὼν τὰ Ελληνικὰ γοάµµατα ἐν Ἰωαννίνοις καὶ περιελθδὼν διαφόρους Ἑένας χώρας, ὅπου ” ῥ [ ἐποορίσῦη ἵκανὴν ἐμπειρίαν καὶ µάῦησιν Ἑένων μάλιστα γλωὠσ- σῶν, ἐτιμᾶτο καὶ ἀνεγνωρίζετο ὑπὸ τῶν συμπατριωτῶν αὖ- τοῦ ὡς ὁ δοκιµώτατος ἐπιστήμων καὶ ἐρευνητῆς τῆς µητρι- κῆς αὐιῷ γλώσσης, εἰς ἣν μετέφρασε τὴν Παινὴν Λιαθήκην καὶ ἐξέδωκε ζῶν διάφορα συγγράµµατα, οἷον ᾽Αλφϕαβητά- ριον ἀλβανικὸν καὶ [ ραμματικὴν τῆς ᾽Αλβανικῆς γλώσσης Τὸ Λεξικὸν τοῦτο, Φφιλοπόνημα εἰκοσαετοῦς ἐργασίας καὶ ἀτρύτων µόχθων, καταλειφθὲν ὑπ αὐτοῦ χειρόγραφον ἐκδί- δεται νῦν τὸ πρῶτον ἀκριβῶς καὶ ἀπαραλλάκτως ὡς εὑρέδη μετὰ τὸν θάνατον αὐτοῦ. ΙΠαραδίδεται δὲ σήμερον εἰς τὸ . ν] β φῶς οὐ µόνον ὡς χρέος ὀφειλόμενον πρὸς τὴν μνήμην καὶ τὴν φήµην τοῦ συγγραφέως, ὕὅστις φιλοτίμως ἐργαζόμενος ἐκόσμησε καὶ ἠγάπησε τὸ εὔελπι γένος αὐτοῦ καὶ τὴν πα- τορῴαν φωνήν, ἀλλὰ καὶ ὥς πολύτιμον παιδαγωγικὸν ὄργα- νον μέλλον νὰ διδάξῃ τὸν γενναῖον ᾽Αλβανικὸν λαὸν διὰ τοῦ πρακτικοῦ παραδείγματος καὶ τῆς ὁδηγίας τοῦ λογιωτά- του τῶν τέκνων του, ὅτι µόνον τῇ ἀρωγῃ, τῇ χειραγωγίᾳ δ᾽. παὶ τῇ ἐμπνεύσει τῶν Ἑλληνικῶν γραμμάτων καὶ τῆς Ἑλ- ληνικῆς γλώσσης δὰ δυνηῦῃ οὗτος σὺν τῷ χοόνῳ νὰ συν- τάξῃ καὶ καταστήσῃ τὴν ἰδίαν αὑτοῦ γλῶσσαν ἀληθῶς μη- τέρα ἰδεῶν, ἐξημερώσεως καὶ ἀνδρωπίνου λόγου καὶ πολι- τισμοῦ. Ἐν ᾿Αθήναις 1904. ον Απ ΤΩΝ ΣΥΝΤΕΤΜΗΜΕΝΩΝ ΔΕΞΕΩΝ ("ΑΡΥ.) --- ᾿Αργυρόκαστρον. (Αὐλ.) Ξ- Αὐλών. (Βερατ.) -- Ἠεράτιογ. (1) -- Ειαϊ (κώμη). (Ῥοράαπ) -- Βοράαηῃ (κώμη). (Υ.) --- Ὑεγιστί, κατὰ τὴν γεγικὴν διάλεκτον. (Δυρ.) Ξ- Ανυρράχιον. (Ώιορ.) Ξ- Λίβρα. (Ἓλβασ.) -- ᾿Ἠλβασάνιον, (1ακ.) Ξ- Λιάκοβα, (Καβ.) -- Καβάϊΐα. (Κορτ. --- οριτσά. (Κολ. -- Κωλώνια (ἐπαρχία). (Κουρβ.) -- Κουρβελέσιον (διαμέρισμα Αὐλῶνος-Τεπελενίου]. (Κρου].) --- Κρόϊα. (Λ]απ.) Ξ-- Λιαπιστί, κατὰ τὴν Λιαπικὴν διάλεκτον, (Μαλ].) -- ἨΜαλεσία (ἐπαρχία | ὀρεινή |). (Ματ.) -- Μαδία. (Μιρεᾶ.) -- Μιρδιτία. (Μυνζς) ΞἌδ- Μυζεκία. (11ερμ.) -- Πρεμετή. (1 ζρ.) --- Πρεζρένη. (ϱ.) - ρῆμα. (1) -- ὙῬκόδρα. (τ.) --- Τοσκιστί, κατὰ τὴν Τοσκικὴν διάλεκτον. (Τεπελ.) --- ἜΤεπελένιον. (Τουρκ.) Ξ- Ἐουρκιστί. (Τδαμ.) -- Τσαμιστί, κατὰ τὴν τσαμικὴν διάλεκτον. (Τνρ.) Ἔ- Τύραννα. (Τετ.) -- Γετόβα. (ὕποκο.) --- ὑποκοριστικόν. (Ὕδρ.) -- "δα (Χειμ.) --- Χειμάρα. ΑΕ κ Ω Ν ΛΛ ΡΑΛΛΗΣ ΕΛΑΣΣΙΙὸ Α α: σύνδεσμος διαζευκτικός -Ά α-αΞ Ἰ-λ. Γ]έργι βιέν σοτ α νέσερε- ὁ Γεώργιος ἔρχεται σήμερον ἢ αὔριον. α- απὸ; α- απόρ.- σύνδεσμος ἐ ο τσκ ὅταν προηγῆται ἐρώτη- σις ή, Κούρε βιεν Τ]έργι νγα φδάτι; σοτ απὸ νέσερε:; Πότε ἔοχεται ὁ ο Γεώργιος ἀπὸ τὸ κωῄν ναι 3 κύριον: σι ε 4ο Ὠούκενε τε νγρόχετε ἀπό τε φτόχετε α: µόριον ἐρωτηματικόν: α 4εγ]όν σε τα θότε αὖ: -- ἀκούεις τί λέγει οὐτός: αβίσ-ε-α(γ.) ἴδ. αφρό]. αβίεμ (Υ) ἴδ. αφρόνεµ.- ὀχεμ. αβλιμενά - αἲ (τ) πληθ. αθλιµενᾷετε ἴδε αθλιμέντ - 1. αβλιμενι- αἱ πλ. αθλιµενάετε, τὸ ἱστουργεῖον ὁ ὑφαντικὸς ἱστὸς κοι- νῶς ὁ ἐργαλειός, (δ. Βεγ]ε-τε, άβουλ-ι (πληθ. ἄχρηστος) ἀτμός, ἀγχνὺς ἀναθυμίχσις, 9) πυρίαμµα.. αβουλόν]-ο] ρημ. οὐδ, ἀτμίζω, ἐκπέμπω ἀτμόν, ἀναθυμίασιν. 3) πυ- ρικω-ῶ, αβουλόνεμ-όχεμ. παθ. τοῦ προηγ αβουλούαρ - όρι(τ) πληθ. αθουλόρετες- ἀτμιδώδης. αβουλούερ- όρι(γ). αβουλοὺρ- όρι (συνῃρ). αβουλόρε-]α πληθ. αθουλόρε-τεξ ἡ ἀτμιδώδης. ι-ε- αβουλούεδιμ (Υ) ϱ-ἠ ἀτμιδώδης 2) πυρετώδης ι-ε- αβουλούσιμ. (συν ηρ). άβολα (Σ) προθ.Ξἴνοα, ὅπως, κοινῶς διὰ νά. αβύσε-α πληθ. αθύσα-τε [πα-Ὀύθε-α] ἄβυσσος ἴὃδ. παφούντι]ε-]α. (α)ό]) αγόν () ο . ϱ. οὐδ, Ξδιαφάσκει, δικυγάζει, Χοιν, ζη- μερόνει, χαράζ ἐν [4 λ1. αὐγη]. ἡ µετοχ. αγούεμ. (1) καὶ αγουµ. ΛΕΞΙΚΟΝ ΑΛΒΗΑΝΟΕΛΛΗΝΙΚΟΝ 1 ης (συνῃρ.)-τε ἀγούεμ.-ντε καὶ τε Άγουμ-ιτεςἩ αὐγη. ἵδ., γεδίν, σΏαρδουλόν, σΏαρς ἄριτα. ἀγουδί-α (Καθα]α) χαταπληκτικὺς καιρός' κοχ ε ντσέτε' ζαγουσί-α (τ). βαπ᾿ ε µάδε χ]ε σφοῦν ας έρε ας βερί. αγρέπ-ι (Σ.) Έξ σκορπίος. . Μ ν [ αγ]ερίμ-ι (τ) ἵδ. αγγενι. (Υ). αγ]ερόν]. (τ)Ξ αγ]νό] (Υ.) νηστεύω. αγ]ερούαρδιμ (τ) ἴδ. αγ]ενούεδι. (Υ). αγ]ινέδε-α (Υ) πληθ. ἀγ]ινέδακτε (ΞΞ νηστεία. .. Εμ ο αγ]ινίμ-ι (Υ) πληθ. αγ]ινίμετε. μ . ᾿ .α ’ αγ]ινό] (Υ) ρ.μ.. οὐδ. νηστεύω. αγ ]ινούεσιμ. (Υ) καὶ αγ]ινούδιμ. (συν ῃρ.) νηστικός, ἄσιτος. αδουρέσε-α πλ. αδουρέσα- τες λάτρευμκχ, λατρεία. αδουρίµ-ι ἀδουρίμε- τε προσκύνημα προσκύνησις ἴδ λ]ούτι]ε-]α 3 ον. απ / αδουριµετάρ-ι πλ. α«δουριµταρε-τε ἀρ. ἴ9. ἀθουρούεσ- ι αδουριµτάρε]α πλ. αδούριµταρε-τε θηλ. ἴδ, αδούρουεσ-]α ν . Γ : ” / -.. ΝΤ αδουρόν]- ο) { Λατ. αἆοτο | ϱημ.. ΕΝΕΡΥ. λατρεύω, προσκυνῶ ο. ϱημ.. λ]ούσ. µ αν : η . αδουρόνεµ- όχεμ παθητ. λατρεύοριαι, ἴὸ. λ]ούτεμ.. ῥ .. ὦ . 3 αν ϕ . (.-ε) αδουρούαρδιµ (τ) ἵδ ν-ε ἀδουρούεδιμ, (γ). µ Ἆ / .. µ αδουρούεσ-ι () πλ. αδουρούεσ- ετες λάτρης, προσκυνητης. αδουρούεσ-]α (Υ) θηλ. ἴδ. λούτεσ-ι-ε-ἶσ. πα. ὴ η κ. ! , (ι-ε) αδουρούεδιµ. (Υ) καὶ ν- «δουρουσιµ. (συνῃρ.) λατρευτὸς -Ἡη. β ῥ ; / αδουρούεσ-ι () πληθ. αθουρούεσ-Ετες- λάτρης προσκυνητής. αδουρούεσ-]α (Υ) θηλ. ἴδ. λ]ούτεσ-ι- εκ. άὔδετε καὶ ἀθτεζέπιρ. Ξ στυφῶς. (ι-ε-τε]-άθετε ἐπιθ. - στυφός - η-όν, στυπτικός- η- όν. αὐτίμ-ι πληθ. αθτίµε-τε' στύψις. οκόνι οἳ νεο. στύφω (ἐπὶ γεύσεως στυπτικῆς, δριµείας, ὀξείας) αὐτόν] - ο) ϱημ.. ΕΝνΕΡΥ. στυφω (ἐπὶ γευσεως στυπτικῆς, ὀριµείας, ς). αὑτό χεμ - ονεµ, παθ. - . ἩἹ Μα - αἲ αντων. προσ, -γ. αυτος ἴὸ, αὔ. ο. 3 ή / ψ ε µ . ᾽ υᾱ- ! ἃ (Υ) ϱημ.. ἐνεργ. πρησχω, φουσκόνω τινᾶ, καὶ Ε] (τ) ἆορ. ἃ]τα καὶ εἶτα (τ) µετοχ. ἂ]τουνε γ) καὶ εἶτουρε (τ). ἂχεμ. () καὶ εἶεμ αν ον ᾱ, Ἡ . (τ) ρημ.. οὐδ. πρήσκοµ.αι, φουσκόνομ.χε, | ζούρα γιούχενε αἱ - ἔπιασα ἃ α Π α ῃ . µ η] -- κα την γλῶσσαν µε τα ὁόντικ, ἐδάγχχσα την γλῶσσαν, ζε Ἰ ' ” | } πο αι Ἐν -- ο ἓ- αἶ (Αογυροχ.) ἐπιφώνημα ἐπ ' - ..α µ ἡ ὅτίε µε ἄ]ε- καπδὀ] (λαφύπσω). . [ . --- αΊκε-α (πληθ. χ]κε- τε ἄχρηστος) πῖκρ, ἀφρό κ καὶ χάκε-α (α) α]όξ κὐτή. ἐκείνη ἡ γενικη ἀσά] καὶ ασά]ε ( να] (Ῥοσάαπ) αἰτ. «τε (Υ) καὶ ατε (τ) ἂφ - | καὶ ασά]τα καὶ ασά]- πιο. αυὀ Ἠ ατυό, πλ. ον. ατό, γεν, ατύνε-θε (Υ) καὶ ἁ- τύρε-6ε (τ) αἰτ. ατὀ, ἄφαιρ α Ἡ 3 Ἱ 8 - . Ἰῦ ως ή ι) ι χὲ - Μα Μ ι "Ύ ὃς κὖν αυοσ Ἠ ατυοα, » Γ . } αΊρ-ι {(ηποράαη) πλ. λειπει ὁ ἅηπο. ες ᾖἵιμ ι ε Ὁν ' ε. ἃ 5 { ακε ἄχλιτον ὁ δεῖνα, ὁ τᾶδε. αχκε- ταῖλι ὁ ὀεῖνας ὁ -ἄδε αχε- οι 5 [ αν -- : / . ῥ . μα { ΕΝ Ξ ταιλ]α-- ἡ δεῖνα ἡ τάδε (κοινῶς). αχε- κούσξόὁ δεῖνα ὁ τᾶδε «ακὲ- τσίου (τ) -- ακε - τοἰλι ἀκε- τσία (τ) Ξ ακε - τοιλ]« ακε - κ]ιδι Ξ- ὁ ων) -- ο σπα ο.ᾗ -- .. α- [η πλ ] ἀ δεῖνκ (ὑπονοεῖται ὁ διάβολος) ακε-κους εἰς τ κχνιᾶς. Ν, ἂκὸδ-ι (Ἰζρου]α) ἴὸ, ανκθ-ι (») ἐ ον κοινῶς ϱ ησ θωο, ὁ πάγος. --- Ὅ Ἀκουλε-ε (πληθ. ἄκου]-τε ἄχο τος) τὸ πεπηγὀς |! ακουλόν] - ό/ οημ.. ἐν. παγόνω τινα (Βις1). ακουλόεμ-ονεμ οἩμ.. οὐδ. ος ἐγὼ ἐκ τοῦ ψύχους. (Ῥα41). ακσούα-οἳ Ἄ οκσουα-οἵξ ὁ ἄξων ἴδ. ὈὨόστι. β μι κ. ὰ ω α µ .. ακσούε - οἳ (Υ) πληθ. ακσὀν]-τε καὶ σχσου-οἳ συνηρ. ῶ ακ]α (Ῥοσά απ) ἐπιρ. τόσον ἴδ. κακ]α ακ]ε(τ) καὶ ἀκ]ε. (τ) ἴδ. κα- 5 ο. Ἱ ο ... α - ῥ ᾿ Ἶ . . κ]ε ακ)ί (Υ) καὶ ἄκ]ι (Υ.) ἴὸ. κκκ]ι ακ]ε-χέρε (Τ) καὶ ακ]ε ἕεμα (5) ἐπιρ.Ξ ἐν ὅσῳ, ὕσον χρόνον, «ακ]ε-χερε καὶ αχ]ι περα ο Ἰάνγρα Ὠούκε, αὉ ε ζαρρίου, ἐν ὕσῳ, μόλις ἐγεύθην αὐτὸς ἔφθα- σεν. ἴδ. κάκ]ε ᾗερε(τ) καὶ καχ]ε χερε(γ). αλ]εμίσα -τε (Ῥοράθη)}-- ὄργανα τῆς μουσικῆς, αλ]εµίστρα-τε (γ.) γεωργικὰ ἐργαλεῖα. αλ]ταρ-ι πλ. αλταρξ-τὲ [λατ. Αλίαν-ἰβ]Ξ βωμός. ο) ἡ ἁγία τρά- πεζα, τὸ ἅγιον βῆμα. αμε (Υ.) μόσιον. -αμεζξέπ-με, µε-έπ-- δός μον, αμ μουε (11) -- νε η τς ῃ µούα, ὁὺς µο:. άµε-α (Υ) πλ. αµα-τε (οπά1) Ξμήτηρ. καὶ ἔµε-α (τ) πλ. εµκ-τε ἴδ, µοµε-α (Υ) καὶ µεμε-α (Τ). µοµκ (Υ.) καὶ µενκ (τ)Ξἡ µή- τηρ µου. Ίοτ- με (Υ) καὶ Ίοτ εµε (τ) αμ ἠτηρ σου. ε ἅμχ (Υ) καὶ ε εµα (τ) ἡ µήτηρ αὐτοῦ, ἡ µήτηρ αὐτῆς. Όνομ. ἵοτ -ἅμε (Υ) ο ο ππτο, αι µ 5 ' 3 .. α : ; ας 3 απ μ πλ: ἠ 3 ἡ μητηρσου,γεν.σατ ἅμε, αἶτ. τ΄αμενε, ἄφαιρ. σ᾿ ατάµε (Υ).πληθ. ὀνομ., Τετ ἅμα, γεν, σ΄ ατ-άμαδε, αἰτ.τ ετάµα, ἆφαιο. σ ατ-ἁάμαδ (ἡ) καὶ τι ο Ἱ αν , µ. Ἡ χ. γ ὀνομ.. Ίοτ εμε (τ)γεν. σ΄ ατεµα, αἰτ.τ ετ-εμε ἀφ. σ΄ατ εμε.πλ. ὀνομ.. (τ) τετ-εμα, γεν. σ᾿ ατ έµαθε αἰτ. τ΄ τε ἐµα αφ. σ᾽ατ-έμασ. εαμα ε ν Ἴ μια η . ἕ 4 ο ο νι | Ν (Υ) Ἠμητηρ αὐτοῦ (Ἠ αὐτῆς) γεν. σ΄ ἄμεσε αἰτ. τ ἄμενε ἄφ. ασ ἄμεσε. πληθ. ὀνομ. τ ἅματε γεν. σ᾿ ἅμαθετ, αἴτ. τ ἅματε, ἄφαιρ. σ᾿ ἁμαῦ (Υ) καὶ ὀνομ. (τ) εεµα γεν. σ᾿ εµεσε αἴτ. τ᾽ εµενε αφ. σ᾿ 5 15η µεσε πληθ. τ) εµατε γεν. τ᾽ εµαδετ αἴτ. τ) εµατε ἆφαιρ. σ᾿ εμαὸ. αμβίσε-α (Υ) πληθ. αμιδίσα-τε [ἴσως ἐκ τοῦ αμε-α] καὶ ἀνθίσε-α (Τυραν). (αμε-δίσε-]α) οἰκοδέσποινα οἰκοκυρά, οἰκονόμος, άμδελ]ε (Υ) γλυκερῶς έπιρ. ἀντιθ. ίδετε- (τ) εµθελ]ε. ι-ε-τε αμ- ῥελ]ε (Υ)Ξγλυκὺς-εἴα-ὺ [ελλην. Αἱμύλ-ος] ι-ε-τε εμθελ]ε (τ) ἀντιθ. ι-ε-τε ἴδετε. τ’ αμβελ] -τε-οὖδ, (Υ)Ξγάλκ-κτος ἴδ. κ]ού- μεῦτε-ι τ’ αμθελ]ε-τε (γ)Ξξἡ χολή. τ αμθελ]ῦθ-ιτε (Σ) τε πλ]αστε τ᾽ ἄμβελ]ετε! Ξνὰ σκασῃ ἡ χολή σου, νὰ σκάσῃς ἐπὶ χατάρας. αμ- δελ/α-τε (ελθασ.) οἱ κρόταφοι, τὰ μηλίγγια. 9) τὰ ἀρχίδια κατ εὐφημισμόν. αμύελ]τσό] (ελθασ.) ϱημ..ἐνεργ.ΞΞγλυκαίνω ντ το]. Αμβελ]τσό] (Σ) καὶ αμθελ]τόν] (Όπα1) καὶ αμΏελτό] (Τυραν.-βοσάαπ) εμῥελ]σον] (τ]. αμελ]σόχεμ (ελθασ.) παθ. γλυκαίνουαι καὶ αμθελ]τσόχεμ (Σ) αμθελτόνεμ (Όπά1) και αμΏελ]τόζεμ. (ραράατι- Έυραν.) εμθελ]σόνεμ (τ). αμθελ]σίνε-α (Υ) πλ. ἵνα-τεξ, γλύκισμα, γλυκύτης καὶ αμθελ]τοίγε-α (5) εμὐελ]τσίρε-α (Τ) άµεζε-α πλ, αμεζα-τεζὀσμη, ) πικρὰ γεῦσις. κ]ο μι]άλτε πάσεχα αμεζεξ-αὐτὺ τὸ μέλι ἔχει ὀσμήν. αμεσίμ-ι (Ῥοσ4 απ) Ξαἰωνιότης. ι-ε-αμεσούεμ (Βιαα]-ροράαη) αἰώ- νιος, αἰωνία. αµεσουεµεξ-αἰωνία ζωὴ (ἡ λέξις ἄχρηστος παρ᾽ ἡμῖν). ι-ε- αμεσούεδι. (Ῥοσάαη) αἰώνιος, ἀτελεύτητος (ἡ λέξις αὕὔτη ἄχρηστος παρ ἡμῖν) ἴδ. ι-ε ΥΊιθε µόταιμ. άμύλ]εδ. (Ῥιαά1) ἐπιρ. ὑποκορ. ἴδ. αμΏλ]ιε ἐπιρ. άμουλε-ι (ἐλθασ. Ἔυραν.) πληθ. ἅμου]-τες βῥρύον ὕδωρ καὶ ζαμουλε-ι (Γωραν.) ου]ε κ]ε Ὀουνὸν ἰδ. Ἐουνίμ. (7), Βουρίμ (τ) [αμε-α καὶ ἡ κἀτάληξις ουλε- ἡ μάννα τοῦ νεροῦ κοινῶς]. ----- ο αμουλό] (Έλθασ.) ἴδ, αβουλό] ῥα μασ - . - αλ ῥ αμουλόχεμ {ελδ. } ἵδ, αθουλόχεμ. ζ]άρομι ου χμιονλοῦ -- ζ]άορι ου σβουλούα αν-ι (Υ). εν. ἄνιτ αἰτ. ἄνινε πληθ. ένε-τε-- ἄγγεῖον. ανβισε-α (Τν- ραν ) πληθ. α-τε ἴδ. αμβίσε-α. αγγαρί-α πληθ. αν /αρι-τε Γἑλλην. ἄγγαρ οείς Λατιν. αηπσατίια ] μικρο ”α ση» να ομὰ .ρ ἑ - ὦ Ἶ - βλ. ἁρ ιτ, ή ανγαρι-- ἄγγαρεύω τινά, πουνό] χνγαρί, ἐργσάζοµιαι άνευ πληρωμῆς. ] ανγούστε έπιρ. - στενοχώρως {δ. νγουότε, ατσάρε ι-ε-τε ανγουῦτε στενόχωρος στενὸὺς ἴδ.ι-ε-τε όν ανγουστίµ-ι πλ. ανγουδτίμε τε-- στενότης, συστ ολή, στενοχωρία, συν θλιψις, συµπίεσις, ἴδ. νγουστίµ.-ι καὶ ατσαρίµ.-ι αγγουδτόν) καὶ ανγουδτό] [λατ. Πσιιβίο] -- στενῶ συστέλλω, συμ.- πιέ(ω, στενοχωρῶ δ, νγουδτό]. ανγουδτόχεµ. καὶ -ονεµ. ἴὃδ. νγουδτόχεμ. α»γ]ενό] (Ῥιιάϊ) ἴδ. αγ]ενό] (Υ). ανγ]εστ (Ένραν ο ἴδ, 1 ν Ε . ανά) ἐπιρ.Ξ- ὕθεν, διὰ τοῦτο, διὰ ταῦτα. Ν νγ]ετσ ( Τουρ αν, ) ανάαµενα -ι (Ἐλθασς, 1υραν.) ἐκστατικός-- με μεντ ε πα µεντ. «ναι-α(ϱ [ὁ πλ. ἄχρηστος] (ἕλλην. ἀνδάνω) βελησις, βουλή, ἰ ὄρε- ξις, εναε - α (τ.) εκ ἂνᾶκ (Υ) καὶ µε κ ἑἐνᾷα (τ) [με κα ἀνάα]». Ι] νε δα, .. . ὀρέγομαι, ς µε κ᾿ ανα -- δὲν θέλω" ηΟὮ Πιὶ Ρι86θ" µε-τε-ι κ) ἄνθακ (Υ) καὶ µε-τε ι κ᾿ ένᾷα (τ) ο γομαίακν τοι, -- 1 | ανάε-α (Τνραν.) (πληθ. ἄχοηστος) - ὄρεσις' ζἄ νγρα πάκείε σαλκτε . δα, Ἡ } 1 απ ᾱ 3 ἡ } 9 Ἐ]ε τε µε τσελ]ετ ἂναα -- ἔφαγον ὀλίγην σαλάταν διὰ νὰ ἄνοις Μ εζι ές . ν 1 Π, ή ῤ. ανάε) (Υ) ἐπιρ. ἴὸ. ατε]. αναερόν] (τ) ϱημ. ἐνεργ. ἴὸ. αρὀν]. αν ερόνεμ, (τ) ἵδ. πρνόχεμ.. ἄνάερρε- α (Υ) ἂνάρρρα - τε (ἑλλην. ὄναρ) ὄνειρον καὶ ενᾶερρε-ο. (τ) μι πλ. ἔναξρρα- τες ἐνύπνιον ὀπτασίκ' παοοιµ.. Δναάερρα κούα]ό -- ἀνύ- / . παρχκτο, πραγματα, σοζ ἂναερραξρ. οὐδ. ὀνειρεύομαι, / αν ος. α (τ) πλ. ἄνάρα -τα ἴδ. κρνε - ος. ανά ῦ (Ῥιιά1) καὶ ανὰυ] (Ὀπά!) [ἐκ τοῦ πρε] - ατύ] -- ἀπ᾿ αὐτοῦ αναυ] (3) ανὰν- τού-τιε (Ῥιιά1) -- εἰς ἀα] τιε. ανᾷυ τούτιε (Ὀ1) εἰς τὸ ἑξῆς' κενᾶν, κεναν] κενᾶυ τὸ ἑξῆς µβας - ανζα] ἴδ. µθασ κεν- ΕΕ ττ- τού τε χναυτα(ελθκα.)Ξ ὣς χαῑ' ανά ύτο ῥάρι ο ὑῖν -- ὣς καὶ ὁ χόρ- τος δὲν φυτρόνει. άνε-α (Υ) πλ. ένε-τε ἀγγεῖον ἴδ, ἁν-ι καὶ ενε-α (τ) πληθ. ἐνετε. ῥ | ο ρα μη ) -- ἑμεῖῃ ο πα ᾿ .. άνε-α πλ. ανε- τες µέρος, ἄχρα μῦ’ ατ - ανε-- εκεῖνεν μὴ᾽ κετ ανες λα, Ἱ Ἡ 4 ε . ἐδῶθεν. μβ᾽ ατ-ανε-ε μΏε κετ χνες- ἑκατέμωθεν, ἀπὸ τὰ δύο μέρη. µβε τσάο ανες παντοῦ. Τα ανα κάλ]ινες-βαῖζει τὸ ἄλογο. εµβα άνενε καλ]ι. ναιέρε να’ άνετ (141) καθ ὁλοχκληρίαν. τι µβα άνε ατῖ φ ΄ ᾿ 3 ) ν]ερίου -- τὸν προστατεύει. µε ανε τε προφίττ -- διὰ (μέσου) τοῦ προ- φήτου. µε ανε { ατί- μετὰ τοῦ κόμματος αὐτοῦ, µβε ν]ε ανε κατὰ µέρος χωριστὰ - Λι µε ανε τε µενταφστα. τε πα ανε -τε () ἴδ. Ῥρεκέ- τε (πεπσὲ Ὀρέκετε Ὀβχενε πα «νε. -κθέ] κρύε-τε µΏε ν]ε ανετ 5 η ᾿ η ᾿ / ἀδικφοοῶ. ε βούρα φέσινε µθε »]’ ανε-- δεν µ.ε ἐννοιάζει, δὲν μὲ μέλει. τε κατερ ανετ ε δεουτ΄τὰ τετραοπέρατα τῆς γῆς. ανξ εὐόρεσεζξβόρειος, αν’ ε µ]εσ- ἄίτεσε - μεσημθρνα. αν’ ε µεσ ἄίτεσε (τ) αν᾿ ε δίοπτνότιος. / ή άνεζε (γ) αρρεζε (1) πληθ. α- τες κηφην σφης - Χός. ο ΄ . ᾿ 8 ανεκόν] (Οιιά1) καὶ ανεκό] (1) ϱημ.. ἀμεταθ.-- καὶ εκό] (Υ): καὶ ϱε- κό] (τ).Ξ:βογκάω -ῶ, στενάζω. - ο - ο. . - αγεκόχεμ (Υ). οὐδ. παρκπονοῦμαι μεμψιμοιρῶ καὶ νεκόχεμ (Υ). ρεκόχεµ. αγεκίµ-ι (Ῥαάϊἵ- Ῥοράαπ Ὦ), πληθ. ἀνεκίμε-τε. παὶ νεκίµ-ι (Υ) ρε- (Υ) ρεκόνεµ στ 14 | ] ον-ὴ " . τεναις ὦ. ο ξ μμ -ι. εν ῥ σα ΄ κίμ.. (τ) βόγκημακ, 3) παράπονον, μεμψιμοιρία. ανεκούεὂ-ι (Υ) µεμψίμµονρος, παραπονιαρης. (.-ε) ανεκούεδιµ (Υ) μεμψίμοιρος, παραπονετικός -ή. παν ” ) ανεµί- α ἴδ. στίελε - Ία πληθ. ἀνεμι- τε. αγεµίκ-ου (Υ) [λατ. πἱπαΙσαδ] πλ, ανεμίικ]- τε καὶ αρμίκ-ου (1) πλ. ος .. μ. 2 / ε ᾿ τι . ο. σπρμινἩ]- τε εί ους αντι. με, "ον. Ι Ἀ , . 3 ᾽ ’ ν / : ’ ανεμίχε-Ία-- ἐχθρὰ πλ. ἀνεμικε -τε᾽ Ἆπὶ πρμικε- 1 πληθ. αρμίκετε. αρμικ]εσί-α πλ. «αρμικ] εσί-τε' ἀντιθ. µικεσι-α.. ἀνεμικ]εσιότ (1) ἃ ἐπιο.Ξ ἐχθρικῶς, χαὶ κομιικ]εσίστ (τ). ἀντίθ. μικ]εσιοτ. |] 3: η ει ’ άνι (Υ) προτακτικὸν µόριον κυρίως εἰς τὰ ἄσματα. καὶ ενι (τ) - ανί (γ) µόριονΞ ἔστω, ἃς εἶναι. καὶ ανί (Υ) (Ῥοσάαπ) ἐπιρ. εἶτα ἔπειτα. ὑᾶνι ατε ανί ῥᾷανι εδε κετες-ἴδ. ν]ανί, πασανθἄι] -ανι ἃ (Καθάϊκ). ανκ)-ι (5) ἐφιάλτης, βραχνιᾶς. σχθ-ι (ΚΚ ρου]α) γαλ μᾶχκθ-ι (Τυραν.] μᾶνγθ-ι (Καθαΐα τε ρΏνάετ ε δέουτ (ἐλθασάν ). .Ἡ π-α πα Ὅ- η --ᾱ--ῥµςς | { ι ου - «κατ. κανά” -α Βιδ ναι -ᾱ- δα”... τι ανό} (Κόρτσα) ϱ. οὐδ. - πρίρεµ., χα άνα. ῥ Ἐν ] απ-επ-επ, ἄπεμε έπνι άπενε. ο. δΐίδω καὶ ἀπιν] (Ὀαάϊ1). ᾿Υποτακτ. τε απ, τξ απτα, τε άπε. Ναπ (Σ). ἄορ. δάσε δξ-δα, δαμι, ὃστε, ὅδνε, απ Ὀέσεξ πιστογοι, ”α ὑέσε-- ἐμπιττεύομαι. σ᾽ µενεπ «Ίορε-- δὲν μὲ συµφέρει.- ε ἐπλ]ι η α Ξ συγχωρεῖται απ οὐδε-- ποχωρῶ.- έπεµ. πας τέ]ε- ... εἰς σε. μξ-τὲ-ι έπετε κάρτα -”. εἰς τὰ γράμματα.--- σουφο ε Ὠάνεσ έπετες Ἡ βέργ τῆς Ἀοσνις κάμ.πτετχι, ἐνδίδει. απ φια ελ]ε Ξ οπαντῶ ἀπολογοῦμαι, απ ο» ἐκφυχῶ, Ψυχοµ, κχῶ. απ πράπεξ ἆ ὀποδίδω. ἐπι τρεφω, έπεμ, κάμπτομαι, ὑποχωρῷ. παραδί ὃυμκι (ἐπὶ (υναικός). ἐπεμ. ἀόρε- ο δομας ι απ σὺ -- δίδω πρόσωπον (9ηλ Αάρέος]. κπὶ΄ ἀούκοτε- ὠθῶ, σπρώχνω, απ Χ]ισς ἀποντῶ, σι δρ κᾖισ «δὲν ἠδυνήθη νὰ τὸν ἀπαντήσηῃ. απ νάορε πχοκδιδω, εγχειοίζω τι. αμ ὄενε πας τέ]ε-- Φωσιωμένος εἰς σε. αντιθ. τοῦρ. απ. εἶνε τὸ ο. μαορςλαμθάνω. . ἆ | µ απαριάσ (τ) ο. οὐδ ἐκθαλλω ἀπὸ τὸν νοῦν εκ] ἀόρε µε πρίτετ .. ή πι σπρεσο. μετ οΤεαρισσουςε. δε Σ) Βελάϊ ι βόγελ]ε (. βελαῖ βόγελ]ε) ι θότε άπε τε ῥελαῖτ ΄ ππε-α ο α.: τε μαδ, ἴὃ Λάλιε-α. μήνες (Υ) πλ. αποστό]- τε -- ἀπόστολος καὶ αποστούλε-ι (γ) πλ. αποστου] -τε. αρ-ι (πλ. αρε-τε ἄχοηστος) [ἑλλην. α«ὗρον, Λατ. ΙΡΙΠΙ] χρυσός. αρκ]ίτε-ας- δούφρα τε ζόλα κε γερδετό]ενε ὅπόρτα ε Χανίστρα ε τε τίλα. λύγος. λυγαρια. Αρύεν-ι (1) πλ αρΏεν-ιτες Αλθανὸς ἴὃ, Σκ]πετάρ-ι Αρθενέσε-α (Υ) πλ. ΑρΏενεσατε--᾽Αλθανίς -ίδος ἴδ. Ῥκ]πετάρε-]α Αοὐενίστ (Υ) ἐπιρ.- Λλθανιστὶ καὶ 3) κατὰ τὸν τρόπον τῶν ᾽Αλθανῶν. Αρὐενίστε-]α (Υ) ἡ Αλθανικη γλῶσσα ἴδ. Σκ]ίπε-]ο.. ” ν ιν ι 4 Αρβενούερ-όρι πλ. αοΏενόρε-τε καὶ συνηρ ΑρΏενουρ-ι” Αλβανικός, πι. Αρὐενόρε-/α πλ. Αρρενύρε-τες Αλθανική. Κ]ιδα Αρρενόρε--ἡ ᾿Αλέκ- νικὴ ἐκκλησία' γ]ναία ΑρΏενόρε --ὁ Αλδανικὺς λαός. Αρύερ-(τ) πλ. Αρβερε-ιτε ἴδ. ΑρΡεν. (/) Αρθερέδ-ἰ πλ. ΑρΏερέδε-τε Αρθερέδε-α πλ. ΑρΏερασε-τε ἴδ, ΑρΏενέσ« (1) Αρὐερέδκε-α πλ. Αορερεῦχκα-τε. εδ. Αρδερί-α (τ) ἴδ, Αοβενί-α (Υ) Αρθερίστε-/α (τ) ἴδ. Αορενίστε-]α. αργαβάν.ι(Ερου]α) κοινῶς πασχαλιὰ (λουλούδιον) ὁ πληθ. αργαθάνα-τε. καὶ αργαθανε-τε. αργετόν]-ο/ ϱ. ἐν. θωπεύω χαϊδεύω. (Υ )- περκεδέλ|. (τ). αργ]ανάάρ-ι (Υ) πλ. αργ]ανάάρετεζ-χρυσοχόος: καὶ (τ)- εργ]ενάάρ-ι. αργ)}ἂντ-αἶ (Υ) (πλ. αργ]ανᾶε-τε ἄχρηστος) ἄργυρος καὶ εργεντ-αῑ (τ) (πλ. εργ]ενάε-τε ἄχρηστος.) ι-ε-τε αργ]άν-τε (Υ.) εργ]έντι-τε (2) κργυροῦς-ᾶ-οῦν, αργ/Ίαντ-σίνε-α (Υ) πλ. α-τε'Ξ τὰ ἀργυρᾶ σκεύη, ἀσημικά. καὶ εργ]εν- τοίρέ-α (τ) πλ. α-τε. (:-ε-τε) αρδὤνγετε (Υ) επιθ. τρυφερός. αντιθ. ι-ε-τε βύδκε-τε άρδε καὶ άρδουνε (Υ) καὶ άρδουρε (τ) µετοχ. ἴὸ. Βῇὶ--ἔρχομαι, τε ἆρδε «τε, τε άρδουνε-ιτε χαὶ τε άρδουρε- τε (τ) οὐδ.,--ἡ ἄφιξις, ὁ ἐοχομός. αρέ (Υ) αρα. επιφων. τῆς κλητ.-- ὦ ορέ (τ)Ξξὦ καὶ µόρε (Υ) καὶ µορὲ (5) αρσ. µόρι (Υ) καὶ ορὶ (τ) θηλ καὶ μο] (Υ.τ) θηλ. άρξ-α πλ. ἄρατ-τε-- (ἑλλην. ἄρουρα, χωράφιον) αρ εμΏιέλε- ἀγρὺς ἐσπαρμένος αρ εΏίμε (Υ) καὶ ἀρ᾽ εμΏίρε (τ)-- ἀγρὸς φυτρώσας αρε λ]άστε-- ἀγρὸς πρώιμος αρε καλαμὲ (Περμετ) αρε ζάμουλε (Ώρα) ---ἴὃ, ζαμουλόοε-]α.---- άρρεζξε-α (τ) πλ. α-τε- ἴδ. άνεζε (/) ἴδ. περζᾶ (Υ.) ϱ. αρί- ου (Υ) [Τεοµαν. Ῥᾶγ] πλ. αρί-τε-ἄρκτος, ἀρκοῦδα.. αρούσε-α (Ῥορά4 αμ) πλ. αρούσα-τε-- ἡ ἀρκοῦδα αρούδε-α (Σ) πλ. α-τε . : ει αρεσέ] (τ) ϱ. ἐν. διώκω αρουῦχξ -α (τ) πλ. α-τε. αρίδι ἐπιο. (ἐπὶ ζώων) τὸ βαδίζειν ἐπὶ τῶν δύο ὀπισθίων ἄχρων ὡς µ α ἡ ἄρκτος ἴὸ. καὶ τριθι άρκε-α πληθ. ἄρκα-τε [ Λατ. α1οα] κιέώτιον. αρµακόλε-α Ἑ Ἑξ- ὁπλοθηκη. 9) ἡ κάννη τοῦ ὅπλου, άρµε-α: πληθ. αρµετε-- ὅπλον,. τὰ ἅρματα καὶ Ἰάρμε-α (βερατ.) μθα] α«ρμεξ- ὁπλοφορῦ. αρµατίσ-εμ: (Υ) ὁπλίζω, οµαι µετοχ. αρματίσουνε αρµατόσ-εμ (τ) µετοχ. αρματόσουρε. αρµατοσί-α-τε (τ) α -- --- φαν» εν με» άρνε-α πλ. ἄρνα-τε (Υ) κοινῶς µπάλωμα καὶ ἄνάρε-α (τ) πλ. ἀν- άρα-τε-- µπάλωμα αρνόν]-ο] ϱ. εν. αναοράπτω, µπαλώνω καὶ (τ) ανᾶερό]. αρνόχεμ καὶ ανᾷερόνεμ.- μπαλώνοµαν αρούσε-α (Ώορά απ) πλ. ποούδο-τε ἴδ. κοὶ-ου άρσεζε-α (τ) τολμ.ποός. αρσέξε επιρ. (τ) τολμηρῶς, θαρραλέως, ποοπετῶς, αρδίν-ι (Ἔνραν). ἵδ. ορεδίνε-α (Μιρεάιτα) -- ἡ οητίνη. (ι-ε-τε) άρτε επιθ. ὁ ω , χουσοῦς-η- οῦν, απ. Α η ἂν αρτῖνι- πληθ. αρτίν]ετε (Υ) εἶδος ἀγρίου δένδρου, κρτίρι (τ) πλ. αὖ- ας µ ταν πτὲ -- μή Ι ή να τη πει η μα. β ύερ | / | Ξ οοα. (: )Ξ φυγὰς ουΏέ αρρακάτ -- ἔγεινε φυγάς. ζαρρακάτ (Βερατ). Μι . ἷ αρρατίσ (τ. Ἐλό.) ρ. εν. φυγαδεύω, απομακρύνω καὶ ζαρρατισ (Βερατ) ἀποδιώκω µετοχ εσας (ή) καὶ αρρατίσουρε-ὅπορρ (Υ) , Ἶ δν αρρατίσεµ (Τὸ. Ἐλδ.) χαρρατίσεμ. (Βερατ) ο. οὐδ. φυγαδεύοµαι, ἆπο- µακρύνομαι, ἀποδιώκομαι. καὶ σπὀρρεµ,. αρρατίσου / (τ)Ξ-ἄπαγε, σπόρρου (γ.) ο τς γκρεμισου, αρρατίσ (Μαθα]α) ο. ἐν. ἴδ. ορεᾷσό] ψ αρρατίσεμ. (Κκθα]μ) . ἴδ, ορε(σόχζεμ.. ε ἃ άρρξ-α πλ. ἄρρατε,. τὸ κ δαν καὶ ἡ παρυδιά ια. α 3 Ἡ ερεύεα πληθ. ἄρρεζα -τε. ἆ ἄρρεζα ε δίνιτ -- άροτσ-ι (5) αρρεσέ»] (ἨἩερμετ) ϱ. ἐν. νουθετῶ, σωφρονίζω (διὰ τοῦ ὀρθοῦ λόγου) ” τὸ ὃε κ]ερτόν] (ἕλλην. κερτοµέως) ἐπιπλήττω, ἀποτόμως. αοο. αορεσέδθα-ε-ου µετ. αρρεσούαρθ. κα . βο β αορεσύ (Ἓλδαα. ών ἄν µόνον ἐν τῇ φρᾶσει: µος ι επ αρρεσύΞ-μος α 3 ι επ φάχ]ετζ μὴ τὸν ἐνθαρρύνῃς (ἀλλ᾽ ἐπίπληξον αὐτόν). αρρεσύε-Ία (Υ) Ὑεν. αρρεσύε-σε, αἰτ. αρρεσύενε πληθ. αρ καὶ «ορεσύε - αρρεσεου (Ῥιιά1) «ορεσ σεν Ί-τε. (1) - ὁ ὁρ ο σεν] - ος . γος ν) : μ . .- ἀ μ ή, ---- ΑΦ --- Γ τα, - ο. ὀρθη ἁπάντησις: απ αρρεσνε Ξ ἁπαντῷ λο] ικῶς, φλ]ασ µε αορξ- ρε τ ο σύε -- ὁμιλῶ λογικῶς. φλ]ασ πα αρρεσύε-- ὁμιλῶ ἀλόγως, ι-ε- αρρεσύε- διµ.: (Υ) λογικὸς -η. αρρί[--(Άογνο. εάν] Ἡ, οὐδ,Ξφθάνω. Ζαροίῇ (Περμετ.) ἀόρ. χαρρίδα- ε-ου Χαὶ ζαρίτα-ε-ου. (τ)-ρρι) (Υ) µετοχ. ζαρρίρε (τ) κα αν τουρε (τ) μβερρί[ (γ.) (Ῥλθασ, Καθ) αορ. ρρῖνα, ε-ι. (γ) καὶ μθεορῖνα- ετι (Υ)" µετοχ. ροἳμ (1) καὶ μθερρίμ (1) ας-ι [λΛατ, αςξασσάριον] πληθ. άσε-τε κοινῶς ἄσπρον. ἄστερ-ι (Σκο- δρα, Ἐρου]α) τρία ασπραξἕνας παρᾶς. ἄσπρε-α (Τουρχ. αχταέ] αςΞ-μώοιον ὄρν ητ.Ξ- οὔτε, μήτε. οὐδὲ μ.ηδὲ αςΞ-μόσριον ἐμφαντικὸν παρακλητικόν Ας να Ὀὰὲν κετέ πούνεξκάιμε µας τοῦτο παραχκαλῶ. Ας θούα] τε ἰχ]ιξεἰπέ του νὰ ΦύΥη παρκκαλῶ.--- Ας ποκεῦτοῦ : οὐκ ἔχει οὕτως: δὲν εἶνε ἔτσι: (περιµένων ἀπάντη- σιν καταφατικήν ). ασγ]ά (Υ) -- οὐδὲν τίποτε. ἴδ. μοσγ]ά (Υ) µοσγ]έ (τ) κουργ]α (Υ). ασὶ ἑνικ. ἄριθ. ἄφαιρ. τοῦ αὔξ αὐτός. ατσί, αυίσ πληθ. ατσίσ ἴδ. Ἀεπὶ κεσίσ αυο ἑνιχ. ἀριθ. ἆφαι τοῦ α]ό, ατὀ, ασόσ πληθ. ἀριθ. ατσόσ ἴδ. κεσό, κεσόσ ασκάδ - δι-- ἰσχάδιον -- Φιλ’ ι Ώεοε ι θάτε. ασκάδερ «ιτ (τ) ν]ε κόκ]εζε ελΏι κ]ε ἀελ] νε κ]ερπίκ τε σὔουτ. χοι- νῶς κριθαρᾶκι. ασκούσ (Σ) καὶ ασκούσι (Σ))-- οὐδείς, οὐδεμία ἴδ, ασν]ε γεν. ασκου]τ(Σ) αἷτ. κ«σκενᾶ (Σ) ασκάνᾶ (Ῥοσ4 απ) ἴδ, ασν]ε’, ασν]ερί, φάρε ν]ερίου.--- πουρκούδ (Σ) κκὶ κουρκούδι γεν, κουρκού]τ αἰτ. κουρκενᾶ-ι ασν(]ον]ε ασναον]άνι (Υ.) ἀρσ. οὐδεὶς ἐξ αὐτῶν ασν{ον]ί ασνον]άνα (Υ) θηλ. οὐδεμία ἐξ αὐτῶν. ασνάον]ε (τ) - ασνάον]έρι (τ) ἀρο. ασνῖον)ε (τ)-ασνάον]έρα (τ) θηλ. ασν]ερί-- οὐδεὶς γεν. ασν]ερίουτ, δοτ. ασν]Ἱερίου, αἰτ. ακαν]ερί. φάρε - ν]ερίου: ασκούδ (Υ) κουοκούὸ (2) ] ἔ ͵ Ἡ Ξ ασγ]ᾶ - χον]άνι (Υ) οὐδεὶς μηδείς. αον]ί- ασγ]άνι (Υ) ασν]ί- ασν]άνα-- θϐηλ.Ξ οὐδεμίᾳ. ασν)ε -ασν]έρι (τ) αρᾳ. -ασν]ε- ασν]έρα (τ) θηλ. : ἡ ασν)ε τσύκε (Υ) ἐπιρ.--οὐδόλως ἴδ, φάρε. ῃ ασν)ί-τσύκε (τ)- ασν]ε πίκε (1) «σν]ί- γρίµε (Σ) ασπαα (Υ). ο ιβ τι [] κ. πα αν, .4.. ασοχέρι (3) καὶ ασοζέρετ (5) ἴδ. ατεχερε. ασό ἴδ. ασί- ατσό ἵδ. αταί. άδκε-α (Σ) πλ. ἄσκα -τε--φλοιός, πελεχκοῇδι, άδκελ]ε-α (Ἔυραν. «Καθ ) πλ. άσκελ]α- τε--φλοιός, φλοῦδα. μας αν - να ος άσμλ]ε -α (Υ) ἄσχλ]α- τε,Ώου]ᾶσ-κε-α (Ελ6.) πλ. Ῥου]άσ-κα-τε. άσπερε ἐπιρ. τυαχέως δοιµέως Ξε] οξ (2, ἒς. ) ὄντιθ. λ]ιμούτε. ν-εετε μα, .. Ἶ Ἂ “ αὔπερε: τραχὺς δριμὸς ι-ξ -τξ- νά ἀντιο. ι-ε-τε-λ]μουτ, αν Ἶμ επι αὔπερόν/ -ο/ξρ. ἐν τραχύνω, σχληρ' ύνω, ἀντιθ. λ]ιμόῇ, εγρετσό] (Σ). ι ΑἩ ἄστε (} () κα ἃ (Ύ )Ξ ἐστὶ δ, ]σμ. ο εὔτε καὶ ἐ (τ]. αὔτε-α πλ. εὔτε-να -τε (1) κχὶ ἐὔτερατ (τ)-άστ-ι (Ὀιι101) οστε - - .- Μα νν Ἡ αμ ον -οὔν, αν ι κρέα σε--τὺ πρανίον ἴὸ κάφκετα ἐδτε-νε-ι (Υ) πλ. ἐδτενα-τε καὶ ἐδτερκ-τε ἐὅτερε-α (τ) ἴὸ. ορᾶάδτε -α, . .. πι] ... (ι-ε-τε) ἆστ-τε; ἐπίθ. ὀστεῖνος- η- ον αστού (τ) (Υ), αδτούνα (Υ) κὔτούνε (Σ}, αδοὺ (Κορτσα) κχοὺ (γεγ. Μαλ]εσία Ξ οὕτως, ἔτσι. κ. κεὔτού, κεῦτοῦ, κεοτούνα (Υ) κτλ. β η [ άτα ("Ανω ᾿Αλδανια, ροράαη) τὸ. άτε (Υ) ἅτε (τ). ῥ α Ἀ / π ν η : άτε-ιξ-πατηρ, γεν. αἄτιτ, ὁοτ. ἅτιτ, αντ. ἄτενε. Ατγι πλ. ἄτεν-ιτε ] µ ι / .. ! ο... πα 4 ο υἥ (Υ) καὶ ἅτερι- τε (τ) ἄφ. ἄτενιο (Υ) καὶ ατεριδ (τ) ἴὸ. τατὲ- κ. - . 3 . η 3 τ, / [συγκρ. ἕλλην. ἅττα, Ιάρχαῖα Ῥλαυϊκά οτ καὶ ατςπατηρ| .- ι ε / Ὁ / : ! - ! . η ἁτες ὁ πατήρ µου, γεν. τ ιµ-ετ. αιτ. τ ετ-ἄτε, Ον. υτ-άτ--ὁ πατήρ σου γεν. τύτ-έτ, αἰτ. τετάτε.---Όνομ. ι ἅτι-- ὁ πατήρ του γεν, τετ, αἶτ. τ' άτενε -- τὸν πατέρα του. ον ϕ / ατε χοὶ ατενκ (Υ) Αἰτ. τῆς ἄντων. χὺ ἵἴδ. κετε (Υ) Ατέ καὶ ατενα (τ]- «τά (ὄνω Αλβανία Ῥοσάαη) ἴδ, κετά. ατε Ἱέρε [χτε - Τε ρξ ἐπὶο. τότε, αὐτὴν την φοραν. ερε νε] || σόι σε) κ ίπ .ἲ ϱ-- 1 -- π" ο ἃ ατε Ἱέρεξ ιδ. μθ ατε- ερε-- τότε. ατε ὃ, κετε ταύτην τὴν φοραν. κτε] (τ) ατέ]α (τ) ἐπιρ.Ξ ἐκεῖθεν ({ ἴδ. κετέ] κετέ]α). ατε]ζα (ὑποκορ). αναέ] (Υ) ανᾶε] ε κενάε] -- ἔνθεν κἀκεῖθεν, ἴδ. κενά] ανάε]α (Υ) ανε] κάζα« πατ ἄρδε δ. κεγάύ αναύ (141) πρε] αναεἰ καζ (γα) πατ άρδε {δ, κενάὐ. Ανάν] (Υ) κεντυ]. ατιέ ἐπιο. -- ἐκεῖ: ατιέ Χου, καὶ ἀτιέ κε, καὶ ἅτιέξ τεχτ ὕπου. 3} ” - Ἡν ῥ ϕ ατύ ἐπιρ.Ξ αὐτοῦ τὸ. κέτυ, χετου. ᾿ κ μμ ο νονς -- ' ατύ- κετού-- τῇδε χάκεῖσε - σπορᾶὀην. ατὺ ε διέν µόρτια εε µεο (Ῥαά1)Ξ μέχρις οὗ ἔλθῃ ὁ θάνατος καὶ ιβ. ρα κια πι. Ε.Ε.» . ει . Ν4ῃ, λάθῃ αὐτόν, Ξνγ]έρσα τε θιν]ε µόρτια ε τα µάρρεξ-ἕως νὰ ἔλθῃ θάνατος καὶ τὺν λάθη. ο σος ατύ ε µ]ετ μΏε μαλ] (Όι1) (ἀπ᾽ κὐτοῦ) καὶ ἕως εἰς τὸ ὄρος, ατυ ε µ]ετ ντε ὄτεπί (Ώιι1) -- νγερ νε ὄτεπί, ατύ ε ]έμι ορίτµε (ιά!) --νγερ σα ου ῥρίτμε-- µέχοις οὗ ἐμεγαλώσαμεν. ατύ ενῶέ ατέ (0141) -- ἐπὶ τέλους καὶ αὐτόν. τέλος πάντων καὶ αὐτόν. ατσάρ-ι πλ. ατσάρε -τε (Υ. Μαλ]εσίκ) ἀτσάλιον, χάλυψ, (ταυρ. τσελίκ). ατσάρε ἐπιρ. (Υ) ἴδ, στρενγούτε. ατσάρι α (Μμεβίτα πληθ. αταχρι - τε" Ξτσινγερίμ.-ι (Περμέτ) πληθ. τσινγερίµε - τε.» τσινγεορίµε-α (Πεομέτ) πληθ. ταινγεορίµα-τετε φτοχζετ᾽ ιθάτε [δ., φοαχ]-ν, ατσαρίµ-ι (Υ) πλ. ατσαρίµε -τε-- θλῖψις, στενοχωρία" ἴδ. στρενγ]{μ.-.. ατσαρό»!/ -ο/. ϱ, ἐν. θλίδω, σνενοχωρῶ (ἐπὶ πληγῆς ἥν ψκύει τις]. ατσαρόχεμ: ρ. παθ. θλίδοµαι, στενοχωροῦμαι (λ]ενάό]). ατσα]έρε (ἐλ6.) τὸ, ἀτεχέρε. ατσαχέρεζε: ὑποκοριστ. ατσὶΞ- ασί - Ατσίΐς-- ασίσ - ατσό ἴὃ, ασό, ατσόσ ἴδ. ασόσ. αὖ (τ) καὶ α]ύ (τ.) [ἑλλην. κὺ- τὸς] ἴὸ. κύ αἵ (Υ.τ.) ἄντων. προσωπ. τρίτου προσώπου αὐτός, εν. ατι ἢ ατ]ί, Ἡ ατίτ [άργυρ.] καὶ ατίνε (Υ:Σ:) αἰτ. ατά ("Ανω ᾽Αλβανία) καὶ ατε (1) καὶ ατε (τ), αφ. ασί αἰτ. ατᾶ, αφ. ασίσ (Ἠ ατσία). άφερ : ἐπιρ. -- πλησίον (συντασ. μετὰ γενικῆς.) ἀντιθ λ]αρχ. αφερ - µε/ε-τέ]ε - ατί, νεδ, ]ουῦ - ατύρες πλησίον μοῦ, σου. αφεράζε (Υ) ἐκ τοῦ πλησίον (ἀντ. λ]άρκαζε) () αφεράζι (Υ) ἐκ τοῦ πλησίον (άντιθ. λ]άρκαζι, (τ) γγ]ατ (Υ) Ξ ἐγγύς, «οντὰ ἀἄντιθ. τε]ε. ἄφερ. ἐπιο.Ξ ὡς ἔγγιστα" σχεδόν, φιφρό (τ) προτάσσεται καὶ ἐπιτάσ- σεται: ὄκούανε αφερ ν]εζέτ -διέτ } δχούανε αφρύ ν]εζέτ θιετ. πα- ρὗλθον σχεδὸν εἴχοσιν ἔτη, αφρό ε γ]οᾷίτα Ξσχεδὸν τὸν ἐπέτυχον, τὸν ἐκτύπησα σχεδόν. ἰ-ε-άφερ-ι-α - ὁ πλησίον ἀντιβ. ι-ε λ]άργε ι-ε ἀφέομ.-ι με-]α, ι ε-άφεοτέ-ι-α. αφερόν/ ϱ. ἐν. πλησιάζω, ἀντιθ. λ]αργό], μεργό]. αφερόν!/ - ο) ἆορ. αφερόθα µετχ. αφερούεμ.- ουμ (Υ) ἀφερούαρε (τ). αφερόνεµ - όχεµ : ρ. οὐδ.-- πλησιάζω.-- αδίς - τεμ. (Υ) ἀφρόνεμ. αφερσίε-α (Υ) πλ. α- τες όὁ πλησιαιτερος τόπος. αφερσίρε-α (τ) ὦν- τιθ, λ]αργεσίνε -α (Υ) λ]αργεσίρε-α (τ)' ολες Ἐι- - Μ .. άφσε-α (Υ.τ.)Ξ5ἡ πυρᾶδαΞ ἡ τοῖ πυρος ερμότης (πλ. ἄχρηστος). ιι .. ... Ἀ με µ αφό-ι (Υ) αφὸ ι ζ]άρριτ.Ξ ἡ ἐκ τοῦ πυρὸς ἐξερχομενη θεοµότης. α ΄ στ. . -- τ μι π- Μ. μ - αφτ. (τ) ἔπιρ -- ἀρκεταᾶ. µ]κφτ (Υ). μον μια -- ἀρκεῖ πλέον, µ]αφτ μᾶ ζανγρε (Υ) ἀρκετὰ πλέον ἔφαγες. µ]αφτ µα φόλ]ε- ἀρκετὰ πλέον ὠμίλησας, αἴ-ου πλ. αζε-τε καὶ εἴ-τες ἡ ὀξύα, δένδρον καὶ αὖ-ι(3)- αχ- ἁγ]ι (τ) τς ἡ ὀξύα, απ ο ” . -ᾱ Ἡ 4 [ο } κ αχεμ (γ) ο. οὐδ. παθ. τοῦ ΑΔ] (Υ)Ξ φουσκόνοµαι πρῄσχοµαι καὶ ἔχεμ (τ) α Τη η ο. οὐδ, παθ. τοῦ ε] (τ). άχερ-ι (Σ) ἴδ. αχούρ. αχέρε (τ) ἐπιρ. ἰδ, ατεχερε,Ξ- τότε, μετὰ ταῦτα, αχ)έρε (τ}) αχἹερα (τ), αρύερε (τ). αχίστε - α' πληθ. αχίστα- τε τόπος κατάφυτος ἀπὸ ὀξύας, αχοῦρ-ι πλ. αχουοε - τε (ἕλλην. ἄχυρων) ..... σχέρ-ι (Σ). Ρ ῥᾶ-ου (Υ) πλ. βᾶνα-τε καὶ βά-]α: ὁ πόρος, τὸ πέραµαἁ τοῦ ποτα- μοῦ διὰ τῶν ποδῶν. ἨΒάου ι λ]ούμιτ Ξ ὁ πόρος τοῦ ποταμοῦ. Κοὺ : αῇ ο ο 88 3 ’ β } . Ι Ἡ ο} ΄ ε κα βανε λ]ούμι;-- ποῦ ἔχει τὸν πόρον ὁ ποταμός; Κεοκόν] βάνε-- μη " ! ω ο ἕ τα Ἆ ων να ερευνῶ τον πόρον (ποῦ δυναταί τις νὰ δικθῇ τὺν ποταμὺν πεζῇῃ. ῥαγγουλόν] (βερατ] ἴδ. βρανγουλόν]. ῥάδε-α (τ) πλ. βάδε-τε ἴδ. βόδε- α (Υ). ῥάδεζε-α πλ. βαδεζα-τε ὑποκορ. δ. βόδεζο -α (7) ῥαῦ-ι (γ) πλ. βαάθε-τεξἐνώτιον, σκουλαρίκι. ῥᾶδ ι(Σ) πλ. βᾶθε-τε. Παροιμ. βένε βαθ νᾶε βεῦτ- νὰ τὸ ἐνθυμῃ- θῆς πάντοτε.---βέθ-ι (τ.) πλ. βέθε-τε. ῥάδε-αξ- ατύ κου φλ]ενε δέντε νάτενε, ατὀ κου μβύλινε δέντε -- τοριστε-α (.{ασοβρα, Ίπεκ, Πριζενάι) πλ. α- τε ῥά]: ἔπιφων. οἴμοι! ἀλλοίμονον εἰς ἐμέ. βά[-ι πλ. βα]ε-τε-ῖὸδ. ἀενέσξ-α. βά)ε-α (Ἓλθ. Τοσκ.) κλαυθµός, θρῆνος ἐν ρυΏµῷ. --ε µουρρ βα]α ε πο κ]ανζπο Ῥα]εγε ῥά]ε-- ὀλοφύρονται. ος σον ) βά]ζε-α πληθ. βχ]ζα-τε--κόρη, ἀνύπανδρος, παοθένος. βάοζε-α (Σ) πλ. α-τε, ῥα]ζενί-α (Υ) (πλ. κχρηστος)Ξ- ὄμιλος, πλᾖθος παρθένων, βα]ζερί-α (τ) | αἱ νέαι τῇ ἡλικίᾳ ἡ νεότη: (τῶν θηλεων). ΡαΤεενία (1) δα]τερί-α (5) βαρζοί-α (1). ῥα]ζενίστ (Υ) ἐπιρ. βα[τερίστ (τ) βα]εζενίστ (Υ)--παρθενικῶς, . ῥα]εζενίστ (τ) θαρζενίοτ (Σ) βαῖσ- βαῖσ- ῥαῖσ (Περμέτ)--μπεσό], πρίερ (περ]έρ) (Τοσκ.) αορ. βαΐσα- ε-ι. µετοχ. βαῖσουρεξ βαίζω, ῥα]τίμ-ι (Σ) πλ. βα]τίμετε-- θρῇνος, ὀλοφυρμός, Χλαυθµός. βαλ]τίμ-ι (Ῥοβάαη) πλ βαλ]τίμε-τε. βα/τι-α. πλ. βα]τί-τε. ἴδ. βά]|-ι, βα]ε-α (Ἐλόασ.) βα]τόν] -ο]-ρ. οὐδ, μυρολογῶ, µύρομαι, θρηνῶ, ὀλοφύρομιαι, βαλτό! (Ῥορά απ) ὀλοφύρομαι θρηνῶ (ἐν ρυθμῷ) περὶ τὸν με. βάκ-εμ (τ) ἵδ. βοκ- εµ. (Υ) βακετε (τ) ἴδ. βοκετε (Υ) ἐπιρ. ι-ε-τε βακετε (τ) ἴὸδ, ι-ε-τε βοχετε (Υ). ῥακεσίρε-α (τ) ἴδ. βοκεσίνε-α (Υ). ῥάλε--µόριον-- ἄραγε, τάχα. βαλε κουσ εστε ατιέ; ἄραγε τίς εἶνε ἐκεῖ; Ν ῥάλε-/α: πληθ. ῥαλε- τες χορός. μβά] -βάλε-- χορεύω. ἴδ. κερτσε] [ἑλλην. βαλλίζω] {εκ βάλενε-- σύρω ιὸν χορόν, προΐσταμαι χοροῦ. βαλ/-ι (τσαμ) (πλ. ἄχοηστος) ἴδ. βα] -ι (τ) βαλ]-τε (τσαμ.) οὐδ. ἴδ. βα]-τε (τ). βαλ/ανίσε-α (Υ) πληθ. βαλανίτσα- τες νεροτριθειὸ (τοῦ μύλου) (λέξις Βουλγαρική) ἴδ. τὴν ᾽Αλέανικὴν ἀερστίλ]ε- κ, βαλ/ε-α. πλ βαλ]ε-τες κύμα, βαλ]ετ᾽ ε ἀέτιτ--τὰ κύματα τῆς θαλάσ- σης. σημ. καὶ κόχλασµας, ἀναθρασμός. µούερ βαλ]ε--ἤοχισε νὰ κοχλάσῃ. βαλ/όν/-ο/: ϱρ. ἀμετάθ. ἴδ. βελ]ό]. ῥαλ/όσεμ [Μυζακλὰ] ο. µεσ. Ξορεζόχεμ. ου ο. Ύροῦρε, (λ]άστε), Ράρι (ι μαθ) νγα ὅιν, α νγα έρα, α νγα τε ῥρίτουριτ τέπερ νγα ανε ε φουκ]ισε δέουτ. Μ“ βαλιτίµ-ι (Ῥοράαι) ἴδ, βα]τιμ-ι (Σ). βαλ]τό, (οσα) ἴδ. βα]τόν] - ο]. ῥάνγε-α [Ἡ)Ξξτερπλ]ότε Ἰεκουρι Χ]ι πουνό]νε δένε Ὄνθα -π πράπαζι τουκ ε κέλ]ουνε µε ν]ε καμρε. αλ. αμα. Ἡ- ἁμ'π. ἐς μμ αν πι --ᾱ- ον ΕΕ -- να ο Σπ αν ο αν ο πα ῥάνγε-τε: ἐἔπιρ (Υγ)τὸ βλέπειν πλαγίως (τὸ εἶναι ἀλλοίθωρον βενγε-ε (τ) ι-ε-τε βανγετε (Υ) ν-ε-τε βενγερε (τ)Ξ ὁ παραθλὠψ. βανγόδ -ι (Υ) πληθ. βανγόσε-τε. βανγόδε-]α (Υ) θηλ πλ. βανγόδε-τε. συλ-ι (Τνραν.) παραδανκ -) γου (ἨἘλόασ, ). βανγερό/ (Υ) ο. οὐδ,-- βλέπω πλαχίως, στραθά, εἶμαι ἀλλοίθωρος, παραθλώὠψ. βενγερὺ] (τ). τε Ρεν] εοούεµ.- ντε (Υ), τε βενγερούαρε ιτε (2). βαν-γου: (Υ) πληθ. [πε «τες τροχός. βανό/ (5) - βανόχεμ, (5) ἴδ. βονο] - όχεμ. (Υ). βάπε-α (ὁ πλ. ἄχοηστος) καῦμα, Ἀαύὐσων, θάλπος τοῦ ως καμ, βάπεξ-έχω ζεστην, καφόνω, ἀντιο. μεοδιῇ, μερδάσ (5) Ὀακ] βάπενε- μεοτσε] (τὸ δεύτερον ἐπὶ ζώων). βαρ [ᾶρ-ω- αἴρω] ϱ. ἐνερ.-- κρεμῶ, µετοχ. ναρε, ἐπιθ. ι-ε-τε- βάοε. φράσις βαρ Ῥουζετε αν όλὰ σκυθρωπός. ἴδ, - βιρ (συνηρ.) ἄντι). σθαρ, σθαρο], σθαρίτ. { ραοεμ.: παθ ἴἵὸ, βίρεμ. βαργό/ (Καθ.) ϱ. ἐν.--ἁρμαθιάζω: Ὀε] ῥαρλ. βαργεζό/, βαργοσ. βαργόζεμ., (Καθ) βαργεζοζεμ., βαργόσεμ. παθ. τοῦ ἀνωτέρω. βάργεσ-ι (τ. καθ.) πλ. βαργεσ - ττες ἀκδ ι πα τρέδουρε. βάργερ-ι(τ) πληθ. βχργερε- τες ἐνόρχης, ὀρχιδᾶς. βεργά-ου (βερατ.) πλ. βεργεν] - τε-ζανουερ -όρι (Υ) πληθ. ᾖανορε-τε [ 18, χανε-α (Υ)]- χάνουρ - ορι (συν ηρ.). βαργούερ- όρι (γ) [βαρκ - γου] πλ. ῥαργ όρε- τες τὸ κρεµαστάρι βαρ- γουρ-όρι { συνῃρ) βαργοριι ιάρρμιτ. καὶ ῥχργούε - ονι (Σ)} βαργον]ε- τε βαργονι νι ζιάρρμιτ βαρέ-/α (τ) πλ. βαρὲ- τε: ἴὃ, Ώαροε- ]α(Υ). βάρζε-α (5) πλ. α - τε ἴὃ, θα]ζε - βαρζενί-α(Σ)} ἴδὃ. βα]ζενία (Υ). βαρζενίοτ (Σ)) ἴδ. βα]ζενίστ (Υ). βάρκ-γου: πλ. βαργ]ε- τε ἄλυσις, τὰ δεσμά, Ἀλοιός. 2) ἁρμαθιά ἴδ ῥημ.. βαρ --κρεμῶ). ο πν τος . ο τ- - - βάρκε-α (τ) πληθ. βαρχα - τε: ἴὸδ. Ώαρκε-α Ἔλ]ουνάρε-α. βαρόδ-ι.; πλ. βαρόδα -τε: τόπος ἀκαλλ ἔογητος µαλ]εα φούδαχτε ρύσ-ιε. ρ0σα -τε: τοπος «κ λλιεργητὸος Ίξα. φουσ«ττε πο ο προ πουνούαρα. 9) βαροδξπυνοικία, [ἡ πόλις] ἀντιθ. τσαρτσι. (.-ε.) βάρφερε (τ) ἴδ. ν-ε- βορφενε (Υ). βαρφερία (1) ἴδ. βορφενία (). βαρφερίοτ (τ) ἴδ. βορφενιστ (Υ) Ξ πτωχικά. βαρφερόν] -ονεμ.-(τ) ἴδ. βορφξνό] - όχεμ. (Υ). βάρρ-ι (τ) πλ. βάρρετε (ἑλλην. βαρ-α-θρον] ἴδ, βορο -ι (Υ). βάρρε-α (Σ) πλ. βάροα- τες-πληγή, τραῦμα, λαθωματιά, βαρρίσε-α (Βερατ.) πλ. βαρρίταχ- τεζσωρός, στοῖθα, ἴδ. τούρρε- α. βαροίτσε ἀοούζ τουρρε ἀρούδ-- σωοὺς ἔύλων, βαρρό/ (Σ) ϱ. ἐν τραυµκατίζω, τιτοώσκω᾽ [ἐξ οὗ βαρῷΞ κτυπῶ ἅπλο- ελληνικὰ] βαρροζεµ. (Σ) παθ. τραυματίζομαι, βάδάε-α (Βεράτ - Περμέτ) [ποιμενικὴ λέξις] -- ἡ σειρά, ἡ συνέχεια τῶν ἰχνῶν περασμένων προβάτων Ἄ ἄλλων ζώων. (μεταφορικῶς ἐπὶ ἂν- θρώπων) γραμμη ἐξ ἰχνῶν έπι τοῦ ἐδάφους : ι ρόδε πράπα βασίεσε εδέ ε γ]ετα ἀέλ]ενε-- ἠκολούθησα την σειρὰν τῶν ἰχνῶν καὶ εὗρον τὸ πρόθατον. βαδε -α πλ. βαδα -τες- νεᾶνις, νέο κόρη, παρθένος. βαδεζε-α πλ. βαδεζα- τε: ὑποχορ. ῥαδενί-α (Υ) βαδερί-α (τ) (πλ. ἄχρηστος]Ξ-ἡ νεότης. 2) ὅμιλος νεσνίδων βαδενίστ (Υ) ἐπιο. βαδερίστ (τ). βάτρε -α (τ) πλ. Ώκτρατε ἴδ. βότρε-α πλ. βότρα-τε (Υ). βάτρεξα (Βερατ) πλ.-α- τὲ. ἴδ. βουλαν]ε-α Ἡ βελαν]ε-α. ΑΥ/ ἕ-νι πληθ. βΥ/ΕΥ/ -τες εἶδος πεύκης (δένδρον). βγ]ξ-οι (τ) πλ. Αγ]εν| -τε βΥΙε πίδεδε Ὢ βγ]ε Ώορίνκε" Ὠορίνκε-α πληθ. Ῥορίνκα-τε γγα βγ]έρι 4ελ] ερδίρα. ΑΥ/ενίτε-α (Υ) πληθ. βγ]ενίστατεςβεντ µε βγ]εν]. βγ]εριτε-α (τ) πλ. α -τε, βάαρ (Υγ. Ὀαάϊ, Καθα]α) ϱ. ἐν καὶ οὐδ, χαλάω, φθείρω, καὶ χάνω, 3) φθίνω" ῥαίρ (Υ) (κρου]α)-βιρ (Σ) µετοχ. βᾷαρε, βάνέρρε, βιέρρε (Σ). βαρ: (τσαμ..) ἄορ. βάορα, ε-ι καὶ: ἄρρ βᾳούερ (τοῦ βᾷαρ καὶ βάιρ) ἀθιερ (Ῥοράαη). ζανα ε βάιέρρε (ή) Ξνέα σελήνη - ανα ε πλ]ότε- πανσέληνος χεν ε θύερες φθίνουσα σελήνη αν ε µθράσμε (ελθ.)- ἡ τελευταία φᾶσις τῆς σελήνης" Ίανα μβρεντα (Υ)Ξ ὅταν ἡᾗ σελήνη δὲ η ε ες εν ΕΝ ΕΙΥΝΕ αρατη την Ἱμ.ΞΟΦΥ. κΕλι--- ῥάάρεμ: παθ. φθείροµαι, χάνομαι 3) φθίνω. βάΐρεµ, ἀθίρεμ (Ῥοσά απ) Ῥέρεμ (Σ], Ώάρεμ. (τσαμ.] ου βᾷοῦερ ζανα--ου βάοῦρ ζάνα ἀντιθ. ου ροῖ χάνα, βᾳέκουνε καὶ βάεχουρε μιετοχ. τοῦ ϱ. βᾳεσ--θνήσκω, ἀθέχκουνε (Ῥοράαπ) ι-ε βάέκουρε (τ) ἐπιθ.Ξ νεκρός- ἄ -όν, ἄντιθ. ι-ε γ]άἄλεξ ζωντανές, βᾷεσ (τ) ᾳες (Σ) ρηµ. οὐδ. θνήῄσκω, ἐπὶ ἀνθρώπων, (ἐπὶ δὲ τῶν ζώων λέγεται τὸ ϱ. νγορθ. ἢ τδοφ.) ἆορ. ῥά μα εκ]: ἆνθ. νγ]άλεμ.. ῥᾳᾷυ]άκ -ου (τυραν.) πλ. βᾳινάχκε-τε ἴδ. Ῥιν]ακε-]α' (ὡς τὸ βάορε-α., βάϊρ καὶ ὃὋιρ κ.τ.λ.) ῥᾳόνι (Ὀιά1) ϱ. ἐνερ διώκω, ἀποπέμπω ἴδε ἀερό] καὶ τσθο] ἀδό] (υοσάαπ) διώκω’ µετοχ. βάούεμ. ῥάόχεμ παθ.- ἀθόχεμ. (Ῥοσάαμ). ῥάόρε-α (τυραν.) (πλ. ἄχρηστος) {δ, Ὀόρε-α. βε (τ) ἐπιφ.--βαθαί, ἴδ. βα], ουΏουβού { βε ατὶ (τ)ἱ- βα] ατί (Υ). ρε ()) βἒνε (τ ) καὶ Ῥουμ (Υ). βὲ- ἄορε Ξ ἐπιχειρῷ 2) χειοοτονῶ. βὲ ο (Υ) «ἐν, τίθηµι (παρατ. βδρε, βξρε, βίντε καὶ βι]) βε (τ) µετοχ. "Ὅ καὶ δε οἳ (τ)-θεωρῶ, παρατηρῶ. βἒ-ορε (Υ) καὶ βε-ροε αν Γἱθρο) -- δικό] α᾿ βξ- ρὲ-- ἀδιαφορῶ. ---ι θξ άμενινε-- τὸν ὀνομάζω. ι Εξ κάμΏενες τὸν Χαταπατῶ, τὸν καταφρονῶ, τοῦ κάνω τρικλη- ποδιά, ε θὲ μθε σύ σκοπῶ Ξσημαδεύω, ε θξ μθε Ὠξ -- ὁρκίζω τινό. ι.6ξ βεὂ-- προσέχω βξ νᾷερ µεντ σκοπεύω. ι θὲ σύνε-- ἀποθλέπω. μᾷ γ]νστ τς ὑπογραφω (διότι οἱ ἀγράμματοι θέτουσιν ἁπλῶς τὸν ὁἁ- Ἀτυλον µελανωμένον ἐπὶ τοῦ χαοτίου).--- Αορ. βούνα-ε-ι(Υ) καὶ βούρα-ε-ι (τ) µετ. βενε (τ) καὶ ῥουμ, (Υ.). (ι)- ῥξ πλ. τε βέ-τες χἼρος. Ώουρρ ι βξ. ε-βέ-ἶα (πληθ. τε βά-τε) χήρα. καὶ πληθ. τε βε]α-τε (Υ). :βε]ιε(Σ)-ε .. (5). ῥό-]α (Υ. τ) πλ. βέ-τε (ἑλ. ᾠόν, Λατιν. ΟΥΙΙΠΙ). ῥεό (Σ) πληθ. ῥεύ -τες αὐγόν.- ῥε]« (Κρού]α) πλ. ουβέτε ουέ-]α (Σπατὶ) πληθ. ού-.τε - βέζε (βερατ.) πλ βέζα-τε' εἶνε ὑποχορ. βὲξ πεὄκουΞ αὐγο- τάραχον. α 1 ἅ 1 ῥέγε-α (Υ) πλ. βέγα-τε ἴὸδ. βεγ]ε-α (Ἠλθασ.) ῥέγ]ε-α. (ἨΠερμετ.) πλ. ῥΕΥ-ἶα-τε {δ, ῥεγλίσ-α. βέγλ]ε-α (Ἔνραν, Ἐρον]α, μετ πληθ. βέγλια-τες-λαδη, χεροῦλι. β]εγε-α (τ) πλ. ῥ]έγα-τει- ρρε ιφάνε-α (Σ). λΛΕΞΙΚΟΝ ΑΛΗΑΝΟΕΛΛΗΝΙΚΟΝ 2 ως Ἠθς βέγ)ε-τε (Υ) πλ. ἴδ, αθλ]μέντ-ᾱι. Ρα] βέγ]ε (Υ)Ξ0ε] (Κρου]α- Πἴθρα) ϱ. ἐν.-- ὑφαίνω. ῥεγ)ελ]ί-α (Ἐλό.) (πλ. ἄχρηστος) ἴδ. ῥογ]ελ]ί-α. ῥεγ)ό/ ϱρ. ἐν.-- Ῥα] βέγ]ε (Τυραν.) ἵδ. Ρε]-ρ. βέάρε-α (Υ) πλ. βεᾶρα-τε (Ἔοσκ. - Περμέτ) καρδάρα. (λέξις ποιµε- μενικη) ἀγγεῖον εἰς ὃ θέτουσι γάλα, βούτυρον. ἵδ, δέχ]ε -]α. [Σερ6. βεᾶρο -ῥεάρίκα] ἄνε ἀρου]ε κ]ε μιέλ]ννε τε ἄμρελ]ιν νὰξ τέ. βέεµ -τε πληθ. (Ῥοράαπ) -- βροῦχοι, ῥέξμε-]α (Σ) πληθ. βέζμε -τε φυσιγγιοθήκη (κυρίως ἐκ μετάλλου ) ἴδ, κουλ]έτε-α, ῥεδ-ι (τ) πληθ, βέθε-τε, ἴδ. βαθ-ι (Υ) ἐνώτιον. ῥἒδ-ι (Σ) ἴδ. δεµίζε-α (ἐλόασ.) κά βουµ, βΣθ. (Σ). -- εἶναι μυιγοχεσμένον. βέ] (Έρου]α) (δρα) ρ. ἐν. ὑφαίνω, ἀόρ. βέ]τα-ε-ι - Όα] βέγ]ε (Τυραν.) ΡεΥ]ό] πο Ῥε] νᾷε βεγλ]ετ (ρου]α)ζ--ὑφαίνω εἰς τὸν ἐργαλειόν. μετοχ, βξ]τε καὶ βέ]τουνε, (ι)-βε]ε (Σ) ἴδε ι βξ.-ε βέ]ε-α-- ἴδ. ε ῥξ-]α. βε/έ} (τ) ἴδ. βελ]έ] (τσαμ). ῥέ]έσε-α (τ. Υ.) πληθ, βε]έσα-τε ἵδ., βελ]έεσα -τε (Ἴσαμ.). ι-ε-τε βε[ύεµ (Υ. Ὀιαϊ, βορᾶαπ) καὶ συνηρ Ρε]ῦμ. ι-ε-τε βε]ύερ (τ) ἵδ, ι-Εττε βελ]ύερε (7σαμ). ι-ε-τε ῥε]έτουρε (βερατ.)-- ἄξιος, χρή- σιµυς, πολύτιμος, ἱκανός. ι-ε-τε βε]ύεδιμ. (Ῥοράαη) τ-ε-τε ϐι- ἐφδιμ. (Υ)}-ι-ε-τε βε]έτεδιμ (αἱ) ἴδ. ι-ε-τε βελ]ύεοε (Τσαμ). Αντιθ. ι-ε-πα βε]ύερε (τ) ι-ε-πα ῥε]υεδιμ.. (Ῥοσάαῃ) ι-ε- πα θε]εφδιμ. (Υ). ῥέλ/-ι πλ. βέλ]α-τε [ἑλ. βᾳλον, Λατ. ΥΘΙΠΠΙ) ἱστίον, ὀθόν, βελ/ανί-α πληθ. ὀελ]ανίτες- λιποθυμία, λιποψυχία. τε φίκουνε -ιτε οὐδ, (Υ) τε τχόλε-τε (Ἐλόασ.) ῥελ/έ/ (τσαμ..) [ἕλλην. οὐλ-ῶ, Λατιν. γα]θο] ο. οὐδ. - ἀξίζω. βε]ε] (τ)--χρησιµεύω, ἐκτιμῶμαι, βελ]έν, βε]έν, βιν (Υ)-βι (1) αξί- ζει, ἐχτιμᾶται Ύουρ ν βε]ύερε (τ) Ἐ πολύτιμος λίθος, πα βε]ύερε (τ) ἔπιρ.Ξ τοῦ κάχου ἵδ. κοτ.Ξμάτην, ῥελ]ύερε (Τσαμ..) ῥε]ύερε (τ) βε]ύεμ (Υ.- Ραά1) (Ὀοσάαη) καὶ βε]ύμ, (συνηρ) βε]έτουρε (βερὰτ) ῥε]έτουνε (Ώιιά1) βε]έφτουνε (Υ) βύερε (ΠΠ ερμετ). λα. ἀἁδω. αὑλ-α. κκ. ει. ῥέλ/εµ (Υ- τ) ρ. οὐὸ.Ξνεβερίτεμ (Σ) κοινῶς μπουχτιάζω. τε βέλ]ε- ο τὲ (Υ. τ) (οὐὸ. ἀφηρ)ξ τε νεθερίτουνι-τε (Σ), λ/ έν Ἐλόασ,) πληθ. θε τε (--σ: ή ν} λὶ ῥελ/έντζε-α (Ἠλό«κσ.) πληθ. βελέντζα-τε (Ξσκέπασμα μάλλινον} λ]ε- ῥέντζε-α (Σ) πληθ. Ἀλ]εθέντζα-τε (κατ᾽ ἀναγραμματισμόν), πορ- κάθε-α (Γυραν.) πληθ. πορκάθ«-τε, περκάθε περκάδα (Ἔυραν. Χει- μάρα) πληθ. ομαράήβ βελ/έσε-α (Τσαμ.) πληθ. | ζεΞ1 | ἑκανότης (τὸ εἶναι ἄξιον). βε]εσε-α αι. Ὁ ο ίο.- χ, το ε]) ἡ ἱκανότης, βελ]ό} ϱ. οὐδ. καὶ ἐν. Ξ! | ὁ, βαλε] βελ]ο] Ξ βουλ]όν] ΕΜΠ Ὢ τὸ, βελα-ι πληθ. βελέζεν-ιτε (Υ) καὶ βελέζερι-τε(τ) εν. βελέζενετ (7) καὶ βελέζερετ (τ) αἰτ. βελε ο. (Υ) καὶ βελέζεριτε (τ). καὶ ῥλά-ι-- ἀδελφός, Ὄνομ. ιμ-θελὰ - ὁ ἀδελφός μου, γεν. τι βελά, 3 η, - . ι | [ .. τ. τεμ. βελά. Ὀν. πλ. τ)ιµ βελάζεν (Υ) καὶ τ) ιµ. βελάζερ (τ)' «τἰµ βελάζενετ (Υ) καὶ τι βελάζερετ (τ), αἰτ. τιµ βελάζεν Χαὶ Ως μ, βελάζερ.---Ὑτ βελᾶ- ὁ ἀδελφός σου γεν. τυτ βελᾶ, Ὃν. πλ. τ υτ βελόζεν (Υ) καὶ τ υτ βελάζερε 1 µ τ(Υ) καὶ τ᾿υτ βελάζερετ ο αἶτ. τ᾽ υτ βελά- του. γεν. τν πλ. γεν. βελάζενι-τε ο ὸ τε μμ, (τ). Ρελάθ-ι-- ὑποκορ. βῥελᾶ-ι. βελα-άαδουνε-ι-α (Υ) βελᾶά-άαδουρε-ι-α (τ)- φιλά- δελφος. βελαζενί-α (Υ) πλ. (ἄχοηστος) ἀδελφότης, ἀδελφοσύνη (καὶ οἳ ἀδελ- φοί). βελαξενίὃτ (Υ) ἐπιρ.-- ἀδελφικῶς' βελαζεοίδτ (τ). ῥελάμ-ι πληθ. βελάμε-τε- ἀδελφοποιητὸς (δν ἱεροτελεστίας): -- θοτί-νι (Σ) πλ, προθοτίν]-τε (Σλαυϊκὴ λέξις). ῥελαμενί-α (Υ) πλ. ἄχρηστος βελαμερί-α (τ)-- ἀδελφότης. ῥελαμερίὃτ (τ) ἐπιρ. βελαμενίὃτ (Υ)-- ἀδελφοπονητῶς, ῥελάν/έ-α (Υ) πληθ. βελάν]α-τε ἰδ, βουλάν]ε-α. ἴδ. µελάν]ε-α. βέµε-α (τ) ἵδ. δεµίζε-α (Ἓλθασ.) βεθ-ι (Σ) μυιγόχεαµα: κά βοῦμ. ῥξθ -- εἶνε μυιγοχεσμένον, τὸ αὐτὸ λεγεται καὶ δεµίζε-α (Ἐλόας.) ος πλ. δεµίζα-τε καὶ ἕνάξ-α (Υ) πλ. ἕναε-τε: µιζα κἄ-λ]εδοῦμ, ἐνάε-ε κά δτμ, (δίερ) µίζα". ἔναεζε-α (Ἡρου]α) πληθ. ἔναεζα-τε μίδι ὅτε πλ]οτ µε δεµίζα". καὶ Βεμέσε-α (νραν.) [βε-]α καὶ µεσε-α] καὶ ὄτέρπα-τε (πληθ. Περμετ.) µίδι ζοῦρι δτέρπα.. βεµέσε-α (Τυρ.- Καβ]α) πληθ. ῥεμέσα-τε-- ἡ τοαίπα: καὶ μάζε-α (Σ) πλ. µάζα-τε. βεµέσα ε κ]έπεσε-- ἡ τοίπα τοῦ κρομμωδίου. ῥθγερε (τ) ἐπίρ. ἴδ. ῥάνγετε (Υ) ι-ε-βένγερε (τ) ἵδ. -ε-ῥάνγετε (Υ). ῥενγερό] (τ) ἴδ, ῥανγερό] (Υ). βενγ]ίλε-τε (Ώιιά1) -- αἱ παραμοναὶ τῶν ἑορτῶν, ἡμέραι νηστίσιμοι, ῥέἐνπεσ-ι (Υ) πλ. βενάεσ-ιτε -- κάτοικος, αὐτόχθων, ἡμεδαπός. βέν(]εσ- ε (τ) πληθ. βέναεσ-ιτε. ῥενάρ-ι (Υ) πληθ. ῥενάάρε-τε ἆρσ. καὶ ῥεναάρε-]α θηλ. (1) πληθ. βάνάερε-τε καὶ βενάαρ-ι (τ) πλ. θεναάρε-τε. -- ἐντόπιος, ῥενάό] (Σ) ο. ἐνεργ. τοποβετῶ, βάλλω εἰς θέσιν, ἀποκαθίστημι. ῥενᾶόσ (τ) ο. ἐν. ε βενάόσα µίρετ-ε βούρα νε βεντ μίρε. ῥενάόχεμ (Σ) καὶ ῥενάόσεμ. (τ) παθ. ῥένε-α (Υ) (πλ. ἄχρηστος) [ἑλλην..Ε οἶνος, Λατιν. γΙΠΙΠΙ]. βέρε-α (τ) -- οἶνος, Χροσι' βένε-κ]ίτεο-ι (ΥἨ) πλ. βένε-κ]ίτεσ-ιτε-- οἴνο- χόος, αὖ κ]ε κ]ᾖιτ ῥένε.---- βέρε-κθένεσ-ι (τ) πληθ. βέρε χθένεσ-ιτε -- αὖ κ]ε κθεν βέρε. ῥένερ-ι (Υ) (πλ. ἄχρηστος)-- φάρμ.κκον, δηλητήριον: ῥέρερ-ι (τ) ἰός, δηλητήριον. (Ῥουρκ. ζεχἐο) γ]άρπεν πα βένερ-- ὄφις ἄνευ ἰοῦ. ῥενεῦτ-α (δρα) πληθ. ῥενέότα-τε-- ἀμπελών, ἄμπελος. βεοέδτε-ι (5) πληθ. βερέὄτε-τε βεὂτε-ι (Υ) πληθ. βενέδτε-τε καὶ βενέὅτα-τε (ἨἘλόαα.) καὶ βέὂτε-ι (ΠΠερμετ) βέδτιν]ε-τε (Έυραν.) ἢ βετίν]κ-τε (Ἴνοαν.) βέδτε-ι (Αργυρ.]. ῥενίτεµ (βερατ.) ϱ. οὐδ. θενίτετ ἀρίτα-- κουρ ι µβαρόνετε βά]ι καναί- λιτ, ε ζξ τε ὄουχετ ἀρίτα: µθε τε μθαρούαρε τε ῥά]ιτ βογελ]όνετ [] ... ων | ; ”- .”. ῥ ᾿ Ξ αν / ἀρίτα, ζξ τε δούχετε ἀρίτα, περσερὶ Ὀεν πακ ἀρίτε µε τέπερε, ν ! ῇ ο . κνε - ος μη. ἔ---ᾱ ” περσερί βιεν τοῦχκε σουσρε ἀρίτα, γερσᾶ πορριτετ, ε φίκ]ετε φαρε » ἀρίτα, Σκ]ὶπ ι θόνε πο βενίτετ ἀρίτακ. Κανάίλ)ι βενίτουρε. βεντ. {]ι (Υ) καὶ βεντ-ἆι (τ) πληθ. βένάειε-- τόπος, θέπις ἴδ, βίσε-α ῥενᾶε-ῥέναε: ἐπίρ. σποραδικῶς' ι ζοῦ εντ φιάλ]α-ξἔπικσε τόπον ὁ λόγος του, ἐπεκυρώθη. Ώα] βέντε - ἐγκαθίσταμαι. -νὰε εντ κ]ετε 21 Ῥεχό]ε μκχλεκόν, ἀντι νὰ εὐλογήσῃ καταρᾶται. βενᾷ” ιµίρε--ἱερὺς τόπος. βεόδεζε-α (Σ) πληθ, ϱ ποκορ, τοῦ βεόδε-α (Σ). βέπερε-α (Υ) πληθ. βεπερα-τε [Έεργον, Λατιν. οριιβ- οἱβ] ἔργον, 14 / α 8 πρᾶξις' βεπέρα τε µίραΞξ χαλὰ ΕΡΥ«. πμ] ο. -- υπ δα, 4 νὰ Ι .1 18 βεπερόν] - 6} (Υ) ϱ. ἆμεταθ. - ἐνεργῶ, πράττω. βεπερόνεµ.- όχεμ παθ. ( ἐνεργοῦμιαι). βέρ-ι (Σ) (πλ. ἄχρη ῥ ι ροἩ» ου ο ) ) πλ. Μεσα ὸ, θεοι-ου, βεπερίµ-ι; πληθ. βε "περίμετες ἡ ένελγεικ, Ἡν ος) ἴὸ,. βεοί -ου. ο Τὸ, ϐ οΏε 20 βερθεσίνε α (Υ) πληθ. θερεσίνα-τες- τυφλότης. βερΏεσίρε-ο (τ) πληθ. θεοΏεσίρατε. ΘερΏετε ἐπίρ .Ξτυφλῶς. ι-ε-τε-θερρετε (Υ) ἐπίθ. τυφλὸς -η -όν (Λατ. οτρα/1ο). βερθό»] -ο] ϱ ἐν. Ξ τυφλὸν ποιῶ τινα, τυφλό -ω -ὤὣ. -τὸ παθητ. βερ- ἡ | Ὀόνεμ. - ὀχεμ.. - τυφλοῦμαι. βεργά-ου (βερατ) ἴὃ. βάογεσ-ι βρέσα - τε ἴδ. Βιγ]ενε-σ 1): βεργ]ερίότ (τ) ὃ, βιργ]ενιότ (Υ). βέρδε. ἐπίρ. - ὠχρῶς, κίτρινα" γ]έλβουρε (τ. Περμὲτ) ι-ε-τε βέρ- ὃ . . Ἶ 3 . -- - δα ι - πι ᾠ β Ἱ εξ ώὠχοὺς -ᾱ -ὄὀνξι-ε-τε γ]ελΏουρε" κίτρινος -η -ον. τε βερδε-τε -Ἡ ὠχρότης, 2) ἀσθένεικ (κοινῶς ἡ χουσῇ). ας ῥερδεσίε-α (Υ) όνος. κ (τ) πλ. -ατεςἡ κιτρινάδα ἡ ὠχρί- ασις. βερδακάκ]-ι (Τυρ.) πληθ. ᾖ νερὺ χκάκε-τε' ἆθσ.Ξ ὠχοός, χλωμὸς ῥερ- δχκάκε-]α (θηλ.) πληθ. { ρερδακάκε-τε. καὶ βερδάκ]-ι ἆρ. πλ. βερ- . ' δ : . δάκ]ε-τε' βερδάκ]ε-]α: θηλ. πληθ. βερδακ]ε-τε. θερδαλ]θς-οι πληθ. βερθχλιάκε-τε ὧρσ. βερο δκλ]ακε - ἵα πληθ. ε-τε. θηλ. βερ- |] δαν]άχ-ου (Υ) πλ. βερδαρνάκετε ἆρσ. βερδανάκε-]α πληθ. βερ- 1 Ἰ | | ο. εδδδ,ς. ι Ἵ ; . . δη Ἡ ὄχναχε-τε θηλ. ----βερδόδ-ι πληθ. βερθόσε τε άρα. βερδόδε- ]κ πληθ. βες οδόδε -τε θηλ. ---- βερδούδ -ι πληθ. θεοδούδε - τε ἆρα. ῥερ- δούδε-α πληθ. βερδούδα-τε θηλ. βερλούοκ --ου (Περμετ) πληθ. ο ----ῃ- -- ο2--- βερδούόχε -τε ἆρσ. βερδούὄκε-α πληθ. βερδούδκατε θηλ. βερδα- τσόκ-ου πληθ. βερδατσάκε-τε ἆρασ. βερδατσάκε -]α πλ. ----ε- τε ῥερδατσούκ-ου (Υγ) πληθ. βερδατσούκε- τε ἆρα. βερθατσούχε - ]α πληθ. ε-τε. βερέρ-ι (τ) ἴδ. βενέρ-ι (Υ) ὁ πληθ. ἄχρηστος. βέρδεµ: ϱ. οὐδ.Ξ ὠχριῶ καὶ σθέρδεµ, ἴὃδ, σΏέχεμ.. βερᾶάλ (Υ. Τυο.) [Σλαῦικὴ λέξις ]-- γύρω, τριγύρω. Βι] βεράάλε-- τοιγυρίζω ἐδῶ κ᾿ ἐκεῖ 2) ἀμηχανῶ, τὸ δὲ βι] ορότουλ Ἄ βι] πεὺ κ]αρκ.Ξτριγυρίζω κυκλοειδῶς, βέρε-α (τ) ἵδ. βένε-α (Υ) (ὁ πληθ. ἄχρηστος). βέρε-α πληθ. Βέρα -τε [ἕλλην. Επρ-- Ἴρ--] ἔκρ, θέρος ἀντιθ. ἀίμε- νε-ι. πέρανε βέρε (Σ)Ξεαρ, ἄνοιξις, καλοκοσιρία Μ]έστε-αΞφθι- νόπωρον, «έμενε καὶ ἀίμερεζ χειµών. βερε-α (τ) πλ. βερατε (τρὔπα) ὁπή' βίρε-α (τσαμ. Σ) πληθ. βί- ρατε. καὶ βρύμε-α (Καθα]α) πληθ. βρύματε. καὶ ἠρίµμε-α (Βε- ρατ.) πληθ.βρίµατε. βὲρῦ καὶ σβὲρῦ ὠχριάζω, κιτρινίζω ἄλλον. ϱ. ἐνερ, ῥερί-ου [ερε-α] (πληθ. λείπει) βορρᾶς. βέρ-ι (Σ) Ξαὔρα, λεπτὴ Χίνησις τοῦ ἄέρος. βερίγε-α (βερατ) πληθ. βερίγατε--κρίκος, κλοιός, (τουρχ. χαλκά ). βερίνγε-α (καθ.) πληθ. βερίνγε-τε, ε ρρούδιτ. σα κα Ἰᾶνε µε ου- λ]ίδουνε οοούδι βλασταρ-ι (τ) πλ. βλαστάρε-τε. βερόν]-ο] ο. οὐδ. [βερε-α] ἐκρίζωςπερνῶ τὴν ἄνοιξιν ἀντιθ. ἆι- μ.ενο]. βερουαρ όρι: (τ) πλ. βερόρε-τε ἆρσ.-- ἐαρινός. βερούερ-όρι (Υ) καὶ βερούρ, βερόρε-Ία πλ. βερόρε-τε θηλ. ἐαριγή. βεράκ-ου ἆρσ.-βερακε-]α θηλ. πληθτυνικοῦ βεράκε-τε (Υ), ταὐτό- σηµον. βερρί-νι (Υ) πληθ. βερρν]-τες εἶδος ἀγρίου δένδρου. βερρῖ-α πληθ. βεροί-τε: χειμαδιὸ-βεντ) ι νγρότε" (νγρόχετε). βερρίστε-α πληθ. βεορίστα-τε᾽ κε σΏιε Ὠόρε νᾶε ἀίμενε ατὺ βένε Ῥοκετίνε νᾷε ἀίμενε µε κουλότε. βερρί-α: πλ. βεροέτε: ἴδ. ορουξ{-α: (μικρὸν) αὐλάκιον. καβιςς. τα - βερδελὲ} (ἀργυρ. ἴδ. βεδελε] (ἄργυρ.) σφυρίζω. βεοδελι] (ἐλδαα,) βεσελί] (ελθασ.). βερρίστε-α πληθ. βεροίστα-τε ατὺ κου κάνε Ῥιμ ὄουμε βεορίν]. βερδόν]-ο] (Υ) (Ὀπᾶϊ) ο. οὐδ, ἐκχέω, ἐκχειλίζω, πλημμωρῶ. βε:δόι λ]ούμιι (Υ) Ξ ἀέρδι λ]ούμι (βερατ.) Ξ- ἐπλημμύρησεν ὁ ποταμός, βερδελίµ-ι (Αργνρ.) πλ. µε-τε ἴδ. ) (Αργυρ.). βερδελίµε-α (βερατ.) πλ. µα-τε ἴδ. | "δελη -ᾱ (βερατ. ]. βερρασ-έτ, ἐτ (Υ. τ) ο. οὖδ. φωνάζω πὶ ζώων: [ἕλλην. βελάζω] ἀόρ. βεροίτα, αοχ. βαβῥίτουρε (τ). / τη / - βερβίτ (τ) ϱ. ἐν. Ξρίπτω μετὰ δυνάμεως, σφενδονῶ, βερβίτεµ. (τ) ϱ. οὐδ. οίπτομαι μεθ ὁομῆς, σφενδονίζοµαι, Ίιδεμ µε " . ' 1 - ἱ - νασιτίµ.. βερθίτου ίδου µε Όραπ. τὸ δὲ εδ, καὶ µεασ. ᾖίδεμ | . α. |] κ : η ν ἱ σημ ζ α σηµ.. ἁπλῶς, οἴπτομαι. βερτέ: ἐπιρ. [Γαλλικὺὸν νότΙ{ό]-- ἀληθῶς, ἀντιθ. οοῖνε (Υ)" βερτὲτ καὶ βερτέτα, µε τε βεοτὲ καὶ μὲ τε βεοτὲτ καὶ µε τε αν ἳ καὶ περ τε ῥρρτέτ (Σ Ρρορᾶάαπ), ολ ν]ιμενᾶ-ι (5) ι-ε-τε-βεοτέτ ἐπιθ. - ὁ, ἡ, ἀληθὴς τὸ ἀληθὲς ἀντιθ. ι ορεµ-ι, 5 ροεµε-]α. βερρτετό]-ον]: ϱ. βεθαιῶ, ἐπικυρῶ. ΄ / / βερτύτε-α (Υ) Ξδύναμις (σωματική). βερτύτ-ια (Ὀα1)-- ἰσχὺς ρώμη (Λατιν. Ψἱγπαβ). ει δα , ᾽ α Ἆ 3 “ῃ.. ο. . σι ο ος ῥ Βν. . ῥερσούλεμ (Αργυρ.) ο. οὐδ, ἐπιτίθεμαι, ρίπτοµαι κατ ἐπάνω, οίπτο- . 1 ο μαι κάτω. ῥερτσάκ-ου (3. Ἐρου]α) πληθ. βευτσάκε -τεςθίκα κ]ε πρετ κασάπι μίδινε (τουρχ. χανᾷσὰρ) Των] τε πρέφτε ῥεοτσάκου, Ξνὰ σὲ κόφῃ ἡ μάχαιοα τοῦ χασάπι͵ ῥέσ-ι (Σ) πλ. βεδετεξὁ χαρακτὴρ (ἠθικῶς). κά βεδε τε Ῥούκουρα-- ἔχει ὡραίους χαρακτῆρας. - βέδε τε γεκ]ίς. ῥέσε-α (πληθ. ἄχοηστος) ἡ δοόσος, δοοσιὰ καὶ ουθέσε-α (Ἡρου]α)’ Όιε βέσε-- πίπτει θρόσος. βεσόν: ϱ. τριτοπρόσωπον-- δροσίζει, πίπτει Δρόσος. βεσετόν (τ) -- Ὀίε βέσε. ῥεῦ-ι: πληθ. βέδε-τε [οὺς-ὠτὸς] ΄μῦκ-βεῦ-- ἀχροῶμαι. καμ. βεῦ-- ἀκούω, Χ]ῖ ῥες-- ἄκουσον. βε βεῦ-- προσέχω. µαρρ ῥεδ (τ) καὶ µαρρ βεὂτ (Υ) ο. οὐδ, ἀκούω παρά τινος 2) ἐννοῶ, κουπετόν]. µόρα βεὸ σε χ]ιτε Ὄερε ν]ε τε τίλε πούνε" Ξ- ἤκουσα ὅτι εἶχε διαπράξει τοιοῦτό τι͵ πα ο ες βεῦ-ι πληθ. βεδε-τέ (Μιρεᾶιτα, Κρου]α, Ἐλόκα, Βερατ) κοινῶς τσαμπὶ ἀπὸ σταφύλι. καλ]κθεδ-ι: πλ. καλ]αβέδε-τε (]άοοῦα) --ν]ε ες θρούδι, βίλ]ε-]α πληθ. βίλ]ε-τε (Σ)Ξν]ε καλαβεῦ ορούδι' καὶ πούπε-α πλ. πούπατεζν]ε βίλ]ε ρρούδι' ἂν βε ορούδι-- ἂν καλὶ]κ- θεῦ ορούδι, βεῦ (ἑλλην. Εεσ-ἐσθής, Λατιν. ΥθβΠο) ο. ἐν. ἐνδύω, ἀμφιέννυμιι' ἀεὂ (Σ) περιθάλλω ἀντιθ. σβεῦ, σαεὸ (Σ). ῥεσγό] (Μιρεάίτα) ρ.Ξ- πεογ]ό]. ῥεογόν]-ο] (Υ. τ) ϱ. ἐν. ἐρευνῶ, παρατηρῶ, ἐξετάζω. -Ρεγό] (5). θισγό] (Ένραν.) [Σλαυϊκὴ λέξ.] παρατηρῶ. ῥεσγόνεµ-οχεμ (Υ. τ) παθητ. νεγόχεμ (1)- -βιδγόχεμ. (Τυραν.). ῥεσγίμ-ι (Ἓλδας, βερατ.) πληθ. ο νο βιόγίμ.-ι (Έυραν.) Ξ- ἐξέτασις ἔρευνα. βεγίµ.-ι (Σ) πλ. βεγίµε-τε. ῥεσελέ] (Αργυρ.) καὶ { βερδελέ] ο. οὐδ. Ξ«συοίζω. ῥεδελὶ] (Ἐλό. βερατ} καὶ ϱ ᾽ορδελίή. θεσκελε] (Ἐζρού]α) βισκελο] καὶ βιδκουλό] (Σ) φεδε- λε] (Υ)» φερδελε] (ΤΠερμέτ), φραδουλι] (Καθα]α). ῥεσελίμε-α πλ. ατε (βερατ. )Ξσυριγµός, σύριγμα, καὶ βερδελίµε-α (βερατ.) πλ. α-τε, βεδελιµ-ι (Υ- Αργυρ.) πλ. ε-τε καὶ βεοδελιµ-ι (Υ: Ἀργνρ.) πλ. ε-τε. -βεδκελίμ-ι (Κρού]α) πληθ. ε-τε͵ βισκελίμ.-ι (Σ) σον θιδκουλίμ»: (5) πληθ. ε-τε' φεδελίµε-κ (Υ) πληθ. α-τε. φεσελίµε-α (Πεομ.) πλ. χ-τε φραδουλίµε-α (Καθ) πληθ. α-τε. ῥεσελ]ί-α (τ) πληθ. βεδελ]ί-τε (ἐπὶ γῆς καὶ ζώων), εὔφορος, γό- νιμος. ῥεδελ)ὶτ (τ) ο. οὐδ. καρποφορῶ, εὐφορῶ, ῥέδκ-ι (Σ) ἴὃ. βορΏε-«. βέοκε-]α (Τνραν. Ἐρού]α, Καθα]α) πληθ. βέὄκε-τε βέδ]ε-]ακ (9ε- ῥᾳτ.- Αργυρ.) πληθ. βεδ]ε-τε, ἐδκε-]α (Σ) πληθ. ἐδκετε:--νε- φρύς, τὰ ἐντόσθια, σπλάγχνα" πληθ. βέδκλ]α-τε. (Αργυρ.- τὰ νεφρά. ῥεῦκ (τ) ο. ἴδ, βυὸνκ (Υ) ρ. βέδκεµ. (τ) ἴδ. θυδχερ. (Υ) βεσκελὲ] (ρού]σ) ἴδ. βεδελε] (Αργυρ). ῥεδκελίμ-ι (Κρού]α) ἴδ. βεδελίµ-ι πληθ. βεσκελίµετε. ῥέόκετε (τ) ἐπιρ. ἴδ, βύδκε-τε (Υ) τ-ε-τε βεὄχε-τε (τ) ἴδ. ι-ε-τε ἡ βύσχε-τε (Ύ). ”------ μα --- -... .---.. ὖ͵ὐᾧὐῴσσῶὤὥὣὢ»ῶὧὡω ο Ὅὔὐμ.. -.. μι --- --- 2ὔ -- βέσκλ]α-τε ( Αργυρ.) ἴδ. βεδκε-]α. βεδνίκ-ου (7) πληθ. βεθνίκε-τε ὄγκος ἐκ χώματος, καὶ φερνίκ -ου (Κοού]α) πληθ. φερθνίκε-τε' καὶ τδε ρέπ-ι (βερατ- Περμετ.) (ι-ε -) βεοτίρε ἐπιθ. -«ἀηδής, δύσκολος, λλωά- τε-θεῦτίρε-τε- ἡ ἀπδία' καὶ 9) ἡ δυσκολία (Ῥοσάαπ).- κάμ., κξ, κα, τε βεὂτίρε.Ξ- µε-τε-ι βεστίρετες µε βιέν, τε βιέν, ιν βιὲν τε βεδτίρε. βεστίρεµ.: ρ. οὐδ, με, τε, ν ι βεστίρετ το μας Ξ ἀηδιάζω, μοῦ ἔρχε- ται ἀνακατουσοῦρα, μοῦ ἔρχεται νὰ ζεράσω (περ τε βιελε). βεῦτόν]-ο] (τ) ϱ. ἐνερ.Ξ δικο] κυττάζω, βεδτρόν]- οἱ -- δικο] κουκλ]τε (Υ)' βεῦτο πούνενε τενᾶε (τ)-- δικο πούνενε τενᾶε -- κύτ; χζε τὴν δουλειά σου. βεδτόνεμ-οχεμ (τ) παθ.Ξ δικόχεμ.Ξ- κυττάζοµαι' καὶ βεστρόνεμ. βεδτρό] (Τνραν.) ϱ. ἐν. βε βεδινε µε ε νεγ]οῦμ.. µίρε, ἀκούω μετὰ ποοσοχῆς. βεδτρόζεµ: (Τνρ.) παθ.Ξ- ἀκούομαι μετὰ προσοχῆς (κυττάζοµαι εἰς ἰατρόν). βετούερ-ορι (Σ) πληθ. βεδτόρε-τες κ 1]ε ρούεν βενέὄτε-τε καὶ βεδουρ-όρι-- ἀμπελοφύλας, δρχγάτη ς, ον εται καὶ πεν(]ἄο-ι (1]ερ- μετ.) πληθ. πεν(]άρε-τε, τὸ δὲ µέρος ὅπου μένει: πενααρίτσξ-α σκοπ]ά, δραγατσιά. β α Ἄ κ Ε α βέτε: ϱ. οὐδ. εἶμι, πορεύοµαι [ἑλλην. βα-βαίνω] βέτε µ)άρε-- [βέτε το παρεξ βαίνω ἐμπρὸς] προοθεύω προκόπτω .“Ρέτε πράπες ὀπισθο- χωρῶ, καρκινοθατῶ' φάτι ιµ. σα βέτε πο μεογόνετε-- ἡ τύχη µου ὅσο παει καὶ ἀπομακρυνεταν κ ν]ερ σα ῥέτε πο Ώεχετε µει χεκ] -- αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ὅσο πάει καὶ χειρότερος γΊνεται. - Μετοχ. βότε (Ῥιιά1) καὶ βότουνε καὶ βόΐτουνε (Υ) (µεταγενέστερον) καὶ βώτουοε καὶ βά]τουρε (τ)' τὸ ἀντιθ. τοῦ ϱ. βέτε εἶνε τὸ ο. βἱ, βέτε. ἐπιρ.Ξ µόνως, (ὁ ἴδιος -ἡ ἰδία): ε Ὄερα-ε-ι βῥετε-- τὸ ἔκαμα- ες-ε μοναχός µου (ὁ ἴδιος) καὶ ε Ώερα ουνε βέτε ε Ῥερε-τυ βέτεε Ῥερι αὐ βετε- τὸ ἔκαμιι ἐγὼ αὐτὸς τὸ ἔκαμες σὺ αὐτός, τὸ ἔκαμε αὐτός του (- μόνος του) οὖνε βέτε θαδε, τὺ βέτε θέ, αὖ βετε θα ἐγὼ αὐτὸς εἶπον, σὺ αὐτὸς εἶπες, αὐτὺς ἐκεῖνος εἶπε᾽ (ἐπὶ ἆρα. χαὶ θηλ. γεν.) λέγεται καὶ βετ᾽ ουνε, βέτε τυ, βετ' αὐ,Ξ- ἐγὼ αὐτός, ο αν ἐγὼ αὐτὴ κ.τ.λ. Να βέτες- ἡμεῖς αὐτοὶ καὶ μεῖς αὐταί' Ίου βέτε-- μεῖς αὐτοὶ καὶ αὐταί, ατά βέτε ἄρσ ατό βέτε θηλ. καὶ βετε να, ρετε Ίου, βετ᾽ ατα, βετ᾽ ἆτο (θηλ.) βέτε βέτε-- ὑπάγω ἐγὼ αὐτός, γω μόνος, προσωπικῶς' Φλ]ασ βέτες- ὁμιλῶ ποοσωπικῶς, ἐπίθ. -- πρόσωπον, ἄτομον ν]ε βέτε, ἄν βέτε τρε βέτε κ.τ.λ. ἐν ἄτομον, δύο ἄτομα, τρία ἄτομα κ.τ.λ. νε βέτε, ἂν βέτα, ερι βέτα: θηλ. Ξ μία (γυνη) δύο, τρεῖς γυναῖκες' ιὔινε ἄν τρε βέτε-- ἦσαν δύο τρεῖς ἄνθρωποι" ἴδινε ἄν τρε βέτα - Ἴσαν δύο τρεῖς γυναίκες δούμε βέτε-- πολλοί’ δουμε βέτα - πολλαὶ - έρδι βετ) ι Ιάύτε-- ἦλθε δεύτερος χὐτὸς (δηλ. μεθ) ἑνὸς ἄλλου) έρδι βετ᾽ ι τρέτε -- ἦλθε μετὰ δύο ἄλλων" ἆρσ. (τὸ δὲ θηλ. έρδι βετε ἄυτε, βετ ε τρέτε)’ δηλ. έρδι κ]ο μὲ ν]ε τ]άτερ α με ἄν τε τ]ερα. Νό]α Ἰύρι βετ)ι τέττε να᾿ ἄρκετ- ὁ Νῶε εἰσζλθεν ὄγδοος αὐτὸς εἰς τὴν κιθωτὸν (μετ) ἄλλων ἑπτᾶ). (-βέτ-ι πληθ. τε βέτετε ἄρα. ἄντων. Χτητ. ε βέτα πληθ. τε βέτατε µε, [ή -. ρ.. Γ ο ο πιω ν γαι. βως (θηλ.)Ξ τοῦ ἑαυτοῦ του, τῶν ἑαυτῶν του: τοῦ ἑαυτοῦ της, τῶν ως Ἑ- πα 1η τν” Γκ μα. .. π τν δἒω 25η ωά κἈ | ἑαυτῶν της. . ι ην 3 5 ῥὲτ ἄντων. κτητ. (Υ) (18, Γραμματ. ἸΚ: Χριστοφορίδου): ὀνομ.. ν]ερίου ! 4 / ῇ β Ε [ β . ῥ [ι 4 ε βετ- ὁ ἄνθρωπός του καὶ ὁ ἄνθρωπός της' γεν. νἹερίουτ βέτ, αἰτ. ν]ερίν ε βέτ.-πλ. ὀν. ν]ερεζιτ’ ε βέτε -- οἱ ἄνθρωποί του,- της" γεν. .. ” ] 3 . ν Ῥ .- ἄ 3 πω κά .. ] . σε) α΄. --.Ὁ π γ]ερειετ ῥετ, αἶτ. Υ]έρειτ ε βετε ἀφ. ν]ερέιισ Ρετξ εκ τῶν ἆν- θρώπων των καὶ ἐκ τῶν ἀνθρώπων της" ὁν. γρούε] ε βέτ-ἡ γυνή του, εν. Ὑρούεσε βέτ, αἰτ. γρούεν ε βέτε-πλ. ὁν. γρατ᾽ ε βέτα- “| ΛΑ, 3 ρᾳ Ἂ [ ε : ; » . {ω .- ὦ μά» κι γυναῖκες του, γεν. γράθετ᾽ βέτα, αἰτ. Ύρατ ε βέετα ἆφ. γραῦ αι ὁ ἐμ μα -- μα. κ... κ΄ ἃ [ α πως ψετα-- ἐκ τῶν γυναικῶν του.- σὔτ) ε βέτε -- οἱ ὀφθαλμοι του-της ἀούαρτ ε βέτα αἱ χεῖοές του, αἱ χεῖρες της. ῥέτε-α (Υ. τ.) ἄντ. αὐτοπαθ. -- ἑαυτὺς-τή. βέτεζε-]α (Υ. τ.) ἆντων. αὐτοπ. 2)-- Ῥύθε-α-- πρωκτός. βέτε-βέτε]α (Υ. τ.) βέτε]- ίμε, βέτε]α ἱότε-- τὺ ἄτομών µου, τὸ ἄτομόν σου, καὶ βέτε-βετεχέ-]α (τ. Υ: Ὀοράδη). βεζτε-]α (Σ) βετε-]α (τ): σε ἀούα βέτε- βέτενε μξ--δὲν θέλω πλέον τὸν ἑαυτόν μου" βράου βέτενε Ὢ βράου θέτε βέτενε, 3) βράου βετελένε Ἰ βρἄου βέτε- βετεχένε -- πηὐτοχειριάσθη, ηὐτοκτόνησεν, ἐφόνευσεν ἑαυτόν" έρδι ναε : . ᾽ κά .. , η .. . μα - ὶ ῥετεχετ τε σα] (τ)-- ἦλθεν εἰς τὸν ἑαυτόν της. µερρ-με µε βέτετε -- ο μον ; - | (/. τ')Ξ παράλαδέ µε πλησίον σου’ θεμ, θούα-θοτε µε βέτεχε-- συλ-] 3 - µ μ β 4 λογίζοµαι-σαι-ται' περ ῥέτεχε Ἄ περ Ῥετεχενε τίµε-τ) ενάε-ε ατί-- δι ἐμαυτὸν διὰ σαυτόν, δι ἑκυτόν. βετε]έσε--ἐμαυτοῦ, σαυτοῦ ἐκυτοῦ. βέτεµε: ἐπιρ.Ξ μοναχά κατὰ µόνας' ἀντιθ. Ῥάδκε ι βέτεμ-ι πληθ. τε βέτευ. - τε μόνος, μιονάκριβος᾽ ε βετει]α «πληθ. τε ῥετεμε τες υ . ἕα 3 ν ᾿ / μόνη, µονογενης ἀ]άλ]᾽ ι βετεμτυἷος μονογενῖς. βετετί] (τ! ο. οὐδ. ἀστράπτω: καὶ βετετίτ. (τ) Ῥετὸν (Σ)}-- ἀστράπτει Ἶ η -- ν .. . .. - ᾱ- [ἀπρόσωπον] ἴδ, ὄκρεπ. - ὄκοεπετι] (Υ). βετειίµε-α (τ) πληθ. βετετίμα- τες ἡ ἀστραπή” βετίµε-α (Υ) πληθ. μα . .. .. [ι βετίµα -τε᾽ καὶ ὄκρεπετίµε-α (Υ) χρεπετίμα - τες καὶ ὄκρεπετὶ- νε-α (Ἐλθ. Ἔυραν. Ἐρού]α) πλ. δχρεπετίνατε. βετίου, βετίουτ. βετε-βετίου, βετε- βετίουτ, βετεχε] (Ῥοράαπ)}) πρε] βετί- (Σ) πρεὶ βεάίτ (Σ)- ἀφ ἑαυτοῦ του, ἀφ ἑκυτοῦ της, αὐ- θορµ.ήτως, φυσικῶς έπιρ. β ἀ ., ὦς μ ς -ρ - - βέτουλ-α πληθ. βέτουλα - τες ὀφρύς, ὀφρύδιον. μέντουλ-ἵτ-ου πληθ. ή βέτουλ - ζέσ-τεςξ αὐ, αἷό χε κα Ῥέετουλε τ ζεζε' βετουλ- ζέζε-α πληθ. βέτουλ - ζέζα-τε θηλ. βέτο: προθ. ἐκτός, παρά, πλήν: καὶ βέτσε (συντασ. μετὰ γενικῆς) πεο βέτα (Υ) βετα µέ]ε, τέ]ε, «τί, νε, Ἴουσ, ατύνε -- ἐκτὸς ἐμοῦ, σοῦ, αὐτοῦ, ἡμῶν, ὑμῶν, αὐτῶν. βέτὸ: ἐπίρ, - χωριστά, ἰδιαιτέρως. βετὸ-ε - Ῥετό χωριστά βέτδα-βέτὃ (Σ). -Βέτδε ευ χ]ενκε κετωύ;-- Μόνον σὺ ὑπάρχεις ἐδῶ; -ᾖα βετο, πι βἐτὸ, φλΙξ - ῥετὸ - τρὠγω ἰδιχιτέρως, πίνω ἰδιχιτέρως, κοιμῶμαν ἰδιαιτέρως. ι-νάΒου ατα βετό ε βέτὸ διῄρεσεν αὐτοὺς χωριστά: βετὸ σε σ᾿ καµ. το τε έν], Ἰ ῥετδε σε σ χαµ. τα τε Ῥεν] 3 πορσε σ᾿ καμ το τε Ὀα] (Σ)Ξ (εἰμὴ µόνον ὅτι δὲν ἔχω τὶ νὰ κάμω) μόνον ὅτι δὲν δύναμιαι. - ἀντιθ. Ῥασκε. βειδάνε [ῷετςο-ανε] ἐπιρ- κατὰ µέρος, χατ᾽ ἰδίαν. ου φολ]ι ατύρε βε- τόάνε - ὠμίλησεν αὐτοῖς ἐδιαιτέρως' ἀντιθ. σε Ράσκου' Ξ ὁμοῦ, ι-βε- τδε-ι ε βέτδε-α ἴδ. ι-ε-βέτὄεμ.' ι βέτδεµ.-ι πληθ. ἄρ. τε “ἐτσεμ- ιτε:-ε θέτδεμε-]α πληθ. τε ῄέτδεμε-τε θηλ. ι-ε--έτδψμ.Ξ χωρι- στός, ἰδιαίτερος. βετὄόν]-ο] ἐνερ.Ξ Γξ βετο, νάἁἱ ῥετὸ- χωρίζω (ζὃ, ἀα] καὶ ναα] -δι- κιρῷ) ἀντιθ. Ώασκο]. ο ΕΕ ῥετόονεμ - οχεμ; παθ. -- χωρίζομαι, ἄποχωρίζομαι, ἀντίθετον Ὠαδκόνεμ- ὀχεμ., ῥέφτε-]α (τ) ἴδ. ψεχτε-]α (Σ). ῥξχεμ καὶ βῖχεμ (Υ) καὶ βέχεμ. (τ) ποθ. τοῦ βε ρ. (τ). βε]τε - Ία-- ἴδ, βετεχε - Ἰα. βῥι-α:. πληθ. βι]α-τες- γραµµή, ἀράδα, μικρὸ αὐλάκι, ῥιάµε-ι (Σ) (Τυρ. Ερού]κ) καὶ βιάµε-τε οὐδ. ὁ πληθ. ἄχρηστος 9. διάμε -ι καὶ διάµε-τε-ι-ε-τε διάμτε (Σ) (Έρου]α -Τυραν.) ἴδ, ι-ε-τε διάμτε (-- παχύ, μὲ ξύγγι). ῥήε-α πληθ. βί]α-τε. Ξγραμμὴ 9] αὐλάκιον. ῥήζε-α (Ῥορ4αῃ) πληθ. βι]εζα-τες γραμμή καὶ θρουθῖ-α (Ἠλόασ.- ῥρουδθιέὄκουλε-α πληθ. ρρουθιέὄκουλα-τε (Ἓλδασ.) }Τιέκ νιε βι]ζε ν]ε ρρουθί -- σύρω γραμμ. ἠν' φράσις: ε βούνα μΡΕ βι]ε--ἔδαλα τὸ νερὺ εἰς τὸ αὐλάχι (ἔδαλα εἰς ἐνέργειαν) ῥι] (Υ) ἴ9, Ρε]ε] ϱ. βελ]ε] ο. βι] (᾿Αργυρόκαστρον). ῥίλε-α καὶ βίγλίε-α-- ἡ βίγλα. ῥίδεµ: παθ. τοῦ βιέθ ϱ. 2) βίδε,.--λιποτακτῶ. βίάεζε- α πληθ. βιάεζα -τε-- ὁ κάστωρ, ῥίᾷουλ- α (βεράτ) πληθ. βίάουλα -τε-- κάνουλα: ἴδ. Δούκ]-ι (Υ). βιεδαράκ- ου --κλέφταρος πληθ. βιεδκράκετε βιεδαράκε -Ίκ-- ἡ κλέ- πτρικ πληθ. βιεδκράκετε, καὶ βιεδατσάκ -ου πληθ. βιεδαράκετε, τὸ θηλυκὸν βιεδατσάχε "]α πληθ. βιεδατσάκετε, ῥιέδεσ-ι; πληθ. βιέδεσιτε-- κλέπτης. χαὶ βιέδετσ-ι πληθ. βιέδετσιτε, βιέδουλε-α (Υ. τ.) πληθ. βιεδούλα-τε καὶ ῥιέάουλε-α. (Σ) πληθ. α-τε, --εἶδος ζώου. ῥιέῦ ρ. ἐν. κλέπτω, ἄορ. βόδα, μετ. βιέδε καὶ βιέδουνε (Υ)χαὶ βιέ- δουρε (τ). βιέκετσ (5) ἐπίρ. -- λ]ιδε κουνούπινε βιέκετα, Ξνοχλιοειδῶς, βίελ καὶ βιέλ: ρ. οὐδ, ἐμῶ, ξερνῶ' συνῃο. δὲ -τλ. ἄορ. βᾖόλα μετοχ. βιελε βιέλουνε (Υ) - ουρε (τ). τε βιέλε-τε-- ὁ ἐμετός, τὸ ξέρασμα : Ἰάνγρεὂ τε βιέλετε τ΄ατ-- νὰ φάγης τὸν ἐμετόν σου; -μᾶ ιµίρι βιέλτε γ]αχ.Ξ ὁ Χαλύτερος εἴθε νὰ ξεοάσῃ αἷμ.ο. ῥιέλε- α (Τυρ.) πλ. α-τε ἵδ. βιέδουλε-α, ον νι. ΗΕ... Το βίελ] καὶ βιέλ]: ϱ. ἐν. τρυγῶ ἀάρ. βόλ]α, µετοχ. βιέλ]ε καὶ Βιελ]ουνε (1) καὶ ου-ρε (τ). θιλ/: τὸ κὐτὸ ϱ. συνῃρ.Ξ βιελ]. τε βιελ]ε-τε: οὐδ, ὁ τρύγος' (συγκομιδὴ τῶν σταφυλῶν). ι-ε-βιέλ]ε-ι-αΞ ἐπιθ. (ι-ε) βιέµ (Αογ. Περμετ.) ἰδ. ι-ε-βιέτόεμ (Υ). . 4 - ν ἆ ὁ . κά -α ..., [ - κα . ο μα ὃν βίερ καὶ βιέρ: ϱ. ἐν. ἀπαγχονίζω, κφεμῶ' Ῥόρα ὁ άορ. Ἡ µετοχή Ῥνερρε- απ] ι-ξ βιέρρε 9 ἀπηγχονισμένος. ϕ . η! / ες ᾗἩ βίερ καὶ συνηρ. βῖρ (Ὀιά1): τε βιέρρε-τε: οὐὸ.Ξ τὸ Χρέµασμα, Ἡ ἅπαγ- χόνισις [δ. ϱ βαρ Γἑλλ. αι-ρω καὶ αἰ-ω-ρε- ω]. β]ερρ,τυ βιέρρ, αὖ βιερρ, ο. ἐνερ.- χάμνω χατωφερὲς (Περμέτ) πληθ. ρἱιέρομε Ἀ]έορνι, β]έροενε" ἆόρ. Β]ιέρρα-ε-ι μετοχη σα καὶ β]ερ- Ῥ]ιερρμε Ῥ]έρρυι Ρ]ερρεὺς ορ, η ρρ” μενου : βρε Μο μ]5ρ 5 | . 8 ἐν 5 ὕ οουρε’ ι-ε-τε β]ερρ. ἐπιθ. οὐδ ε β]έρρε, ἀρ ε βιερρε τ΄ ι β]6ρρε, Ξ τόπος χατωφερής. βιέδτ-ι (τ) καὶ θηλ. β]εδτα -τε-- τὸ φθινόπωμον. β]εδτ ε παρε Ίθριος, β]εστ᾽ ε ἆντε Ξ Έ]θριος, β]εῦτ ε τρέτε Ο}δριος. ῥ]εταρ-ι: πληθ. β]εσταορε-τε φθινοπωρινός. α- ' . 4 Ἅα. ' β]εδτούκ -ου (3) πληθ. β]εστούκε-τε ἆρσ. το δὲ θηλυκὸν β]εδτούκε Ία (Σ) πληθ. ῥ]εδτούχε-τε.Ξ φθινοπωρινή. Α΄ 6 Γ ϕ . ι ͵ ι ν 8 βιέτ: ἐπιρ. πέρυσι [βίτ-ι] περ βιετ καὶ Ώιετ-περ-βιετς κατ ἔτος νγα βιέτ (τ), περ µοτ (τ) καὶ µοτ περ µοτ (τ)-παρ-βιέτ κατ ἔτος νγα βιετ (τ], περ µοτ (τ) καὶ µοτ περ µοτ (τ) -παρ- βιετ πρόπερσι, καὶ νίε βίτ καὶ νε βίτι (βερατ)- Ἐιέτερ παρδιὲτ (Υ) Ξ ἀντιπροπέρυσι - τερθίτι (Τοσχ, Βερατ.) βιέε-α (Σ) ἴδ. ῥιτ-ί ι-ε βιέτεμ. (βερατ) Ξ περυσινός- η. βιειερό]- ο): ϱ. ἐν. παλαιῶ: ἀντιθ. πεοτερίν] βιετερόνεμ-οζεμ: παθ. τοῦ προηγουμένου. βιέτουλε-α (Ερού]α) πληθ. α-τε ἴδ, βιέδουλε-α. ἵδ. θιβίτδε-α. βιετδάρ-ι πληθ. Βιετοάρε-τε' τὸ θηλ. βιετάρε-]α πλ. αρε-τες- µονο- της αχ τθας (1) ἴδ. ι-ε βιέτεµ-ι (βερατ.) ι-ε βιέµ. (Αγ- γυρο. - Περμέτ) [ι-ε-βιέλ]μ. (Περμέτ.- κακῶς)]. βιέχερρ-ι (Υ) πληθ. βΒιέχερρε-τες- πενθερὀς. Ῥιεχερρε-σ (Υ) πληθ. ψ ἱ | βιέχερρα-τες πενθερὰ καὶ βιέρρ-ι (τ) πλ. βιερρετε᾽ βιέορ-α πλ. ᾗ ρα-τε (τ)' ὀνομ.. ιμ-βιέχερρ Ξ- ὁ πενθερός μου" γεν. τι. μιέχερρε, αἰτ. τ εμ. βιέχερρ-υτ-ῥιέχερρε-- ὁ ας πενθερὸς γεν. τυτ βιέ- ἵερρε αἰτ. τ) ετ βιεχερρβ.-ι ῥιέχερρι-- ὁ πενθερός του, γεν. τξ βιδ- ο ---ἷ--ἷ--, πλ κ κμ ο -.οι- .. αμ... -ωωϱ Φος 4 ὧν ες πας -. 3 μα] αν ῃ. .ω α - ι || χδροιτ, αἲτ. τε βιέχερρινε-ηλυκῶς ἵμε-ιεχερρε γεν. ασ με Ηιέχεροε, αἰτ. τ᾽ με” Φιέχερρε- Ἱοτ- βιέχερος, Ύεν, σ᾿ ατ-βιέζερρε, αἷτ. τετ-βιέχεροξ.-ε ὄνεχερρα- ἡ πενβερά του, εν. σε βιέχεροεσε αιτ. τε βιέζεροενε-- τὴν πενθεράν του. βίξε-α (ἨΠερμέτ) πληθ. α-τε κοινῶς ἡ ζίνα ἴδ, ζουξννχε-α. ῥίδ-δι πληθ. βιδα-τε -- ἡ πτελέα, κοινῶς φτελιά (δένδρον ). ῥίδε-τε: (πληθ. µόνον ὁ ἑνικὸς ἄχρηστος)-- Ὠύθετ) ε κάλ]ιτ, γοµάοιτ. ε τε, ἰ-ε, τε-τ]έρα). βι-γου: πληθ. βιγ]ε-τε [ὃ, ϱαθύκα 3 βοθυξ-κος] -- γέφυρα ἀπὸ µο- νόξυλον.-ν]ι ρου κι ῄενε νᾶε πουρούε περµε καπεοσύεμ. μῃ᾽ατ᾽ ἄνε. ῥιδνα-τε .' (Υ) βενάε-τε πλεχενούεμ,, ατυ κου κα Χ]ένε βάθα ε δένετ. βιλ συνῃρ. ἴδ, ϱ, βίελ, βιλ]άρ-ι (Περμετ,) πληθ. βιλ]άρε-τε-- σα πελχούρε νασίεο αθλιμεναι θούχετε ν]ε βιλ]άοε πελχούρε, ἓν χομμάτιον ὕφασμαι, ἕνα τόπι παν. ῥιλ]ε-α.: πληθ, Ριλ]α-τες ἔπαυλις, χωμόπολις, ῥίλ)ε: ἐπίρ. (Καθα]α) ἵδ. πιλ]ε (Τνρ.)-- τδούνατε κουρ λ]ούαν]ενε ἄρρετε, ε νγρεζενε ἄροετε νιε µὴε ν]ε, θόνε ῥέἔμε ἄρρετε βίλ]ε, α Ἀατσοὺλ] (βερατ.) α πιλ]ε, α κατσούλ]. ῥίλ]ε-α (Σ) πληθ, βιλ]ε-τε ἴὃ, βεο ρρούδι. βίλεμ: παθ. τοῦ Ξιέλὶ ϱ. βιλ]ούδ-ι. Ἡ Ὦ Ὦ Ξαὐ κ]ε λ]ὸτ βίλ]ε, ῥιν] (γ.τ. Ὀαα1) ρ.Ξ ἔρχομαι [ἑλλην. θα-βαίνω, νοπῖο Λατ.] ἀντιθ. ο δε. 5 ο] ορ οὺ -ν ο αΆ 4 / ο. δε - ἐοὰ αἱ οῦ Ψδτε, Ὅχ]ν σκο]. ἄορ, έρθα-ε-ι καὶ αρθτσ ερὀε-ερθι καὶ ἐρθ. μτγ. . ο μὴ μδ μ.ο ων ἆοῦξε, καὶ ἄρδουνε (1) καὶ «οδουρε (τ) Ψνν]ένεΞ- Ερχονται τε βίν]τα (τ) ξΞνὰ ἔλθῃς.-θεμ τα µε βιέν περ γό]αδ -- λέγω ὅτι φθάσηῃ στὸ [ . π Ἡ . α... µ ιά Ἡβ 3 |) |] στόµικ µου.- Ὠα] τα᾽ τε βιν]ε περ 4οραῦ -- κάµνω ὅτι Ελθῃ ἀπὸ τὸ α Μ ὃν ᾽ ο. ε η -ᾱ η χερι µου (ὅτι δύναμαι): σ µε βίν]ενε κεπούτδετε -- δὲν μοῦ ἕρ- χονται τὰ παπούτσια (δηλ. με στενεύουν]. ῥιόλε-α πλ. βιόλα-τε-- τὸ ἴον: τὺ ὑποκορ.Ξ βιόλεζε-κ πλ. α-τε. ιν φέ, ῥιρ συνῃρ. ϱ. ἴδ. βιεο.-ρ. βίρ/Τεν-ι (Υ) πλ. Όιργ]εν-ετες- (παρθένος) ὁ ἀνύμφευτος καὶ βιργ]ερ-ι : ) 3 τας (τ) πληθ. βιργ]έο-ιτε, . ο . . / ά ῥίργ)ενε-α (Ῥιά1) πληθ. Ψεργ]ενακ-τες- παρθένος, ἀγύπανδρος, ῥιργίνε-α (Ῥορά4απ) πληθ. Βεργ]ινα-τε 9) καλογρῃά (Σ). ο] ---- ῥιρ)]ινέδε-α (Υ) πληθ. ιργινεσα-τε ἴδὃ. βαδε-α, καὶ βιργ]ερέδε-α (τ) πληθ. διργ]ερεσατε ραθείκ-α. ῥιργ]ενί-α (Υ) καὶ βιργ]ερί-α (τ)Ξ ἡ παρθενία. βιργ/ενίοτ (Υ) καὶ βιργ]εριὃτ (τ) -- παρθενικῶς. ῥίρεμ: παθ. τοῦ ϱρ. β[ερ. (καὶ τοῦ Εξ). βιρόκ-ου (ἨΠεομέτ.) πληθ. βιόκε-τε (Τουρ, ταιλ]έ) ν]ε θιρὸν παμ- Ῥοὺκ Ξ νι τσιλ]ε παμ.Ρού. ῥβισάρ-ι (Ῥοσάαπ) πληθ. οφ, άρε-τε ἴδ., εναν ῥίσε-Ία (Υ. τ. Ῥιιᾶ]) πληθ. Είσετςξ- τόπος, μερος μπα δ ὃ. βέντ-ᾶι. θετεμε με ἂυ-Είσε γ]ενᾶετ᾽ αἷο γ]ε.-- µόνον εἰς δύο µέρη εὑρίσκεται αὐτὸ τὸ πρᾶγμα µ)ε ἀίσα βισε Ἄ µΏε δα Γίσε (Ὀιαά1) - εἲς τινα µέρη. βισέκ-ου.: πληθ. βισέκε-τε- /ίσεκτον ἔτος καὶ πιριδτούπ-ι (Σ). ῥβίσκ-ου: πληθ. βίσκ]-ιτε (υρ. Κρού]α) ἀρσ.-- ὀνάριον. βίσκε-α. πληθ. τίσκα-τε (ῦυρ Κρού]α) θηλ. τὸ ὀνάριον' καὶ πολ]ίστ-ι (Ἐλθασ.) πλιθ. πολ]ίστα-τε καὶ πουλ]ιστ-ι (βερατ.) καὶ κεροϊτὂ-ι (βερατ.) καὶ κροτὸ-ι (Αργυρ.), κίτσ-ι (Καθα]α). βιστάρ-ι (Κοού]α) πληθ. ονοιεα -“καλοενδεδυμένος βιστάρε-]α πα) πληθ. βιστάρε-τε- καλοενδεδυµένη. ῥίστρε-α (Σ) βίστρα-τεξν]ι βαοκ-πέὄκου ὄκούεμ, νᾷε ὄουφρετ, καὶ () Ξν]ι βαρκ πέὄχου ὅκούεμ, νᾷε σπάγετ α νᾶς φί]ετ. ῥίδεμ: παθ. τοῦ {εὸ ϱ. ἀντιθ. δθίδεµ. ἀίδεμ (5) παθ. τοῦ ἀεὂ (1) ἄντιθ, σᾷιδεµ, (Σ). ῥισκελίµ-ι (3) πληθ. βιδκελίµε-τε {ὃ, βεδελίµε-α. ῥισκελὸ/ (ὸ)-- Ψεδελε].Ξ- σφυρίζω. ῥίσκουλε-α (5) πληθ. βισκουλα-τε βεργίτσα χλωρη, καμπτομένη. βιδκουλό] (Σ) ϱ. ἐν.-- ραβδίζω: ἴδ. φρουδκουλό]. ῥβίσν]ε-α: πληθ. βίσν]ε-τε: βύσσινον, τὸ δένδρον, ὁ καοπός, ) τὺ χρῶμά του. ῥή-ι: πληθ. βιέτξ(Ε ε-τος ἔτος) καὶ βιέτε-α (5): ν]ε βιτ--ὲν ἔτος, ἂν 3 4 β κ η ο) μέ ι, -ᾱ ὁ ο ῥιετζ δυο ἔτη,-σα βιετὸ εὔτε:;-- πόσων ἐτῶν εἶναι; υ- -μρε-διέτ β ιετσ | . . ΑἼ -. . ἀ]άλ]ε:-- δώδεκα ἐτῶν παιδίον.-ΝΙ]ὲ Ξίτι ώς παρ-βιἒτ (Υ)Ξπροπέρυσι. βίτο -ουα (Ἂργυς. ) πληθ. βίτο-τες- πεοιστερὰ μερος πελούμπ-ι (ΑΡΥ.) Ξ πελουμβ᾽ ι έγρες ἀγρία περιστερά. ῥβιόρε-]α (τ) -- τύχη, μοῖρα 9) βιτόρε-]α-- ζῷον μυθολογικόν, ὄφις µὲ ο ρα χρυσᾶ κέρατα, λέγουσιν ὅτι γεννᾷ χρυσίον' πληθ. βιτόρε-τε. βιᾳδ-ι πληθ. βίτὄκ-τε (ἑλ. βοῦς) µόσχος καὶ βίτοε ὑποκορ. µοσχάοιον, πληθ. βίτόκτε, καὶ Μιέτκ-τε (3. Μαλ]ε-σία, Ροσάαπ): ἴδ. ἀέμ-ι. ῥῖχεμ (Υ) παθ. τοῦ ϱξ (Υ). ϱ. καὶ βίζεμ (τ) παθ. τοῦ ϱ. βὲ (τ). φρᾶ- σις: ε βΊζεμ. πούνεσε-- χκταγίνοµαι πολὺ εἰς τὴν ἐργασίαν. βλα-ι: ἴδ, βελᾶ-ι, βλαχζ-ου πλ. Βλέχξ - τες βλάχος οὗ τὸ θηλ.Ξβλα- Ἰίνκε-α πλ. βλαζίνκατε: --ἡ βλάχα. Βλαχί-α Βλαχία ἡ Γωμµανία - ῥλαχῖστ - βλαχιστὶ (ἐπιρ.). ῥλαχίοτε - Τα -- ἡ βλαχικὴ γλῶσσα" καὶ Φλάτσοε. ῥλΊαμ -γου (τ) (πληθ. ἄχρ. ἄχρ.)--ἡ ἱκμὰς -άδος, ὑγρασία,-βλ]άγου ι δέουτ -ιᾗ ἱκμας τῆς γῆς' (ὅταν ἡ Υ7 ἔχη ἱκμάδα ἀρχίζουν να Χαλ λιεργοῦν ). Αλ]έδγε-α ἴδ. λ]εθέδγε-α. -- Ἀέλυφος. ῥλ]ουκ-γου πληθ, λ]ούγετε --ἡ ἄκμή: ὅτε µε βλ]ουκ τε βετ -- εἶναι εἰς τὴν ἀκμήν του (τῆς νεότητος). ῥόβε-α (τ) πληθ. βοθα -τε ἴδ. γογόλ/-ι πληθ. γογόλ]α-τε (Υ) (ι-) ῥοβέκ-γου Ῥμά1) γεντε βοΏέγουτ'- ὁ πτωχός, τοῦ πτωχοῦ πληθ. τε βορέχ]ι-τε, τε Μοβέγ]ι-τε γεν τε βοβέγετ-- τῶν πτωχῶν καὶ (υοράαπ) τε βοβεχ]ι-τε βοβΏεκ]ι-τε-- οἱ πτωχοί ε-βοβέγε-α πληθ. τε ῥοβέγα-τε--ἡ πτωχή' ι-βόρετε (Μιρεάίτα) ὁ πτωχὸς πληθ. τε ῥόβετε-ιτε' ε-βοβετε-α (Μιρεάιτα) πληθ. τε βοβετα -τε' [ Λατ. Ραμροῦ, Ἰταλ, Ῥονογο, ᾽ΑΥΥλ. Ῥοογ]. βούεζί-α ἡ πτωχία βορεζίὃτ ἐπιρ.Ξ πτωχικά ι, (ντ) ῥόγελ]ε-ι: πληθ. τε βόγ]ελ]ε -τε, βόγ]ελ]ντε (Υ. τ.) καί τε μεγ]ελ]ε-τε, (ἕλλην. ὀλίγον) μικρὺς ε βογέλ]ε-α πληθ. τε ᾖβο- γελ]α-τε᾿ μικρά ἄντιθ, ι μα -δι ε μαδε- ]α.κ]ε περ σε βόγελ]ι-- μικρόθεν' ι βόγελ]θ-ι: ὑποκορ. Ξ μικρούτσικος, μικύλος, ῥογελ]ί-α (ὄνομ. περιληπτ.)-- ἡ κατωτέρα κλάσσις. ῥογλ]ί-ι-α (Σ) βεγελ]ί-α (τ) ἀντιθ. παρεσί-α.. ῥογελ]ό»] -ο] ρ. ἐν. σμικρύνω. ῥογελ]όνεμ - όχεμ παθ. μικούνομαι. ῥόδξ-α (Υ) πληθ. ᾖόδε - τες τὸ ὅον (κοινῶς σουοξιὰ) ὁ καοπὸς καὶ τὸ δένδρον. ῥόδε-ζε-α (Καθ.) πληθ. α-τε καὶ βάδε-α, βάδε - ζε-α (τ) πλ. α-τε. --- 95 ---- ῥοέσ-α (Ὀιάἱ - Ῥοράαπ) (») ὁ πληθ. ἄχρηστος ἴδ. βέσε-α. βοεσὸν (Ῥιιάϊ - Ῥοράαπ) (5) ἴδ. ϱηµ. βεσὸν τριπρόσωπον. βόζε -α. πληθ. 4ύἵκ- τες τὸ βαρέλι (περιέχον 100 ὀκάδας). βό]ε- Τα (περµετ.) πληθ. ετε καὶ ῥόδγε-α-(Σ) πληθ. α-τε. βοζίσ τε, απ. (351) ίσιμ, ἵτνι, ἴσινε' ἀόρ, βοζίτα, µετχ. βοζίτουνε ϱ. ἐν, ΥοΡαΓο. βο]-ι (Υ) ἀρσ. ἴδ. βολ]-ι (Υ) βο]-τε (Υ) οὐδ. ἴδ. βολ]-τε. βολίμ-ι (Σ) πληθ. βο]ί-με- τε τὸ ἅγιον μύρον. ῥο]ό] (Σ)} ρ. ἐν Ξ χρίω ἁγίῳ μύρῳ βο]όχεμ. (3) παθητ. τε βο]ούεμιτε ὄωττ (ΟΙ) τὸ ἅγιον μύρον ῥο]ρίσε-α (Σ) πληθ. α- τες κουλ]ε-τε τούνᾷσι {βιέρρε µΏας βεᾶιτ κ]ξ βενε ν]ι λ]ετὸό- κε µε βο] περ µε μεδίμ. ἄρμετε. βδ. (Υ) και βακ (τ)- ποιῶ τὸ ὕδωρ χλιαρόν' παθ. βόκεμ (Υ) βα- κεμ. (τ). ῥοκεσίνε-α (Υ) πλ. α- τε: χλιαρότης' βακεσίρε-α (τ) πλ. α- τε ι-ε- τε) βόκετε καὶ ῥάκετε (τ) χλιαρός. ῥόκετε (Υ) βάκετε (τ) ἐπιᾳ. Ἰ βόλε-α (Ἠλδασ.) πληθ. βολτα-τε' καὶ βόλτε-α:ι Ὀανὶ βολτε-νες τοῦ Ξ χλιαρῶς. κάμνω τὸ θέλημα; κἷαὶ βολνέσε-α (Σ)} πληθ. βουλνέσα-τε, βολ/-ι (Υ) ἀρσ. καὶ Πολ] -τε (Υ) οὐδ. (ἀπηρχαιωμένον, ἄχρηστον) βο]-ι ἄρσ. καὶ βο]-τε (Υ) οὐδ. τὸ ἔλαιον Ααχλ]ν (τσαμ.) ἆρσο, καὶ βαλ] -τε (οὐδ.) λάδι ἀπὸ ἐλαῖς βα] -ι (τ) ἀρσ. καὶ βα]-τε (τ) οὐδ, [πληθ. βόλγ]να-τε (Υ) καὶ βό]νκ-τε (Υ) βαλ]ρα-τε (τσαμ) . βά]ρα-τε (τ) βο] γοῦρι (Υ) καὶ “ά] γοῦρι (τ)Ξ πετρελαιον ῥα] π ὄκου, βαὶ πίσκου-- ψαρόχαδον ῥόλ]ε-]α (Μάτια, Μαάθιο) -- κἄάτερε κόκ]ες- τετρᾶς' πληθ. βόλ]ετε' καὶ Ὀουτῖ-νι (Υ. Μαλ]εσία) πληθ. Ὀουτίν]ε-τε' καὶ νάσαρ-ι (βεράτ.) πληθ. νάσάρε -τε' ν] βολ]ε ἄρρα., τοι /ολ]ε αρραξάι -μῆε διέτε χο- κ]ε ἄρρα., Χ.τ.λ. 8ολ]ε ε παρε Ἀ Ώουτίν ι πάρε-κατρε κόκ]ε ν]ε πάρε, βολενάέ]ε-]α (Ῥοσάαπ) (γκλ.]α νο]οπίό). βολενᾶετ-ια-- (ϱοράαπ)ε εὐγχαρίστησις, θέλησις' βουλενάέτ -τα (ρι1). ῥολενάοχεμ (θοσάαη } ϱ. οὐδ, Ξ εὐχαριστοῦμικι' μαλ]εσόρε-τε τ' ἄνε βολενάόχενεσε πάκου µε ν]ι θέμΏερ Ώούκε μελ]α -κούκ]ε" (οοσάαἩ) - οἱ ὀρεινοί µας εὐχαριστοῦνται εἰς τὸ ὀλίγον, εἰς µίαν κόραν ἅρτου ἀπὸ ΔΕΞΙΝΟΝ ΑΛΕΑΝΟΕΛΛΗΝΙΕΟΝ Ἂ. --- αωάρς. .. --ᾱ-- «ας μασ ο ο -- -ςδμαοκκοραμη ορ οσο. σαι. κεχρίον. τουε µος ου βολουνέτουνε σε πάκου-- μὴ εὐχαριστούμενοι ἐν τῷ ὀλίγῳ. ῥογγορέτσ-ι (βερχτ) πληθ. βονγορέτσα-τετσοα κρύµβα κ]ε ι ζάανε Όα- κ]ετίοα νᾷενε λ]ικούρετ νὰε ἀίμενε κοινῶς γοῦθρος, -καὶ κοσεζε-α (Υ)5 βόνε: ἐπίρ. (Υ) βραδέως, ἀργά' ἀντιθ. χέρετ. καὶ βόνε-τε (Υ) καὶ µε- νούαρε (τ) περσέ έρδε κάκ]ε βόνε;: διατί Ίλθες τόσον ἆρ ϱγά, νε βόν, (θμάϊ Ῥοράαη) ΞμΏασενάα] -- ὕστερον' ι ε-τε βόνε (Υ) ἐπιθ. βρα- δύς - εἴκ - ὐ: ἄντιθ. ι-ε-τε λ]άδτε.---ι-ε-τέ βόνετε (Υ) -ι-ε-τε µε- νούαρε (τ)Ξὄψιος, - α-ον βονίτοξ-α πληθ. βονίτσ« -τε. βονό] (Υ) ϱ. ἐν.Ξβραδύνω τινά, ἀργοπορῷ τινά ἴδ. σίελ ϱ. καὶ βανό] καὶ μονο] (τ) "ονόχεμ (Υ) οὐδ. Ξ ἀργῶ, βραδύνω ἐγὼ καὶ βανόχεμ (τ. Σ.) (.-ε-τε) βονούεζεμ. (Ώιιάϊ - βραδὺς -εἴκ - ύ). βορῦε-α (Υ) τσουκάλι, πῄλινον ἀγγεῖον δια νὰ βράσουν φαγητόν' βόρΏε -]α πληθ. ε-τε (1) βεκδ-ι (Σ) πότδε -]α (βερατ.) πληθ. πότὄε -τα. βορρ-ι η πληθ. βόρρε - τε τάφος μνῆμα [β αρρς- ἕλλην. ῥάρα - θρον] ῥαρο - 8) πληθ. “ἄρρετε βορρέζε-τε πληθ (Καθα]κ) [ἑδραϊστὶ ὕυρρς τάφος, Σλαυιστὶ ρροθ] βερρέζετ (Ἔλθαςσ.) πληθ. - οἱ τάφοι. Ἰορρό] (Υ) ϱ. ἐνεργ.Ξ- θάπτω, ἐνταφιάζω.- βορροεμ. (Υ) παθ. (ι-ε) βόοφε-νε (Υ) ἐπιθ.Ξ- ὀρφανὸς-ἡ-όν.Ξ-ι -ε- 2άρφεο (τ). ῥορφενό]-όχεμ (Υ) οὐδ, γίνομαι ὀρφαγός, ὀρφανεύω, 9) Υίνομχι πτω- χὸς ὡς τὸν ὀρφανόν' βαοφερον]-ονεμ (τ). ῥορφαν]ακ-ου βορφαν]ακε-]α (Ύ) πτωχὸς-ή, ὀρφανὸς-ή. ῥορφενία (Υ) βαρφερία (τ) ἡ πτωχία, ἡᾗ ὀρφανεία. βορφενίὃτ (Υ) βαρφερίδτ (τ) ἐπιρ. πτωχικά, ὀρφανικά. (τε) βότε-τε (Υ) οὐδ. --ἡ ών ὁ πηγαιμὸς (κοινῶς)' τε Φότε-τε ε τε λος πηγαιμὸς καὶ ἐρχομός, βότρε-α (Υ) πληθ. βότρα-τες ἑστία γωνιά βάτρέ-α (τ) νὰε κρύετ τε Μότρεσες- ἡ πρωτοκαθεδρία, βότσ-ι (3) πληθ. βότσα-τε-- μικρὸν παιδίον ἕως 13 ἐτῶν. ῥοτσε-]α (1) βότσε-τες μικρὰ κορασίς' ι-ε-τὲ Ίοτσεορε (7) Ξ- σµικρύ- τατος-η-ον. Ξ- ι-ε-τὲ πίτσουρρε ι-ε-τε ὀοτσ-χκελ]ε (Κόρτσα). ῥοτσεορό] (Υ) ϱ βούαν]-α] (τ) ϱ. οὐδ. ὑποφέρω, τραθῶ, πάσχω ἴδ. ζεκ] κεκ]: βούε] ψω Υ.Ξ σμικρύνω ζδ, βρανγουλόν]. Ἱ-υ- ἑ.) (ή) ἀορ. βόθα" µετ. βούαρε καὶ ἆορ. βούα]τα (τ) βου]: συνῃρ. καὶ βούε]τα, (Υ) καὶ βοῦ]τα συνῃρ; µετοχ. βούεμ. (Υ) καὶ βουµ. συνῃρ., καὶ βούε]τουνε (Υ) καὶ βούΐτουνε (συνῃρ.) σ βούχετε-- δὲν ὑπο- φέρεται. βουξε-α (Περμέτ.) πληθ. βούζατε-- τὸ βοῦζον, εἶδος φυτοῦ" καὶ ὅπέν ἄρε-α πληθ. ὄπενάρα-τε' νὰ) ατέ ρρίνε φορτ (Ξπολὺ) Έουβου - ζελ]ατε ας βίζα-τε' καὶ βουλ]άν]ε, ῥουλάν]ε-α (Υ}) βουλάν]α-τε πλ.--ι θόνε ατύ βέναι Χ]ι ἆδτε µβιέλε Δουχάν α΄ κ]έπε' καὶ βελάν]ε-α (Υ)' καὶ βάτρεζε-α (βεράτ) πληθ. α-τει πα ι ναερρούεµ. ῥενᾶιτ µει µριέλε γ]ετίου, βουλάν]ε ἀουχάνι, βουλάν]ε κ]έπεὂ κ.τ.λ. βουλενά[έτ-]α ἴδ. βολενάετ-]α ῥουλενάέτ-ια (Ῥι1) αἴτ. βουλενάέτνε--θέλημα, θέλησις. ῥουλνέσε-α (Σ) βουλνέσα-τε (ἱδ,. βόλε-α]. ῥούλ]ε-α (τ) πλ. ποὐλ]α-ε-- σφραχὶς - ἴδος, ῥουλ]ὸῇ [’ΑΥΥλ. Ροῖἱ Λατ. Ὀι]]ο] ϱ. ἐνερ.-- ῥράζω" καὶ βελ]ο] 2) ρ. οὐδ, Ξ- ἀναθράζω, κοχλάζω’ οὐ]ετε βελ]όνε. βουλ]ον] καὶ βελ)ον]: (Περμετ.) ϱ. ἐν. φυλάττω, σκεπάζω, 9) ὄρρα- ῥωνίζω, ἴδ, µμΏουλ]ο]. ῥουλ]όσ (τ) ϱ. ἐνεργ.Ξ- σφραγίζω ἴδ. Ῥουλ]όσε (Σ). ῥουλ]όσεμ (τ) παθ. ἴδ. Ῥουλ]όσεμ., ῥουσάγε-α (Μυζεκ]ε]α) πληθ. α-τε-- πουοτέκ᾽ εµάδε κἱε δκούντ. πουοτέχε-α (Μουζεκ]ε-]α)-- δούφρ᾽ ε βόγελ κἱς δκούντ. ῥουσε-α (Αργυρ.) πληθ. α-τε: κοινῶς ἔννα" ἔντομον εἰς τὴν κοπριὰν διαιτώµενον: βίξε-α (Περμέετ.) πληθ. α-τε καὶ Ῥουβουζέλ]ε-]α (βερατ.) πλ. α-τε καὶ ε-τς. ῥρα] (Υ) Ἄ βράν] (Υ) ἴδ. ον (Υ) τὸ αὐτὸ καὶ βρε] (τ) ἴδ. "μα ὀν]. βράξε- τε έπιο. Ξ Βρασέως, τραχέως" φλ]ετ βραξετε --ὁμιλεῖ απ οτόµως. (-ε-τε ράξε-τε ἐπιθ. [ελλην. θρα-συς] τ τραχύς' ν]εριου ι βρα ζετε -- ἄνθρωπος θρασύς, τραχύς. (ι-) βραμ (Ί) - σκοτωµένος ε βραµε-]α (Υ) σκοτωµένη, καὶ ιβραρε (τ) ἆρσ. ε βραρε-α (τ) θηλ. ῥραμούσ-δι (Υ) πληθ. βραμούς α-τε, σκυθρωπός, σοθαοός, ... . -- Ἡ βραμούζε-α πληθ. βραμούζετε:-- σκυθρωπή’ καὶ ι-ε Φράνε-τε (2). -- πρωι ῥρᾶνε (Υ) [ἕλλην. οὖραν-ὑς] ἐπιρ. ἀντιθ. κεθιέλετα. ῥρᾶνετε (Υ) Άρερε καὶ βρέρετε (τ) ι-ε-θρᾶνε (Υ) ἐπιθ. ι-ε βρᾶνε-τε (1) - βρέρε ι-ε βοέρετε (τ)Ξ- συννεφώδης, 9) σκυθρωπός, σοθαρός, ύπε- ρόπτης' τε βρανε-τε-ιτε (Ῥιιά1) οὐδ. -- ἡ νέφωσις, ῥρανγουλόν/ (τ) καὶ ῥανγουλόν] (βερατ.) Ῥρανγουλὸν σύτε-- “ογελ]ὸν σύτε' ἴδ, πιτσερρό]. ῥρανὸ/ (Υ) ϱ. οὐδ.Ξνεφόω, συνεφιάζω, σχεπάζω με νεφη’ βρα] (1) λ 6ραν] ϱ. νεργ.Ξ- νεφελόω-ῶ' Βρερο] καὶ βρε] (τ)- βραν]ὸν βέτουλατε. ῥρανόχεμ (Υ) καὶ Μρερόνεμ. καὶ βρᾶχεμ. (Υ) βοξχεμ. (τ) παθ.-- σκεπά- ζομαι ἀπὸ νεφη' ου βρανούα κ]ιέλι' 2) γΐνομιαι σχυθρωπός' περ σε βρανόχε αδτού: διατί σχυθρωπάζεις ἔτσι : ῥρανεσίνε-α (Υ) πλιη. α-τε νέφωσις, συννεφίοα' καὶ βρερεσίρε-ατε. βραπ-ι (τ. Σ.) [ἕλλην. δραπ-έτης) τὸ τρέξιµον μὲ μεγάλην ταχύτητα" (πληθ. ἄχρηστος) καὶ ρεν-ι (θοράαπ) (Υ) [άπλοελλην. ρέντα -- τρέχα) ρένάε-κ (1) -ν]ι βρᾶπ κάἄλ]ν βρᾶπι α ρένᾷι ι ν]ερίουτ (Οοράαη). Με βρᾶπ (τ. Σ) ἐπιρ. ταχέως' ἐτσεν] µε ῥράπΞ- τρέχω Υρήγορα--με ρέναε (Υ) καὶ γγασ µε βρᾶπ, έτσι µε ρενᾷε () καὶ Ύας µ ρενά καὶ µε ρέναι (Γ)Ξ- τρέχω γρήγορα, βραπόν]-ο] (τ) ϱ. οὐδ. (ἕλλην. δραπ-ετεύω) -- ἐπισπεύδω: βραπετον]-ο] (τ) ϱ. (ἕλλην. δράπετ-εύω] ταχύνω καὶ ἐτσεν] µε βρᾶπ (τ) καὶ ἐτσι] μὲ ῥοάπ (Σ) ῥενάο] (Ἔλθασ.) -- έτσι] µε ρένᾷε’ ζᾶ ρέντε (Κρού]οι -- τρέχω’ φεγό] (Τυρ.) Ξ φεύγω βραπετούαρ-ορι (τ) αὖ κ]ε έτσεν με αρᾶᾷπ' ὠκύπους, ῥραπετόρε-Ία-- αἷο κ]ε έτσεν μὲ βράπ᾽’ ταχύπους, βρασ-ετ ετ: ϱ. ἐν.Ξ κτείνω, φονεύω καὶ (οράαη)Ξμβυα, -βρασ βε- τεγεξ αὐτοχκτονῶ' βρασ μέν ]ενε-- συλλογίζοµαι, ᾱμηχανῶ: [έλλην. βροτ-όςΞ θνητὸς καθ) ὅτι ἐπὶ Ἱρωϊκῶν χοόνων οἱ ἄνθρωποι ἐφονεύοντο ἐν ταῖς μάχαις μᾶλλον Ἰ ἀπέθνησχον φυσικὸν θάνατον ]' [παραθαλ. Καὶ ἀμέροσία -- ἀθανασία, ἡ τροφή τῶν ἀθανάτων]. ῥράσε-α (Σ. Τυραν.) πληθ. οτε Ξ- φόνος. ῥρασε]ε-Ία (τ. Ἐλθ.) πλ. βρασε]ε-τες- φόνος, βρεϊλ]ε-α καὶ βρεϊιε-]οᾳ. (Ἄργυρ.) πλ. α«-τες- φόνος, ῥρα]-ου (Περμέτ. --τὰὸ γεννήµατα (σἵτος, κριθὴ) ἅτινα εἶνε εἰς τὸ ἁλώνιον ποὺς ἅλωνισμόν. λ- Ἱ Λα -- ο νι στ .”. α ο ΠΠ: βρ2χεμ (Υ) παθ. τοῦ βρα (Υ) ἴδ. βρανόζεμ (Υ). βρεζεμ (τ) παθ. τοῦ βοε] (τ) ἴδ. βρεούνεµ. (τ) ἆδτε βραµ. Ἄ ου βρᾶ (Υ)Ξου βρανούε, ουβα βράνετε -- συννέφ]ασεν (ὁ οὐρανός)' ἀντιθ. κεθιελόχεμ. -- αἱ θοιάζω, βρε: ἴδ. βρερο] (τ). βρερε (τ) ἴδ. βράνε (1) ἐπιρ. βρέρετες βράνετε (Υ) ἐπιρ. ι-ε-τε βρέρε (τ) ἴδ. ι-ε-τε βράνε (Υ) ι-ε-τε ἔρερετε (τ) :ὃ. ι-ε-τε βράνε-τε (). βρερό] (τ) ἵδ. βρανό] (Υ). βρερόνεµ. (τ) ἴδ. βρανόχεμ. (ϱ. βρερεσίρε-α ἴδ. Γρανεσίνε-οι ()- βρε] (Μάτια) ϱ. ἆορ. βρέ]τα µετοχ. βρέ]τουνε ἴδ. βε-ρε. βροὶ (Μιρε- ἀίτα) ο. ἆοο. βρό]τα µετοχ. βρό]τουνε. βρεμτούαρ - όρι (τ)Ξ- φονεύς' ἴδ. γ]ακτούαρ-ορι (τ) γ]ακσούερ - ορι () τὸ θηλ. βρεκτόρε - ]α. βρέλε-α (Σ) Ἠ βερρέλε-α (Σ) πλ.-α-τε' ἴδ. βρουΐν-ι (Σ). βριµε-α (τ) πλ. α-τε' καὶ βερίµε-α (τ) Ὀρίμε-α (Υ) Ὀΐε-α πληθ. Ὀίρα- τε (τσαµ.. Σ) βερε-α πλ. α-τε:Ξ ὁπη. βριμόν]- ονεµ. (τ) (τρυπόνω-τρυπόνομαι) -- Ώριμο] -όχεμ. (Υ) καὶ Ὀιρό]- όχεμ. (Σ). βριόν (Σ) Ἡ βρι]όν (Σ) τριτοπρ. ϱ.Ξβρύει, πηγάζει καὶ βρου]όν (5) Ῥουνόν (Υ. Καθ, Κρο]α) Ώουρὸν (τ) µεσόν (ΤΏ)ιθρα). ῥρίεµ: παθ. τοῦ βρασ-έτ-ετ. ρ. παθητ. βρομ-ι (Υ) πληθ. βρομετε' [δρόµ. -ε, ἴδ. οὐδε-α. βρουϊν-ι (5) Ξ πηγη (ὅπου βρύει τὸ ὕδωρ) καὶ βρέλε-α. καὶ βερρέλε α (Σ) πλ. α-τε καὶ Ῥουνίμ-ι (Υ) πληθ. Ὠουνίμε-τε καὶ Ῥουρί. (τ) πληθ. Ώουρίμετε καὶ άμουλ-ι (Ἐλθ.) πλ. α-τε, χάμουλε-ι (Έυραν. Κρο]«) πληθ. α-τε (ἴδ. γούρρε-α) καὶ Ὀουνάρ-ι (Ώίθρα) πληθ. Ὠουνάρετε [ρ. Ώουνο]ΞΏουρο] ). ῥρούκ -Ίου (ὁ πληθ. ἄγχρ.) 5 κοινῶς Ἡ μελοῦρα. βροῦκ ϱ. ἐνερ.- βροῦγεμ; παθ. καὶ βρουγόζεμ (Υ)Ξζά βρούκ (Σ)’ βρου- γόχενεζου Ὀίε βρούγου" κῄενεκανε τε βρουγοῦμες πάδκοανε ζάνε βοούχ. (2), βροῦλε-ι; (ὁ πληθ. ἄχρ.)- ἡ ὁρμή' καὶ βρούλε-α (Περμέτ)' µάρρ βρούλε µε καρτσούεμ, (Υ) καὶ ζφ-6ι (Σ)« ο αμ Σ ψαρρ χδφ µε κατσύε (Σ)) καὶ φερτύμε-α (βερατ) καὶ βρούντουλε-α (τ) καὶ βρούνγουλε-α Ῥερατ.) - φράσεις: µκορ βρούλε-- ζούδεμ, (Υ), µοιρρ φερτύμε τε Ἰΐδεμι-- παίρνω φόραξνὰ ριφθῶ): σ᾿ μβάζετε χδδι ι ζ]άρομιτ (Σ)-- δὲν ἀναχαιτίζεται ἡ ὁρμὴ τοῦ πυρός βρουλό] (Υ) ϱ. οὐδ, Ξὁρμῶ, τρέχω μεθ’ ὁρμῆς ἴδ, σούλ]εμ., βερσού- λεμ’ (τ). βρουλὸ μὲ ρέναε-- τρέξον μεθ ὁρμῆς. ῥρούνγουλε (βερατ.) ἐπιρ. μὲ βρούλε, βρούνάουλε-- μεθ’ ὁρμ.ῆς, ῥρουνγουλὶτ (βερατ.) ϱ οὐδ. Ξ τούναεμ: βρουνγουλίτι ὄτεπίκ--ου τούντ στεπία. ῥρουντουλίτ : ϱ. οὐδ,Ξὁρμῶ' ἴδ. βρουλ]οἱ ἴδ. τούρρεμ. βρρίµε-α (Μαλ]εσίκ- Σκόάᾷρασ.) πληθ. α- τε κραυγή. ῥύδκ (Υ) ϱηµ. ἐνερ. -- µαραϊνω’ καὶ βεῦκ (Σ) καὶ φιδε (τ). βύδκεμ. (Υ) µαραίνοµαι, καὶ βέὔχεμ. (3), φίδκεµ. (τ): (ι-ε-τε) βυὄκε-τε (Υ) ἐπιθ. ι-ε-τε βεῦκε-τε (Σ)ι-ε-τε φίὄκετε (τ) βύδκετε (Υ) ῥέδκετε (5) α 3 3 Ἱ φίσκετε (τ) επιρρ. ἀντιθ. ι-ε-τε-αρδάνγετε. Γ--ϱ θάδε-α: πληθ. Ώάβατε ἐπίθετον ἀποδιδόμενον εἰς τὰς γυναῖκας τῆς Μυζεκιᾶς' ἴδ. λ]άλ]ε-α. Ράγελ]ε-α (Υ) πληθ. [αγελ]σ-τε-- κόπρος (τῶν ζώων) κοὶ Ῥαά]γελ]ε-« (τ) ἴδ. κακερδί-α. ῥαγετί-α (τ) (Ῥοράαπ) ἴδ. Ῥακτί-α πληθ. Ὀαγετί-τε. ῥάάδο-ουα (Περμ.] --ὁ τυροκόµος' ὁ Ὠάῤδος -- αὖὐ κ]ε Ὃεν ἀ]άθε-τε ε γ]άλ]πε-τε κοινῶς τσομπάν-ι, τσαχµάσ-ι (Έυοαν]. Ρααδουλ]ίδε- Ία (τ) πληθ. Ῥαάδουλ]ίδε-τε χαὶ εσθίλ]ε-]α (Υ. καὶ Βερατ) πληθ. Ῥεσάίλ]ε-τε--σκουπίδε, κάρφος εἰς τὸν ὀφθαλμ. µε ρᾶ γ]ε Ῥαβσουλ]ίδε νᾶς σύτ--ἔπεσε ἔνοι ξυλαράκι ς τὸν ὀφθαλμόν µου. ῥαζιλ]όμ -οκου καὶ Ῥοζιλ]οκ - οκου πληθ.-οχε- τες βασιλικὸς -- ἄνθος εὐῶδες, ῥαδε-α;. πλιθ. Ὀαθε-τε-- κύαμος κοιν. χουκχιά, ῥαδρε-α: πληθ. Ῥάθρα τε--ό νάρχισπος (φυτόν). θα] (ἜἘλθ.) ϱ, ἐν.Ξ φέρω, βαστάζω: μρα] (τ), Ῥαρ (Σ) καὶ μραρ ---ᾱ- ο ὁ ὃ - Πο -- (τ): ἀνρ. Ὠά]τα, μΏά]τα, Ώαρα, μΏάρτα, µετοχ. Ὀα]τε, µμβα]τε, Ῥάρε, µβαστε. ῥαδίτεμ (βερατ) ϱ. οὐδ.) -- ἀναρρωνύομαι (ἐπὶ ἀρρώστου). ψαε (Ῥοράβῃ --σφενδόνη µε ὈὨαε--μὲ σφενδόνην. ῥαν] (Ὀοράατ) Ξ φέρω, βαστῶ,- Ῥα] µΏε κράχα μβα] μΏε κράχα (τ) φέρω εἰς τοὺς ὤμους.-μῃΏαο ἀροῦς κουθαλῶ ξύλα, μΏαρ ού]εζ-χου- ῥᾳλῶ νερὸ- [ἑλλην. φερ-ω, βαρ-ος- Ἰνδιστὶ Ώαρ-α -τι]. ρᾶ (Υ) δε] (τ) Ὀαν] (Ὀοσάαπ)--ποιῶ, πράττω' 8] μῦς ασγ]ά (Υ)Ξκαταφρονῶ", Όα] πούνε ἐργάζομαι, ἴδ, πουνότ] Ὀὰ] ξ-- ὀρκί- ἵομαι ἵδ, Ῥετόνεμ: Ὦξ] πελ]χζούρες ὑφαίνω, 3) ἐκπλέω, ἀἁπαίω.- Ὀᾷ] φιάλ]ε-- δημηγορῶ, Ὠαν] κουθέντ--συνομιλῶ, Ῥε] οὐ]ε-τες οὐρῶῷ" ἴδ, περµιέο Ὦξ] ἀὖδε -τρεδε-κάτρεδε χ.τ.λ.Ξ:θιπλόνω, τοιπλόνω" κ.τ.λ. Ὀδ] µε ατέ- συμφωνῶ Ῥα] ναέρεςχοαρίζοµαι ἴδ. νερο] 4] µε σύ--γεύω μὲ τὰ ὄμματα.- Ρὰ] γατί-- ἑτοιμάζω- Ραχεμ. γατὶ--ἔτοι- μιάζοµαι' Ὀα] σικοὺρ Ἄ θα] σικουρσές-- προσποιοῦμαι. Ώάνεμ. ι µάρρε γίνομαι ἀνόητος' µε-τε-ι Ῥάχετς(με ἀούκετ]-- δοχεῖ µοι, σοι, αὐτῷ ψ.’ ουρά σε--ἐδόχει µοι ὅτι" ἴδ. μ᾿ ουᾷούκ. ῥᾷχεμ : (Υ) παθ. τοῦ θα], Ὠεῖ]. ϱ. οὐδ.Ξ γίγνοµαι' καὶ Ῥένεμ. (τ) κα- θίσταµαι, γίγνοµαι, καταντῶ. ῥα]άμε-]α: πληθ. Ὠκ]άμε-τε τὸ ἀμύγδαλον, καὶ ἡ ἀμυγδαλέα γαὶ Ῥα]όμε-α (2). ὑάλγε- ὑα]γε α (τ) (δ. Ῥάγελίε-α) πλ. Ώά]γα-τε. ῥα]ε-ζε-α εἶδος θαᾳλασσίου πτηνοῦ. ῥάῇτε - α ἴδ. Ώαλτε-α" πληθ. Ώα]τα -τθ. ῥαμτί- α (), Ῥαγετί-α (τ) πληθ. ῥακτί-τε, Ὀαγτί-τες κτήνη, πρύ- βατα, αἶγες' [ἑλλην. ἀπάγω - Λατ. κὉ-ασο]. ῥαλ-ιζ-μέτωπον. ) τὸ πρὠτιστον, τὸ ἄριστον' τὸ ἐζαίρετον καὶ Ὦδ- λε-α ΡΑλ᾽ ιν ἀιςελ]μουνίσες τὸ ἄνθος τῆς νεολαίας.- Ώαλ᾽ ν γρούνιτς Ἡ πρώτη ποιότης τοῦ σίτου, Βαλ νι γ]άσες ή πρώτη ποιότης τοῦ πράγματος νάε Ὀαλτ. ἐπιρ.Ξ ἀντικρύ' καὶ Ώαλε µμΏε Ῥαλε ἀπέναντι ἴδ μβαλα-φάκ]ε, κουνᾶρούελ. Όανι Ῥαλ (Υ) καὶ Ώερι Ῥαλ (Ἐάνι Ῥαλ (Υ) -φανίτι, τούκε ὄκουσρ ούδεσε σ᾿ ἀούκε] γ]ε,πόσα βαμ. πάκεῖε με τούτιε Ῥέρ. Ώαλ μάλ]ν Τομόρριτ.Ξ ἑνῷ διεθαίνομεν οὐδὲν ἐφαίνετο, πα 3 ο 3 ι ἅμια δὲ προὐχωρήσαμεν ὀλίγον παρ’ ἐχεῖ ἀνεφάνη τὸ Τόμαρον ὄρος' αν μα. ῥᾷσ-ι (Ῥιά1) --πονητής, Ῥάμεσε, Ώέρεσ-ι (τ). Βάασ-μίεε-ι-α (ιά!) -- ἄγαθοποιός: Ράασκεκ]-ι (ριιά1) Ξκακοποιὸς πλ. Παασκεκ]ι]-τε' Ώκκα- χεχ]ε-]α (Ῥιιάἶ) πληθ. Ὀκασκελ]ι]τε ἀρσ. Βαασκεκ]ε -τε θηλ. ῥάλε- α (τ]- ρινόµαντρον λευκὸν διὸ τὰς γυναῖχκας' µανδήλιον (9, ρίζε-α): λέγεται καὶ φαδουλέ -τε-α (Καθ.) καὶ φατσουλ]έ -τε-α (τουρκ. σαμί,) καὶ Ὠαλίτσε-α (Περμετ.) πληθ. Ώαλίτσατε (τιθέμενον ἐπὶ τῆς χεφαλῆς). ῥαλ]όδ-ι καὶ Ώαλ]αδ-ι. (ἐπὶ ζῴων)--κ]ι κα ν]ε πούλε τε Ῥάοδε νε Ράλε (τὸ ζῷον τὸ ἔχον λευκὸν στίγµα ἐπὶ τοῦ ψετώπου} πληθ. Ώαλ]οδε -τε ἆρα., Ὀαλ]α- δε . τε θηλ.- Ώαλ]όδε -]α (0) καὶ Ὀκλ]αδε- ]α (9). θάλισε-α (Σ) Ράλ] - τσε-α (3))Ξ βάλσαμος πληβ. Ῥάλτσα -τε' καὶ Ῥαλτσάμ -ι (Αργυρ.) πληθ. Ώαλτσάμε -τε. δάλίτε-α καὶ Παλ]τί-α: πληθ. Ὠάλ]τατες- λάσπη, πηλὸς (ἑλλην. βάλ - τος) ι ε-βαάλτ.τε-ε -Ὠά]τε -πῄλινος, χοϊκός, ῥαλούκε -τε πρέρε (πληθ. μόνον) [Πεομέτ] Ἐφλ]όκετ ε Βάλις. θαναίλ-ι () Ῥανᾷίθ. δι (Περμέτ.) --μάγ -γας τοαπκένι πληθ. Ῥαν- αίλατε -θ/λ. Ὠανάίλε -]α, Ώαναίδε -]α. πληθ. Ῥανάίδετε, βάναε - α (τ)- σειρά, ἀράδα, θάν]ε- α (Υ) πληθ. Ὀαν]α-τε | ἕλλην. βαλαν -εἴον -- λουτρόν. ὕαρ (τσαμ) ϱ. ἴδ, ῥᾷᾳαρ, χουμβάσ ϱ. Όιρ (Σ) ορ. Ὀόρα µετοχ. Ώιέρρε Ῥάαρ (γεγ.) Ἔχόνω, φθείρω, Βάιρε (Υ) ἀάρ. Ώάόρα µετοχ. Ὀάτέρρε. αρ "ΕΞ χόρτον (χλωρὸν χοὶ ζηρὺν) 2) βοτάριον τὸ πρὸς ἰατρείαν χρη- σιμεῦον γόρτον" πληθ. Βάρενα-τε (Υ) καὶ Ῥάρε ρατε (τ)-- ἀρώματα ἴδ, έρενα -τε, έρερατε. ραρ (5) ϱ. ἵδ. μΏαρ (τ), Όα] () Ξ κουβκλλῶ: μΏαρ.-αρ-κρ (τ) βαστὸ, κουβαλλῶ, σηκόνω φορτίον' καὶ Ὀα]-αν-αν (Υ): Ώάρεμ. (παθ. 5) μβαρεμ. (τ) Ὀαχεμ. (Υ)' μΏκρ ἆρου, γούος, οὐ] κ.τ.λ, καλ]ν, γομάρι Όαν Ῥάρρε τε ςάν]ε.--- ρῆαρ νε πράχε-- κουθαλλῶ εἰς τοὺς ὤμους, ῥαρδαζέσ-ξἕι. χωρίον τι ἀπένχντι τῆς Νάρόνκ]ασς. Ὀάρδε: ἐπίρ. λευκῶς' ι-ε- Ραρδε ἐπιθ. λευκός-η-όν" ἀντιβ. ι-ζξ-ου ἄρα. ε-ζέζε-α θηλ. τε Ράρδετε (οὖσ. ἄφηρ.)-- τὸ Φφιασίδι μὲ τὸ ὁποῖον ἀλείφονται αἱ Υυναῖχες τε Ὠάρδετ) ε βέσε-- τὸ ἀσπράδι τοῦ κὐγοῦ' τε άρδετ᾽ ε σΏνιτ-Ξτὸ ἀσπράδι τοῦ ᾽ματ]οῦ, ο δὴ; ι.ὁ ῥαρδόδ-ι καὶ Ώορδουδ-ι {-- ὁ λευκός, λευκόχρους) πληθ. Ὠαοδόδετε καὶ ἱ ὴ Ρ.. ο η 3 δες Ὀαρθούδετε ἆρσ. καὶ Ώαρθασετε, ῥαρδόδε-]α, Ώαρδούδε-]α, Ὡαρδάδε-]α (θηλ.) ὁ πληθ. Ώαρδόδετε, Ὀκο- .. π .. : / δούδετε, Ὀαρδάδετε.-λευκη- ἄσπρη. Ραρρέ-]α (Υ) πληθ. Ώαρρέτε βαρρέ-]α (τ) Ὀάρρε-α πλ. Ῥά / αξ αρ, Ἡ ο ορ ς Ἀ :ἄρ-ος) ος φορτίον. [τουοχ. δαχμερᾷάν]. ν]ε Ώάρρε -- ἓν 4ὐύ ΌΏαρρε-- δύο φορτώμιατα" νγαρκότ] Ώάρρετεξ:ί φορτόνω, ὄμαρχότ] Ὀάρρετες- ξεφορτόνω΄ µός ι βε Ῥάρρετε. τε ρένάεξ μη τοῦ βάλης . µ " ϕ : ο ας Φλσ -α ο ρὸ ο κηςἠ - Γον. αρα μι βαρὺ φορτίον Ώάρρε τε λεχετε-- ἐλαφοὺν φορτίον’ 2) ἃδτε µε Ὀαροξ Ξ εἶνε ἔγκυος' ἴδ, ἆὅτε µε φεᾶίγε (Ἐλθασ.) λέγεται καὶ: νγ]ντεμ. με Ῥάρρε-- συλλαμθάνω, ἐγγαστρόνομαν ου νγ]ιτ µε Ὠάορεξ- συν- έλαβεν. δα αι Ἡ - ύ-α - ι μη ρρε: τα (ἑλλην. φόρ τωρ. δν ῥαρί-ου: πληθ. Ὀαρί-τεζ- ποιµήν, βοσκός. αρίστε-α πλη αρίστα-τε-- γλόη, γουταρ)κὀν. ῥαρίστε ληθ. Ὀαρι χλόη, χοοταρ'χό α Ἶ 8 ο. (τ)ΞΞ Ρεν] Ῥάρρε Ἄ βὲ Ώάροε, καὶ Ώαρρόσ (τ) μΏουρροὺσ (Άργυρ) Ίο. βούνα Ώάρρε τα Ὠά]ε κετε πούνε (Ξνγαρκο])--τὸν ἐπεφορτίσθην Ρά τι” ρα] κ ο Ξ τον φορ νὰ κάμ.ῃ τοῦτο. δαρρόρε-]α (Αλβανο-σικελικὸν) - σαμάρ-ι πληθ. ὩΏαρρόρετε. σ-ετ-ετ ορτσα} ο. οὐδ. Ξ ἐτδενιὶ ἆορ. Ώαρίτα" μετ. Ὀπκοίτουρε, θα ἐ κ Γ π ὃ .. Ἱ | οἱ Ἱ Ι Ἶ Ἡ Ῥαρρε-τούρ-όριζ-πληθ. Ἱαρρετόσετε - ὁ ὁδηγῶν φορτωμένα ἴφα ὁ ἆγω- ιώτης' Ὀκρρετόρξε ου θόνε ατύνε κὶε Θίνε νᾶε μουλῖ τε ἀοσίθιτ µε .. ἵ σ. ' Ζ - - ἳ ν μι .. Κω 8 πω κάφσε νγαρκοῦμ. µε ἀρῖθ περ µε Ρλ]οῦμ. βαρκ-ου : γαστήηρ, κοιλία". 9) διά Φροοικ᾿ 5) γενεά: δχούανε ὅτότε 38 ι Ῥάρκ] [ες παχρήλθον ἑπτὰ γενεαὶ μα” - κ μυς σας τά ως, ται ὃ, πρ ..-βελέζερ πρέ] ν]ε Ὀάρ- που: ἀδελφοὶ έν μιδς κοιλίας ο ο: βελείζεο πρέ] αυ | Ῥάρκ|εᾶ-- ἀδελφοὶ ἀπὺ δύο µιητέρας (καὶ ἕνα πατέρα) πληθ. Ώκρ- | χ]ε-τε καὶ Ὀερχ]ε-τε (Αργυρ.) [παράδαλ. ᾽ΑΥΥλ. Βατκ].- Βάρκουι ' κεχ] Ξ δυσεντερία: καὶ λ]εραρχ]ε-]α .... πληθ. λ]ευόάρκ]ετε- Βαρχ’-μαθ-δι-- ἆρσ. ἐπιθ.-- αὖ κ]ε κά Ώαρχουν τε µαθ. πληθ. Ώαρκ μεδέν]-τε -- οἱ κοιλαράδες᾽ Ῥαρχ-μάδε-]α θηλ. πλ. Ώαρχ-μεδά -τε. - Ώσαρκ-θάτε-α (Ῥοσά4απ) αἷο γρούα κ]ε σ᾿ πίελ. ῥαρκαλ]ύκ]-ι (Καθ.) πληθ. Ώαρκαλ]κ]ε-τε ἆρσ.- Ὀαρκαλ]ίκ]ε-ἷα θηλ πληθ. Ώαρκαλ]ίκε-τε: ἴδ, Ὠσρκ µάθ-δι Ὀάρκ-μάδε-]α. ῥάρκε-α (Υ. ιά1) πλοῖον, λέμθος ἴδε λ]ούνάρε' καὶ βάρχε-α (τ). ----ῃ πρι η ὑάδκ (βεράτ.) ἐπιρ.Ξ ὁμοῦ, μαζὶ ἀντιθ. βέτεμ., βέτο. ὑάδκαζε-- κοινῶς, ἀπὸ κοινοῦ---σε Ῥάδκου καὶ σε Ὠάδκουτ (Σ). ῥαδκό/: ρῆμα ἐνεργ. -- ἑνῶ, συνάπτω" προσαρµόζω, συζευγνύω. κ. ' “ο : . 3 . Γ ρ ῥαδκόχεμ (Υ) Ὀαδκόνεμ, (τ) ρ. οὐδ. -- ἑνο Ἴμοι, ὐαδκίμ-ι: πληθ. Ὀαδκίμε-τε -- ἔνωσις, συνδυασμός, μῖζις, ὐαδκεναέν]ε-]α-- συνέδριον πληθ. Ῥαδκε-ναεν]ε-τε, ῥαδτίε-α (τ. Ώιᾶ1) -- ὑποστατικόν, [τσιφλίκι (τουρχ͵)] 9) ἀγρὸς Ἰ τόπος ὅπον δύνηται νὰ ἐργασθῇ μοι οἰκογένεια, σα Ὀαδτίν« κα αὖ τσιφλίκ; (τοσκ.) [λέξ. Σλαυϊκη]. ῥάδτο-]α -- νόθος, ἴδ. ἀοβίτσςι, κοπίλ]-ι. βατσ-ι (αοοβα) -- σύντροφος" ὅοκ-ου. ----ᾱ-ᾱ-- να ακλωμπώημοσόη -. -ᾱ-φ ο Ἱ .΄ 4 ῥατόκ]-ι (5) τὸ γλωσσίδι (τῆς Ὑαμπάνας) τοῦ κώδωνος, Βατόχκ]ι ι κουμ,ρόνεσε, -πλιθ. Βατύκ]ε-τε. θαχέ-]α--σφενδόνη (Σ) καὶ σαΏε-]α (Ἠλθας.) Ἰζαβέ-]α (Ἔμραν.) καὶ χόρε. |-ἐ- θεγάτε (θά -γ. Ἐλθας,) -- πλούσιος ἡ Ώουγάτ-ι Ἄ Ῥογατ-ι (ὃ, ι-ε- πάσε- (πολυ -πάµων). Οξ-- ὄρκος βξ µΡε Ρὲ-- ὁρκίζω, ἐξορχίζω τινά. Ρ] Ρὲ-- ὁρκίζομαι, ῥεγάτεμ (Υ) [Ἐλδασ.]-- πλουτῶ, εἶμαι πλούσιος, Ἄ Ῥουγάτεμ, ἡ Ὀο- γάτεμ.- Ῥένεμ. ι πάσουρε. δεκίµ-ι-- εὐλογία ἀἄντιβ. μαλεκίμ-ι-- ἆρά. ῥεκό] ϱ. ἐνεργ.-- εὐλογῶ, Ξ- ουρό[ (ὁ ἴδε). εκόν] ἀντιθ. μαλεκον] τὸ παθ. Ὀεκόζεμ, (Υ) καὶ Ῥεκόνεμ (τ). ῥεασούνε-α (τ) -- ζον πελούμβι, πιτσοῦνι ἴδ. Ἠιτσούν-ι πληθ. Ῥεᾶσού- να-τε. ῥέλθερε (τ)]-- ἐπίρ. Ξ- τοαυλῶς: ι-ε-ΏελΏειε (τ) τραυλός, φελλός, Ψευ- δός: καὶ Ρελ]Ρούκ]-ι (ή) Ρελρούκ]ε-]α (Υ) θηλ. τραυλή: Ῥελρα- τσάκ-ου (Σ). ἀρα. Ρελρατσάχ]ε-]α (5) θηλ. πληθ. Ῥε Ρελβατσούκ-ου (Σ): Ρελρκτσυύκ]ε-]α" πληθ. Βελ[ατσούκετε Ῥελῆεσ-ι (5) Ῥέλβεσε-]α": πληθ. Ώελβεσιτε ἄρα. Όελήεσετε θηλ. θηλ. τε Ῥέλβερε-τε ἄρο.-τε Ὀέλβερατε θηλ.- Βελούκ]ε-τε ἄρα, Βελβούκετε θηλ. - Βελρατσάκε-τε αρο. Ὠελθατσάκε-τε θηλ. ἨῬελ- Ἡ Ὀρτσούκε-τε ἆρσ. - Ρελβατσούκε-τε θηλ. | ῥελθερό»] (τ) ρ. οὐδ.-- τραυλίζω, ψελλίζω: Ῥελ]εσο] (). Ῥελρεζον] (41) περιγελῶ' περκ]εῦ ϱ. | λβρατσάκετε, ῥελῥίσε-α ; (Ρουλγ. λέξις) εἶδος ἰχθύος εὑρισκομένου εἰς τὴν Λυγνίτιδα λάμνην' πληθ. Ῥελβίτσατε. - [Ώελτ--χολη]. ῥελ]έκ-γου -ἄρσ. πληθ. Ἠελ]έγετε τρελλός Ῥελ]έγε-]α-θηλ. πληθ. Βελ]έγε-τε᾽ τρελλή. ῥένεμ ἵδ. Ὀεῖ] - Ώενε (Υ) καὶ Όερρε (τ) µτχ. τοῦ Ρέϊ]-- κάµνω, ποιῶ, πράττω. ένκ-γου (Υ) ὁ συκοφάγος (ἱδ. σΏει] (Υ)) πληθ. Ῥένγετῃ ἆρσ. λέγεται καὶ φούγε-α (Υ) θηλ. πληθ. φούγα-τε. καὶ φίκτσξ-α (1) πληθ. φίκ- τσα-τε' βερδέ]ε-]α (Περμ.) πληθ. βεοδέ]ε-τε. ῥερ-ι (ζαθά]κ) -- βέλος Ὀερον]ε-α (Ἓλθασ.-βερατ.) βέλος" ε πω πᾷ Γι ) εἰ ὰ σιγ]ε- ν ρα αν] νρὶ ει δα. . μφω ὄφεως' πληθ. Ὡερόν]α-τε καὶ σιγ]έτε-α πληθ. σιγ]έτα-τ .. , ἨἩ α ὁ ; . τουλε-α πληθ. σιγ]ετουλα-τε-Ώεουρόν]ε-α (Ώυραν.) -- εἶδας ὄφεως καὶ Ῥουρόν]ε-α (Κρού]ο) πληθ. Ὀουρόν]α-τε. ιΠ-- ὑερόν]ε-α (Τοσκ.)Ξ- ὄτέρπε-κ« ι θόνε ασάϊ γρούα]ε κ]ε σ᾿ κα πιξλε κούρρε ας νούκε πιελ' πληθ. Ώερόν]ατε. ῥέρρ-ι πληθ. Ὠέρρατε-- ἀαδ ἄ-άέλε, ὄχίαπ, α δἵ. 6 ῥερθέρ-ι-- ὁ κουρεύς, ῥερράκ (ροράαπ) πληθ. Ὠεοράκετε,- Ὀερρακάῦ (Ῥοράαη) -- αἱ ραᾶ- Πια1. ῥερθάμε-α πληθ. Ὀερθάμε-τε (κολοκυθόσπορος) πυρήν, γουκοῦτσι καὶ ' Γ γότσ-κε-α (βερατ.) πληθ, γότσ-κα-τε. ἠερκόκ]-ι (Τνραν.) πληθ. Ὀερκόκ]τε καὶ Ὀερκούκ]-ι πληθ. Βερκούλ]ατε καὶ ἀερκούτοσ-ι (τ) πληθ. ἀερκούτσατε" ἴὃ, Ώιτσ-ι καὶ γίτσ-ι (ἆγοιο- .ς κρ ο ἵ .ἴ γουρουνόπουλον - μικρόν). ἠερσί-α πληθ. Ῥερσιτε Ὠεραὶ βό]ι -- Ώερσί ρρουδι (Λατ. Ὀτίρα, Γαλ. ΡΥΙ86Υ -- τσακίζω, θραύω). ἠερτάσ ο.-έτ-έτ (Υ) κράζω ωνάζω: καὶ Ώεοράσ -- κοκυγάζω, βοῶ" Ἡ ἑ ρ - 1 φ : κ ν. Ἰ ! γερθάσ (Τυρ.)-έτ-έτ καὶ κλ]ιθ Ἡ κελ]θάσ-έτ-έτ ἀάρ. γερθίτα-ε-ι' .- µετοχ. γερθίτουνε΄ καὶ κελ]θίτα-ε-ι µετοχ. κελ]θίτουνε Ἠ κλ]τθα- ., " ε-ι μετοχ. χλίθουρς. Ὀερτσελ/-ι (Περμέτ.) εἶδος ἀραθοσίτου. Ὀεορούτσξ-α (τ) Ώρουτσ-ι (Αργυρ.) χλαῖνα Ξ μάλλινον φλοκωτὸν μκῦ- ᾽ -- ρα ρον ἐπένδυμα ἄνευ χειρίδων πρὺς προφύλαξιν ἐκ τῆς βροχῆς καὶ τοῦ ψύχους' σύνηθες εἰς τοὺς Λιάπιδες πληθ. Ῥερρούτσα-τε, πας με κα ῥερρούλ/-ι (τ) Περρύλ]-ι (Υ) Ώρουλ-ι (τ) Ώερροῦ-ρι (Περμ.) πληθ. Περρύλ]ατε (Υ)- ὁ ἀγκὼν (τῆς χειρός). ἠεράσί- ου (Υ) ὁ πληθ. ἄχρηστος σπιθαµ.ή, -φουρχὶ χαὶ Ῥουρᾶδία ου (Καθ.) περτοίκ-ου (Σ)}, τουπιρόκ-ου (βερατ.), τόεπιροκ (Πεομ.) πο αρ - με της. -----α - ἠέσε-α-- πίστις' πληθ. Ῥέον.. τεγ ἀδτ᾽ ι Ῥέσεσε-- εἶναι πιστός: ἴδ. Ῥεσ- µ δα Ἡ . μα α δν. Ἱ. 3 υ οἨ νικ-ου.-αστ ι παβέσε- εἶναι ἄπιστος ἵα Όεσε-- ἐμπιστεύομαι ἅπ ὰ Ῥέσενε -- Δίδω τὰ πιστά, τὸν λόγον τῆς τιμῆς' µε βράου µε Ὀέσε-- μα ! / 1 -- α, δα ῇ ῃ λω, . ᾗᾱ µε χενγοι µε Ῥεσε- ἀφοῦ μοῦ ἔδωκε τὸν λόγον τῆς τιμῆς]--μὲ ἐξη- / ! ; ] |] πάτησεν α κε Ῥέσε: Ξέχετε λόγον τιμῆς; Ἠΐσα : ἐπιο. ὄρκουττι- ἔ µίως. καὶ Ὠέσα - Ῥέσενε, περ Ῥέσετ ἡ περ Ὀέσε' - Ώέσα- Ρέσε (γ)Ξἡ πίστις' (ὁ μέγιστος ὕρχος παρ ᾿Αλθανοῖς). Ρεσό] ρ. οὐδ.- πιστεύω: μεσό] (Ἠλό. καὶ Βερατ) καὶ μρεσόν] ἴδ. Ίαπ Ῥέσε (Υ) ζε Ῥέσε (τ). ῥεσετάρ -ι; πληθ. Ώεσετάοε - τε: πιστός, ῥεσετάρε- Ία--πι τή: πληθ. Ῥεσετάρε -τε. Ῥεσνίκ-ου (Σ) πληθ. Ῥεσνίκε- τε. -- πιστός. ὐεσνίκε-Ία (Σ) θηλ πληθ. Ὀεσνίχε-τε. πιστή. ῥεσετό] (Σ) [Σλαυϊν. Ὀεσέά« -- ὁμιλῶ], Ῥισετό] (Σ) πιεσατό] (Τυς.) ἴδ, ρ. βλασφιμία, ὑεσα(λ]ε-]α--ἴδ. Ὠκάσουλίδε -ἷα: πληθ. Ώεσᾶίλ]ετε τὰ σκουπίδια, τὰ θρίμματα ῥεσαίλ]ε-α (Περμ.) πληθ. Ρεσαέλ]α - τε’ - τὰ σκουπίδια. ῥετα]ε-α (ΑΡγ.) πληθ. Βετα]σ-τε: --ἐπιληψία, τρόμος. ῥετίµε-α (Ἐλέας,) πληθ. Ὀετίματε (κοινῶς) ἡ πλάκα καὶ Ῥετίνε-α (Τνρ.) πληθ. Ῥετίνα - τε (Τυρ. καὶ Κκδ.) νγρέχ Βετίνε. -προσέτι καὶ νγράτσχε-α (Βερατ.) 4εράτσκε καὶ ερράτσκε καὶ ἀεροάσε (Αρ- Υυρ.) “Ύρατσκε-α (Περμέτ.) πληθ. Ύρατοσ -κα- τε -ὄχρατσ-χε-α (Πίθρα) [κρεχ] πληθ. δκράτο -χα -τε σκοεχε -σε-α (Μυζεκ]ε]α) πληθ. ὄκρεχεσκ-τε. βετόν]: ο. ἐν. Ξόρκίζω τινά: ἴδ. περγ]ερό], βἒ µῥε 9. 8 δετόνεμ (τ)-- ὁρκίζομαι, ὁὀμνύω᾽ Ῥετόζεμ. (γ) περΏετόχεμ. (}Υ), περ- Υήερόχεμ. (τ), περγ]ερόνεμ. (Υ) -- Όαι] ϱξ (Υ) Ρετ] Ρξ (τ). Ρέφατ (Υ) ἐπιρ.-- ἔξαφνα' καὶ πα Ῥεφτ (Τυρ.)--πα πρίτουνε (Υ.Σ), πα πρίτουρε (τ), πο κου]τούεμ. (Υ), πα κου]τούαρε (τ)-Ῥεφτ-ι (Τυραν.) ἀούχετε μὲ ἵκ Ἑάμε Ῥέφτινε-- πρέπει νὰ τὸ συλλογισθῇς. - Ἰ« Ὠάνι Ώέφτινε- τὸ κατάλκθε, τὺ πούλαθε, σ᾿ Ίκ Ὀδνι Ώέφτινε Δὲν τὸ κατάλαθε, δὲν τὸ πρόλαθε.- καὶ Ὀέφτι: ϱ. τριπρ. Ξἔτυχε, συνέδη, Ὀάνι Ῥέφτ-- κ]ελόῖ ε ου Όά-νκ Ὀεφτι κε]ὸ πουνε-- μᾶς λεν μᾶς συνέθη τοῦτο" νουχ Ία Ῥέφτι σύνε, Ξνουκε Χ]ιλόϊῖ µεε πάμε. -κεδτοὺ µε ενα µου συνέθη' Ῥα] Ῥέφτ -- προσέχω, προφυλάττοµαι (Υ)’ σ᾿ Ρα] έφτ-- δὲν ; προσέχω, δὲν προφυλάτ- τοµαι, ῥιθα-ανι (ὸ)) Ξ- κοῦρκος, ἰνδιάνος. γάλλος πληθ. Ῥιράν] -τε (Σ) γ]ε- λ]-ἀέτι. Ῥίρε-α (Σ) θηλ. ἴδ. οίκε - δίδε-α πληθ. Ὀίρατε-- τὰ πουλιὰ τῆς χΊνας, τῆς πάπιας [{ Βουλγαρι- στὶ Ὀιῦι- τὰ μικρὰ τῆς κούρχκας ] [πεοσιστὶ Ρίρα]. δίγε-α-- δίχηλον, κοινῶς διχάλν πίγε-α (Περμ.ετ.) [ τουρχιστὶ -τσατάλ]. ῥ0λ]ε-α (Περμέτ.)-- τόπος πετρώδης, τραχύς. ὑιόρρ-ι (Περμέτ.) - εἶδος πορώδους λίθου, κοινῶς σφουγγαρόπετρα } πληθ. Ὀιγορος- καὶ τόεµ.ερα. [Ὀιγορρς ἐλαφρὰ πέτρα Βουλγκριστὶ τε (Υ). ΤΗ .ῇ διονί-α ' Ἠλθασ } ψευδὴς ἡ ἁπλῖ κατ Ἰδρων συκοφαντία: µε νγ]ίτι α. µε νσόρι κ... µου προσῆψε κατη] γορίαν ὅτι... «πληθ. Ὃι- ας, ῥτ] Ἄ δίε. ἐν. Ξ φέρω, ἄγω, κοµίζω, ἀόρ. προῦρα (Υ) καὶ προῦνα (Υ) εν καὶ πκύθ, αἳ µετοχ. προύρε (τ) καὶ προῦνε' (Ύ )' ἀντιθ, δπιε-- πηγαίνω τι, πέµπω ἾΊα Ῥίε νᾷερ µεντ-- τὸν αμ νν | ] Γι ῥ] Ἡ δίε: ϱ. οὐδ. - πίπτω' ἀόρ. ρᾶδε µετοχ. ράνε (Υ) καὶ ρενε (τ). Όιε φιάλ]εσε-- σφάλλω, λανθάνω' µε- τε κ μΏε κρύε-- συνέθη.- Ἰ μ ... Γ 4 Ἱ . {. Γ 3 νι Π η, |. µε-τε-ι-ρᾶ οὖδαΞξ ἔτυχε νὰ περᾶσῃ τε σκο] ατυ ἀρεῖτε σ’ ιῬιε } φιάλ]α πόδτε- εἰσχκκούεται- Ὀίε ρρότ αὖλεε περιφέροµαι, Ρίε πόστε- ορεζόζεµ. ἂν Ῥίε νάερ σῦ" --τὸν προσ σθάλλω" ι-ρᾶ ἄνα κάλ]ιτςπρίρετ΄ {/ ι-Ῥίε έρα λ]ούλ]εσε -- τὸ λουλούδιον μυρίζει’ Ρίε µε ᾿ γ]ούνι]{-γονα- τίζω -με-τέ-ι-ρᾶ χούνάα- προσεθλήθην-ης- η. -ρᾶ ναερ γ]ούμε--άπε- κοιμήθη: με-τε-ι- «Ὀίε τε ζόλε-τε (Ἐλθ.) ο να εἴς-ε'. λιποφυχῶ, } ὀλιγοθυμῶ; Ῥιε ὅι, Ῥόρε, Ὀρέδεν “βρέχει, χιονίζει, πίπτει χάλαζα.-ι ρᾶ μΏε σὔ κάλ]ιτ.- ἀντίθ. νγρίχεµ., τσόχεμ.-με-τε-ι ρα πούναΞἔτυχε νὰ κάμω, ι ράσε μάλ]ιτ περ σε ἀρέῖτι µε-τέε-ι κά ρᾶνε περ σύοτ-- ο πο... ἔτυχε νὰ τὸ ἴδω καὶ ἄλλην φοράν' ι Ῥίε πράπο πούνεσεξ- καταγί- νοµαι, φροντίζω εἰς τὴν ἐργασίαν' ι Ῥίε πράπα κάρτεπες- καταγίνο- µαι εἰς τὰ γράμματα µε-τε ι Ῥίε νάερ µεντ-- ἐνθυμίζομαι - σαι, ται. δι) Ἄ δίε: ϱ. ἔνεργητ.« κτυπῶ, τύπτω. ἄόρ. ρᾶδε µετοχ. ρᾶνε (1) καὶ ῥένε (τ) ι Ὀίε ἀέρεσε-- κτυπῶ τὴν θύραν' ι. Ὀίε φύελιτ-(κτυπῶ) παίζω τὸν αὐλόν' ι Ῥίε λ]όάρεσε-- κτυπῶ τὸ τύμπανον, 0] ρημ. οὖδ.Ξ- βλαστάνω, θάλλω, φυτούνω, φύω, (Υ) Ὀίῇ (τ) Ρῖνι (Υ), Ῥίου (τ) µετοχ. Ὀίμε (1) καὶ Ῥίρε (τ) Ῥῖνι Ῥάρι (γ) - Ῥίου Ῥάρι' (- ἐφύτρωσε τὸ χορτάρι) - ί]ιτε (Ῥιιά]) -- τὰ τέκνα (ὥποκορ.). ὐιέδκε-α (5) -- ὄρος πληθ. Ὀιέδκα -τε- Ὀι]ενί-α (Ῥοράαη)-- Βιρενί-α (Υ) Ὀιρελί-α (τ)Ξ- µάλ]-ι-- θουνόγ: πληθ. µάλ]ε-τε ἐνῶ κόάρε-α-- λόφος, πληθ. κόάρατε, [καὶ Ὀΐδχα -- ὑψηλὸν προθλ. ἑλλην. βόσκω)]. ὑὔ]ε-απλ. Ὀΐ]α -τε-- θυγάτηο [ἑλλ. φιλ-ῶ, Λατ. ΓΠἱα] Ρίλ]ε-α (τσαμ.) πληθ, ΡΒίλ]ατε (Αργυρ.) ε Ὀῖ]α, Υεν. σε Ὠϊ]έσε, αἴτ. τε Ὀϊ]ενε ἄφ. σε-Ώιε]έσξ καὶ σε ἨὨϊ]ετ. πληθ, τε Ὀἴ]ατε γεν. σε Ὠϊ]αθετ, αἰτ. τε Ὀτ]ατε ἀφ. σε Ρτ]ασ. ὑῖμε - αξ- φυτὸν μικρόν, μόλις ἀναφυέν' μεν]όλε-α (Τυρ.). Οἴμε (Υ) µτχ. τοῦ Ἠτ] φύω, Ῥίΐρε (τ) μχ. τοῦ Ὀτ]. ῥίνᾶεμ. ο. οὐδ, -- ὑποτάσσομαι' -αὖὐ νἹερί νούκε Ὠίνάετε-- αὐτὺς ὁ ἅν- θρωπος δὲν ὑποτάσσεται ι.ε ΕΏίνάουρε-- ὑποτεταγμένος' ι-ε παθίν- ἄουρες ἀνυπότκκτος,- [ γερμ. Ὠίναεν -- δένειν πείθεσθκχι]. ῥίστρε-α (Άργυο, []ερμ. Ἑλκυϊκὴ λέξις) εἶδας ἰχθύος -- ἡ ξυλόκοττα τῆς θᾳλάσσης' 9) ἐπὶ ὕδατος Ῥίστρα-ε κουλούαρε' 9) ἐπὶ ὄξους (Ξιφόρτε) οἰνοπνεύματος, κ.τ.λ. ὁ πληθ. Ῥίστρατε, θυ]ιάκ-ου (Ἓλθασ.) πληθ. Ὀιν]άκετε-- δίδυμος καὶ Ῥω]όκ-ου (1) πληθ. Ὀιν]όκε -τε' Ώιν]αράκ-ου (Καθ.) πληθ. Ὀιν]αράκετε Ὀάιν]άκ- ου (Τυρ.) πληθ. Ὀάιν]άκετε, ἀῑνόκ -ου (Ἰκρού]α) (Μιράιτα) πληθ, ἀινόκετε' Ῥινόσ (οσάαπ) πληθ. Ῥινόσε-τε' τὰ δὲ Ῥηλυκὰ Ῥιν]α- Χε-]α θηλ, πληθ. Ῥιν]άκετε, ΕΏιν]όκε-]α πληθ. Ὀιν]όκετε Βιν]α- ράκε-]α. πληθ, ἄκετε, Ράϊιν]άκε-]α πληθ. ἄκετε ἀῑνόχε-]α. πληθ. ἀινόκέτε' Ὠινόσε-]α πληθ. όσετε. ὐῖρ-ε πληθ, Ὠϊ]-τε, -- υἱός, τέκνον͵ [Λκκωνικῶς πόϊρ ἀντὶ παῖς] ι Ὀῖρι, γεν. τε Ὀῖρις, αἶτ. τε Ὀῖρινε καὶ τε τρρε, ἄφ. τε Ὀῖριτ' πληθ. α "μμ -ᾱ-- δα μι α.-----μ. κε... υπ. ων ο οξε.... ὀνομ. τε Ώϊ]τε, γεν. τε Ὠϊΐ]θετ καὶ τε Ὀϊ]ετ, αἰτ. τε Ὀϊΐ]τε, ἀφ. Ρις, ιο: (5) ϱ. ἴδ, Όακρ, βάαρ, ῥᾷίρ. ῥἹρέ-α σε καὶ Ἄκοᾶρα) (19. βέρε-α) πληθ. Βίρατε, θίρκο: ἐπίρ. Ἰ ἐπιφών. Ξ ἐξαιρέτως, καταλλήλως, χαθὼς πρέπει, ὑέρκ]-ι (τ) σωρός. Μισετό] (Σ) ἴδ. Ώεσετό]. τσ: κοινῶς γουρουνόπουλον" πληθ. Ρίτσκτε καὶ γιτσ-ι (βεράτ.) πλ. γῖτσερ-ιτε-ζὅκ-θίου (Σκ.) πληθ. ζοκ]-θίου, Ώιτουῦν-ι (τ) (Άργυρ.) πληθ, Ὀιτσαούνε-τε, ὑρίμε-α πληθ. Ὀρίματε ἴδ. βοίµε α ἵδ. Ὀιρε-α, βερα. ῥίσκ-ου πλθ, Ὠΐσκε-τε κοιν. Χλωναράκι κράχαζεα (Καβ.] ν]ε Ώισχκ Γαζιλ]όκου -- ἕνα Ἀλωναράκι βασιλικοῦ: καὶ γέμ.-ι (Σ) πληθ. µατε, καὶ τά]ε-ακ (Τυρ.) πληθ. τά]κ-τε' ἆς- γξ µκ ε µάδε σε Ῥίσκου. διστάκ-ου πληθ Ὠιστάκετε (Τν,.) -- πούπε ρρούδι βεδ-ι (Έυο.) πληθ. . ε- ͵ βεδετεξν]ε τσόπε Ὀιστάκου. ῥίστρε-α-- ὄξος δριμύτατον' πλ, Ώϊστρα:τε' ούθουλ ι. φόρτε. ίσε-α (Υ. Σκ. καὶ Λιάπ. - θηριον’ (εγερσίνε-α) πληθ. Ὀίδατε. ὐιζτ-ι-- οὐρά: 9) τέλος ἀντιθ. κρύε. πληθ. Ώιδτενα-τε ({) καὶ Ὀιότε- ροςτ (τ)) ορί νε Ῥιστ-- κάθηµκι ὀκλαδὸν (ἀνκκούκουρδα). ιστα-τούνα]εσ-ι (Ἠλθ) πληθ. Ὀιότ-τούνάεσιτ-- ᾗ σεισοπυγις' Ἡ σου- σουρᾶδα, ἡ κωλοσοῦσα (πτηνὺν) καὶ Ὀιότε-λ λ]εχο ο. (1 υρ.) πλ. Ὀιότ-λ]ικούναεσιτε΄ καὶ τουνουβιὂτε]ε-]α (Περμέτ.) πληθ. τουν- τουνβιστε]ε-τε καὶ τσιν έρρ-ι (Καθα]ο). δίστεζε-α πληθ. Ὠίστεζα-τε Ἠιπίθογχθιςσ 495 Βα{ίΘΙΒ]: Ρ81] Ῥίΐστ -- κάμνω παρεκδροµίήν, παρατρέχω' αἷο γρούα λ]ούαν 3 τούνᾶε Ρί- στινε' («αὐτὴ ἡ γυναῖνα τὰ παίζει): Βιότ-άουρᾶ-ι (Σ) -- Ώιότ-τοούνκ- ου" γ]ελ] Ὀιστ-άουρὰ (1) - γ]ελ] παΏιστ' Όιστ -ἀουρᾶε-]α (1) -- Ῥιότ-τσουνγε' πουλ]ε Ὀιότ-άουρᾶε -πουλ]ε παθιδτε πληθ. θηλ. Ὀιστ-ἀούράε-τε' ι-ε Ὀιότεμ-ι-- ὑστερινός, τελευταῖος" ι-ε-Ώιότεμε- Ίκ θηλ.Ξ- ἐσχάτη. ῥιδτέτσ-ι πληθ. Πιότέτσ«ατε: τὸ πλεξοῦδι τῆς χεφαλῆς τῆς γυναικός. βιότ-φούρκα ῥούκουρε-α (Τυρ.) (κατ᾽ εὐφημισμὸν) ἡ ἰκτίς, ἡ νυμφί- τσα' πληθ. Ώιότ-φούρκα-Ρούκουρατε. στα πενι --ᾱ ---κ δω δω .... κε ττι ην υ' υν πορτα ωκαμα, ο... αψαμφνμαθαιφφαι ρ κας: --- ο... παεῦ «-απε--α. -α- παᾶ. «ο 1 - 2.1 .. -- νὰ .- .ον---- -- πα Ν ᾱ-- Ρίὂτ- τσούνκ -γουΞ- ὁ ἔχων την οὐρᾶν κομμένην Ὀιδτ-τσούγε-α θηλ. κ]εν Ὠιδτ-τσούνκ -- (κύων κολοθὺς) ι θόνε ατι χι ε κά Ὀΐδτινε τε πρέρε. ϱλ,άνε-α (Πεομετ.) Ὀλ]κν ε ἀρούσε Ῥλ]άνα ζεμερ' ε ἀρούσε. ὑλεγεράσ-ετ-ετ: ϱ. οὐδ.Ξ βελάζω: καὶ Ώλεγερισ-ίτ-ιτ' δέντε Ὀλεγε- οάσενε-- τὰ πρόθατα ῥελάζουν' Ώλεγουρῖ (Ἔλδασ.) ϱ. ἆμεταθ. ὐλεγερίμε-α πληθ. Ὠλεγέρίματεξ βληχηθµός, βελκσμκ. ῥλ]ανάεσε-α πληθ. Ῥλ]ανάεσατε' Ὀλενσξ-α πληθ. Ώλενσατε, Ώλεν- ἀσε-α, πληθ. Ὠλ]ενάσα-τε, πἐνσε-κ πένσκ-τΒ.ζ-κοιλί« τῶν ζῴων. ῥλ]έεσ-ι () Ὀλ]εσ-ι -- ὁ ἀγοραστής' ἴδ. δἵτεσ-ις πωλητής. Ὀλ]ε] τ- ὠνοῦμαι, ἀγοράζω: ἀντιθ, δὲσ (πωλῶ). ὑλ]έχεμ καὶ Ὀλ]ϊχεμ-- παθ. ἀγοράζομαι. λίεμ-ι (τ) πληθ. Ὀλ]ίμε-τε ἀγορά, ἴδ, τρέκ-γου. ι-ε Ὀλέρε (τ) ἐπ. ι-ε μβλ]έρε (τ) µε γ]έθε τε Ῥλ]έραΞ μὲ πράσινα φύλλα: ρα τε μΏλ]έρκ-- πράσινα, χλωρά, χωράφια, ῥλ[ερόν] (τ) ϱ. οὐδ, Ξ- μΏλ]ερόν] (τ. Ὀιά1) -- πρασινίζω. ὑλ]έναάσε-α (Αργυρ.) πληθ. Ελ]ένάσα-τε ἴδ. πένσε, πλέναεσ-ι. ὑλ]έτε-α πληθ. Ὀλίέτετε καὶ μλ]ετε-α- µέλισσκ (δ. [ἑλληνικὸν µε- λίττω Ξ βλίττω] - Ώαρ Ὀλ]έτε - µελισσόχορτον. ῥλ)ῖνι (Υ) πληθ. Ἑλ]ϊν]-τε καὶ Ὀλ]ῖ-οι (τ)" κοινῶς φλαμοῦρι. ῥλ[ιρό] ϱ. οὐδ.-- πλημμυρῦ, καὶ βερσό] (Τουρ) θοθόλ-ι (Καθα]α) -- κερί µε γ]ιθε λ]εβόᾶόγε: ἴδ, κεθµίλ-ι' πλ. Ὦο- Ῥόλιατε, λ]όξε-α πληθ. Ἑλ]όζα-τες- χαπνιὰ καὶ τοάγ]ε-α (Σ) καὶ πτύμε-α (Περμετ.) (Ξ: φτύσιμον πληθ. πδτύματε. ὐλ]ούαν] : ϱ. ἐν.Ξ ἀλέθω (τ)- Ὀλ]ούε] () καὶ ἘΏλ]οῦί (συνῃρ.) ῥοβο--βαδαι' ἴδ, ουπουπού] οΏοβο, Ώουβού, ουΏουλαύ. ῥοβορίτσξ-α (Ἐλέαςσ.) πληθ. Ῥοβορρίτσατε' ἔντομακ μαῦρα Ἡ κόκκινα ἐνδιαιτώμενα εἰς τοὺς τοίχους τῶν µαγειρείων ὅταν τὸ χόκκινον ἐπικαθίσῃ εἰς ἄνθρωπον λέγουσιν ὅτι εἴδητιν θὰ λάθη Ἰ συγγενῇ θὰ ἴδῃ. ὑοεέτσ [Ἐλθασ.]-βούκέντρον ()! θουμ Φάτσ-ι (ϱΞ θουμΏι ι Ἰοστενιτ' στρουμπουλάρ-ι (Κρο]α) πληθ. Ώοβέτοκ-τε, µβοέτσχτε, θουμΏά- τσατέε, στρουμβουλάρετε. -- π“μ-'--- π-' πες -- | | ος ή Ά ον μα ον - 9 ἡ Ρ. --μὰος. ῥοζιλ]όκ: ἴδ. Ὀαζιλ]όκ-ου: πληθ, Ὀοζιλ]όκετε, ῥοκερῖ-α:. σκόπελος' πληθ. Ὀοκερῖτε. ῥλ (Σκ.)Ξ μιάφτ -- ἀρκετὸ [ἕλλην. πολ-ύ]. ἠόλε-α (Τυο.) πληθ. Ὀδλατε-- ὄφις ἄνευ ἰοῦ' Ῥόλ]ε-τε πληθ. (Σκ.) ἴδ. μΏόλ]ε- τες χάρδετε--ὄφις ἄνευ ἰοῦ. ῥόλύε-α.- ξ καταστροφή, δυστυχία" µ ου Ὁα Ῥύλίρεξε Γαίίο τιπα ἀιβστα221α. ὑομαίςς τα, ῥολ[ίρε-]α πληθ. Ῥολ]έρετα: ἴδ. ονομα ὑόρε-α (Ἠλθ. Σκ.)ΞΞχιών' ὁ πλ. ἄχρηστος' ἄν᾽ ε Ὀόρεσε-- τὸ βόρειον µέ- ροςΞ ὁ Ιοροᾶς' καὶ ῥάόρε-α (Ἑυωρ. Μαλ]εσία ε (Σκοᾶρεσε) ἀεΏό - ρε-α (τ. Βερατ) Ῥίε Ὀόρεξ: χιονίζει' καὶ τοΏόρε-α (τ. Αρ ϱγυρ.) [1ὸ. ἍἩλλην. Ώορ-ρᾶς |. ὑῥοραζάνε-]α-- καὶ παραζάν -ι Ἐλασ. : μέρος µαχαίρας παρὰ τὴν λα- θήν, ἐπ ηργυρωμένον᾿ χαὶ ἀοραζάνε -]α. ὑορίε- α: πληθ. Ώορίγα-τε (γ)Ξπίτυς, ἐλάτῃη. Βόσν]ε-αξ- ἡ Ἑοσνία. βοσν]άκ -ου (άρσ.) Ὀοσν]όκε- ]α θηλ. πληθ. -ε- τες Ηόσνιος, πα ὑδδτ-ι πληθ. Ὠδῦτα - ἄτοακτος, ἀδράκτι, 2) ἄζων. τὰ -- γη Ξ ν αν - τα ἓ ὑότε-α Ξ- ὁ κόσμος, ἧ ὀξου Ἠ τόκε-ατ- Ίπειρος' 2) ὁ λαός: μιας αε ”. 1 - . βο ως γα Εαι λέγε ωῇ ἱί ἄνῆι Ἔ 19 σε το ονε 2ο -- μ.Ἡ ζχοῦεις ολ) δν 0 Νο σμιος οι ον οὐτεοῖ, μ] α λοῦ, ἡ ἄργιλος,-]έμι πρε] ν]ε Ὀότε (” Υὸς )ΞἹεμι ποε] ν]ε ὀξου-ίπα- λαός" ὃ } ξένος, ἀλλότοιος' εὔτ᾽ ε Ὠότεσες- εἶναι ξένον' 4) εἶδως π΄- κ µ τς ρίθος) (ὃ, ὃξ- ου - τόκε-α Ξ Ἴπειρος, στ ερεά, μα) τ πρά" κεν ι Ὠότεσε-- ξένο σκυλί τόνε ε Ὠότεσ (Ξξένη γυνή). ᾠότε. "(Μαλ]εσίκε Τε εγενίσε ὃε Μι” εαίτκ) -- χερε φορά’ εδὲ ν ν]ε αλ. μα μιιοεν φορᾶν : ν]ε Ὠότε, ὐύ Ῥότε, του Ρότετν]ε Τέρε, ἄν ζερε, τ Ἱέρεζ μίαν φορᾶν, δύο φορᾶς, τρεῖς φορᾶς παὶ: κετε ναό, τὴν φοράνΞ-κετέ χέρε. θότε-]α: πληθ. Ὠότε-τε-- κοινῶς µποτίλικ καὶ Ὠότσε-α, Ὀυτίλ]ε-]α ὑοτσέλ/-ι-- ῥανκ-γου’ Ώοτσέλ]ε-α: πληθ. Ὀυτσέλ]ατε-- βκχρέλλιον μι- προν Ῥολ]ίρε-Ίκ (Τυρ.) πληθ. Ῥολ]ίρετε. ᾠότσε-α (Τυρ.) π πληθ, Ὀότσα« -τε: ιδ. Ρουβούκ]ε -Ἱκ κοιν ῶ ς βαρελι, Ὀραθε-α (βουλγ.)Ξ: κλειδαριά" πληθ. ὑράθατε' ἴδ, ρδ ΛΕΞΙΚΟΝ ΑΛΗΑΝΟΕΛΑΗΝΙΚΟΝ 4 ντ. Ὕναπι, “γε τα. αχ ---α ου ο οὐ. --ᾱ----- - μπιμωκωσι-παµωις..... πας -ᾱ. - ο ο σσ σον ο ωσ- -- ος δράν (Αργυρ.) ἐπιρ.Ξ συρτᾶ. σθρας (Υ) ταθάραζι (τ) ε Ἰόκ]ι Ὀράνξε χόκ]ι σθαχρας. ταάραζι. δρανίσ (ΑρΥ.) ϱ. ἐν.-- τραθῶ τινὰ σύροντας καὶ σθρανίσ καὶ σθαρρίσ (ΠΠερμετ') καὶ τοθαροία. ὁραἸόμ-ι (Σ)]ΞΡεδνίκ-ου. ὀράζε-α -(Ἐλδ. Βειάτ.) πληθ. ὩΏράζατε: ὀράζεμ -ι (Κκθαζ]κ)Ξ-κρότος ἴδ. χρίσµε-α. ῥραξζίμ-ι (ΔιαΏουρίστ.) πλ. Ὀραζίμετε ἴὸ. Όρυμε-α. ὀρέζα- χύπεσ-ι (Γζρού]α) Ξ- αἲ χ]ι λ]οσ [λ]ουν, λ]ότ] πρέζαχύπθι πλ. Ὀοέζα- ζύπεσ-ιτε. ὄρεγα - ἀέτασ-ιξ- ὁ κατοικῶν τὰ παραθαλάσσια" πληθ. ι-τε ὄρεξα- χύπθ νι (Τυρ.) έπιρ. {δ, οπτι-κάλ]ας, ὑρέθ (Υ. τ.) Ὀρεδόν| (Περμ,) ο. οὐδ. ἆορ. Ὠρόδα, µετοχ. Ὀρέδε καὶ Ὀρέ- δουνεΈ- τρέχω, χοροπηδῶ, ὡς ὅλα τὰ ζῶα ὅταν παίζουν δχέρρατε Ώριθνινε’ καλ]ιν, κάου Ὀρεθ. Ἶ . µ / {ή νι ὐρέὺ ϱ. οὐδ, τρεχω γρήγορα) ὈρίθΞ- τρέξε γρήγορα. ὑρέδεκ- ου ὈΏρέθ- δι: πληθ. Ὀρέδατεξ ἐλάτη ι-ε- Ὀρέθτε- ἐλάτινος. ὀρξῖ; (Υ) ϱ. ἐν ἀόρ. Ὀρεῖτα µετοχ. Ὀρεϊτουνε κοιν. ροκανίζω, -κριτσα- λίζω" κ]ένι Ὠρξν εὔτενκ-- ὁ σκύλος ροκανίζει κόκκκλα" Ὀρξχεμ. (Υ. τ.) παθ. ροκανίζοµαι’ 2) συνερίζοµαι γρινιάζω' ἴδ. [ἑλλ. βι- θρώ -σκω᾽ βρῶσις Ἱ. νὰ αμ 3 νὰ .α-.... νε νε , Ὀρέκ-ου πληθ. Ὀρεγετε καὶ Ὀρίγετε' βράχος Ὠρέγου έδτε µε ι βό- ΥΕλΙε σε χόάρα" Ὀρέγου ιν λιούμιτς ἡ ὄχθη τοῦ ποταμοῦ, Ὀρέγου ι ἀξετιτ. Ξ τὸ παραθαλάσσιον. Ὀρέκετε (πληθ. µόνον ]- τὰ ἐσώθρακα" καί τε λ]ίντα-τε (Σ) τε πα ἄνα-τε (Σ. Κρού]α) [σεπσε Ὀρέκετε Ὀάχενε πα ἄνε και: τε μρά- θουρατε (τ). (ι ε) θρενγόσουρε (1]ερμετ.) -- τεταλαιπωρηµένος αὐ κε κά χιεκ]ουρε ὄουμε κ]ε κκ βούχμουρε δούµε ι μουνάούκρε τέπερε. ὀρένιία (τ) μὈρένάα (Υ})Ξ ἑντός, ἔνδον: ε βοῦρα Ὀρέναα-- τὺν ἔόαλα ς την φυλακή" (τὸν ἔθαλκ µεσκ) ἀντιθ. Ἰ]άδ-τε' περμΏρένὰ«α (Υ), Ὀρένάαζι (τ), Ὀρένάκζε (τ), Ώρένταζετ (τ)-- ἔσωθεν, ἀπὺ µέσα" ἀντιθ. ]αδτεμ.. αμ γι βρενάεβέκε-τε (Σκ.) (τουρκ. τσιντιάν), ἀιμίτε- τε (Τυρ.) (ἐκ τοῦ πανίου δίµιτο). (1-ε) ὀρένααξµ-ι-με-]αξ-έπιθ. ἐπωτερικός-ή καὶ ι-ε Ὡρένεσμ.-ι-με-]α” Ὀρέναεσιμ-ι (Υ):με-]α' Ἠρένάεσ-: (τ) (πληθ. Ὀρένάεσιτε: Ώρέν- ἄεσε-]α πληθ. Ώρενάετε-τε. Ὀρέσε-α (ἆργ.) κιχόριον, πικραλὶς κοινῶς ραδῖκι, -ἴδ, κόρε-]ο.. Ὀρέσ-δι πληθ. Ὡρέζατε-- ἡ ζώνη: 9) γενεὰ Ξ (50 ἔτι). Ώρξσ- ξι (Υ) καὶ ὅοκε (Ίακοδα) ἂν Ὀρέζα ν]έρεζιὸ -- δύο γενεαὶ ἀνθοώ- πων' [ᾶν φάκ]ε ν]ερεζισ] Ώρεσ πας Ὀρές ιξεἰς γενεὰς γενεῶν--κληρυ- νομικῶς Ώρεσ μοῦριξ τὶ ζωνάρι τοῦ τοίχου (διάζωμα) Ώρεσ-Ώρεκ- ου αίτ. ὈρεσΏρέκενε πληθ. Όρεσ - Ὀρέκε-τε τὸ βρακοζώνιον (τουρχ. ουδ- κούρ). ὀρέδεν-ι (Υ) Ὀρέδερ-ι (τ)ζχάλαζα" Ρίε ὈρέδενΞς πίπτει χάλαζα. ἠρέὄκε-α πληθ. Ώρέδκα-τεςἡ χελώνη" Ὀρέδκε οὐ]εζε-- χελώνη τοῦ νεροῦ, ὑρέσκεξε-α πληθ. Ὀρέδκεζατε-- ἡ ψώρα τῶν σύκων, 9) Ὡρεσκεζατε ε ν]ερίουτ (οἱ πρησµέενοι ἆ λένε τοῦ λαιμοῦ κοινῶς χελῶνες' (χοιραδικὸς ἄνθρωπος). Ὀρετεκόσε-α.. πληθ. Ὡρετεκόσατε καὶ Ὡρετκόσε-α καὶ Ἡρετκότσε- (Σκ. Ἑυρ Ἐρου]α, Καθ.) - βάτραχος καὶ ὩὈρετέκ] (ροράαπ). ὑρέχεμ καὶ Ὡρίχεμ. παθ. τοῦ Ὀρέι] ρ.Ξ {άεμ., γρίναεμ - Βρέχεμ.Ξ-κατα- τρώγοµαι, Υγρινιάζω. ὐρᾳῖ- νι (Υ) πληθ. Ὀρϊ -τε καὶ Ὀρῖν] -τε Ὀρῖ -ρι καὶ Ὡρίου (τ)- κε καὶ Ὡριένε-α (Σ) πληθ. Ὀρ.ένκ-τε (Σ]. φράς ις ι. βούνα Ὡρίτε--τ τη κ.α ε ξηπάτησα, τὺν ἐκεράτωσα. -παροιμ. ι µάρρι α᾿ κα Ώρῖ-- ὁ ἀνόητος Ἶ Ἶ µ ὰ δὲν ἔχει κέρ τα (διὰ νὰ γνωρισθῇ ὡς τὰ λοιπὰ ζῷκ)' Βριμάθ -δι (γ. τ.) πληθ, Ὀοιμεδέν] τε θηλ. - δε- α' πληθ. -δα-τε' ὁ 0 ἔχων με- γάλα κέρατο. -ἡ ἔχουσα μεγάλα κέρατα. μοὸ. 1] ΜΑ αι αμ, δα ὀρίμε-α (Ἔλδ.) ἴδ. βρίµε-α Ώίρε-α βερ-α. ὑρίμε-α (Σκ.) κραυγή, τε Ώεοτίτουνε ἴδ. Ὀρίτμε -α. . - ι ι Ἶ γ. , Γ. - / 8 νι δριμόι] (Τυρ. Ἐλθ.) Ὀιρό] (τ) βοιμό] (Βεράτ.) ἅ ἵδ. ὀρίν]ε-α πληθ. Ώρίν]ε - τε’ πλευρά. δρίσΗ -ου (Υ) [Σλαυϊκ, λέξις] [ὸ. θίκε-α -- κοινῶς σουγιᾶς' πληθ. Ὀρίσ- κ]ε -τέ. ια ο να. ὀρισκ-ουΞ-ξυράφιον πληθ. Ἠρίσκίε-τε Ώοισχ -ρόνίεσ-ι (ἛἘλδ.} πληθ ρ Φ |] ] έ ἕ ἀν 1 . Ὀρισκ]ε -ρρον]εσ, Ώρισκ ρροῦδ-ι (Ἐρου]α), Ώρισκ ρροῦζε (Σ) πληθ. Ὀρισχ]ε - τε τὰ ξυράφι; (δι ὤν ξυοίζονται). ὑρίμε-α : (Ῥιιᾶϊ - Ἐλδ.) τ- κραυγή (ὁπληθ. Ὡρίτμα-τε ἄχρηστος) Ὀρί- τμι πάρε (Γυρ. Κρού]κ)-- Σεπτέμδοιως' καὶ Ὀρύλι-ι πάρε (ϱοσάαπ)- Τ)6ριος μην Ὀρίτμι ἆὖτε (Τύρ. Κρου]α)--᾿Οκτώθριος - Ὀρίτμι τρετε (Τωο. Κο.)Ξ Νοέμδριος Ὀριμούρ-ι (Τυρ.) Νοέμδριος Ὀρ.μούερ κχὶ Ὀοι- μούρ (Υ)ΞΞ Νοέμόριος [ἴσως ἐκ τοῦ Ὀούµες πάχνη]. ὑρύμσ-ι (Ἐλόθ ) ἐπιθ. κάλ] ΏὩρύμσξἵππος καστκνόχρους. Προύλ] τι Ὦ Ώερούλ]-ι { λργυρ.)Ξ ὁ ἀγκών' πληθ. Ώρούλ]ατε 3 Ὀερού- λ]ατε ἴδ. Ὡερρούλ]-ι, Ὀερροῦ-ρι, ὑρούμε-ι καὶ οὐδ. Ώρούμετε (ὁ πλιθ. ἄχρηστος) - ζύμη, προζύµη: ι-ε Ὀρούμτε-- ἔνζυμος. ὑρούμθουλι -ι (τ)Ξ κάνθαρος πληθ, Ὡρούμβου] -τε, ὑρουμθουλ/ίμε- α (ΑΡΥ.) πληθ. ΏρουμΏουλίματε'Ξβροντή: καὶ Ώουμ.- Ῥουλίμε-α καὶ Ῥουβουλίμε-α πλ.-α-τε (ἹἹερμετ.). ῥουμθουλί (Αργ.) ϱ. ἄπρασ.Ξ βροντᾶᾷ’ καὶ Ώουμβουλίν (Υ). ὑρούστουλε-ι: εἶδος γλυκίσµατος, ρούτσ-ι (Αργ.) ἴδ. Ὀερρούτσε-α. ὑρῦμε-αξ- πάχνη (πληθ. ἄχοηστος). ὑρῦκ-α (Βεράτ)-- ![, κοιλόν (εἶδος μέτρων ). ὑρδφ-(Σκ. Περμέτ.) ἐπιρ. δεικτικὸν σημ. ταχύτητα πράξεως Ὀρῶφ : Ί ψ ! ο : 1. πα μΏε καμ.θε-- ἆμέσως εἰς τὸ ποδάοι (ὅρθιοι).- Ὀανι Ὀρῦφ ε ου τσοὺυε Ἱ. 8 νι . Π 8 - με καμ.Ώε-- ἅμεσως ἐσηκώθη εἰς τὸ ποδάρι. -τσόχου ε Ώρόφ µε καμΏεζσηκου ἆμέσως εἰς τὸ ποδάρι Ῥκοᾶρα): νε κ]όφὃ ἀιάλ] Ὀρόφ µε καμθε, νὰε κ]όφδ πλ]κκ ίκου ρρεδιάνε ε µος ε λ]εν βα- λενε πα ἀᾖσᾶνε. Ὀροχορί-α (Περμέτ.) ἀλλαλαγμὸς πληθ. Ὀροζορίτε, ὑροχορίν) (1]ερμέτ.) ἀλλκλάζω: γελῶ, χορεύω ἐκ χαρᾶς. Ρυψάρ ι πληθ. Ώυθαάρε-τε: κὺ κε ἆο Ὀύθε- πυγιστῆς, ἄρσενοκοιτης - κοινῶς κουλουμπαρᾶς' ἐνῷ Ὠυθάσ-ι ὁ συρόµενος μὲ τὸν κῶλον' Ῥυ- θάσε-]κ (8). ἠυδαράκ -ου" τὸ θηλ. Ὀυθαράκε-]ακ {ὁ ἔγχων μεγάλους κχώλους]. ζ τ 3 μὴ { ᾿ ἡ η ελ .. α ῥυῦε-α [ἑλλην. θυθὺς] τὺ κάτω µέρος, ὁ πάτος Ὁ) ὁ κῶλος, ἴὸ, ; βυθὺς μέρος, -- ϱῦ «-- φούντ- 1, Ὀμθ᾽ ε κορίτεσε- ὁ πάτος τοῦ ληνοῦ Ἠωθ’ ε ἀροῦνιτ- ἡ ρίζα τοῦ ξυλον" νι κινᾶ Ὀύθε ουλίν] Ξ ἐκχτὸν ρίζας ἐλαῖς' ἴδ. οραζε-α ροἳ ναε Ῥύθεζ-κάθημκι χατὸὰ γῆς [1ὃ, ἑλλην, Βυθός ]: Ὠύθε -ορουµ.- Ῥουλάκ-ου, ---πληθ. Ὄνθε ορουμΏουλάκετε. ῥυλ]μὲτ (ϱ) δ. Ρουλμέτ-ι (πληθ. ἄχρηστος). Ῥυκ-ου (Σκ. Ἐλβ. Υγ) ὄχυρον, κοινῶς ἄχνη (ὄνομ. πεοιληπτικὸν) καστ ε γρούνιτ, ε ἔλβιτ, ε τε)δάνεσε, ε τέπεσε ε ορίζιτ' σι τε δι- Ζετε νᾶε λ]αμετ ε τε τουπεζόχετε ιθόνε Ῥυκ-ου, πο χουρ αδτε π ἑ - π σῖμ. νᾶε λ]λμετ επκ τσοπεζούεµ. ιθόνε χαῦτε-α. σι κατ ε μάπεριτ νᾷο ε γρούνιτ, νᾷο ε έλριτ, κ]ε αὅτε πα θνεμ. ε πα ερομούεμ. ῥούαλ-ι (τ) πλ. Ῥούχ]-τε κοινῶς βουθάλι καὶ Ώοῦλ ι(Υ) καὶ Βούελ-ι πληθ. Ὠούε]τε κχὶ Ώού]- τε συνηῃρ (Υ). ῥουαλίσε-α (τ) πληθ. Ώουκλίτσα -τε καὶ Ὠουλίτσε-α (Υ) πληθ. α-τε καὶ Ῥολίτσξ-α (Σ) πληθ. Ώολίτσα- τε ἡ βουθάλα.-ἡ βούβαλος223 βομάτσατε έχενε Ὦ ἔθενε (Βερατ.) [ἐπὶ συνουσιασμοῦ]. Βουάνε-α:. ποταμὸς τῆς Σκόδρας καὶ Βούνε-α (Ῥορ4απ), ῥούβασ- ῥουβάσαε: (πληθ. μον.) ἴδ. οοξ-|κ. (ἔλμινθες, λεθίθικ). ῥούφε-α.. ζωήφιον κοινῶς μαμοῦδι: πληθ. Βούβακ-τε (18, βόθε-α) τε ζάνγρι Ῥούθα (παιδικὴ φράσις). ῥουθίσ-ίτ-ίτ. (Ἓλθασ.)Ξ-μορρίσ - τεμ..Ξ- ξεφειριάζω. ῥουβού : ἴδ ουΏουΏού. ῥουθούκ]ε-τα (τ) πληθ. Ώουβούκ]ε-τε, Ώουοβούκ]ετε (Υ)Ξκάλυξ' Ῥουρ- Ῥούκ]ε-]α (Υ) καὶ Ὠότοκ -τε' Ῥουβουρέχε-]α: πληθ. Ῥουβουρέχε - τε [Σλανϊκ. τὰ νεφρά] ἵδ. βεδε]ε-]α (Περμέτ.) πληθ. βέδε]ε-τε νεφρόν, ἴδ. ἐδκε-κ (Σ) Βουβουρέτοε-κ καὶ Βουβουρίτσ-κεέ-α: πληθ. Ῥουβουρίτα -κα-τε ν]ε φάρε µίζεζετ κ]ι θόνε σε Ὠᾶν πλ]ετα. ὑουβουρίσ (Ἓλθασ,) ϱ. --ῥαλ]ὺν γ]έλα νγα ἀάλ]ε. Ρουθουρίσ (ἐλ6.) ϱ. ἐν.- ἀαμακχούὸ -- περνᾷάϊ πλ]άτὄκκτε μι) ατ᾿ ἄνε ι μΏε κετ᾽ άνε, ῥουβουζινκε- α (Υ) καὶ Ῥουβουζελ]ε-α (1 ερατ.) εἶδος ἐντόμου: ἴδ. ζυξινκε-α., (δ. θούσε-α” πληθ. Βουβουξίνκατε- Ῥουβουζέλ]ατε. θουθουλί} (Υ) Ὠουβουλό] (Σ)-- ὈουμΏουλίτ (τ) Ώρουμβουλιτ (τ) ῥροντῶ, βουφουλίμε- α (γ) Ὀουμβουλίμε-α, Ώουβουλίνε-α πληθ. α-τες- βροντή, ποτ τσ πι πω νο ὰ, 9 Ἑτττσπαπι----------πππ----τππ---ε---"Ἠμράνε πι πρι πε - ρα ' ") | τ) | Ἱ 4 | κ) υ | ούξε-α πληθ. Βούζε-τε--τὸ χεῖλος [παραθ. Ἑλλ. βυζίον] 9) χεῖλος, ὄχθη, Ῥους ε λ]ούμιτ, ε λ]ικένιτ, ε ἀέτιτ: ι Ῥα] Βούζετε-- κάμνω μουφχσμὸν μὲ τὰ χείλη ὅταν δὲν μὲ ἀρέσῃ τι. - ἴκ περ Ῥούζε-- τρὠγω χωρὶς ὄρεξιν, κινῶ µόνον τὰ χείλη, χωρὶς νὰ μασῶ τίπο-ε΄ περᾶᾷρεθ Ρούζετε: -- ἐπὶ δυσαρεσκείας. -β8ρ Ῥούζετε -- δυσαρεστοῦµαι. -μΡουὸ περβούζε ἐπιρ.Ξ γεμίζω µέχοι χειλέων' σι κ]εῦ Ῥούζα ατύ ν]ερίου- δὲν γελᾷ τὸ χεῖλος του ποτέ. ῥούξε-θουβούκ]ε-α πληθ. Βουζε-ΡΒουβούκ]ετε-- α]ό κ]ε ιν κά Ῥούζετε τε βόγλ]α σι Ώουβούχ]ε. Ρούξε -γὰσ- ζιζ:φιλομειδής, χκροποιός' καὶ Ῥούζε -κ]έδουνε-ι-α. δούζε-πλ]ασε-ι-α καὶ πλάσουρα αὐ α α]ύ κ]ε κᾶ Ῥούζετε τε πλιά- σουρα, κε σ᾿ κε χούροε. ῥουζούκ-ου; εἶδος ὀργάνου τὸ Ῥουζοῦκι, [ Λου] ] ϱ. οὐδ. --κατοικῶ.- Ῥοῦ] (Υ) ο. κοιμῶμαι παρά τινι (εἰς ζένον μ". ἴ αν ἑ οἶκον Φίλου Ἄ συγγενοῦς) 9) κό] νάτενε' ἴδ. φλ]ξ-- καθεύδω, χοι- μῶμιαι' ἄὁρ. Ῥού]τα µετοχ. Βού]τουνε, δουίό (Τυρ.) ϱ. οὐδ. τριτοπρ.Ξτε Βουβουρίσουρες χουρ ὄκέλ] νάον]έ ν]ερί µΡε τόκε τε λ]άγετε Ὀδν Ῥιζζζ, ῥου]άρ ι (ἨἘλό.) -- πλούσιος, εὐγενής, εὐπατρίδης θηλ. Ρου]άρε- ]α καὶ Βου] χρέσε- α’ τὸ ἐπιρ. Ρου]αρίδτ-- εὐγανῶς, Ρου]άδκε-α: πληθ. Ῥου]άσχατε (Υ), Ῥου]άδγε-α (βερατ.) πληθ. «-τε κοινῶς τὸ πελεχκοῦδι. Ρουλ]άσγε-κ (αΠερμετ.), ἀδκε-α (5) πληθ. ἄδκατε, ἀθχκελ]ε-α πληθ. ἄδκελ]ατε (Τωρ.). ῥού]μ-ου: ἴὃδ, Ὠούλχκ-ου πληθ. Ῥού]κ]-τε. ῥου]κ]εσί-α:. ἴδ. Ῥουλκ]εσί-α' ὁ πληθ. λείπει, βου]κ/εσίότ -- Ῥουλκ]εσίοτ. θούκβ-α. πληθ. Ὠούκε-τε --ἄρτος, ψωμὶ (λλην. ουκιὰ) [οογααϊ -- σῖτος τουρχ.; Ὠόκ' ε γρύν]ε- ψωμὶ σιταρένιο, Βοῦκ᾽ ε ἐλ]πτεζ ψωμὶ κριθαρένιο Ρούκε-βαλ]ε-α-- Ώουκ) ε πιέκεµε (πρε]μίσερι) ζἴμε µε ού]ε βάλ]ε' πληθ. Ῥουχε-βάλ]ε-τε-Βουκ’ ε ἀυλάέῖσεμε (Καθ.) 13 Βούνε φικ]ε-]α (Τυρ.) - Βούκε πρε] φικ]ό -ε θάτε πληθ. Ὀουκεφίκ]ετε. ῥουκχε-πιέκεσ-ιξ- ὁ Ψήνων ἄρτον, ὁ ἀρτοποιός' πληθ. Ώουκε-πιέχεσ-ιτε. θουκε-οκάλ]ε-ι (Τνρ.) θηλ. λε-α-- αὐ κ]ε δκέλ] Ώούχενε, Ξ ἀχάριστος, 3 ο σγγνγωμώΥ, νο] Ἱ ῥούκλ])εζε-α (Υ) πληθ. Ῥούκλ]εζα- τε νούσε]κ ελ]άλ]εσε (κατ εὖφη- μισμὸν) καὶ Ῥίότ-φούρκα-βούκουρε-κ (Τυο.) πληθ. α-τε, ῥούκουρ: ἐπιρ.Ξ- ὡραίως, καλῶς, Ώουκουρ Βνρε "φόρτε μίρε, Ῥούκουο τόελ]ε (Ρ1181) -φορτ τδέλ]ε-- πολὺ ἀνοικτά: ε Βούκουρ ε ἂξουτ -- ῥούκλ)ε-α (Ἐκ. Κρού]ο)Ξξ- ἡ νυφίτσα, Ῥουλ]τότα Ξ νύμφη βουλγαριστί], ἡ ὡραία τῆς γῆς, δηλ. ἡ θεὰ τῆς ὡραιότητος, 9) εἶδος ὄφεως μὲ αἴτοινα στίγματα" ι-ε-βουχουρ-ι-α Ξ- ὡρατος-ὡραία” ἀντθ. ι-ε δεμτού- αρε. ῥουκουρέξε-α (βερατ.) πληθ. Βουκουρέζα -τε [Ώουκουρ-ρεζε-]α -- ἀκτὶς] ἴδ. ἀσιασιλ]όν]ε-ο.. ῥουκουρῖ-α: πληθ, Βουκουοῖτε -- ἡ ὡραιότης, εὐμορφιά, Ρουκουρόν/ (Ῥοσάαπ) ϱ, ἐν. ὡραϊζω, καλλωπίζω: καὶ σΏουκουρόν] (Υ) σΏουκουρόζεμ, (παθ.) ἀντιθ. δεμτό] -- ἀσγημίζω. Ρουλάρ -ι: εἶδος ὄφεως τυφλοῦ πληθ. Βουλάρετε, ουλέάρε-α: πληθ. Ῥουλέάρατε' (Ἔλθασ,) --εἶδος παρασίτου ὅπερ ὡς μανιτάριον προσφύεται εἰς τοὺς κορμοὺς τῶν δένδρων καὶ ἐκ του ὁποίου κάμνουσι τὴν ἴσκαν. βούλε-α:. σφραγὶς πληθ. Ρούλ]α-τε (ἴὸ, βούλ]ε-α). ῥουλ]άδγε-α ἴδ. ο ααα ῥούλ]εζε- παπακόνι οανίς, ψεκάς' καὶ πίχε α πληθ, πίκατε' νε Ὠού- λ]εζε ουἱε--μία στάλα νἐρό: Ὀουλίτσε α (Υ) πληθ. Βουλίτσα τε ἴδ. Ῥουαλίτσε-α. δούλκ-ου καὶ Βού]χ-ου (τ)Ξγεωργὸς πληθ. Εού]κετε. ὐουλκεσί-α καὶ Ώου]κεσί-α -- ἡ γεωργία. Ξ πλ. λείπει. ῥουλκεσίστ -- γεωργικῶς, 4 οὐς, βούτυρον, κ. τ. λ. Ρουλμέτ-ι (Υ) καὶ (Σ). ὁ πληθ. ἄχρηστος. Ὀουλμούα] (τ)-- ζωμόνω μὲ βούτυρον, Δουλούνγε-α (1) πληθ. Πουλούνγα-τε καὶ μβουλούνγε-α (Σ. Κρο]α) καὶ ἀσούνγε-α (Βερατ.) πληθ. ἀσούνγα-τε, μελερὶ (Περμέτ.) πληθ. μελεν]- τεξ ὁ βούτσουνας, ὁ ολη ᾠουλτοῖ: πληθ. Βουλτοϊν] -τε: τὸ τοῖ -ρι (σ)- να φαμε Ῥουλ]τσίτ γουλα μὲ νερό. ῥουλ]μέτ ι (τ) πληθ. Βουλ]μέτετε-- τὰ ἐχ τοῦ γάλακτος ἐξογόμενα τυ- ι κὺν τῶν παρειῶν καὶ Ῥουλ- Ὁ ". έσ τε µε των πληρώσει τὰ µά- ῇ -- 56 -- | ῥουμβάλε-α: πληθ. Ὀουμβάλα -τε: εἶδος ἐντόμου' ὁ κυνηγός. | ῥουμθουλίμε-α (ΑΥ.) πληθ. Ώουμβουλίματες- βροντή΄ καὶ Ώρουμβου- | λίμε-α. Ρουμθουλό/ (Υ)., Ὀρουμβομλόῇ (Αργυρ.)Ξβροντῶ' συνηθως τριτοπροσ.Ξ Ὡρουμβουλίτ. ὸ δουμθουλούερ-ορι (Υ) καὶ Ώουμβουλούρ -ορι (Υ) συνηρ. ὁ ᾿Ὀκτώδριος μὴν (ὅτε συχνὰ βροντᾷ). ἱ ῥουνάρ -ι (Έωρ. Ώνβρα πληθ. Ῥουνάοετε: ατ]έ χου Ῥονόν οὔ]ετε τὺ κε- φαλάρι τοῦ νεροῦ" ἴδ. Ώουνό] - βρύω. ἠουνάτσε-α (λεξ. Ἰταλικη) Ξ γαλήνη, Ἴρεμια.. Ῥούνγε α πληθ. Ώούνγατεξ τὸ πουρνάρι’ κόχ]εθετ Ὠούνγεσε ου θόνε λ]έν Ξβάλανος, (Τοσκ.) λ]εναε. ῥουνίμ-ι: πληθ. Ὠουνίμετε (Υ) καὶ Ὀουρίμ-ι (τ) πληθ. Ὀουρίμετε καὶ -- Ὀρι]έμ-ι (Σ) πληθ. Ώριίμετε καὶ βρονϊν-ι πληθ.-ετε καὶ θρελε-α (Σ) καὶ Ὀουνάρ-ι (Τυραν.) κκὶ ἄμουλε-ι (Τρ. Ἓλθασ.)-- πηγη. ῥουνό/: (Καθ.) ϱ. οὐδ.Ξβρύω, πηγάζω' καὶ ουρά] (τ) καὶ βρι]ό] οι -- κορν ως ρε ας ᾖεµκαπκκκκυπκασφκαπακακαηκ.--ᾱ-ᾱ- α----ᾱ- -- --- . ο - | (Σκ.) καὶ βιλ]ιού]. ἷ ῥούρρε-ι πληθ. Εούρρατες- ἄν ἡρ᾽ 9) γενναῖος, ἀνδρεῖος Ώουορ | δξουτ- | ὁ ἥρως τῆς γῆς' γ]ύσμε Ὀούρρις Ώουρρ θύεµ.-- µεσόκοπος ἀνηρ (40 | ἑτῶν ἡλικίας). ῥουρρενί-α (Ῥοσά4 απ) η ἀνδρικὴ ἡλικία, µ ὁ ο δν μα. ισα Ἶ | Ῥουρράκ-ου (γ)Ξ-μικρόσωμ.ος ἀνήρ, ἀνδράριον" πληθ. Ώουρραχετε" κοιν | Ὀουρράτσ-ι, Ώουρρέτσ-ι (Περμέτ), Ὀουρρατσάκ -ου (Υ) πληθ. Ώουρ ᾗ ῥάταάκε-τε. ῥουρθούκ]ε- Ία (Υ): ἴδ, Ῥουβούκ]ε-]α.-πληθ.-ε-τβΒ. | α Γι β ἀ 4 ν. αοτοινυ τινά (νηστεύοντα]' Αλ” ΏουρΏου- (πο Ἡ ῥουρῦουλ/έσ-έτ, έτ. » Μη | λέτ (τ) καὶ περμὈελ]έσ-έτ-έτ (Ἐλθ. ) Ὀουρβουλ]έτεμ (Κ:6. τ.) περμβελ]έτεμ. (ἼἨλ6.})Ξ ἀρταίνοριαε. - ἴδ. καὶ πευμελ]εσ-έτ-ετ. ὑουρουλάκ-ου πληθ. Βουρθουλάκετεςήἡ ἀντράκλα (Τουρκ. σεμιζόν). ῥουρᾶδίκ -ου πληθ. ἄχρηστος ἴδ, Ώεράδικ-ου, τδιπιρόκ-ου. Ῥουρρερί-α κκὶ Ῥούρρενί-α: ὄνομ. περιληπτικὸν Ξ οἱ ἄνδρες καὶ ἡ ἆν- δρικη ἡλικία, Ῥουρρερίὸτ: ἐπιρ. ἀνδοικῶς, ἀνδοείως, καὶ ἈΧκτὰ τὸν τρόπον τῶν ἄν- ὁρῶν' καὶ Ώουρρενίότ (Υ). ο μι --ε ῥουρίμ-ι ἴδ. Ὀουνίμ-ι πληθ. Βουείμετε. ῥουρίλ]ε-/α: πληθ. Ῥουρίλ]ε-τε-- τὸ βαρέλι. .. Ἀ / ιο ας. . - ψ θα. δω λ.ς ι βουρκ - γουξ-τὺ δεσμωτήηριον’ κατούα -οἳ (Βεράτ.) τὸ κατώγειον, καὶ : β νο υ ι 3 αἱ ..᾿ πατόσ-ι (ΤΠερμετ.) τὸ, [ἕλληνιχον πύργος, Αραβ. Εουράσ]. Ρουργατούερ-ι (Ῥοιιά1) -- τὸ χαθαρτήοιον πῶο, ον ι-ᾱ ῷ 1 μ ο -- “ ῥούρκθ-ι (Υ)-- γρύλος. ῥούρσε (Ὕδρα) [ἰταλ. Ώουβα] [τουρκ. ἀδεπ ]--ἡ τσέπη. ' ΄ - ] Μο β ῥουρουλούκ-ου (Βεραρ.) ἴὸ. νάπε-α.. ῥούρμε-α: φίκου κουο ἄδτε πιξχουνε φοοτ νᾶε ἀροῦτ πα κεπούτουνε, α εή- Ἶ ' ζ ” αὔτε ροέκουνε ι θόνε Ῥούρμε. ῥουρτὸ - σι: ἐξόγκωμκ τοίχου Ἄ βουνοῦ, (εἶναι μᾶλλον λέξις Τουσκικη ἡ ᾿Αραθική). ῥουδ-ι (Υ) [παρκθαλ. ἕλλην. πύξος]: τὸ πυξάρι καὶ πίκσ-ου (Περ- µέτ ) (τουυκιστὶ τδιμσίρ) (ι-ε) ΠΏούδτε ἐπιθ. ---λ]ούγ ε Ώούδτε- ἔ ὴ 4" Μ χουλιαρι ὅπο πυζαορι. .. τν κ 1 ] .. ὁ 5 ῥουδορόν/ε-αξ- εἶδος ὄφεως: πληθ. Ὠουδορόν]κ-τε. 3 αφ. . ρν Α . δι ῥουσλ/ίκε-]α-- κόκ]ετ᾽ ε βίδιτ' πληθ. Ώουδλ]ίκε -τε. ῥουδκλ/ίκε-]α. πληθ. Βουσκλ]ίκετε (Κ1θ.)Ξ πομφόλυξ, ἡ φουσκαλίς. Ῥουδτά]ε-α (Υ) πληθ. Ώουδτά]α-τε' Ώουδτά]κ Ὠάθες, Ώουστά]κ φκ- σούλεα. (ὁ λοθὸς) κοινῶς τὸ θηκάοι τοῦ κουκκιοῦ, φασουλιοῦ, κχὶ τ. ἄ. βουτ-ι καὶ ῥούτε-Ία πληθ. Ώούτετε τὺ βαενάκι͵ ΄ ε ὕουτε: ἐπιρ.Ξ ἁπαλῶς, μαλακῶς ἀντιθ. : θάτε. [ούτε] -- ὁ κόνικλος, κοινῶς κουνέλν, (ι-ε)- θούτε ἐπιθ --μκλακὺς ἴδε ϱ. σΏουα, ῥουδουρᾶίσ (τ) ρ. ἐνεργ.ΞΞγεμίζω τὸ στόµικ μὲ νερό, καὶ ποτίζω, τὸν ἁππνόν, τὰ ροῦχα. - Βοι δουοᾶισε (ουῥάνε, τσόχενε κ.τ.λ. ῥουτεσίνε- α (Υ)Ξνότιος Χκιρός, ἄντι). ι-ε-θάτε-, ι ἐγρξ. αχὶ Ῥου- τεσίρε-α (τ) πληθ. Ώουτεσίρατε (τ) κκὶ Ώουτεσίνατε (Υ). ῥουτί-νι ἴδ. Ώόλ]ε-α πληθ. Βουτίν] -τε. ῥουτούκ-ουΞ πληθ. Βουτούκε- τε χρονιάοικος τράγος [ποτούχ τουρ- -- ἃ ῥ η - ᾿ τς μα ἁιατὶ σημ. τὰ μικρὰ τῆς χαμ.ηλου]. ῥουτσέλ]ε-α: πληθ, Ώουτσέλ]κ - τε τὸ ῥχρελάκι τοῦ νεροῦ. θούφε- αξ- εἶδος πτηνοῦ' ὁ μποῦφος. ῥούδτρε-α: πληθ. Εούδτρα-τε [Σλαυϊκὰ Ῥούδραξἡ σκύλα]. Δούτδς-α (Ένραν.) πληθ. Βούτσα -τε--ἡ σκύλα" καὶ γόρε-]α (Τυραν.) [βουλγαριστὶ Ώαάουτὸςκ - ὑλακτῶ, γαυγίζω], πλ»θ. γόρετε ἴδ, καὶ γόρε- ]ά καὶ κ]ενεζε-α. ῥουτούγ-ου; πληθ. Ῥουτούκε-τε-- ὁ χρονιάρικος τράγος, καὶ φτου]ά- κετε-τὸ θηλ. φτου]άκε-]α πληθ. φτου]άκετε ἡᾗ Ὑρονιάοικη γίδα στα Ί. φτου]όκε:] νε Ὅτου]σκετε Ἡ χρονιάρικη γ καὶ φτού]εζε-α: τὸ ὑποκοριστικόν. [ γαβίτο-ι (Σ) 5 πατητήριον τῶν σταφυλῶν ληνός' -γαθίτὃ᾽ ι΄ ρρούδιτ ππν ὑπ η, β κα .ν ! δι 1 ια . ον αφ μον (3) κοριτ ε ρρούδιτ (Ἠλό. ) καὶ τίνε-α (Υ) καὶ τίρε-α (τ]. γαῦε-α πληθ. γάβατε (Υ)ξαἰσχρολογία. -ϕφλ]ασ γάβαΞ αἰσχρολογῶ. γαθίμ-ι (Σ) λάθος" πληθ. γαβίμε -τε ῖδ. λ]α]θί-α. )αβό]ξ(ρ. οὐδ,)Ξ:λανθάνω (ὰ, λ]α]θις. )αδόν]ε-α ("Δνω Ὑπαθία) πληθ. γαλόν]α-τε-- ὄγαΏόν]ε-α" (Κάτω- Ὑπαθίοι) ἴδ. δκ]υπόν]ε-α. "8 ; ξ-α-ι τν) πα, [δι έ μ---- τν ο | | γάᾷι-- (Ἑ)Ξ γατί. Ξ ἐπίρ. ἔτοιμον. γαάσί-α (5) (ΠΠερμετ-Βερατ)-- ἀστεῖσμὸς (Τουρκιστὶ δαχκά) πληθ. γας- σι -τε. ..ρ ” .άβ . Ἀ γαασίτ (τ) ϱ. οὐδ. γαβδίτεμ (τ) -- χαριεντίζοµαι, ἀστείζομα. καὶ γα- σιτεμ. (τ). γαζιμένᾶ -ι (Ὀιιά1) -- ἀγαλλίασις πληθ. γαζιμένάετε ἴδ. γεζίµ-ι και υαἴεμένᾶ-ι (Ώροά -- ακζελίμ, - νὴ ἵι- ὶ νιοζ γαζεμενά-ι (Ῥοράαπ),Ξγαζελίµ.-ι (1δ, γευιμ-ι) καὶ νγαζε- λίρτι (Υ). 5 ᾿ ᾿ α ὸυ η β. : δα α ι] 5 α γαζετό; (Υ) καὶ νγαζελ]ό] ἴδ, γεζό], γαζελ]όχευ. καὶ νγαζελ]όχεμ. ἴδ. γεζόχεμ. γαζίσ-ιτ-ιτ (Γ{6ρα) ϱ ἐνερ.Ξπειράζω ἠβικῶς, ἴδ. τεντό] (Σ) τὸ ποθ. γαζίτεμ.. γα]άσ (Βερατ.) ϱ. οὐδ. ἄορ. γα]άσα µετοχ. γα]άσουρε" γα]όσα σε φό- . δ΄ 3 ΄ ε -- σε. ./ : ν ώς λ]ουοι, σε ἔτσουρι ἄπεκαμον ὁμιλῶν,- βαδίζων᾽ γσ]άσ πε ού]ε-- διφῶ ε βολικά. ὦἀποθν/σν πε δίώε: ὰ . υπερ ολικά, ἀποῦνησχω τῆς ιψης' τὸ. µ]ακ. ά]γε-α πληθ. γά]γατες-α]ό ἄρρε κ]ε θύχετε κολα]΄ ἀντιθ. γούνγε-α. γαλαβέρε- Ία (Τωο.)Ξλ]ούλ]ε ε τσέλ]ε φόρτ. ἄντιο. Ῥουρθούκ]ε- | καὶ γαλαβέλε-α (Ὑπάτι) πληθ. γαλαβέλατε καὶ γαλόν]ε-οι (Περ- μέτ.) (ἀπηρχαιωμένη λέξις) ἐν τῇ φράσει ὄτεπι γαλόν]ετ-οἰκία µε- γάλη. Ἱαιάμοτε (Υ. Ἠλθ.) πληθ. γαλ]άμδε- τες παραλυτικὸς πόσι-λ]2μό κ]ε σ᾿ μουντ τε λ]ούα]ε ας κεμὈς ας ἀόρε αλ]ατσοῦ. ἐπιρ. (Κρού]α) µε ναέν]ουν᾽ ατού σι ορίνε γράττε µε ν]ε κάμθε νε Ὠύθε ε ν]ε κάμΏε νγρίτουνε. γαλ]ατσοῦ-νι (Τυρ.) πληθ. γαλ]ατσούνετεξπαράλυτος, ὁ μ.Ἡ δυνάµιενος περιπατεῖν. β 7αλ]ίτό (Ἓλθας. -Ἔυρ. Κρού]α) ἐπιρ. -- ἀνακούκουρδα, - ροῖ- γαλ] {τὸ-- ρρῖ γαλούτα, πουπετδίκ (Σ) καλ]α-τσού]ας (Κκθα]κ). ὐαμούλ]ε- α (Ἓλθας.) σωρὺς πληθ. πα λασε; καὶ γουµήλ]ε- | (Σ), γουμοῦλ-ι (Υ), γαρροῦμ. (Καθ.) γκορούµουλ-ι (Τυρ.) πληθ. γαρρού- μου] - τε-πίρχ πἰ ταν (Βερατ.- Περμέτ.) πληθ. πίργ]ε- γαραθέλε-α (ΣὙπάτι) ἵδ. μας. αρθάτὸ-ι (Τυρ.) σπασµένον πιθάριον Ἄ σταμνίον. -χαι γερράτὃ-ι(Κα- θαᾳ]α- Βερατ.), γερρέτσ-ι (Κρού]α) γέρθε-]α πληθ. γέρρετε (Ἡ ερατ). ὐαράφε-αξ ἡ φιάλη. ὐαραμέτ ι: ἀσχολία, μέριμνα, φροντίς. γαργάρα -Ία-- ἀναγαργάρισμια κοινῶς γαργάρα' Ρα Υκογαρᾶ-- μάμνω γαρ- γάρο., )άργουλ-ι πληθ. γάργου]τε καὶ γέργου]τε εἶδος πτηνοῦ ἔχοντος κίτρι- νον χοῶμα' 2) Ἡ σιταρίθρο.. }άρῦ - δι πληθ. Υέρδετε 1 γάρδιν]ε- τε (Σ) φραγµός. -φοόχτης' γαρ- δέτσ- ιΞ-γραδᾷαρε ε ορουμ,Βουλάκετε τε μΏουλ]οῦμ. µε χάὂτε' γαὶ Χορρονέτσ-ι πληθ. κορρονέτσατε, γαρδέτσατε ἴδ, γαδβάρε - |σ., γρασ- ἄάρε -ἷα. γαρρίσ-(τ) ο. οὐδ. ὀγκαρίζει (ἐπὶ ὄνου) ἴδε πελάτ-έτ-έτ. αρούμ-ι (Καθ.) ἴδ. γαγούλ]ε-]α' καὶ γαρρύμουλ-ι πληθ. γκρού- μου] - τε. γᾶάσ-ζι; πληθ. γάζετε χαρά᾽ ιδ, γε. τ ἀρθτδιμ, περ γασ ( εἴθε νὰ σὲ ἐπισκεφθῶμεν διὰ χαρὰν (γάμου) τ᾽ άρθτσιμ, περ γε μμ. . τν. π πα... ... ου ου ου ο ϱ--- - ---- -α- γαι μα. στα. μμ... . πρ ν-ᾱ-- ε ο ο Ἐ ον ο μ--...... - -. νά προς Ἡ ρ ε - , - ι : : -. α ... 3 ας ιο ------ῃ--νν υπ μ . --- ο -- εσας κε ᾱκᾱ-. 0 ----ᾱ----ᾱ----ᾱ---ᾱ--ᾱ-- «κ . ΄ μι μ ὰ δ- κ... κατ µας - - . . ο -ᾱ---.- - .-- αμα σμπαπαν -.-. Ῥ ο η η πι μα Ἡ . ν μα ο . ., : .--, -ν . " .. α - ο. παω. ο ε --. --ᾱ-.-ως ΡΕ. --- (Υ) 3) γέλως' µε βιέν γὰς-με Ῥιέν τε κ]εῦ [ῖδ. ἕλλην. γήθ-ω. Υηθοσύνη]. }ασίτεμ (τ) ἴδ. γαασίτεμ.,, )αστάρε -]α (Υ) ὕελος | Ἀ]ετε. ασαάρε- /α (ἐλ6.) ἴδ. καδτάρε-]α πληθ. γαστάρετε. γάτε-α (Δυροάχιον) 299 --ἴδ. γάττ (τ). Υατερρί-α (τ) πληθ Υατερρίτε-- ἐμπέρδευμα ἄντιθ. ὅκατερρί-α καὶ νγατεροί- πληθ. νγατερρίτε (Υ) νγατερό] ( . πληθ γαστάρετε καὶ κ]έλκ]ε-]α: πληθ. κ]έλ- τ) καὶ νγατερό] ο. ἐν.-- ἐμπερδεύω τινά: Υατεγόνεμ, καὶ νγατερόχεμ, (5 ἐμπερδεύομαι. γατί) ἢ γατί (Ῥιιᾶ], Ρορᾶαη, Τοσ.) ἔπιρ.Ξ ἑτοίμως. -Ἰκμ. γατὶ -- εἶμαι ἔτοιμος, Ὦ47εμ γατὶ-ἑτοιμάζαμαι, Ὀα] Υατὶ--ἑτοιμάζω: 9)Ξ-σχε- δόν, ὀλίγον ἔλειψε νά..... -Ὑάάι (Σ): [Ῥουμουνυκὰ Υάτα-- ἔτοιμον]. γασερόνεμ: ἆποθ. Ξπνίγομαι εἰς τὰ Κλαύμιατα καὶ νγασερόνεµ, (Βερατ)]-- Ἀλ]χ] µε ἀενέσε, γαδερίμ-ι--τε Ἀλ]άρετε μὲ ἀενέσε" πληθ. (νγαδερίμ) (Βερατ. ). }άτι: σχεδόν, γάτι πακ μι τι μαθ σε αὔ--όλι .. ϐ κ Υασερίµετε καὶ νγαδερίµετε Υον μεγαλύτερος ἀπ με ρα / - αυτόν’ γάἄτι σὰ σ' ου βράδε--ὀλίγον ἔλειψε νὰ σκοτωθῶ. (ι) γατίσιµ -ιΞ- ἔτοιμος, πρόθυμος, (ε) γατίδιμε-]α-- ἑτοίμη, πρόθυμος. Πας μ η - ο. . γατουα] - ϱρ. ἐν. (τ) καὶ γατούε] (Υ) Ξ πράττω, ζυμώνω, μοιγειρεύω, η Μη μι ο μμ, μὴ ωρα / (Ἔρσκ,) καὶ ἵκτοῦ] (συνηρ.) ἑτοιμάζω ἰὸ. Ῥα] γατι. [ . ιν Ἱ, πι 8 }ατό] (Ῥοσά απ) ἑτοιμάζω,- γατούχεµ --τὸ παθητ. Ἱμ Ἵ . ε Μα !ς μα γα πα, - . }άτσε-α (Σ) ἀνημμένος ἄνθραξ, θενγ]{λ ι νάέζουνε ἐνῷ θινγ]έλ-ι (51) κάρθουνον αθυσµένον. σας, ---. γάτοκε-αξ-λευκοκράμδη πληθ. γάτσκα-τε. }αφόρρε-]α (Ἠλό.-Ῥοράα) καρκίνος, Χάδουρας, πλη καὶ γερθε]ε-]α (Σ-Βερατ.) πληθ. γεοθε]ε-τε. γδέ-ρι καὶ γδέ-νι (Ῥοσά απ) [εἶδος δένδρου]: β'. ( ρόζος τοῦ ξύλου" κουρ κα Οάλ]ε γα ἀρούρι σι θούμπε, θούετ γδε-ρι’ λέγεται δὲ νύελ-ι (τ) πληθ. νύε]-τε τὸ σημεῖον τοῦ ρόζου λεικνβῇ: δεν] ε Υδέριτ κ]ε Οούκ]ετε μΏι ἄρουτ γδενι: ρΏμ. ἐν.Ξ- σκαλίζω, πελεχίζω, ἐκλέπω" /, Υαφόρρε-τε Βερατ.- Περμέτ.) ὁ ὅταν α μῃε ᾱερρούσετ. ἄόρ. γδέναα, μετοχ. μα. Υδένᾶουρε. - γεδέντ (1): λ]ικτό] (Σ) -Υδένάεμ, γεδεντεμ, λ]ατό- ζεμ.. παθ. γὸτ; (τ) γεδι] (Σ) ο. ἔνεργ.Ξ- ημερόνω ἀντιθ. νγρύσεμ. ἆοο. γδίδα- η δρ ψ ι ι -α Ἱ, . Υδίβε-γδίου, κὶ (Υ) γεδίνκ-νε-νι' καὶ σὈάρδι ἀρίτα ἡ ἀούελ] ἀρίτα (Σ) Ξ σΏαρδουλό (Καθ.-Βερατ.) τε γδίρε-τε ἢ τε γεδίµετε (Υ)Ξὁ ὄρῆρος, λυκαυγές' ἀντιθ. νγρύσεμ.. γέγε-α πληθ. γέγετε οἱ κάτοικοι τῆς Ἰλλυρίας. [παραθ. ᾿Ελληνικὸν / Υὲ-γας]. γεγενί-α (Υ) Ἡ Ἠλλυρία πληθ. λείπει, -καὶ γεγερί-α α µ γεγενίοτ καὶ γεγεριδτ-- γεγιστί. μεις ο κε . Ἱς η Ἡ ον .. γεγενίστε- Ίαξ- ἡ γεγικη διάλεκτος (Υ). γεγερίστε-]α (τ) Ἡ γεγικη διάλεκτος. ἁ , . οεὰ, ιο. ια ο γεδένᾶάε-α (γ)Ξσκάλισµα 2) πελεχκοῦδι πληθ. γεδενάα- τε καὶ λ]άτε-α (Σ) πληθ. λ]άτα-τε Ξ τν ν ὰ.: γεδί} (Υεγ.) ἴδ. γδτ] (τ). γείµ-ι πληθ. γεζίµετε-- χαρά, εὐφροσύνη ἀντιθ, ιδενίµ () -γαζμένα- ι(Ἠ) πληθ. . Υαζμένάετε {δ. γάσ-ζι (τ). .. 5. .. ο π Γ : η µ . γεξό] (Τνο.) ἴδ. γουαδόϊ], κουᾷσό] - τολμῶ, κουτάω’ σ᾿ γεζόν µε ϱᾶμ. φαιε γ]α]ε--οὐδὲν τολμᾷ ποιεῖν. γεζόν] καὶ γεξό]: ϱ. ἐν.Ξ χαρωποιῶ τινα, ἆντιθ. ἰδενό] γεζό] πάδκετε Ξχαφετίζω, ἐπισκέπτομαι διὰ τὸ Πάσχα, γεζόνεμ καὶ ες καυ ἐντιθ. ἰδενόχεμ.. γεζόφ-ι πληθ. γεζόφετες ἡ μηλωτή, δευμος ὡς ἐπενδύτης, γεξούτε-α (Ἐλό6.) πληθ. γεζούτατε-- τε δοδούνατ᾽ ε γρῦνιτ. γεζουκ/ε-τὲ (Κρού]α)-- τὰ ἀποκοσκινάδικ' τε Ἰέδουνιτ ι Ἰθοίνιή (Σ)- γερδούότε-α (Περμέτ.)Ξτε δόσουρατ ε Ἰρρυρς. πλην, Υ ερδούδτατε. γεδάπε-τε (πληθ.) (Ἔλδ.) γεθάπετ᾽ ε σφούρκουτ.Ξ ας. σκορπίου., γελ]άσεα: πληθ. γελ]άσατες ἡ κουτσουλιά: καὶ γοταίλ]ε-|κ (Αργυρ.) πληθ γοταίλ]ετε. )ελὐάζε- α (τ) κελβρά-ε-κ (Υ) πληθ. γελβάζατε κελβάζατε, κελ]θο- π]ετε:Ἐπτύελον, φλεγμα. | ελὐάζεμ καὶ κελβάζεµ.. ϱ. οὐδ. δέντε ου γελβάσνε. })ελ]βότσε-α (Τυρ.) ἴδ, λ]εθόᾷόγε-α. -γελ]βό]κε-α (Κρού]α), γεθό- ἀδε-ακ (Σ) πληθ. γ]ελθόάδκτε, γελ]θό]κατε, γεβόᾷδκτε, πε ππκτιτεστττ- ντ -δσμμμς ἠη - ᾿ πε Πο τες γελ)έδε- α (Κρού]α) ἵδ. λ]έδε-α πληθ, γελ]έδα-τε. }ελ]Λούλ]ε-α-- λέπρα πληθ. γελβούλ]ατε. -ἴδ. χέρε - Ία. γελ]εδατάρ -ι (Κρού]«) ἴδ. λ]εδατάρ-ι πληθ. αρξ- ατε ἀρσενικύν, καί- ἄρε-τε θηλ. γελ]εδατάρε-]α ἴδ. λ]εδατάρε- πληθ. ἄρε-τε θηλ. γελ]έπε-α πληθ. Υελ]έπατε (Υ) λήμη, ταίµπλαις, καὶ γξλου]-ι (Σ) ὄκλέπε-α (Βερατ.) πληθ. ὄχλέπα-τε καὶ ὑποκορ. τὀκλέπείε-α. }ελ/κ]έρε-Ία ἴδ. κελ]κ]έρε- |κ (ἄσθετος) ὁ πληθ. λείπει. γελ]ύασ (Σ) κελβαα (ρῆμα). γελράζεµ, (Σ) ἴδ, κελ]Ώαζεμ.. γΕλίν], - γελίν (Ῥοσά απ) ο. οὐδ, χλοάζω, τρώγω Χχλόην καὶ 9) ἴο' μετοχ. γελ]ίτουνε" καὶ γελό]' (Τνραν.) γελ]ό]ενε ἀρούτεζσβε;- θε]ενε ἀρουν[τε, --ζάνε τε τὄελ]ινε γ]έθετε. γέμ-ι ἴδ. γ]έμ-ι πληθ. γέματε. γΥ/Ε/ καὶ γεν]έ]-- ἀπατῶ, 9) ψεύδομαι ἴδ. ρρε] (Υ)’ ἀόρ. γεν]έδα -ε-ου µετοχ. Υευ]ύερ (τ) καὶ γεν]κεμ. (Υ). γεν)έχεµ: παθ.ΞΞρρέχεμ. (Υ)Ξ ἀπατῶμαι εν)}έρε- Ία (ΑΡΥ.)- γεν]έδτρε-α πληθ, -ὄτρατε καὶ ρρνε-α (Υ) πληθ. βρένα-τε, ξν)εὔτάρ -ι-- ψεύστης' θηλ. -ἄρε" πληθ. - ἄρε-τε ἆρσ. θηλ.- ἄρετε-γβ- ν]εδτάρε -]α-- ψεύτρια, -καὶ (Υ) ρρενεδ-ι- θηλ. ροενέσε-]κ πληθ. ἄρσεν. ρρεν]εσιτε, θηλ. ῥρεν]εσετε᾽ ρρενατσάκ -ου ἆρα. θρενατδάκε - ]α θηλ. πληθ, ῥρενκτσάκετε ἆρα. -ρρενατσάκετε θηλ. γέρῦε- Ία (Βερατ ) -γερθίὃτ (Περμέτ.) (9, σγερρύσ. πληθ. γέρρετε ἴδ. γερράτό-ι. ερράτὸ -ι {δ. γαρράτδ-ι Εεργάσ- έτ - έτ (7) ἀόρ, γεργίτα. μετοχ. Υδργιτουνεξπειράζω, δια- θάλλω-- ὅτίε ΚεΧ] περ δοκ]ι ὄοκ]ινε. "Ὑδργίτεμ. ϱ. παθ. (Σ). γΕργελ]άκ- ου (ΑΡΥ.) ἵδ. Υερτόμάσ -ζι (Περμέτ.) πληθ. Υεργε]λάκετε. γερδίδτ: (Σ) ϱ. ἐνεργ. ξύω, ρατσουνίζω, µε γερρίτοι. καὶ γερδίτὸ (1νρ.) γερρίδτ (Σ), γερριότ (Ἠλδασ.)-- τδιέορ (τ). τὰ παθητ. γερδί- σεµ, γερρδιεμ. ερρίδε-α (Ἐλδ.) πληθ. Υβρρίτσατε--γρχτσούνισμα.. γερρέτδ-ι ἴὰ, γερράτὸ-ι. γερρέσε-α (Υ) γερρούσε-α (Σ)] ξύστρον, ξύστρα πλ. γερρέσατε, γερρούσατε. γερδάπετε (Κα6.) ἴδ. γεθάπετε. --- 65 ερθάσ- έτ- έτ: ἀάρ γερθίτα μετοχ. γερθίτουνε ἴδ, κλ]θ. 45 . Ἶ π, Ἰ η β 5 γερδέλε )α (Ώε 3) ἴδ. γαφόρρε-]κ-- (καρκίνος). πι Ἡ : µ Τ. γερρίστ--γερδίδτ (5) καὶ γβρρίτο-ι γερδίτα (Τυρ.) γερρίτσαζε (Καβ.) ἐπιρ. εἶδος παιδιᾶς Ἕν παίζουσι με ταῖς µπότσαις.- γουρμάὄθι (ΈἘλθκσ.) Γεοκ]ί-αξ ἡ ᾿Ελλὰς ἴδ, Γρεκ]ζ-α΄ [πληθ. λείπει]. γερκ)ίν]ε- α (τ)--ἑλληνὶς ἴδ. γρεκ]ίν]ε-α.. })εοκ])ίδτ: ἐπιο. αππτα 9. ο όν γερκ]ίὅτε Ία ἡ ἑλλην. γλῶσσα {δ. γρεκ]ιδτε- |... γερµάδε- α (τ) ἐρείπιον' µουρ ι ρέννε, ι ορεζούαρε πληθ. γερμάδατε καὶ μουρίὄτε-α (Βερ.) πληθ. μουρίδτατε. γερρµάσ-ζι (Καδα]α)- γουρμάσ -ζι (Ἐλδασ). )εργελιάµ-ου (΄ΑρΥ.) πληθ. γεργελιάκετε. )εομό] ρημ.. ἐνεργ «Ξσχάπτω ἵδ. οεμό]. ερμίή (1) μετοχ γερµίχε ουνξέ καὶ μχι μετοχ. µίχουνε μιφ καὶ μίφι (Κρού]α) τὸ παθ. γερµόζεμ, γερµόνεμ -μιχεμ καὶ µίφεμ.. ερμούτσ-ι ια) κ ναβρης (ι ο Ἡ ερθούτέτι-α (Υ)’ ἐπιθ. γερδανε-τε (Υ) πληθ.Ξ τὰ ψαλίδια καὶ Υερερετε (τ). εοσέσ: ϱῥ. ἔνεργ.Ξ προσκαλῶ ἴδ. Υρῖο, γεομούκ]εμ εδ (Πωωμές) ἴδ, γρίναεμ.. ον ν]ίτεσ-ι ἴδ, γρίνᾷεσ-ι πλ ηθ. γδον]έτεσ-ιτε. ο ο, οὐδ. τος ρα, .. ϱ»/ΐτεσε-/α θηλ. πληθ. γερν]ίτεσε-τε. ος Ξ ἡ πλεξούδα (κερδετ-ι Καθα]κ καὶ Ὀίδτεσ-, (Σ]. γεοδετό]: ϱρ. ἐνεργ.Ξπλέκω καὶ Ῥεὶ γερδέτ (τ) καὶ θουρ γερδετ ερτ"-ι (Υ) πιάσιµον τῶν νεύρων (μάλιστα εἰς τὸν ὕπνον) καὶ περδξ-ου λ-- δα ! ! μα καὶ περδξσ (Βερατ ) µε ζοῦ περὸξου (Τωο. ] καὶ µε καπι γῶτοδι (Υ) µ. ου-κερρενελάίσ κάμθα.- (Ἠλό.). ερρμάσ-δι (Ἠευμ έτ.) ἴδ. γεομάσ -ζις-λάρυγς. Ἰεορούτσε-α (2) ον Ὑερρέσε-α) πληθ. γερρούτσα-τε. λα πέι τ γεστεζε-α (γ) ἴδε . .α, ο πμ ήἦµωµοτ"' ο ο σσ Μο μμ... 4, .. ου --ᾱππ -.-- πε... ....... να Γαμα ντ -Ὁ ο - οὐ μ---Ἂι -.- ο πο σ 3 .. ων: Πιν. 'πΠπτναα οφεπ. κ υμαδμὰ, Τ Ῥ ᾽ πἍ Ἡ μα ην, ή, μ μμ ώς μμ τν 1’ μα. - Γι μα τη” μυ . ὃν π-. - ... ώ . .. ι .---- ---- .--- ο ποπ τος ππειπκώσ-ς-ςς ες ιαπμοκκάἁἁπαμωμα-ς--ᾱ---ᾱα-κκιααιώἁακκκα αμα ἡμι χεοσες τὸ ήν λα: .... κ“... . ε - - στο πρι Ὅἵ-------- ..». -. . ., απ πα ή - : ἷ , . ͵ -- .5 η ο μ-- ο ω --- -ᾱ -- μα. ς ὁς-Ἕταπα-ᾱ-ᾱ --- ο. συναφών ου Όμοια μαμμαμαη ο -- ο ορ αρα ος ο, ο. ς - . -- - ο ορ μα- η -. . ---- π-- μυ. - στο το - - 1 ο. - - - σπα - . ᾱ- 3 - -- α-- - -- - .. απο μή (ι) γεὔτενετε: πληθ. τε γεοτένετε (Υ)--χριστιανός-οί’' ἴδ. ι-ε κοε- ὅτερε (Υ). (ε) γεὔτέἔνε-α θηλ. πληθ. τε Υεστένατες- ἡ χριστικνή: καὶ (ι) }εὔτερε-ι ἆρο. ε γεστερε-α θηλ.Ξ ὁ χοιστικνὸς-ή. γεὀτέγ]ε-α πληθ. γεστέν]ατε (Υ) κάττανον' καὶ κεδτέν]ε-α πληθ. κεὔτέν]ατε. εσίάλε-α (Βεράτ.)Ξ:ν]ε τσόπε ἀερράσε α ν]ε τσοόπε ἆρου κε ε λενε ω 5 - κέμλΏεσε περ τε νρέκ]ουρε κουρ θύχετε. γερφάσ- έτ- έτ (Ἠρού]α ἴδ. γερθάσ απ Ἀ ω . γερχάσ-έτ-έτ (Σ. Ευρ.) ρ. ό0δ. ουχαλίζω, ρέγχοµαι. -Ὑερ]έσ (Υ}, γερ- . α α ν / ε . - χετ (τ), νγερράσ-έτ-έτ. (ερατ.) ἄάρ. γευχόκ]α, µετοχ. γερχέκε χοὶ γερχεκ]ουρε [ἐκτοῦ γε;-χιέκ]]. γίδ ρημ.. ἐνεργ.ΞΞ λύω. (ἀντιθ. λ]ιθ -- δένω) ὄγιθ δὲ σημ. καταλύω, ὡς ὅγιθ κρέόμενε-- καταλύω τὴν τεσσαρακοστήν. καὶ ὄγίθ-- λύω. (τ) τὸ παθ. γ]έδεμ, ὄγίδεμ., γίοτι» πληθ. γιὂτνα-τε (Υ) καὶ Υιότρα-τε (τ)-- δάκτυλος. γιδτι πμ ν / ζ δ ος .. η] μαθ Ξ- ὁ ἀντίχειρ, ὁ μέγας δάχκτυλος γιδτ) ι βόγελ - ὁ μικρὺς δάκτυ- αν .. ης . µ . .. λας.- ἀεφτεῖ µε γιὸτ-- δχκτυλοδεικτῶ: ι πιέκ µε µά]ε τε γίότιτ τὸν ὁ, δ ; οι . η δ τή Αα αν ς η; ΣΥΥΝΩ με το ἄκρον τοῦ ὀχκτύλου. βὲ γίότινες ὑπογράφω. Υίστε-]α (Κρού]α-τ.) δκκτυλήθρα. καὶ γγίδτε-α (Σ) πληθ. γίότετε. γιότ ι πάρεξὁ ποῶτος δάκτυλος. γίδτι µέσιμ.Ξ ὁ µέσος, γίδτι ἕ ο ῶ . .. ουνάζεσε-- ὁ δάκτυλος τοῦ Ἀχκκτυλίου -- παράμεσος. ιτ) ι βόγελ- ὁ ῥ .. ’ ᾿ υιχρὸς δάκτυλος, Υίδτ) ι-καμ.Ώεσε-ὁ δάκτυλος τοῦ ποδός.-ν]ε πελάμΌε δε Ἡ η τ. ε ὄυ γιὄτεναξμίκ σπιθαχµη καὶ δύο δάκτυλοι (ἐπὶ μετρήσεως]. ῥα πο ι ΕΕΣ Ἀ α- . 3 ἑ γίλ/τσα-τε (Σ) γίλ]τσατ) ε Ὑ]οῦνιτ Ξἴδ. λ]εκ]ετ᾽ ε κάμῃεσε (Ἠλό.) (µε-τε-ι) γίτετε (2) Ξµε-τε-ι ἀούκετ µε γίτετε σε χ]ιὸ πούνε ᾖᾳο τε ἀαλε αδτοῦν (Σ). . |) Δι μ . . : η γλ]ατε (Ὕδρα) ἵλ. γ]άτε -- µκκρός, ι-ε-γλ]άτε (Ἴταλο-) Αλβανικὸν) ἴδ. ι-ε-γ]άτε. τά Γ 5 .. α . γλανίκ-ου (Περμέτ.) γουρ ι µαθ µε κάτρε κ]οῦε περ τε Ίίπουρε καλ]ιτ. δὲ γού βάτερεσ κἱ υμΏιίσετ κεοτδού ἴσως ἡ λεξ ἵνε ἵουρ-ι ματερεσ Χ]ε κουµΏισετ κερτόούοι. [ἴσως ἡ λεξις εἶνε Ἑλκυϊκὴ] πληθ. γλανίκετε. ς δα ς ο .. 5 - [ μα 5 α . λ]ούχε-α (Τδαμ..) πληθ. Τλ]ουχετε-- γλῶσσα καὶ (]ούχε-α καὶ Υ]οῦ- χουνέ-α, καὶ γ]ούχου-]α (Υ. Ὀιαα1). ο ΑΣ )οβάτε-α (5. Τουρ.) σκάφη διὸ πλύσιμον, γαὶ διὰ πηλόν. (τ) πληθ, γοβάτατε (δν ὧν κουβαλοῦσι πηλὸν οἱ κτίσται) καὶ µάγ]ε [παραδ. ἑλλην. µάκ - τρα] πετεκάδ (Γζρου]α), κορίτε- ορόΏεὂ (Ἠλθκα,) γοβόδκε- α (Κα6.)--κούφιον, 2) γνάτσε- α-- ὄστρερν' πληθ. γοθόδκατε, γόγε-α (Υ) πληθ. γόγετε- Βλάχος. ἴὃ. Ελα} - ου. γογέδε-α (Υ) πληθ. γογέσατεςἡ Βλάχα: ἴδ. Βλαζύκε-α. γογενί-α (Υ) ὄνομα περιληπτικὸνξοί Βλάζοι. γογενίδτ--ἴδ. Βλαχίδτ. -γογενίδτε - Ία-- Βλαζίστε-]α. Ῥόγελ]ε-α: πληθ. γόγελ]α-τεςζκόκ]ετ ε κ]άροιτ. γογεσίνε-α καὶ γογεσίµε-α (Υ. Σ. Βερατ.) πληθ.-α-τε-- χάσµημα, χασμούρηµα. γογεσί] (Υ. τ.), γογεσό] (Σ)Ξμε Ἰάπετε γό]α' καὶ γογεσίτ (τ)' χα- σμῶμαι, ἀνοίγω, τὸ στόµα. γογεσίτ (τ) χασμῶμαι, ἀνοίγω τὸ στόμα. γογέσ-ι:Ξπληθ. γογέσετε εἶδος ἄγριας περιστερᾶς' γ]εφάρε πελούμὈν: τὸ θηλ. γογέσε-αξν]ε φάρε πελούμΏ᾽ ι µαθ) ι ἐγερε. γογόλ/-ι (Υ. τ.)Ξ φόθητρον, μορμώ. γοαί]-α. πληθ. γοςί]-τε- τὰ συµθάντα. γοοίσ-ίτ-{τ (ρ. ἐνερ. (Υ) Ξκτίζω, ϱ) συµθαίνω κεὔτού γοβῖτιτ οὕτως ἔτυχεν, συνέθη’ 9) ἐπιτυγζάνω, κτυπῶ' ε γοβίτι µε γούρετ)ε κ]ζ- λόϊ µε γούρς. γοοίτ-ίτ-ἐτ (1) καὶ κοᾷίσ-ίτ-ίτ (Υ) καὶ χοᾶίτ-ἰτ-ίτ. (τ) µε-τε-ι γοίτετε (ριά1)Ξ-συμθαίνει µοι, σοι, αὐτῷ' μούνε να γοβίτενε--είμ.- ποροῦν νὰ μᾶς συμθοῦν (Ρι41) πο σε γοαίτι--ἴδ, πᾖνλό]. οξίε- α (ΑΡΥ.) πληθ. γοξίτατε καὶ μισερίότε-α (ΒΏερατ.) καὶ μισεοί- ὅτε -]α, Χκτσαρρούμ.-ι (Ἐλό.) πληθ. κατσαρρούμκτε᾽ (ὗ καλαμᾳὰ τοῦ ἀραθοσίτου). ο/ἀδ-ιΞ- ὁ ἔχων στοαθὸν στόµα. -θηλ. γο]άδε-]α--α]ό κε ε κᾶ γό- ενε τε 'τοεμ.Ώετε. ό[ε-α: πληθ. γό]ατε ἴδ. γόλίε-α (τὸ στόμκ). γόλ]ε-α-πληθ. γόλ]ατε' τὸ στόµα΄ 3) διάλεκτος, ἡ γλῶσσα" ν]ερί µε γό]ε- κᾶ γό]ε-- κακόστοµος, χακόγλωσσος γό(ε αμΏελ]ε- γλυκύστο- µος, εὐπροσήγορος, γό]ε- σμΏράζετε-- ἐλευθερόστομος' (ἐπὶ κακοῦ), γό]εκέκ]εζκακόστομος γο]ε-άρτε-ι-θηλ. -ἄρτα-- χρυσόστομος᾽ ρε ΛΕΞΙΚΟΝ ΑΛΗΑΝΟΕΛΛΗΝΙΚΟΝ 4] ν 7 ωυτ , - ασε 3 ο ο ΥὐΥΧὅὅὅ ὉοὉοὉμωωο. -- δε. τι πα γό]ε--ἔμεινεν ἄναυδος, ἀνοπολόγητος" γό]ε πλ]δτ. ἐπιρ. (Όπα! -- ἐλευβεροστόμως, ἀσυστόλως' Υό]ε µμΏά]το τουρε-.γ]ούχε μΏαίτουρε (τ). )ολοβέαδ -γε-α (Βεραάτ.) ὁλόκληρος ὁ φλοιὸς τοῦ καρυδίου ἄσπαστος, µεταφ. δὲ καὶ τοῦ κογλίου τὺ ὄστοεον. λοβέᾷδ ερμίλιτ: ἴὸ μξεταφ. ος και τοῦ Ἀοχλιου το Όστρεον ολο εασ-γε Ε Ἠξομιλιτ' τὸ, λ]εθόᾷδ -γε-- τὰ δύο κομμάτια τοῦ φΦλοιοῦ: πληθ, γολοδέ(δ- ομάρ -ι (Υ. τ. Ῥοσά απ) πληθ. γομάρε-τεζ-ὄνος. γομάρε-/α πληθ. γοµάρε-τε"' ἡ ὄνος: μαγ]άρ-ι (Ῥίδρα-Μιρεαίτα) μα- γάρε-]α τὸ θηλ. υνε, γό]ε μρά]- γα-τε. γοµαρ)άρ-ι (τ)Ξ- ὁ γαϊδουριάρης' πληθ. ε-τε- γομαρ]άρε-]ο-θηλ. γόμενε-α πληθ. γόµενατε καὶ πέλχκ-γου {ι λ]ούμιτ) πληθ. πέλγετε (παραθ. Ἕλλην, Πέλαγος). }όπ-ιζ- θύθε-α. ἡ πίθ-δι-- (τὸ αἰδοῖον τῆς γυναικός). )όνγε-α (ν]εοί, κάλ], μούδχε-δτα 4έλ]ε)-- ἀδύνατος, ἄσαρκος. οπτούερ-όρι (Σ] λαίμαργος' πληθ. Υοπτόρετε καὶ γοπτούρ-ι τὸ θηλ. Υοπτόρε-]α πληθ. γοπτόρετε καὶ Υουδπούερ-ορι' πληθ. γουδπόρετε καὶ Υουσπούρ-όρι το θηλ. Υουδπορε -]α πληθ. γουσπόρετε. όργε-α--βεντ σι γρόπε πληθ. γόργα-τε. γορίστε-α ἵ ἕ Ὁ (πληθ. γορρίότατε) (χέρσος: µηλόβοτος :). γορρίτσε-α.’ πληθ. γορρίτσκ.. τεζ(αρδ) ε έγρε-- ἀγρικχλαδιά. γορρούδάε-α (Υ. Μαλ]εσία) --λ]νουγ) ε µάδε χε περζίε]νε κ]ούλινε. ορούτσ-ι: Ξπλ]κκ-ι μποτιέλουρε νγα πλ]εκ]ερία, καὶ κρούσπουλ-ι (Βερατ.) Ἄ κούσπουλ-ι (Αργυρ.) γοστί-α καὶ γοστε-α (Σ) - εὐωζία, συμπόσιον, γοστίσ- {τ-{τ' ϱ. ἐν. --ἑστιῶ, παραθέτω τράπεζαν' (τ) τὸ παθητ. γοστίτεμ, γόδᾳε- α (Υ) λος, καρφί: μ.Ώερθέ] µε γόδᾳεξ-καρφόνω" καθηλῶ: ἴδ., περονε- πληθ. γοδᾷετε. - τὸ οημ.ς. γοσ{ό] --καρφόνω, παθ. Υοσζόχεμ. (Υ). γότσε-α: πληθ. γότσατε - νεᾶνις 18 ἐτῶν, κόρη.-2) ἡ ὑπ'ηρέτρις ἡ παιδίσχ κατ᾽ εὐφημισμὸν 9) ἄστρεον (5). γοφ-ι: ἴδ. τσαπόκ. Ἰ κόφδε-α [λέξις ἀπηρχαιωμένη] [ἐκ τοῦ γόμ- Φος |. χαὶ γοστίτ εἶτ-ίτ' , ὃς ο γουάξε-α ἵὸδ, ζάζε-α πληθ. γουάζατε. να. πε γουά]ε-α (Περμέτ.) κοινῶς τὸ σσόφλι’ γουά]᾽ ε ἄρρεσεςτὸ τσόφλι τοῦ χαρυδίου: γουά] ε βέσε-τὸ τσόφλι τοῦ αὐγοῦ. γούαλ-ι πληθ. γούα]τε-- λ]ιθόᾷδ - γε άρρε Χ]ε μΏάσινε φάρεν ε μενάφ- .. ϱ) ε Ἶ πι ., ἠάλ Β με Ἡ λε, α, αμα ε εκ, σ ολοι ἄν τα δι. 9) κάφκαλον' ὡς γούαλ Ώρεσκ]εζχαφχκ« )ρεὔκεσ νγόρόουρξ. γουσλ κερμὶλ κάφκαλον σαλιάγκου. γούβε-α (Περμέτ.) πληθ. γούθατε-- σπήλαιον΄ γούθκτ' ε µάλ]ιτ-βε- οστ᾽ ε-μαάλ]ιτ. γουβέρμε-α (1) ἴδ, λ]ούφτε-α' πληθ. γουθέρµατε' καὶ γουθέρρε-α πληθ. γουθέρρατε (2). γουβερνό{ (Υ) γουθερονό] (1) -- διοικῶ [ἕλλην. κυθερνῶ] [Λατιν. ρι- Ὀουπο] τὸ παθ. γουθερνόχεμ. (Υ) γουθερρνόχεμ. γούγε: α πληθ. γούγατε: τὸ ὑποχάμισον τοῦ παιδίου [είς γλῶσσαν παιδιαστικήν]. γουγεσό] (Σ) γογεσό]--με χάπετ γό]α. γουγούτᾶ-κε- α (Κόοτδα) πληθ. γουγούτὂκατεςἡ δεκαοχτούρα . | : Γη Γ | αμ ὴή ή μ μ] μι ] - )ὰ β α )ούάλ])ε (Αρβερίστ) 3 5 Ἑ--ἐπίτηδες, ἐπὶ ταὐτοῦ' ε ἀεργόθα γούάλ]ε κετέ ν]ερίξτὸν ἔστειλα ἐπίτηδες τοῦτον τὸν ἄνθοωπον. γουεσίτ (τ. Βεράτ.), γου]ασίτ (τ), γουζὶτ (τ), ϱ. ἐν.Ξπειράζω µοσ-ε γουβσίτ ατε γ]ερί µη τὸν πειράζ ης αὐτὸν τὸν ἄνθρωπον' γουβσίτ, γουβσίτεµ. τὸ παθητ. γουάσό] : ϱ. οὐδ. - τολμῶ, κουτάω' καὶ γουτσό] (τ), καὶ γεζό] (Έυραν.) ουεσίμ-ιξ ἡ τόλμη πληθ. γουάσίμετε γουτοίµ.-ι (τ): πληθ. γου- τσίµετε γεζ.-ι (Τυραν.) πληθ. γεζψετε. γουάσιμτάρ-ι ἄρσ. γουᾶσιμτάρε-|κ θηλ. πληθ. ἄρετε ἀρσ. άρετε θηλ. χοὶ γωυτσιμ.τάρ- ι-ε-]αΞ τολμηρός. γου]άβε-α ({ Περμέτ. )Ξλ]εθύᾶδγα ε άρρεσε- τὸ τσέφλι τοῦ αρυδιοῦ" ντ .. . : ιὸ, ὅσρκ -γου. -ἴδ. ῥελπ -Ώι. γου]άσίτ-ἴδ. γουδπίτ' γούλ-ι καὶ γούλτόε-ὰ (τ)--δύσπνοικ. γουλτόί-α (Περμέτ.)- κε σ᾿ μούνᾷετε µε µάρρε φρὺµε' πληθ. γουλ- τοίτε. ο ΐ Ἵ .. : ε η .. αν πα ἔ η, ο. ω γουλτδίμ-ι ἄσθμα, μὲ βῆχα Ξκόλε μὲ ὅπίρε' 3) (Ἠλθασ.) ταραχή, ἐνόγχλησις ἀνησυχίκ' ὃ) (ροράαπ) θλῖψις, γουλτό] (Ἓλόασ.) ϱ. ἐνερ.Ξ τδό] ῥενᾶντ--σηκόνω ἐγείρω τινά’ π.χ. γουλτδόθα λ]έπουρινε ὄτρόφκουτ Ξτόόθκ λ]έπουριν πρε] ὄτρόφχουτ. ου. -ν ὧν ν πι Ἄαα΄ --ἶ- ... , .- 4 4 --..-. ο ο. Ὁ συ ο ο ο οι « ο α τ- μ ο] . ι π : - "5 . ας η . . μ ν οι Ἡ-. πι μμ πο μνο μπω". τι στι π---ρλοη -- - . -- . .. - -- .. μα μι -ἲ ᾱ ἁκά. τὸ με .- -- --- -- ο ο ο πλ ----- --ι .. ... - ..-----ᾱ- -- 9. ο -- «αἱ μὲ -- -.- ε.α - ..Ἱ--- τν. 4. “-- -- - κ -ᾱ- κα κασμανακ-α- Εμ --- 3 ι --- ..-ᾱ Ὃ δω. γουλ]τόόχεμ (Ἐλέας,) παθ. --τδόχεμ. βένᾷιτ-- ἐγείρομαι. γουλ]τδόν] -- (Περμέτ.) μόλις ἀνακπνέω, ἀσθμαίνω' ἀνησυχῶ καὶ ο. οὐδ, Ξφουσκόνω" τε γουλ]τόόθα -- σὲ ἄν ησύχησα.-- Ίὐπιπε; τερμᾶ, νγρίχετε περ τερµα.--βόρθα γουλτδό! (Τωρ.)--τὸ τοουκάλι τοῦ φαγητοῦ ἐφού- σχκωσεν, }ουλτσόχεμ (Ἠλδ.) ϱ. οὐδ. ἐνοχλοῦμαι, συγχύζοµαι᾽ μοσ-ου γουλ]τδό (Ἐλθασ.)Ξ-μος ου νγρε µΏε καμρεξμὴ ἀν ησυχεῖς, γουμίλ]ε-]α (Σ) ἴδ. γαμούλ]ε-]α πληθ. γουμίλ]ετε. γούνγε-α πληθ. γούνγατε’ κοινῶς πετροκάρυδον’ ακἱό ἄρρε κ]ε σ᾿ θύ- Ίετε ἄοτ, ἄρρ ε φόρτε κ]ε νούκε λ]εδόν θέλΏινε ἀντιθ. γά]γε-α. γούνε-α πληθ. γούνανε [ή μέχρι γούνων ἐξικνουμένη] σχεδὸν εἶνε ἐν χρησει ἡ λέξις εἰς πάσας τὰς εὔρωπ. γλώσσας Ξἡ γούνο }ούρ-ι πληθ. γούρετε-- λίθος, πέτρα γουρ ι γ]άλεξ βράχος (ιά). - Ύουρ μουλίνι (Υ)Ξγουρ μουλλίριξµυλόπετρα" Υουρ) ι πα τομούαρ-- ἀδάμιαιε (Ξ λίθος ἀνεκτίμητος)᾽ γουρ Κάδλ]ις- ἀλογόπετρα γουρ γ]ά- χουξ τς Ἔ. ---γουρ κ]ούμεῦτιςἙ Ἡ.---γουρ ζ]άρρι ἢ ὄκρεπεσ-ι-- τκκ- μακόπετρα. (1) γούρτε" (ε) γούρτεςλίθινος, λιθίνη" μουρ᾽ ι. γούρτεςτοῖχος λί- θινος, Γουραθάρδε-ι; ἡ πρωτεύουσα τῆς Λαθίας, [ν]ε κ]υτὲτ νάε Μάτ] ἥτις εἶναι πατρὶς τοῦ Πέτρου Ῥιια]. ουράδφαρδασ-ι, ΥουραΏάρδασε - |α ὁ κάτοικος τοῦ ΓουραΏάρδι, -πλιθ. γουρχκΏάδεσιτε ἆρσ. γουραβαρδάσετε (θηλ.). ΙΓ ουρασζί-ου-- χωρίον τοῦ Ἐλδασανίου. }ουραζέσ-ζι; πληθ. γουραζέστε-- οἱ κάτοικοι τοῦ Γουραζ!. Γουρακούκ]ε-ι χωρίον τοῦ Ἠλθασανίου, γουρεκούκ]ασ-ι ὁ κάτοικος τοῦ ΙΓ ουρεκούκ]ε-ι. ουρεισό/ (Αργυρ.) Ἐ τὮ (ἴσως λ]όσ γουρίτσετε). γουρίστε-α: πληθ. γουρίδτατε- τόπος πετρώδης, βέντ µε γούρε. -καὶ γουρίτσξ-α (πληθ. γουρίτσατε. ουραλέτσ-ι (Σ) πληθ. γουραλ]έτσετες- πεντόβολα: καὶ ουρατσύκ-ου (Τυρ.) πληθ. γουρατσόκετε' καὶ γουρμάτσ-ι πληθ. γουρ- µάτσετε (Ἐλό.) |γούρε-μάτσε- |α] καὶ πόρρε -]α (Βερατ.) κοπενγε τε πληθ. [Περμετ.] Γουραλ]ετσαδ (5) ἐπιρ.--παίγνιον µε τὰ πεντό- -- 659 -- θολα. -καὶ γουρατοόκθι (Τυραν.), γουρμάτὸ (Ἓλθασ,) καὶ γουρς µ. τοθι; λ]ού]με-- (ές μ. τ.) λες ἡ γουρατσόκθν, γουρεμ μὴ τσθι Ὦ γουρεμάτσαᾶ" “παίζομεν τὰ πεντόθολα΄ καὶ λ]όζιμ πόρ.ε-ε (Βερατ.) ούρρε-α (Υ. τ. Ριιά1)- πηγή, (βούουσχ ἐκ πέτουας Ἰ γούρρείε-- τὸ ὑπο- τοι ή κορ. πληθ. γούρρεζα-τε. γουρµάσ - δι (Ἐλθ.) ος γουρμάζατε, καὶ γουορτδμάσ -ζι (Περμέτ.), γρουμάσ-ζι (Άργυρ.) πληθ. γουρτόµόζατε αρα γουργουλ]έ-]α:. πληθ. γουργουλ]έτε-- ἐπαναστατικὴ κίνησις, συνεννόη- σις, προετοιμασία ἐπαναστατική: Ῥεν]ενε γουογουλ]έ--κάµνουσιν ἐπκ- νοστοιτικὴν χίνησιν' τὸ’ ἐδτε κε]ό γουργουλ]έ κεὔτού; τὶ εἶναι αὐτὸς ὁ ἐπαναστατικὸς θόρυθος;: ούδε-α (άκοθα) -πάτε-α πληθ. γούδα-τε. γουδάν-ι (ἶακοθα)--πατόκ-ου πληθ. γουδάνετε. γουδακούκ]-ι ἆρσ. γουῦσκ ύκ]ε-]α θηλ. ὁ ἔχων λαιμὸν ἐρυθρόν’ πληθ. Υουσακούχ]ε-τε ἆρσ. γουὔχκούκ]ετε θηλ. 93) εἶδος πτηνοῦ μὲ κόκ- Χινον λαιμὸν ἴὃδ. σπιίθ.-ι. Αα 5 . 8 μα μι β εν γούσε-α:’ τὸ ἔμπροσθεν τοῦ λκιμοῦ' πληθ. γούδατε. }ουσπούερ καὶ ο ο πληθ. Υουδπόρετε. γουῦτ-ι- ὁ Αὔγουστος (μήν). γουδτοβιέδτε-α ( ΑΡΥ.)Ξὁ περὶ τὰ τέλη ΑὐΥ. καὶ ἀρχὰς Τ)θοίου Καιρός. μα ῥ ῥ ἕ α) Ε. γουδτερίτσε-α (Βερατ.) εἶδος δένδρου" 9) εἶδος σαύρας, γουτοό] : ἴδ. γουᾶσό]. γούτσ-ι (Υ) λαιμαργίκ. γούτᾶ-ι-- νάγκαμα (ΑρΥ.)Ξτε χαπθούαρε' κάλ]ι ζε γούὐτὸςκάλ]ι κα- πδόν--ὁ ἵππος δαγκάνει-ζε µε ά]ε ἴδ. ϱηµ.. καφδό]-(Ἕλλην. κάπ- τω, χάφτω). β, τὰ ούφε-α (Αργυο.)Ξ-ἡ κουφάλα τοῦ δένδρου” ἴδ, σγερβόν]ε-α (τ). γούφκε-αξ- πούλ]ε µε γούδε τε µάδε' πληθ. γούφκατε. ρε. Γ. , ἕν : γουφµό] : ϱηµ.. οὐδ.Ξ«φουσκόνω" καὶ γουφό] (Σ. Ερού]α- Μαθ.) γουφόμε-α : ἴὃ. κουφόµε-α, τρούπ-ι’ πληθ. γουφόµατε. μα .. γουζάκ-ου.: πληθ. γουχακε- τε: εἶδος ἀγοίας περιστερᾶς ἴσης τὸ μέ- γσθος µε τρεῖς μέρους, -καὶ γοδέδ (Τυρ.) μωςτ Πτα. ρά-τε; πληθ. τοῦ γροῦα- γυνή: καὶ γνούα (Υ) [ἐλλ. γυνή]. γραθίεμς- φιλονικῶ, µάχοµαι τὸ κἂνε χ]ε γραβίτεν ατὰ ᾽τδυύνα -Ξτὶ ἔχουν καὶ µαλλόνουν αὐτὰ τὰ παιδιά: Ἰθάδε-α (τσαμ.) ι θόνε κσά]-σγαούρεσε κε Ὀδᾶν λ]ούμι νε τράπτ ἀουκ” ε νγρᾶνε πεομ.Ώρέντο εδὲ ε Ὠᾶν πόσι κ]εμέο (Ξ ὡς θόλον), ἅτιέ φούτεν Ὡαρίτε α ουδετάρετε πουρ ι ζξ δίου μΏ᾽ οὐδε περ µε µοσ ου-λ]άγεξ-στρεπ-ι (Περμέτ.). }οαθίι]-α-- ᾗ ἁρπαγή' πληθ. τί -τεα. 7ραῦισ- ({τ-ίτ ϱ, ἐνξριέπ (πλ]άτὃ- κατ « ζούα]οι) γραὈίτεμ. παθ. ἴδ. ρίπεμ. (ἐκδέρομαι) γραβουλόν] (Περμέτ.) ϱ. ἐν. καταπιάνω, σφίγγω ε γραβουλόθα νγα ἠρύχα-ε κάπα περν]ε χέρε νγα γούκα" ϱ) γουρλόνω τὰ μάτια" τὸ ι γραΏουλὸν σῦτε κάλ]ι; πῶς γρου- λόνει τὰ ᾽μάτια τὸ ἄλογον; τα) µε γοαβουλὺν σῦτ᾽ αδτού: --διατὶ μὲ φοθερίζεις (ἀνοίγοντας τὰ μάτια ς) -Ὑραβουλόνεμ: παθ. (Ῥε- ρὅτ.) ι ουγραβουλούανε σῦτε. γράᾶε- α (Υ- Μαλεσία)-«φωλεὰ πτηνῶν: τθέρδε ζόκδ Χ]ε Ώά]ενε ζόκ]τε νάε περ ἀρούν]τ. γράάε-α (Κρού]α)Ξ-τρίνε ε ορουμΏουλάκετε θαμε πρ] ἀέγαδ πεο µε τόέλ]ε μεν άφδ, γραᾶέλε-α (Σ) ἡ ἐσχάρα" πληθ. γραέλ]ατε, ραάΐνε-α (Πεομέτ.)--κόπεῦτ ι πρίδουρε, άρε ε πρίδουρε πληθ. γοαο{- γατε᾽ καὶ 3) κῆπος παρὰ τὴν οἰκίαν' [γαλλικ. Ιαγάἰπ]. γραῦ :ρ. οὐδ, Ξ φωνάζω [ ἕλλην. κρά-ζω] καὶ γράφ, καὶ γερθάσ-έτ-έτ. γραμεσί]Ξ- γρομεσί] (-- ἐρεύγομαι ). γραµ-ι- ἀγριάδα (ἄγρωστις) πληθ, γράμνα-τε (Υ) καὶ Υράμρατε (τ) (ἄχρηστος). ρανί-α:’ περιληπτικὺν--αἱ γυναῖκες: ὁ πληθ. λείπει. -ραρία (τ). κ]ένε δούµε γραρὶ--ἦσαν πολλαὶ γυναῖκες. Υραδίνε-α (Περμέτ.) ἴδ. µόδουλ-ι (πληθ. Υβαθίνατε ἄχρηστος): καὶ 1 νγ]ερε-α (Περμέτ.) (πληθ. ΥΥ]έρα-τε ἄχρηστος). γράδτ-ι καὶ γραῦτ-άι- ἡ φάτνη πληθ Υράὄτετε καὶ γρέὂτετε καὶ Υρἐδάετε [Αγγλικὰ ρταςς.] γρασάάρε-Ία: πληθ. γρβαδάαρε -τε ἴδ, Υασθάρε - |ο.. γραστό]: (Ἠλθασ.) ρ. µεταθ.Ξι βε Ὄαρ α κάᾶτε νε γραῦτ κάλ]ιτ, γομάριτ, λ]όπεσε, α κάουτ, «ας ολ νο (τε) γράτε: ἴδ. τε ἀούκετε. -χκά τε γράτε σ’ κά τε γράτε ἀποφκνκαι, δὲν ἀποφαίνεται (ἐπὶ -.. π.χ. «εοψν πα τε λ]ύνε σ᾿ κά τε γρβάτες- γ]έλα πα Ὑ]άλπε σ᾿ κά τε ἀούκετ (Ξτε ἀούκουρε) τὸ φαγεῖ χωρὶς βούτυρο δὲν ὁ οράνέτοι:. }θάτσοκε-α (Περμέτ.) ἴδ. Ῥετίμε-α πληθ γράτσχατε καὶ νγράτσκε-α (Περμεέτ. -Βερατ.) πληθ. νγράτσκατε. .ρ ντ Σ - ο ι ο 3 / β.. νὰ» ο) σ μόμν το ος ο πὰ ' ο, γθάτόδ -κξ-α (Περμετ.) πληθ. γράτὃ-κα-τε καὶ νγράντὃ-κε-α (Περ μετ.) γρατσό] - ϱ. οὐδ. (Υ. Τυραν. )Ξ-θουτῶ, βυθίζω" Γτουρχ, Ώατμάκ., Ὀατίσ). γρατδόν βέντι (Τυραν.) 5 ζούμπ βέντι (ὑποχωρεῖ τὸ ἔδαφος) νε περ λ]ούμνατ περσίπερε ἄδτε ζάλ, κουρ δχέλ] κάλ]ι ζύτετε. τρ. 4 ὸ η αν θ }ράφ. ρημ.. οὐδ. ἴὸ, γραθ. γράφεµε-α (Υ). {δ. γραχεμε-α (Βεράτ.) πληθ. γράφεµατε: τὰ χνότα, { ἀποφορὰ τῆς ἀναπνοῦς. )ράχεμε-α (Βεράτ.)- αἱ τελευταῖαι ἀναπνοαὶ τοῦ θνήσκοντος' τὰ λοίσθια, γοέδ-ι (γ)ρράζουνε, πό ]ο δὲ ε κρέχουνε, ει ναρέκ]ουνε' ἴδ. λ]ί-νι. γρξδ-ι (Υ) καὶ γρεθ-ι (τ) πληθ. γρέθετε (Υ. τ.) 5 ἡ σφῆκα" καὶ γρέ- νείε-α (Υ) καὶ γρέρεζε-α (τ) πληθ. -α-τε. Γρέκ- ουΞγραικός, ἕλλην. πληθ. Γρέχετε. Γρέκ]ε-]α (δ. γρεκ]ίν]ε-α. Γρεκ]ί-α- ἡ ᾿Ελλὰς ἴδ,. γεοχ]ί-α. ροκ) κ λ, Γρεκ]ενί-α (Υγ) ἡ "Ελλὰς καὶ γρεκ]δρί-α.-(τ). γοεκ/ίν]ε- αξ-γερκ](ν]ε-- ἑλληνίς, ρεκίδτε-]αξξ γερ]ίστε - |αξ- ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα. γρέμε-α (Βεράτ. -Περμετ.) ἳ Ὁ Ἡ --κρημνός' γρεµίνε-κ (Βεράτ.-Περμέτ.) πληθ. γρεμίνατε. γρεµίσ-ίσ-{τ (τ) [παραθ. ἕλλην. γρεμίζω-κρημνίζω] ἵἴδ. οράσό]. γα] Ρρξ.Ο]: / με ν αρ. .Ηγ. ο, γρεμίσεμ ἴὸ. ορεάσόχεμ., ορεζὀζεμ.. « ..ῇ- κα --- 3 κ - αγ μη αν, ... ͵ . πα. γρέπ-ι πληθ. γρέπατε [ἑλλην. γρύπος]-- ἄγκιστρον, ἀγχίστριον' γρεπθ-ι τὸ ὑποκορ. Ξμικρὺν ἀγκίστριον. ρεπό/: (Ἔσραν.) ϱ. ἐνεογ. συλλαμθάνω μὲ τὸ ἀγχκίστριον (ἐκθάλλω)᾽ γρεπό/. ραν.) ο. ΝΕΟΥ. συλλαμθάνω µ. γ ριον (ε ω] ρεπό] πούδκενετναδιέρ τε μ.Ώούσετε µε γρέπ, τς ιεὰ γρέδτε-α (ἜἘλθ.), γρέδε-α (Ἔνρ,), γρέσ-ζι (Καθκ]ο)--ὄμφαξ, ἀἆγου- ρίδα πληθ. γρέδτε-τε, γρέδετε. Υοἳ) :(Υ) ο. ἐνεργ.Ξλειανίζω, κόπτω ψιλά, ψιλά. -γοῖ] (τ) τὸ παθ γρίχεμ (Υ. τ.) }ούγ}ε-Ία (Ῥοράαη - ιιάϊ) πληθ. Υρίγ]ετε-- ἀγέλη, κοπάδι, ποίμνιον. [Λατιν. ϱτοχ- σἰκ] Ύθικ-ι (Ἔλθας.) -γρίγ]ενε-α ἴδ, τούβε-α (Σ) τούφξ-α, κοπέ-]οι, γρίζελε-α (Σ) ἴδ. λ]αράδκε-α πληθ. γρίζελατε. γρίλ-ι; εἶδος πέτους µαλακΏς κοινῶς λίσδας, 2) γρίλ (Υ) Ξ τοκ’ ε-ζέζε. γθίμε-α (7) --τδίκε-α. -ν]ε γρίµες ν]ε τδίκε -- πάκεζα. γθίμτσε-α (Σ) θερρίµε-]α. πληθ. γβίµτσατε: (τρίμματα). Υθιμετσό) Ξ- θεομό] -- τρίθω τὸ ψωμὶ -γριμετσόζεμ.. τὸ παθητ. γρίνζεμ: (Σ) ο. ἀἄποθ. κοινῶς γρινιάζω, τρώγοµαι’ καὶ γερνγ]έτ-εμ (Περμέτ.) γρίζεμ (Σ. καὶ Έυραν.) -- ζάχεμ (Σ. καὶ Ἔνραν.). γοίναεσ-ι πληθ. γρίνᾷεσιτε -- ὁ γρινιάοης: καὶ Υερν]έτεσ-ι (Περμέτ.) πληθ. γερν]ίτεσιτε, γρινὰαδέτο (1 δερατ.) ἆρσ. γριναδέτσ-κε-α θηλ. γρινᾶαβέτα-κα-τε πληθ. γρίσ: ϱ. ἐνερ.Ξ ξεσχίζω ἐκ τῆς πολυχοηατίας (ἐπὶ τῶν ἐνδυμάτων) καὶ ὄχ]ύε] (Σ) καὶ χ]5] τὸ παθητ. γρίσεμ καὶ δκύχεμ.. γριό: (Υ. τ.) ϱ. ἐνεργ.Ξ- προσκαλῶ (εἰς χαράν, εὐωχίαν). καὶ γερδέδ, (ἨΠερμέτ.) έτ-έτ ἀόο. Υρίδα-ε-ι µετχ. Ὑρίδουνε (Υ)» Υρίδουρε (τ) ορ. καὶ γερδίτα-ε-ι. µετχ. γερδίτουρε ἴδ. φτό] (τ ὄουνε περ ἀρέχε, περ ἀάρκε. γρίσ (Ἠερμέτ.) προσχαλῶ εἰς γάμον (ἁπλῶς ἄνευ ἐξόδων) ἐνῷ φτόν] προσκαλῶ εἰς γάμον μὲ ἔξοδα: ε κδμ φτούαρ µε ἀάδ µε κουλ]άτα, (οἱ προσκαλούµενοι προσφέρουσιν . -ε κάμ. χρί- κριὸν εἰς τὸν γαμθρὺν ἄρτον καὶ οἶνον). τὰ παθητ. γρίδεµ, Υερδίτεµ, φτόνεμ.. }ρίφδε-α (Υ. Μαλεσία) εἶδος καρακάξης. 9) γρίφδε-α (Περμέτ.) - λ]αράδχε-κ, καὶ γρίπδε-α Κρό]ς. -καὶ τσότε-α (Τυραν.). θίχε-α τὸ ἀκόνιον, (Τοσκ. Σκ.) καὶ Υρίχενε-α (Ἓλόκο, -Έυραν.) πλ. γρίχενατε. Υριχό; (Αργυρ.) ο. ἐνερ. -- ἀκονίζω, τροχίζω. τὸ παθ. γριχόνεμ, ρόξουλε-α (Σ) Ξ κόκρ᾽ εζέζε σι σάτδε κ]ι Υήένάετε νάς γρούνετ. πλ. γρόξουλ]ατε’ καὶ μοδούλε-α (Ἐλθασ.) ὁ ἀρακᾶς πληθ, μοδούλ]ατε. ως ος ες καὶ κελόγ]ενε-ι (κλόγεοι) πληθ. ἵτε ἡ αἷρα. τὸ ζιζάνιον τοῦ σίτου. γρομεσί} (Υ) ϱ. οὖδ. ἐκδάλλω ἐκ τοῦ στόματος τὰ ἐν τῷ στομάχῳ ἀέρια" ἐρεύγομαι. -καὶ γραμεσί] (Υ) αὖὐ κε ζα δούµε, πρᾶμικ νᾷσίρ φρύμε νγα γό]α.- καὶ γρομεσί] ἢ γροµεσίτ (τ).-ζαπ γό]ενε (Πευμέτ). γρομεσίνε-α γοαμεαίνε-κ (Υ) ἡ ἄφῃρ. ἔννοικΞ ἡ ἐρωγή" ἔρευγμα. κ) 5 κ} ᾱ α.- Π με τω πμ ἡ, - ρανἒς | μα ι] ιδ. .. γρρόνα-τε (Μυζεκ]ε]α) Ξ- γρόπα-ε κ] ι-κὰ νγρᾶνε οὐ]ετ ε πουρρόϊτ ἴδ., [ιν α Υαρρνς]. γρόπε-α.. πληθ. γρόπατες τάφρος, λάκκος [Σλαυϊστί: γρόπ-- τάφος. Γερμαν. ἀναβρθ, (απαβοθη, Αγγλ. σγανοόρυγμα, τάφος]. γροπό] -- ἀνοίγω τάφον, λάκκον. }ροπόρε-Ία { Καθα]α- Βεράτ.) -- κοιλάς, Χοϊλωμκ. πληθ, γροπόρετε. καὶ Ὑροπεσίνε-α' πληθ. γροπεσίνα-θ, Ὑροπεσίρε-κ (τ) πληθ. γροπε- σίρατε, β. κ. ᾿ ε Ἱ . Ἀ γρόδ-ι πληθ. γρόδτε: τὸ γρόσιονΞ μὲ 40 παράδες, .. ..{ ψ η Ἔτοομι η Β ἃ ὗ .- ἃ πι γρόδε-τε (πληθ. μόνον) (Βερατ.)- τὰ φκσόλια (Υ) 9) ἐν γένει τὰ ὅσποια ῃ Ἡ η / (ϱ) Ἡ φακη ἴὸδ, ορύλε-α (τ). γρούα-]α (τ) πληθ. γράτες γυνή, (Υ) γνούα (Ξ γυνή). ον «ο ρα ο. ΜΑ» ’ μδς- μα, ἃ γρούε-]α (Υ) γ]ύσμε γρούα]ες-" ρόα] ε θύερ--µισόχοπη. γθουμάσ-ξι (Αργυρ.) πληθ. γρουµάζετε-- λάουγξ. γρούμῦουλε: ἔπιρ. συμµαζευτά, κουθάρι. (ἐπὶ ἀνθοώπων καὶ ζώων) ουπερμΏλ]όθ μι Ώου)εξσυμμσζώχθησαν κουθβάρι, -- οοούδοι ερμΙΟΛ]ΟΝΝΕ Ύρουμ ϱου/Ε- συμμσιωχ.ησα 0. αρ, Ξ- ϱοουοθυρξ πι- ὄτιελουρε πόσι λ]εμ. ρουμῥουλό]: ϱημ. Ξ- πεῦτιέλε γρούµμΏουλε: παθ. γρουμβουλόζεμ.. γρούμβουλε-ι (Υ.) ἴδ. γαμούλε- Ἱα-- σωρός, πληθ. γρούμΏου]τε. γρουνάρ-ι (γ)σιτών, σιταποθήκη" πληθ. γρουνάρετε. γρούν-ι (Υ) ὁ πληθ. λείπει- αἴτος καὶ Ύρουρ-ι (τ.) ἆρσ. γρούνετε (Υ) καὶ γρούρετε: οὐδ.Ξτὺὸ σιτάριον. ρουνόρε-]α: αἷο ἄρε κε χα κ]ενε μΏιέλε γρούνες ἀγρὺς ἐσπαρμέ- νος σῖτον. πληθ. γρουνόρετε. γρούῦτ-ι πληθ. γρούδτετε (τ) καὶ γρουότατε (Υ) [ἕλλην, γρόνθος] ι Ῥίε µε γροὐῦτς τὺν κτυπῶ μὲ ταῖς γρονθιαῖς. γρύμε-α: πληθ. γρύκατε: τὸ ἔσωθεν τοῦ λαιμοῦ. 3) τὸ στόµιον ὡς ΥβύΧ ε πούσιτ- τὸ στόµιον τοῦ Φρέατος. ) κόλπος ὡς γρύκε ᾖέ- ψ ' Ἱ ο ' ) ῃ τιτ,Ξ ὁ Κόλπος τῆς θαλάσσης. 4) χαράδρα, στενὺν μεταξὺ δύο ο τσ .--.Ἓ-.ο ... ὁ δι ασῶ . απ --ᾱ-ᾱ- -ᾱ- κ μμ υμωμα., ο. ---ᾱ- ον" ϱ) | | | ὀρέων ὡς γρύκε µάλ]ιτ--ἡ Ἀλεισοῦρα τοῦ βουνοῦ. καὶ (Υ) δκαάλ᾽ε μάλ]ιτ. γθυκεσί]-α (Ῥιι41) -- λαιααργία πληθ. γουκεσίτε. ν .. ρυκεσούερ-όοι (Υγ)Ξ:λαίμκργος" ἴδ. Υουσπούερ -όρι. πληθ. γρυκεσό- εΕτε. καὶ συνῃρ. Ὑρυκεσούρ-όρι. τὸ θηλ. γρυκετόρε-]α ἴδ. γου- ὅπόρε -]α' πληθ. γρυκεσόρετε. ρύκεσ-ι (Υ.) ἀρσο. ----γρύκεσε-]α θηλ.---τὸ πληθ. ἆρσ. γ θηλ. γρύκεσετε, ψ ὑκεσιτε, τν μ (ι-ε-τε-) γρυμόσουρε (Μεράτ)-ει-ε-τε ἀόρετε--ι-ε-τε λ]έγετε-- ἀδύ- νατος, λιγνός, ἰσχνὸς -Ἡ -όν. (ε-ε-) γούν]ε--ἐπιθ. (Ψωμὶ) σιταρένιο.-- Ὀούκ)ε γρύν]ε.--καὶ (») ι-ε-γρύ]τε, ι-ε- γρύνετε. (Κοού]α) γυπ-ι (7) κοινῶς τὸ λαμνί: γυπ ι-πιστόλ]ετε-- τὸ λαμνὶ τοῦ πι- στολιοῦ. ἴὃ. ναθλί-α, ναμλ]ι-α (Σ). γά-Τα (Υ. Ὀιιά1) -- ἡ θήρα, τὸ μυνήγιον. γ]άε- ἷα (5), γ]αζ-ου (τ), γ]ουτί-]α (Τυράν.) πληθ. γ]ουτίτε, γ)ᾶ-Ία: ὄνομα περιληπτ. τὸ πρᾶγμα Λατιν. Τθ9 (Υ) καὶ γ]έ-]α (τ) 3) περιουσία, πλοῦτος' γα] ε γ]άλεξ τὰ κτήνη, τὰ πρόθατα. η ὦ ᾿ ο α ϐ) ἐπιο. ἀρν. Ξοὐδέν, μηδέν σ᾿ ἔστε γ]ε-δὲν εἶνε τίποτε: }ἡ 5... Γ δὰ η Ἴ Γ β 5 εὔτε γ]ε κάφδε-- δὲν εἶνε τίποτε. περ πακ γ]ε ἀέδα τε βρίτεμ.- λα ον ἃ οι ηβώ οδσι ος ος ια κα (ὸ ὀλίγον ἔλειψε νὰ σχοτωθῶ" (δ, ασγ]δ, «σγ]έ κουρρεγ]ᾶ (5). ϐ αω -- μα . Ὠ . ον ιν 4/-ἄν-ᾶν (οράαπ) ἴδ. γ]ε]-έν-έν (Υ). γ/ά-ι (Σ)Ξβόγκημα, βογκ.ητός᾽ (δ. νεκίμ.-ι. ο θνρης .” Ὁ κ} . . . - | νο / 4]. ρηµ. οὐδ. ἀόρ. γ]άθα-ε-ου, µτχ. γ]άμ (Υ)» γ]άρε (τ) -- ὁμοιάζω. 3) τριτοπρόσωπον ρηµ.. µε-τε-ι-να-ου-ου, γ]ᾶν-με-σε-τὸν } τὴν- µας-σας - τοὺς 3 τὰςΞ πρέπει, τερειάζει, ὁμοιάζει : ι γ]αν τ'ετ- ϕ ! δα ᾱ- ΄ ὁμοιάζει τὸν πατέρα του, ι γ]ᾶν σ᾿ ἐμεσεξόὁμοιάζει τὴν µητέρα.---- κε]ό 2ρόΡε σ΄ τε γ]άνΞ-αὐτὸ τὸ φόρεμα δὲν σοῦ πρέπει. γ]άν τε βέτε- πρέπει νὰ ὑπάγω, γ]αν τε Ὠέν] κετε πούνε πρέπει νὰ κάµω αὐτὴ " ϕ | Φος .. / ψ τὴ δουλειά. --σ γ]ᾶν τε Ὠέντὸ κετε πούνε-- δὲν πρεπει νὰ κάμῃς ΙΓ εμΜΡ ο 3 Ἆ ᾿ ἃ / / .. 4 » ῥ . αά Ὁ κὐτην τὴ δουλειά. ὃ) μποκρος. ου αμαευσσκὺ γ]άου ν]εχέρε- οὕτω συνέδη ποτέ. σ’ γ]άου α]ό πούνε; πῶς συνέβη αὐτὴ ἡ θεσις : ἴδ. γοβίτ. γ]άμ-ου: πληθ. γ]άκνα-τε (Υ) γ]άχρα-τε (τ). αἷμα. 3) Φόνος, µος Ὀξν ενε μὸε γ]άκ- διέπραξα φόνον, εἶμαι φονεύς. -- µόρα Υγ]άκουν, ετ ρα κατιμ- γ]άκ ε Ὠόλ]ῃε. (φράσις)Ξμὴ κάμῃς φονικόν.----κδμ, πο βελᾶ, α τ΄ιµ Ὄιο, α µίκουτ τ᾽ ἵμξ ἔλαθον ἐκδίκηαιν διὰ τὸν φόνον τοῦ πατρός µου, Ὦ τοῦ ἀδελφοῦ µου, τοῦ υἱοῦ µου Ἡ τοῦ φίλου µου, υ ὃ) γἱάκΞσυγγεγ]ς ἐξ αἵματος. --Ἰέμι γ]άκξΞεἴμεβα συγγενεῖς.---- ιά ης ορ γ ν ἂν νί ὁ δχελὶ πλὶ γ]άκου οὐ]ε σ’ Ώεχετεςτὺ αἷμα νερὺὸ δεν γίνεται. ---κοῦ σκελ] πλ]«α- κου, 4ἐλ] γ]άκου -- ὅπου πατεῖ ὁ γέρων ἐξέρχεται αἷμα. (πκροιµ..). ο. . . ΄ ε η] : ] α ἕ γ]άκεσ- ιΞ- φονεύς, πληθ. γ]άκέσιτε - γ]άκεσε-]α-- ἡ φυνεὺς πληθ. γ]ᾶ- Χετετε- γ]ακετούαρ - όρι (ἀρσο.) πληθ. γ]ακετόρετε. γ]ακετ όρε -ἶκ πληθ. γ]αχκετόρετε. γ]σκατ τᾶρ - ι (Βερ;τ) πληθ. γ]σχατάρετ ε, τὸ θηλ. γἱακατάρε-]α γικκατά ἔρετο.' κα) γ]ακσούερ -όρι καὶ γ]ακ- υ - ῃ . ε ᾿ α. . : Π . . { . υ σούρ-ορι πληθ. γ]ακσόρετε. τὸ βηλ. Υ]ακσόρε -]κ πληθ. γ]ακσό- ρετε. . 3 λὰ .. δα -ᾱἡ ] η . β Ε.Ε. γ]ακόν] : ο. ἔνερ. (Περμέτ) ἴδ. ϱ. περγ] ΣΧ. (΄Αογυν.) γ]ακετό]. γ]ακόνεμ (Περμέτ] ἴδ. περγ]άκεμ. - γ]ακετόνεμ. (Αργυρ.). ᾿]ακεσί]-α (Ώιιά1) «φόνος. πληθ. γ]ακεδίτε. --Ὠάν] γ]ακεσῃ -- δικ- / ] .. . ὁλἡλ. Ι] κ -- μα, Ἡ ] ἵ] "μι. ] α πράττω Φφόνον, φονεύω. γ]ακόν-ι (Ῥι1), ἀδακόν -ι (5) -- διάκονος, διδκος. γ]ακ- θάμεσ-ι (Υ) - ὁ µαχαιροθγάλτης, ὁ χύνων αἷμα (ἀνθρώπων) τὸ θηλ. γ]ακ- Ώάμεσε -|α πληθ. γ]ακ - Ῥάμεσιτε ἆρσ. γ]ακ - Ὀάμεσετε θηλ.----γ]αὈερεσ-ι γ]ακΏέρεσε-]α θηλ. τὸ πληθ. γ]ακ - Ώέρεσιτε οσα δρα” . ἵ, ν. . ' κ. - άρα. γ ιςκΏερεσετε θηλ. Ἶ ἡ . . ὧν. ή κ Τε ή η. ἴ ή] ----] εἰς ω- Ξ γ]ακούνά: (Υ) γ]ακούναι (Υ), γ]εκούντ (τ) Υ]νκούναι (6) Ξ εἴς τι µε ρος, κοινῶς εἰς χανεν μέρος, μΏεσᾶο βεντ-ε κξρχόθα πο σε γ|ετόε γ]κκούνᾶι-- τὸν ἐζήτησα παντοῦ ἀλλὰ δὲν τὸν εὗρον εἰς κανὲν µέρας, ----Ίοτε]έτε φδέχουρε γ]εκούντ -- θὰ εἶνε κρυµµενος εἰς κανὲν µέρος” ἀντιθ. ασγ]κκούνὰᾷ (1) ασγ]ακούνᾶι () ασγ]εκούντ (τ) ασγ]εκοῦνά: (τ) κουοκούνᾷ (Σ) κουρκούναι (Σ). Μάλετ. Ξ ἐπιρ. ζωντανῶς. αμ γ]άλε --εἶμαι ζῶν. Ξ ζῶ. ἴὅτε πλ ι-ἅτι- ἔζη ὁ πατήρ του, -----σ ἄδτε γ]άλε πο κά ῥᾷέχουρΞ : δὲν ῃ ἀλλ᾽ ἀπέ- ο ΛΕΗ θανεν. 9) σημ. ἀπαράλλαχτος, ὅμοιος, ε Ῥᾶνα γ]άλε σι ατε -- τὺ ἕχαμα ὅμοιον µε αὐτήν, ---- κενζόν γ]άλε σι γ]έλ] - τραγουδεῖ ἆπα- ράλλακτα ὡς πετεινός. ι-γ]άλε-ι ἐπιθ. -- ζωντανὲς 9) ζωπηρός ἂν- τ0. ι βάέκουνε-- θνητός, ε-γ]άλε-α -- ζωντανὴ ϱ) ζωηρά.----δὅτε ι Υ]άἄλε -- εἶνε ζωντανός, εἴνε ζωηοός. γ)άλ]με-α (5. Βερατ)--σπάγγος, σχοινίον ψιλὸν πληθ. γ]αλ]ματε καὶ Υ]άλ]με-ι (τ) πλθ. γ]ελ]μίτοετε, )αλ]ούσ-τρε-α ( Μιρεβίτα) πληθ. Υ]αλ]ούδτρατες παράθυρον. ---- γ]άλτε-ι Ἰ οὐδετέρως γ]άλπετε: πληθ. Υ]άλπερατε Ξ βούτυρον. άὶ (Υ) τε λ]ύνε-τε οὐδ. ὁ πληθ. λείπει, γ/άμε-α (γ)--κακὴ εἴδησις (ἐπὶ θανάτου) ι έρδι γ]άμα--τοῦ ἦλθε κακὴ εἴδηῃσις, τ'άρθτε γ]άμα. καὶ Ὑ]έμε-α. γ]άμε-α (Υ. Ῥιαά1) Ξ-ἀντήχηπις, θρῇῆνος. Υ]ᾶμε µότιτ (Υ) (Μαλ]ισία) --ἡ βροντη {δ, δχρέπι µότι (γεγ. Μαλεσία ). }/άμ-υ Ξγ]εμίμι πλ. γ]εμίμετε. γ]μίμ-ι, (Υ) πληθ. Υ]δματε, γ]εμίμέτε, Υ]μίμετε-- ἀντήχησις, ῥοη ὁ (Σ. Ῥιάἱ) ῥόγχημα., γ)ᾶμ (Υ) γαρε (τ) µετοχ. τοῦ γα] (Υ. Ῥοσάαπ). γ)άνᾶερρε-α (Υ), Υ]ένάξρρε-α (τ) πληθ. γ]άνάερρατε-- ὁ ἀδήν, οἱ ἑληέὲς κοινῶς τὰ γλυκάδια., γ)άνε-α (Βεράτ) -- Όαλτα Χ]ξ λ]ε λ]ούμι κουρ βερδίν. γ)ἄνε (γ) καὶ γ]έρε (τ)Ξ-ἐπιρ.Ξ εὐρέως, φαρδιά. ἀντιθ. ι-ε-νγούδτε. (9) γ/ᾶνε (Υ) τι γ]έρε" πλατύς, εὐρύς. (ε) γ/ᾶνεε γ]έρε-- πλατεῖα., εὐρεῖα. (τε) γ])άνετε, (γ)--τε γ]έρετε (τ) - τὸ πλάτος, τὸ εὗρας. Ἠανό] (Υ) ἴδ. σγ]ανό] (Υ) σγ]ερόν] () γ]ερόνὶ (τ). }ανόχεμ (Υ) ἴδ. σγ]ανόχεμ. (Υ) σγερόνεµ, (τ) γ]ερόνεμ, (τ). γ)άρπενε (Ῥιια1) (Υ). γ]άρπερε (τ) - ὄφις, πληθ. γ]άρπενκτε (Ἐλβας,) γάρπενιτε, Υαρπάν]-τε καὶ γ]εοπίν]τε [δ. Έλλην. Ἡερπω, σερπω Ξ ἕρπω]. γιάρε (τ) µετχ. τοῦ ρημ. γ]αμ. ὁ ἴδε, γ)άσ-ατ-ατ' (Σ) ἴδ. σγ]ασ-ατ-ατ. οημα. γ/άτεμ ἴδ. σγ]άτεμ. γ)άσε-}α” (Ῥορά απ) καὶ γ]ασε-αξ ὁμοιότης' πληθ. Ἰ]άσετε καὶ σατε. γ/άσ καὶ νγ]άσ-έτ-έτ (Κόρτὸκ) µε τετ νγ]ετ-µε-σε τὸν ὁμοιάζει, ο μηκας, ι νγ]άσ - τὸν ὁμοιάζω. -καὶ περγ]άτ (τ). µέ-τε-ι-νκ-ο)-ου γ]άσ-- με-σε-τὸν-μᾶς-σᾶς-τοὺς ὁμοιάζει. (ι) γ]/άσιµ-ι: ἆοθσ.Ξ εὐπρεπής' πληθ. τε γ]άσιμιτε. (ε) γ/άσιµε-/α θηλ. πλ. τε γ]άσιμετε. -καὶ ι γ]ασέμ-ι ἀρσ. ε γ]κσέμε- Ία θηλ. πληθ. τε γ]ασέµιτε ἆρο. τε γ]ασέμετε-θηλ. γ]άδτε: ἀριθμ..-- ἔξ. 6. - γ]άδτε-μῃε-διέτε-- δεκκ ἓξ καὶ γ]άδτε µοε δίτε (Υ) καὶ γ]άδτε με δέτε (Ύ). γ/αὔτε-διέτε -- ἑξήκοντα" καὶ γ]αῦτε-δίτε -γ]αστε-δέτε. : γ]άδτε-ι ε-γ]άστε-κ-- ἕκτος- ἕκτη. γ]αστεμεζά]: πολλαπλασιαστικὺν ἐπίρ.Ξ ἑξαπλῶς (Περμετ). (ι) γ]άδτεµεστε-ι (ΤΠερμετ.) -- ἑξαπλοῦς, (ε) γ/άδτεμεστε-α. θηλ.Ξ ἑξαπλῆ. γ/αστεμεζόν/: ο. ἐνεργ.Ξ- κάμνω ἑξαπλοῦν, ἐξκπλασιάζω" τὸ παθητ. γ]κδτεμεζόνεμ. (Περμέτ). }]αδτίσ-ιξ- ἡ ἑξὰς τὸ θηλ. γ]αδτεσε-]α' ἡ ἑξάς. }]αῦτεσε: ἐπίρ. Ξ ἐζαχῶς, ἐζαχῃ κατὰ ἓξ τρόπους. γ]άτε: ἐπίρ. -- μακοῶς' γλ]άτε (Ὕδρα- Ίταλο-) Αλθανικόν). (ι) γ/άτε-ι-- ὁ μακοὺς ε-γ]άτε-α-- ἡ µακοὰ καὶ (ι-ε) γλ]άτε: ἄντιθ. ι-ε σκούρτενε (Υ) ι-ε-δκούρτερε (τ). γ]ατό]: ρἼμα ἐνεργ.Ξ- μακρύνω, Ὀξ] τε γ]άτε: ἀντιθ. ὅκουρτό].---καὶ νγατό| (Υ. τ.) τὸ παθ. γ]ατόχεμ.- νγατόχεμ (τ). γ]ατάρ-ι (Ῥοράαπ) πληθ. γἱατάρε-τες- κυνγός.---τὸ θηλ. γ]ατάρέ- ἵα πληθ. γ]ατάρετε.--- γ]ατούχρ-όρι" πληθ. γ]κτόρετε καὶ γ]αχτάρ- ἄρι πληθ, γ]αχτάρετε' τὸ θηλ. γ]κχτάρε-]α πληθ. γ]αχτάρετε.--- γ]στόρε-]α-- Ἡ κυνηγός πληθ. ετε καὶ γ]ουετάρε-]α πληθ. γ]ουε- τάρετε.---καὶ ἆρσ. γ]ουτάρ-ι πληθ. γ]ουτάρετε.-- τὸ θηλ γ]ου- τᾶάρε-]α πληθ. γ]ουτᾶρετε. γ]άχ-ου (τ) ἴδ. γ]α-]α (Υ). γ]ε-Ία (τ) ἵδ. γ]ά-]α" ὁ πληθ. λείπει. γ]έγ]εμ: (Ὀα81-γ-τ.) ϱ. ἀποθ.-- ἀκούω. ἴδ ἀεγ]ό], νάεγ]ό], ναεγ]ό]. φρᾶσις: σ αστε πᾶμ ε Υ]έγ]ουνεξ- ἀόρατον καὶ ἀνήκουστον πρᾶγμα. τε γ]ἐγ]ουνε-ιτε (Ριιά1) --ἡ ἀκοή. () -γΤέγ]εδιμ-ι (Όαά1) εὐπειθὴς ἴδ. ι νάσγ]ούεδιμ.-ι. (ε) -Υ/έγ]εδιµε-ζα: θηλ. ἴδ. ε-ναεγ]ούεδιμε-]ο.. ρε })εζαρ-ι (Πεομέτ.) ἴδ. κ άρν πληθ. γ]εζάρετε. γ)έδι () πληθ. γ]έθ-τε τὰ (πυχνὰ) φύλλα τῶν δένδρων, καὶ }}έδε-]α ος τ.) καὶ φλ]έτε-α πληθ. φλέτετε. -Ὑ]εθεσό] (Υ) ο. οὐδ, κοινῶς πα ίνω τὰ φύλλα. γ]εθεσό]ενε ἀρούτες- τδέλ]ινε ἀρούν] τες ξανοίγουν τὰ φύλλα. (9. γελό], 16}: (Υ) ϱ. ἐνερ.-- εὗρίσ (τ) µ.τ.χ. γ]ετουνε (Υ) καὶ τρεσ (Σ) ρημ. Βάϊρ, ΕΡάρ, ὃιρ (Σ), Όαο (Τδαμ.). γε) µ.ετοχ. γ]έτουρε (τ): ι έρθνε τε γ]έτουρατε (Περμέτ.) -- τῆς ἦλθον τὰ ἔμμηνα (ἐπὶ γυναικῶν). ψ ρισκω ἀντιθ. Ἰουπ, (Σ) χούμπ, ζουμΏάσ γ]έν] γ/εκούνα ἴδ. Υ]ακούνά. ---- γ]εκούναι ----ἴδ. γ]ακούναν, γ)ελ]-ι: πληθ. γ]έλ]ατε -- ἀλέκτωρ, πετεινός. ----καὶ κενὰέα-ι (ΞΞὁ ἄδων, ὁ ψάλτης) (Περμέτ.) γ]έλ]ε πούλ]ε-- ἀλέκτωρ᾽ πρὸς διάχρισιν ἄλλων, Υ]ελ]ε ἀέτι, ἰνδιᾶνος, γάλλος. ---- καὶ χαπόζ-ι καὶ κοκόδ ι ((Αργυρ.). γ]ελ]- Ίρεκ- ου: (Ἔλθας,) ν]ε φάρε γ]ελ]ι κε λ]εν πα πούπουλα μΏασενὰάϊ ἵενεε ιάάλ]ενε λέγεται καὶ γ]ελ] -κοχότ (Σ). (ι) γ)έλύερε-ι ἆρο. -- ὠχρός, χλωμός, πράσινος τὸ θηλ. (ϱ) })έλ]ῦερε-αξ ὠχρά, χιτρίνη. ----ἴδ. ι-ε πρεῦτε. ι-ε-ρίμτε. γελ]θερό] : ϱημ. ἐνερ.Ξ πρασινίζω, })ελδερόχεµ. : ο. Ξ πρασινίζοµαι' καὶ γ]ελΏερόνεμ.. γ}ελθάύε-α (Ὠίθρα) Ττ8 ἀσιάσελίμε- α πληθ. γ]ελ]ρέρετε. γ)έλε-α πληθ γ]ελε-τες τὸ φαγητόν. Ὑ]έλε Ῥουσβουλ]έτουρε (ἨΠερ- µέτ.)-- ἀρτημένον φαγητόν, πασχαλινόν' ἀντιθ. γέλ]ε κρεδµόρε -- νηστισιμον φαγητὸν (τ) καὶ γ]έλε ι μαδενύρε (Περμέτ.)--τεσσαρκ- χοστινὸν οκ }ελίν] (Βεμάτ.) -- ψάχνω διὰ τοῦ ράμφους πρὺς τροφήν᾿ σικό] κετού ε ατιέ µος γ]εν] Υγ]ε περ τε νγρενε΄ πο γ]ελίν] πούλί]α: (δ. ωΡΑΝ γ}ελῖν] (ρμά! - Τοσκ -Ῥοράαπ ) ο. οὐδ.Ξ μθαζεμ. ι γ]άλε, 9) ψάχνω πρὸς τροφὴν διὰ νὰ ζήσω, ---- ν]ερίου γ]ελὶν με Ὀούχε -- .. ρρόνε μ,ε Ὀούκε (Ῥορά4απ) ἴδ. ρρό], Ἱετό]. γ)έλουνε (Ώ141) καὶ γ]έλμ. (1) µτχ.-- με ϱρούεμ.. }/ελὶ ποτ (ϱοράαη) ο. οὐδ. - ζω, διάγω τὸν βίον, κοινῶς πεονῶ τὴν ζωήν" δκον] Ιέτενε. γ]ελίν]εμε νᾷε νε ὄτεπί -- ζῶμεν ο. κοῦμεν) εἰς µίαν οἰκίαν. ---- καμ. γ]ελίτουνε δούμε βιέτ νᾷε δὲτ τ νοκ Α΄ρθενιτ -- έζησα πολλὰ ἔτη εἰς τὴν ᾽Αλθανίχν. --- µε γ]ελίτουνε ναξε κετε Ίετε- διά ειν τὸν παρόντα βίον, αἰῶνα.. ἀόριστος γ]ελι- τα-ε-ι, μτχ. Υγ]ελιτουνε. γ]εμε-α-γ]άμε-α (Υ). γ]εμε- μάδ - δι (Ῥερατ.) -- κακόµοιρος" πληθ. γ]εμε- μΏεδέν]τε. γεμε- µάδε-Ία πληθ. γ]εμε- μεδότε θηλ. Ξ ἡ κακομοίρα. γλεμίµτι (τ) καὶ γ]ψέμ-ι (1): πληθ. γ]εμίμετε - γ]ιμίμετε" ἵδ. ρημ. Ὑ]εμο] (5), νο] (1). γ]εμό] (τ) καὶ γ]νμό] (γ]: ρ.Ξ βροντῶ, Ἰχῶ, ἀντηχῶ ἐπὶ κυμάτων τῆς θκλασσης, ἐπὶ βροντῆς, καὶ σωμάτων ἀντηχούντων' σημ.. καὶ διώκω (Υ) ἴδ. ναιέκ (Σ) ἴὃ καὶ νεκό].---- γ]εμό]ενε µάλ]ετε -- βοΐζουν τὰ βουνά’ γ]εμόν ἀέτι-- βρέµμεται ἡ θάλασσα. γ]έμπ- δι Ἄ γ]εμ-ι (Υ) πληθ. γ]έμθατε-- τὸ ἀγκαθι. }/)ἐμθατδ-ι (Βεράτ.) ἰδ. θερέτσ-κε-α καὶ γ]έμσι - γομάρι Ξ γομαράγκαθο, γ]ενάε]ε-]α (τ) πληθ. Ὑἡενάρ]ετε καὶ γ]ιναε]ε-]α (Ὀοσάαπ Ὀιιά1) ὄχλος, λαός, πλῆθος' 9) συγγενής.---πληθ. γην ε]ετε᾽ καὶ γ]ινά-ι (Ῥοσά4αἨ). γενάεμ καὶ γ]ινάεμ. (τ. γ) εὑρίσκομαι, ἀἄντιθ. χουμθάσ. γ]ένᾶεμ κέκ] (ἨΈλθασ.) -- σεληνιάζοµαι. ---- μτχ. Ὑ]έντουρς (τ) καὶ γ]ιν- ἀουνε (Υ). εντ) -α (Ὀιι1) Ξ- λαός, τος ὄνομα περιληπτικόν, ἡ συγγένεια" καὶ γ]ινί]-α (Ῥορ4αΠ) καὶ γἹερί-α (Αργυρ.) - ἡ α τυγγένεια., γ]ενᾶερρε -α (τ) ἴδ. γ]άνάεροε-α .ϕ . η γ]έπ-ι: πληθ. γ]ἔπατε (Υ. Ἐλδασ.). ος ὁ ἴ ... κ. .. ο: ο. / αρ - ρα -- α γ)έρ-ι- ν]ε ὄτᾶζε πόσι μῖ κ]ι ζα ἄρρεζ-κέτερρ (Βεράτ.). )έρ (Ἔοσκ. Βερατ. Πευμέτ.), γ]έρα (η ϱγυρ.), νγ]εο (Ἠλόας,) (Κ- ῥά]ᾳ), νγ]ετὸ Ὦ ανγ]έτὸ (Τυράν.) ἐπιρ. χρον.Ξ ἕως, µέχρι’ π.χ. νγ]ερ χεσά] ἀίτε-- µέχρι ταύτης τῆς ἡμέρας' καὶ κ]νρ χεσαά] ἀΐτε, Ξ- ο. ταύτην την ἡμέραν' νγ]υτὸ καὶ κύτὸ (Σ. Ὀιιά1-γ). ----γ]έρμε Ξ ἕως ον καὶ μ]ετ, (Ῥιμάί. µΏιερ (Κρού]ς) ἀέρι Ἄ «αλέρι ἃς (Σ) καὶ γ]ερσᾶ, νγ]ερσα. ἀερσᾶ -- ἐν ὅσῳ, ἕως ὅτου. ----νγ]ερ κετού, νγ]ερ ατύ-- ἕως ἐδῶ. ναἹερε Ὠιάϊ- βοσάαπ) καὶ να]έρι. ναῦ, εἀδ], νἀυτδ (Υ). σο κ] π ον γέρθε-α (Ἐλθασ.) πληθ. γ]έρβατε'Ξ- ἡ στκγών, φεκάς.--καὶ πίκὲ-α πληθ. πίκατε. τσίκε-α πληθ. τσίκατε, γερό]: ϱ. οὐδ.Ξ στάζω" καὶ πικό], (Σ) -τδικό].---- Υ]ερΏόν ὄτεπίκ -- τσικὸν ὄτεπίκ -- στάζει ἡ οἰκία. γ)ερᾷέκ-ου (Σ) ἴδ, γ]ιράέκ-ου (Έυραν.) πλ.---ετε: (λέξις Τουρκ..). Ι)έργ]εν-ι: χωρίον τοῦ Ἐλβασανίου, )ερδίδτε-α; πληθ. γερδίδτατς" ν]ε φάρε ἀρούροι κἱε Ὀἐν λ]ούλ]ε τε κούκ]ε εδὲ ε ζανε δἵτε. γ}έρε (τ) ἐπίρ. ἴδ. γ]άνε (Υ). (ι-ε-τε) γ)έρε' ἴδ, ι-ε-τε γ]άνε (Υ). /1ἔρκ]-γ5Ξ ὁ Γεώργιος, ὄνομα κύριον. γ]ερόν] (τ) ἵδ. γ]ανό]: τὸ παθ. γἹερόνεμ (τ) ἴὃ, σγερόνεµ. σγ]χνόχεμ. (Υ) καὶ νγ]ερόνεμ. (Περμετ). γ)ερσᾶ καὶ νγ]ερσᾶ: ἐπιρ.Ξ ἕως ὅτου: νγερσᾶ τε βίν]ε ε παστα]με]« Ἔ ἕως ὅτου ἔλθῃ τὸ τέλος αὐτοῦ. γ]ετί: ἐπιρ. (τ)-- ἀλλοῦ: γ]έτι (Υ) νγ]έτι (Σ) καὶ γ]έτκε (τ). γ]ετκεζε-α: (τ) ιθόνε ατυ βέντι τεκ μΏύλεν πατάτε. Ἰ/έτουρε: µετοχ. τοῦ γ]εν] -- εὑρίσκω" καὶ (Υ) γ]έτουνε. (τε) })έτουρ-ιτε: εὕρημα ---τὸ τί εὑρίσχει τις. (τε) γ/)ένᾶουριτες- τὸ πῶς εὑρίσκεται. γ)εχένε-αΞ- γέενα, Χόλασις' πληθ. γ]εζένατε. }ῖν-ι, γ]ῖ-ρι (τ), Υ]ί-ου (θααἱ-Ῥορσάσαη)ΞΞ µαστός, ὁ κόλπος, πληθ. γη] -τε' ἅπ γ]ι]-τε ἀιάλιτ--βυζαίνω τὸ παιδί, -- ἀπ σίσε. }}ιζάρ-ι (Περμέτ.) καὶ νγ]ιζάρ-ι᾽ ὁ ὑποτυροχόμος, βοηθὸς τοῦ τυρο- χόµου. ἴδ.]γ]ίζε-α.--- ὄτοπάν-ι' Ῥάάδο-]α (πληθ.) γ]ιζάρετε καὶ νγ]ι- ζάρεις. γ]ίξε-α: εἶδος τυροῦ παραγοµένου ἐξ ὀξυγάλακτος, }/ίδε: ἐπιθ. ἀρσ. καὶ θηλ.Ξ- ὅλος- η" πᾶς-πᾶσα.---πληθ. Υ]ίθε καὶ τε Υήΐθε -- ὅλοι, ὅλαι.---γ]ΐθε Ὀούρρατες τε Υ]ίθε Ὠούρρατες-- πάντες οἱ ἄνδρες.--- γ]ίθε γράτε χαὶ τε γ]ίθα γράτε-- πᾶσαι αἱ γυναῖκες.---- Ί]ίθε Ὠότα -- ὅλος ὁ κόσμος) οὐδ, τε γ]όσζε ζᾶνγρα τε γ]ίθες τὸ ἔφαγα ὕλον, γίδαξι: ἐπίρ. Ξ γενικῶς.--- γ] ιθεσέ] (Υ. τ. Ὀοράαπ)- κρε]τ -- ὕλως διόλου, ὁλοτελῶς. ποεὸ ο ἶ [λσλ Ι | | | | ! }]ιδεκού/να] (Ὀιά1) ἀντὶ γ]ιθεκούι]. γΊιδε- ανα ξ] (Τνραν.)Ξπαντοῦ, πανταχοῦ. ---γ]ιθεκούΞγ]ιθε κουνζό -- πανταχοῦ-γ]ιθ αὖ, Υ]ιθ᾽ αἱό, γ ατάς- τηλικοῦτος, τηλικαύτη" καὶ γ](θεκύ, γΊιθε κ]ό.--- µάτδια χάνγρι γι’ ατὲ μῖ--ἡ γαλῆ ἔφαγε τόσον µέγαν μῦν' γ]ιθεν]ι (Υ)ΞΥ]ιθεν]ε- πάντοτε ὀλονέν. ----γ]ιθεκ]ίδ (Ἐλ-] ασ.) ἐπ'.ρ.Ξ- τὸ σύνολον, τὸ ὅλον ὁμοῦ” π.χ. Υ]νθε κ]ιδ ποτ ]α δά ατί ϱ α ια ο... ἶ λω ο πρι (0 ια Ἶ ο λα ρε Ξπδν ὅτι εἶχεν ἔδωκεν αὐτῷ' ΥΙ0Ε ν]ερειτ σ μουντ τα Ώαν]ςξ κετ . ... η . 4 Ἰ η Δ πούνε πο αὖ χ]ε ἀι-τὸ {ο ν]ερὶ σ’ μούντ....Ξ πᾶς ἄνθρωπος δὲν δύ- ναται νὰ κάμ:ῃ τοῦτο, παρὰ αὐτὸς ὅστις γνωρίζει µε γ]ιθε ἀούερ φιάλ- ]εῦ (Ῥιιά1)--με τὸ ἆο φά.ε φιάλ]εῦ-- μὲ κάθε εἶδος λόγων.---γ]ιθεκούδ (Σ. Ῥοράαη) γεν. κοινοῦ:Ἔ πᾶς, ἕκαστος, πᾶς τις. ---Ύ8ὺ. γ]θε κούι]τ, αἰτ. γ]έθε κενά καὶ γ]ίθε κάνᾶ (Υ) Υ]ίθε κουδᾶό :Ξ-ἕκαστος δήποτε, πᾶς δήποτε' γ]ιθε-σι- ταίλι-- ἕκαστος' ἆραο. καὶ γι ι τοίλ]ι γ]ιθεσι- τοίλ]α-- ἑκάστη: θηλ. καὶ γ]νβ’ ε τοίλικ γ]νθε-σε -σὶ-- ὅπως δήποτε, καθ᾽ ὁποιονδήποτε τρόπον’ γ]ιθε πρέ] µέ]ε,- τέ]ε-ατι-- ἐξ αἰτίας μοῦ -σοῦ -αὐτοῦ' γ/ίθε πρε] νε -]ουῦ- ατύνε--ἐξ αἰτίας ἡμῶν, ὑμῶν, αὐτῶν" γ]ιβε ούνε-τυ- αὐ-να, ]ου- ατά’ ἐγὼ -σὺ - αὐτὸς ἡμεῖς- ὑμεῖς - αὐτοί (ἴμην ἡ αἰτία). --- Υ]ίθε τὸ ἆσο-- πᾶν ὅτι θέλεις, πᾶν εἶδος. ---γ]ιθε κ]ίὃ: --τὸ ὅλον" τὸ πῶν᾿ γ]ιθε τὸ φάρε γ]ά]ε- ή παντοδαπά, παντοῖα, διάφορα, ποικίλα. -καὶ Υγ]ίθε τὸ) φάρεῦ -γῖθε φάρεῦ - γ]ίθε τὸ μος-γ| ίθε κ]ίδ.---γ]ιθε- κούνᾶι-- παντοῦ εἰς ἅπαντα τὰ µερη' Υγ/ίθε κ] κου]τον ν]εοίου--γ]ίθε τὸ) κου]τόν ν]εοίου-- πᾶν ὅτι σκέπτεται ὁ ἄνθρωπος. --μβε γ]ίθε βεντ-μΏε τό ἆο θέντ-- εἰς πάντα τόπον. ----περ γ]ίθε ζέρες περ τὸ) ἆο ερεξεἰς πᾶσαν στιγ- μήν περ γ]ίθε μΏρᾶμε-περ τό) ἆο μΏρᾶμες-ἀνὰ πᾶσαν, καθ έκά- στην ἑσπέραν' γ]ίθε ν]ερί]- (Ῥιιά1)-- τὸ) ἆο ν]ερῖ- πᾶς ἄνθρωπας᾽ περ γ]ίθε ανε-μΏε τὸ) ἆο άνε-εἰς πᾶν µέρος.---γ]ΐθε µπκάτ ε γ]ίθε φιάλ]ε κ]ι ἄστε Ὀάαμ, ε φόλ]ε (ἀμά1)Ξ- πᾶν ἔργον καὶ πᾶς λόγοςΞ τὸ ἆο πούνε ε τὸ) ἆο φιάλ]ε. γ/ιμίμ-ι (Υ) ἴδ, γ]εμίμ.-ι (τ) πληθ. γ]ψιμετε. γζιμό] (1) ϱ- ἴδ. γ]εμό]. ν]ίνγ]ερε-α (Πεομ..) πληθ. γή νγ]ερατε᾽ ἴδ, γραδίνε-α.. γ]ίνά -ι (Ῥορά απ) ἴδ. γ]ένάε]ε-]κ.. γ](νάε]ε-]α. πληθ. γ](νάετε' ΛΕΞΙΚΟΝ ΑΛΗΑΝΟΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ὐ ρα })νᾶεμ: ἴδ. γ]ένᾶεμ (τ) γ]νάουνε µετοχ. τοῦ γ]ένάεμ.. γ)οί]-α (Ῥομάαπ) ὄν, περ. --οἱ συγγενεῖς' γ]ινί]« ε τι]-- οἱ συγ- Ὑενεῖς του” καὶ γ]ιρῖ-(Αργυρ.), υγάλε-α (Σ) πληθ. Ἠυγάλατεξτέττιξ-- ταίντσιρας" καὶ κενγάλε-α (1) πληθ. κενγάλατε, }ιράέκ-ου καὶ Υἱεράέκ -ου (Τυρ. Σ) λέξις Τουοκ. (ἐκ τοῦ Υ]εράίκ- εἰσῆλθον) --ὁ νυμφικὸς θάλαμος εἰς ὅν εἰσέρχεται ὁ νυµφίος. }/ιρί-α (Αργυρ.) ἴδ. γ]σί-α (Υεγ.) ν γ]σί]-α. γ)ιτ-ι (τ) πληθ. γ]ίὄτρατε ἴδ. γιτ-ι, }}ινέδιρε-α εἶδος δένδρου: πληθ. γ]ενεδτρατε. 1 Πινοκάστρε-α (Υ)Ξ᾿Αργυρόκαστρον: καὶ Γ Ἱιοκάστρε-α (τ). { ᾿ινοκαστρίτε καὶ [ Ἱιροχαστρίτε πληθ. Γ]ιροκαστρίτε-τε το θηλ. Γ]ερο- καστρίτε-]α: ὁ κάτοικος τοῦ ᾿Αργυροκάστρου, γ)ίὅτε-]α (Καθ. Περάτ.) ἴδ. Υιὅτε-]α (Τυρ.) πληθ. Υ]έὄτετε' καὶ γεδτέζε-α (Ἔλθας,) πληθ. γεστέζατε. }]όδε-α (Υ)Ξπρόστιµον. )οθάρ-ι (Σ)--αὐ κ]ε ϱξ γ]όβε-- ὁ ἐπιδάλλων τὺ πρόστιμον" πληθ. γ]ο- Ῥάρε-τε. γ]όλε-τε (πληθ.) (Π(ομετ.) πλάκες ἐφ᾽ ὧν θέτουσιν ἅλας ἵνα φάγωσι τὰ πρόθατα. (ι) γ]όρε-ι (ἆρσ.) (τ)Ξ-ὀρφανός, Χσχόμοιρος: ι νγοάτε, ι"θόρφενε. (ε) γ]όρε-α (θηλ. (τ)--ὀρφανὴ ε μιέρα, ε νγρἄτε, ε βόρφξνε σί µ)έτε κδδτού µοοε ι Υ]όρι-- πῶς ἔμεινες ἔτοι Χακόμοιρε; ἀ]έμ. τε γ]όµε-- ὀρφανὰ παιδία, γ)ούα) : (τ)' ϱημ. ἔνερ.--κυνηγῶ, θηρεύω: καὶ Ἰἡούε| καὶ γ]ούεν] (ραά1) ἐπιτυγχάνω τοῦ σχοποῦ (5) ἴδ, κοάί-, (1) κ]ελό] (Ἓλθασ.) ἀόρ. γούα]-τα-ε-ι (τ) καὶ γέἶτα-ε-ι" (Υ) καὶ Υ]ού] άόρ. γ]ού]τα (Υ- συνῃρ.) µετοχ. Υούα]τουρε (τ) Υούείτουνε (Υ) καὶ Υ]ού]τουνε συνηρ. καὶ γ]ουμ" (ᾶ1) ε- γ]ούα]τα μὲ γούρ-ε κοβίτα μὲ γουρξε Κ]ελόθα μὲ γουρ.Ξ τὸν ἐκυνήγησα μὲ πέτραις. }]ουετάρ -ι {ὸ, γ]ατάρ-ι πληθ. Υ]ουετάρετε τὸ θηλυκόν. Υ]ουετάρε -ἷο (Υ) ἴὃ, γ]ατάρε-]α πληθ. Υ]ουετάρετε καὶ γ]ουτάρ-ι (Υ) πληθ. γ]ουτάρετε τὸ θηλυκὺν Ὑ]ουτάρε- κ (τ) πληθ. γ]ουτάρετε. γ)ουκάτε- α-- κριτήριον' πληθ, γ]ουχάτατε. Εμ πμεςι γ]ουκατέδ-ι (Υ. τ. Ῥιιά]1) ἴδ, γ]υκατάρ-ι πληθ.----τέδιτε καὶ γ]υκά- τεῦ-ι πληθ. γ]υκατέδιτε. }]ουκατέδε-]α καὶ γ]υκατέδε-]α: θηλ. ἴὃ. γ]υχατάρε-]α πληθ. γ]ου- κατέδετε καὶ γ]υκατέδετε. γ]ουκό] καὶ γ]ουκόν]: ἴδ. γ]υκό] καὶ γ]υκόν] τὸ παθ. γ]ουκόχεμ. καὶ γουκόνει, (τ) ἴδ. γ]υκόχεμ, γ]υκόνεμ.. γ]ούμέ-ι [ Ἑλλην. ὕπνος]" γεν. γ]ούμιτ, αἰτ. γ]ούμενε: -με µόρι γ]ούμι Ξμὲ πῆρεν ὁ ὕπνος Ἠ µε ζούνι γ]οῦμι (Υ)Ξ μ’ ἔπιασεν ὁ ὕπνος' µε ζούρι γ]ούμι (τ)--- μὲ ἀόλλι γ]ούμις μ’ ἐθγῆκεν ὁ ὕπνος,--- κἂμ, γ]ούμετζ µε ῥιὲν γ]ούμε.-- ἔχω ὕπνον, νυστάζω. --- ἄντιθ. σ᾿ κδμ, γ]ούμε, σ᾿ µε θιὲν γ]ούμε-- δὲν ἔχω ὕπνον.---ὁ πληθ. λείπει. γ]ούμε-ζι-ου (Βερατ.) κακόµοιρος πληθ. γ]ουµε-ζέσ-τε. γ]ουμε-ζέξε-α (Βερατ.) θηλ. ἡ κακόµοιρη" πληθ. γ]ουμεζέζατε. γ]ουμάδ-ι (Αργυρ.) ἆρσ. (ὑπναρᾶς) -- αὐ κ]ε φλε δούµε.--- πληθ. γ]ου- µάδετε: τὸ θηλ. γ]ουμάδε-]κ πληθ. δετε.---γ]ουμάτὃ-ι ἆρπ. γ]ου- µάτσε-]α θηλ. (Καθ.) πληθ. τοῦ ἆρο. γ]ουμάτδετε, τοῦ θηλ. γ]ου- µάτσετε καὶ γ]ούμε-μάθ-δι (Βερατ.) ἀρσ.----γ]ουμε-μάδε-]α θηλ. πληθ, γ]ουμε-μεδέν]τε ἆρα.---γ]ουμε-μεδάτε θηλ. γ]ούμε-ρέναε-ι: (1) ἆρσ.Ξ αΌ κ]ε κᾶ γ]ουμε τε ρένᾶε.--- γ]ούμε-ρένάξ-α (Υ) θηλ. α]ό κε κα γ]ούμε τε οέναε.-- γ]ούμε-λ]έχετε-ι: ἄρσ. αὉ κε κᾶ γ]ούμε τε λΊεχετε (Υ) γ]ούμε-λ]εχετε-α: Όπλ. α]ό κ]ε κᾶ γ]ούμε τε λ]εχετε. ]οῦ-νι (Υ) καὶ γ]οῦ-ρι (τ) πληθ. γ]οῦν] -τε' [παραθαλ. "Ελλην. γόνυ]. γ]ούρ (Υ. Μαλεσία) ἴδ. γουρ. πληθ. γ]ούρετε' (Μαλεσία). γ]ούρμε-α πληθ. γ]ούρματε τὰ ἴχνη' καὶ γ]ύρμε-α (Ἔυραν.) πληθ. Υ]όρματε, }]ουτάρ-ι (Υ. συνηρ.) ἴδ. γ]ουετάρ-ι' πληθ. γ]ουτάρετϐ. γ]ουτάρε-]α (Υ. συνηρ.) ἴδ, γ]ουετάρε-]α πληθ. γ]ουτάρετε. γ]ού-νι (Ῥοράαη) Ξ ἡ σπορὰ καταγωγῆς' πρε] γ]ούνιτ ᾿Αθράμιτ- ἐχ τῆς σπορᾶς τοῦ ᾿Αθραμ ---γ]ού-νιξοἵ ἀπόγονοι, γ]ουτί-α: ἴδ. γ]α-]α: πληθ. γ]ουτῖτε" (Ένραν.). γ]ούχε-α (Υ) (τ) πληθ. γ]ούχετε καὶ γ]ούχενατε (Υ) καὶ (τ) Υ]ούζε- οτε καὶ γ]ούχου-]α (Υ. Ῥια]) πληθ. γούχουτε᾽ καὶ γ]οὐζουνξ-α κ λς., πληθ. γ]ούχουνατε ἴδ. γλ]ούχέ-αΞ- γλῶσσα, --- γ]ούχε-μ]ά]τουνε-ι (Υ)Ξ- θραδύγλωσσος καὶ Υούχε-μΏά]τουρε γ]ούχζε-μβά]τουνε-α. (Υ) θηλ. ἡ βραδύγλωσσος, γ]ουχε-μβά]τουρε-α (τ). γ)ούχεμ: παθητ. τοῦ γ]ούα]. γ]υκάτε-α-- ἴδ., γ]ουκάτε-α: πληθ. γ]υχάτατε. { γ)υκατέσ-ι (Ῥοσά απ) (ἆρα.) ἵδ, γ]υκατάρ-ι πλ. γ]υκάτεσιτε γ]υκά- | τεσε-]κ (Ὀοράαπ) θηλ. ἴδ. γ]υκατάρε-]α.---θηλ. γ]υκάτεσετε. γ)ύκ]-ι πληθ. γ]ὐκ]ετε (οράαη -Τοσν. -Ῥιιά1) -- κρίσις, συμφωνία, συνθήκη.--- κβδτού ϱ χἔμι Ῥάμε µε γ]ύκ] -- οὕτως ἐσυμφωνήσαμεν - τοικύτην συµφωνίαν ἐκάμαμεν. γ)υκ]ετάρ-ι ἆρο. γ]υκ]ετάρε-]α θηλ. -- κριτής, δικαστής.--- γ]υκάτεσ-ι (Ὀοράαη) ρα. γ]υκάτεσε-]α (Ῥοσάαπ) θηλ. πλ-θ. γ]υκατάρετε (ἆρσ.) γ]νκατάρετε (θηλ.) καὶ γ]υκάτεσιτε ἄρσ.---γ]υκάτεσετε θηλ. γ)υκό[ ἢ γ]υκόν]: ϱ. ἐν.Ξ κρίνω, δικάζω, Ἰνωμοδοτῦ. ---γ]υκό] ἀρέ[τε Ξ κρίνω δικαίως, ---- γ]υκό] ὄτρέμβετες- κρίνω ἀδίκως, ---- γ]υκόχεμ. (Υ) καὶ γ]υκόνεμ. (τ) παθητ. γ}υΑσιᾶνε (Υ) πληθ. γ]υλπάνατες- βελόνη: ραφίς. ---γ]υλπέρε-α (τ) πληθ. γ]υλπέρατε [ἶδ. νγούλ-πέ-νι καὶ πέ-ρι (τ)]. }Μ//υλπενύρ-ι (γ)Ξσακκοθελόνη, σακκοράφα" καὶ γ]υλπέρύερ-όρι (Άργυρ) ἡ ἀκέστρα, θελόνη μεγάλη.---- ἴδ. καὶ χερρίγέ-α (Βεράτ). }/ύμεσε-α: πληθ. γ]ύμεσατε [παράθαλ. Ελλην. ἥμισυς]. γ)ύμξε-α: (Ώοσάαπ) ἥμισυς' ἡμίσεια - ἥμισυ. --- γ]ύσμε-α (τ) πληθ. Υ]ύσματε: περ γ]ύσμε Ἰ Ύ]νσμε περ γ]ύσμες- ἐξ ἡμισείας, }/ύσε-α (Σ) πληθ. γ]ύσατε: Ίμισυς-εια- αυ. γ]υμεσάνμ-ου (Ύ) άρα. ἡμιτελης, ἡμιμερής' πληθ.’ γ]υμεσάκετε. τὸ θηλ. γ]υμεσάκε-]α πληθ.---κετε. γ)υµεσαράκ-ου: ἆρα. (1) πληθ. γ]υµεσαράκετε τὸ θηλ γ]υμεσαράκε- Ίκ: πληθ. Ὑ]υμεσαράκετε καὶ γ]υσμάκ -ου (Βεράτ.) πληθ. γ]ν- | σμάκετε ἆρσ. τὸ θηλ, γ]υσμάκε-]α πληθ. γ]υσμάκετε᾽ καὶ γ]ν- σάκ-ου (Σ) πληθ. γἱυσάκετε ἀρο. τὸ θηλ. γ]υσάκε-]α: πληθ. γ]υσάκετε, γ/υμεσαζόκ-γου (Υ) πληθ. γυµεσαζόκ]τε: κατὰ τὸ Ἅμισυ πτηνὸὺν -- ἡμίπτηνον' καὶ γ]υσμαζόκ-γου (τ) πληθ. Ἰἠνσμαζόκ]τε. γ}υμεσαμῖ-νι (Υ) καὶ γ]ύσμε-μι-ου (τ) -- κατὰ τὺ ἡμισυ ποντικός, αό. ΦΕ ---- . . . υς γ]υμτύρε-α: πληθ. γ]υμετύρετε (Ῥα4ἱ- Ῥοράα Ἐκ.) αἱ κλειδώσεις, . Γι ε ε β [η ἡ ψ πα / αἲ ἀρθοώσεις, οἱ ἆρμοι' 2) τὰ µέλη τοῦ σώματος, }ὐ α πληθ. γ]όρμετε: ἴδ. γ]ούομβ-α ὅθμε- ην. γ]νρμετε. το. γ]ουρμε ]ύσε-α (Σ) ἴδ. γ]ύμεσε-α πληθ. γ]ύσατε ., μμ . . γ]ύσμε-α ἴὸδ. γ]ύμεσε-α' πληθ. γ]ύσματε. γ]υσμάκε-]α ἴδ. γ]υμεσάκε-]α. γηὔδ-ι: ὁ τοῦ πατρὸς πατὴρ Ἡ ὁ τῆς μητρὺς πατήρ πάππος. ---εμ Υσ6 (Υ) καὶ ιμ-γὸὸ (τ)- ὁ πάππος µου" υτ γῦδξόὁ πάππος σου’ ι γῦδιξ ὁ πάππος του, ]ὔδε-]α: πληθ. γ]ῦδετε ἡ τοῦ πατρὸς Ὦ τῆς µητ ὃς μμ ηρ Ἡ προ- ε ο μήτωρ.--ἐµε Υ]ῦσε (Υ) καὶ ίε Υ]ὔ6ε (τ) Ίοτ γ]ὔδε ἡ µ μ.άμμ.η σου’ πα 1... μμ. / Ἡ « | 3 . Βε 2) ε γὔδια- ἡ μάμμη του καὶ µάδε-]κ (Βεράτ.) ὀν. µάδε]α, γεν. µά δεσε αἰτ. µάδενε πληθ. µάδετε, 5 ὰ 5 / η ’ γ]υτέτ-ι (Ῥοσά4 απ) ἴδ, κ]υτέτ-ι πληθ. γ]υτέτετε. γ]υτέτε-Ία (Ῥορ.! ἴδ, κ]ύτέτε-]α πληθ. γ]υτέτετε, γ]υτέτασ ι (ος) ἴδ. κ]υτέτασ-ι-- πολίτης, γ]υφκέ]: ϱ. οὐδ. (Έλθασ.) -- ἀπαυδῶ, ἀποκάμνω. καὶ γ]νφτεί (Υ. Μκλεσία). γ]υφχέθα σε πουνοῦμι-- ἀπηύδησα ἐργαζόμενος, Δ δά χχὶ αδά (τ) [δ. πρᾶ: ατού δαΞἔτσι δά-- ἀδτοὺ πρᾶ. δάλε-α (Καθ.) δάλε-ι (τ) καὶ δάλτε-ι (Υ)Ξξυνόγαλα (γάλα δαρ- μενον ). δάμθεζε-α (Υ) πληθ. δάμρεζατε (Ξ-οἱ ὀδόντες τῶν τροχῶν.---καὶ δέµ- Ῥεζε-α πληθ. δέµρεζατε. δάμπ-ι (Υ) πληθ. δάμΏετε [ἑλλην. ὁδούς-οντος- Λατ. ἀθπεδ] καὶ δέµπ - Ὃι (τ) πληθ. δέμβετε. δαμθδίρ-ι (γ)ξνυϊὸς τοῦ βρυκόλακος. "Αν συνευρεθῇ ὁ βουκόλαξ τών, τα τῆς συζύγου του, τό γεννώμενον ὀνομάζεται δαµπίρ, καὶ ἔχει τὴν έξαι- ρετιχ.Ἡν ἰδιότητα νὰ γνωρίση τὸν βρυκόλακα”" ύθεν παροιμία : δαμ. - πίρι ν]εζ λ]ουφγάτινε : δᾷνᾶερο-ι (Υ) πληθ. δκναούρρετε (παραθ ἕλλην. δαµάζω) --γαμθρὺς εν Ιαα τας καὶ δένᾶερο-ι (τ) μ.-δαναερο, υτ- δάνᾶερρ ι. δάνᾶεροι -- ὁ γαμιθρός µου ὁ γαμθρός σου, ὁ γαμβρός του. δᾷνᾶερρί-α (Υ) καὶ δενδεροί-α (τ) ἀφ. ἐν.-- τὸ εἶνχι τινά γαμθρόν. δῶναερρό] καὶ δενᾶεορό] : ϱημ..-- γίνομαι γαμθρὸςΞ Ῥέχεμ, δένᾳεορ. δᾷνε (Υ) καὶ δένε (τ) µετοχ. τοῦ ϱημ. απ--δίδω.---(ι-ε-τε) δᾶνε (Υ) 3 δένε (τ)-- δεδοµένος -η- ον’ (τε) δᾶνετε (Υ)--τὲ δένετε (τ]--ὁ δασμὸς - τὺ διλόναι” (τε) δάνατε (Υ) τε δένατε (τ)]-τὰ δοσίµατα.----τε μαάορε ε τε ὄενε. Ξ-τε µάρρατε ε τε δένατεξἡ ληψοδοσίκ, αἱ ληψοδοσίαι. δᾷνεσ-ι (Υ) καὶ θένεσ-ι (τ) ὀδίδων πληθ. δενεσιτε' ἆρσ, πληθ. θηλ. δένεσετε. δᾶνεσε- Ία (Υ) δενεσε- ]α (τ)--ἡ δίδουσα δαπέν-ι: κοινῶς πετμεζόχωµα' πληθ. ἄχοηστος δξ (τ) ἴδ. ἐδέ: συνδ, συμπλ --καὶ [όμηρ. ηδέ]. δὲ - ἄίε- δὲ - ἀία-- γεωλογία (γνῶσις τῆς ΥΤς). δξ- ἀίτουνε-ι (Υ)Ξ δξ- ἀΐτουρε-ι (τ)Ξγεωλόγος" τὸ θηλ. δε-ἀίτουνε-α (Υ)Ξ-δξ-(Αΐ-ουρε-α--ἡ γεωλόγος. ὀξ-ου: πληθ. δένατε (Υ). δέρατε (τ) [παραθ. Ἕλλην, δα γα ὡς δᾶ- μήτηρ Ξ- δημ ήτηρ Ξχγῆ- μήτηρ. -δᾳ-πεδον, ---ἡμε - δαπὺς ---ἆἀλλο-δα- πὺς]|Ξἡ ΥΠ, ὁ κόσμος ἡ οἰκουμενη” 9) χοῦς, χόμα,---ὂ) πατρίς.--- νγα τὸ) δξ ]έ τύ:-ποδαπός εἶ :--ἀπὸ ποῖον τόπον εἶσαι: ἴκου νᾷε ὃξ τε χοὐκ]-- ἄνεχώρησεν εἰς τὴν ἀλλοδαπήν.----μόοι δένε ναερ σῦ-- ἔγεινε φυγάς.---δκέλ| ὄξνε-- ὑποτάσσω τὴν γῆν ----ρρῖ περὸξ (γ)--κά- ῄ βηµαι κατὰ γῆς, καὶ ορ με ὃξ (τ) περξ-- χαμαὶ κατὰ γῆς νὰε δξ-- ὑπὸ γήνξνένε δὲ. --- τε περφίτε δέου--εἴθε νὰ σὲ χαταπίῃ ἡ γή! (ἀρά ]--τ᾽ ου ζάπτε δέου |.--- περ ατὲ δξ (ὄρχος)--[μὰ τὰν γαν] δξ-/α (Έυραν.)ΞΞΥῆ καλλιεργήσιµος, τόκα κ]ε πουνόχετε' ἴὃ. ἄρε-α (ἄρουρος). δεθ-ι: ὑποκορ. τοῦ ὀξ-ου πληθ. δέθε-τε. δελ]ατάρ-ι ἆραο. δελ]ατάρε -]α θηλ.Ξχαϊδεμένος- η, καὶ λ]εδατάρ -ι ἄραο. λ]εδκτάρε Ία θηλ. ---καὶ γλ]εδατάρ-ι (Κρού]«) ρα. γλ]εδα- τάρε--ἷα θηλ. πληθ. ἆρα. δελ]κτάρετε, λ]εδατάρετε, Υλ]εδατάρετε' θηλ. δελ]ατάρετε. λ]εδατάρετε, λ]εδατάρετε. δέλ]κε-α πληθ. δέλ]κατες-χάϊδια (Υ). καὶ λ]έδε-α πληθ. λ]έδατε (Έυραν.) καὶ γλ]έδε-α πληθ. γλ]έδατε. τρ ἆμθ «δέλπενε-α (Υ) πληθ. δέλπενα -τε ἀλώπηξ' καὶ δέλπερε-α (τ) πληθ. αἱ δέλπερατε καὶ δκίλ]ε-α (ἨἘλόκσ.) πληθ. δχίλ]ετε [ἕλλην. σκύλος]. δελπενί-α (Υ) πληθ. δελπενίτε ἡ ὑπουλότης, πονηρία” δελπερί-α (τ) πληθ. δελπερίτεξ πανουογία.. δελπενίστ ο) Χκι δελπερίδ τςζὐὑπούλως, πον ηρῶς. δελ]φίν-ι καὶ ἀνλ]φίν-ι (Σ) πληθ. ον δελφίν -ἴνος, δεμύάλε-α: πλ ηθ. δεμβάλετε : λα. ζίτης ὀδούς. δέμῥεζε-α:. πληθ. δέμρεζατε--ῖδ. δάµρεζε-α (Υ). δέµθετε: τοιντοπρ. ϱηµ. οίδημα. λυποῦμαι, µε πονεῖ᾽ µε-τε-ι δέμΏετες-μὲ πονεῖ, λυποῦμαι.--- καὶ δίµπσετε (Ἓλθασ.) καὶ δίµ.- Ῥετε (Σ) µε δέµβετε βέτε]α-- λυποῦμαι ἐμαυτόν' καὶ δεμΏύσετε (Έυραν.) δεµίζε-α πληθ. δεµίζατε ἴδ, βέθ-ι (Σ). δέµπ (τ) ο. τριτοπρ. με-τε-ι δέµπ (τ)]Ξμε σὲ-τὸν πονεῖ µε δέμπ κρύετες μὲ πονεῖ τὸ κεφάλι µε δεμπ ὀδμβι- μὲ πονεῖ τὸ δόντι µε δαμΏ ἀόρα, κἔμΏα- μὲ πονεῖ τὸ χέρι, τὸ πόδι, δέµπ- ὃι (τ) πληθ. δέμῬετε--δάμπ - Ῥι-- ὁ ὁδούς, δεµίζε-α (Ἐλθαςσ,) πληθ. δεµίζατε : κοινῶς τὸ μυγόχεσμα᾽ καὶ διµέζε-α (τ) [ἴσως ---διέσ -μίζε- «] καὶ ῥέθ-ι (Σ) πληθ. βέθετε: καὶ ἑνάε-α (Υ) πληθ. ἐνάετε:-κά Ῥουμ. βξ0 μἰδι-- τὸ κρέας τὺ ἔφτυσε ἡ μῦγα- μίζα κα λ]Μδούεμ. ένάε (Υ) Ὦ µίδι αδτε πλ]δτ µε δεμῖζα (ἐλθ.]-ε κἁ δίεµ, (δίεϱ) µίζα. δενάρ-ιξ-ποοθατάρης πληθ. δενάρετε' | ἴδ, Ὀαρί. δένά (Τυραν.) ο. ἐνεργ.ΞΥδένα (1) καὶ γδέντ (τ)-πελεχίζω, λέπω. παθ. δένάεμ., δέναεμ., δέν τεμ. (ι-ε-τε) δένεξί-ε-τε δᾷνε (Υ). δενεσ-ζι (τ) πληθ. δένεζατε-- πτερύγιον, παρονυχίς. δένάερρ -ι-- δάνᾶερρ -ν. δενΠερρία ἴὃ. δαχντερρί- α τὸ ρημ.. δέναρρρόν] (ς) ἴδ. δανθερρό] (Υ). δέντε πληθ. µόνον. ---ὁ ἑνω.. ἀέλίε- ἱα--τὰ πρόθατα. ὌΌν. δέντε γεν. θένετ. αἶτ. δέν-τε ἄφ. δενδ. δέρε Ἐ Ὁ Ἑ πικρόν᾿ ἴδ, θάρτε 3 ἴδετε () ᾖΐδουρε (τ). δέσ-έσ-έσ (Ἰάκοθκ ᾿Αογυρ.) ο. ἐν.Ξ- ἀνάπτω 2) ἐρεθίζω τινά: καὶ νέσ-έσ-έσ. (Υ. Τοσχ.) - ἄορ. δέζα-ε-ι' µτχ. δεζε καὶ δέζουνε (1) --, θθει- καὶ δέζουρε᾽ προστακ. δΐσ- δίσνι, ναίσ- ναΐσνι, ι-δέζε-ι ἆρο. ε-δέζε-α θηλ. τε- δέζετε οὐδ, - τὸ ἀνάπτειν, δέσ- έτ-έτ (Σ) ἀντὶ διέσ-ετ-ετ' ϱηµ..Ξ χέζω. ὃξ- δχρέσε-αξ ἡ γεωγραφία πληθ. δὲ - δκρέσατε: καὶ δὲ- δκρόν]ε-α -- ἡ γεωγραφία πληθ. δὲ- ὄκρόν]ατε ὁξ- ὄκρέσεσ-ις- ὁ γεωγράφος δε - ὄχρέσεσε-ἷα Ξ γεωγράφος καὶ δε- δχρόν- εσ- ι- δὲ - δκρόν]εσε -ἷα πληθ, δὲ - σκρέσεσιτε - δε- δκρόν]εσιτε ἄρα. δξ- σκρέσεσετε ὃδ- ὄκρόν]εσετε θηλ. δέτε (Σ) ἀντὶ διέτε-- δέκα, (ι-ε - τε) δέτε--ι-ετε διέτε-- δέκατος. δίεµ: (ἼἸάκοθα -᾿Αργυρ.) παθ. τοῦ δες. --ἐξάπτομαι, ἐρεθίζομαι, καὶ ναίζεµ. (Υ. Τ) καὶ τοίλ]εμ. (Αογυρ.). δικ]έλ-ι: πληθ. δικ]ελ]ετε--ἡ δίκελλα. δίλ]ε-α (Αργυρ.) [παραδ. Ἕλλην. δειλιάζω--φοθοῦμαι]-- κούρασις, ἀπόστασις. διµισκ]ί-α:. ἐν τῇ φράσει θίΐκε διμισκ]ί-- μμάχαιρα δαμιασκηνἡ --- σπάθη δαμιασκην ή! πληθ. --- τε, δι-α; πληθ. δίτε -- αἲξ "Ὑὸς [[ρδίσ- ε-- Ἔθδεσσα-- Αἰγαί]. διάµε-τε οὐδ, πληθ. διάµερα -τες- λίπες, πάχος, ξύὐγγι. καὶ ἆρσ. διά- µετι. βξ διάµεζρ. οὐδ. - παχύνω. διάρ-ι ρα. διάρε -]ο θηλ. διάρετε ἆρσ. διάρετε θηλ. αὐ α α]ό κ]ε ρούαν δίτες- αἰγοθοσχός διάτε-α πληθ. διάτατε- Διαθήκη. Διάτε ε Βιέτερες Διαθ. Παλαιά Διάτε ε ρἔξ Καινὴ διάθήκη. διαφούαρ - όρι Ἑ Ὁ Ἑ πληθ. διαφόρετβ. :τ Ὦ [ίσως ἀντίδωρον]. διέσ-έτ-έτ: ϱ. ἐνερ.Ξ χέζω. ἀόρ. διέθα-ε-ου. προστακτ. δίτ, δίτνι, εὐκτ. διέφδα, ὑποτ. τε-διέσο,-τε διέτὸ,-τε διέσε, κτλ. μτχ. δίεμ, καὶ διµ (Υ) δίερε (τ). δίετε καὶ διέτε-- δέκα καὶ συνῃρ. δίτε, δέτε (Σ. Τυρ.). (ι-ετε) διέτε-- δέκατος -η -ον καὶ ι-ε-τὲ δίτε καὶ ι-ε-τε δετε (Σ) --τὸ δέχατον, ἡ δεκάτη τῶν προϊόντων. ἄπ τε διέτενε -- δίδωµιι τὴν δεκάτην (τῆς οὐσίας ) µάρρε τε διέτενε ε γ]έσε-- ἀποδεκατίζω ἴδ, διετό]. διετόν] καὶ διετό]Ξ- λαμθάνω τὸ δέκατον, διατόνεµ., διατόχεμ, παθ, ας ιι ἴρ. -- δεχαπλῶς (1Περμετ). διέτεμεζά] ἐπίς (.-) διέτεµεστε-ι-- δεκαπλοῦς ε- διέτεµβστε-α--δεκαπλή. διετεμεζόν]-- δεχαπλασιάζω. διε τεμεζόνεμ -όχεμ.. παθ. διέτεξ -ι -- ἡ δεκάρα (δεκάλεπτον) πληθ. διέτεῦκ-τε. καὶ συνῃρ, οἶ- τεδ-ι καὶ δέτεδ-ι (Τυο.) ἀντὶ διέτε --, διέτεδε καὶ δίτεδε καὶ δέτεδε: ἐπι.Ξξεἰς 10 τµήµατα. (τε) ο πῶς -ιτε οὐδ. (υαάϊ - Ῥοσάαη - Ἐλόασα, ) ἀφγρ. ἔνν. -- ὁ πόνας, πληθ. τ δίμηξουνατε (Σ) ἴδ. τε ὄι]ούεμε τε καὶ συνηρ τε δι]ούμετε (Τυρ. ). ---- κάῑι τε δίµῬουνε-- πονῶ κξ τε δίµπουνε-- πονεῖς κτλ. (ἵ-ε-) δίµπδουνε-ι-ας ἐλεήμων εὔσπλαγχνος. (.-ε-) δίµπτεδιµε -ι - µε-]κ (Ὀοσάαη)- ἐλεήμων. {(ι-ε-) διμηύτδιμ-ι- µε - ]α ( ρος- ἀαπ) -Ἔυραν.) ἐλεήμων. δίµπσετε -ἴδ, δεμβετε -- ϱημ. τριτοπροσ. (8) δίντε-ι (Υ). ε δίντε-α () ι-δίρτε ι ε-δίρτε-α (τ) -- γιδίσιος, διπλάρ-ι-ρε-]ακ πληθ. διπλά ἄρετε ἆρο. ---ρετε θηλ. [ἕλλην. διπλοῦς] διπλοῦς ἄνθρωπος-- σωμανόδη, ν]ερίου ι μ.Ώούυδουρε σα πεο ἂν ν]εος, -- διπλάρε | [α-Ξ Τη διπλασία τὺ α σῶμκ'ε- μιάδε σα περαυ ρα. πληθ. διπλάρετε ἆρα, διπλάρετε θηλ. δττεμ: ϱ. οὐδ, Ξ χέζω, χέζοµαι' φόδν]α ου δίε--ου δίε νένε βετε΄ - λερώθηκε τὸ µωρό.---- 1. διέα. δοκάν-ι ἴδ, χουοθ-ι [ Ἕλλην, δόκανον]. δὑόμε-α πληθ. δόµατε-- [ Ἕλλην, δῶμα Ἰ θάλαμος. δουµετί-α (Ῥοσάαη - Ἐλθασ.) ἵδ. δουνετί-α πληθ. τίτε [ ἙἝλλην, δωτίνη]. δούνε-α (Υ. Ῥαά1-Ρροσά απ) πληθ δούνετε-- λύπη, 2) βία, κκκὴ πρᾶ- δις, βλαθερὰ καὶ ἐπιζήμιος πρᾶξις.--- ἄοτε ἀάλ]ε δούνε να εου.]ετ -- θα ἀποθῇ κακὸν ἀποτέλεσμα ἐν τῷ μεταξύ.--- κ]ε]ό γ]ὰ α᾿ ἀουρὸν δούνε-- αὐτὸ τὺ πρᾶγμια δὲν ἐπιδέχεται κακὴν διοχείρησιν. ---με περ-δούνε -- µε πα- το διὰ τῆς βίας. --βία.--- δούνε- Ὀάμεσ-ι (Υ) αὖ χ]ε Ὠαν δούνε πληθ. δούνε Ῥάμεσιτε. --- δούνε- Ώάμετε - ]α-- αἱό κ]ε Ὀάν δούνε πλ:θ. δούνε Ῥάμ.εσετε, δουνόν] -- δουνό] (Υ. Ῥιά1) -ι ῦανι δούνε. δουνετί-α (γ)Ξ δῶρον, προσφορά,---καὶ (τ) δουρετί-α: πληθ. δουγετίτε καὶ δουρετίτε᾽ (τ) καὶ δουράτε-α πληθ. δουράτατε, ὤν ουν ο δουρό] (τ) ο. ἐνερ. [Ἑλλην, δωροῦμαι Λατ. ἀοπο]-- χαρίω, δω- οοῦμαι, δρῖ-α: (Άργυο.) πληθ. δ2ῖ-τε-- τὸ χλῆμα τῆς ἀμπέλου -- καὶ ζαρδῖ-α, Τσουνκ-γου (ζαθ.) καὶ κρέρε-τε (τ. Περμέτ.). ---βέστε μὲ 300 δρῖ (Δργυρ.)-- Ῥέστε μὲ 800 κρέρε (Τοσκ..) -- Βενέστε μὲ 800 τσούνγ] (Καθα]ς) -- 800 τσούνγ] ν]ε ζουλε, ὀριμ-ι (τ) πληθ, δρίµνατε-- ἀντ᾽ ε πλ]άκαβετ. - αἱ τρεῖς πρῶται καὶ αἱ τρεῖς τελευταῖκι ἡμιέραι τοῦ Μαρτίου Ὦ κατ᾽ ἄλλους µόνον αἱ τρεῖς τελευταῖαι Φεθρουαρίου --- Μαρτίου χοθ᾽ ἃς δὲν ἐργαζονται αἱ γυναῖκες τῆς ᾽Αλθανίας ἵνα μὴ ἀγριεψη ὁ καιρός' κατ’ αὐτὰς μά- λιστα περιποιοῦντχι τὰς Υραίας' (λείψανα ἀρχαίας ᾿Ελληνικῆς Μυ- θολογίας). ὀρόμ-ι (τ) -- δρόμος ρούγ᾿ ε µάδε πληθ. δρόµετε καὶ ἀρόμ.-ι (Σ) πληθ. ἀρόμετε καὶ βροµ-ι πληθ. βρόµετε (Υ). )) σα] (Υ) ρ. ἐνερ.- χωρίζω, δικιρῶ µετχ. ἆαμ, ἄορ. ἀάδα-ε-ου καὶ νάα] (Ἔοσκ.) ---τὸ παθ. ἀάχεμ. (Υ) νάάλεμ (τ). ἀαῦθ (Σ-]άκοθα) οἴμα ἴδ. σὔαθ.--- ἀάθεμ. ἴὸὃ. σράθεμ. ααλ): οἩημ..Ξ-ἐξέρχομαι ἀντιθ. χύ]. µετχ. ἀάλε καὶ ἀάλ]ουνε (7) ἀάλ- Ίουρε (τ), ἄορ. ἀόλ]α-ε-ι (Υ) καὶ ἀόλα-ε-ι (τ).---ι ἀαλὶ περπάρο. κ Ἡ να Ἰ { ἃ 3 ἀαλ] νάς; σὺ παρουσιάζοµαι τινί' 9) ἐξέρχομαι εἰς ποοὐπάντη- σιν’ ἄντιθ. πεοσιέλ, περτσιέλ.--- ἀαλ] φιάλ]έσες- παραθαίνω τὸν λό- γον' αλ] μεντό-- χάνω τὸν νοῦν µου" τε ούαλνε µέντε-- ἔχασες τὸν νοῦν σου, --- ἀαλὶ κούνᾶρες ἀνθίσταμαι τινί.---- ἀκλ] κράχα- προστατεύω τινά" ἆελ] προσταχτ. Ξ- ἀρκεῖ, φθάνει με-τε-ι-να- ου-ου ἄελ]-με-σε-του-μας-σας-τοὺς φθάνει.----νούχε νὰ ελ] Ὠούκα Ξ δὲν μᾶς φθάνει τὸ ψωμί.----ι αλ] ἄνεμίκουτ -- ἀντιπαρκτάττομαι τῷ ἐχθρῷ ---ναε κ]οφ ῬΏούορε ἀελ] µε--ᾶν εἶσαι ἀνδρεῖος, ἀντεπέ- ξελθέ μοι" ελ] ἀιέλι, Ἰάνχτ- λ]εν ἀῑέλι, ζάνα" ἀντιθ. ορ ἀῑέλι, ζάνο' (Ὀιμά1) ---ι ἁάλ] ζότ καὶ ι ἀάλ] περ-ζότ-- ποοστατεύω τινά χ ] |) περ β .] οἰκειοποιοῦμαί τι’ ἀάλ] ]άδτε -- διέα, δίτεµ. | ο (τε) ἆάλ]ε-τε-- ἡ ἔξοδος, τε ἀάλ]ετ᾽ ε ἀίελιτ- ἡ ἀνατολή. ἴδ. τε λ]έμιτ ε ἀελιτ (Υ) τε λ]έρετ) ε ἀίελιτ (τ). (τε) ὤάλ]ουνατε (γ)Ξτε ἀάλ]ουρχτε (τ) τὰ ἐξανθήματα: ἴδ. κὀκ- Ἱεζε-α.----ι ἀούαλ φιάλ]αξι όλλι φιάλ]ς σικούνάρε-σε πατ θενε περπάραΞ ἐθγῆκεν ὁ λόγος του ὡς εἶχε προείπει πρότερον. 11, ολ” Γ. ἃ - 5 η έ... μ΄ αἱάλ]: (τ) ἴὸ. νάσλ] (Υ) ἀαλ[εμ (τ) ίδ, νάσλ]εμ (Υ). ἀαλό} καὶ «αλόν]: (τ) ἴδ. νάκλόνεμ καὶ νάκλόζεμ. --- ἀάλ]ε γα ἀάλ]ε-- ἀγάλιακ- ἀγάλια -- σιγὰ -σιγά. -- ἀάλ]εθ (ιά) ἐπιρ. - κα 1. τ ν΄ | ον τω αρ ῥ η .. ντ ΜΗ αμίοά β. - ἀαλιεῦ ε περ νγε (Ῥιά1) Ξ νγα ἀαλ]ε ε µε νγε' 'ὃ, περα] (Υ). ἀαλό]: ϱ. ἐνερ. Ξχωρίζω: τὸ παθ. ἁαλόχεμ. ἄαλεναύδε-α (τ)-- χελιδὼν πληθ. ἀαλενάύδατε.--- ἀκλενάύδε-]κ (Υ): μοῖ ἀαλενάύδε φάκ]ε κούκ]ε.--- ἀαλνάύσε-α (Σ) πλ. ἀαλνάύσατε. «ελανάύδε-]α (ἍΆργυρ,) πληθ. ἀελανάύδετε καὶ κ]ελ]ενάρύδε-]κ (Περμέτ.) πληθ. κ]ελ]ενάρύδετε: ἐπι τῇ ἐμφανίσει τῶν χελιδόνων οἱ παῖδες ἐν ᾽Αλθανία ἐξάγουσιν ἐκ, τοῦ τραχηλου καὶ τῶν χειρῶν χλωστην ἐρυθρόλευκον Ἡν περιθάλλονται ἀπὸ τῆς πρὠτης Μαρτίου, χαὶ χι ειῶ 3 ) ο, δέ λ ἰδί . , ἁ ψ η ὁ 4 εΡ ρεμῶσιν αὐτὴν εἰς ὄενδρον ἰδίως εἰς κρανεαν ἄδοντες τὸ ἑξῆς ἄσμα : Μο] ἄαλεναύσε, Φάκ]ε κούκ]ε, βούξε βουβούκ]ε, ὄκεπ- γ/υλπάνε (σκεπ-γ]υλπερε) (τ) ῥίστ-γερδανε. "Ἠτοι καλῶς ὖλθες χελιδών, ἡ ἔχουσα ἐρυθρὰς παρειάς, ράμφος κκ- λυκοειδές, πτέρυγας θελονοειδεῖς καὶ οὐρὰν Φαλιδωτήν' [ἁρχαιότα- ᾿ τι ' ι. ' ' ρε. τον ἑλληνικὸν ἔθιμον [παραθ. τὸ τῶν Ῥοδίων ὦσμα πρὺς τὴν χελι- δόνα]. ζάμ-ι (Υ) ἆεμ-ι (τ) πληθ. ἀάμετε- ἀέμετε-- βλάδη, ζημία. Ρα] ἆσμ.Ξ Ρεν] ἆεμ.--προξενῶ ζημίαν, κάμνω ζημίαν. ἀαμό]: (Υ) ϱ. ἐνερ.Ξ ζημιῶ, βλάπτω καὶ ἀεμόν] (τ) µτχ. ἁαμούεμ (1) καὶ ἀειιούαρε (τ) [Άκτ. 4αΠΙΠΟ] καὶ ἀαμετόν] (Ρα!) ἢ ἆαμ- ΕΜ) οφ θὰ ῥ .. ὁ αλλα " τόν] καὶ ἀευετόν] (τ). καἀμ. ἀεμούεμ. δούµε παρὰ -- ἐξώδευσα πολλα α κλη ι ... Ἶἡ Ἶ παπα ο ἁβήματα.--μος ε Ὀᾷν χετε πούνε σε νᾷο τε ἀχμόδξμη τὸ χαάμης αὐτὸ διότι θὰ ζημιώσῃς, ο. θε ἄαμαλούδ (Έλθασ.) ἄορ. ἀκμκχούδκ µτχ. ἀαμαχούδε-- διασκορπίζω, τὸ παθ ἁαμαζούσεμ. ἄαμτάρ-ι (Υ) άρα. ἀκμτάρε-]α () θηλ. ἀαμτούερ -όρι : ἆρσ. ἁαμτό- ρε-]α: θηλ. πληθ ἀαμτάοετε ἆρσ. ἀαμταρετε: θηλ. ἀεμτάρ-ι (τ) ἆρσ,ᾳεμτάρε -|οι (τ) θηλ. πληθ. ἀεμτάρετε ἆρσ. ἀεμτάρετε θηλ. αμ. - τούερ-οϱ καὶ ἀαμ.τούρ-όρι (Υ)Ξ ὁ ἐπιζήμιος τὸ θηλ. ἀαμτόρε- ἷα πληθ. ἀαμτόρετε. Δεμτούαρ-όρι (τ) ἆρα. -- ἀεμτόρε-]α θηλ. (τ). ἄῶνε-α (Υ) πληθ. ἀάνετε: καὶ ἀάρε-α (τ) καὶ ἀένε-α (Σ) πληθ. ἀά- ρετε καὶ ἄενετε-- ἠλάγρα, τανάλῃα. ἄἄνγε-α (ἐλδ.) Ώάρκου μ’ ου φροῦ ἀἄνγα--ἐφούσχωσεν ἡ κοιλιὰ [ύπερ- πληρπθεῖσα φαγητοῦ]. ἄανγάλ-ι (ἐλ6.) ἆρα. ἀανγάλε -]α θηλ.Ξ Ώαρκ) µάθ. -- δι Ὀκρκ-μαδε-]α καὶ θανγαράκ]-. ἆρσ. ἀανγαράκ]ε-]α θηλ. πληθ. ἀανγάλετε θηλ. καὶ ἀχνγαράκ]ετε ἀρα. ἀαγαράκ]ετε θηλ. ἴδε Ὀαρκαλ]ικ]-ι Ὀαρκαλ- ϊκ]ε-]α. ἀᾶντ (Υ), ἆεντ (τ)--πυκνόνω": ἄντιθ ρραλό] -- ἀραιόνω. --- µετοχ. ἀάν- ἆουνε (Υ) ἀένάουρε (τ) ἐπιρ. -- πυκνῶς' ἀντιθ. ρράλε ι-ε-τε ἀάνάουνε (Υ) ἀενάουρε (τ)-- πυκνὸς -ἡ -όν. ἀάρδε-α .: πληθ. ἀάρδετε-- ἄπιον, ἀπίδιον (ὁ καρπὸς καὶ τὸ δένδρον). ἄάρε-]α καὶ τάρε-]α: τὸ βάρος ἀγγείου κοινῶς ἡ τάρα" πληθ, ἀάρετε καὶ τάρετε. ἄάρκε-α .: πληθ. ἀάρκετε: τὸ δεῖπνου' [έλλην. δορπηστός]. (ζαρκό] (Υ)--ο.- δειπνῶ καὶ (κάµνω--) παραθέτω δεῖπνον 068] ἀάρκε (τ) ζα ἀάρκες δειπνῶ. ἄάρσμε-α (Υ. Ῥιάϊ, Ῥοσάαη, Σ Κρού]α, Τυραν.) ἴδ, ἀάτμε-α πληθ. ἀάρσματε, ἄαρσμούερ- όρι καὶ ἀκρσμούρ -όρι ἴδ. ἀασμούρ -όρι καὶ ἀἁασμούερ- ορ.--- ἀαρσμορέ-]α--ἴδ. ἀασμόρε-]α. ἄάσμε α πληθ. ἀάσματε [ἕλλην. δής: ἀπὸ τὰς δᾶδας ἃς ἀνάπτουσιν εἰς τὸν γάμον, [καὶ ποιητικῶς γάμος καὶ κηδεί«] | ἄασμούαρ-όρι: ὁ προσκεκλημένος εἰς γάµον (τ). ἀασμούερ - όρι (Υ) καὶ συνῃο. ἀασμούρ -όρι' (Υ) ἀἆασμόρε-]α: πληθ. ἆρα. ασμόρετε. ---- θηλ. ἀασμόρετε (άδ-ι: πληθ. ἀέδε-τε:ζ-κριός, κριάρι ἀαδ᾽ ι βιέτερετι θόνε κουρ κά ηλ καπερσύεμ. ἄν βιέτ' ἀάδ με κουμΏόνε--κοιὸς ὁδηγὸς [μὲ κωδωνίσκον]. ἀάδε καὶ ἀάδουε (Υ) ἀάδε καὶ ἀαάδουρε (τ) ἁάδτουνε (51) µετοχ. τοῦ ἀοὐσκξθέλω. (ι-ε) ἆαδτουνε καὶ ἀάδουνε καὶ ἆαδουρε-- ἀγαπητὸς-ή- ι α , . ου.---ι-ε- ἀάσεμ (Υ) ι-ε- ἀάσεμε -/α. ἀαδουνί-α (Υ), ἀαδουρί-α (τ), ἀαδτουνί-α (Σ) πληθ. ἀαδουνίτε---- ἀαδουρίτε - ἁαδτουνίτε: ἡ ἀγάπη. ἄαδουνίμ-ι (Υ) καὶ ἀκδουρίμ-ι (τ)-τὸ θέλημα: ἡ ἐπιθυμία" πληθ. ἀαδουνίμετε. ἀάτσ-ι: πληθ. ἀάτσατε (Σ. Κρο]α, Ἓλθας,)' ἐν τῇ φρᾶσει σὐ «ατο. ἴδ, µατσόκ-ου (γ) µατδόρ-ι (Σ). ἀαφίνε-α (Ἐλθ.)- δάφνη" λ]άρε-α (Σ. - Κκβα]α). ἀβέκουνε (Ῥοράαη) µετοχ. ἴδ. ῥάέκουνε----βάέκουρε, ἀβέδ (Ῥοράαπ) ϱ. ἴδ, σθέδ ϱ. ἀβέσουνε µετοχ. ἴὸ. σβέδουνε. αβίερ (Ῥοράαπ) ἴδ. βίερ.---ρημ.. ἀβίρεμ (Ῥοράαπ) ἴδ. βίρεµ.. ἀβίδεμ (Ῥοράαπ) ἴδ, σβίδεµ, ἀ6ό] -όχεμ. (Ῥοράαπ) ἴδ. βά6] - όχεμ.. ἀεῦόν] -ο] (τ) ο. ἐνερ.Ξ ἀποθάλλω, διώκω" μετοχη ἀῬούαρε. ---- καὶ (Άργυρ.) τσβό] µετοχ. τοβούαρε καὶ βᾳάο| -όν] (Υ. Ὀιαϊ -Ἔνραν,) µετόχ. βᾳούμ. καὶ ἀ6ό] (Ῥοράαια) µετοχ, ἀθούεμ' καὶ περζα-ἔ-ξ (Υ) µετοχ. περζανε (Υ) καὶ πεοζξ (τ) τὸ παθ. ἀεΏόνεμ.,, βάόχεμ.- όνεμ., ἀδόχεμ., πεοζίχεμ. κ ει]. (ἴεθόρε -α (τ) πληθ. ἄχρηστος ἴδ. Ὠόρξ- α.. ἄεγάίσ: ρημ.Ξβέτε ἀέγε µε ἀέγε' 9) παρχδίδω ἀπὸ χεῖρα εἰς χεῖρα εἰς τὸν πρὸς ὅν ὅρον. --τα ἀεγάίσιδ κετε κάοτεξνὰ παρχδώσῃς ταύτην τὴν ἐπιστολὴν ἀπὺ Πεῖρα εἰς ζεῖρα ἀσφαλῶς. ἄέγε-α πληθ. ἀέγκτες-χλάδος [παραθ. ἑλλην. δοκ-ός - δόγ -ε). Φεγερμί-α (Σ) ἴδ. νάπε-α πληθ. (εγερμῖτε. ἄεγ]όν]-ό] ρ.5- ἀκούω" ἀεγ]όν] ζἒνε-- ἀκούω τὴν φωνήν' ἀνγ]ό] (τ) 9) σημ. ὑπακούω: {ἀεγ]ό] ατύξὑπάκουε αὐτῷ' νάεγ]ό] (Υ)--- ΥΙεγ]εμ (Υ. τ.) ἆποθ. ἀκούω" µετοχ. γ]εγ]ουνε---γ]έγ]ουρε (τ) ἆε- γ]όνεμ, ἀιγ]όνεμ. νάεγ]όχεμ., ναιγ]όαεμ.. ---παθ. (τε) ἀξγ]ούαρξ-τε-- τε ἀιγ]ούαρε-τε-- ἡ ἀκοή' τε ναεγ]ούεμ.-ιτε (Υ) τε νάιγ]ούεμ.-ιτεζτε γ]έγ]ουνιτς. ον ἠἜ [ι-ε) ἄεγ]ούαρδιμ (τ)Ξεὐπειθής, (ι-ε) ἀιγ]ούαρδιμ.---- καὶ νε ]οῦσιμ, | (1) ντε Υ]έγ]εδίμ. (11). [ ἄε] (τκμ.-᾿Αργυρ.)--μεθαύριον' ἴδ. πκανέσερε. ----νέσερ ]ό ποᾷέ]-- κὔ | ριον ὄχι ἀλλὰ µεθαύριον.----ἀε] ν]εάίτεζ«] : τὴν προχθεσινὴν ἡμέραν" | 4ε] κασᾷέ] : (τδαμ.. ᾿Αογυρ.) πασνέσερε τιάτερε. αξ[ (Υ) ϱημ..Ξ μεθῶ τινα καὶ ἀε] (τ) ἀὁρ. ἀξ]τκ-ε-ου καὶ ἀέ]τα-ε-ι µετοζ. «έ[τουνε καὶ ἀέ]τουρε καὶ ἀξῑε: ἀδτε ἀέ]τουνε καὶ ἀδτε ἀε]ε-- εἶνε µεθ»σµένος' ἀξχεμ (Υ. τ.) παθ. (ι) αξ]μ-ι ἆρσ. ε ἀξ]με-]α: θηλ. μεθυσμένος - η. ἄε]μαράκ-ου: ἀε]μαράκε-]κ--δ. πιανέτσ-ι-ε-]α πληθ. ἀε]μαρά- κετε ἆρσ. ἀε]μαράκετε θηλ. πλ ἢεβόλ-ιςλ]ούμι ι Μυζεκέσε ι τσίλ]ι πίκ]ετε Ὠάδκε µε λ]ούμιν ε Βε- . ράτιτ περμὶ οὐρεν ε Τσούκαζιτ νᾷε Κοζαρετ.----κοινῶς Δεθόλης πο- | ταμός. ἀέκε-α (Σ) ἴδ. βδεκε]ε-]α ἀέκουνε µετοχ. τοῦ ἀεσΞβᾷεσ' (ι-ε) ἀέ- Χουνε-ι-α (Σ. Ῥοράαπ) ἴδ. βᾷέκουνε-ι-α. ἀεκό] (Καθχ]α---- Ώούρρεσι)Ξ- ἆτρθ. --- ἀεκόχεμ.: παθ.-- ἀέρδεμ.. ----ἀόρ. ἀεκόθα-ε-ι µετοχ. ἀεκούεμ καὶ ἀεκούμ. (συνηρ.) ἀεκόχεμ.: ο. οὐδ.- µε ἀέρδεν ζόρρετε νά ερ λ]όκετ-- σπάω καὶ κεπούτεμ. νερ βέτεχε (2) τδιλ]εμ. νάερ βέτεζε-- ὄπόνεμ. (Πεομέτ.) καὶ ρενάόνεμ. Ἡ ορενἀσόνεμ. 1 (Πευμετ.) (ι-ε) ἀεκούεμ καὶ ἀεκούμ, (γ)ξσπκσμένος- η" καὶ {-ε | κεπούτουνε νε βῥέτετι-ε ταίλ]ουνε νὰε βέτε (βέτεχε) ι ε πούαρε- ι-ε ρενάσούαρε Ὁ ορενσούαρε" (Περμετ). ἀέκ]-ι: πληθ. ἀέκ]ετες- δολιότης, στρατήγημα, στρεφογύρισµα. ἀέλ-ι: πληθ. ἀ4ε]- τε--τὸ νεῦρον, τὰ νεῦρα, Φελανάύδε-]α (ΑρΥ.) ἴδ. ἀαλενάύδε-]α πληθ. ἀελανάύδετε. ἀελ]ε-]α: πληθ. δέντε καὶ δέντε ἀντὶ ἀελ]ετε: πρόθατον, '΄ ἀελέν]ε-α (τ)--κέδρος ἴδ. ἀουλ]έν]ε-α πληθ. ---ατε. 1 ἄξλ]ιρς-ἐλευθερόνω, ἐκφορτίζομαι, ἀνακουφίζω: 9) Ξλ]ιρύ]- ἀδειάζω, ἀελ]ίρ κετε υ]ερὶ -- ἀνακούφισον αὐτὸν τὸν ἄνθρωπον' παθητ. ἀελίί- ρεµ..-- διέσ καὶ καθαρίζοµοι.--- ἀξλ]ίρε ἐπιο. (μεθ ὅλων τῶν σηµιακ- σιῶν) ου ἀελ]ίρες λεχζονακξ ἠλευθερώθη ἡ λεχώ. (.-ε) ἀελΤίρε:- ἐλεύθερος, 9) καθαρὸς γ]ακ᾽ ι ἀελ]ίρε-- αἷμα καθαρόν' τε ἀξλ]ίρετε-- (Ὀιιά1)Ξ-ἡ καθαριότης. ος - ἄεμ-ι (τ) πληθ. ἆέμετε ἴδ. ἆδμ.-ι. ἆεμ (τ)--τοῦ κάκου, μάτην' καὶ κοτ-(ἑλ. σκότος) µΏε κοτ--ματαίως, στὰ σκοτεινά, ἆεμ-ι πληθ ἀέματε [ἑλλην. δαµά-λι]-- κα βἰτὸ κ]ξ σ᾿ πι µε κού- µεστ. ----ἐνῷ ῥιτσ-ι: αὖ κε πι σίσε ἴδ. μουζάτ-ι͵ ἄεμέι-ι (ωραν) πληθ. ἀεμέτατε--δεμα--- δεμάτιον" Χυρίως άεμετ γροῦνε, έλΏι, τερδάνε, ορίζι ἐνῷ διὰ τὸν ἀραθόσιοον : κάπε -α [ἱὸ. ρ. καπ] κάπε µίσερι- δεµάτιον ἀραθοσίτου, ἄεμετάρ-ι (τ) ἄρα. ἀεμετάρε-]α: θηλ. καὶ ἀεμτάο-ι. ἀεμτάρε-]α ἵὃ ἀεμετούκο - όροι καὶ ἀεμτούαρ -όοι ἀεμειούαρ-ι: ἆρσ. ἀεμετόρε-]α ἴδ. ἀαμτούερ καὶ ἀαμτούρ-ι --- ἀαμτό- ρε-]α (7). ἀξμτούαρ-ι ἆρθσ. ἀεμτόρε -]α θηλ ἀαμτούερ-ι κ.τ.λ. Φεμόν] - όνεµ (τ) ἴδ. ἁαμόν] -όνεμ -όχεμ.. ἄεμετόν] -όνεμ (τ) ἴδ. ἀαμετόν] -όνεμ. -όχεμ.. εντ (τ) ο. ἴδ,. ἆαντ (Υ) ---ἀενάεμ (τ) ἴὃ. ἀᾶναεμ (Υ).----καὶ (ενα ερόν]- ονεµ. (Περμέτ.). ἀενᾶουρε: ἐπιρ. ἴδ. ἀᾶνάουνε (/) -- πυκνῶς. --- (.-ε-τε) ἀένάουοε (τ) ἴδ. (ι-ε-τε). ἀδνάουνε (Υ). ἀενέσε-α πληθ. ἀενέσατες-θρῆνας, ἀναστεναγμός, --- [ Ἑλαυϊστὶ ἁιζά- νιε-- πνοΏ, ἀναπνοή, Βουλγαριστί: ἀἆεῖνεσε-- πνοή]. Φενέσ-έσ-έσ: ϱημ..Ξ κ]α] µε ἀενέσ--μὲ λυγμούς, ἀενεσό] (1) ἀενεσόν] (τ)-- θρηνολογῶ, ὀδύρομαι. ἄενόν]- ό] (. Ὀαάϊ -Ῥοράαῃ - Καβθα]α) καταδικάζω" τὺ παθ. «ενό- χεμ.-- καταθικάζοµαι, ἀενίμ-ι πληθ. ἀενίμετε -- ἡ καταδίκη. (.-ε) ἄενούεμ καὶ ενούμ. (Υ) - καταδεδικασµένος. 9) (Καθα]ς) ι ᾱε- νούμ.- ιό Βρυκόλακας ἴὃ, λ]ουφγάτ-ι. «ενόν] « (Περμέτ.) ϱ. ἐνερ. ἀσενόν] (Περμέτ.)' γ]ελ’ ε ἀενούαρε -- γ]έλε ε πα νγάρεµε ἀόρε' καὶ τσούὐπ᾽ ε ἀενούαρε-- τδουπ) ε πα πρίδουνε, ε πα νγαρε µε «όρε.--- τὸ παθ. ενόνεμ., ἀδενόνεμ. (ἱ) ἄεν]ε-ι ἆρο. -εαέν]ε-α θηλ. Ξ ἄξιος [Γαλλιφ. ἀἱἰσηοθ]: ἴδ.ι ῥα[νεμ. ({) βελίνορ (0). Φεπερτόν] : ϱῃμ. ἐνερ. (Ῥιάϊ - Τοσκ..) -- δικπερῶ. (ἐπὶ ὑγρῶν) ρα ῥά]ι ααι---- νάε κεωίσε, νε δόγετ, νάε ἆξορασετ εδὲ ε ἀεπεοτόϊ-- καὶ τὸ διε- πέρασεν.Ξ ε ὅπόϊ τε] μ.᾽ ατ’ ἄνε. ἀθρ ἀεπερτόθα-ε-ις διεπέρασα... .. ι ρᾶ µε πλ]ούμπ εδὲ ε ἀεπερτόῖ τε] μη ἄνε-- τὺν ἐκτύπησε | μὲ τὸ μολύθι καὶ τὸν διεπέρασε. µτχ. ἀεπερτούεμ. (Υ) καὶ ᾱε- ι περτούµ ἀεπεοτούαρε (τ) τὸ παθ. Δεπεοτόνεμ. -οζεμ.- δικπερῶμιαι | ὑπό τινος, | Περγόν] -ό]: στέλλω, πέµπω καὶ (Υ) τδο] - ἀποστέλλω δι ἄλλου" | τὸ παθ. ἀεργόνεμ.- όχεμ. καὶ τδόχεµ. (2). ἀέργεσε- α καὶ Εεργίμ.-ιξἡ ἀποστολή. πληθ. ἀεργέσατε-ετδ. ἀέργ]εμ (Υ. τ. Ὀαᾶί- Ῥοράαπ) ρημ..Ξ κοίτομαι' ἀίργ]εμ. νὰε ὄτράτε Γ κοίτοµαι εἰς τὴν κλίνην. ἀἱργεμ. περ δὃξ-- κοίτοµαι κατὰ γῆς. 4ίργ- | ἱεμ πράνε ζιάρριτς-κοίτοµαι παρα τὴν φωτιάν.--- 2) (Ῥορπαπ)Ξ Ῥίε--πίπτω' ουάόρκ]ες ἔπεσετξρα (Ῥοσάαπ) µτχ. ἀεργ]ουνε καὶ ἀέργ]ουρε (τ) ουάόργ]α-ε-ουάόρκ] κτλ. 1 (ε) ἀέργ]ουνε: γρούα ε ἀἐργ]ουνε. Ἴδ. λ]εχόνε -α. | (1έρῦ οημ..--χύνω µετχ. ἀέρδε καὶ ἀέρδουνε (Υ). ἀέρδουρε (τ). άορ. ἀέρδα-ε-ι' τὸ παθ. ἀέρδεμ.. (ι-ε-τε) ἀέρε (Αργ.)«- πικρὺς-α -όν: πούνε- ἀέρε-- κοπιῶδες ἔργον. ἀἱέρε-α:. πληθ. ἀύεοτε καὶ ἀὐρτε (Υ)Ξ θύρα [άυο--- Ἕλλλην. Θυο.] 4ερ᾽ ε ούδεσε--ἡ πύλη, ἡ πόρτα. ἄερ ε µάδε --πλουσία, ἄριστοκρα- Γ{ τικὴ οἰκία: ερ εµίος-- καλη οἰκογένεια 4ερ ε πάρε ἀρχοντικη Γι πρώτη οἰκογένεια. ἀέρε- Ώάρδε-ι-α (τ) εὐτυχῆς, Χηλότυχος, άερε ἵι-ου; δυστυχἠς πληθ. ἀερεζέστε ἄρσ. ἄερεζεζατε θηλ. ἆερε-τσέλ- Ίε-ι-α (Υ) Ξ φιλόξενος, ἀνοικτοσπίτης-- αὗ κἱε πρετ τε χοὐα]τε ναε ὄτεπὶ ἀέρε- μΏύλετε-ι-αξ ἀφιλόξενος. ἄερέ[τε: (Ὀπάϊ - Ῥοράαπ) ἐπιρ. ἴὃ, ἀρέ]τε. (ι-ε-τε) ἄερέῖτε ἴδ. ι-ε-τε ἀρέ]τε. ἀερκού] (τ) ἴδ. ἀρέκεμ.. ἄεοκ] -τε: (ζαάριμα)Ξ- γουρουνόπουλα᾽ ἴδ. ἀέρκ-ου (Μουζεκέ]α). ἀέρ-ι (Σ) ἴδ. γ]έρ, νγ]έρ καὶ ἀάέρι (Σ ). «ερμεζάσ -- διασκορπίζω. ἀεομίσ-ιτ-ιτ (ἐλθασ.) νυστάζω, μισοκοιμοῦμαι καὶ (τ) ἀρεμὶτ (Λατ. ἀουπιίτο) καὶ κότεµ. (Σ. Ερού]α---Ἔυρ. Κάδ]). ὠερσίᾷ: (1) ϱ.-- ἱδρόνω' καὶ ἀερσίφ (1) καὶ ἀερσί] (5) καὶ µεσ,. (ερ- οἱ ἵἕῥπὐὐ ο νε.--------- μμ “ἃ“ “ἃὑἃ“ ἃυ.ὃ. «(κ οφ σίχεµ.-- ἱδρόνω, ἀερσιφέμ. (Υ) «ἀιέρσεμ. (τ) καὶ νιέοσεμ. (Υ).Ξ ο. οὐδ. -- ἱδρόνω, Φερτέλ]ε-α (Αργυρ.) ἴδ. νάερτέσε-α- κτίριον. - ἴδ. ρϱημ. ἀερτό] (τ)’ καὶ εοτέ]ε-α: πληθ. ἀερτέλ]ατε καὶ ἀξρτέ]ατε. ἄεοτό) (τ), νάερτό] (1), νάρετό] (Σ) -- κτίζω, διορθόνω: τὸ παθ. 4ερ- τόνεµ., νάξρτόχεμ. (γ), νάρετόχεμ, (Σ). ἀερστίλ]ε- α (Ἐλθασ.) πληθ. ἀερστίλί]ατε [Βουλγαρικὴ λέξις] ἴδε ῥαλ]ανίτσε -α (5. Κρ. Τυρ.) κοινῶς νεροτριδιά. ἀερτόθε)-ι (Έρου]α) ἴδ. λ]έλ]θ-ι (Ἓλθασ.). ἄέρρ-ιε: πληθ. ἀέρρατε-- χοῖρος ὁ ἥμερος, οἰκιακός' ἐν ᾧ: θῖ-ου (πληθ,) θίτες- ἀγριόχοιρος [ποῦ. Ἡλλ, θηρ.]. ἄερράρ - ες Ὀαρι ἀξέρραδ {- χοιροβοσκός)' πληθ, ἀερράρετε. ἄερράσε-α: πληθ. ερράσατε-- σανίς, ἴδ. δόγε-α (τ): καὶ ἀράσε-α.. ἴεομε- α (Περμετ.) - τόπος πειρώδης, δύσθατος, πατωφερής” μάλ[ι Ριέρρε (ι- θύερε), µε ἁροῦ ε µε γούρς, «ξρμί-α τρίμματα" ἴδ, θερρµί-α” πληθ. ἀερμίτε. ἀερμόν/ - ο]-- θραύω, τρίθω, κάμνω τρίµματα (τὸ ψωμὶ) καὶ ἀερμετδό] (3), ἀριμετσό], ἀρομετδό], γριµετσό] -- Ὀδι γβίμτσα: τὺ παθ. ἆεο- µόνεμ. - ὀχεμ. ἀερμετσόχεμ, ἀριμετσόζεμ., ἀρομεταόζεμ., γριµετσόχεμ-- Ῥὰχεμ. γρίµτσα ἴδ. θερρμόν] -όνεμ., ἄερομό/ : (Αργυρ.) - σΏρεσ -- κατήφορον ἔρχομαι' καὶ σᾷερρμό]" σᾷερ- μό] νγα κάλ]ιζοΏρεσ νγα κάλ]ι- κατέρχοµαι ἀπὸ τὺν ἵππον. ἀερρμό] νγα δκάλετε- καταξαίνω τὴν κλίμακα" ἀερμό]ι δίου-ΞΞρᾶ δίου-- ἔθρεξεν, ἄερρούδε -α (Περμέτ.) Ξ-θερμί-α, πληθ. ἀερρούδατε. ΦερρούδεμΞ ὁρμῶ, ὣς ου εορούθ ουδτερία-- ὥρμησε τὸ στράτευμα. 5) -θερμόχεμ.. ἀῑέσ-- ἴδ, ρῆμα βᾳέσ -- θνήσκω (Υ). εδ (Σ) ἴὃ. βεὂ -- ἐνδύω. ἄεσερόν] - ό}: ϱ. ἐνερ. ἐπιθυμῶ, 2) ὑστεροῦμαι (ὁν ὃ -- ἐπιθυμῶ )' ἀεδερόφό τετ ἅτε ε τετ’ ἅμε -- εἴθε νὰ στερηθῇς (καὶ ἐπομένως) νὰ ἐπιθυμῇς τὸν πατέρα σου καὶ. τὴν μητέρα σου. ἀεδερόδα: πε; Ῥούκε -- ὑστεροῦμαι τὸν ἄοτον (δι ὃ καὶ ἐπιθυμῶ). ἄεδερίμ- ιτ ἐπιθυμία, 3) καθυστέρησις, ἴδ. μαλ]ουγίμ.-ν. ΛΕΞΙΚΟΝ ΑΛΗΑΝΟΕΛΛΗΝΙΚΟΝ τ ος με ἀεδίο (Γαλ. ἀθείῖτ - ἀθβίτου) - ἡ ἐπιθυμία' πληθ. ἀεδιρετε. ' Φεδμι-α (Ὀμάί-Ῥοράαη-γ.) -- μαρτυρία πληθ. ἀεδμῖτε' καὶ ἀεμιν- Ἱενί-α (Όμά]- Ῥοράαπ) πληθ. ἀεδμιν]ενίτε. ἠεδμίμ-ι (Υ) Ξ μαρτύριον' πληθ. ἀεδμίμετε. Πεσμιτάρ -ι (0 ἆρα. ἀεδμιτάρε- ]α θηλ. ξ- µάρτυς' πληθ. ἆρσεν. ἆε- μιτάρετε, θηλ. ἀεδμιτάρετε. «Ιεόμόν] - ο): ϱ.Ξ- μαρτυρῶ. ἀεδπερόνεμ: (αἱ) [Γαλ. ἆθβοβροτοτ] - ἀπελπίζομαι. ι-ε-τᾷ ἄε- ὅπερύεμ. τα ἀπηλπισμενος-η-ον. ἀεδπερίμ-ι ἡ ἀπελπισία. πληθ. ἀεδπερίμετε. ἀεὐτίμκι : ἐξάμόλωμο" πληθ, ἀεδτίμετε. αεδτόν] (τ) ϱημ.. Ξ ἀποθάλλω (ἐπὶ ἀποθολῆς γυναικῶν) τὸ ἔμθρυον. ἐνῷ ἐπὶ ζῴων -- ὃτίε Ἰ ὅτι (συνῃρ. ἀεδτόϊ γρούα]κ)-- δτίου γρούα]α πέλ]α, λ]όπα, ἀέλε]α. ἀέτ-ι: Ἡ θάλασσα [παραδ. ἛἨλλην. Θέτι-ς-- θεὰ τῆς θ.]' πληθ. «έτνατε (ή), ἀέτρατε (τ) - ἀετ ι μΏάρδε-- ἡ µεσόγειος (ἡ ἄσπρη) θάλασσα" ἀετ ι Ξξ ἡ μαύρη θάλασσα" ἀετ᾽ ι κουχ] Ἡ ἐρυθρὰ θάλασσα. Φειάρ-ι (Ῥοράαπ) ἀἆρσ. ἀετάρε-]α θηλ. πληθ. ἀετάρετε ἆρσ. ἀετά- ρετξ θηλ. Ξ- ὁ ναύτης (κ. τ. λεξ.Ξ ὁ θαλασσινός). ἀετούαρ -όρι [Γαλ. 1 ἀθίθ] -- ὁ χρεώστης, ὀφειλέτης' καὶ ἀετούερ-όρ (/) (υπ! - Ῥοσάαπ) καὶ ἀετούρ-ορι τὸ θηλ. ἀετόρε-]ς πληθ. ἀετόρετε ἄρσ. ---ρετε θηλ. ἄετόρε-α.:. πληθ. ἀετόρετες- χρέος (Ἔουρκ. Ὀόράδ). ἀετόρεσ-ι ἴδ. ἀετούερ-όρι: πληθ. ἀετόρέσιτε. Φετούερεμ: ρηµ..Ξ- ὑποχρεοῦμαι (Ῥοράαπ). | ἀεφρέν]: (Περμέτ.) [ἐκ τοῦ μορίου Ὦ προθ. 4ε- φρύεν]] -- ξεθυμαίνω᾽ ἴδ. δεφρέν]. ἀεφτέν] - έ} καὶ ἀεφτό] -- δείκνυµι, δεικνύω' ἀντιθ. φδεζ -- κρύπτω. (Ὢ) ἀιφτότ] -- δείκνυµι’ τὰ παθ. ἀεφτένεμ, ἀεφτόζεμ., ἀιφτόζεμ.Ξ δείκνυµαι. άί -- οἶδα, ἐπίσταμαι, γνωρίζω: µτχ. ἀῑτε καὶ ἀΐτουνε (Υ), ἀἴτουρε (τ) ἀόρ. ἀίτα-ε-ι τὸ παθ. εἶναι ἀπρόσωπον -- ἀίχετ - γνωστὸν τυγχάνει’ νἱερί-ι ἀίτουρεξ-εἰδήμων, ἐπιστήμων. το Ε μΕ ὃν το ἄιφτίμ - -/ (5) καὶ ἀεφτίμ, ον πληῦ, ἀιφτί ετ ε καὶ ἀεφτίμετε Ξ θεῖξις, δεῖγμι.. ἀ)άθε-ι: ἆρα. καὶ 4]άθετε οὐδ. πληθ. ἀ]άθενατε (1) καὶ ἀΙόάθερατε (τ) Ξτυρός. ι-({/άδετε-ι-- ὁ δεξιός, ἐπιδέξιος" «ήμεκ-α ἡ δεξιά, ἄορε ἀ]ά- θετε-- ἡ δεξιὰ χείρ' μᾶε τε ἀ]άθετε--ὲκ δεξιῶν, ποὺς τὸ δεξιά’ ἆν- τίθ. ι-ε-τε μενγ]εοε (τ) -- ἀριστερός, ι-ε-τᾷ μᾶ]τε (ἼἨλθασ.) -ι-ε-τε ϱρέμᾶκετε (Σ). «{]αδούερ - όρι καὶ ἀ]αθουρ -όρι -- δεξιὺς (ἀρσ.)' ἀ]χθόρε-]α--δεξιά.---- ἀντίθ. ι µά]τε-ι, θηλ. ε-μά]τε-α" πληθ. ἀ]κθόρετε ἆρσ. 4]κθό- ρετε θηλ ἄ)άλ]ε-ι: γεν. ἀ]άλ]ιτ, αἰτ. ἀ]άλ]ενε καὶ ἀ]άλινε: πληθ. ἀ]ιέλίμ-τε (1). ἀ]έμτε (τ), καὶ ἀᾖελ]τε (5, Τυρ. Καθ.)' τὸ ἀρσενικὸν πκαι- δίου, --υἱός. 4/άλ/εῦ-ι: ὑποκορ. τοῦ ἀ]άλ]ε ι--παῖς μικρός (χαὐδευτικόν). ᾿{αλερὶ-α (τ) ἴδ. ἀ]ελ]μερι- κ--ἡ νεότης" νεκρὰ ἡλικία. ({]αλ]όδει: πληθ, (]σλ]όδοα -τεζ-νεανίσκος, παληκάρι. ---ἀ]άλε-ι: πληθ. ἀ]ά]-τε καὶ ἀ]έμενε-ιτε (Σ. Ῥοράᾶσαπ). ἀ]αλεζί-α καὶ ἀ]αλεσί-α: πονηρίκ, διαθολιὰ ἴδ. ἀρεχ]εσί - α.----πληθ, α]αλεσῖτε, {/αλεσόχεμ καὶ (Σ. Ῥοράαπ) ἀ]εμενόζεμ.-- δκιμονίζοµαι, πονηρεύομιαε, ι-ε- ἀ]αλεσούαρεξι ε-α]έμενούεμ. (Σ)-- δχιµονισµένος, πονηρός, ἄίβεμ: (Αρρερίκ)Ξ ξημερόνω σί ου ἀΐδε: ---καὶ Υδίχεμ. ἀντιθ. νγρύσεμ τό) ου ἄῑδε :-σι ου γδίδε; ἀπόχρισις. µίρε πο τύ τσ ου ἀίδε; [ἀν- ο οικες πρὺς την κκλην - ἡμέραν]. ---παλην ἑσπέρανΞτδ᾽ ο) νγρύσε; µίρε πο τύ τὸ) ου νγρύσε: ἄὔγεμ: παθ. τοῦ ἀιέκΞκαίω.--- καίοµαι, ἄιγ]ό]-όνεμ: ἴδ. ἀεγ]ό] -όνεμ.. ι-ε- αυ λοὐαοδιμ ὀξιάκούστος ἴδ, καὶ ι-ε ἀεγ]ούχρδιμ (τ). ἀ)έ--χθες καὶ ἀ]έθινε, ἀ]έθινα] (τ). ἄίε---ἄία (Σ. Ὀιμα])-:γνὼσις, σοφία" ἴδ. ἀῑιτουνί (Υ) καὶ ἀιτουρί -α. ἀιέκ: Ὑαϊω ἀόρ. ἀόγί]οα-ε-ι μετοχ. α]γε καὶ (]έγουνε κχὶ ἄ]έγου,ς (τ ϱ) ἀᾖέκ---κ]έρρεσ-ν: πλην. ἄ]εκ - κ]εορεσ -ιτες- αὖ κ] ἀῑέκ ἀέγα κ]έρρεσι Ὦ Ἡ κ]ερρεν». τν - , ; : ἅ ι μ: , ἑ ο [ ιο .| « ον ... ο! : | ι [ | | μα τη ι Ι 4 μ) ! ι | | ' π μ | Εἰ ᾗ Ἱ ] ι | η ] | αλ | 4 | ἱ | ιἩ ᾖ Β | ἱ ' | Ί ᾿ ι ! | η Ἱ Ἶ α Ι | ι 3 Ι π.. ) | . | | ] | Ἶ ] ι 4 πα. Ἰ | 1. . ᾽ - Ἡ ] |] . Ν | ] ] Μ ι Ἱ | | | ἤ Ἰ ι { | , ι ι . | ] ' | | . | 1 ] | | π. .Ι ] “ | | α ὶ Ἱ α | ιᾳ : Ἱ | . | Ἰ ] 1 |, . | .. ] . ι | ' ΄ | | ] 4 ἀπ τι Ε| ] ΕΕ... Τ Ἱ .. | .Ἓ.. . ἡ εν η ι { , ! [ | πα 1 Ἱ ! Ἡ Ι τα . ] .......ω. δα πας, οκ ται κο τν -ἳ υω ὔ Ὅ- ---α- ο εκεκ]ί-ἴτε (Όιιά1) πληθ.-- πονηρίαι -- δ]κλεζίτε, ὤίελ-- ἥλιος Ἠ ἀιελ-ι (Υ. τ.) καὶ συνηρ. ἀἴλ-ι [δρα 'Ομ. ἠέλιος]---- λ]έου ἀῑέλι λίνᾶι ἀῑέλι -- ἀνέτειλεν ὁ ἥλιος.----περενᾶοξ ἀιέλιξρα ἀιέλι (νᾶε µάλ]ετ) καὶ ου φάλ] ἀιέλι--ἔδυσεν ὁ ἥλιος, ---- ϱοἳ ἀιέλι, ζάνα,Ξ(Ώιιά1) περενᾶόν ἀιέλι, ζάνα. ε ίελ]ε-α (Τασ. Τυραν.)ΞΞ Κυριακὴξαίτ' ε ἀίελιτ' ἀιτ᾽ ε ἸᾶνεξδΔευ- τέρα τοι ἡμέρα τῆς Σελήνης, ἀῑτ'ε µάρτες- Τρίτη ἡμέρας τοῦ "λρεως, ἀίτ ε µερκούορε-- Τετάρτη ἡ ἡμέρα τοῦ Ἑρμοῦ, ιτ ε ἐν]τε-- Πέμπτη Ἀ ἡμέρα τοῦ Διός | αἱ ὀνομασίαι τῶν πέντε ἡμερῶν ἐκ τῶν ἀστερισμῶν Ἡλίου Σελήνης, "Αρεως, ᾿Βρμοῦ, Διός' ίτα ε πρέμπτε-- Παρασκευη ἀιτ᾽ ε Ἐτούνες- Σάδθατον' ---ἀἴλ]ε- α (συνηρ.)- ε ἀίελ]ε'-ε ἀῑελί᾽ ε Ώαρδε-- ἡ ζυριακὴ τοῦ Θωμᾶ (Ῥπαά1). ἀ[ελμενι-α (Υ)- ἀ]ελμερί-α (τ)--ἡ νεολαία" ἀντιθ. πλ]εχ]εσι-α καὶ πλ]εχ]ενι-α (Υ) τὸ γῆρας. ἀιέπ-ι (Ῥοράαἃ, Σ. Περμέτ.)Ξἡ κοντίς, ἡ κούνια" καὶ ἀ]έπε-]α (Ἴ0λ6.} πληθ. ἀ]έπετε' τουντ (]έπενες κουνῶ την κούνια. ὤ]έργουνε (Ῥοράαη) µετοχ. τοῦ ἀέργ]εμ.- πίπτω, Χοΐτομαι, ου- ἀόρκ] --ρᾶ πόδτε-- ἔπεσε κλινήρης. ἄ/έρσε-α. πληθ. ἀ]ερσετε (Υ)Ξὁ ἱδρώς. ἀ]έρσεμ. καὶ ἀερσίχεμ.--ἱδρόνω (ρῆμα ). ἄίεσ-ι ἆρσ. (Ὀμά1) ἀίεσε-]α (θηλ.) σοφός----Π' ἴδ, ἀιετᾶρ - ι----ἀιε- τᾶρε-]α ἴδε ι-ε ἀίτεδιμ, ι- ἀ]έδεμ-ι καὶ ν- ἀ]έτδεμ.-ιζ-χθεσινός.--ε- ἂ]έδεμε-]α καὶ ε-ᾷ]ετσε- µε-]ας-χθεσινή καὶ ι- ἀ]έδιμ- ι ἆρσ. ε- ἆ]εδιμε -]α: χθεσινός----Ἠ. ἄιέτ-ι (Υ)ἡ ἐκτίμησις, τὸ ἀντίτιμον' ὡς ἀιέτι ι γ]άκουτ-τὸ ἀντίτι- μον τοῦ αἵματος. αι] (Ῥαά1) ἴδ. ϱ. άἱ, µετοχ. ἀΐῄτουνε, ἴδ. ἀίτουνε (Υ). ἀιετάρ-ι --- ἀνετάρε -Ία--σοφός, σοφή, ἐπιστήμων. ἀικοὺ (Υ), ναικοὺ (Περμέτ.), τδεκοὺ (Βεράτ.) τδεκοὺ κ]έδε- κάπου Ἴμην, τοοκοὺ (Περμέτ.). ἀωὐιούρ: ἐπιρ. εἰς κάποιον Καιρόν, κάποτε. ἄικούδ; ἄντων. ἆναφ. δι ἀμφότερα τὰ γένη’ γεν, ἀικούῄτ, αἰτ. ἀικξ κώποιος, κάποια" καὶ νανκούδ ( Περμέτ.) νάικουὸ έρδι-- κάποιος Ἴλθε καὶ τδοκούσ (Βεράτ.) γεν. τοοχού]τ, αἶτ. τδοκξ. ππ- 101 --- ἄίργ]εμ ἵδ. «έργ]εμ. ἀ{]έρρτι (Υ)ΞΥἼ χέρσος, ἄκαλλιέργητος βᾶντ αἹερρ--βεντ) ι πα που νούεµ..----καὶ λ]ενάίνε-α. ἄικτόι : (γ. Ένραν.)-- ἀνακαλύπτω, ζεσχεπάζω, ξετρυπόνω, ἐξιχνιαάζω" καὶ τρε]τόν] (Βεράτ.) καὶ τρα]τόν] καὶ τσεµ. (Ἠλό.). -αὐ κι σ’ ᾱἷ- χετε σε Χου ἁἄᾶτε.---ε ἀίκτοθα ούνε΄ Ξ- αὐτὸν ποῦ δὲν γνωρίζει τις ποῦ εὑρίσκεται; τὸν μυρίσθηκα ἐγώ, τὸν ξετρύπωσα ἐγώ.----τὰ παθ. ἀνκτόχεμ,, τρε]τόνεμ., τρα]τόνεμ, τόεμεμ.. ε- ἄίλ]ε-α (Υ. συνῃρ.) ἴδ, ε-ίελίε-α: πληθ. τε ἀίελίατ.. αιλ-ι: (Υ) ἴδ. ἀίελ-ι, ἄίμενε-ι (Υ) πληθ. ἀίμενατε--χειµών, καὶ ἀέμερε-ι (τ) πληθ. ἀιμε- νατε καὶ ἀίμερατε' ἀντιθ. βέρε-α. ἀιμᾶνό]: (Υ) καὶ ἀιμερό] (τ)ς-δκό] ἀίμενιν, Ῥα] ἀίμενιν, ---ἀντιθ. βε. ρό] ---βερόν] -- κό] βέρενε, Ὀα] βερενς. ἄιμενούερ - όρι καὶ ἀιμενούρ-όρι τὸ θηλ, ἀημενόρε-]α-- γειµερινός, χει- µέριος' τὰ ἀντιθ, βερούερ -όοι καὶ βερούρ-ορι ἆρσ. βερόρε-]α θηλ. --- ῥερούαρ-όρι (τ) βερόρε-]α θηλ. ἄιμίτε (Ἔνραν.) [ Ἑλλην. δι-μίτος] καὶ Ώρενάερέκε-τε πληθ. (Σ) [Τουρκιστὶ τδιντιάν ]. ἄινάκ: ου (ἐκ τοῦ ἆι -- οἶδα καὶ κατοαληξ. νακλ -- πανοῦργος, τὸ θηλ. ἀινάχε -ἷα -- κὺ } α]ό κε αί δούµε, --- πληθ. ἀινάκετε ἀρσ. ἀινά- Χετε θηλ. ὤινακερι-α -- πανουργία, πληθ. ἀννακερί-τα. ιόρε-ι ἄρο. ἀιόρξ-α θηλ. -- ὁ καῦμένος - η. αίργ/εμ -- ἴδ. άέργ]εμ.. ἄίρκ -ου ( Μυζεχκ]έ]α ) πληθ. ἀϊρκ]- τε Ξ- γουρουνόπουλον, κελ]ύδ ἀέροι, ἄίρσουνε (Ῥιιά1) ἐσφαλμένως ἀντὶ ἀιέρσουνε (Σ) µτχ. τοῦ ϱ, ἀιέρσεμ.-- ἱδρόνω. ἄίσα (Ῥάἱ -Σ. -Τυρ.) [ἐκ τοῦ αι - σα] ἄντωνυμ. ἐπιμεριστική.-- µε- ριχοί, τινές, ἔνιοι; 2) ἐπιο. ποσότητος" ἅμε ἀῑσα ἀργ]άντ -- δός μοι κάμποσον ἄργυρον" λέγεται καὶ ἀιτσά (τ), τσα, (ε), ο (Ῥαάϊ - . --ᾱ Τυο.). αίσεμ. ἴδ. βίσεμ.. --ασα-α, . μα - ε] αι --ᾱ ...- μισο ὁ -..-κκ-ω--.α πας απ οᾷς ἁπιυπα-ᾱ- κας. νο Ἰζθει-Ξεπαρακς-ν---ᾱ- ππασανιττς--τςπανα-σεττ-πεςταστοραρπες-Ἀιας- σε) γι--αλεπε-ᾱ---π-επς-Ἕπππ-κππεκω- σε τς ----. . τν -πκπασααακακᾷ, ο οι κκαααπα-ς----ᾱ- ς τε --- - Φ "ο. . - -ν ο .. --” πα - τα α - ὠ Ἱ--..-- --- --- .ε μεθωμα με”... ο ο ο ο συ ο. μμ. μσο ο -- --οκωρςς στα εν οά - --ε. - .« πε ιο οσο ο σσ -- 105 --- ..ὐ 5 µ . τν -- ἀιδέπουλ-ι (5) πληθ. ἀιδεπου]τε-- μαθητής" ἴδ. ἀσᾶνεσ-ι (ή) ἀσξ νεσ-ι (τ). ἄισκ]αρόν] (141) ἴδ. ἀθφτέν]. εξ ο ου Τά ... ς ο ἀῑτε-α πληθ. ἄντετε καὶ ντ μερα - μερα, [Ἕλλην. Ἡ μερα ἐν - Ἰῷ 2 , / ΙΒ ΡΑΑΑ / τς Κρήτη ἐλέγετο δια, Λατ. ἄνες] ατνρε ἀίτθε καὶ ατύρε ἀῑτε: ρω, ῶν ἡμεσῶν' νά ατό ἀίτε-- ἐν ἐκείναις ταῖς ἡμεραις --- πας ἄν ἀῑτσ- πα ας | : μ μετὰ δύο ἡμέρας. -- πεὸ ἀίτε Ἡ περ ἀῑτα, ἄντε περάΐτε ὮἨ ἀῑτε ἳ - ο : αἱ ῄ ϕ μα. ὶ 40 περᾶίτα --καθ᾽ ἑκάστην ἡμεραν.ΞΞΥΥα ἀίτε. --- φράσεις. ---γ]θε ἀἱ μα ιἩ / δι μη. . « τενε ε λ]ούμε (Υ) - ὅπασαν την µακαρίαν "μεραν (κατ εὐφημ..). . ἕ ι π . ο νά - ῥ | | ἄπε-α καὶ ἀῑτεζε-α (ὑποκορ.) ν]ε ἀίτε καὶ ν]ε ἀίτεζε-- ἡμέραν τινα, ο . ι . « “. -- κ .ξ ο ον . Γι | καὶ προχθές. --/ν]ε ἀῑτε πρε] ἁίτὸ-- μιᾷ τῶν ἡμερῶν.-- νε ἀῑτε ά η α .. Ν ] ος αν η 23 η ο... κἄμ, περ τε ἄρδουρ᾽ εδέ ουν Ξ μίαν ἡμέραν θὰ ἔλθω καὶ ἐγὼ - κάποτε μ μα ἱ | ε ν ἔ ο ψιεθἰτεζε (τ} ἐπιο.-- ποοχθὲς καὶ ν]εάίτεα]--μΌε νε θὰ ἔλθω. ---ν]εαίτεζε (τ) ἐπι 20χ ώ ” Φ δ ει ανω ἀίτεζα] τὴν πρὸ τῆς προχθεσινῆς ἡμεραν' ἴδ. παρᾶ]έ-τιέτερε. ον | , 3 α μ ΜΕ µίρε - ἀίτα καλη - μερα ἀντίθ. νάτε- αξνύς. αν ! ”. ν νο, ν. ἄπε- ὑάρδε-ι (ἀρσ.) ἄντε- Ὀάρδε-α θηλ. --εὐδαίμων, εὐτυχῆης. Ἱ αμ οὲ : ο ι α ἀίτε-ζ:-ου πληθ. ἀίτε - ζεστεςξ δυστυχης, δυσδαίµων. / . α- θ)λ. - ἡ δυστυχγής πληθ. ἀιτεζέζατε. ἀίτε-ζέξε-α: θηλ. Ξ Ἡ χ 5 Ἡ µ .. Ἀ Ἶ -- . . . Ξ -ΞΞ. κ | Ἡ : : ἀπεγ]άτε-ι ἆρσ. ἂντε- γ]άτε-α θλλ. -"μακρόδιος ἐπὶ εὐχῆς ἀίτε- δκούρτενε-ι (Υ) θηλ. ἄντε- δχούρτενε- κ καὶ ἀντε- ὄκουρτερε-ι-αΞ- ὁ καὶ ἡ θραχύθιος (ἐπὶ ἀρᾶς). ἀίτε]ε καὶ ἀντι]ε -- γνῶσις, ἐπιστημ η Ξτε ἀντουρντ' πληθ. ἀιτε]ετε- . - ε 8 .. με ἀῑτε]ε « πα ἀίτε]ε ε κξ κετετ µε τε ἀίτουρε α πα τε ἀἴτουρε μ - Ἶ Ἶ ια] νά Σε αὰ : ε κξ κετε -- τὸ γνωρίζέις Ἄ δὲν τὸ γνωρίζεις τοῦτο; ἀίτενε: ἐπιρ. -- τὴν ἡμέραν" ἀντίθ. νάτενες την νύχτα. α η Ἡ μ εἰ σα -- μιά ἀίτουνε χαὶ ἀίτουρε μτχ. τοῦ ϱ. αἱ --οἶδα γινὠώσκω, ος ἀαδ (Υ) -- τδοτὸ (5) Ξ- κἄτι, κάτι τι ἀιτὸ θότε (Υ)- τόοτό Όοτε (8) Ξ- | ͵ τν τα -. μα μα να. ν, κἄτι λέγει ἀίτὸ κᾶ Ὦᾶμ. (Υ) Ξ τόοτσ κῦ Ρερε-- κἄτι ἔχει κάμει. 3 / .. 5 (ι-ε) ἀίουνε (). ἀἴτουρε (τ) -ι- αΞσοφὸς -Ὥ' ἴὸ. ἀιετᾶρ-ι ἄιεταρε- ]α -- εἰδήμιων, ἐπιστήμων' 2] --ς γνωστος - η ὁν, α .. . 1. 1. - 8 ή μα ι-ἀίτεδιμ-ι (Υ) ἀρσ. ε- ἀιτεδιμε-]ὰ (ιιά1) θηλ. καὶ ι-ἀίτδιμ-ι (Υ) 3 | . ῃ η) ῃ ἆρσ. ε-άϊτδιμε - ]« θηλ. --ὁ εἰδὼς (πολλα). ' μή ε -. 5 } ἀπουγί-α (Υ) -- ἀιτουρί -α -- Ὢ γγῶσις, Ἠ σοφία. ζιφτό] - όχεµ- ἀεφτε] - χευ. -- 105 --- ἀίχεμ: παθ. τοῦ οήμ.. αί-- οἶδα": ἀίχετε-- ἃδτε ε ἀέτουνε-- ἐννοεῖται, εἶναι γνωστόν. ἄό: (ρα -Σ-Τυρ.) ἴδ, ἀίσα, (ἷό- µος - ἆό:-- ἑκὼν ἄχων, (ι-ε-) ἀόθετε: ἀδρανής, ἀσθενής, ἀθύνατος, χαῦνος' Ἰαμ. ι ἀόρετε-- εἶμαι ἀδύνατος, ἀσθενής, ἀδρανέω-ὂ. ἀοθεσίνε-α (Υ) -- ἀδράνεια, ἀδυναμμίας, ἄσθένεια: καὶ ἀοΏεσίρε-α (τ) πληθ. ἀοβεσίνατε καὶ ἀορεσίρατε. ἄοδθι-α (Ῥιάἱ- Ῥοράαπ) (Ἐλαυιστ, -Βουλγ. ἀοβίαο-- κερδίζω] κέρ- δος, ὄφελος πληθ. ἀοβιτε. ὰ] ἀοδί -- ὀφελῶ σ᾿ ἘὨᾶν ἀοῦ: (/) δὲν ὠφελεῖ' σ΄ με, σ΄τε σ)ι Ὦδν ἀοῦι () δέν µε, δέν σε, δὲν τὸν ὦφε- λεῖ' ἵἴδ, φιτίμ.-ι, Φοῦισ- ίε-{τ (Ῥιάϊ- Ῥοράαπ) ρ.-- κερδίζω, ὠφελοῦμαι: ἴδ, φιτόν]-ό]: καὶ ἀοβίτ-ίτ-ίτ τὸ παθ. ἀοβίτεμ. Φοῦϊεσ-ι (Ῥοράαη) νικητής" πληθ. ἀοβίτεσιτε. οθήσδ-ι πληθ. ἀοβίτσατε -- νόθος (υἱος) καὶ ἀομνίτὸ -ι (Αργυρ.) ἀοτό-ι πληθ. ἀότδατε' καὶ κοπιλ] -ι (Ύ) πληθ. ποπιλίατε, τὸ θηλ. κοπίλ]ε-]α πληθ. κοπίλ]ετε (καὶ ὑπηρέτρια) (τ). {όχρα-τε (Βεράτ.)-- κότσεκα τε μρεδά -- μεγάλα ὀστᾶ' καὶ ἀόκρε-α (Υ) πληθ. ἀόχρατε' ἐν τῇ φρᾶσει µος φόλ]ε ἀόχρα-- µος φόλ]ε φιάἄλ]ε τε χότα, ορέν]α, ἄόμκε-α (Περμέτ.) ἴδ, ορότὄχε-α' πληθ. ἀόμκατε. Φομνίτδ-ι (Λργυρ.) ἴδ, ἀορίτὃ -ι (τ) πληθ. ζομνίτόκ -τε, ἄόρε-α [ Ἕλλην. δόρ- υ] Ξχείρ' περ ἄόρεζα ἀπὸ τὴν χεῖρα καὶ περ ἀόρε καὶ περ ἀόρας (-- πρόχειρον). δχό] περ (όρας-- ὑπάγομεν μὲ τὰ χέρια πιασµένα, πλεγμένα. ν᾿ ἀόρε-- (Υ. τ. θα) Ξ νᾶε ἀόρε-- εἰς τὴν χεῖρα" [σ’ µε βιέν Υ ἄόρε-- κοινῶς δὲν μοῦ ἔρχεται ἀπ᾿ τὸ χέρι. µ ϕ ιώ ὶ κ ι ιῥ [ | ᾳορ᾽ επάρε:-Ξ ἡ πρώτη τάζξις τῶν ἀνθρώπων" (ορ ε ἀύτε- ἡ δευτέρα τάξις τῶν ἀνθρώπων' ν]ε ἄόρε μίελξμία χοῦφτα ἀλεῦρι, ----ε ρρόκα περ ἄόρε Ἄ ε χκόπα περ ἀόρεςτὸν ἔπιασα ἀπ᾿ τὸ Ἱέρι, τὸν χειρα- γωγῶ’ Ρὲξ ἀόρε- βάζω χέρι- ἐπιχειρῶ τι’ χιέκ ἀόρε-- παραιτοῦμαι, ἐγχαταλείπω" ἄόρε µΏε ἀ4όρε3 ἀόρε ν᾿ ἀόρε-- ἀπὸ χέρι σὲ χέοιξ ἆλ- ληλοδιαδόχως. πέσε ἀούαρξ(πέντε χεῖρες) - 25 ἐπὶ ἀριθμήῄσεως' διέτε ἀούαρε-- ὔθ (κατὰ λεξ.-- δέκα χεῖρες) υ]εζέτ ἀούαρΞ 100. μαρρ ολλ ἀόρες- γίνομαι μαθητής. ---ζᾶ-με ἄόρε καὶ ζἔ-με ἀόρε ἄπτομαι ἐγ- γίζω. --- κό] νὰερ ἀούαρ-- μεταχειρίζοµαι. εβξν ἀόρες άποκτῶ τι µε Ῥίε ν᾿ ἀόρεζ τυγχάνει μοι, πέφτει Ἰς τὸ χέρι μου’ µξ ρά ν᾿ ἀόρε-- ἔτυχέ µοι' µε ἆόλι νγα ἀόρα' --ἐθγῆκεν ἀπὸ τὰ χέρια µου ἄπεστε- οήθην απ νᾷερ ἀούαρ -παραδίδω. «πρε] ἀόρεσε τ᾽ όνε, τούε], ατύνε ἐξ ἡμῶν, ἐξ ὑμῶν ἐξ ἐκείνων' ἐκ τοῦ ἡμετέρου Υένους, ἐκ τῆς ἡμε- τέρας θρησκείας. ἀορ) ε- ἀιάδετε-- ἆορ᾽ ε μΏάρε- ἆορ ε ἀρέ]τε-- ἀορ᾽ ε νάρε]τε-ή δεξιὰ χείρ. ---ἐνῷ ἀορ) ε μαίτε (Υ)--ἄορ’ ε ρρεµάκτε (1) ἀορ ε μβρέπδτε (Σ),Ξ- ἆορ) μαδτε (Μιρεάίτκ)-Ιάορ ε ὄτεμάνγετε (υαάἳ)Ξξ ἆορ ε μενγΊερε (τ)Ξ-ἡ ἀριστερὰ χείρ. ἀοράκ-ου (Σ) ἀοράκε-]ο (Σ) θηλ. πληθ. ἀοράκετε ἄρα. ἀοράκετε θηλ.--κουλοχέρης' καὶ ἀοράτα τν, ἀοράτσε -]α (τ) καὶ ἀορατσάκ-ου, ἀορατσάκε-]σι πληθ. ἀορατσάκετε ἀρο. ἀορατσάκετε θηλ. καὶ ἀορε- τσούνκ- γου (Υ) ἆορε-τσούνγε-α (0ηλ } ἆορα-διθι (Υ) ἐπιρ.Ξκουρ Ἰεθ ν]εοί µε ὅκόπινε. νγρξ ἀόρενε νάλ]τ. ἀοραολ]έτᾶ-ι πληθ. ἀορολέτδατε--φόθητρον με μοοφην ἀνθρώπου εἰς τοὺς κήπους ἀναρτώμενον.---νΔερτούεμ, πόσί ν]ερὶ µε πέτκα τε βιέ- τερα, τε τσίλ]ιν ε βένε νά᾿ ἄρετ α νε κόπεῦτ κ]ε τε κου]τό]ενε Ῥότα σε ἀδτε ν]ερὶ µε τε βερτέτε ε τε µος ύν]ενε μΏρένάα µε βιέδε. ἀόρε-α πληθ. ἀούαρτε (τ) καὶ ἀούερτε (Υ) καὶ ἄουρτε (1) ἡ χείρ, αἱ χεῖρες᾽ ἄορε-΄/Ἱιάτε-ι-ία-- µακρόχειρ-- παντοδύναμος᾽ ἀόρε- δάνε-ι-ο (1) ἐγγυητῆς διὰ τὸ χρέος᾽ χαὶ ἀόρε- δξνε -: (τ). {ορε-ζάνε-ι- αΞξἐγγυητῆς διὰ τὸ ἄτομον" καὶ ἀορεζένε-ι-α (τ). ἄόρεζε-α καὶ ἀόρτσε-α πληθ. ἄόρεζατε καὶ ἀόρτσατε-- δρᾶγμα,μλὰ χε: ο], καὶ 2) ἡ χειρὶς τὸ γάντι. ἄόρεξε-α καὶ ἀορέ-]α (Σ. Καθ.) καὶ πάπεζε-α (Ἔλθας,) πληθ. ἆο- ρέζατε, καὶ ἀορέτεςἡ λαθὶς (τῆς µαχαίρας ). ἄόρε-θάτε-ι-α-- ὁ ἔχων ξηρὰν ᾖεῖρα, κηλός' ἀόρε-μΏύλε-ι-α--ὁ φει- δωλός, ὁ φιλάργυρος. ἄόρε -πιλ]ότ-- ἐπιρ.-- πλουσιοπαρόχως' [πλ]οτζέἑλλ. πλήρης]. ἀόρε- ὄκρέσε- αξ- χειρόγραφον πληθ. ἀορεὄκρέσατε. εἷόρε- δτρενγούετε-ι-α (Υ) ἐπιθ.ΞΞ σφιγκτοχέρης᾽ φειδωλὸς καὶ (όρε- στρενγούτε-ι-α (γ. συνηρ.) ἀόρε- στρενγούαρε-ι-α (τ). -- 106 --- “... ή [ - ἄόρε -τσέλ]ε-ι- ας μεταδοτικὸς ---η' ἀόρε- χάπετε καὶ (τ) ἀάρε-χά- πουρ-ιζ γενναιόδωρος, ἀφειδής, πλουσιοπάροχος, ἄόρε- Ἰόλε-ι-αξπένης' ἄόρε -Ίόλε ἃστε κὺ--εἶνε πένης. όσε-α.: πληθ. ἀόσατεξ ἡ ὓς, ἡ οὓς, ἀοσεβάλ]ε-α καὶ Ὠκλάόσε-α (τ) εἶδος ζώου --ποσὶ χ]έν καὶ ἵα µίσεοινε. . Ἆ ” ον. ] χ " - - ! 1λν | ν/ ῥ Γ. . - ! - ἄοτ: µόριονς- ἀθύνατον, δύσκολον" µε δέμπ γό]α σ᾿ χα ἀοτ.--μὲ πονεῖ 1 , ὃν η ως ) / " .΄ / η αρ τὸ στόμα δὲν μποοῶ νὰ φάω: σ᾿ ε Ὠδν] ἆοτ κετε πούνε-- δὲν δύνα- μαι νὰ τὸ κάµω αὐτό, δυσκόλως γίνεται τοῦτο, ἄοτό-ι πληθ. ἀοτδατεξ ἀοβίτσ.ι, ἀούα (τ)--ἁούε καὶ ἀοῦ (Υ)Ξθέλω, ῥούλομαι, ἀγαπῶ' µετοχ. ἆάσε, ἀάδουνε (Υ) καὶ ἀάδουρε (τ) καὶ ἀάδτουνε' ἀόριστος ἀέδκ-ε-ι (ἴὸ. Γραμ, Κ. Χριστοφορίδου). --τὸ Ὠεν σι κ]ε; µίρε ἀεδ Τότι-τὶ κά- νεις πῶς εἶσαι; Χαλὰ (Ἴθελησεν ὁ Κύριος) εὐχαριστῷ τὸν θεόν' νε ἀάδτε Ζότι τε Όενετε κε]ό--ὢν θέλῃ ὁ Κύριος νὰ γίνῃ τοῦτο. Φζουάδουνε (Ῥιά1)ΞσΏάθουνε: ἆουάθουνε ε ἀθεδουνε-- σΏάθουνε ε αβέ- .. : ΑΝ σουνε΄ (γυμνὸς καὶ ἀνυπόδητος ). τ: Γ] ευε . ᾿ μ8 ῥ Ἵ Γ . πι ἀούα] -τε (τ)- πληθ. μύνον ὁ ἑνικὸς ἐκ τοῦ ἀεμέτ-ι καὶ ἀούε] τε--δε- μάτια σίτου" ἀούα] γροῦρι, έλΏι, τερδέρι, ορίζι κ.τ.λ. πληθ. συνῃρ. ἀού] -τε (Ἐλόασ.)Ξ-ἀεμέτατ ετε λ]άδτα. ΄ ᾿ .. ῥ ” [ {εμέτ-ι λέγονται τὰ δεμάτια ἀραθοσίτου, ζουγᾶ -ανι; ἴδ. ἀνκ]άν - ν. ἄουγάν]ε-α (Σ) Ἠ ἆουγα]ξ-α" (Σ). ἀούκεμ : ρῇμκΞςφαίνομαι µετοχ. ἀούκε κκὶ ἀούκουνε (Υ) γαἱ ἀούκουρε' ἀούκετε-- ἀπρόσωπονξφαίνεται, δοκεῖ µέ-τε-ι-να-ου-ου- ἀούπετε-- μοῦ φαίνεται σοῦ, τοῦ, μδς, σᾶς, τοὺς φαίνεται. τε ούκε Ὁ τε ἀούκουνε (μτχ.) σ κα τε ἀούὐχε Ἡ σ᾿ κ τε ἀούκουνε 5 . νἩ κξ]ό γ]ὰ -- δὲν ἀποφαίνεται τοῦτο. (ι-ε-) ἀούκδιμ: ὅτι εἶνε φανερόν: τὸ φανερόν. ἀούκ]-ι πληθ. ἀοὐχ]ετες ἡ χκάνουλα. καὶ κανέλ-ι (Περμετ), καν]έ- λε-α (Σ), καν]έλ]ε-α (Βεράτ- Καθά]α ). ἄούκ]ετε: πληθ. µόνον (άκοδα- Μιράίτα)ξ-τὰ δικάκκια. ἀουλέν/ε-α (Υ. Τυράν.) πληθ. ἀουλέν]ατε καὶ ἀουλίνῖτε (Σ) καὶ ἀουλῖ-νι(Σ) καὶ ἀελίνίε-α (τ)--ἡ κέδρος, ἄρκαθος, κόκ]ε - ἄελεν- 1ε-- ὁ καρπὸς τῆς κέδρου, -- 106 --- ἄούμ (Υεγ. Μαλ]εσία) ἳ Ἡ Ἡ σ) ι έπετε ἁούμ 9 9 8 (ἴσως εὐκολία). ἀούμε-ᾖα: μέτρον σίτου ἕξ ϐ ὀκάδων. πλ. ἀούμετε. ἀούνγε-α πληθ. ἀούνγατες-(Έλθασ.)--ἴδ, τοούπε-]α. ἄουρόν]-ό] (Υ-τ- Ῥαᾶ1) [ Ἕλλην. δηρὸς]-- ἀνέχομαι. παθ. ἀουρόνεμ -ὀχεμ, παροιµίκ: σ᾿ ἀουρὸν κ]ίμε νᾷε βέδ -- δὲν ἀνέχεται οὔτε τρίχα ῖς τὸ αὐτί. ἄουρίμ-ιτ ὑπομονή' πληθ. ἀουρίμετε.ι-ε- ἀουρούαρδιμ (τ)Ξι-ε-σου- ρούερδιµ. (Υ ) καὶ (συνηρ.)ι-ε ἀουρούρδὶιμ..Ξ ὑπομονητικός, ὑπομένων. Ἰλούρρεσ-ι-- Δυρράχιον (ἡ ἀρχαία Ἐπίδαμνος |) Πουρρεσάκ-ου-κε-/αξ Ἠπιδάμνιος' (ὁ κάτοικος). ἀούδκ-ου: πληθ. ἀοὐδκ]ετε' - δοῦς. Φουδνέξε- α (Ἡερμέτ) -- πυκνόκλαδον ἴδ, ὄκούρρε - ]α (τυραν. ). ἀούφ-ι (Υ. τ. Βεράτ) [Ῥουλγ. ἀουῇς πνεῦμα, ἀναπνοὴ ] νᾷσιερ ἀοὐύ- φινε-- βγάζω τὸ ἄχτι µου, ξεθυµαίνω. Φούχεμ: παθ. τοῦ ἀοὐα (τ) καὶ ἀούε (Υ)Ξ ἀγαπῶμαι. Φούχετε (Υ. Ὀιά1) Ξ χρειάζεται, πρέπει. δεῖ. --- ἀούχετε κε]ό γ]ὰ -- χρειάζεται αὐτὸ τὸ πρᾶγμα' ἴδ. λ]ύπσετε Ἄ λ]ίπσετε' ἀούχετε τα Ῥᾶν] κετὲ πούνε πρέπει νὰ τὸ κάµμω αὐτό. --- ἀούζετε τα Ὠᾶτὸ κετε πούνε-- πρέπει νὰ τὸ κάµῃς κὐτό. µε-τε-ι-να -ου-ου- ἀούχετε Ἔμοῦ, σοῦ, τοῦ µιας -σας -τοὺς; χρειάζεται. ---ἴδ. λ]ύπσετε. λ]ίπσετε, ἀρᾶ-νι (Υ}, ἀρά-ου (Βερ.), ἀράδκεζε-α (Τυραν. Καθ) -- φούντερατ)ε τὲ λ]ούενιτ (γ]άλπιτε) τρέτουνε.Ξ ὑπόλειμμα βουτύρου ἀνκλυομένου, ἀρανγούα - ϊ (τ) πληθ. ἀρανγόν] -τε- δράκων (ζῷον μυθολογικόν). καὶ ἀρανγούε - δἳ (Υ) καὶ ἀρκγού -όϊ, ἀρανγούε - όνι (Σ). ἀράπ-ι--ὄκόπ ι µάθ. (Ῥουρκ. ἁκ]άκ). ἄράπεν-ι (Υ) ἀράπερ-ι (τ) πληθ. ἀράπενα-τε (Υ) ἀράπερατε (τ) καὶ ἀρεπεν]ιτε. ἀρανταφίλ/: (Σ) ἴδ. τρανταφίλ]. ἀρεδαλ]έδ-ι [ἀρεῦ-λ]εδ]-- χλωστήριον ἔνθα κλώθουσι τὸ υκλλὶ διὰ σάκκους. ἀρίδε-α. πληθ. ἀρέδατε-στρεφογύρισµα. µος Ὀᾶν ἀρέδα-- μὴ κάμνεις στρεφογυρίσµατα.-----Ὠδ] ἀρέδκ-- κάµνω στρεφογυρίσµατα. ἆρδ-νι (Υ), ἀρξ-ρι (τ) ὁ ἔλαφος (ἆρσ } ἐνῷ ἡ ἔλαφος δούτε-α πληθ, δούτατε. --- 101 --- ἀρέγεζε-α: πληθ. ἀρέγεζατε κοιν. ὁ ψειροφύτης' καὶ ἀρέκτσε-α (Σ) πληθ. ἀρέκτσατε. ἄρέ (τσαμ}) ἄρσ. κλητικὸν µόρ. χοῦ Ίεδε ἆρέ; (Ἔρουκ. Ὀρὲ) καὶ ορὲ (5) αρὲ (Υ) µορὲ (Σ) μρὲ (1), μό]’ (τ) θηλ. καὶ µόρ θηλ. ἀρεδαλ]άκ -ι ἆρο. ἀρεδκλ]άκε- ]α θηλ. -- ἄστατος" καὶ ἀρεδαλ]ούκ-ι ἆρσ. ἀριδαλ]ούκε-]α θηλ ἀρέδεζε-α: πληθ. ἀρέδεζατε--φράουλαις ἵδ. πλ]ύδκακ [ΤΓετόθα]. πληθ. ἀρέθεζετε. ἴδ, καὶ λ]υλ]υετρόδε-]α (Περμέτ). ἄρέδ ] Ἑλλ. ἄ- ὅρακτος] - χλώθω νῆμκ, 9) εὐνουχιάζω" ἀρέθ φιάλ- Ίενες- στρέφω τὸν λόγον. ἀρεδόν] (Βεράτ. ) [ἀρεθ.] οημ..Ξ ἐκφεύγω τῆς εὐθείας ὁδοῦ" ἀαλ] πρε] ούδετε ἀρέ]ετε, κθέζεμ. νγκ οὖδα ε µάρρ τιάτεοε οὐδε, ἀἰρέῦτσα -τε σα .Μοαλ]εσία ε παμε) ἀριθτσατ᾽ ε Ἰοπίγεσε (Σ. Μαλ- Ἰεσίκ ε σίπερµε)-- ρρίπατ᾽ ε οπίνγενσε -- οἱ ἱμάντες τῶν σανδαλίων τῶν ᾽Αλθανῶν ὁμοιότατοι πρὸς τοὺς ἐπὶ τῶν ἀρχαίων ἀγαλμάτων, ἀρέ]νγουλε (Σ) 2338 (ἡ λέξις ἐν χρήσει ἐν Σκόρδφ). χ | ἄρήτε :ἐπιο. Ξ ὀρθῶς ο κατ) εὐθεῖαν, δικαίως" ἀντίθ. ὄτρεμΏετε καὶ ναρείτε (5), ἀβῥηέτα ἀρεί]ταζε ἀρεκ] (τ): φόλ] ἀρείτετ-φόλ]ε ἀρεγ] ( .. ὁμίλησον ἀθῶς. ἀρέ]τε περ ἀρέ]τε-- ἴσια κατ εὐθεῖχν' ὅκό ἀρέ]τε β) ἄρεκ]) ούδεσε πΏγκχινε ἴσακ τὸν δρόμιον” ϱρ ἀρε]τε μιοε μον - Ξ- κάθισον ὀρθῶς {-- ὄρθιος) εἰς τὰ πόδια. ---- ατύ ἀρέ]τε- ἴσα κατ ἐκεῖ' µος ὅχκο ατύ ἀοε]τεςξμῃ περνᾶς ἴσα κατ ἐχεῖ. (ι-ε-τε) ἀρέ[τε-- ὀρθὸς -Ἠ-όν, ἴσος, δίκαιος" ὅσιος, καὶ (ι-ε-τε) νάρείτε: (5): ἀντίθ. (ι-ε-τε) ὄτρέμβετε.--με τε ἀρε]τε-- μὲ τὰ σωστά. --- κεδτοὺ δῦτ ε ἀρέ]τα-- ἐν ται εἶνε τὸ (σωστὸν) δίκαιον. ἄρεκ]: ἐπιρ. ἴὃ. ἀρείτε καὶ ρημ.. νάρέκ]. ἀρε]τόν]- ό] [οημ.. ἐνερ.] -- ὀρθόνω, ἰσιάζω, εὐθύνω, προσαρµόζω" καὶ ναρε]ό] (Σ): ε ἀρε]τόθκ πούνενες- ἐταχκτοποίησα τὴν δουλειιά µου ε ου]άΐσα πούνενε. --- τὸ παθ. . ι . η / . 5 . ἀρε]τόνεμ- όχεμ καὶ νάρε]τόνεμ-όχεμ. (5): ἀρε]τενῖ-α (Υ) ἀρείτερι-α (τ)-- δικαιοσύνη" ὁ πληθ. ἀρε]τενίτε (Υ) ἀρε]τεοίτε-- ἄχρηστος. ἀρέκε-α: πληθ. ἀρέκατε κχὶ ἀρέχετε -- τὸ γεῦμχ, ἄριστον. ἀρέκεζε-α (Βεράτ.) πληθ. ἀρέκεζατε Ξ- ἡμεροκαλλὶς -ἴδος: Ξ ἡμερόβιον ἄνθος, --- 108 --- ἄρεκό] - όχεμ καὶ ἀρέκεµ-- χα ἀρέχε-- γευµατίζω. ἀρέκ]-ι [ δράκων] -- διάβολος: πληθ. ἀρέκ]εν -τε καὶ ἀρέκ]ερετ. ἀρεκ]εσί-α καὶ ἀρεχ]εζί-α -- διαθολιά, πονηρία: {ὃ, ἀιαλεσί-α.---πληθ. ἀρεκ]εσίτε, ἀρεχ]εζίτε. ἄρεμί (τ) ἵδ. ἆερμισ-ίτ-ίτ (Ἐλθασ.). ἄρεν]ε-α πληθ, ἀρεν]ατε Ἡ 3 Ὦ (ἴσως ἡ δορκάς). ἀρεχέμ-ι [ Ἑλλην, δρα χμ.ὴ μψέτρον βάρους ] πληθ. ἀρεχέμετε-- τὸ δρά- μον, τὰ δοάμιιοι, ἀρίδεµ.; Ξ- τρέµω" ἴδ. τριδτό]., --- ἀρίδεμ, σι πουρτέχε ζέκουρι. ---καὶ 9) εὐνουχιάζομαι [τρίδει.. (τ ] ι-ε-τε ἀρέδουρες- κλωσμένος καὶ 9) εὖ- νοῦχος καὶ ν-ε-τε ἀρέδε καὶ ι-ε-τε ἀρέδουνε -- Χλωσμένος. ἀριδετόν]- 6) (Υγ. Ὀιάϊ) ρημ. Ξ τρέµω, λαχταρῦ. --- καὶ φεργελό] (Έυραν.). ἀρίζξ-ατὲ Ξ- τρίθολος, ἄκανθα, ἀρίδε-τε (οὐδ.) καὶ ἀρίθε-ι (ἀρσ.) -- ἀραβόσιτος. -- γέννημα. ἀρίθνατε: τὸ σιταροπάζαρον, ὅπου πωλοῦνται γἐννήματα. αρίδµε-α (Υ.τ. Ὀιιά1) τρόμος, λαχτάρα" πληθ. ἀρίθµατε ἴδ. ρ. ἆρεθ. καὶ ἀριθτίµ-ί' πληθ. ἀριθτίμετε' ἴδ. ἀριθτόν]. --- αριμ.ετοό] -όχεμ. (Σ) ἴ9, ἀρομετσό]-όχεμ.. Γρτ-νι. ὁ Δρῖνος ποταμός. /ρϊνασ-ζι; ὁ παρὰ τὸν ΔἈμῖνον κατοικῶν ἀριν/ε-α (Περμέτ.) ὄκαρπε-α.--- πληθ. ἀρίν]α-τε. ἀριπάρ-ιτ φωστήρ' πληθ. ἀριτάρετε. ἄρίτε-ας- τὸ φῶς' πληθ. ἀρίτατε' ἀντίθ. ἐρρεσίνε-α | Ἓλλην. ἔρεδος], φράσεις Υδίνι (ἀρίτα) -- σΏάρδι (ἀρίτα) -- ἐξημέοωσεν. ἀρίτεζε-α (Ῥοράαη) -- κανά(λ]ε-]α -- λύχνος, φῶς. ἀρίτεμ (Αργνρ.) ἴδ. νάρίτεμ. --- καὶ ἀριτό] - όνεµ. (Αργυρ.). ἀροθολ]ί-τε πληθ. -- τὰ ἐντόσθια τῶν ζῴων, Υ199ε τὸ’ κά νε Ὡάρκουτ Ῥέρρι, ζόρρ᾽ ε πλ]δναεσ᾽ ε μβελ]τοι. ἀροῦολίε, ϱ. ἐνερ.Ξ- ταράττω τὰ ἐντόσθια (Περμέτ.). -- µε ἀροβολ- Ίέτι- µε τούνᾶι «ἀροβολίτες- μοῦ ἐτάραξε τὰ ἐντόσθια, ἀρόμισε-α (Σ. Ῥοράαπ) ἴδ, ἆερμῖ- πληθ. ἀρόμτσατε, ἀθομετσό] -όχεμ, ἀριμετσό] -όχεμ, γριμετσύ] - όχεμ ἴδ. ἀερρμο] - ὀχεμ. ορόσε (Τνραν.) ἴδ. ἀρούεσε. Ολο) -- ἀρόε-Ία (Ῥοράαη) -- φόδος, σέθας. ἀρόμ-ι (Σ) ἴδ. δροµ.-ι; πληθ, ἀρόμετε. ἀρού-α: πληθ. ἀρούτε -- ξύλον [ Ἑλλην. δόρυ]. ἀροῦ-νι (Υ) πληθ. ἀρουν]τε Ξ- δένδρον [ Ἑλλην. δρῦς. Σανσκοιτικὰ ἀρούμα Ξ- δένδρον] καὶ ἀροῦ -ρι (τ). --- ἀρουν᾽ ι φίκουτ () Ξ ἀρουρ)ι φίκουτ Ἔῇᾗ συκήῇ' ἆρουν)ι ουλῖνιτ (Υ) 5 ἆρουρ)ι ουλίριτ (τ) -- ἐλαία, ἀρούαν] (τ), νάρούκ] (Περμέτ.), ἀρούε] καὶ ἁρού] () - φοθοῦμαι, ᾿ συστέλλομαι, ---µτχ. ἀραδουνε, ἁρκότουνε (Σ) ἀόρ. ἀράδα-ε-ι (Σ)) καὶ Οραδτα-ε-ι (Ῥορύαι).---- ἀρούα] τε φλ]άσ -- συστέλλομαι νὰ μιλήσω" ἀρούα] τε βέτε ατιέ - ἐντρέπομαι νὰ πάω αὐτοῦ. --- μος ἀρόνι Ξ [μὴ θροεῖσθε]. εἱρουβάρ-ι ξ ζξυλοκόπος -- αὐ κ]ε πρετ ροῦ" πληθ Ξρὲτε. ἀρούγε-α (ΤἜυραν.) ἴδ, ἆρουκ -γου. --- ἄρουγεζε, ὑποχκος, ἀρούεσε (Ῥιιά!) [ἀρούε] -σε] ἀρούσε(γ)-- ἴσως, μήπως" ἀρόσε {-- ἀρό - σε - φοθοῦ ” μή) μράσε (τ) (Ξμβθα-σε Ξ βάσταξον ὅτι, διότι). - ἀροῦσε ἄδτε κυ] -- ἴσως εἶναι οὗτος" Ξ μῃΏάσε ἃδτε Χυ].---- ἀρούσε, βιεν, σόντε -- ἴσως ἔρχεται ἀπόψε. ι ε-τε ἄρούῇτε (Καθ.)|-ξύλινος- η-ον. ἄρούκ-γου (Ἔυραν.) κερχίς, κοινῶς σαΐτα, Ἡ µασούρα' καὶ ἀρούγε-α ἀρούγεζε-α (Ώιθρα) πληθ. ἀρούγεζατε" καὶ σοθάϊκε-α (Τοσκ.) πληθ. σοθάίχατε. ἄρὺ-νι (Υ. Ὀιά[----Ῥορθαῃ)--κλείς, κλειδί. κλειδαριὰ (κρεµκστή ) καὶ λ]ότὄκε-α: πληθ. ἀρύν]τε καὶ ἄρυεντε, ἀρυπ καὶ ἀρύπι (1) ἴὃ, ϱημ.. αᾶρίπ. ἄν-ιθ. ᾖνπ. ϱ. «ύ ἄρο. καὶ ἀὺ θηλ.Ξ δύο πληθ. τε ἀὐ-- οἱ δύο" γεν. τε ἀύθε-- τῶν δύο, θηλ. τε να -- αἱ δύο, γεν. τε ἀύ]αθε. α " ἂν ή ” ε Ἀ ὁ ὤυ -Ία--τὸ δύο ὡς οὐσιαστ.Ξ-ἡ διάρα. Φύερτε καὶ (συνῃρ.) ἀύρτε πληθ. τοῦ ἄερε-α--θύρα. Φύζε: ὑποκορ. τοῦ δύο Ξδιαράκι. ο / ὃ » ἀυξέτ-- τεσσαράκοντοα-- Χατρεδιετε (Υ). ἀυξέτεῦ-ι--κατερδιέτεδε- ιΞ-σαραντάριον. 4υζέτ -κέμθεδε- ]α-- (Περμέτ.)--κατερεδέτε κεαΏεὂ-ι (Σ) ἴδ. μόχρε-α« ᾗ σαρσνταποδαροῦσα (κοινῶς). (-ε- αύττε-ι-αΞ (Ῥαά1-ροράαπ)-ι-ε-άύτε-ι-α. -Ἕ810--- ἀυκ]άν-ι-- ἐργαστήρι [λέξ. Τουρκ.] πληθ. ἀνκ]άνετε καὶ ἀουγᾶ-νι (7) παντοιοπωλεῖον «καὶ ἀουγάν]ε-α (Σ) Ἡ ἀουγά]ε-α. Φύλε-τε οὐδ, κοινῶς ἁγιοκέρι καὶ ἀύλε-ι ἄρσ. γεν. ἀύλιτ, αἰτ. ἀύλενε καὶ «ὐλινε πληθ. ἀύλενατε (Υ), ἀύλερατε (τ) ᾗ κηρήθρα μετὰ τὴν ἐξαγωγὴν τοῦ μέλιτος. (« ε)-άυλ/τέν]διμ-ι-ε-7α (Καθ. Ἐλθασ.)--μιέλι ι-ατὶ γρούνιτ κ]ε ἀδτε λ]άγουνε νάε λ]ᾶμετ τούκε οὐδιμ, σαζό τε θάχετε νε ἀῑελ, σι τε Βαχετε Ὠούχκε, νούκε, πἰκ]ετε πο Ὠᾶχετε πόσι ἀνλ᾽ ι Ώούτε, πο εδὲ πέτε νούκε τχούλετε κυ] φάρε μίελι, | ἄν -μύε- διέτε- δώδεκα Ξ 4υμΏεδιτε καὶ ἀυμβεδέτε (Υ. Σ.). | ἄυμεζά] : ἐπιρ.Ξ διπλῶς (Περμέτ.) ἄυμεξόν] (1ερμ..) ρηµ..Ξ διπλόνω. “1 (.-ε) ἀύμεστε-ι-α (Περμέτ.)-- διπλοῦς- Π -οῦν. | ΕΝ ἀύνκερε: 5 (ἀγνώστου σημασίας). «ύρ -τες- ἀύερτε. ({ὐδ. ι-- τὸ θιάρι ἡ δυὰς ἀύδε -- δίχα, διχῇ εἰς δύο ἴσα μέρη, διττῶς, (ι-ε) ἄύτε-ι-α: δεύτερος, δευτέρα. |)σ ἀσὰ (ΥεΥ.) ἀσξ- ἀσξ, ἀσδᾶμε-ασίνι, ἀσάνεςμανθάνω' παρατ. ἀσί]ε᾽ ἄόρ. ἀσούνα-ε-ι, ἄσουμ - ἀσούτε, ἀσούνε εὐκτ. ἀἆσανδα - ἁσανᾶ - ἀσαντε, ἀσᾶνδιμ - ἀσάνδι - ἀσάνδινε. Προστ. ἀσέ, ἁπίνι, µετοχ. ἀσᾶνε κ.τ.λ. καὶ νῶσα Ξ ἀντιλαμβάνομαι (τ). τε ἀισάνετες- αἱ ἐπανκλήψεις τῶν µαθηµάτων. ἀσανεσ-ι (Υ) πληθ. ἀσᾶνεσ-ιτε: μαθητής, µαθηταί. ἀσάνεσε- Ία (Υ) πληθ." ἀσάνεσε-τες μαθήτρια, µαθήτριαι.----καὶ ἀἆσε- νὲσ-ι (τ) ἀρσ. ἄσενεσε- ]|κ (τ) θήλ. πληθ. ἀσένβσιτε ἆρο, ἄσενεσετε θηλ. ἀσαμάρε-Ία (35) αὐλός, πίπεζ Ε: κάῦτε πρε] γρούνι-ε νγ]όμε καὶ ζαμά- ρε-]α: πληθ. ἀσαμάρετε' καὶ ζαμάρετε' καὶ πιρπίδκε-α πληθ. πῳπίὄκατε (Βεοάτ.) εἶσε (τ) ἴδ, ἀσά (Υ) ἀάρ. ἀσοῦρα-ε-ι, εὐκτ. ἀσένδα κ.τ.λ. προστ. ἀσέ, 111 --- ἀσίρι καὶ ἀσίνι µετοχ. ἀσένε, ὑποτ. τε ἄσε τε ἀσεῦ---τε ἆσερε κτλ ἀσενόν] (Περμέτ.) ἴδ. ἀενόν] (ΠΠ ερμετ.) ἄσενόνεμ (Περμέτ.) ἴδ. ἀενόνεμ (Περμέτ.) εσένεσ-ι (τ) ἴὃ, ἀσάνεσ-ι (Υ) πληθ. ἀσένεσιτε. ἄσενεσε-]α (τ) ἴδ. ἀσάνεσε-]α (Υ) πληθ. ἀσένεσετε. ἀσίάσε-α πληθ. ἀσίᾷσατε-- σπινθήρ, ἴδ, ὄχενα(]-α. ---καὶ ἀδιάδε-α (5) πληθ. ἀδίάσατε. ἰσιάσεμόν: ρημ.. τριτόπρ. -- ταούζ τει, σπινθηρίζει.--- µξ-τέ-ι-να-ου- ου ἀσιάσεμόν -- μὲ-σὲ-τόγ-μας- σᾶς-τοὺς τσούζει. ἄσιάσελίμε-α (Ἓλθασ.) πληθ. ἀσιάσελίματε-- ἡ πυγολαμπὶς κοινῶς Κωλοφωτιά᾿ καὶ ἀσιάσελόν]ε-α' (Καθ.-Τυρ.-Κρου]α) πληθ. ἀσιᾶσς- λόν]ατε' καὶ ἀσιάσελό]ε-α (Σ) πληθ. ἀσιάσελό]ατε, καὶ Ῥουκου- ρέζε-α (Βερατ.) πληθ. Ῥουκουρέζατε, καὶ Ώουκ᾽ ε-ρέ-]α: (Περμετ.) σεπσέ κουρ ἀάλ]ενε κετό, ατεχέρς 4ελ] εδὲ Ῥουκ) ε ϱξ, 4ο µε θένε γροῦρ΄ ν ϱἳ. ἀσιάσό[ καὶ ἀδιὰδό] (Σ) ρἤμαξ σπινθηρίζω: καὶ νᾷσιὲρ ασίάα. ἰσ]έρε-]α (Αργυρ.) ἴδ. τογ]έθε-]α: πληθ. ἀσ]έρετε, ἀσ]έδε-α (Αργυρ)) δ. τογέδε-α πληθ. ἀσγέδατε. ἆσ]ιδ (Άργυρ } ἴδ. τσγίθ. ἄσ]ίδεμ (Αργυρ.) ἴδ. τογίδεμ.. [ο εδακόν-ι (Σ) ἴδ, γ]ακόν-ι (Ριιά1). ἀσαμάκ-ου: πληθ, ἀδαμάκετε Ἀ πιέκ-ου-- ὅχόπι κ]ε λ]όζινε τσινγουλ] καὶ τδοµάκε-]α (τ). ἀδάνγε-α (Τυρ.) ἴδ ἄδουνγε-α. ἄσξι (Υ) µόριον θαυμαστικὸν καὶ τσά: (Περμετ.) ἀσέ τε πάδε! (παί- ζοντα λέγουσι τὰ µωρα παιδία) καὶ τσᾶ τε πάδε. ἀδαούρρα-τε (Τνραν)) πληθ. μόνον.Ξκαρθὶ τε ὄκούρτενα ε τε ῥόγελ]α. ἄσελ]έκ-ου (Υ) ἀδελ]εκετες- χρονιάρικο ἀονί, ἀαδ µοτάκ.--- καὶ δελέχ- ου (τ)' ἆαδ ι βιετερ ι θόνε κουρ κᾶ καπερᾶσύεμ, ἂν βιέτ, -- 112 -- ἀδίάδε-α (Σ- Περμέτ.) ἴδ, ἀσιάσε-α: πληθ. ἀδιάδατε καὶ ἀδιᾶδιλό: ε-α (Σ) ἴδ. ἀσιάσελίμε-α. ἀδιᾶσό] -- ἀσιάσό]. ἀσέφκε-α (Αργυρ) πληθ. ἀδέφκατεςλ]απούδκατ ε κκλῖουτ µίσεριτ Χ]ε ριέπενε. ἀδίκε-α (Βερατ.) πληθ. ἀδίκατε-- Ὠούλε-α πληθ. Ώούλατε, Ξ Ῥούρκε-α πληθ. Τούρχατεξ ἡ Τούρκισσα, οἰδίλ)ξ-α (Τυραν.) πληθ. ἀδίλ]κτε-- ἂν κόχκ]ε ἄορκ.--- τδούνατε κουρ λ]ού- εἶενε πίλ]ας, θόνε.---- Σα ἀδίλία αρρε δέμδι αὐ: --ν]ε ἀδιλ]ε- ἄν κόκ]ε ἄρρε ἐνῷ ν]ῖ Ώουτί κάτρε κόκ]ε ἄρρε.--- ν[ῖ Ὠουτί ε ν]ῖ ἀδιλ]ε Ξ6 κόκ]ε άρρε.--- ἂν ῬουτίΞ 8 κόκ]ε άρρε.--- ἂν Ὠουτί ε ν]ι ἀδίλ]ε Ξ10 κόκ]ε ἄρος. ἀδόκξ-α πληθ. ἀδόκατε-- ἡ φλοκάτα. ἀδόμκε-α καὶ ἀδούμβε-α (Περμέτ.) ἴ8δ. ορότὄκεχ’ πληθ. ἀδόμκατε. Φδούνγε-α (Τνρ) πληθ. ἀδούνγατε καὶ ἀδούνγρατε (Τνρ.)Ξκουρ ε λ]ιθ ὄχμίνε σι γρουὃτ πλ]οτ µε πάρε.--- ντ ἀδούνγε μὲ πάοε.--- μᾶ ε µάδε σε ἀδουνγε ι θόνε ἀδάνγε-α,. ἀσούφκε-α: πληθ. ἀδούφκατε-- ἡ φούντα, θίσχνος, Β α Ε Ε σύνδεσμος" ἴὃ, εδέ, εν(έ. ἄντωνυμ. τρίτου προσώπου Ἰένους κοινοῦς αὐτὸν- αὐτὴν ε Ῥέν] - Βενὶ ατε-- τ κάμνω, χάμνω αὐτό. τε Ρεν] ἡ τὰ Ρεν] -- τε Ρεν] ατεξ- νὰ τὺ κάµω, νὰ κάµω αὐτό. ὑᾶνα (Υ)Ξε Βέρα (τ)-- Ὠάνα ατε- Ὀέρα ατέ- τὸ ἔκαμα, ἔκαμα αὐτό, [παραθ. "θλλην. ἑ (αυτόν)]. ἑξατε, τΞατί' ε Ὀεν]- Βεν]-ατε-- τὸ κάµνω Ἀ κάμνω αὐτὸ -ατά-- ν εν] Ῥεν] ατα-- τὰ κάμνω' ουβεν] -- ατύρε ου Ῥεν] -- Ρεν] ατύρε - τοὺς χάνω" Ἶᾳ (Ξι -- ε) Ὀεν]-- τοῦ τὸ κάµνω -- τοῦ κάµνω αὐτό' ουα (Ξου Τε) Ρεν] -- τοὺς τὸ χάμνω-ς- τοὺς κάμνω αὐτό, ε άμα 1) καὶ ε έµα (τ)5 ἡ µήτηρ αὐτοῦ, αὐτῆς" πληθ. τ᾽ ἅματε καὶ τ᾽ ἐματεξαἱ μητέρες αὐτῶν. --- 115 --- εβιέρρα--ἡ πενθερὰ αὐτοῦ, αὐτῆς,πληθ.τε βιεροατε.----ε Ὀίλ]α (Τσαμ..) καὶ ο β- ϕ τν | , . : ε Ὀί]α (Υ) Ἡ θυγάτηρ αὐτοῦ - αὐτῆς πληθ. τε Ὀίλίατε καὶ τε Ὀίΐ]ατε. έγρε: ἐπιρ.Ξ ἀγρίως καὶ εγερε: ἀντιθ. Ώούτε. (.-ε-τε) έγερε καὶ έγρε (τ)-- ἄγριος- κ-ον καὶ ἀδπερο. εγερσίνε-α καὶ εγερσίρε-αξ- ἡ ἀγειότης' 3) τὸ θηρίον" ἴδ. Ῥίδε-α. εγερσίὃτ κχὶ εγρεσίδτζ-κατ᾽ ἄγοιον, χατὰ θηριώδη τοόπον. .. η . . εγερσό] καὶ εγρεσό/--ἐξαγριόνω τινά: ἀντιβ. σΏουσ.----ρημ.. ᾿ . ἱμά δω ἕ β. ξ α εγερσόχεμ- εγρεσόνεμ εζαγριοῦμαι' 9) εγρετσόνεμ,- κπερόχεμ. ἀντιθ. σρούτεμ. ἐγ]ερε-α καὶ εγ]ερ-ι ἡ αἷρα τοῦ σἰτου' (κου Τα Ὠούνε µε εγ]ερ 4ε- ζετε). έ-γ]ύδε-Ία: πληθ τε γ]ύδετε-- προµήτωρ αὐτοῦ, αὐτῆς } απ. τε γ] ἓ ρομητ ή, του, υτης. εδέ (Ομηρικὸν ἠδὲ) συνδεσµ., -- καὶ, δε, τε 9) --ἔτι, προσέτι' καὶ έναέ καὶ ε. αρ, έᾷιε- ἐᾷια (Σ) ἴδ. ἐτ-ι. ή πι κε . . Μμ .] ε- ζόν]αξἡ χυοια αὐτοῦ, αυτῆς. η , . Ἂ αρ ὃν ὰ ου ἐδ- δι (Σ) (Ῥοσάαπ) πληθ. έδατε ἴὸ. κεθ-δι, κετσ-ι͵ έθετε; (πληῦ.)--θέρμη, πυρετός µε ζάνε έθετε-- θεομαίνομαν. .. ων . Ὡ ε-διέδτρα: πληθ. τε θιεῦτρατε-- Ἡ θυγάτηρ τοῦ ἀνορός, έλα: ἑνικ. καὶ έα--ἔλα, δεῦρο, ἄγε, ἐλθέ: καὶ Ίσα (τ)-ἐλθέ’ πληθ. έανι, έεν. (Ῥιά1) άκενε (τ) δεῦτε, ἄγετε, ἔλθετε. : Π 3 ’ ” . 3 Γ.. ’ Με Λ ἐ] (Υ) µόριον (ἐκφραστικὸν ἐπιθυμίκς, εὐχῆς)' ε] τε ἀε-ε ᾖότιξείθε νὰ θελη ὁ θεός. Π μ. μα Ἡ ση μαι Ἶ ΄ εἶ: (τ) οημ.. ἴὸ, ἄ] (Υ) οῆμα' καὶ έντ: ϱῆμα (ἨΠερμετ.). ἔντεμ: ϱημ.. πάθητ. τοῦ ἑντ (Περμετ.) ελ]ἠαρόζε-α (Σ) πληθ. α-τε (Τουρκ. νάεοδαῇ). ελθερίστε-Ία (τ) πληθ. ε-τξ καὶ ελΏόρε-]α (Υ) πληθ. --ετε «Ξν]ξ ἄρε κ]ξ κά κ]ένε μΏιέλε έλπ.----(ἀγρὸς ἔσπαρμενος πριθην). ε κουνάτα: πληθ. τε κουνάτατεςξἡ ἀνδραδέλφη αὐτοῦ --αὐτῆς, πι, εκουδρίνα (Υ) καὶ ε κουδρίρα (τ) πληθ. τε κουδερίνατε καὶ πουδρὶ- ρατε ἡ ἐξαδέλφη κὐτοῦ αὐτῆς. καὶ ελ]εμίνε-]α (Τυραν.), πληθ. ελ]εμίνε τε, ενεµί-α πληθ. ενε-μῖ-τέ (Κρού]α}, γ]ερρατόρε -]2 (Καθα]α) πληθ. γιεορατόρετε, στιελε -|κ (Ἠλθασὰν) πληθ. ε-τε, κ]έρθουλε-ι (Βεράτ.) πληθ. κ]έρθου] -τε. ΛΕΞΙΚΟΝ ΑΛΒΑΝΟΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ον) ἑ. | ; ᾗ [ { | 1 τ' . Ὁ αμ! Γ. πλ | | Ε.Ε 1 α | Ι ἥ ἤ ] οι Ἱ ) | | | τα ] |] -. ᾗ Ι ᾗ 4 | ! |. Ἶ || 4 Τα | ' / 4 | | | ] τὰ. 4 Ἱ ] ι | ' ν Ἱ Ί α. | ' ι Ἶ |] ] απ | ἡ Ί ι | ι Ν. ἡ ΕΕ ; ] 1 ] ] Ἰ ἡ ! Ί [ ἡ αν. ἡ τα, ] ἳ α [ Ί ἡ .1 { .. Ἱ Εν ας ο Ι Ἶ ] ἀ η Ἱ Ἡῃ { Ι η [τ. | ή ἴ ' | ἡ ο [ Ἡ "ἱ Τα. κα τσ "| Ι . ἰ Ι] Ἰ --τπηνα κνμαῖ ---- αμε-- -- 114 -- ἑλ]π- ὃι: πληθ. έλβενατε καὶ έλβερατ (τ)ζκρῖ, κριθή. (ε-ε-τΈ) έλ]πτε-- κοίθινος ---- η ----ον. | ἐμ (Υ) ἄντων, ἴδ. {µ (τ). εἓµ-άτε (Υ) ἴδ. ιµ-άτε (τ)-- ὁ πατήρ µου. ἐμ ῥελά (Υ) καὶ νμ.-βελά-- ὁ ἀδελφός μου, ἐμ-βῥιέζερρ καὶ ιµ-βιέζερρ --ὁ πενθερός µου. εέµτε-Ία: πληθ, τε έμτετε- ἡ θεία αὐτοῦ, αὐτῆς. (ε-ε-τε) έμθελ]ε (τ) ἵδ. ι-ε-τε ἄμρελ]ε (1) Ξγλυκύς --- εἴα ----ὐ. ἐμύετε: (τ) ἴδ,. ἄμβελ]ε (}) ἐπιρ. ἐμύελσίρε-α: καὶ εμΏελτσίρε-α πληθ. --α-τε ἴδ. δμρελ]σίνε-α (Υ). ἐμθελ]σόν] ἴδ. αμ,Ώελσόν]----εμ.Ώελσόνεμ -- ἆμρελσόνεμ. ἓμ-θίρτιμ -Βίρς ὁ υἱός µου. εμ-γ)ύὅ (Υ) καὶ ιμ.-γ]ύδ (τ)--ὁ πάππος µου. ἓμ- δανᾶερρ (Υ) καὶ ιµ- δένὰερρ (τ)--ὁ γαμθρύς µου. έµε-α πληθ. έματε ἴδ. ἅμε-α----ἅματες-μήτηρ. µε (Υ) ἄντων. ἵδ. ἵμε (τ) ἄντων, έµε-Τα (Υ) ἄντων. ἴδ. ιµε-]οα-- ἡ ἰδική μου, ἐμε-βιέχεροε καὶ ιµε- βιέχερρε-- ἡ πενβερά µου. έμε-δί}ε (Υ) καὶ έµε- δίΛ)ε (τδαμ) καὶ με-Ρί]ε-ἡ κόρη µου. έμε-γ]ύδε καὶ {με-γ]ύδε--ἡ μάμμ;η µου, ἡ προμήτωρ. ἔµε-έμτε (Υ) καὶ ίµε-έμτε (τ)Ξ ἡ ἐμὴ θεία ἡ θεία μου. έµε-ζόν]ε καὶ ἰμε ζόν/ες ἡ ἐμη κυρία, ἡ κυρία µου. ἐµε-Μδιέότερε (Υ) καὶ ίµε διέδτρε-ἡ θυγάτηρ µου. έµε-κουνάτε καὶ {µε κουνάτε- ἡ ἀνδραδέλφη µου, ἐμε-κουδρίνε (Υ) καὶ ίµε κουδερίρε (τ) ἡ ἐξαδέλφη µου. ἐμε -μθέσε καὶ ίµε µδέσεξἡ ἀγεψιά µου. ἐμε- µότερε καὶ ίµε µότερεξ ἡ ἀδελφή μου, έµενε-ι (Υ) πληθ. έµενατε--ὄνομα, ὀνομασία, φήμη: καὶ έµερε-ι (τ) πληθ. έμερατε.--- ἔμεν ι μίρε--καλὸν ὄνομαςκαλὴ φήµη.--εμεν ι κέκ]--καχκὴ φήμη. ---ν]ερί µε έμενε-- ἂνὴρ πεοίφηµος. --- µόρι έμενε-- διεφηµίσθη" νι ἆόλι έµενε περ τε µίρε α περ τε κέκ]--διεφημίσθη ἐπὶ καλῷ Ἠ ἐπὶ κακῷ. ἐεµενό}: ρημ..--ὀνομάζω' -ι βὲξ έµενινε' τὸ παθητ εμενόχεμ: (Υ). ἵ--.. - 115 -- εμενόρε-Ία (Υ} εµερόρε -]α (τ) πληθ. ε-τε- ὀνομαστική. ---(πτῶσις γραµ.- μ.ατικῆς). ἐμε-γ]έρκε καὶ ίµε- ν]έρκεξἡ µητρυά µου. ἐμε-ρξ καὶ µε οἳ--ἡ νύμφη µου (οὕτως ὀνομάζει ὁ πατῃρ καὶ ἡ µήτηρ την σύζυγον τοῦ υἱοῦ αὐτῶν). έµερε-ι (τ) πληθ. έμερατε ἴδ, έµενε-ι (Υ). εµερόρε-Ία (τ) πληθ. εµερόρετε ἴδ. εµενόρε-]α (Υ). η έµε-δόκ]ε καὶ μα σόφρας ἡ σύζυγός µου. ια ἐµ-ζότ καὶ ιµ-ζότ-- ὁ κὐριός µου.--- Όνομ. εµ.-ζότ καὶ ιµ.-ζότ' γεν. τ᾽ εµ.-ζότ καὶ τ᾽ µ.-ζότ, δοτ. τ) εµ.-ζότ, τ) ιµ-ζότ, αἰτ. τ' εµ-ζότ καὶ τ᾿ εµ.-ζότ, ἆφαιρ. τ᾿εμ-ζότι τ)ιμ-ζότι' κλητ. ὅὃ εµ-ζότ καὶ ὅ ια -ζότ. Όνηες πληθ. ζότι-ύνε, γεν. ζότιτ-τῦνε καὶ ζότιτ-τ ένε καὶ ζότιτ τ όνε, δοτ. ζοτιτ τ ύνε (Υ καὶ τ) αἰτ. τενε-ζονε καὶ ζότινε τενε ἆφαιρ. ζότιτ τ) ύνε καὶ ζότιτ τ όνε καὶ ζότιτ τ) ένε, χλ. ὅ ζότι ύνε (Υ --- τ). εμ-νίπ καὶ ιµ-νίπ-- ὁ ἀνεψιός µου. εμ-ούνκ] καὶ ιµμ-ούνκ]-- ὁ θεῖός µου (Υ). ἐμ-σόκ] καὶ ιμ-δόκ]-- ὁ σύζυγός µου" (ὁ σύντουφός µου). ἐνγ)ελέ-ι (Υ. ιά) πληθ. ἐνγ]ε]τες ἄγγελος καὶ ἐνγ]ουλε-ι πληθ. ἐνγ]ου]τε. ενα έ-- εδέ συνὸ. (Υ. Ὀιά1). έναξε-α (τ) ἴδ ὀνᾶε-α (Υ). ἔνάξ-α (Υ) πληθ. ένάετε ἴδ. βέθ-ι (Σ). ἐναε-]α: πληθ. ἐνᾷετε (τ)-- ἄνθος. καὶ λ]ούλ]ε. ενάεμ: ϱ.Ξ ἀνθῶ, ἀνθίζω ε»άερρό] (τ)-- ενᾶερίν] (Περμέτ.) -- δοᾷ ένάερρα-- ὀνειρεύομαι. ένα (Υ) ἴδ. εντ. ϱ.Ξὑφαίνω" εντ πελχούρετ- ὑφαίνω πανί, ένάεμ (τ) παθ, -- ὑφαίνομαι, ένε-α (τ) πληθ. ένετε-- ἀγγεῖον καὶ ἄνε-α πληθ. ένετε: ένε ὈὨάλ]τε -- ἀγγεῖον πΏλινον. έενι (Όαά1) ἴδ, έ]ανι, Ἰάκενι (τ). ένι (τ) µορ. ἴδ. άνι (Υ) µόριον. έν]ε-α (Υ) πληθ. εν]ατε: ου θόνε ατύνε ἀέλ]εθετ κἰί κάνε ὅτιέμ., α ου κάνε νγόρδε (τσόφε) κ]ενγ]ατε τε βῥόγ]ελ]ε, ατὸ ἀέλίε κάνε κ]ούμεῦτ, ια.) ος ρα ε-ἔν]τε-]α καὶ ε-έν]ετε-]α (τ. Ῥορᾶαῃ) καὶ ε ἔτε-]α (Καθά]κ) πληθ. τε ἔν]τετε, εν]έτετε χαὶ ἕτετε-- ἡ Πέμπτη. ένκ-γου (τ)Ξβλάξ, βουβός, Ξ Ώουρθαλᾶ. ἑντ (τ) ρ. καὶ ενα (Υ) Ξ ὑφαίνω: ἆορ. ένᾶα-ε-ι µετοχ. ἐνὰε καὶ ἐν- ἄουρε (τ). ἐπεμ, παθ. τοῦ ρήμ. ἄπ. δίδοµαι 9) κάµπτοµαι καὶ ίπεμ καὶ νέπεμ. (2) παθ. τοῦ ϱῇμ. νάπ. (Σ): ἐπεμ ν’ ἀόρες παραδίδοµαι. ----ἐπεμ. πας τέ]ε-- ἀφοσιοῦμαί σοι" µβ-τέ-ι έπετες περνᾶει ἀπὸ τὸ χέρι µου, τὰ καταφέρνω᾽ ἄντιθ, σ᾿ µε επετε' με έπετε κάρτα-- προοδεύω εἰς τὰ γράμματα: σ᾿ µε έπετε τι θεµ.-- δὲν τολμῶ νὰ τῷ εἴπω. ---- δούφρα έπετες- ἡ βέργα λυγάει, κάµπτεται. (-έπερε-ι, ε ἑπερε-α τε έπερετε-- ὁ-ἡ- ἄνω ἵδ. ι-ε σίπρεµ. Ἀκ]ιπενία ε ἐπεος ἡ "Ανω ᾽Αλθανία, έπερε: ἐπίο, Ξ ἄνω. εργ]έντ-ἄι (τ) πληθ. εργ]ένάετε ἴδ, αργ]άντ-ᾶι (Υ). (-ε-τξ εργ]έντ-τε (τ) ἴδ. ι-ε-τε αργ]άντε (Υ). εργ)εντσίρε-α (τ) πληθ. εργ]εντσίρατε ἴδ, αργ]αντοίνε-α (Υ). ἐργ]εσ-ξε (τ) πληθ. εργ]εζε ἐργ]εζιτε: αἱ μικροὶ φεῖραι αἴτινες μόλις φαίνονται.----ε κ κρύετε πλ]οτ µε έργ]εζε-- ἔχει τὸ κεφάλι γεμᾶτο Ψειρίτσαις.----βρας έργ]εζε -- ψειρίζοµαι. έρε-α-- ἆλρ, ἄνεμος' φρῦν έρες πνέει ἄνεμος. ερε-δίουΞ- νότιος ἄνε- µος, ερ Ὠόρεξ-βόρειος ἄνεμος.--- έρε-α πληθ. ἐρένατε καὶ έρερατε 1 9“ ων ς ο ΕΙ ᾱ ῃ -εὐωθία" ἐο ε χέχκ]ε- ὃ δία -6σμη, ὀσφρησις' ερ ε μίρεξ εὐωδία' ἐρ ε χέκ]ε-- ὑυσωδία. ---- κά έρε τε µίρε-- ἔχει εὐωδίαν.--- κά έρε τε κέκ]ε: ἔχει δυσωδίαν, Ἅ / Ψ Ἡ / ο ή ΄ μ ἄπιοφοράν.----ν βιὲν ἐρ᾽ ε μίρε- μυρίζει καλά, ι βιέν έρε ε κέχ]ε Ξ μυρίζει κακά’ µόρι έρες- ἐμύρισε, ἐθρώμησε' καὶ κα έρεΞ µιυρί- ζει (κακά) Ξι βιέν έραΞ βρωμᾷ᾿ µορι έρε πέὄκουΞ ἐθρώμησε τὸ ψάρι. ---μίδι µόρι έρες τὸ κρέας ἐθοώμησε. ----κ]ένι ρᾶ μυ έρε-- ὁ κύων ὠσφράνθη, ἀνεχάλυψε τὰ ὕχνη διὰ τῆς ὀσφρήσεως,----μαρρ έρε Ξ ὀσφραίνωμαι' ι µαρρ ἐοε λ]ούλ]εσε-- ὀσφραίνομαι τὸ ἄνθος σ᾿ κα έρες δὲν μυρίζει κά έρες μυρίζει,--- πέδχουτ, μίδιτ ι Ὀίε έραΞ πέ- ὅκουτ, µίδιτ ι βιέν έραΞ ὄζει τὸ ψάρι, τὸ κρέας.---µε-τε ι βιὲν έροι Ξ μυρίζω-εις-ει, ---- να-ου-ου βιὲν έραΞ- μυρίζοµ.εν-έτε-ουσι" πα έρε Ξ ἄοσμος. Ὥμ----- --- 11 --- έρενα -τε ( πληθ. σημµ.. - τὰ μυρωδικά, εὔοσμα χόρτα" καὶ έρερατε ι (5) καὶ έρεζατε (Γυραν.) τὸ µάοαθον, τὸ ἠδύοσμον, τὸ μακεδο- νήσιον κ.τ.τ. ε ρέ]α -- ἡ νύμφη του" πληθ. τε ρᾶτε: οὕτω καλοῦσι τὴν νύμφην ὁ πενθερὸς καὶ ἡ πενθερά, ερενῖ-τε πληθ. (Υ) ἴδ, αλ]εμίδτρατε. ερεσό; {Αργυρ.) ρῆμκ [έρε-α].-- ἀνεμίζω, κυµατίζω. ερεσίρε-α (Πεομέτ. τ.) πληθ. βοξθίρατε' ἴδ. ρρεδϊνε-ο.. Πρζξ- νι: ποταμός τις ἐν Αλβανία χωρίζων τὸ Ἐλβασάνιον ἀπὸ τὴν Τνράνναν' (ε κᾶ κρύετε νᾶς Σ τν μ,Ώ) ατ᾿ ἄνε ος ΠΕά]τιτ. ). . αι. . -- ο) ω» 5) σ εθο: ρημ.. ενερ. Ξ σχοτεινιαζω" 3) κάµνω τινὰ διὰ τῆς ο λις νὰ τὸν πιάσῃ τὸ σκότος” µος µε ὰ. ρ-- μὴ (γῖνεσαι ἄφοομη νά με Χοι- ερ οσα αν 1 εορεμ. σκοτεινιάζω, ἅμκαυρόω" σκο- ταλάθῃ τὸ σκότος) τὸ ανν τίζω" πεσέ ου έρρε; διατὶ ἐθράδιασες : σὲ ἔπιασε τὸ σκοτάδι: [Π]αράθ. τὸ ο. Βρεβος Ξ ῄεα τοῦ σκότους]. ερρεσίνε -α (Υ) καὶ ἐορεσίρε-α (τ)-- πκότος, σκοτάδι, ερρεσό], ὃ μή καὶ ει χαταλαμθάνει ἡ νύξ, έρθετε: ἐπιρ.Ξ- σκοτεινά: ἴδ. µούνετε. (ι-ε-τε) έρρετξ-ι-α καὶ ι-ε-τε εορε-ι-αΞ σκωτεινὸς - Ἠ -ὂν καὶ 9) τὸ μα : βαθὺ χοῦμα, σκοῦρον. έσελε καὶ ἐέσουλες νηστικός πα νγρδνε γ]ᾶ. (.-ε) έσελτε καὶ ι-ε έσουῄτε Ξ νηατικός, ἄσιτος, ἄποτος. ἐδ-ι (Περμέτ.) ἴδ. ερίκ]-ν. δε. ῥ εδετί; (Περμετ.) ἴδ. τέδεµ -- πτάρνυµαι. ρ.. : ιδ ῃ δις ὸ 1 έσκ : ἴὸ. χαμουοίκ, ἐχῖνος.---ἴὸ, ιρίκ] -. μα πβ 3 Γ 3 ρ 3 β ᾳ Ἆ {κ ἐσκε-ου ἴσχα, ἔμπνύρευµα ὃι οὐ ἄνάπτουσι' καὶ έδχε-α (Υ) ἐδκε- /α (5) πληθ έδκετε ἰδ. βέδκετε. έστ-ι νά μδ, αὔτε-α' ἐδτέενε-ι (Υ) πληθ. -α -τε- και-ρα-τβ. έ-ις ἡ δίψα --- κἀμ ετ περ ού]ε-- διφῶ: --καὶ έτε-]κ καὶ έάιε - -- (Σ). ε-ξτε-]α (Καθ.) πληθ. τε ἔτε τε: ἴδ, έν]ετε-]α. ἵ-ε- έτουρε (τ) καὶ ι-ε-έτδιμ (Υ. Ῥιά]) -- διψασμένος -η ξτσε] (τ) ϱἩμ. [ Ἑλλην. οἴσω] -- βαδίζω, περιπατῶ, ἔρχομαι' καὶ ἐτσεν] (Περμέτ.) καὶ ἔτσι (Υ) ἐτσι] ούδεσε -- θαδίζω τὸν δρόµον, .Ἱ. -ὺ- -.ω----ς. . --ὍὍ- να - ----ὲ--- “”-- -- 118 -- ’ . µ ΄ . ᾿ ν π µ μή πμ ἐτσε] ἄνεσε ἄτιτ -- περιπατῶ εἰς τὴν ἀκροθαλασσιά ἐτσε] µε βραπ - πέριπατῶ γρήγορα: ἐτσε] νγα ἀάλ]ε-- περιπατῶ ἀργά.--- ἀόρ. έτσα-ε-ι' µτχ. έτσε, έτσουνε (Υ) καὶ έτσουρε. --- Ὑποτ. τε ἑτοσ], τε ἐτδετὸ, τε ἐτσε]ε καὶ τε ἑτσεν], τὲ ἐτσεν]τὃ, τε έτσεν]ε κτλ. ἔχεμ (τ) ἴδ. δχεμ (1) κοινῶς ποίσκοµαι, φουσκόνω. ” Ζά (τ) Ἄ Ἰότ- Κύριε λέγεται ἐν τῇ φράσει: Ἰά, λ]ιρνα σότ σε κέχ]ι (τ) Ὁ Ἰότ λ]ιρόνα σὀτ σε χκεχκ]ι Ξ Κύριε ρὔσαι ἡμᾶς σήμερον ἀπὸ τοῦ πονηροῦ. ---[Παράθ. Ἕλλην., Ζεύς]. ζᾶ (Υ) καὶ ζὲ (τ): ἀάρ. ζοῦνα-ε-ι καὶ ζοῦρα-ε-ι' µτχ. ζᾶνε καὶ ζΐνε -- πιάνω, συλλαμθάνω. --- ϐ) ἀρχίζω": ὡς ζοῦρα τε λα Ξ ἴρχισα νὰ φάω: ζοῦρα πούνενες- Ίρχισα τὴν δουλειά: 9) µισθόνω’ ζούρᾳ πέσε κούα] ε πέσε πουνετόρε νε βέδτε - ἐμίσθωσα πέντε ἄλογα καὶ πέντε ἐργάτας εἰς τὸ ἀμπέλι' ζξ κἹέρρενε (Περμέτ.) - ζεύγνυμι' ζξ ν᾿ γό]ε-- ἀναφέρω.--- µε ζοῦρι λ]ία-- μ ἔπιασεν ἡ εὐλογιά" ζξ νούσε-- ἀρραθωνίζομαι. ---μα ζξαῦρι-- μοῦ τὸ πιάνει τὸ µάτι' σ µα ζξαῦρι- δὲν μοῦ τὸ πιάνει τὸ μάτι’ σε ζξ περ γ]ε- δὲν τὸ πιάνω γιὰ τί- ποτες δὲν τὸ λογαριάζω, ἀψηφῶ; ἴδ. οηµ.. κάπ καὶ ϱρό.. ----ἀντίθ. λ]εσό] -- ἀφίημι, ἐῶ, καταλέίπω, ζᾶ -νι (Υ) καὶ ζξ-ρι (τ) (πληθ. ἄχρηστος) Ξ φθόγγος, φωνή, βοή. ϱ) φήμη" ζδνι µίρ - καλὴ φήμη. --ζᾶν ιν κέκ]ξκακὴ φήμη: ! ἀόλι ζἐρ) ι µίρε-- ἐφημίσθη. ----ι ἀόλι ζάν ι κέκ] -- ἐδυσφημίσθη. ---- νουκ) εν ουνᾷῖ ζᾶνι ατί-- δὲν ἠκούσθη ἡ φήμη του, δὲν ἠκούσθη τίποτε περὶ αὐτοῦ" μΏᾶ ζᾷΞ-βαστῶ ἴσον ἐπὶ ἀσμάτων. --- Απ ζὰ-- ἄναγ- γέλλω᾽ ου περχάπ ζᾶνι -- διεδόθη ἡ φήμη. ζαβράτ-ι: ἴδ. ποστάτ-ι͵ ζαῤε-α καὶ ζάθεε-α καὶ κόµσε-αΞ ἡ πόρπη ἴδ. φόλε-α- πούλε-α. ζαθέλ/-ι (Υ) πληθ. ζαρέλ]ατεξν]ε βεντ α ν]ε πιέσε πύλι µε ζότ, λ]ᾶνε περ µε πρξμ α περ µε ᾶμ. ἀροῦ, περ τε ἀιέγε. ζαγάλ]-ι: πληθ. ζαγάλ]ατε Ξ οἵστρος, ῥοϊδόμυις, ἡ στρέγλα ἴδ, ζεχθ -θς, -- 119 -- ζάγνα (Σ) ἴδ. ζουλῖ-α, Ὀράζε-α, βι-α. ἑαγορῖ-α (Ἔλθας.) πληθ. ζαγορῖ-τε ἴδ. ζογορί-α (Ὀιιά1). ζαγουδί-α (τ) -- καταπνικτικὸς χαιοός, κουφόδρασι" ἴδ, αγουδτ-α ζᾶ-λἈᾶνεσ-ι πληθ. ἵδ- δάνεσιτε καὶ ἵξ- δένεσ-ι πληθ. ζἔ- δένεσιτε -- ὁ ἄναγγέλλων, ὁ ἄγγελος. μιηνυτής, ζάζε- α (τ) πληθ. ζάζατε καὶ γουάζε-α". πληθ γουάζατε -- ὀστρακό- δερμο τσ ὀστρακοδέρματα. ζακόν-ι (Σλαυϊκὴ λέξις) πληθ. ζακόνε -τε-- συνήθεια, ἕξις, ἑάλ-ε: πληθ. ζάΐτε: τὰ ἐν τῇ κοίτῃ τοῦ ποταμοῦ χαλίκια: κύ] λ]ούμε σ᾿ Ρίε ζαλ, πο Ῥάλ]τε -- αὐτὸς ὁ ποταμὸς δὲν φέρει λιθαρά- κϊικ ἄλλὰ χῶμα" μ’ ουμβούδνε κεπούτσετε µε ζάλ - "γέμισαν τὰ πα- πούτσα µου μὲ κ λος. ---χάκ]ει κθιέλης ιὔὅτε λ]ούμι σα ἀούκε] ζάλι-- τόσον λογαοὺς το ὁ ποταμὸς ὥστε ἐφαίνοντο τὰ χαλικιο ἀπὸ κάτω. ζαλαχῖ: [ Ἑλλην. σἄλος -σαλάγη] Τουρ. ὄκματά Ὀρν] ζαλαχτ-- εν] ὅαματα. --- ταραχή. ζαλίστε-α: πληθ. ζαλίδτα-τε -- βέντ πλ]ότ µε ζάλ. ---- 9) ι θόνε ασάϊ τόκε χ]ι Ῥίε ζάλ κουρ θᾳδὸν ού]ετε. ζάμερε-α: πληθ. ζάμερατε Ξ δείλη - τρίτη ὥρο μ.μ. προσέτι δε Ώούκα κ]ε ζάχετε μΏε τρι όρε πας ης, ζέμερ- δέµβουρε-ι-α (τ) - εὔσπλαγχνος, οἰκτίομων. --- καὶ ζεμερ - δίµπσουνε -ι-α (Υ). ζᾶνούερ - όρι καὶ ζδνούρ-ι Ξ- ὁ βοὴν ἀγαθός, τηλεθόας' τὸ θηλ. ζᾶ- νόρε -Ία' καὶ ἆρσ. (Υ) ζᾶντούερ - όρι ζᾶντούρ - όρι, θηλ. ζάντόρε-ικ- φωνζεν --- (Υραμματικῶς). ζαπερί- α Ξ ρυτὶς - ίδος. ζαπερό] : ρημ.Ξρυτιδόνω. ζαριγόγε (Βεράτ.) εἶδος πτηνοῦ ποταµίου 3 τῶν λιμνῶν. ζάχαρ-ι (τ)ζ-ζάχαρις. ζξ-ρι (τ) ἴδ. ζα-νι (Υ). ζεγάλ]-ι ἴδ. ζαγάλ]-ι καὶ ζεγόλ]-ι (βεράτ.) (ε) ξέξε-α εζέξε-α-: πληθ. τε ζέζα «τε Ξ μακύρη᾽ [ὸ. ι-ζῖ-ου, ζεκδ-ι(Υ-τ)ξ-οἶστρος, βοϊδόμυγα, ---ε-ζούρι ζέχθι--τὸν ἔπιασεν ὁ ο- στρος" καὶ ζαγάλ]-ι καὶ ζεγάλ] πε, ] : | | -- 120 -- ζἕλ-ι (Σ. Ὠιάα])- ζῆλος κάμ. ζζλ- ἔχω ζῆλον. (ε-ε)ζέλδιι (αἱ) Ξζηλωτής' καὶ ζελτάρ-ι πληθ. αρε-τε τὸ θηλ. ζελτάρε -]α πληθ. ζελτάρετε--ζηλωτής. ζε]]ί-α καὶ διλ]ί-α (Υ) ἴδ. σµερο -ν. --- νᾶέζε- αΞ-φθόνος. ζέμερε-α. πληθ. ζέμερατε [ζὃ. ἕλλην. ἵμερος-ζα -ἵμαρος] -"καρδες ο. αἱ ἐκ ταύτης ἀπορρέουσαι ἐπιθυμίαι) µε Υΐθε ζέμερες μ’ ὅλη τὴν κορδηὰ --προθυµότατος" ε ἀούα µε γ]ίθε ζέμε-ε-- τὺν τανο μ΄ ὅλην μου την κορδιά᾿ εαπ µε ηίθε μα "τὸ δίδω εὐχαρίστως ε ἅπ πα νες δίδω ἀκουσίως" ι πρίδι ζέμερνεςι πρίδι κ]έ]φινε (τουοκ.) ς ου θύε ζέμερα --ἦλθεν εἰς κατάνυξιν νεο ἡ καρδιά του µε (ο ζέμενα-- ἀεδερό] -- ἀούκ-- ἐπιθυμῶ" µε χά ζέμεα μρ᾽ ατε ν]ερὶ -- ὑπο- πτεύω, ἔχω ὑποψίαν εἰς αὐτὸν τὸν ἄνθρωπον.----με πλ]άσι ζέμενα-- ἔσκασεν ἡ καρδιά μου. ζεµεράκ-ου πληθ. ζεμεράκετεζ-θυµώδης, εὐόργητος" τὸ θηλ. ζεμς,ἄκε- ]α πληθ. ζεμεράκετε' καὶ ἆρσ. ζεμερούερ -όρι καὶ ζεμερούο-όρι τὸ θηλ. ζεμερόρὲ- ]α' πληθ. ἀρσ. ζεμερόρετε---θηλ. ζεμερόνετε. ζεµεράτε-α πληθ. ζεμεράτατε' Ξθυμός, ὀργὴ καὶ ζεμερίμι-ι (Υ. τ. Ριι1) πληθ. ζεμερίµετε. ζέμερε--- ὄαρδε-ι-α:. ἄκακας, εἰλικρινής' κατὰ λέξινξ ἀσπρύκαρδος, ζέμερ --- άδπερε-ι- αξ-σκληροκάρδιος. ζέμερε-γ]άνε-ι-α (Υ) καὶ ζέμερε - γἱέρε-ι- αΞμακούθυμος, ζέμερε--- δέµῦουρ-ι-α (τ) εὔσπλαγχνος, οἰκτίρμων"' χαὶ ζέμενε- ἀιέ- Ύουνε (Υ) καὶ ζέμερε --- ἀιέγουρες-μαρδιοκαῦμένος, ζηλωτής' ἴδ, ζέ- µερξ----πεοθελ]οῦτε-ι-α. ζέμερε----κδιέλετε-ι-αξ ἄκακος, ἀνοικτόκαρδος, εἰλικρινῆς. ζεµερε -- κ]έν-ι: πληθ. ζεμερε -- κ]έντες σκυλόκαρδος, σκληροκάοδιος τὸ θηλ. ζεμερε---κ]ένε-ἷα πληθυντ. ζεμερε--- κ]έντε΄-- ἄσπλαγχνος. ζέμερε---νγούδτε-ι-α-- στεγόκαρδος, στενοχωρούµενος ταχέως. ζεμερόν]-ό]: ϱημ.Ξ- κάμνω τινά νὰ ὀργισθῃ καὶ ζεμερόνεµ - όχεμτ-θυµόνω, ὀργίζομαν' τα ζεμερούερ -όρι καὶ ζεμεροῦρ- όρι ἴδ. ζεμεράκ-ου ζεμερόρε-]κ (θηλ.) ἴδ. ζεμεράχε-]α. ζέμερε-σερβελ]οῦτε-ι-α ἴδ. ζέμερε---- ἀιέγουνε-ι-α (1). ζέμερε-- πλ]άσξ-ι-αξί χολοσκασµένος----η. | ο τες - 121 -- ξἐμερεχέρε-α (Άργυρ.-- Περμέτ.) πληθ. ζεμεργέρεε καὶ ζάμενε --- Πέρε-α-- ἡ δεἱλη" τὸ δειλινὸν εα νε ζεμερεζέρε.--ἔλα τὸ δειλι- νόν καὶ ζάμερε-α (Υ) ἴδ. ζεμερε-α (ο). ζερμούρετε: (Αργυρ.) πληθ. τοῦ ζ]άρμε-ι: καὶ ζέμετε-τὰ πυρά’ καὶ ζ]άρρνατε (Υ) καὶ ζράρερατε (τ) ἀούκενε νὰς µάλ]ιτ κάτρς ζ]ερ- μουρεξ φαίνονται εἰς τὸ Βουνὸν τέσσαρες φωτιαῖς. ζεσκαμάν-ι πληθ. ἴεδκ χμιάνετε-- µελαψός, ζεὔκαμάνε-Ία θηλ. Ξ µελαγχορινή: καὶ ι ζεῦκ-ου---ε ζέδκετε' (θόνε γράτε 6 ζεδκα |Ξ ἡ μαύρη. ὡς ἐπιφώνημα). ζτ-α εΞλιμός, αιτοδεία" ἵϊ Ὀούκεξ-αιτοδεία.. ζτ-α-πένθος. -μβᾶ ζι-πενθῶ, πενθοφορῶ μὺὰ ἵτ πε; τ άνε, περ τ έμενε- πενθεῖ διὰ τὸν πατέρα του, διὰ τὴν μητέρα του. - ιζῖ-ου ἆρσ. ε-ζέζε-α (0ηλ.)Ξμαδρος--- η" πληθ. τε ζέὃτε ἆρσ. τε ζέζατε θηλ. ἀντιθ, ι Ῥάρδε-ι--λευκός, ---ε ζεζ᾽ ε σύοιτ--τὸ μαῦρο µέρος τοῦ ὕ ὄνυχος, (φράσις) --μό- λις ἐγλύτωσα" ου Ῥουβού ουν ι ζιουΞξῶχ ὁ καύμένος, ὁ µαῶοος ς β 3 β υ τ µ η ου Ῥουβού ουν’ ε ζέζα- ἄχ ἡ καμένη, ἡ µανρομοίρα., ὀφθαλμοῦ.---ε ζεζ’ ε θόϊτ-- ἡ ἀκκθαρσίαᾳ το |] ζΓάρο-ι: καὶ ζ]άρμ-ι--πὂρ, φωτιά. (. ε) ζιάρρτετι-ε---ζ]άρμτε-- πύρινος --ῃ. ζ]έρε- τα (τ) ἴδ. ογ]έθε-]κ. ζ)ε], δι) [ἕλλην. ζέω]--βράζω, κοχλάζω, ζεσταίνω" ἀάρ. ζιέθα-ε-ου µετοχ. ζίεμ καὶ ζιμ, καὶ ζίερε. [ ' ζιέσε-αΞ- χεδρωψ ( ὄσπριον). . ας : , ν : ζ)ιδ ο. ἴ9, σγ]ίθ.---- ζ]{δεγ 9, σγ]ίδεμ.. παθ. ζι- κέκ]-ι θηλ. ζι- κέκ]ε-]α πληθ. ἆρσ. ζι- κεκ]ίτε' θηλ. ζι- κεκ]ίατε ζ / δα ν ο αμ ον . .΄ θ ν΄ . Ξ0ο τοὠγων πεινασµενως' ὡσαύτως καὶ Ὁι- Χ]αρτι πληθ. ζι- κ]άρετε θηλ. ζι-κ]άρε- Ίσα --- ρετβ. ζιμίισε-α (Βεράτ.) πληθ. ζιῳβίτσατεξν]ε τσόπε µίδι κε ου ἀελ] [ε να ]ιόλεζ ούα]θε μάρεθετ ) µουντ τε Ἰάνε ἐλπ, ατε ε Ἀ]ιέλεζετ κούα]θετ ε γοµάρεθετ, ε ὅ' µουντ τε χάνε έλπ, ατε ου α πρέσενε. ἰ-ε-ζιόσουνε-ι-α (Υ) [μετοχ. τοῦ ἄχρήστου ϱ' ζιόσ) πεινασμενος Επ ςΑΙΥ)ιµετοχ. του σχρηστου ϱημ. 3 νο λέ{ κοινῶς λιμπιασμένος, -- περτέ ζα σι ι ζιόσουνε; ξίχεμ: (παθ. τοῦ 6ιε] -θράζω)-- βράζοµαι. ξίχεµ (παθ. τοῦ ζᾱ- πιάνω)--συλλαμθάνομαι (. α-ᾱ--- 5 ὁκ-ᾱ- ---ὲ. ο... οὐ --- ως, - - : ... Ἴρ’οοο.. παπα κε φαν ᾱ- μα . προ «ἲ αμ: τι, -- αμα κ πα --ππα--ᾱ-πε-α- -ᾱς πα-παπα-ππακ-α.... ὁ---, « ῶ κας. «πα. πρ --- αμα, ο Λ κ .- μα. --.. νι... «-Ὁ κκ α.--φθα-ας οκ-ᾱ-π-κ---- --- κα ώδο Ἀκως . πως τς δα ιικδᾱ- αμα κα ο α- αλ. ακικακκρ--κς. ος ος μα --- 125 --- ζίχεμ (παθ. τοῦ ζξ-πιάνω)Ξ-συλλαμβάνομαι (τ) 2) φιλονικῶ, πιάνο- μαι, μάχομαι, µαλόνω" ζίχεμ µε ἀνεμιχ]τ.--μάχομαι µετὰ τῶν ἐ- χθρῶν.---ου ζούνε δοκ] µε δοκ]--πιάσθηκαν ἀναμεταξύ των’ ου ζούδε φύτας (Ἠ περφύτε) µε χτέ--πιάσθηκα ἀπὸ τὸν λαιμὸν μ’ αὐτόν. ---- ζίζεμ µΏε θούε (Σ)-πενγόχεμ’ κάλ]ι Ῥίε µάε θούε--κάλ]ι πενγό- χετε, ἐμίρ-ι (Ώορᾶαπ) πληθ. ζμίρετε-- φθόνος: καὶ ζμίῃρ-ι. ζόγε-α πληθ. ζόγατε ὀρνιθόπουλον θηλυκόν, κε σ᾿ κά ζένε τε πιέλε βξ ἀκόμα.----ζόγεζε τὸ ὑποχορ. ζογορί]-α (Ῥμαἱ αντὶ ζογορῖ-ο) πληθ. ζογορί]τε ἀντὶ ζογορίτε,---καὶ ζογορῖ-α (Ἐλθ.) -- ἀγέλη ἀγοιοχοίρων, λύκων, κυνῶν κ.λ. (µεταφορ. ἐπὶ ἀνθρώπων). ζόκ-γου: πληθ. ζόκ]τε (ἑλλην. «ζῶον) -- πτηνόν, 2) ὁ νεοσσὸς παντὺς πτηνοῦ" ὡς: ζόκ] πούλ]ε-- ὀρνιθόπουλα" ζοχ ρίχεξ παπάχ]α, ζοχ πετρίτι κ.τ.λ. ζοκ-ρρεφέόκου - τὸ καρδερίνι" ἴδ. ρρεφέὄκ-ου, ζόν]ε-α πληθ. ζόν]ατες- κυρία, δέσποινα.---- ζόν]᾽ ε ράνᾶεΞ µεγάλη κν- ρία.---]αμ. ε ζόν]α τα Ῥεν] Ξ εἶμαι ἱκανὴ νὰ τὸ κάµω.---- ζόν]᾽ ε ὅτε πίσε-- οἰκοχυρά, οἰκοδέσποινα. ---Ίαμ ε ζόν]᾽ ε βετίουτ -- εἶμαι αὗτε- ξούσιος, ἀνεξάρτητος" ίμε ζόν]ε-- ἡ κυρία μου, Ίοτ ζόν]ε-- ἡ κυρίας σου, ε ζόν]α-- ἡ κυρία αὐτοῦ --- αὐτῆς, ζορροβίνε-α πληθ. ζορροβίνατε ὅ,τι εἶνε πολὺ μακρὸν (ὡς τὸ ἔντερον). ζόρρξ-α πληθ. ζόρρετε-- ἔντερον. ξοτ-ι: πληθ. ζότνιτε (Υ) καὶ ζότριτε (τ)ς- κύριος Ἰαμι ζότι-- εἶμαι ἱκανός, ἄξιος Ἰέμι τε ζότες- εἴμεθα ἵκανοὶ (Ώιιά1) ἄντιθ. σ᾿ Ἰαμι ζότι -- δὲν εἶμαι ἱκανὺς ι ἁαλ] ζοτςξι ᾳαλ] περζότ τὸν διαφεντεύω, προστατεύω.---]αμ. ι ζοτ ι βετίουτ-- εἶμαι αὐτεξούσιος περτε ζόνε Ἔμὰ τὸν Θεόν.--- Ὄνομ., ζότ-ι, γεν. ζότι-τ, αἰτ. ζότι-νε και ζότ- νε, καὶ ζόνε ο ζότ καὶ ἵότ-ο': πληθ. ὀνομ.. ζότεν-ιτε, γεν. ζότενετ, αἶτ. ζότεν-ιτε ἄφαιρ. ζότενιὸ,. χλητ. ο ζότεν (1) καὶ (τ) ζοτερίτε Υεν. ζότβρετ, αἰτ. ζότεριτ, ἆφαιρ. ζότεριδ κλητ. ο ζότερ ιµ.-ζοτ - ὁ κύριός µου’ υτ ζοτς ὁ χύριός σου, ι ζότι-- ὁ κύριος αὐτοῦ Ἡ αὐ- τῆς, καὶ ὁ ἰδιοκτήτης. Ὄνομ.. ιν ζότι γεν. τε ζότιτ, αἰτ. τε ζότινε καὶ τε ζότνε καὶ ζόνε πληθ. τε ζότενιτε, γεν. τε ζότενετ, αἶτ. τε ζότενιτε. (.) ζότι ἄρα, ε-ζόν]α θηλ. «- ἱκανός, ἐπιτήδειος. -. -- 125 ---- ζοτενί-α (Υ) καὶ ζοτερί-α (τ)Ξ ἡ αὐθεντιά σας πληθ. ζοτενίτε, ζοτε- ρίτε. Ξ αὐθέντης, ἄρχων.---- (ΑΥΥλ. σοηθΙπιαη) ζοτενία Ἱότε-- ἡ .. 3 Ἅ ἡ . 4 |) / ε ϕ : Ἶ ’ ν ι ἄφεντεια σου. ζοτενι ε ατύ- ἡ ἀφεντειά του.---καὶ ζοτρότες ζοτερία Ξ]ότε. β--ἠ Ἶ ο 3 ν) ψ ζοτενίστ καὶ ζοτερίδτς ἐπιρ.Ξ ἀρχοντικά. ζοτενό] καὶ ζοτερόν] -ό] -- ουρδενό] -- ἐξουσιάζω 9) εἶμαι ἄρχων. ᾽Αλίί- μα α πάδα Τεπελένα ζοτερόντε νε Σκιπετάρε-- Αλη-πασᾶς Τεπελεν- λῆς ἦτο ἄρχων τῶν ᾽Αλθανῶν. ζοτενούερ-όρ (πεποιηµενη λέξις) (Ῥοράαπ) --ἐξουσιαστής' τὸ θηλ. ζοτενόρε-]α. --- ζοτενόρι-ζοτ- ὁ ἐξουσιαστὴῆς κύριος ----ὃ κύριος τῶν κυρίων. όν ἴἃ Μπ. ξοτενόχεμ: ἵἴὸ, ςοτόχεμ.. ζοτόχεμ-όνεμ -- ὑπόσχομαι (συντ. μετὰ γεν.). .. μμ. τς ἴἃ τ- ζότν]ε-α ἵὸ,. ζόν]ε-α. ζουλάσι-ι Ἄ τδουλάπ-ι ἐν γένει πᾶν ἄγριον ζῷον. 2) ὁ λύκος" ε ζάνγρι ζουλάπι - τὸν ἔφαγεν ὁ λύκος" ἴδ. Ῥίδε-α.. ιν ο Ίο ρα» νι ο ον, [ζούρε[ -- ἀναγκη. ἴδ. ζύρε-α. 4 Ην . ζουµάρε-]α (Σ) πληθ. ζουμάρετε' ἴδ., ἀσαμάρε-]α ζούρρνε-α (Τουρκ. λέξ.) καὶ σούολ]ε-α (Σ) ἴδ, τρουµβέτε-α. ζούδτρατε : πληθ. µόνον. --- ἐν τῇ φράσει Ὠδὶ ζούδτοα --κάμνω ὅ,τ οὐστρατε '. πληῦ. µονον.--- εν τῇ Φφρασει 5] «οὐστρα καμνὼ Ό,τι θέλω καὶ δὲν θέλω" (ὡς τὰ μωρὰ παιδία). ζούτσξ-α πληθ. ζούτσατες- φουνᾶερίρε-α΄ ἴδ. µούργε-α. ζύρε-α (Σ. Ὀααἱ) Ξ πουν ι νεβόῖδιμε -- ἀναγκαία ὑπόθεσις, ἐπείγουσα" ζύρετε καὶ ζύρετες- ὄτρενγίμετες αἱ ἀνάγκαι, αἱ ἀσχολίαι, αἱ ἐπεί- γουσαι ὑποθέσεις, .υ 2 ζά (Σ) ἐπιφώνημα" ἐν τῇ φρᾶσει: ἕακ τε κ]όφτε] (Σ)- µούντσαις νάχης ' ζάβε-α (Βεράτ.) [Σλαυϊαη λέξις] -- ἐπιδερμίς, φΦλοιὸς δένδρων, ὀπω- ρῶν, καὶ ἀνθρώπων. ζάδε-α: πληθ. ζάθατες- εἶδος βαθρακιοῦ ἴδ. Ἠρετκόσς-αι, - 124 --- ζάδε-α -- βουτυροτόµαρον [λέξις σλαυϊκὴ] πληθ. -α-τε. ἑάδαρίεμ: (Ἔλθας.) ἐπὶ νηπίων ὅταν λούωνται εἰς τὸ σκάφος κτυ- πῶντα τὸ ὕδωρ μὲ τὰς χεῖρας, ὡς βάτραχοι]. ζάλ-ι -- ὁ σπόρος (γεννητικὸς) τοῦ ἀνδρός' ἴδ, ρενᾶε. ζάπε-α: πληθ. ξάπατε -- ἐπιδερμὶς Ξ- τοίπε-α, ζαπί- νι (Υ) πληθ. ξαπίν]τε -- σκύρκ µεγάλη, ὄφις καὶ ἑαπί-ου (τ) ἀσαπί-νι (Τωρ. Καθ.) ξαπιάκ-ου" κοινῶς αὐγουστερίτσα (ὡς φκι- νοµένη τὸν Αὔγουστον). ἴδ. δαπί - ου. εἶναι χρώματος πρασίνου. ξαραβίσ-απ-α: οημ. Ξ μουντζουρόνω τινά" καὶ ὄκαρραθίσ-ιτ-ιτ (Σ). τὸ παθητικὸν εἶνε ζαραθίτεμ καὶ δκαραθίτεμ. ξέκ -γου (Σ} (πληθ. ἄχοηστος) ἴδ. βαπε-α τὸ αὐτὸ λέγεται χοὶ ζούγουλε- ι (Βεράτ.) θα] ζούγουλε Ξ Ώα] βάπενε -- µεσημεριάζω: καὶ ζέγου ι. βάπεσε-- ὁ κκύσων τῆς θερµότητος, -- µος ἀιλ] νὰε ζεκτ -- μὸς ἀιλ] νὰε βάπετε. --- δέντε Ὠδ]νε ζέγουνε νὰε ᾖΤίετ -- τὰ πρόθατα µεσημεριάζουν ὑπὸ σκιάν. ρριμ’ ε Ρε]με ζέγουνε κετού.- ρου’ ε Ὀέ]με βάπενε κετού. ---ἴδ. βάπε-α καὶ ζκγούδί-α., ζεμῥελ]ε-α (Περμέτ.) πληθ. ζεμὈελ]ατε ἴδ. πόπελ]-ι. ζιγάτ (Υ. Μαλεσία) 9. ἐπὶ τῇ φρᾶσει µος µε ζιγάτ- μὴ μὲ ἐνοχλῇς, μὴ μὲ στενοχωρῆς (Τουρ... Ῥεσᾶίσ). ζενκ -γου (Περμέτ.) ἴδ, κουλόὄτρε-α πληθ. ζένγετε. --κ]ουμεὂτ ι πα, κ]ερούαρε κε ελ] χ]ούμεῦτε γ]ακ. (αἷο Ώαγετί σ᾿ ἐδτ) εµίέρεπερ τε μ.ιελ]ουρε). ζόδκε-α πληθ. ζόδκατε᾽ ἴδ, ϱ. 6οὅ. ζούγε-α () πληθ. ξούγατε-- ὁ σχοῖνος, τὸ σπάρτον’ καὶ κουλ]μάκ-ου (Αργυρ.) πληθ. κουλ]μάκετε. --- πρέ] ζουγαὸ Ῥέν]ενε ῥρογόζα (φά- θαις), πρε] κουλ]μάκου Ῥέν]ενε χανίστρα ε ὅπόρτο,, ξούγουλε-ι (Βερατ.) ἴδ. καὶ ζεκ-γου (Σ). ζουξζίγκε-α (Υ) -- βίδε-α (τ) πληθ. ζοιέίνκατε καὶ βιζατε: εἶδος καν- θάρου μὲ πράσινον χρῶμα" ἴδ, Ῥουρουξίνκε-α. ζουζίε-α πληθ. ζουξίτατε -- ἡ ταίκνα τοῦ φαγ ητοῦ' καὶ ξουξί-α (Περμετ.) Ξ γ]ελ’ ε «ιέγουρε φάτε χ]ε σ᾿ ζδχετε µε. ζουλ]άτε-α πληθ. ζουλ]άτατε-- συντοιθή Ξτε περθύεμ.. ζουμθίνε-α (Βεράτ.) τὰ οὖλα τῶν ὀδόντων , μασ ι δεμΏεβετ: πληθ, δουμίνατε. -- 120 --- ζούνγεμ (τ) ϱ. ὥριμάζω" µτχ. ζούνγουρε ἴδ. πίκ]εμ. ζούρ-ι πληθ, ξούρε-τε Ξ ἄμμος' ἴὰ, δούρ-ν. ζουρίστε -α (Υ) καὶ ξουρίνε-α (Σ)) ι θόνε ατί Ρενᾶι κοῦ κά ὄχουμ λ]οῦμι ε κα λ]ᾶν ὅουρ ε ζαλ. ---- ικᾶ χῦμ ξουοίνα ασά] ἄοε' (Σ) -- ἐσχέ- πασε μὲ λιθάρια ὁ ποταμὸς αὐτὸ τὸ χωράφι. ζύε] (Υ. τ.) καὶ συνηρ. ξύ] Ἔ λερόνω, ὄγρύε] 2) µκγαρίζω" ἀόο. ζιέδα - ε-ου᾽ µτχ. ζύερ καὶ ζύμ (Υ) ξύερε (τ)' τὸ παθητ. ζύχεμ., ὄγρύχεμ. νάράγεµ. ἴδ, νᾶράκ. τδούνι ου ζύε -- τὸ παιδὶ λερώθηκε. ζούνγε-α πληθ. --α-τεὮττ τν (ἔσως -- ὄγχος) ζύλ]-ι-- ἡ λέρα, ὦ κηλίς, - ναβλία ε πούὂκεσε ἵξ ζύλ]ε-- τὸ λαμνὶ κ. ἃ ο. / , (ὁ σωλην) τοῦ ὅπλου πιάνει λέραν. ζυσ- ύτ- ύτ (Γ) Ξ- βουτῶ, βαπτίζω εἰς τὸ νερόν’ καὶ κρέθ. (τ) οημα Ξ βυθίζω, ---τὸ παθ. ζύτεμ. χα κρέδεµ, (τ). ζύτε-κούε - κούκ]ε]α (Δυρράχιον) εἶδος ἀγρίας πάπιας.---πληθ. ἐύτε- κρύε - κούκ]ετε. ζύχεμ παθ. τοῦ ζύε]. 9 ὑάάρε-α πληθ. θάᾷρατε -- ἐργαλεῖον δυλουργικόν Ἰταλ βρασαρίπο. δα] : ϱηµ.. µεταθ. -- ξηραίνω τι’ ἀόρ. θάδα, µτχ. θάµ (Υ) καὶ θάρε (5). ὑδάχεμ : οὐδ. -- ξηραΐνομιαν. ---τ ου ῥάφτε ἀόρα ατί κε Ώερι κετε] δάµμ: ἴδ, οημ. θε. ὑᾶνε (Υ) θενε (τ) μτχ.τοῦ ρήμ..θὲµ..----ἆο µε θᾶνε-- τοὐτέστι,δηλαδή. --- κεὔτού χενκα θενε Ξ- οὕτως εἶνε πεπρωµένον. --- αι τε Ἰέτε θᾶνε-- ὅπως νὰ εἶναι πεπρωμένον. Φάνε-α: πληθ. θάνατες- ἡ κρανέα.. δάνεξε-α (Υ) πληθ. θάνεζατε ὑποκορ. τοῦ θάνε-α. δαρεσίνε-α (Υ) πληθ. α-τε. ἴδ. θαρετίνε-α (Ἔυραν.). δάρετε: ἐπιρ. ξυνῶς.---τ-ε-τε θάρετε-- ξυνὸς -ἡ- όν. δαρετίνε-α (Τωο.) --ἡ ξυνάδα" πληθ. θαρετίνατε. --- καὶ θαρετίρε-α (τ) πληθ. α-τε' καὶ θαρτίµ.-ι πληθ. θαρτίµετε. δαρτόν]-ό): ρημ.. µεταθ.Ξςξυνίζω τι’ τὸ οὐδέτ. Ὦ παθ. θαρτόνεμ-όχμ. : , ᾿ . : . ' . ιο . - ας ο ο. Ξ --- --- -Ὁ-------μ---μ------ - - αυ ο ---- ο λα. χμ... -. ι κάσδας. --- αι να αφωψ . στ πας ----- - . μα . αν ο-----μᾱ . ΄ -- - - --- ο Γ- - -υ-----ὴῃῆ .---- ” -----ν----. -.... - -- -- 126 -- Ῥάρκ-ου: ἔοκος, ἑοκάνη [ἔοκ-ος-θέρχ.-ος]-- τόπος περιπεφραγµένος.--- θάρκου ι δένετ-- ατύ κου βένε δέντε' α τύ κου µβύλινε δχέρρατε µέ μος ουνγ]έτουνε ἆέλεθετ μΏράπα, σεπσέ σ᾿ μούνᾶινε µε ἔτσουνε 9) ατύ Χου φλ]ενε ἀέρρατε. ϐ) ν]ε βέντ᾽ ι θούρουνε κ]ε βένε Ῥυλ]μέ- τυε µΏρένάα' λέγεται καὶ θάρχε-α καὶ τδκρρανίκ-ου (Υ) πληθ. τόαρρανίκετε. δάρατε (Σ) ἔπιρ. ἴδ. θάρετε.---ι-ε-τε θάρπτε (Σ) ἐπιθ.Ξι-ε-τε θάρετε. δαρπτίµ-ι πληθ. θαρπτίµετες- θαρετίµ.-ι. ὑαρπτό]- όχεμ.-- θαρετό]-όχεμ.. ὑαρτούαρ-όρι (Υ) καὶ συνηρ. θαρτοὺρ-όριξ χιρρ ε θαρετούεµε κε ε ζάνε μΏας ἂν τρι ἀῑτὃ, Φάσε-τε πληθ. τοῦ θέσ-ι͵ - σάχκος, δάτε ἐπίρ. ξηρῶς, (ι-ε-τε) δάτε-- Ξηρὺς-α-όν' ἐπίθ. δατεσίνε-α (Υ) ΞΞ θατεσίρε-α (τ)-- ξηρασία. ὑδατύκ-ου (Ἠερατ.) πληθ. θατίκετεςξηραγκιανός: καὶ θατίκ]-ι (7) πληθ. θατίικ]ετε' τὸ θηλ. θατίκ]ε-]α πληθ. θατίκ]ετε.--- καὶ ι-ε- θατίμ-ι (Τοσκ.). δάχεμ παθ. τοῦ ϱημ. θα]-- ξηραίνοµαι, στεγνόνω, δέκ ρημ.. µεταθ.-- Επροψήνω. Φέκεμ: τὸ παθ. τοῦ θέ., θέκε-τε: πληθ. µόνον Ξ θέκετ᾽ ε ρρόρεσε.--- θέκετ᾽ ε πελ]χούρεσ. δέκενε-α (Υ)Ξ:θέκερε-α (τ) πληθ. α-τες βρίζα, σύκαλις, δεκερρίισ: οἳμ. ἴδ. θέκ. δεκερρίσεµ: ϱρῇμ. ἴδ. θέκεμ. δέκετε: ἐπίρ. - ξηροψημένως. (ι-ε-τε) δέκετε: ἐπίθ. ξηροψημένος-η-ον.---- Ὠούκ) ε θέκετε - ψωμὶ ὅη- ροψημένον’ κοινῶς φραγανιὰ ἀντιθ. τσέκ.͵ δέλε (τ. Σ) ἔπιρ.Ξ- βαθέως καὶ θέλετε (Σ. τ) καὶ φέλε καὶ φέλετε (Υ) αθέλε (Σ). -- "-ε-τε θέλε, θέλετε, φελε, φέλετε, χκθέλε (Σ). δελέζε-α (τ) πληθ. θελέζατες ἡ πέοδικα" θελέδε-μάλ]ι, θελέζε φούδε. ---καὶ θελέντσε-κ (τ) πληθ. θελέντσατε, φελᾶζε-α (Υ) πληθ, ατε, φελάάσε-α (Σ) πληθ. α-τε. δελεσίνε-α (3) πληθ. α-τεζ βάθος, βαθύτης' καὶ θελεσίρε-α πλ. α τε, πκ- δα -- ττ-τ- - -- 12ή --- φελεσίνε-α πληθ. φελεσίνατε (Υ) κθελεσίνε-α (Σ) πληθ. κθελεσίνατε. Φέλετε: ἐπίρ.Ξθέλε-- βαθέως, (ι-ε-τε) Ὀέλετε--ι-ε-τε θέλε -- βαθύς-εἴκ-ύ. Φελίμ-ι πληθ. θελίµετε [ Ἑλλην. θύελλα ]Ξ- τρικυμία, ἀνεμοστρόθιλος, ἀέτι κά θελίµ τε µαθ. -- ἡ θάλασσα ἔχει μεγάλην τρικυµίαν. Φελόν] - 6] (τ. 5.) ρηµ. µεταθ.--βαθύνω, ἐκβαθύνω τι.---καὶ φελό] (Υ) κθελό| (7) τὰ παθητ. ---θελόνεµ, (τ) θελόζεµ, (Σ), φελόζεμ. (Υ) κθε- λόχεμ (Σ) 55 βαθύνομαι, δέλ]ε-α (τ) πληθ. θέλ]ατε- κοινῶς κοφίδι' καὶ φὲλ]ε-α (Υ) πληθ. φελ Ίστε. ---Υ]ε θελε µίδι, πίδχκου: -- ἕνα κοφίδι Ἀρέατος, ψαριοῦ, δέλ]π- δι: πληθ. θέλ]θετε καὶ θέλπνατε (Σ) σκελὶς- ίδος: 9] στοιχεῖον Ξ θΙθπΠιθΠί. ---- θέλ]π ζούδρε, ἄρρε κ.τ.λ. δεμ: οημ..Ξφημί, λέγω’ κ]υδ τε θόνε-- κ]υδ τε κἱούα]ενε-- πῶς σε λένε: πῶς ὀνομάζεσαι:---κ]ένεκκ θάνες-εἶνχι πεπρωμένον' σι τε ]έτε θάνε-- ὅπως νὰ εἶναι πεπρωµένον. --- μὸς νάΕγ]ὸ σε τὸ θόνε Ὠότοι--μιὴ ἀκούεις τί λέγουν ὁ χόσµος. ---θόνε σε βάίκ] νε δξ τε ζούα]-- ἄδεται ὅτι ἀπέθανεν εἰς τὴν ἀλλοδαπήν.--- ἆο µε θάνε καὶ ἆο µε θένε-- δῆ- λαδή, τουτέστι.--- τὸ) θόδτε αὐ, καὶ τὸ" 06] «ὐ-- τὶ ἔλεγεν αὐτός ; τὸ’ θούα (τ) καὶ τὸ θούε (Υ), τὸ θωῦ (Υ. συνηρ.) καὶ τὸ φθοῦ (Κοού]α)-- τὶ λέγεις' τὸ ρῆμα θεµ. προφέρεται χαὶ θοµ. καὶ θᾶμ. (Σ).----φράσις '. µος ε θαῦτε Ζότιξνὰ μὴ τὸ δώσῃ ὁ θεός | | ὑέμθρε-α (Υ) πληθ. θέμΏοατεξ ἡ φτέρνα καὶ θεμπρε-α (τ) πληθ. θέµ- πρατε θεμὈρ) ε κάμΌεσε-- ἡ φτέρνα τοῦ ποδός, Ψεμέλ[-ι (Υ) πληθ θεμέλ]ετεςτὸ θεµέλιον.---καὶ θεμελ]ί-α πληθ. θεμελ]έτε (τ) καὶ τεµελ]ΐ (Σ). -δτίε τεμέλ] (Σ)Ξβέ τεµέλ]--θε- μελιόνω, τεµελ]όσ ρηµ.. µεταθ.Ξθεµελιόνω’ τὸ παθ. θεµελ]όσεμ., Ψενγ]ιλ-ι: πληθ. θενγί]τες- κάρθουνον ἐσθεσμένον. --- καὶ θενγῖλ-ι (Κρου]α) πληθ. θενγ{] -τε' καὶ κθενγ]ϊλ-ι (Σ) πληθ. κθενγ]έ]τε. ---- θενγ]λ” ι (Σ) πληθ. κθενγ]έ]τε. --- θενγ]λ) ι ἄεζουνεξ-κάρθουνον ἀναμμιένον. ὑενέγουλε-α (Υ) πληθ. θενέγουλατεξ-μύομηξ -κος' καὶ θΕνιεγουλε-α (θοράαη) πληθ. ἆ-τε, φενέγουλε-α (Σ. Ερού]α) µίζε περδᾶσε ( Τν- ραν.) πληθ. µίζα περδέσε. ---μίζε περδέσε]ε (Πεομέτ.) µίζε περδέ- ὙὝμ-αννσν-Ἡτ---τ- κα --- ο ο ο πι ου ο μαι. ν ----ἷ.. 5 -- έ | | | . | 3 τπν 1η τ| Ί α! ι 1η ι 4 .. τ | .” | 1 | | | ε Ί | ' { ] αἱ - ἡ ι ] ] Ἱ / Ἱ ἷ Ί .. ! οι -- τσεκε (Ἔλθας,), µίζε δέου (Περάτ.), μιλ]ινγόνε -α (Αργυρ.) πληθ. μιλ]ινγόνατε. ὑενί-α (Υ) πληθ. θενῖτε-- τὰ ᾠάρικ τῆς ψείρας" καὶ θεοῖ α (τ) πληθ, θεοίτε’ ἴδ. φόρμελ]ε-α. Ψενιέγουλε-α (Ῥορά4αη) πληθ. α-τε ἴδ. θενέγουλε-α. ὃερ: οϱημαξ σφάζω: (ἡ Σκόδρα λέγει μβύπ -ὐτ-ύτ ἀντὶ θερ) τὸ δὲ θερ ἐν Σκόδρα σημ. πρέσ-ετ- ετξκόπτω. ἡτὺ τριτοπροσωπ. µε-τε-ι θερ μὲ σφάζει (-ἔχω σφάκτην) ἀάρ. θέρα, µετοχ. θέρε καὶ θέρουνε (Υ). καὶ θέρουρε (τ) τὸ παθητ. θέρεµ. Φερέτσ-κε-α πληθ. θερέτο - κατες- χοινῶς αϊδουράγκαθον γ]εμΏάτδ-ι (Βεράτ.) καὶ γεµπ γοµάρι (Υ. τ.) (ὑπάρχουσι πολλὰ εἴδη) (ἑλλη- νιστί’ σχόλυμος, ὀνόπορδον, ὀνάκανθα, προσέτι ἀγριαγκινάρα, σόγ- χος καὶ σόγκος, Κέρσιον, κοινῶς ζοχός' ὑπαγόμενα πάντα εἰς τὴν αὐτὴν οἰκογένειαν). δερμ-ι πληθ. θέρµετε τ Ὁ δερμίκ]ε -Ία (τ) πληθ. θερµίκ]ετε ἴδ. θερρίµε-]α. δερόρε-Ία πληθ. θερόρετε (κοῦ θέρινε)--θυσιαστήριον. Ὀερράσ - έτ-έτ: ϱημ.. µεταθ. ἐπὶ ἀνθούπων Ξφωνάζω τινά: καὶ Ῥερρεσ-έτ-έτ ἐπὶ δὲ ζώων : να(ςλ Ἀσὶ ναῖλ (συνῃρ.) οὗ ἀντιθ. ἀσρό].--- ἀόρ. θερρίτα καὶ θίρρα µετοχ. θερρίτουνε (Υ) θίροουρε (τ). δερρίμε- Τα. πληθ. θερρίµετε τοῖμμα, ψιχίον (τῆς τοαπέζης) θερρίµετ. ε Ὠούκεσε: τὰ τρίµµατα τοῦ ψωμμοῦ' λέγεται καὶ θερμῖ- α πληθ. θε ομῖτε, θερµίκ]ε-]κ πληθ. θερµίκ]ετε (τ), γρίµτσξ-α (Σ) πληθ. Υβίµτσατε (ἐκ ϱημ. γρι]), ἀρόμτοξ-α (Ῥοράαπ). Ψερρίτεµ καὶ ὑτρρεμ παθ. τοῦ θεοράσ καὶ θερρέσ, δερομάκ]ε-τε: πληθ. (Υ) -- ορις ι θύεµ, θεορίμετ᾽ ε ορίζιτ' ὡς θερο- μακ]ε ορίζις τὰ τρίµµατα τῆς ὁούζης. δερμό] (Ἐλθασ.) ρ. µεταθ. Ξ θοχύω, θούπτω, τρίθω. --- θευμό] Ώούκενε πούλ]αθετ -- τρίξθω τὸ ψωμὶ εἰς τὰς ὄρνιθας. ---- λέγεται καὶ ἆρο- µετσό] (Σ) -ἴδ µετσόχεμ (5) διχεμ. (Ἔνραν.). θέσ-ι; πληθ. θάσετε: Ξ σάχκκος, σακκί' [ Ἑλλην. θησ - αυρός]. . ἀεορμό]" καὶ σι] τὰ παθητικά: θερρµόχεμ, (ἆρο- θεσάρ-ι: πληθ. θεσάρετε [θεσ-ι καὶ αἄρ-ι] - θησαυρός, -- 129 --- ὑῖ-ου (Υ) πληθ. θι-τε [ Ἕλλην. ὖς, σῦς. Λατ. 818, 515] -- ἀγριό- χοιρος, ἐν ᾧ ἀερρ-ι Ξ ὁ οἰκιακὸς χοῖρος. δ/άΙε- Τα (Βεράτ τν ώς θ]ά]ετε -- κοινῶς ἡ θειά, πατραδέλφη 3 µη- ον Ξ . . τραδέλφη" ἰ ἴδ, έμτε - |α. διέρρε-α- ἡ φχκὴ καὶ φιξορε-α (Υ) καὶ θιέρρ-ι (Τνρ.)’ θιεορείε-σ ὑποκορ. πληθ. θιέρρεζατε. διέᾶτ (/. τ.) καὶ φιεὂτ (Υ) ἐπιρ.Ξ- ἁπλῶς, ἀδόλως, ἀκράτως 9) ὅλο- κλήρως. --- Ἱπογαπιεηίθ, ἴταλ. (.-ε-τε) διέότε (Υ.τ.) φιέδτε (Υ) -- ἐπιθ. ἁπλοῦς, ἄδολος, γνήσιος. ὑιέὂτρε-ι σα. Πρημασο) κοινῶς αν. τὸ θηλ. θιέὄτρε-αΞ ο) τοσα. ---αὐτοὺ ου θότε ν]έοκα «]έμθετ Ἠούρριτ κ]ε γεν πρε] γρούασε παρε. --- ιψ. θιέτρε, υτ θιέδτρξ, ι θιεὅτρι. ----νμε θιεστος, ]οτ θιέδτρε, ε θιεῦτρα.. ὑί0 : (. Ῥοσάαηπ) ϱημ. Ξβυζαίνω, ἀόο. θίθα-ε-ι' µτχ. θε καὶ θι- θουνε ()) τὸ ρημ.. λέγεται καὶ θιθι] (τ). θίδε-α πληθ. θίθαωτε-- ἡ ρόγα τοῦ βυζίου. διθελ]όπε-α (Κόοτδ«κ) πληθ. θιθελ]όπετε Ξ-ν]ε φάρε Ὡρετκόσε ]εδιλ]ε κ]ε ἀελ] νγα ὄξου ποσὶ θίθελ]όπε. ὐτ] (Υ) ἴὃ, θίν|. δίκε-α πληθ. θίκατε [Λατ. βἶθα - ρίζα ἕλλην. θήγ- ω]-- µάχαιοα, µα- χαΐριον, ξιφίδιον. διλ}έ-]α: πλ, θιλ]έτε 0 ηλιά, βρόχος’ [γραικισμός Ἰ, διλ]ίκ]ε- 7α πληθ. θιλ]έκ]ετε - θιλ]ε-]σ.. -- καὶ φιλ]ικ]ε - () πληθ, φιλ]έκ]ετε, υλ]ύχ]ε -]α (Καθα]α) πληθ. υλ/υκ]ετε [1ὃ, σὔθ-ι πληθ. σῦθετε] -- θηλιά, βρόχος. ἀντίθ. σούμΏρνυλε-α. ὑῖν/ ο. καὶ θέ] (ἄχρηστα) ἴδ. θιζεμ. δίν]ε α πληθ. θίν]ατες κ]ίμε]α ε Ῥάρδε (νγα πλ]εκενίκ ). μὲ τν, / ἴὸ. ταϊπε-α. (δίπε-α) -- κοθέρε- | | διχεμ : ϱ. οὐδ. -- µε σὐάρδενε χ]έμετε νγα πλ]εχενίχ ἀόρ. ουθίνα-ε-ι: μτχ. θϊμ.. --- μ) ουθῖνε κ]έμετε ουθίδε Ξ ου σΏάρθσε -- ἄσπρισαν τὰ μαλλιά µου, ἄσπρισα.--- ιθίµ.-ι, εθῖµε- ]α, τε Ὀϊμιτε (μτχ. ἐπιθ.). ὑόμ: ἴδ. θέμ.. (ι-ε)}) δόζτε -- ι-ε θόν]τε: ἐπιθ. Ξ- πρε] θ6ϊ -- ἐξ ὄνυχος, ὀνυχίτης. δόχεµ : (1) παθ. του θόμ, καὶ θοῦχεμ.. ΛΕΕΙΚΟΝ ΑΛΒΗΑΝΟΕΛΛΗΝΙΚΟΝ 9 ᾿ Τ) Γ͵ µ ! [μ.ο απο αφ. ποπ ση . δούχαεμ (Δργυρ.) ἴδ. θοῦχεμ. ( Φόχεμ (Υ) πχθ. τοῦ θόμ. Ξ- φημί, λέγω. δύχεμ: παθ. -- ε: ἐνικὴ γενικἡ καὶ δοτικὴ τοῦ τρίτου πρασώπο ο Πα. δουδάκ]-ι πληθ θουθάκ]ετε' ἄρσ. θουθάκ]ε - ]α πλ ὁ μη δυνάμενος νὰ πρωφέρῃ σ ἀλλ᾽ ἀντ) αὐτοῦ πάντοτε ὃ προφέρει" λέγεται καὶ θουθούχ] -ι ἄρσ θουβούκ]ε-]α θηλ. ὑδούμπ ὃι πληθ. θούμβατε -- ἡ ἀγκύλη, τὸ ἀγκάθι, δουμθόν]- ό] -- ἀγκυλόνω. Ψουμβόνεμ -όχεμ -- ὄγκυλόνομαι, ὑουμθουλόν] -ό] : ϱ. ἆμιτό.--νασιέρ θούμπ.. ὡς: θουμΏουλόγενε ἀρούν]τε-- κουρ ζᾶνε ἀρούν]τε ε νασιέρρενε θούμπ περ µε τόέλ]ε. Φούνάρε-α πληθ. θούνᾶρα -τε -- ἡ ὁπλ η η εν . ’ τραπΏ ιν ολ. των οποιών ηθ. θουθάκ]ετεθηλ.-- ῥ ιν 8 Ν -ὁ μα Ἡ, χηλη" τὰ ὀνύχια τῶν τε- ὁ ποὺς ἐμπεριέχεται εἰς ἕνα ὄνυχα, ὡς τοῦ ἵππου, ὄνου κτλ. Φούπρε-α (Σ) πληθ. θούπρατε -- ῥεργίτσα ξηρὰ ἥτις δὲν κάμπτεται : ωρ [] βίδκουλε-αΞβεργίτσα χλωρᾶ, ἥτις κάµπτεται καὶ δούφρε-α πληθ. δούφρατε. δούρ: [συγκρ. θώραξ] -- φράττω. ----ρ. µεταθ. ὑοῦρεμ : παθ. -- φράττομαι «0ρ. θοῦρα, µετχ. θοῦρε καὶ θούρουνε (Υ) ρώττω τὸν ἀγρὸν µε φράκτην' ἔτι δέ: θουρ θάσετε μὲ Υ]υλ]πενύρ -- φράττω τοὺς σάχχκους με σακ- κοράφαν. θούρουοε (τ).---- θοῦρ ἄρενε µε γορῦΞφ τ) παθ. τοῦ θἐμ. λέγω. δύε] καὶ συνῃρ. δύ], καὶ δύεν]: ρημ.Ξ τααχίζω: ἄορ. θέθκ-ε-ου.---- µετχ. θύεμ. συνῃρ. θυµ, (Υ) καὶ θύεοε (τ).---θύε] παρατε-- τοακίζω τὰ χρήματα -- κάνω λιανώματα. ----τε θύερετ ε νάτεσε -- μετὰ τὺ μιεσονύχτιον.---- τε θύερετ᾽ ε ἀίτεσε-- μετὰ µεσημόρίαν. τοσκἰζομαι, ἠττῶμαι' ἄντιθ,μούντ --νικῶ. ---ου θύε νάτα, ἀίτα.---με θύετε ζέμερα Ξ- κατανύσσω ἐμκυτόν. --- ὄτεπί ε ι ν υ / β .. β τα ε Ψ θύερε-- κουρ ε κάνε βιέὸε κουσάρετε.--- ου θύε ουδτερία νγᾶ αρμίκ]τε ς μ ! ψ. ' ο ς μα δα Ξ Πττήηθι τὸ στράτευμα ὑπὸ τῶν ἐχθρῶν, Ι υ τῆς προσωπικῆς ἆν- τωνυµίας δι᾽ ἀμφότερα τὰ γένη: ιθαῦ’ ατί--τοῦ εἶπα, ι θαῦ” ασά]-- - 2, -- 151 ---- τᾶς εἶπα' Ἡ εἶπον εἰς αὐτόν, εἰς κὐτήν' ι δᾷδ᾽ ατί, ι δᾷδ, ασα] -- ἔδωκα αὐτῷ, αὐτῇ, ({ὸ, ρα Κοιστοφορ ίδου σελ, 0θ]. (: αἰτιχτικὴ πληθ. τοῦ τοίτου προσώπου τῆς προσωπικῆς ἄντων. δι ἀμφότερα τὰ γένη ν βράδα κτά-- ἐφόνευσα αὐτούς' ι βράθα ατόὀ ἐφὸ γευσα αὐτάς' (ἴδ, Γραμματικὴν | Ἀριστοφορ ίδου σελ. 60]. ι άτι: [ὁ πληθ. λείπει) - ὁ πατηρ αὐτοῦ αὐτῆς, ι βελαϊ: ὁ ἀδελφὺς αὐτοῦ, αὐτῆς, πληθ. τε ῥελέζενιτε (Υ) καὶ τε βελέζεριτε (τ)- οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ, αὐτῆς. ι βιέχερρι (πληθ. λείπει)-- ὁ πενθερὸς κὐτοῦ, αὐτῆς. ι δίρι-- ὁ υἱὸς αὐτοῦ αὐτῆς πληθ. τε μπα οἱ υἱοὶ αὐτοῦ, αὐτῆς. ι γ]ύσι (πληθ. λείπει) ὁ προπάτωρ χὐτοῦ αὖτ ι δάνεροι καὶ ι δένᾶεροι (τ)Ξό γαμθρὺς εν αὐτῆς. ίδεµ.: παθ. τοῦ ϱημ. ἐδ' καὶ ιθτόχεμ. (Σ) παθ. τοῦ τό] (5) καὶ χι- δερόνεμ. (τ). ίδετε : ἐπιρ. πικρῶς, ἴθτε (Υ), Ἰΐδετε καὶ ἄντιθ. ἀμθελ]ε (Υ)» εμβελ]έ (τ)]. (ι-ε-τε) ἴδετε (Υ) ἴῦτε (2), Ἰΐίδετε καὶ {νδουρε (τ) ίδουνε (Ῥορά απ) - πικρός- ἄ-όν' ἄντιῦ. ι-ε-τε πμρελ]ε (Υ) εμελ]ε (τ)- . Ἰιδερίμ.-ι (τ). ιθτίµ.-ι (5) πλην. ιδενίαετε, ζιδερίμετε, Ἰΐίδουρε (τ) ἴδουνε (Ῥοσ4 απ) ς ιδενίµμ-ι (Υ) ιθτίµετε.Ξ λύπη, πικοῖος, πικράδα. ιδενό[ (γ) καὶ ιδενόν] (Ῥ41) - πικοπίνω, λυπῶ τινά’ καὶ ιδερόν] (τ) παθ. ιδενόζεµ., (Υ), Ἰνδερόνεμ. (τ). ίδουλε-α πληθ. ἴδουλατε καὶ οὐύδουλε-ι πληθ. ἰδου]τες- εἴδωλον. ιδουλ -λ]ούτεσ-ι ἄρο. ἰδουλ -λ]ούτεσε- κ θηλ. -«εἰδωλολάτοης" πληθ. ιδουλ - "λ]ούτεσντα ἆρσ.---δουλ- λ]ούτεσετε θηλ. ιδουΛ -λ]ούτε]ε- Ίαξε εἰδωλολατρεία' πλ ϱϐ. ιδουλ- Μούτε]ετα. { ) τε]ε, ι{]- ιδ: (Υ) προθ. (συντασ μετὰ γεν. )Ξ ὄπισθεν' ὡς: ιθ µε]ε, ιῦ τε ατί, 1θ ασά], 9 νε, ι0 ]ουῦ, (ϐ ατύνε- ὄπισθέν µου, σου, αὐτοῦ, ἡμῶν, ὑμῶν, κὐτῶν. ιδ: οἩμ.. ἐνεργ. Ξπιχοσίνω κοὶ ιθτό] καὶ ζιδερόν] (τ] () εμρελ]σό] (τ). ιῦτε: () έπιρ. ἴδ, ἴδετε᾽ (Υ). ιὐτίμ-ι: πληθ. ιθτίµετε- πικρότης, τα ΑΕ (έζατε καὶ {λ]ατε) -- τὰ ἐντόσθια ἴδ, ζόροετ ἀντιθ, ἄμρελ]το] μον ο. - 192 -- ζε-α-- τὸ πλάγιον (µέρος τοῦ σώματος) ἔνθα εἰσὶν αἱ πλευραί: πληθ [ετε-- τὰ πλάγια" ιτ], ε ἀιδθτε, ( ε µάν]ετε--τὸ δεξιὺν πλάγιον, τὸ ἀριστερὸν πλάγιον µέρος τοῦ σώματος. ---ου πλ]αγόσ να’ {]ετ-- ἐπληγώθη εἰς τὰ πλάγια (ἰσχία ). ὄκεν] (τ) ϱημ.. “φεύγω, ἀναχωρῶ: καὶ κε], ὄχι (1). ίκρα -τε (Ἓλόασ.) πληθ. τὰ αὖὐγα τοῦ ψαριοῦ" καὶ βεῦ πέὄκου (Σ), βεύζετ᾽ ε πέδκουτ. (Σ). (1/κ]ε-]α. εἶδος δένδρου πληθ. ἑλ]κ]ετε. ἵμ-ι (τ)--ἐμός. ---- ἵμε-]α (τ)-- ἐμή: καὶ εμ.-ι ἄρσ. (Υ) έµε-]α θηλ. (Υ). ἱμὸ-ι. ὑποκορ. τοῦ ιμ-ι, ίμε-ρξ: ὁ πατηρ καὶ ἡ μήτηρ οὕτως ὀνομάζουσιν τὴν σύζυγον τοῦ υἱοῦ αὐτῶν. {μ- δόκ) (τ) εµ.- δόκ] (Υ)Ξὁ σύζυγός µου. ίμε- δόκ]ε (τ), ἐμε -δόκ]ε (Υ)--ἡ σύζυγός µου. έμετε (Υ. τ.) ἐπίρ- λεπτῶς ἐπὶ πραγμάτων σποροειδῶν) καὶ Ἰόλε (υ Ἕ) ἐπιρ.Ξψιλῶς ἐπὶ πραγμάτων μονῶν. (ι-ε-τε) ίµετε: ἐπιθ. λεπτός - ή- όν. ---- σ᾿ κδμ. τ ἵμετα-- δὲν ἔχω ψιλα, τ ίμετατ ε ὀρέσε-- τὰ λεπτὰ τῆς ὥρας. - ρᾶνα ἀδτ ε ίµετε (Υ)5 ρέρα ἐδτ ε ἵμετε (τ)--ἡ ἄμμος εἶνε λεπτή: ἀλλὰ γ]υλ]πανα ε κᾶ λά]ενε τε Τζόλε-- ᾗ βελόνη ἔχει τὴν μύτην φιλήν, ἵνι (Ῥιιά1) -- ΐνι, Ίεν.,-- ἐστέ, εἶσθε: ἵδ. ρημ. αμ. ίντ- οι: -- ἡ κρόκη κοινῶς τὸ ὑφάδιον (πληθ. ἵνάετε ἄχρηστος) καὶ ινάτι (Υ) [ίπερσε γ]ανι (Υ) περσε γ]έρι (τ) | καὶ μά]ε- α (τ) ἕλλην. στηµόνι (περ σε γ]άτι) καὶ τημόνι (Ἴνραν,) περσε γ]άνε (-- κατὰ μήκος). ίτεμ ἴδ. έπεµ. παθ. τοῦ απ-- δίδω. ιπῖ-α (Ἓλθασ,) πληθ. ιπῖτε (Αργυο. κιπῖ-α) ὁ σωρὺς τῶν θεμάτων, σίτου, κριθῆς, βρίζης, κεγχρίου, ὀρύζης. ---- ιπία ε ούα]θετ γροῦρις, ελριτ. τερδέρεσε, μέλ]ιτ, ορίζιτ, ἵὃ, καὶ καπούλ] -ι-” σωρός τῶν δεμάτων τοῦ ἀραθοσίτου : καπούλ]ι ι κάπαθετ μίσεριτ. ιρίκ]τι (Υ. Ῥοράαπ) πληθ. ιρίκ]ετε σκαντζόχοιρος [1δ. ὕρα --κας] λέγεται καὶ ἐδ-ι (Περμέτ.) [Σλκυϊκὴ λέξις]. ίδουλε-α (Σ) [Ιταλ. ἴβι]α] πληθ. ιδουλατε ἴὃδ, οὐ]δεσε-α.. άμα ἰὅ--ιδτε-- ἦτο ἴδινε-- ἦσαν : παρατ. τοῦ ρηµ.. |αμ-εἶμαι, . --.. } Ία [Ξι-ε] ἄντωνυμ, τρίτου προσώπου (19, Τραμμιατικὴν Χριστοφορίδου σελ. ΟΤ). Ἰάβε-α: πληθ. Ἰάδετε -- ἑθδομάς, Ία (τ) ἴδ. να---Ἰάδοχα (τ)Ξ-νάθοκα, Ἰάθουκα (Αργυρ.) -- ἰδού, Ίά]ε-α (Ἐλθασ,) πληθ. Ιά]ατε ἴὸ. θ]ά]ε-α ]άμξ έ]α- Ιάχενι (τ)Ξ- έ]ανι, ωἩ “χι ε αγ Ἔ--- α 7άμµ οἩμ., ὑπαρχτ.Ξ εἰμι, 9 ο. Ἀ ]άπ ϱ. - ἄπ (οἵμα) -- δίδω. Ταρανῖ-α (Υ) Ξ ἀστεϊσμὸς πληθ. Ἱαρανῖτε. Ίάργε-α πληθ. Ἰάογετες- τὰ σᾶλια κοινῶς. ]άδταζ Ἠ ]άδταζι -- ἔξωθεν, ἀπ᾿ ἔξω Ιάδτε: ἐπίρ. - ἔξω, ἐκτὸς (συντασ. μετὰ γενικῆς) ὡς ]άδτε µε]ε, τε]ε, ἐμοῦ , σοῦ, αὐτοῦ, ατῖ, νεὂ, ]ου, ατύνε (Υ) καὶ α-ύρε (τ) - ἐκτὸς ἡμῶν, ὑμῶν, αὐτῶν' λεγεται καὶ δε τωίδνα, ---φρᾶσις : Ρα.» ο ο , τν 4άλ] Ἰάδτε -- διέα, (οὔμα). (ι-ε) }άστε-ι-α καὶ (ι-ε) /άστεσμ, ι-ε-περ]άδτεσμ.- ἐξωτερικὸς-η-όν 2] Αν ος ἡ . το έζωτικον ἰὸ, χιε-]α. Ἱάτερε-ι (τ) ἆρσ. Ἱάτερε-α θηλ. καὶ Ἱάτρε-ι Ἰάτρε-α ἴδ. τ]άτερε-ι ἆρσ. τ]άτερξ-α θηλ. Ξ ἕτερος, ἄλλος. Ίάφτ ἴδ. ἄφτ -- ἀρκετὰ (ἐπίο.). α . .. . ϱ ῃ. αρ , -- Τέ-]α (Αργυρ.) Ξ ἄδεια . 9ᾷδε Ἱέ-- τῷ ἔδωκα ἄδειαν' πληθ. Ἰέτε. ---- / Ἡ / μα δν α ν µόρι Ίε ε ἴκου Ξ ἔλαθεν ἄδειαν καὶ ἀνεχώρησεν. ελ]έκ-ου: τὸ γελέκι πληθ. ελ]έκετε. 5 ’ ..ι 5 -ᾱ -,- Τερεβι-α-- Ώούρκ-γου πληθ. Ἱερεθῖτε. ] ] πα - 3. η. τς ΓΗ κο ἴν ο ιδ. ὶ ἴ 3 . }έσ-ετ ετ (Υ) οἥμαΞ µενω' ἄορ. Ίετα-ε-ι µετχ. Ίετε καὶ Ίετουνε (1) α. 3 / ο ᾽ η Ν ο, ή ο Ὁ Ίετ. μο ούδε Ξ ο εἰς τὸν ὀρόμον, --- Ίετι μΏραπα -- ἔμεινεν ὀπίσω. --- πσέ Ἰέτε ατιέ:Ξ διατί ἔμεινες αὐτοῦ ; ἴδ. μρέσ-ετ-ετ. ]έτε-α πληθ. Ἱέτετε- ζωή, αἰών. --- πἀτὸ Ἱέτεξνὰ ζήσῃς ! --- πάστε . ῥ Ἡ τν” ! ἢ .α . ᾿ Ἡ ας ση κι Ίετεξνὰ ζήσῃ! --- νᾶε έτε τε ἸΊέτεδε-- εἰς τὸν αἰῶνκ τῶν αἰώνων. περ ηδε τος εἰς τὸν αἰῶώνα.--- νᾶε Ίέτετ κ]ε θιέν -- εἰς τὴν μελ- λουσαν ζωήν.--- ὅκό] Ἱέτενε-- διάγω τὸν βίον, περνῶ τὴν ζωήν. --- --- 154 --- . Ἡ αν ϕ πας ασ] Ίέτες μετὰ τὴν παροῦσαν ζωὴνς μετὰ θάνατον. ---- απ Ιέτε-- ωοποιῦ. --]έτε μΏοις Ίέτε-- αἰωνίως, εἰς τὺν αἰῶνα τῶν αἰώ- νων.---- περ Ἰέτε (Ῥοσά 8η) -- αἰωνίως (ὡς περ Είτε, περ νάτε, πεο δε, περ µούα]) ---ι Μάδι Ἱέτεσε- ὁ Μέγας τῆς ζωῆς - ὁ Θεός, (τίτλος ἀποδιδόμενος εἰς τὸ ὕψιστον Ὃν παρὰ τοῖς ἸΑλθα- βιετ, περ νοῖς, ποιητικωτάτη ἔκφρασις). }έτε-γ}άτβ-ιξ- µακρόθιος' τὸ θηλ. Ἰέτε-γ]άτε-α.. Τέτε-κούρτενε-ι-α (Υ) Ἱέτε- δκούρτερε-ι α (τ)Ξ- βραχύδιος. }έτε-δάνεσ-ι: ἆρσ. |έτε δάνεσε-]α (Υ) θηλ.Ξαὐ, α]ό ]ε ἐπ Ἰέτε. καὶ .Α ο δέ Ιετε-δένεσ-ι {τ) γοσ. ος ἔνεσε-]α θηλ. ]έτε-μάροεσ-ι ἆθσ. Ίέτε μάρρεσε | θηλ. Ξ αὖ, α]ό κ]ε µερο ]έτε. ]ετό] (Υ) οημα λάο, τὸν βίον Ξ- κό] Ιετεν )εφγ)ίτ-ι (τ) πληθ, Ἱεφγ]ίτεριτε: κοινῶς ον τος, ἀτσίγγανος, κατσί- βελος.--- καὶ Ἱέφκ-γου (Υ) πληθ. Ἱεφκ]γ]ίτε" καὶ γ]ύπ-ι (γεγ. Μα- λεσία).---- καὶ μαγ]ύπ-ι (Σ). )εφγ/ίτκε-α (τ) πληθ. Πεφγ]έτκατες Ἡ γύφτισσα καὶ ]έφγε-α πληθ. 6 Ιέφγατε. /εφγ]ερίοτ (τ) ἐπίρ. Ξ ]εφγ]ιτενίὃτ -- γύφτικα ἐπίρ. }εφγ)ερί-α (τ) ὄνομα περιληπτικὸν -- οἱ γύφτοι (πληθ. λείπει). -- καὶ ]εφγ]ενί-α (Υ) (ὁ πληθ. λείπει). /εφγ]ερίδτε-]α (τ) Ιεφγ]ενίδτε-]α () ἡ γύφτικη ο ο μα .. Ἶ Ἆ 7ο [ἐκ τοῦ τουρκικοῦ ΊοκΞ οὐχὶ) ἴδ. νούκε: ἐπίρ. ἄρνητ.-- οὗ, οὖκ, μι] δα μι Ἅ η ψ μ ουχι κοινῶς ὄχι, ἄντιθ. πό Ξ ναί, μάλιστα. Ίόνα: ἀντωνυμία. Ξ ἡμετέρα, κουνῶς δική μικς [συγχρ. Ἰωνία]. ογγάρ-ι πληθ. ]ονγᾶρετες- ταμΏουρᾶ-]κ, Ὀουζούκ-ου. 1οπύγε-αΞ- οπίνγε-α: πληθ. πας ]όδε-α (Ἀργυρ. ον. "ἷαΞ μή τηρ τῆς μητρός. /ότ: (ἐν συνθέσει πάντοτε μετὰ θηλυκῶν ὀνομάτων) -- σή σοῦ. --- Ἰότ- ρα. πι μα ' . .. ἅμες Ἡ μΏτηρ σου, Ἰότ-μότρες- ἡ ἀδελφή σου, Ἱότ Ῥι]ε-ἡ θυγάτηρ σου, Ἰότ δόκ]ε - ἡ σύζυγός σου χ.τ.λ. ---Ἡ Τυοάννα λέγει χατ) ἐξαί- Ὄρεοιν ἀ]άλ]ι ὐτ καὶ ἀ]άλ]ι Ἰότ. ]ότε καὶ ύτε (Κασις) κχὶ ]ότε]ικ καὶ ὃς (Καβά]α) ὡς: καπτίνα Ἱότε (Καθ.) καὶ καπτίνα ύτε (Καδ.) -- ἡ κεφαλή σου, ]ότε- Ία (καὶ Ἱότε]α, Ἱότια) Ξ ἡ ὑμετέρα, ἡ ἰδική σου, πω αμ" ἡἩ Ὕνα .διφ.".-« μας Ἡ : μὀ - τα 3 , - ---ᾱ-ἑλμ--ἷ ολο ο σωμα οαοοωο ου. 1 α ... .- ο ᾿ αν . .ᾱ ----- πι --ᾱ- π ὅ-----ᾱ-μ---ᾱν -ᾱ---ᾱ-ἁμαβωπημή, παρὰ -----αμβαδω- ῥὔλαν 195 --- ]ού-- ἄντων. β΄’. πουσώπουΞ ὑμεῖς, κοινῶς σεῖς. ]ουά[ε (τ), Ἰούε]ι (Υ) καὶ ]οῦ]ι (συνῃρ.) (Υ ος ὁ ἰδικός σας. ομέτ.) ἴδ. λούτσε-α. πληθ. Ίουζττε' καὶ ]ουτοῖ-α πληθ. Ἰουτσίτε (Πεομέτ.) (Ξ λάσπη, πηλός). Μ " πα ι, Ἅ κ ἱκάπα καθαρον ἡ κάπα ουὐρανισκοπρόφερτον/). κά-ου' πληθ. κἱέτεζό ῥοῦς, οἱ ῥόες' ν]ε πεναε κ]έ-- ἓν ζεῦγος βοῶν, κᾶ (γ. Ὀορίαῃ) αἰτιατικὴ τῆς ἄντων. χουῦ »αὶ κξ τῷ καὶ κε(τ)]Ξ κά κερκὸν (Ἄ κξρκὸν) κεκεοκόν, Ξ τίνκ ζητεῖς' ἴὃ, καὶ ἄντων. κουᾶ, κά; προθ. (Σ. Τοσκ.) (μετὰ ὀνομ. ἐνάρθου) καὶ καχ (Υ), κοχοε (τοσ..) κάζα (Ῥιι1) νγα (τ) νγαχα (τ), να (τ).-- ἀπό, ἐκ, ἐς σημ. [) τὴν ἐκ τόπου χίνησιν ὣς βιν] νγα ὄτεπία - ἔρχομκχι ἀπὸ τὸ σπίτι. 9) τὸ ἔν τινος προσώπου ὡς µόρα κάρτε νγα ιμ. Ῥίρ- ἔλαθον γράμμκ« παρὰ τοῦ υἱοῦ µου. 9) τὺ ἀπό τινος ὡς ῥάΙκ] νγα ουρῖα' ἀπέθανεν ἐκ πείνης. 4) ἐπιμεοιστικὸν ταχτικόν΄ νγκ ν]ε, νγα ἀὐ, νγα τρ, ἄνα ἕν, ἀνὰ δύο, ἀνὰ τρία. ὅ) ἐπὶίρ. έρωτημ.. νγα ιν : - πόθεν ἔρχεσαι; ϐ) - ὕθεν, ὁπόθεν: ζύρε πεοσεοί αν ε] νγα ἀόλε- εἴσελθε πάλιν ὁπόθεν ἐξῆλθες' Ἰαμ. πρε] Σχόἄρεσε εἰμὶ ἔσωθεν ἐκ Σκόθρας εἶμαι μέσα ἀπὺ τὴν Σκόδρα ---] [ταλ. ἀοπίαο ἁϊ βοπίατ] καὶ αμ. κδ Σκόάρα: εἶμαι ἀπὸ τὰ µέρη τῆς Σκόδρας.--- Ἱταλικὰ ἀσ]]ο νὶοίπατο ᾱϊ Βοπία. κανό] ἵἴδ. κορό] Ὦ κουρό] Ἄ κευό] ἴδ. καὶ γεν]έν] τὸ παθ. καρόχεμ. ἵδ. κορόζεμ., κουρόχεμ., κερόζεμ. καὶ γεν]εζεμ.. [παράθαλε τὸ Ἰταλ. σαῦβατο - ἐξαπατὸ, πλκνῶ ]. Ἶἣ κάδε-α (Τνραν.) πλην. κάδατε καὶ κάθ -δι ἐργαλεῖον μὲ τὸ ὁποῖον κλαδεύουσιν.---ν]ε φάοε ἀάπερι τε Ίέκουρτε κ]ς καθίσενε α ὅκαδίσενε φέρρατ᾽ ε ἀρίζατε. κάκε -]α (τ ) χο. χκάάετε καὶ χάζεςο - ιΞ ἀγγεῖον ζύλινον μιικρότε- "φον τοῦ κάᾶρε-α κα(]ότο-ι (πούκα) ἴδ. κενὰούεσ-ι (Μερεάίΐτα ), κάδ.δι:-κάδε-α, ο ἵ----ᾱ- . αι --- -.... -- οι - αμα αᾱ. σπα π- - --- - - - ... -- σσερου -- ή ... .. πω ---ᾱ--------ᾱ----- Ἡ ο -------μ--ωωμω -------ο οο--ἷιιωυ,, ο... "νο ων ο τσ” Ἡ π . -- αρα | σσ νν----ᾱ ων------- ὁ--- «πε ο-νπ-ν- « ο -υ- - Ὁυ- πμ. -μμά-- 14 Εν-ῃ -- 156 --- κάδ-ι (Αργυρ. κοινῶς τὸ πριθαράκι--γ]ε κόκ]εζε κ]ε ἀελ] νᾶς κ]εο- πίκ τε σῦριτ. κακαρίσ (Ἓλλθαα.) ρημ. οὐδ. -- κακαρίζω (ἐπὶ ὄονιθος)' καὶ Ἀαρκαοίσ (Περμέτ.) κοινῶς κακαριοῦμαι καὶ Κοκορίσ (Σ) πούλ]α κακκοίσ--ἡ ὄρνις κακαρίζει, κάκξε-αΞμουτ (ἐπὶ βρέφους). --- Ρεν] κάκενε-- διέα. κακξ- ζόγε-α (Ἐλθασ.) νε φάρε γ]όρπενι ι βέρβετε κ]ι σ᾿ δεφ ας νούκε χα.----πληῦ, κακεζόγατε. χακεζόγε-α (Αογνο.) πληθ. χακεζόγοι τε βάτραχος (ὕδατος) καὶ καο-- κεζόγε-ο. (Πευμέτ.) πληθ. καρκεζόγα-ε καὶ ποκρεζόγε-α (Περμετ ) πλ. κακρεζόγατε καὶ Ὡρετεκόσε- α (Ἐλθδασ. καὶ Ἐροῦ]α) πληθ. κ-τε κακεοδότοξ-α (Καβα]α) πληθ. α-τε, ζαῦε-α πληθ. ἔχβατε [Σλαυϊκὴ λέζξις] ῥάτραχος ὕδατος. ---- 2) τὸ μαλακὸν Χρέας τῆς κοιλίας τοῦ ἐσφαγμένου προθάτου’ ἐν ὦ Ὡρετκόσε-α (Τοσε. Πεομ., ᾿Αργυρ.) βάτραχος τῆς γης᾿ ἴδ. θιθελ]όπε-α. Κακερδόί-α [ἐκ τοῦ χόχρε-α καὶ ὃτ- α] πληθ, κοκερδίτε' κοινῶς ἡὁ ῥερθελιά, -- Ῥάγλ]ατ' ε δίσε. χαμερδίτσς-α (Ἐλέας,) πληθ. α-τε ἴδ. χαρδάσκε-α. κακερδόκ-ου (τ) πληθ. κακερδόκετε -- ὁ βολθὺς τοῦ ὀφθαλμοῦ: καὶ χακορδόχκε-α (Βεράτ.), κακερδόκ]-ι Υ) πληθ, κακεοδόκ]ετε, λότσοχε-α (Περμετ.) πληθ. λότδκατε. καμερδότσς-α πληθ. κακερδότσατε (Καόα]ακ) ἴὃ. Ὡρετκόσε-α. μακι-α (3) πληθ. κκκίτες- σχτὸ (Τουοκ.). Κακόλ)ε- Τα" πληθ. κακόλ]ετε ἴδ. κεοράκουλε-α. (τε) κακρίζουρε-ιτε (ϱ)5:κουρ Ὦεν υἹερίου µε θόν] γερ, γξρ, ε τε ροεκ]έ- θετε µίδι, κακ]ᾶ: (Υ. Ἐπάτι) ἐπιρ. δεικτ. ποσότητος -- τόσον, τοσοῦτον, (ἆνα- φέρεται εἰς τὸ άχ]ε (τ) ἄκ]ι (): λέγεται καὶ κάκ]ε (τ) κάκ]ι (Σ) καὶ κάκ]ε (Υ). , πάλ' ρημ. ἄόρ. κάλα-ε-ι΄ μτχ. κάλε' ἴδ. κελάσ' τὸ παθητ. κάλεμ. βἡ η [ 5 .. ἴδ, κελίτεμ.. --- 1) σηµ.. θιαθάλλω τινά, 9) εἰσαγω, ἐμθάζω. ---- κου τε κάλι τε Ὀεν]τὸ ατε πούνε; -- τίς σὲ παρεκίνησε νὰ κάμῃς αὐτό :. 5 - ο / ν νου ε Ώξρι πρε] βετίουτ, τε τιερε ε κάνε κάλουρε-- δὲν τὺ ἔκαμεν ἂφ ἑκυτοῦ του, ἄλλοι τὸν παρεχίνησαν, τὸν ἔδαλαν, τὸν ἔχωσαν, -- 15] --- ϕ ἠ 3 / απ . κάλ καὶ παθ. κάλεμ (1 άκοθκ) οηµ.. Ξ ἀνάπτω, Ξ δεσ Ἡ νεα, δίζεμ, ὃ ναίζεμ.. κάλα-τε πληθ. [Λατιν. οα]απιπία Ἱ -- συκοφαντία. ---ουρ χελέτ τιέ- - α . - ψ αν [ τερινε τι Ὀάν]ε κεχ] ναον]ε υἹερίουτ (Τουρμ. φιτμε) ἴδ, ϱημ.. κάλ. καλαΐσ-εμ (Ἓλδασ.) - γανόνω- ομαι.--- καὶ καλατιο -εμ. (Ἠ), κκλαῖ- ἀϊσ-εμ. [με Ἔουοκ κατάληξιν]. : β ας / α να καλά]-ι Ξ ὁ κασσίτερος, τὸ χαλαϊὶ. ,. 4 / .Ἡ ε. (ι-ε- τε) καλά] -τες ἀπὸ χασσίιτερον, ἀπὸ καλατ. καλάμ-ι καὶ καλέμ-ι κάλαμος: 9) καλάμετ᾽ ε ἀούφρετ Ξ- τὰ κόκκαλα τῶν βραχιόνων. καλάμε-Ία: πληθ. καλάμετε. καὶ χαλαµε-]α: πληθ. καλαμέτε - ἡ Χκχλαμια ΒἴΟΡΡΕΙ γερμ. καλαπίτ (Βεράτ.) ϱημ.. ἐνεργ. Ξ- χατατρὠγω, καταθροχθίζω' ε καλα- οφ -- ...... μμ .. πίτι Ξ ε ζένγρι περν]εχερε καλατίσ-εμ.-- ἴὃ. καλαῖς -εμ., κάλε- Ία (Αργυρ.) πληθ. κάλετε - πῆχυς ἴδ, κοῦτ-ν, κάλεζε-α πληθ. α- τε ὑποκοο. τοῦ χαλί- νι. . . . ς ί -- ὁ . ολ πν η ιν καλεζόν] -ό] (Υ. Σ. Ὀαάι) Ξ- διηγοῦμικί τι, ἀεφτέν]’ 9) διαθάλλω συ- .. εδ. π, " Γ Ἶ ' .. κοφαντῶ' καλεζό] περ «τετ διαθάλλω αὐτόν' τὸ παθ. καλεζόνεμ.- όχεμ.. --- καλεζόὶ νἱεοίνε-- ἀεφτέὶ ν]εοίνε καὶ καλεζόὶ περ α τε όχεμ.. «λεζό] νἹερίνεΞ ἀεφτεὶ ν]ερίνε καὶ καλεό] περα τε δικθάλλω αὐτόν. καλεζέεσ-ι : πληθ. καλεζέεσιτε -- αὐ κἰε καλεζὀν' καὶ τὸ αὐτὸ Ξ ς εαν λ.. η π....- ν, : ή ο ἡ . καλεζιμτάρ-ι πληθ. καλεζιμτάρετε ἆμσ. καλεζιμτάρε-]κ πληθ. καλεζιμ.τάρετε θηλ. ῥ ὃν µ δν αν ὃ καλεζίμ-ι; πληθ. καλεζίμετες διαθολή, συκοφαντία᾿ ϱ) δεῖξις, διήγΊησις, χαλεμ-ιξκαλάμ.-ι (τ). καλεμίδτε-α πληθ. καλεμίότατες- ὁ γαλομών. ἡ καλενάούαρ -όθι (τ), καλενάούερ - όρι (Υ) καὶ καλενάούρ-όριΞ ὁ Ἰα- νουάριος μήν. καλῖ-νι(γ) (Τυραν.) πληθ. καλίν] - τε στάχυς' καὶ καλῖ-ου (τ) πληθ. καλῖτε, καλ-ι (Σ), κάλεσ-ζι (Ῥοσᾷαπ) πληθ. κάλεσ-ζιτε- κάλε- ἵε-α πληθ. κάλεζατε ὑποκοριστικόν' παροιµ.. κερκὸν κάλεσ νάεπει βᾳόρε (σΏόρε) - ζητεῖ στάχυς ἐπὶ τῆς χιόνος (ἐπὶ σπανίων κοιί ἆδυ- γάτων πραγμάτων). -- 155 --- καλούµε-]α: πληθ. καλούµετε (Τυραν.) Ξ- πυραμὶς - ίδος" (σωρός).---- απλούµμε κούπες πυραμὶς ἅλατος. κάλ]-ι καὶ κάλ]ε-ι [ Ἑλλην. κέλης - τος] πληθ. κούαλ]τε καὶ κούα]τες ἵππος, ἄλογον. καλαβέδ-ι (Καθά]α - Γάκοθα) πληθ. χαλαθέεδετε Ξ βεῦ- ορούδι, πούπε οροῦδι, καλ]αμᾶ - ἄνι (Υ) καλ]αμάν]τε-- τὰ μικρὰ παιδία" καὶ τδιλ]ιμί-ου (τ) πληθ. ταιλιμῖτε. καλακ]άφε: ἐπιρ.Ξ Ίνπουρε περ µΏε κ]άφετ. καλ]ανέάρ-ι πληθ. καλ]ανάάρετε-- τὸ μηνολόγιον. καλ]ὐεσίνε-α καὶ καλ]Ώεσίρε-α (τ)-- σηπεδὼν - όνος. κάλ]θεμ.: οἵμας σήποµαι. κάλ]θετε -- σαπρῶς, ἐπίρ. (ι-ε-τε) κάλ]δετε: ἐπίθ. σαπρὸς-α-όν, κοινῶς σάπιος. καλ]απίτό: ἐπίρ. ἴδ, κάλ]ικάτὸ ἐπίρ. (ὡς φέρουσιν αἱ μητέρες τὰ µι- κοὰ παιδία ἐπὶ τῶν ὤμων). κάλ]εν-ι (Ὀίθρα) ἴδ. δούλ]το-ν. μαλ]ερι-αξ καλ]ουρι-α., καλ]έστρε-α (Βεράτ.) πληθ. καλ]εστρατε [σκαλιστήριον ]" ἴδ. παρ- τί-α (Υ). καλ]ιῤόθε-α (Σ) πληθ. καλ]ιρόρατες ὁ καρπός, κόκρατ᾽ ε φουλ]έτεσγ΄ ἴδ, τσαράτο -ι (Τυραν.). καλ]ιότὸ: ἐπίρ. ἴδ. καλ]ικάτὸ ἐπί. καλ]ικάτὸ (τ) ἐπίρ.-- ᾖίπουνε μΏι ὄπίνετ, µΏε κουρρίστ.---μέρρ-με κάτό- µέρρ-με καλ]απίτδ. μΏα] κάτδ.---- καὶ κολ]απίτὃ (Ἐλθας.), καλ]ι- πέτὸ (Περμέτ.), καλ]ιρότὃ (Υ) καὶ κ;το. καλ]ίσ-έε-ίτ (Βεράτ.) [ Ἕλλην. σ- καλίζω] ἴδ. ρῆμα κέπ (ή). παλ]ίτεμ (Βεράτ.) ἴδ κέπεμ (Υ). καλ]ίστρε-α (Τυραν.) πληθ. καλ]ίστρατε (ἡ καλίστρα ἴσως). χαλ/ό/ (γ) ξ καπετόν]-ό] Ξ καθαλικεύω. καλ]όρεσ-ι ἆρθσ. καλ]όοε-]α θηλ. πληθ. καλ]όρεσιτε ἀρο. παλ]όρεσετε θηλ. --ἱππεύς, καθαλάρης' τὸ ἀντίθ. κεμ.Ώεσούερ-όρι, κεμΏεσορε-]α θηλ. Ξπεζός. χαλ]ορῖ-α (1) ἴδ, καλ]ουρί-α (Υ) Ξ καθαλαρία, -- 159 --- καλ]ούαρε (τ), καλ]ούερε (Υ) καὶ καλ]ού. ἐν. Ξχαθάλα. ο ο χάλ τ Ιούαρες-- εἶμκι καθάλα, βέτε κχλ]ούαρε- ὑπάγω καθάλα, ἠῑπι καλ- Ἰούαρες ἱππεύω καβάλα, Ίῑπι µΏε Ῥύθε-- Ίῑπι Ῥύθαζις ἱππεύω ὡς | αἱ γυναῖμες' τὸ ἀντιθ. ἐπίρ.Ξ- καμρε (γ)Ξπε πεζη. καλ]ούρθι: ἐπίο. (Ἠλθασὰν)Ξ οπτικάλ]αδ ἐπίρ. ὃ ἴδ παλ]ουρῖ-α (Υ), καλ]ορῖ-α, παλ]εοῖ-οα (πληθ. λείπει) - τὸ ἱππικὸν ἡ καθαλαρία.---- ἀντιθ. καμ.Ώεσῖ-α (Υ)Ξ- τὸ πεζικόν. κάλ[π. οημ..Ξσήπω, σαπίζω" ἆοο. κάλ]α-ε-ιμτγ. κάλ]ε καὶ κάλ]ουρε. κάµ: οἵμαξ έχω (5, Γραμματικὴν Χριστοφοοίδου) σᾶ κδ κό γ]ε;Ξ πόσον ἔχει (ἀξίζει) τοῦτο; --- κάμ νεθό]ε-- ἔχω μα, 'σ) καμ. σε σί-- δὲν δύναμιν. -----Χμ. πούνε-- ἐνασχολοῦμαι. --- πάστε 1ετ τε- νὰ ζήσῃι (ἐπὶ ζώντων).--- πάστε ἀρίτες ὁ θΘεὺς συγχωρήσαι (ἐπ ο Β τεθνεώτων). -- πάστε ᾖῑεν ε τῖς ἔξω ἀπ᾿ μας. --πάστε φάκ]εν ε ἵεζε--νὰ εἶναι χατησχυμµένος -- πάστε ον ε Ῥάρδε -- εὖγε αὐτῷ, νὰ εἶναι δεδοξασµένος, ἐπαινούμενος πάντοτε, καµάστρε-α:. πληθ. καμάστρατε (Κ.8. Τορ.) ἴδ, κρεμαστάρ-ι (Ἠλ6.. καμάτε-α (Υ. Ῥοσά απ) πληθ. Χκμάτατε-- τόχος.--- καὶ οζούρε-]σ, ου- ζούρε-ουζούρε]α πληθ. ετε' [ Ἕλλην. ἦμερο-κάματον]. καματάρ-ι, τὸ θηλ. καμιατόρε-]κ τοχιστής. μάμὺε (Υ) ἐπίρ. καὶ κεμθε (τ)-- πεζῇ, πεζῶς. χδμθε-α (Υ) κέμβε-α (τ) πληθ. κάμρετε, κέμβετε (παράθλ. ϱαπιβα) χίπι με κἂμβε-- ἔλαδε βαθµόν, οΏρίτι νγγα κάμβα-- ἔχασε τὺν βαθμόν. χάμβεζε-α (1) χεμβεζε-α (τ) καὶ κάἀμΏέσε-κ (Υ) πληθ. κάμρείατε, κεμβέζατε, κάμβέσατε -- ἡ σκανδάλη τοῦ πυροθόλου’ καμρες ε τόάρκουτ πούδκεσε. Κδμθεσί-α (Υ) κερβεσί-α (τ)Ξ τὸ πεϊικόν, ἀντιθ. καλ]ουρῖ-ο "μύεσ-ι (Υ) πληθ. καμβεσιτε πεζός: τὸ θηλ. κάμΏεσε-]α πληθ. κάμΏεσετε.--- κέεμΏεσ-ι (τ) πληθ. κέμβεσιτε κεμΏεσε-]ο πληθ. κέμ- Ῥεσετε καὶ κἀμΏεσούερ-όοι, κἀμ.Ώεσούρ-όρι πληθ. όρετε---- τὸ θηλ κάμ.Ώεσόρε-]α πληθ. κἀμβεσόρετε. -- κειΏεσούαρ-όρι πληθ. σὀρετε᾽ θηλ. κεμ.Ώεσόοε-]α πληθ. όρετε' ἀντιθ. καλ]όρεσ-:, καλ]όρε-]α θηλ καμῦε-κρυκ] (Υ) τμοα κουκ] (5)--στανροπόδι. ---οοῖ καμθε (κεμθε) κρύκ] -- κάθηµαι μὲ τὰ πόδια σταυρωμένα, κάθημ.αι σταυροπόδι, πα μ τωδ κάμεσ-ι (τ) κάµεσε-]α θηλ. -- πλούσιος-α. πληθ. ἆρσεν. κάμέσιτε θηλ. κάµεσετε ἴὸὃ, καὶ ι-ε-πάσουνε-ι-α (Υ). καμίλε-α καὶ καμίλε-]α πληθ. καμάλατε καὶ καμίλετε-- ἡ κάμ.ηλος. Καμερίε-]α: πληθ. καµερίετε-- ὁ τόπος ἔνθα φυτεύονται διάφορα λου- λούδια. Κάμδε-α, ποταμὸς ἀπέχων τρεῖς ὥρας ἀπὸ τὸ ᾽Αντίδαρι.--ἀπὸ τὸ ᾽Αντί- θαρι ἕως τὸν ποταμὸν τῆς Κάμδας ἡ πεοιοχη αὕτη ὀνομάζθται Μερ- κότ, ὅπου ὁμιλεῖται ἡ Ῥλαυϊκὴ γλῶσσα' ἐκεῖθεν δὲ τῆς γεφύρας τῆς Κάμδας ὁμιλεῖται ἡ ᾽Αλθανική.---(181Ί Κ. Χριστοφορίδης). Χαραβέτσε -α (Βεράτ.) χειρόµακτοον. κάναα] (Ὀιά1) αἴτ.Ξ- κενᾷ (5) --τινά. κανακᾶρ-ι-ρε-]α(Δργυρ.) πληθ. κανακάρετε---ρετεθηλ. χαϊδεμένος, η΄ [ἐκ τοῦ κά καὶ νακαρ]. κανᾶλ-ι;Ξξ τὸ κανάλι. καν1ρε Ία πληθ. κονάρετε--μαπελεῖον’ κ]έν κανάρεῦ-- (κ]εν κασάπεῦ). κανάτξ-α πληθ. Χανάτατε κοινῶς τὸ λαγενι (εἶδος μέτρου τοῦ οἴνου) καὶ κενάτε-α πληθ. κενάτατε. κδνά (Ῥοσάαπ) κενά (5) αἰτιατικὴ τῆς ἆορ. ἀντωνωμ.. κουδτις. Ἆτι νουκε γ]ουκόν ας κανᾶ (Ῥοράθη)Ξξ ὁ Πατήρ οὐδένα κρίνει. κανάρ-ι πληθ. κανὰάρετες ὁ στατὴρ 44 ὀκάδες. καν((λ] -ι (5) καὶ κανάίλ]ε -ἱα(τ)ζ-λύχνος, λυχνίον [Λατιω. σαπάθ]]α]. καν(ιλ]έρ-ι πληθ. κανιλ]ερετεξ-λύχνος. καν(]όρε-]α- ἡ ἀνήκουσα εἰς τὴν ἄκραν, ἡ ἐν τῇ ἄχρα κειµένῃ [ῖδ. καντ - αι). καν]ούγ-ι (Ὕ δρα) Ξ-ἡ γωνία (Τουοκ. Ῥουδάκ) ἴδ. καντ-ᾱι. κἀνίρε-α (Τνυο.) πληθ. κάνάρατεςλαδερύόν, καὶ ρό]ε-α, (Υ) ρο]ί-α (Ἠλθασ.) πληθ. ρο]ίτε, οογέ-]α (τ). κάνε (1 άκοθα) κ]άνε (Ῥοράαη), κ]δνε (Υ) κ]ενε (τ) µετοχ. τοῦ ϱημ.. αμ. κανέλ-ε (Περμέτ.)Ξ-ἡ κάνουλα ἴὃ, ἀουκ]-ι καὶ καν]έλε-α (Σ) πληθ. καν]έλατε, καν]έλ]ε-α (Καθ. Ρεοάτ.) πληθ. χαν]ελ]στε πενέλ-ι (Ἠλόασ.) [κανέτὂε]--ἴδ. τοχ, Ὀιοχ] -ι. κανίστρε-α πληθ. κανίστρατε: τὸ κάνιστρον΄ [ἕλλην. κάνιστρον. Λατ. ραπ]βίγαπ)]. μυς, πάνκε-α (Υ), κένγε α (Υ), χενγε-α (τ) πληθ. ---ε-τε -- ᾠδή, ἆσμα, τραγοῦδι, καντετούερ -όρι: πληθ. κάντετόρετε άρα. καὶ κάνκετούο- όρι πληθ. καν- ετόρετε----κάνκατόρε-]α πληθ. πδνκατόρετε θηλ. καὶ κενγετούαρ-όρι πληθ. κενγετόρετε ἀρο. κενγετόρε-]α (τ) πληθ. κενγετόρετε.Ξ ψάλ της, ἀοιδός, τραγουδιστής. Κανίοκ-ου (Τοσκ.)-- δουράτε-α (Έουρκ. πεὔκ]ἐ) κἱε ὄπίενε νὰε ἀάσμε ἁασμόρετε. ----τρὶ Ῥούκε ε ν]ὲ ἀκὃ α ν]ε τσιάπ, ενὲ ν]ε τοιάπ, ενὲ ν]ὲ κανονίκ (-λαγένι) ὅ---6 ὀκεὸ με βρε. πανόσεμτ (τ) (μετὰ γενικῆς]-- ἀπειλῶ τινά, φοθερίζω τινά. ι ὅτίε φοί κενε κού]τ.----με-τε-ι Χανόσετ-με -σὲ- τὺν ἀπειλεῖ. ----μος μ. κα- νόσ σε σ᾿ τε τρεμΏεμ.--μὴ μὲ φοθερίζεις διότι δὲν σὲ φοθοῦμαι, κανοσί-α πληθ. κανοσίτε (τ) καὶ κανόσμε-α πληθ. κανόσµατε- ἀπειλή, ἀπειλαί. κάνπ-ι (Υ) (πληθ. λείπει) καὶ Χερπ-ι (τ) πληθ, κέρπετε-τὺ κανα- θούριον" .-ε-τε κάνπτε (Υ)Ξι-ε-τε χερπτε (τ)- ἐκ καναθουρίου ἐπιθ. τῆς ὕλης δηλωτικόν. κάντ- ἄι (Υ. Ὀπά1) πληθ. κανετε ἄχρα ὡς κάντ-δ-κάντ- πέρα καὶ πέρας κοινῶς ἄπο µιὰ ἄκρη ἕως τὴν ἄλλην ἄχκρην. κανᾶι ι ροόΏεσε -- Ἡ ὄκρα τοῦ ἐνδύματος.--- :γ]άχα τ᾽ έτ κάντ ε κἀντ. -- ὁμοιάζει τῷ πατρὶ αὑτοῦ ἀκριθῶς [κελτικὴ λέξις]. καπ : ρημ.,Ξ (πιάνω (διὰ τῆς χειρὸς κυρίως) [Λατ. 68ΡΙ0- συλλαμθάνω] ἵδ, ϱροχ ρημ.. [τουρκ. καπ-ἄρεμ.--χλέπτω, ἁρπάζω, µετοχ. καπμακ., ἴδ. καὶ ἑλλην. χάπω-- ἁρπάζω]' καπάρ-ι πληθ. Χαπάρετε-- προχαταβολἡ ἵδ., πένκ -γου. καπαρό]-- προκαταθάλλω--άπ καπάρ' καὶ παπαρόσ’ τὸ παθ. καπκρόχεµ., καπαρόσεμ.. πάπε --α (Τυραν.) πληθ. χάπατες- δεµάτιον ἀραθοσίτου, κάπε μίσεοι- σᾳ κάπ κοάζου--ὕσον πιάνει ὁ βραχίων ἴδ. ρηµ. καπ. καὶ ἀεμέτ-ι, κάπεζε-α (Περμέτ) πληθ. κάπείατες ἡ κώπη, ἡ λαθὴ τοῦ ξίφους᾽ ἴὃ. ἀόρε -]α (Ἠλθασ.) ἀορέζε-α (Καθ. Σ) καὶ [ρημ. Ἓλλην, κάπω -- ἁρπάζω]. πάπεμ καθ. τοῦκοαπ. παπεραί) (Σ) --περᾶι]-- περπί] -- καταπίνω, ο ιᾷὁ Ἱ-- καπεράι/ Ἄ καπεοᾶίν] ϱ: ἐνεργ.Ξ κατρακυλῶ, κατρακυλ]άζω, κάμνω τούμπαις. --καπερᾶίχεμ. τὸ παθ. Ξ ήνδεμ. κὀχξ- νγούλ]μεςι { Πεομετ.). καπεοάσέ; (Υ) καὶ καπερθοὐν] (Βεράτ. ) ἵδ, καπεοτέν] καὶ ὅχκα- πεοτσέν] (Βεράτ.) Ξ- ὑπερπηδῶ. καπερἀσύελ-ι (τ) πληθ. καπερσύε] - τὲ καὶ καπεράσύλ-ι Υ Σ) πληθ. καπερἀσύ]-τε, καὶ καπερτσέλ -τΞν]ε ἀροῦ Ρίγε κἱε βένε | . ὃν [ ναε γάρθτ περτε χαπερσύερε. --ἴδ. καπευτσύλ- ν. καπερτσέν] - έ] (Οαάϊ ροράαπ) ὑπεοπηδῷ τι. 2) ὑπερθαίνω ὑπερέχω (Βεράτ.) ὅκαπεράσέν].---- καπερᾶσέ] λ]ούμινε, μάλ]ννε, Πεν έκουνε κ.τ.λ. Ξ- ὑπερπηδῷ τὸν ποταµόν, τὸ ῥουνόν, τὸν χάνδαλα. --ε κα” πεοτσέθα« τε] μὈ ατ άνε -- τὸ ὑπερεπήδησα πέρα - πέρα ᾖῑδεμ ε ἀκλ] μη) ατ- άνε.---8 κοπερᾶσέ] µε ἀντουντ -- τὸν ὑπερέχω χατο τὴν σοφίαν. ---- καπεοτσέν] ουρδενίνε (ραᾶ1) Ξ παρκβαθνω τὴν ἐν- τολήν. καπερτσέχεμ-ένεμ (1), κκπερᾶσέχεμ.- ένεμ. (1. Βεοάτ.), ὄκαπερ- ἀσέχεμ.-- ἐνεμ’ (Βεράτ.) παθ. τοῦ προηγ. καπερτσέλ-ι, καπερτούελ-ι (Υ) πληθ. καπερτσύε]τε, καὶ καπερτοῦλ”ν (Υ. Σ) πληθ. καπερτσῦ]τε᾽ ἴδ, καπεράσῦαλ-ι. καπερτσοῦ-νι (1ζα6.) πληθ. καπερτσούν]-τε κεοτσοῦ - νν () καὶ κερ- τσοῦ-ρν (τ). καπετέλ-ι πληθ. καπετελετε : καπετέλ ι πάρε Ξ τὸ ἔμποοσθεν ἐξεχον µέρος τοῦ σαγμαρίου΄ καπετέλ᾽ ι πράπεσμ’ (5) τὸ ὄπισθεν ῥέρος τοῦ σάγµατος' ἐν Καθάϊα τὸ πρόσθιον µέρος λέγεται Ὠαλούκ-ου ἴδ, Ῥάλ-ι.--- τὸ ὄπισθεν πράπεσε- ἷο. καπι]άν-ι πληθ. καπιάνατε Ξ ὁπλαρχηγός, 2) πλοίαρχος. ,απιστᾶλ-ι καὶ καπιστράλ-ι (Αργυρ.) ἴδ. καπίστρε-α. καπίστρε-α (Υ) πληθ. καπίστρατε [Λα.. οαρίβαπ1] καὶ κοπρέδε-α (Σ) πληθ. -ατες- τὸ χαπιστριον. καπίσε-α (Βιτώλια) πληθ. καπίτσατε ἴδ, µουλαρ-ν. καπλ]ίσ: ϱημ.. Ξ- πλακόνω τινά, --- µε κοπλ]ίσι τε ρᾶνάετ ε δέουτ. (Ἠλόαςσ.) -- µε ἐπλόκωσεν ὁ ἐφιάλτῃς' να καπλ]ίσι ανεμίκου Ξ μᾶς ἐπλάόκωσεν, (μᾶς ἔφθασεν ἔξαφνα) ὁ ἐχθρός. καπλ]όκ]-ι (Κα6.) πληθ. καπλ]όκ]ετες λ]τα λ]έό κ]ε ῥενε νὰξ φουρκετ περ µεε τιέρρξ. -- 145 -- Ἱαπόν-ι-- Υ1ελ]-ι’ καὶ καπούοα- όἵ πληθ. καπὀν] - τὲ’ κοκόᾶ- ε(Αργυρ.), κενζέσ-ι (Περμέτ.) πληθ. κενάέσετε, χαότδ-ι (Πούκα): πληθ. καθότδατε. --- Χαπόδ ἀέτι -- γ]ελ] - ἀέτι (γ) -- ἰνδιᾶνος, κοὔρκος, πούλ]ε ἀέτι (5) - οἴγε -α (Υ). Καπούλ] -ι πληθ. καπούλ]ετε (Ἓλέασ, ) Ξ ὁ σωρὸς τῶν δεµατίων ἄρα- θοσίτου’ ᾿καπούλ]ι ικάπαθετ µίσεον, μαι μεταφορικῶς). με καπούλ]- ἐπ;ρ. Ξ σωρηδόν’ ἴδτε υ.Ώούδουρε σαγάνι πνλἱάφίε:ι με παπι κτλ. καπούρδε-α πληθ. καπούρδετε -- τὸ μκνιτάριον κοινῶς' καὶ κεπούο- δε-α πληθ. κεπούρδετε . Καὶ κερπούδε-α. παπούτῦ-ι ποιος (Τουρχ. φέστε). Καπρέοξ-α πληθ. καπρέσατες καπἰστρε-α πληθ. α-τε. παπρούαλ-δλι (τ), καπρούελ-ολι (Υ) καὶ καπρούλ-όλι (συνηρ.) -- ἡ δορ- κἄς, τὸ ζαρκάδι πληθ. καπρεν]τε (πάτι)' καὶ καπράλε-]α θηλ. πληθ. καπρόλετε. [Λατ. 6αβτα, «αρτοο]α]. καποῖ-α (Ἔνραν.) πληθ. καποῖτε ἴδ ορουθᾶ-νι (Ἓλθασ.). Ἀαπσάτε-α καὶ καφδάτε-α πληθ. τα-τες ἡ βουκιά. καποόν]-ό] καὶ καφδόν]-ό] - δαγκάνω τε, Ἰαποόχεμ-όνεμ καὶ καφδόχεµ-όνεμ παθ. [ἶὸ. κάπτω-χάφτω)]. Ἀάπτε (Περμέτ.) [15, καπτόν].] μΏξ τε κάπτε τε µάλ]ιτζμ)Ώε τε καπερσύερετε, - μΏ᾽ ανε τε φάκεσε τιάτερε τε µάλ]ιτ. καπτίνε-α πληθ. καπτίνατε (Υ) [λατ. οαρι{] -- κεφαλὴ (ἐν γένει ζώων καὶ ἀνθρώπων) ὅταν εἶνε πεκομμενη, Ἄ ἑψημένη: κουρ ἐδτε ε βρᾶρε α ε πρέρε, α ε θέρουρε α ε πιέκουρε, α ε ζιερε. 9) κεφά- λαιον. καπτόν-ό]: ϱημ. ἐνεργ. (Υ. τ. Ὀιμά])Ξ- διαπερνῶ, κάµπτω, καπτόν] μάλ]ετε (Ὀιιά1) -- καπερτσεν] µάλ]ετε' καπτὀν] μάλ]ινες- καπερτσὲ] µάλ]ινε, ἀλλ] τέ] μΏ’ ατ’ άνε µάλ]ιτ. 9) καπτόν] (τ) -- περτσίελ καπδάτενε (ἐκ τοῦ χάπω, χάφτω, ἴδ. κάπτω). Κάρ-ι πληθ. κάρετες ποῦτσος, ψωλη κοινῶς, Χαραβάδε-α (Βεράτ.) πληθ. καραθάδατε-- (καραθάδε-αΞ- μαύρη κόρη) -- εἶδος ἐντόμου μαύρου τὸ ὁποῖον κάθηται εἰς τοὺς τοίχους τοῦ φούο- νου καὶ τῆς ἑστίας ὅπου εἶνε θερμὸν µέρος. καραβέλ]ε-α (Υ) καρθέλ]ε-]α (Περμέτ.), μραθέλ]ε-]α (ΑΟΥ.) πληθ. ετξ. - στοατιωτικὸς ἄρτος. ορ -Ἑτ ο» ο στ ο νο ο πκτου--.- ο.ᾶῦ ο ''Ὅμ------'--ιι----ι-υ-υ--..υ. - πα -- στι πι. -ν κα ϕ- ο καραβίδε-Ία: πληθ. καραθίδετε-- ἡ καραθίδα κοινῶς. καραβουλάκ-ου (Σ. Τοσκ.) πληθ. κοραΏουλάκετε Ξ γέρανος. καραθούδ-ι (Σ), τραµ.άκ-ου (Πιζρενᾷ - Σακόθα) πληθ. δετε. κουρτούκ-ου (Μάτια) πληθ. κουρτούκετες καλίου ν Ῥάδκε μὲ μίσερινε. καρανέτσ-ι: (Καθ.) ἴδ. τίνε-α. καράντοξ-α πληθ. α-τες- θενέγουλε-α, μελ]ινγόνε-]κ. καραφίλ/-ι; πληθ. καραφίλ]ατες- γαρούφαλον. καρβέλ]ε-]α (Περμετ.) πληθ. ετες- καρκθέλ|ε-]α« ὃ ἴδ. καρθούν-ι (Υ) παπάβθουίΠ; ἴδ. τεροίµ.-ι, καράσέ]: ἴδ. καρτσέ], κατσέ] (51) Ξ τρέχω. καράσίμ-ι πληθ. καρθσίμετε-- καρτσίµ.-ι δρόμος, τρέδιµον. καρθῖ-α (Ἠλόαςσ.) πληθ. καρθίτες φρύγανον, ἀροῦ τε χόλα ε τε θάτα:: καὶ κάρθε]ε-]α (Περμέτ.), πληθ. κάρθε]ετε, ὄκάρπε-α (Βεράτ. ) πληθ. δκάρπατε. κράν(χε-]α (Σ) πληθ. κράνᾶέτε, κάρθελ]ε-α (Πευμέτ.), πληθ. κάρ- θελ]ατε. καρκαβόδ (Πεομέτ.) -- κάμνω τινὰ ἀθύνατον, λιγνόν, χαυνόνω, ἐπὶ ζώων (καὶ µεταφορ. ἐπὶ ὕλων). παρκαβόδεμ Ξ γίγνοµαι ἀδύνατος, γαῦνας, λιγνός. καρκαδότδε-α (Καθ.) πληθ. α-τε ἴδ. Ώρετκόσε-α. καρκαλ]έτσ-ι: πληθ. καρκαλ]έτσατε, καὶ χαρτσαλέτσ-ι (Κρού]α, Σ) πληθ. καρτσαλέτσατε, καὶ κατσαλ]έτο-ι (Σ) πληθ. χατσαλ]έ- τσατες ἡ ἀκρίδα κοινῶς. καρκανδούαλ-όλι (τ) ἴδ. καὶ λ]ουφγάτ-ι' πληθ. καρκαναδόν]τε: καὶ παρκανάδούελ-όλι (Υ) καρκανᾷδούλ-όλι (συνῃρ.) [καλκαναδούαλ- όλι ἀνουγραμματισµός, Ξ- ἐνδεδυμένος μὲ σιδηρδ φορέματα]. χεμιδε καρκανβδόλιΞ- κεµίσε ᾖέκουρι: ὑποκάμισον πλεγμένον ἀπὸ σίδηρον τὸ ὁποῖον ἐφόρουν οἱ πολεμιστα!. καρκαρίσο: (Περμέι) ἴδ. κακαρία" καρκουρίνε-α: πληθ. καρκονρίνατε (Βεράτ.) πληθ. α- τε--ἀρ ε κέκ]ε κ]ε σ᾿ κᾶ δξ τε μρε. καρκαδίνε-α (Περμέτ.) πληθ. καρκαδίνατεςΏξρρ ι λ]έγετε, ι πα ουδ- κύερε, ιν σεμούρε. κάρµε-α (ΐδρα) πληθ. «- τες δκάμπ -Ώι,ς- πέτρα, βράχος. κάρπε-α πληθ. κάρπατε (Πίόρα). ὄκρέπ-ι πληθ. α-τε κρεπ-ν (Μιρε- ο, / , -- 145 --- ’ ..Β - ἀίτα) πληθ. κρέπατε". Μκλ] καάρπες πετρῶδες βουνὸν [σύγκρινον Κκαρπάθικ ὄρη Ἱ. πάρσ-ι.: Ε ἕ Γξάντιστα: ικός, πεισματώδης, [ιναστδι τουοχ..]. καρτσαλ]έτσ-ι (Κροῦ]κ, Σι), πληὸ. Ἀκρτσαλέτσετες καρχαλ]έτο- κ ἀχρὶς - δος. μ ᾱ εα-. Γε κ. , --. ᾿ να, / παρτσέν]- έ}: οημ.. [ἑλλην. σκυρτῶ] Ι) πηδῶ' τινάσσοµιαι 9) χορεύω, κ. δα .ὀ 3 αμ . ὀρχοῦμιαι.----χαρᾶσε] πίστες ἄπλνς, δς κεοτσέ]ενε ῥέτεμ. α ϐ ῥέτ᾽ι ἀύτε καὶ κούρ κερτσέ]ενε δούµε βέτα περ (όρε.-- καὶ καρᾶσε] . . µ «γ], κατσέ] (Σ. Ῥορᾷ απ), χετσέ] (2. Πεομέτ.)-- Ώάν]ενε βάλε, κουρ καρσέ]ενε δούµε βετα περᾶόρε. Ἡ -- - η 44 καρτσίµ-ι--ὁ χόρος, τὸ σκυρτᾶν' καὶ καρᾶσίμ., χαταίμ.-ι (Σ), κετσίµ.- πληθ. ετδ. καρραβόσεµ, παθ. τοῦ ο ον (Καθ.)--καμπουριάζω ἕνεκα τοῦ Υήρατος, (ἐπὶ ζφων) ἴδ. κερρούσ -εμ., παρρούτε-α πληθ. χαρρούτατ6᾽ ἴὰ, οῆμια κερρούσ. κασόλε-α πληθ. κασόλατε [ἰταλ. ο858] --Χλύθη καὶ χασόλε-]α, πληθ. κασόλετε, καταύλε-α (3) να κεσόλατες- καλύση" 3) κε- σολ᾽ ε πούλίαθετ-ς-κ]υμέσ- ζι' κουμᾶτα, κοτέτσ-- τὸ κοττέται. καστραβέτσ-ι, κρασταθέτσ-ι πληθ. α-τ 'ὸ, τράνγουλε-ι (Υ). καστρίκ]-ι πληθ. «ρώ]ανασ λος μκῶς μεγάλου μὲ τρεῖς τοινίας χρωματισμένας ἐπὶ τῆς ράχεως. κατσαλ]έτσ-ι (Σ) πληθ. κατσαλ]έτσατε, κατ ἀποβολὴν τοῦ ϱ. ἀντὶ καοτσαλ]έτσ-ιΞ σοι καδό]-όχεμ (Σ) κατ’ ἀποθολὴν τοῦ φ πρὺ τοῦ ὅ- ἄντι χαφδό] -ὀχεμ.. καῦε-α πληθ. καδατε ἀντὶ χαφῦε-α πλ θ. χτε Ξ ζῷον, κάῦτε ὄνομα περιληπτικὸν (πληῦ. λείπει)-- ἄχυρον' καῦτ ε γροῦνιτ, ε ἐλ]οιτ, ε τερδάνεσε, ε λ[ῖνιτ' 3) καδτε ε κούμπτεοιτξὁ γαλαξίας (ἀστερισμός)' Ὁ) καδτε-α (5) ξηρὺς χόρτος (προς διαστολὴν τῆς χλόης) ἵ ἴδ. καὶ Ὀυκ-ου.---καῦτ᾽ ε τέπεσε, ε ορίζιντ, χ.τλ. Χουρ Ιάνε ἀέγα τε γ]άτα πα δϊμε νὰς λ]αμετ ε πα θύεμ ε πα ἀερρμούεμ.: πο κάτα σι τε ὄΐχετε, ε τε ἀερομήχετε, ατεζερε ι θόνε : Ῥυκ-ου. καδτάρ-ι (Τνο.): γκδτάρε-]α (Ἠλ6.) πληθ.γασ τάρετε,κοτέτα-ι(Κρού]«)Ξ ατιέ κου βένε µίσερινε.---Ὑχδάρε-]κ (Ἠ λόασ.)ΞΞ5θούρε µε πουρτεχκ« ε μΏουλ]οῦμ. µε τιέγουλ«α α µε κάδτε, Ξν(]εοτέσε µε κάτρε κ]όσε. ΛΕΞΙΚΟΝ ΑΛΗΑΝΟΕΛΛΗΝΙΚΟΝ 10 -- 146 --- καζτόρε-Ία πληθ. καθτόρετε [κάδτε-α] ἴδ. χασόλε-α Ἠ κατσόλε-α. κάτ (Περμετ.) ρ. ἐνεργ.Ξ- καταθάλλω, νικῶ. ἄορ. κάτα-ε-ι' μετοχη / ο.» 3 οι .ν κάτε αι κάτουρε (ἀπηρχαιωμένη λεξις). Καταλά-νι (Υ) πληθ. παταλάν]-τες κύχλωψ, ἄγριος ἄνθρωπος μεθ) ἑνὸς ἡ κ 3 ε 3 . ε Ἡ ὀφθαλμοῦ εἰς τὸ µέτωπον’ χαὶ χαταλάν-ι (τ). κατανᾶι-α: κοινῶς Ἡ κατάντα- Ἡ κατάστασις, ὁ πλοῦτος ἴδε καὶ πλ]άνχκ-γου. χατανᾶίσ: ϱ. οὐδ, -- χαταντῶ. Ἰαταπῖ-α (Βεράτ.) πληθ. καταπῖτε-- µάνδαλος {δ. κ]άπε-α (Κκέά]κ). κατερδέτε-κάμθεσεξ- µόκρέ-α Ξ- ἡ σαρανταποδαροῦσα., κατλό] (Σ) ἴὸδ. τοινγελο] -- χροτῶ. πατούα-όϊ [Βεράτ.) πληθ. κατόν]τε [ Ἑλλην. κάτω] ἴδ. κ]οῦρ-ι. -- Ἰὴ πο σοκ ιΛ / Ἱ. 34Ε αι αι ΄ τευδιέτ Κάτερε-- ἴὃ. κάτρε καὶ πάντα τὰ ἐξ αὐτοῦ σύνθετα.--- ι-ε-κατερθιετε- ἵ-α-- τεσσαρακοστὸς-Ἀ-όν. --- καὶ ι-ε κατερδῖτε-ι-α (Αργυρ.) συνηρ. - | “γδε - κ. . λ. , ] ών λ μα .... πατούντ-.ι (Υ. ρα) -- χωρίον’ πλ. κατούνᾷετε' καὶ φσάτ-ι, πδάτ-ι (τ) πληθ. φδάτρατε, πσάτρατε. νμ Ἶ µ τα] ἡ μ μππαὰ ή ' . ατουνάάρ-ι: πληθ. χατουνᾷάρετε-- χωρικός (Υ). κατουγάρε-]α: πληθ. κοιτουνάάρετεζ- χωρική (Υ).-- καὶ κατούνεσ-ι ἆρσ. κατούνᾷεσε-]α θηλ. πληθ. ἆρα. κατούνᾷεσιτε θηλ. κατούνᾷε- σετε. -- καὶ φδκτάρ-ι (τ) ἆρσ. φδατάρε-]α (τ) θηλ. πατράφ-ι (Βεράτ.) -(κ]επένκ-γου Τουρκ. - ἀέρε τὄκρδάκου) [βουλ- Υαριστὶ καταράχ, ἴσως ἐκ τοῦ ᾿Ελληνικοῦ καταρράκτης]. Χατραγ]ύδ-ι; πληθ. κατραγ]ύδχτεςι ἄἅτι ι στε)γ]ύδιτε --τὸ θηλ. κα- τραγ]ύδε-]ο πληθ. κατραγ]ύδετε-ε ἅμα ε στεργ|ύσεσε. κάτρε καὶ κάτερε (Υ)- 4 [Λας. απαμίαοτ]. κατρεμεζά] (Περμέτ.) ἐπιρ. π λλυπλασιαστικὸν -- τετραπλῶς. πατρεμεζόν] ρημ..Ξ τετραπλασιάζω" παθ. κατρεμεζόνεμ.. ---ν-ε-κατρξ- µεστε-ι-α (Ἠερμέτ.) - τετραπλοῦς-]-οῦν. Κάτρεῦε-- τατραχῇ, τετραχῶς ἐπιρ. (ι-ε) Κάτρετε-ι-αΞ τέταρτος-η-ον. ἄριθμητ. τακτικόν. ὃ / λ. ἠ οκ ρῶς ὸ μ ο τε μ . κ πατρουρδεράτεσ-ι (τ) πληθ. κατρουρδενάτετιτε -- τετράρχης [ἐχ τοῦ ατρεούρδερε-α]. κάτσ-ι (τ) [ἐξ οὗ τὸ ἁπλοελληνικὸν χατσίχκιον, καὶ τὸ Τουρ, κ]ετδι] Ξ κατσίκι [κέτσ-ι (τ)]. ο... ..........οο0µΙ/ήΠ σσ οοοοοοοςοοοὥὣἧἕἧ-”ηὠῶων....-..- 7 ους. οῃ -- 141 --- ματσααβοῦ-νι (Υ) πληθ. κατσσΏούν]-τες- κοινῶς παοὰ τοῖς Βυζαντινοῖς νὰ ἡ ζινα. κατσα(]ρξ-νι (Ῥοράαπ) πληθ. κατσκαρέν]τες ἀκρίδες, κατσαρρούµ-ι: (Ἐλθασ.), κατόκρρούψ.-ι (Κρού]α). --- σα τρίότε-]α (Βερατ.) µιδτριότετε σι τ᾽ ι δκόχ]ννε κόχ]ετε καλίουτ µίσεοιτ ι θόνε κατσαρρούµ.. κατσαροούμ’ ι µίσεριτ τρέχω μι] κατσέ] (Σ) ἀντὶ καρτσέ] κατ .... τοῦ ϱ. Ξ κετσέ] - κατοῖ-α: πληθ. κατοῖτες- σιδηροῦν / πτυάριον τῆς φωτιᾶς, κατσίδε-]α (τ) πληθ. χατσίδετε -- νόμισμα μετάλλινον εἴχοσι π παράδων. καὶ καταίλ-ι (Σ. ἀντὶ κατσίδ-ι τὸ ὃ. εἰς λ.) καὶ τσακμάκ-ου (Ἠ οι κατσέκ-ου (Βεράτ.) πληθ. κατπέκετε- κάτσ-ι ἴδ. καὶ κατσίκ]|-ι (ἨἘλθ.) κατσίκ]-ι (Ἠλέας. ) Ξ ἀσχὸς [ζδ. γραικ. κατσίκι]. χατσιχ]ε-]α (Βεράτ.) πληθ. κατσίκ]ετᾳ. --. κατσέκ-ου πληθ. κατσέκετε [ῖὸ,. κάτσ-ι] κα- τδκ]-ιΞό ἀσκὺς τοῦ ἐλαίου, τοῦ οἴνου, τοῦ ὄξου ος λεγεται δὲ χαὶ τσαλ]ίκ-ου (Κρού]α- Καθά]ς), ρρεδίκ]-ι (5), ρρβδέχ-ου.--- Ῥατσούπ-ι (Περμετ.) - λαδοτόμαρον. --- κατσίκ] ᾖδλι, βένε, οὐθελε -- ἀσκὸς ἐλαίου, οἴνου, ὄξους. κατσίτ: (τ) οημ.. οὐδ. -- σχαλόνω, νγελ], νγέτ σ, ϱημ. κατσόλε α πληθ. χατσόλκτες κασόλε-α (3). κάτδ-ι πληθ, κἐτὸ-- ὑφαντῆς, ἱστουργός. κατσαμῖλ-ι (Σ) κατσμῖλ-ι (Ένραν.-ΕΚρού[α) πληθ. κοτσµι]τε" ἴὸ, κεθμῖλ-ι. κατδαρρούµ-ι (Κρού]α- Τυραν.) -- κατσκρρούµ-:. κατδίλε-]α πληθ. κατδίλ]ετε [ Ἕλλην. κύστις, Λατινικὸν οἱρίο, οἱ- α{θ]]ᾳα,-- κάλαθος] κοινῶς καλάθι ἴδ, ὄπόρτε-α μι καθίλ]ε-]α). κατδελ]ούτε-α (Τυραν.) πληθ. κατδελ]ούτατε΄ ἴδ, κατδούλ-ι κατσε- ρούΏε-α (Σ) πληθ. κατσερρούΏκτε. κατδέρρ-ι (Ώι0ρα) τς κάταχκε-α:. πληθ. κάτσχατε ἴδ. άρρε-α. -- "τν α ματδούλ]-ι (Ἐλθκσ.) κοινῶς τὸ λειρ, τὸ καρκάλ.. κατδουλίε-α πληθ. χατδουλίτατε (Καθά]α), κατόελ]ίτε-χ πληθ. κα- .. τοελ]έτατε, καὶ κατσελ]ούτε-α πληθ. ατε. κατδερούθε-α πληθ. κατσερούΏατε (7) καὶ τόάφκε-κ (Βερκτ.) πληθ. τοάφκατε, τδούκε-χ (Μυζεκ]ε]«) πληθ. ατε, τδὐκεζε-κ (Μυζε- κ]ε]α) πληθ. τδούκεζατε. ... η) 3 πο σας Δδ Ὁ νου ὑὉὍὋ---- , - - σας... ο ος δουν - (θμω δι. . Ὡμ- ρρ.-- -- τι τα ---θρ υ οο---υὅυ. ἱ σρ" ἱ . ή, ε-ϐ ος ει, - αιμα - 148 --- πατοούμε-Ία (Πρέζα) πληθ. κατδούµετε ἵἴδ. ὄτάμε-α" καὶ κορούθε -]ο.. Ἀατσούπ-ι (Περμέτ.) ἴδ. καταίκ]-ι -- ἀσχός. Χατσόρρ-ι (Κρού]α) - κελ]υδ λ]έπουρι καὶ μάνγθ-λ]έπουρι (Μυζεκ]έ]κ). πάφκε-α:. πληθ. κάφκατε-- καύχαλον, Χρανίον.---και τδάτὄκε-α (τ) πληθ, α-τε' ἴδ. ἆδτε ε χρέσε {-- ὁστοῦν τῆς κεφκλῆς). Ἰάφδε-α πληθ. κάφὄκτε-- [οαιιδα] 1) πρᾶγμα 9) ἵῶον φορτηγόν, νγαρκόν] κάφδατε-- φορτόνω τὰ φορτηγὰ ἴψα. κάφδεζε-α: πληθ. κάφσεζατες- αἴνιγμος, πρόθληµακ: 9) κάφδ᾽ε βόγελ; ὑποκορ. τοῦ κάφδός-α. κάχα (τ) ἴδ. κα (Υ).---ἴδ. νγά -- πόθεν: καζτίτ: ϱρημ.. ἔνεργ.Ξξεφλουδίζω, τὰ παρύδια τὰ ἀμύγδαλα, τὸ ουδά- κινκ' ἄφρ. καζτίτα-ε-ι µετοχ. καχτίτουρε----παθητ. καχτίτεμ. κέ (Ῥιαϊ, Ῥοράαηῃ, Ἓλθαα, Ἔυραν. Ἐροῦ]α, Καθά]κ, καὶ ἅπασα ἡ μέση Αλδανία) ἴὃ, τέ (τ), τέκ (τ), του (Σ) καὶ τουκ (Σ) -- ἔνθα. κξ (Υ) κε (τ) αἰτ. τῆς ἀντων. κουδ έρωτ. καὶ ἀναφ. (Ῥιαϊ, Ῥοσό απ) (Υ) κα ἴδ, κουδ. Χέδε - ]α πληθ. κέδετε-- ἐρίφιον θηλυκόν, κεὺ - δι (Έλθασ.) καὶ εθ -δι (Σ) πληθ. έδατε--καταίκι" καὶ κέτᾶ -ι () πληθ. κέτδατε, κετσ-ι (τ) πληθ. πέτσερ -ιτε (τ), κάτσ-ι (τ). πεὐέν] - ἐ] (Υ), κθεν] (τ) (Όιιᾶ!) ϱ. ἐνερ. -- τρέπω, στρέφω γυρίζω, ἐπι- στρεφω΄’ χεθέ] φιάλενεζ παραθαίνω τὸν λόγον, τὴν ὑπόσχεσιν' κι κε- θε] φιάλ]ενε-- τοῦ ἀπαντῶῷ (ἐπὶ κακοῦ)-- ἀντιλογῶ, ι καθε] ὄπίνενε-- γυρίζω τὰ νῶτα" κθέ] κρύετε µ)ε νυν] ἄνε-- παραθλέπω: κεθε] Ῥέσενε (καὶ ἁπλῶς κεθεχεμ.)-- ἀλλάζω τὸ θρήσκευμα, ἐξομῶ" γίνομαι προ- σλυτος, ὅθεν ι κεθύεμ.-ι καὶ ε κεθύεμε-]ο ὁ ἐξομότης, προσήλυ- : έ. ἱ / εν ἀ ὸ . Μ. ᾿ . ᾱ .η ῄε] τος κεθε] πραπξε--γυρίζω ἀἄνάποδα" ι χεθέ] µενά]ιεν : Ἠ ι κε ε] μέντε-τὸν κάµνω νὰ ἀλλάξ μη) τὸ μέσον κεθέζεµ. (Υ) κθε- σε Λώζάσν μ. πρ το κ ἝὰΝ. ΙΥ νεµ. (τ), νγθένεµ. καὶ νγθέζεµ (Κρου]α) τοῦ ἐνεργ. νγθε]--ἐπιστρέφω, τρέποµαι ἐξομῶ. ----κεθέχζεµ. πρε] σε λ]εμεσε ἀ{ελιτ - στρέφομαι πρὸς κ) ἕ ς 9 α η / ἀνατολάς, ---Ἡ µετοχ. ι κεθύεµ.-ι (γ) καὶ ι κεθύμ.-ι (τ). (ε) κεθύεμε-]α(γ) ε πεθύμε- ]α συνηρ., τε κεθύεμιτε (/) καὶ τε κεθύµιτε συνῃρ. (1-ε-τε) κθύερε (τ/--τροπή, στροφή. ---- τε χεθύεµιτ ε ἀίελιτ-- ὕταν γυρίζῃ ὁ ἥλιος αἳ ἡλίου τροπαὶ (δηλ 9ϐ Μαρτίου καὶ 11 Σε- πτε ὁρίου) ----σα τε κεθύεµε κα ὄτεπία --- πόσα θωμά ια ἔχει ᾖᾗ οἰχία - τεμιθοί. ε πεύνεμε κα στεπιας;-- πόσα δωμάτια ἔχει ἡ οἰκία: --- 149 --- 3 κεθίε]: (τ) [ἑλλην. καθαρός] ο. ἐνεο.Ξξαἰθριάζω, καθαρὶίζ ίω (ἐπὶ τοῦ καιοοῦ) καὶ κεθιελό] (Υ) κεθνε ελότ κόχα- οσα ὁ αιρός' κθιελό] () κθιλό] (κατὰ συναιρ. τοῦ τε εἰς Τ) τὰ παθητ. κεθῖλεμ. (τ) καθα- οἴζομαι, κθῖλεμ, κεθιελόχευ.-όνεμ, (Υ) ου κεθιελούα ού]ετες- χατε- στάλαζε τὸ νερόν’ ου κεθιελούα κόχαΞ ἐκαθάρισεν ὁ καιρός. ---- πθιελό- Ζεμ.-όνεμ. (Υ) κθιλόζεμ. (Υ). κεὐιέλετε (Υ. τ.) κθιέελετε (τ. πα) ε ἐπιο. χαθαρῶς 9) ζάστερα' φλ]ιὰς χθιέλετεξ-ὁμιλῶ ξάστερα, καθσρά: ἀντιθ. τούρβουλε-- ἐπιρ. (ι-ε-τε) κεθιέλετε (Υ. τ) καθαρός-ἆ -όν' ἀἄντιθ. ι-ε-τὲ κθιέλετε (Υ. τ.) 2} ξάστερος-α-ον᾿ ἀντιθ. ι-ε-τέ τούοβουλε ἐπιθ.: ---ϕράσις: τε κεθιέλετε ε νάτεσε σι στολιτ᾽ ε πλ]άκεσε.Ξ ἡ αἰθοιότης τῆς νυκτός, ὣς στολισμὸς τῆς γραίας (δηλ ᾗ χαλοχαι ιοίος δὲν δικκρίνετοιι την νύκτα]. κεὺμῖλ-ι (Ἓλβασ.) πληθ. κεθµι]τε κοινῶς ὁ σάλαγκας" καὶ κεμῖλ- (:. Καθ.) πληθ. κεομί]τε (ἐν γένει)’ αρεμῖλ-ι πληθ. ---]-τε, Ὦο- Ῥόλ]-ι (Κα”.)Ξ κεθμῖλ µε λ]ιδόᾷὄγε ἐνῷ κεομῖλ-ιξκεθμµιλ πα λ]ι- ῥότογε’ ἔτι δὲ κατδιµάλ ι(ωραν. Κρου]α) - Ώοβολ]-ι (ζ26.) πλαῦ. Ῥοβόλ]ατε, κε]ό : δεικτ. ἄντων. γένους θηλ. αὕτη, ἴλ. ἀ]ό.- γεν. κεσᾶ], αἲτ. κετὰ καὶ κετέ (Υ) (τ) πληθ. κετὀ γεν. χκετύνεθε (Υ}’ καὶ κετύοεθε (τ) αἶτ. χετό’ ἵδ. ατό. κεκ/ ;: ἐπω.Ξκακῶς, δούμε κέχ]- πολὺ χακῶςζχεῖρον, φορτ κεχ]--κά- κιστα κεχ] ε του κεχ]|-κακην κακῆς' µε βιεν κεκ] λυποῦμαι, συλ- λυποῦμα:, αἰσθάνομαι λύπην, ἀἄντιθ. τοῦ κεκ] εἶναι μρε. (ι) κέκ]-ι πληθ. τε κεχ]ττες- κακός, πονηρός" ε κεχκ]ε-]α: πληθ. τε κέ- Ἀ]ίοτες καχκη, πονηρά τε κέκ]τες- οὐδ. τὸ κακόν, ἡ κακία, Ἡ πο- , / . , νηοία' ἄντιο, ι-ε-τε µιρε. κεκ] - βᾶμεσε-ι (Υ) πληθ. κεχκ]- Ὀαμεσετεζκακοποιός, χακοῦργος' χεχ]- Ῥάμιεσε- |οα πληθ. κεχκ] - ΏαμεσετεςἩ Χαχοποιος ἡ πακούργα" (Υ).--- ς ο νι ρρ”ς 5 λι ν ϱ : .. Αν: λ., . . κεκ]- Ώέρεσ-ι κεκ] -Ώερεσε- κ (τ) πληθ. κεχ]- Ώερεσιτε ἆρσ. χεχ] Ῥερεσετε θηλ. κεκ]ύρ καὶ κεκ]ύοι (Σ. Ῥιάἳ)-- βεδτού] (τ)Ξβλεπω’ παθ. κεκ]ύρεμ. καὶ αχ]ύο- κκ]ύρεμ.. ἳ ο Ὦ χελά ΄ημ.. ἑνες ἰσώνω. ἐμβάόζω κοινῶς γώνω”: ἆόρ, χελίτα-ε-ι ἐξ πετ -ἔἐτ ϱημ.. .. ΡΥ. εἰ, γι μ, .α ω ωςγ . “ρ. . 5 ας - Ἔαβύς- μετοχ. κξλίτουνε καὶ κελίτουρε (τ) ---καὶ κάλ' καὶ φούσ-ούτ, οὐτ' Ἀφὶ ὅτιε --- στ συνῃρ. κβλάς νᾷε δὲτ -- ἐνταφιάζω. ---- ἀντιθ. νάσιέρ, κ]ισ-ιτ-ιτ, καὶ κεορε] (Αργυρ). πελ]ὐάζε-α {Υ. ὈῬοσᾷαπ) πληθ. κελράζατε-- φλέγμα, πτύελον. πελ]}ὐάζεμ, γελ]Όάζεμ, (5) ϱ. μέσον -- ἔχω φλέγματα. πελ]ὐάσ, γελ]θάσ (Σ) ϱ. ἐνεργ. τοῦ ποοηγουμένου. πελθόκ)ε-]α πληθ. κελβόκ]ετε-μπδτύμε ε τράδε σι κ]ύροεζξ φλέγμ.Σ. κξελ/ὣάσ- έτ-έτ (τ. ροσάαπ) ο. οὐδ, Ξφωνάζω δυνατὰ χαὶ γερθάσ-έτ- Ξκοάζω ἄόρ. χελθίτα-ε-ι καὶ κελθέσ-έτ-έτ (ιά!) ἴδ. ο. Ὦεο- τασ-ετ-ετ. ἀόρ. γερθίτα-ε-ι καὶ χλίθα-ε-ι τοῦ ένερ. κλ]ιθ- ιθ- ιβ [ἑλλην. κράζω] µετοχ. κελθίτουνε, Ὑβρθίτουνε, κλ ίθουνε: Ἀελίτεμ.: παΏβ τοῦ κελάσ-έτ-έτ ἴδ, κάλεµ., φούτεμ.. ὅτιχεμ.. κελκάζε-α (Υ) ες (τ) πληθ κ-τε-ἡ δρα κοντά (φυτόν). πελκ)έρε-]α (Υ. τ. Ῥοράαη) [Λατ. οπ]κ-οἵς] ἡ ἄσθεστος' καὶ κερ- κ]έλ]ε - ]α νο ἀναγραμματισμὸν), γελκ]έρε -]α" πληθ. κελκ]έρετε, κξοχ]έλετε, γελκέρετε. | κελόγ]εν-ι (Υ) πληθ κελόγ]ενιτε-- Ἀοιλόγηρος, --- καὶ κελόγ]ερ-ι (1) πληθ. κελόγ]εριτε. ---ἆδ, γρόζουλε- κ κλογ]ερέσε- α (τ) πληθ. κελο- γ]ερέδατε, κελ]τσασ-έτ-έτ (Ἠλλθάα.) ἄορ. κελτοίτκ-ε-ι µετοχ. κελτσίτουνε κεο- τσάσ-ετ-ετς κροτῶ, κρούω. Ἀξλτσάτεσε- α (Ένραν.) πληθ. α- τε στερφύτο-ι χελ]ύδ-ι πληθ. κελ]ύ- ὅτες κοινῶς τὸ κουτάθιον (ἐπὶ ζώων τετραπό δων) κελ]υδ κ]ένι, µά- τσε]ε, κ.τ.λ. κέμ-ι (Σ) ἴδ. κ]έμ-ι. κέμύὺε (τ) ἐπιρ.ΞκαμΡε (Υ) ἐπιρ. κέµθε-α (τ) πληθ. κέμβετεςκᾶμ- ρε-α (Υ). κεμΏέεσ-ι -- ὁ ἀνταλλάσσων, κεμθεζε-α (τ) πληθ. κεμὐεζατε--κᾶμρεζε-κ () κεμ έν] -εἶ καὶ ὄκεμ- Ῥεν]-ε] (τ Ὀοσάαπ) ο. 6αΠΙΡΙΟ (κάμπτω) ] οημ.. ἐνεργ.Ξ- ἀνταλ- λάσσω--μάρρ τένᾶενε ε ἅπ τίµενε' ἴὃ, ναερρό] -ἀλλάσσω ἁπλῶς, πεμθέχεμ-νεμ καὶ ὄκεμβέχεμ.-νεμ. παθ. κεμθέσε -α καὶ δκεμΏέσε-α- ἀνταλλαγή. χέμύε- κούκ]ε-]α (Περμέτ.) πληθ. κέμΏε- κούχ]ετε--περθελ]άκ-ου: ὃ ἴδ. -----ο --- αι δΗΗΗπΙπ ᾷϊιἷιἷϊϱθΏϱῥἑὑ«. --- 151 -- κεμὺε-κ]ιρῖ-ου (τ) πληθ. κέμῬε - κ]ιρίτες- εἶδος πτηνοῦ ζῶντως ἐν ὔδατι. μεμὺεν]ενί} (αι) ο τς ἴδ. Κατηχ. σελ. 194,195.195,196,196,191). κέμδεσ-ι (τ) πληθ. κεμΏεσιτες κάμΏεσ-ι (Υ)Ξ ὁ πεζοπόρος. κεμύεσε-/α (τ) πληθ. κέµβεσετε ἴδ. κάμρεσε-]α (Υ)Ξ- ἡ πεζοπόρος. κεμύεσούαρ-όρι, κεμΏεσόρε-]α θηλ. πληθ. κευΏεσόρετε κεμ.Ώεσόρετε θηλ. ἴδ, καμ[εσούερ-όρι, κάμ,Ώεσόρε-]α (Υ)- πεζοπόρος. κεμὴεσῖ-α-- χαμηεσί-α (Υ) -- πεζικόν. κεμθέχεμ (Μαλ]εσία ε Σκόδρεσε) ἴδ. τδεμενᾶεμ. (Ἓλθας.) ου κεμβέθα Ξου ταεµένᾶαᾳ (Ἔλθασ.), δκαλόθα (Βεράτ.). κεμόνε-α (Υ. Ῥαᾶ1) πληθ. α-τε ἴδ. κουμβρόνε-α (Υ). κεμόνεζε-α (Υ) Ξ κουμβόνεζε-α (Υ). κεμΏόν] (τ) - κουμρον] (Υ). κεμύόρε-α (τ)Ξ κεμβόνε-κ (Υ) (κουδοῦνι τῶν προθάτων). κεμύόρεζε-α (τ) πληθ. κ-τες- κουμΏόνεζε-α (Υ) Ξ κουδουνάκι, κεμίδε-α πληθ. κεμίδατες χιτών, ὑποχκάμισον. κέµρε-α 2399 (- ἴσως χδυµε-α Ξ πτῶμα). ΩΣ πν - ὴ Γη μ κ . μον τς δν μ ” µ : Λ Ἂ ἔ -ᾱ- . κενάκ] (Υ) ϱ.Ξ Ἠδύνω, τέρπω, εὐφραίνω, Ἆαὶ Χερυσχ] (Βερατ.) παθ. κεονάκ]εμ., κενάκ]εμ.-- εὐχαριστοῦμαι, κενάκ]ε]ε-]α (Ὀαά]- Ῥοσάαα) πλην. κενάχ]ε]ετε -- τέρψις, ἡδονή, εὐχαρίστΊσις, µ / δη / ε ῥ κενάτε-α πληθ. κενάτατε ἴδ. κανάτε-α -- Ἡ Ἀανάτο, ῶ ν κενγάλε-α (Σ) πληθ. α-τε ἴὸδ. γ]ωκάλε-α. κένγε-αξ- κάνγε-κ (γ) Ξἄσμα., ' . α ! µ κενγετούαρ-όρι (τ) πληθ. κενγετόρετες- κάνχετουερ-όρι (Υ) Ξφάλτης. ο κευγξετόρε-Ία πληθ. κενγετόρετε-- κανκατόρε-]« () Ξφαάλτρια, ένα καὶ κανά (Ὀοράαπ) αἴτ. τῆς ἄντων. κουῦ -- τις. κεναξ! (Υ)Ξκετε] (τ) [1ὸ, κετοῦ] κενθέ]α-- κετέ]κ.---κενάῦ (Ὀμά1) καὶ κενὰὺ] (Ῥοσάαπ) Ξ εἰς τὸ ἑξῆς, τοὐντεῦθεν. μα "δα η δα μα (ι-ε) κεναξ[δεµ (Υ) ἴδ. ν-ε-κετε]σεμ.. κενέσ-ι (Περμετ.) ἴδ. κενάούεσ-ι (Μιρεάίτα), γ]έλ]-ις ἀλέκτωρ. κενάίµ-ι: πληθ. κεναίµετε τραγῴδηµα, ἆσμα. ϱ) ἀνάγνωσις, ὃ) σπουδη (γραμμάτων). αν ι στ | μμ -- Ἰ1 Τη ή ἵ Ἂ 6 ν - κεν([όν]-ό] [Λατ. σαηπῖο [ος Ψσλλω, τραγουοῷ, ἄθω, ὑμνῶ, 2} σνακ γινώσκω, Ἀοινῶς διαβάζω. τας ᾱ-ᾱᾱ πκππαπος πεμπαβπ μπακ - Ον "όν Ἠπ νφφ ο - τ- 1 | Ι ] | { . αληή οκ» ιά ας. --- 155 --- πεν(όχεμ-νεμ παθ. τοῦ προηγουμένου. (1-ε) κενεούεδιµ, ι-ε-κενᾶούεδεμ (Υ), ι-ε-κενάούδιμ., --ε-κενάούδεμ. (Υ) συνῃρ. καὶ ι-ε-κενάούαρδιμ Ἡ ι-ε-κενούαρε (τ)Ξ λόγιος, ..... νος, γραμματισμένος, κεν(]ούεσ-ι αν ος τν ο. χεναούεσιτε- ο. Ὁ Ξ πετεινός, κεναῦ καὶ κεναῦ] ἐπιρ. Ξ ἐντεῦθεν, ἐδῶθεν, ἀπ ἐδὼ.. «κενά τούτιε- εἰς τὸ ἑξῆς, ἀπ᾿ ἐδῶ .ν ο τὸ ἑξῆς' (41) (Υ). πενέλ-ι (Ἓλθασ.] -- κανέλ-ι (Περμέτ.). μή Ἠεγέτε-α πληθ. χενέτατε.- λίμνη ἥτις τὸν μὲν χειμῶνα ἔχει νεοὺν τὸ δὲ Ἀαλοχαίριον ζηραΐνεται.----ἴδ. καὶ λ]εκ]δ-νι εν κενκ]-γ]ι (ο) παν] γή καὶ κἷ-[ι (Σ) πληθ. κί]-τε κεν]έμ-ι αμ. ) ἴδ, κ]έμ-ι, Χέπ (Καθ.) ο. ἐνεο. ἴδ. κ]ούκ" ϱημ., ἐνεργ. Χέπ-κέπ-κέπ: ρηµ..Ξ γλύφω, σκαλίζω καὶ καλ]ίσ-ίτ-ίτ (Βερατ.) κέπ Ίε ὄτύλε Ἰοῦρι «σκαλίζω ἕνα στῦλον.--- παθ. κέπεμ., καλ]ίτεμ.. ---- κεπ γοῦρι) ε ο... μόχρενε-- κέπ µόχνενε (Υ). Ἀξπούρδε-α: πληθ. κεπούρδατε-- κοπούρδε-α (Κκό.) --κεοπούδε-α (τ). κεπουσ-ούτ-ούτ αμα δικκόπτω' καὶ κεπούτ-ούτ-ούτ (τ) κε- πούσ γ]έθετ) ε ἀροῦνιτ.Ξ κόπτω τὰ φύλλα τοῦ δένδρου διὰ τῆς χειρός, ---κεπούσ ν]ε λ]ούλ]ε- κόπτω ἓν ὤνθος. «χεπούσ ν]ε βεῦ θροῦδι εχόπτ τω ἕνα τοαμπὶ σταφύλι. -- ἴδ. καὶ πρέσ-έτ-έτ-- χόπτω διὰ τῆς µαχαίρας. 9) κεπούσ φιάλ]ενε -- ἀποφασίζω κεπούσ ν]ε κόχ]ε φίκου, κόκ]ε µόλε, ν]ε κόκ]ε ἀάρδε, κόχ]ε κούμβουλε κ.τ.λ. --κε- πούτεμ. νᾷε; βέτεζε (Σ) -- ἀεκόχεμ., καὶ τότλ]εμ. νᾷερ βέτετε 5]. Ἠεπούσε-α (Βεοάτ.) πληθ. κεπούδατε -- κρότων -ονος, κοινῶς τοιμ- πούρι [μικρότερα τοῦ ορίκ]ενε-α (Υ)» ορίκερε-α σφ] κεπούτοξε-α πλιθ. ος ὑποδήματα κοινῶς παπούτσια (τροπ, τοῦ π εἰς κ). 9) ἄπ κεπούτσε - δωροδοκῶ τινα (ἐπὶ καλοῦ) ὃν ἐκ- δυύλευσιν" μαρρ κεπούτος Ξ- δωροδοκοῦμαι δι ἐκδούλευσιν ἐπὶ χαλοῦ, [δίδουν παπούτσια εἰς τοὺς μεανσεύον τος εἰς γάμον). Ἠεπουτσάρ-ι καὶ κεπουτοετάρ-ι πληθ. - ἄρετε᾽ κεπουτσάρε-]α καὶ κε- πουτσετάρε-]α πληθ. - ἄρετε -- μεσίτης (ἐπὶ Ἀαλοῦ)' αὐ α αἷο χ]ε µερρ κεπούτσε περτε μλαρούαρε νάον]ε πούνε τε µίρε ἐννοεῖται -- δῶρον' κοινῶς ποδοχκόπιον: ἴδ. Ἰέχεσ-ι -- μεσίτης (ἐπὶ κακοῦ]. -- 195 --- χερῦε-α πληθ. κερΏατε-- τὸ βουτσὶ κοινῶς φουτὸὶ κουρβὰς (Τουρ..). χερθίδτ-ιξ- τὸ ἱεοὺν ὁὀστοῦν. κξρθιότε]ε-τε πληθ. κουνῶς τὰ πάκια καὶ (Σ. Περμε τε κουρρίζιτ, λ]κογ]όνε -τε (Αργυρ.) µε ράνε κεροῖοτ Ὃ κα τὰ πάκια µου" καὶ µε ράνε κρύὐκ]εζατε. ο [ : νι μμ” κερθούν]εμ (Καδ.) ἴδ. περρούσεμ.. (ι-ε-τε) κεοθούτε-ι-α πληθ. τε κερΏούτετε, τε κερΏούτατε θηλ καὶ γεομούτσ-ι (19, ζρμούκεμ.) -- κοινῶς ὁ καμπούρης. -- γερμου- τσε- ]α θηλ. τοῦ γερμούτα. κερὺϊ-νι (Υ. Ὀοσάαι) πληθ. κερθίν]-τες- ὄψιμος, τουφερῦς (ἐπὶ ἂν- θρώπων καὶ ζῴων). -- κερθίν]ε-α θηλ. πληθ. κερθίν]ατε. (ι) κερὺϊ-ου πληθ. τε κερθῖ:ε. --- ἆρ. ε κεοθίν]ε-α πληθ. τε κερ- θίν]ατε -- ὄψιμος. κερθῖ-νι (Ῥοράαπ) -- φόδν]ε-]α -- βρέφος, κερέδεµε-τε. πληθ. -- νηστεία, τεσσαρακοστη. περεδμόρε-]α πληθ. κερεδµόρετε Ξ ρα βαγπτῦν, κερεδμόν] (Ὀιά1) ο. οὐδ, -- βαστῶ σκρακοστήν Ξ μΏκ κερέδεµε (γ.τ). ὔ . Ἰ Ἱ 5 . ἅ κερθίν]-τε (Ῥοσάαπ) Ξ καλ]µάν]-τε, τοδιλ]μῖτε᾽ ἀἰδμ-κερθιν] ὑστερότοκα, ὄψιμα παιδία κα ἐγεννήθ' ησαν κατὰ τὰ Ύγηρα- τεῖα). --- κ]ένκ] κερθὶ κενγ] ι ν]όμε' ἀντίθ, ι-ε-τε λ]αὂτε -- πρὠϊμον. κερὺτ. ἐπίρ.Ξ ὀψε, ὀψίμως. πεοὐίν]: οἩμ.. ἐνεο.Ξ- κάμνω τι ὄψιμι ΄ ϱἨμ.. ον Εοι τ- 3 μ. ' μοὦ. κερθίζε-α (Υ) πληθ. κερθίζατε (Υ.τ) Ξ- ὀμφαλός. 3) τὸ κέντρων (µετα- φορικῶς)' µε ρᾶ κερθίζα -- μοῦ λύθηκεν ὁ ὀμφαλὸς [παράθ. ἕλλην. α καρδία]. περκόν]-ό} [Λκτιν. 4π8θγΓοθο 1] Ξ ἐρευνῶ, κοινῶς ψάχνω, 32) ζητῷ, η ϱ Γ - α νι] / ὃ) γεύομαν, δοκιάζω : ὡς κερχόν] ΥΊέλενε περ ούπες- δοκιμάζω τὸ φαγητὸν για ἁλάτι' τὸ παθητικὸὺν κερκόνεµ. -όχεμ.. κεοκόν]εσ-ι (Ἔνραν.) πληθ. κερκόν]έσιτε καὶ χερκέσε-α πληθ. κερχέ- σατε ἴδ. κερκίµ.-ν. κερκ]έλε-α (Τνραν.) πληθ. κερκέλατε [λέξις ἀπηρχαιωμένη]Ξθίκε κἱε μΏάνε νε Ώρεστ. κερλ]ούκ-ου (Ώίθρα) πληθ. κερλ]ούκετε΄ -- κερράρε-α. --- ὃ ἴδ. «μα -ς-- Χξρμε-α.: πληθ. κέρµατε [γραικ. κοομὶ] καὶ στερθίνε-α (5) πληθ. στερβίνατε - πτῶμα ζῴου, κοινῶς ψοφίμι' ἴδ, νγορδεσίνε-α. πΕρνάλε-]α πληθ. χεονάλετε-- ὠκεανός' χαὶ κεον]άλ-ι (Σ). έρπ- ὃι (Ῥίόρα) Ἐ Ἐ 8 (ἴσως ἄγκιστρον). κέρπ-ι (τ) ἴδ. κᾶνπ-ι (Υ). (.-ε) κέρπτε-- ι-ε κᾶνπτε (Υ). κερπί] -- κρεπί]’ κερπίτεµ.-- κρεπίτεμ.. - - . . ε / πο κερσϊ-νι (Υ) πληθ. κερσιν]-τε καὶ κερτσῖ-οι (τ) -- ὁ Κάλαμος τοῦ πο- Δ εν . θαριοῦ" περοϊν]τ᾽ ε κεμΏεβετ. ρ / ῥ τι ν τν Ἡ .. / μῃ Ὦν περσίσ-ἴτ-ίτ (3) ρ. ἐνεργ. Ξ βροντῶ χατὰ γῆς µτχ. κερτσίτουνε: ἴδ. κερτσᾶσ ρημ. καὶ πεοπιέκ, β ιν 4 περσίεμ Ξ- κερτσίτεμ., κερσεναέλε-τε: πληθ. - τὰ Χριστοῦ-γεννα καὶ κεὀνάέλατε (Σ) (κατ᾽ η β 3 ο μι " ο, αν, . δι ὃ µ αποθολην τοῦ ϱ πρὺ τοῦ σ συνήθως παρὰ Σκοδοιάνοις). περόμόν] -- κρεθµό] Ξ- μΏα κρέόμε -- νηστεύω, ..ρ µ δα) κερσέτ-ι (Καθ.)-- γερδέτ-ι. Ἠερτούκ-ου (Μάτικ) καὶ κερτούκετε πληθ. - καλι]τ᾽ ε µίσεραθετ πα κεπούτουνε ν᾿ ἆοε. ---- καὶ μίσερ-ι (Μάτια) -- μίσερι ι ὄκόκ]ουνς. κερτσάσ-έτ-έτ (Υ. τ. Σ. Ῥιά1) [έλλην. κροτῶ -κρούω]-- κάµνω κρό- μας ᾿ Σε , ”, ο- Κι / ᾽ τον -“προτῶὼ” Χπί κρετσᾶσ-ετ-εττ τρίζω καὶ κελτσάσ-έτ-έτ (Ἐλ- ῥασὰν) κερτσίστε ποὐδκα -- ἐκροτοῦσε τὸ τουφέκι’ κερτσάσ γ]ίοτε- ριτε Ξ τρίζω τὰ δάχτυλα. --- κεοτσίτι ε µόρι µάλ]ετε -- ἀνεχώρησε μετὰ κρότου καὶ ἐπῆρε τὰ βουνά’ παρατ. κΧεοτσίισ]ε - κερτσίδ]ε - κερτσἰστε' ἀόρ. χερτοΐτα-ε-ι' µετοχ. κερταίτουνε (Υ) καὶ κεοταί- Ἱ [ ο) | Ἡ ου -- "αι τουρε (τ). Ἀξρτσε-α : πληθ. κέρτσαχτε: κοινῶς τραγανὸν κόχκαλον, τραγανάδι, κξοτσελῖ) (Υ. τ.) ο. ἐνερ.Ξ- τρίζω τοὺς ὀδόντας" καὶ νγερτσελό] (Σ) νγερ τσελῖ] (Υ): κερτσελῖ] δέµβετε (τ)Ξνγεοτσελό{ δεμῃετε (Σ),Ξνγερ- τσελτ] δέµρετε (Υ). περτσοῦ -νι (Υ) πληθ. κερτσουν]τε-- κοινῶς τὸ κούτσουρον Ξ ἀφοῦ κόψης τὸν κορμὸν καὶ τοὺς κλάδους τοῦ δένδρου.---καὶ κερτσοῦ-ρι (τ), κα- πετσοῦ-νι (Καθ.) πληθ. καπερτσούν]τε, τσούνγε-α (Υ) πληθ. τσούν- γατε, κερτδόπ -ι (Βερατ.) πληθ. κερτόόπετε. κερράθε-α: πληθ, κερράΏατες- καὶ κερλ]ούκ-ου (Γίθρα) πληθ. κερλ]ου- -- 155 -- γετες Ἡ ποιμ.αντορικ ράβδος ἡ ἀγκλοῦτζα κοινῶς.----κερρά))' ε δέ- ς ε 3 ι Ε - δω : ῥ η ἤ νετξτἩ ἄγχλιτσα τῶν ποοθᾶτων, ποιμενικ η ράβδος, κερρέν] - έ}: οἴμα ενερΥ.Ξ- ἐκθάλλω, νασίερ 2) ορεμΏε], µάρο φδξουραζι ἀόρ. κερρέδα-ε-ου µετοχ. κερρύερΒ. κερρίγε-α (Βεοάτ.) πληθ. κεορίγατε (Βεράτ.) καὶ γ]υλ]πενύρ-ι (Σ) πληθ. γ]υλ]πενύρετε, ὅτίζε-α (ἛἨλόακσ.) πληθ. ὄτίζατες- κοινῶς χαλτσοθελόνα. κερρίσµε-α (Περμετ.) πληθ. α-τε: ἴδ. κρίσµε-α.. κεροίτὃ-ι πληθ, κερρίτσατ (Βεράτ.) ἴδ. βίδχ-ου (Ἔυραν.). κεορνελάίσεμ (Ἠλθάσ.) ϱ. οὐδ. -- ὅταν πιάνωνται τὰ νεῦρα -οῦ ποδός" τσέρµε-α (Βεράτ.), τσξομε-ε-α (Βεράτ. Πεομέτ.).--μ’ ουκερνελ- ν ” ἀΐσνε ἀ]τ᾽ ε κεμβεσε- με -οὓρι τσερ ρα α ττέρεζα" 9) αἱ λεξεις μεζατε. κεροόκουλε-α: πληθ. κερρόκουλα-ε- ορέὄτενα-- τὸ ἰσχίον.Ξκοκάλ]ατε . .“{ τε κ 8 - πεομΏῖ Ὀύθετ -- τὸ ἱερόν ὀστοῦν. µ τι μ κερρούσ- ούτ-ούτ-- κουορούσ - οὖτ - οὔτ ϱημ.. κεορούσεµ.-- ἆορ. κερροῦσο- ε ι µετοχ. κερρούσουνε-- κυοτόνω, . "πι Ὦ -σλοι Ἰ - Μ . Α.Α κερρίν] (Υ) (ἄχφηστον) ἴδ. ρρῖν] 3 ορ]. κεορούτε-α πληθ. κεορούτατε [συγκο. ἕλλην κυοτὸς] -- τετράποδον ε ερα .." αι». δορΏ απ. ἵ μ. η , “μον μυ ἡἩ. νω μ, ω β ι μα ον µ 5 - ... με κένατα κεκλιμένο ὄπισθεν τῆς κεφαλῆς' ἀελ]ε « δι κ]ξ ι κ Ὀρι- ψἶτε χεροούσουρε ποάπα κρέσε, [ῖδ. κερρούσ-ουτ-« υτ 1ΤτΕ δρουν ους τν ο. }ρ 7δι [τ . κζρρουσ- ουτ]. κεσά] -- ταύτης Ὑεν. τοῦ κε]ό ἄντων δεικτ. καὶ (Ῥοράαη)-κε- ἴ μα, ] , αι |- γ η ὠ ξ] α | µ 3 . Ε. εκ. | μ σά]να]. κεσέν (Ἐλθασ.) ϱ) τριτοπρόσωπον µε-τᾶ-ι κεσένξµε τε-ι θερΞ μέ π ιά μαι . . ρω 2 ος } στι η, σφάζει, μὲ κόπτει ποινῶς (ἐπὶ κρυολογ Ἱματος). κεσὶ (Υ. Σ.) ἄρσ. καὶ χεταὶ τοῦ κυ] ἐκ τούτου. ζ ἓ κεσίὃ : (Υ. Σ.) ἄφ. πληθ. -- ἐκ τούτων. Μεσό (γ. Σ.) κπετοό (Υ) ἀφ. τοῦ κε]όΞ-ἐχ ταύτης. ν μι. .. Ἱ ο ιι . [ κεσόὃ (». Σ.) κεταόδ ἄφ. πλ-θ. ἐκ τούτων" µεργόχου Χεσι ν]ερίουΞ ἀπομοκρύνθητι τούτου τοῦ ἀνθρώπου" μεογόχου κεσά] ρούε]ε-- ἀπο- µακρύνθητι ταύτης τῆς γυναικός. ----μεργόχου μεσίὃ -- ἀπομακρύνθητι ἐκ τούτων (ἀρσ.) µεογόχου κεσόδ-- ἀπομακρύνθητι ἐκ τούτων (θηλ.) Ἡ κεσό γ]ά]ε-- ἐκ τούτου τοῦ πράγματος. Ἀεσὸ φαρε γ]ά]ε--τοιούτου --- 156 --- εἴδους πρ΄γματος τέτοιον πρθγμα. ---ξαὶ φαψε νἹερίουξι κετίλε ν]ερῖ--τέτοιος ἄνθρωπος" κεσό φάρε ν]εος”(ὅ-- τέτοιοι ἄνθρωποι-τε χε- τίλε ν]έρεσ' κετὸ φάρε γρᾶδ-- τέτοικις Υυναῖκεςτ-τε χετίλα γρα ἴδ. αὐί ἢ ατοί, αυό Ἰλ ατσό αυιδ, αυοῦ ----χεσό ἄόρε (1. Ένραν.----Κροῦ]α)-- τοιούτου εἴδους, κεσό - ([όρετ (Σ) (κοινῶς) -- τέτοιας λογΏς' ἴδ. ι κετίλε (τ). χεσόλε--α (»)Ξκασόλε-α πληθ. α-τες ἀχυρών. Ἀξσούλε-α (Υ. τ. Ροράαπ) πλ.θ. κεσούλ]ατε-- ἡ σκούφια τὸ κάλυμμα τῆς κεφαλῆς, Μεσίλ-ι (Οι) συμβουλή, 2) συμβούλιον, συνέλευσις: σύσχεψις' καὶ κεσίλε-α πληθ. κεσίλ]ατε -- κεδίλε- Ίο πληθ. κεσίλετε' Ὠάνὶ κε- σίλε--συγκροτῶ συμθούλιον, συνέλευσιν' Ῥαάν] κεδίλε ε κουβέντ. κεσιλ]ό]: οημ. Ξ συμθουλεύω": δίδω συμδουλὴν ι. κεδιλόβα νᾶς βεὂτ -- τοῦ ἐψιθύρισα Ἰς τὸ αὐτίον, αεαιλόχεμ - όνεµ παθ.--συμ.βουλεύομαι ὑπό τινος. πεοιλίμ-ε πληθ. κεδιλίµετε -- συμβουλή, κεστέν]ε-α (Σ) πληθ. κεστέν]στε χοὶ γεὂτέν]ε-α πληθ. γεδτέν- - τό απ ο Ίατε [Λατ. ὀαβίαηρα, ἙἛλλην, κάστανον] -- ὁ καοπὸς χα δένδρον, .. ι. / ὴ ἡ .. β .. α ο μ κεστού (Υ.τ)-- Ῥονουτοτρόπως [ὁ. Χχι «του πο κεδτού να ε Ὠαν-- πάν. τοτε ἔτσι μᾶς τὸ κάνεις" κεὔτούνα (Υ) κεδτούνε (τ) -- αδτούνε -α. κεὀτούθινε ὑποχορ.Ξ- αδτούθινε -- ἔτσι δά. κεσού (Κόρτσα) ἴδ, αγού (ζθιελκ), αδόε (Κόρτσα). πετέ (Υ. τ.) αἰτ. τοῦ κὐ] καὶ κε]ό -- τοῦτον. ταύτην. ετέ) (τ) χετέ]α, πεναε] (Υ) κεναε]ᾳ, κενάύ (ομά1) κεναύ] (Υ. θιᾶἳ) ἐπιο. Ξ ἐντεῦθεν ἐδῶθεν, ἀπ᾽ ἐδω' (ἐπὶ πλησίον δείζεως) ἴδ. καὶ ατε]. η το. 8 ἐ . «τε]κ, ανζε]---ανᾶε]α, αναὺ -αναύ]. . μι 4 . ἅ ᾱ κ .) να (εν) κετέµ-ι(τ) Ξ(5)Ξ- ὁ ἐντεῦθεν: ἴδ. ι ατε]μ-ι ε πετε]με-]κ--ἡ ἐντεῦ- κ. ὰ . 5 θεν, ἡ ἐδῶθεν, ἴδ, ε ατέ]με -|κ. (.-ε) κεναέ]διμ (Υ) καὶ ι-ε κεναε]σεμ: ι-ε κετέ]δι, (Σ) καὶ ι-ε κε- ενα ἃ. .ἃ ος Ἡ δα. μι αν ς μα. ἠ. ς ; δα. τε]σεμ..----(53) πληθ. τε Ἀξτε]μιτε αρσ. τε χετέ]μετε θηλ. τε κετε]- σιµιτε: ἆρσ. τε κετέ]διμετε θηλ. τε πεντε]σεμιτε ἆἄρσ, τε κετέ]δε- µετε θηλ. τε κενά έ]διμιτε ἄρσ. τε κενθέ]διμετε θηλ. τε κεναέ]σε- 3 δὰ : 1, ἡ έα. δα 'τὲ ἄρσ. τε κενζε]σεμετε θηλ. ἴδ. καὶ ι-ε ατε]μ, ι-ε ατέ]διμ, Ἔ -- 151 --- ἱ-ε ατέ]δεμ, ι-ε σναε]δι, ι- ανζέ]δεμ. -- ὁ ... ὁ ἐκεῖθεν. κέτερο-ι (Περά:.) νε φάρε ὅταζε ποσι-μῖ κε ζκ καὶ γ]ερ-ι (Υ). ο. , . Ἡ ῶν .ῥ ἐ . ΄ κετ]έ: ἐπίρ. -- ἐδῶ πέρα (ἐπὶ πλησίον δείξεως) αἱ ῥά ών ἐκεῖ πέρα.--- έ]κ κετ]έ-- ἔλα ἐδῶ πέρα. (ι) κετίλει: πληθ. τε κετίλετε τοιοῦτος. (ε) κετίλε-α πληθ. τε κετίλατε τοικύτη. (τε) κετίλε-τε οὐδ. ἀντων. (ἐπὶ πλησίον δείξεως) ἴδ. ι-ε-τε ατίλε' τε κετέλετες- ἡ ἰδιότης (Ῥοράαπ)- απαΠία (Ἴταλ.). κετσύ: κετύ ἐπιρ. (ἐπὶ πλησίον δείξεως) ἵἴδ. ατύ. κετσέ], κετσέν] (Σ. Περμέτ, Ὀι141) -- σπεύδω, τρέχω. κέτδε-]α (Βεράτ.) πληθ. κέτδετες- χοράσιον. κε]: (Υ. Ῥοσάαη) ἐπιρ.-- χετσύ-- πρὸς τοῦτο τὸ µέρος. [ Ἰτκλ. σα] ἐ]α κεζα -- ἔλα πρὸς τοῦτο τὸ µέρος. κὐενγ]τλ-ι (Σ) ἴδ. θενγ/ζλ-ι. κὺέ] (Οιάϊ Τοσχ.) -- κεθέ]. κθέλε--θέλε ἐπιρ.---ι-ε-τε κθέλεξι-ε-τε θέλε ἐπιθ. -- βαθύς. κδέχζεμ- κεθέχει.-- γνοίζω, στρέφοµαι. δίελ (τ) -- κεθίελ.--- ομα, χθιελύ] Ξ- κεθιελό], κθτλεµ.Ξ- κεθίλεµ.. χθιε- λόχεμ. -- κεθιελόζεµ.--- κθιλόχεµ.--Σεθιλόζεµ.- αἰθοιάζω. κὐιέλετε: ἐπίρ. Ξ κεθιέλετε ἐπίο.Ξ κἰθοίως. (ι-ε-τε) κὐιέλετετ-ι-ε-τε κἔθιελετε ἐπιθ. Ξ αἴθοιος, κδίσ.ι (Περμέτ.) πληθ. κθίσατες μοῦρ-ι Ξ- τοῖχος. αῖ-Τι (1) πληθ. κῖ]-τες κένκ]-γ]ι (Σ) -- ἀρνίον. κίζε-α (Υ. τ) πληθ. κῖζατε Ξ-χλαδευτήριον. κτδι (Υ) [1ὃ ρημ.]---ε πρέθα περ σε χῖθιξε πρέθα περ σε ὄκάρθι-- τὸ ἔκοψα . κι] ϱ] ἐπιθ.- π αγίως καὶ δκάρθι (Βεράτ.) ἐπιρ. [ὅκαα. ι πλαγιως. κ} ρ. ἐνεο. Ξ κλαδεύω. --ἳ] βέεὂτινε µε κῖζε (Υ. τ)-- κλαδεύω τὴν 1 Ἱ η ' νἹ [ ἄμπελον µε τὸ κλαδευτηριον. 4 Γι . μη αχ. αμ [ Ί ί]ελ]-ι (Υ) κ]ικελ]ν. | κίλ]εζε-α () πληθ. κέλ]εζατες ἡ χλείδωσις τῶν σχελῶν. κίλ]εζε-α (Καθ. ) πληθ. κἰλ]ες εἴα ων ο. μΏούδενε ὕτοξσενε (Τουρκ.. | ἀωδέκουνε), ανί ν Ὀεν]ενε κίλ]εζατε 4ο µε θένε ατόὸ βερατε ]ε κ]έπινε. --- 158 --- πιλ]εζό] (5) ὁ, ἐνεργ. Ἐου, Ξ γαργαλεύω, γαργαλίζω: καὶ χιλ]ικόσ (Ἠλόας,), κιλ]ικὸ] (Ένραν. -Κροῦ]α) γιὰιλό] (Σ) γουβουλίσ (ΑρΥ.) [γραικ. γουβουλιάζω]: τὸ παθητ. κιλ]εζόχεμ., πελ]ικόσεμ, (0λ6.), κιλ]κόχεμ. (Τυρ. Ἐροῦ]κ) γιάιλόζεμ. (Σ), γουουλίσεµ. (Αογυρ.)-- γαυγαλίζομιαι. Χίμτόε-α (Ἠ) πληθ. α-τε ἴδ. τόίμκέ-α (Καθ. -Κνου]α). κίνγελ]ε-α: πληθ. Χιγγέλ]ατες- εἶδος χόρτου, μέντ-{ι (Υ. Περμέτ.) πληθ. κίνᾶατε -- αἱ λόξαις, αἱ πτυχαὶ τοῦ φου- στανίου ἴδ. καὶ πόλ]-ι (Σ) πόλ]οτ ε φουστάνιτ' καὶ κλ]ιντ-αι (]ερμετ.). --- κίνάι ι μάλ]ντ καὶ κλ]ίναι μάλ]ιτ (Περμέτ.) - ὅαρρ ε µαάλ]ιτ (Υεγ.). κίσε-α:. πληθ. κιδακτε--κ]ίδε-α πληθ. κ]ίδατε -- ἐκκλησία, κίτό-ι (Καθ.) --κερρίτσ-ι (Βεράτ.) - ὀνάριον. χίχεµ: παθ. Ξ κλαδεύομαχι δ, κ] ρῆμα. »κ]ὺρ (0161) -- κεκ]ὺρ (1) οημ. τὸ παθ. κκ]ύρεμ.Ξ κεκ]ύρεμ. (Σ). κλάϊκε-α (περτρέλ]α) - ὁ ἐπὶ τῆς θύρας μάνδαλος" πληθ. κλάϊκατε' ἴὃ, χ]άπε-α. κλάπε-α καὶ ὄκλάπε-α (Υ.τ) πληθ. α- τες γοόπατ᾽ ε ούδεσε πλ]ότ µε Ὠάλτε, Ὀερε πρε] σε ὄκέλ]ουσιτ ουδετάρεθετ, Ἀκφὂεθετ, κου; κά ρένε δι.----κοινῶς αἱ κλάπαις' Κάλ]ι ὄκέλ] κλάπε µε κλάπε. αλαπίτ-ίε-ίτ: (Περμέτ.) -- λούπ -- χά σι κ]έν. κλαπόσ: ϱ. (Περμέτ.) - φούτ κεμΏενε νᾷε κλάπετ. (κλοπάδκε) -- ζεμρέκ (Τουρκ.) ὃ ἴδ. λύτό-κε-α (Βεράτ.) πληθ.-κ-τες- ὄκ]όκε α (Ἠλέάσ.) (Υραικ., κλῶσσα). Ἀλούκε-α (Σ) πληθ. κλούκατε. πλα] (Τσάμ..)5- κλαίω: 3) ἐνάγω, ἐγκαλῶ καὶ κἱάὶ (Υ.τ) κλα] µΡε τε κ]οε] ψ.Ὀε τες τὺν ἐνάγω, τὸν ἐγκαλῶ. κα] με λ]ιγε Ὦ κ]ά] µε φιάλες- μυρολογῶ: τὸ παθ. λ]άχεμ (Τδάμ.) -- παραπονοῦμαι' καὶ κ]δχεμ.' (Υ.τ) µε κ]άχετε δούµε πε; τῦ -- πολὺ παραπονεῖται εἰς ἐμὲ διὰ σε. αλ]ίδμε-α: πληθ. κλ]ίθματε -- κχρίθµε-α (Τυραν.). αλ]ίντ- ἄι (Περμέτ.) ἴδ, κίντ-ἀι (Περμετ.). Ἀλ]ούα} (Τσάμ.) [λατ. οἶαπιο, ἛἙλλην. Χάλε-ω-ῶ] καὶ κ]ούα] (τ), κ]ούε] (Υ)Ξ- ὀνομάζω τινά: ἀόρ. κλ]ούα]τα ]ούχ]τα (τ), κ]ούε]τα - 199 -- (1). μτχ. κλ]ούα]τουρξ, κούα]τουρε κ]ούε]τουνε καὶ κ]ού]τουνε τοῦ συνηρ κου] (Υ) Ξ καλῶ. μλ]ούχεμ (Τσαμ..), κἱούχεμ. (Υ. τ.)Ξ- ὀνομάζομαι, κχλοῦμαι. κλ]ούμεὂτε-ι (Τδαμ.) (πληθ. λείπει).Ξ- γάλα-κτος καὶ κ]ούμεὂτε-ι () . 3 μ } - καὶ οὐδετέρως τ᾽ ἆμβελε-ιτε. κλ]ουμεῦτούαρ-όρι (Ἔσαμ..) πληθ. κλ]ουμετόρετε, κλ]ουμεῦτόρε-]α (θηλ.) πληθ. κλ]ουμεῦτόρετε, ]ουμεστού«ο-όρε, κ]ουμεστύρε-]α, κ]ουμεστούερ-όοι (7) κουμεστόρε-]α θηλ. καὶ συνῃρ. κ]ουμεστούρ- όριξ"αλατερός. 2) Ἡ ἐκ γάλακτος πίττα, τὺ γαλατερόν. κλ]οῦχεμ (Τδκμ..) παθ. τοῦ κλ]α] καὶ κ]οῦχεμ. τοῦ κ]ουσ]. κλυτῦρ-ι [ Σελίτα ε Τιράνεσε] [1ὃ. Ἕλλην. κλείω] καὶ κελ]τῦρ-ι - (Τουρκ. τὸ καπάκι) σχέπασµα ἀγγείου. Γ .. 5 . .. ᾿ δ΄ ταν ; ας κλ]υτὸ-ι (Βεράτ.) πληθ. κλ]ύτσετε χκ]ύτὸ-ι (τ) καὶ κύτοι-- ἡ Χλειδο- οιά, πληθ. κ]ύτόετε, χύτόοετε. κοβάτὂ-ι | Ῥλαυϊκὴ λέξις] -- φαρκάρ-ι (ροῦ]α). κόβε-α: πληθ. κόδατε-- ὁ κουθᾶς, κοινῶς. κόδε-α (Περμέτ.) [Σλαυϊκὴ λέξις] -- ζημία" ἴδ. ἀάμ-ι 9) κόρες η . αἱ / / Ι μ.ο Π ᾿ ᾗν Ἀλοπη Ύενομενη κρυφίως (Βεράτ.) μ᾿ ου Ρξ κόρε πρα σ µε ετε πούνα μΏάρε-- μὲ ἔκλεψαν κρυφίως ὅθεν δὲν προοδεύω.---- ου Ὠξ κόρε ανα ᾶ] χα µῖου.Ξ- συγέθη κλοπὴ (κρυφίως) ὅθεν κατατρώγει ὁ ποντι- κὸς (τὰ πράγματα). κοθίµ-ι πληθ. κοθίμετες πλάνη, ἀπάτη' ἴδ, τε γεν]ύερε (5), τε γεν]ύεμ-ιτε (Σ). - ρω : / μ, ν αν κοθιμτᾶρ-ι πληθ. χοῦιμταρετες ἁπατεών, πλάνος, κοβιµταρε-]α πληθ. κοΏιμτάρετες- θηλ. τοῦ πουηγουμένου. β ψ α ψ αν ῃ ψ / κοθίτ-ίτ-ίτ (Περμέτ.) -- ζημιόνω (τινά), 2) (Βεράτ,)Ξ κλεπτω πρυφίως (ἐπὶ οἰκικκῶν καὶ πιστῶν) -- βιεθ φδέχζουραζι [Σλανϊκὴ λεξις] ἵδ. χόρε-σ. κοδό]: ρηµ.. ἐνερ.Ξ- πλανῶ, ἀπατῶ τινα, Ξ κουρό] (Υ) καβό] (Ἔυραν.) αν α δα α δα .. κ. 3 [Ίταλ. σαῦΏατε] ἴδ. καὶ γεν]ε] (τ), νγεν]ε] (Σ), µαδτρόῇ (Πιζ- ρέναι).--- τὸ παθ. κορόχεμ., κουβόζεµ., καθόχεμ.- ἀπατῶμαι, πλα- .. κ { « ὸ α δ α ὔ πἹ νῶμαι ὑπό τινος" ἴδ. γεν]εζεμ., (τ), νγεν]εχεψ. (5). κο([ίσ-ίτ-ίε (Υ) καὶ κοβίτ-ίτ-ίτ (τ)- γοβίτ-ίτ-ίτ' τὸ παθ. κοβίτεµ.-- γοβίτεμ. .Ἔ Τρρι--- κόάρε-α: πληθ. κόᾷρατεζς λόφος, κοζέλ]-ι (Περμέτ ἸΞκολ]ανάίνε-α (ΑἈργυρ.). κοδέρε-]α (Υ. τ.) πληθ. κοθέρετεξ ἡ κάρα τοῦ ἄρτου" παὶ χόρε-]ο' . , πο - ι [Λατ. σον ἵαπα].--- πληθ. κόρετε' ἴδ. κούα- ]α (τ). αν να ας ως ον , , κ. η ποθέσ-ι (Υ)-- σιτοθήκη,ς- κασάλε νάξρτουεμ. µε πονοτέχα περ µε βοῦμ. µίσεο μΏρένακ' καὶ κοτέτσ-ι (Σ), κοδτάο -ι (Σ. Τυραν.) πληθ. κοδ- τάρετε --Ὑασάαρε-]α (Ἠλθάσ.) πληθ. γαδᾷάρετε' 9) κοτέτσ-ι- κουμιάσιον, ὀονιθών. 3 κόθρε-α (Περμέτ.) πληθ. κόθρατε -- ορέθ᾽ ι όδεσε, ρρέθ ι λ]ακεούριτ. ἴὃ, καὶ κοθεοε -]α.. κό]: ϱρ.μ.. ἔνερ.- Ψωμίζω, κοινῶς Βουκόνω Ἄ µπουκόνω, ταγίζω (ἐπὶ νηπίων) καὶ κούα] (᾿Αργυο.), μεκόν] (Πευμέτ.) [Άκατιν. 60ΠΟ, α1θ (οῶηα -- δεῖπνον) δειπνῶ] τὸ παθ. κόχεγ, μεκόνεμ. (Περμέτ). κόκε-α (τ) πληθ. κόκατε [ἕλλην. πόκ-κος], κούκε-α πληθ. κοὐχατε: ἴδ, κρύε - τό. κόκε - λ]έδι (τ)Ξ- κρύελ]ἐδ- κ. κόκε -Λ]ίδουρε-ι (τ), κόκε λ]ίδουνε-ι (Υ) -- ὁ χότζας (ὁ ἔχων τὴν χεφα- η ν Ἡ µ λην ὀεδεμενην). “ ἥ / / [ ν . , µ . ΚόΜε- µάὺ - δι (τ) -- κρύε- µάθ -δι" κοχε µάδε-]α (τ) -- κρύε- µάδε-]α. κοκερδόκ-ου (Σ) πληθ. κοκερδόκετες ὁ βολθὺς τοῦ ὀφθαλμοῦ καὶ κο- κερδόχ] -ι πληθ. κοκερθδόκ]ε - τε᾽ κοκεοδόκου ι σῦνιτ (5). ΧΟκε τράδε-ι: ἆρσ. πληθ. - τράδε-τε --χονδροκέφ«λος' κοκετράδε-α θηλ. πληθ. σατε. β . ε Ι ιβ - ά ἡ πόκμε-]Ία.: πληθ. κπόχµετε (Τυραν.)-- στάµνος ἐκ μετάλλου 9) κοχµε- | (Σ)Ξ ιΏοίγου ι µαθ περ τε (τεμ κάφε.--- καὶ ἀδεζίμε-]κ (Σ)Ξι- Ῥοιχ κάφε]ε ι βόγελ]ε᾽ ϐ) χόχµε-]α (Καθ.) -- ὁ κουδᾶς, κόθε-α.. κοκοµαρ-ι: (Ένραν.---Καθα]κ) πληθ. κοκομάρε-τε ἴδ, πιέπενε-ι (Υ), καὶ πιέπερε-ι (τ) |κοχο --μᾶρε (βλαχιστὶ) Ξ μέγας]. κοκορέῦ: (τ) ἐπιρ.Ξ τε κετίλε τε λ]ίδουρε Ξ- (σι λ]έμὸ). --µα λ]ίδι δαχμίνε κοκορεθ. κοκορέτσ-ι (τ)Ξ- ζόρρε τε πιέκουρα νᾷε ᾖέλτ, ἐδὲ μουλτδίρα. Μοκορέτὃ -ι (Καθ.) -- βρασμ.ενον καλαμπόκιον. χοκορίσ ρ. (5) ξκακαρίσ' ρ. (Ἠλόας,). κοκόδὃ -ι (ΆἈργυρ.) ἴδ. γ]ελ]-ι (Υ) πληθ. κοκόδετε. ποκοδάρ-ι ἄςσ. πληθ. κοκοδάρετε' τὸ θηλ. κοκοῦᾶρε-ἶα πληθ. κοκο” ὅαρε -τε. κόκρε-α (Σ) πληθ. κόκρατεςίδ. κόκ]ε-]α-- καὶ κόκορξ-α πληθ. κὀ- πρρατε.-- χόκρα ε µότιτ Ἀ κὀκρ εµότιτ (5) Ξ κεραυνός᾽ ἴὃ. ρουφέ-]α.. πόκ]ε-Ία πληθ. κόκ]ετες κόχκκος κοινῶς' ἐνῷ κόχρε-α (Ἑ)Ξσπορί, νε κόκ]ε µόλ|ε, 4έρδε, φίκ, κούµβουλε, κ.τ.λ. πληθ. κόκ]ετες- ζέρδε- τε πληθ. κολ-ι (Σ) (Κροῦ]α)]- κόλε- αΞβῆγας κοινῶς,. κολανάίσ-εμ (Αργυρ.) ἴδ. κουλανάίσ-εμ, λ]εκούντ -ἆεμ' µε κολανᾶί- σετ δέµδιξ µε λ]εκούνάετ δέμΏι-- µε τοῦνᾶετ δέμν. πόλε-αξ ὁ βῆχας κοινῶς' µε ζξ κόλαΞ µὲ πιάνει ὁ βῆχας.--με νγετ κόλα Ξ μὲ πειράζει ὁ βῆχας. ---κόλ) ε μΏάοδε (κατὰ λέξιν)-- ἄσπρος βήχας. -- κὀλ᾽ ε ζέζε (κατὰ λέξιν)Ξ μαῦρας βῆχας. κόλ’ ε κέκ/ε (Υ)Ξ ἡ Φφθίσις. κά κόλεν ε κέκ]ε-- πάσχει ἀπὸ φθίσιν᾽ ἴδ. κουλ]ουφίτσχε-α. κολ]έ-]απληθ.κολ]ξτετ :Ἡ [τὸ παχὺ ἔντερον πλῆσες ἐντοσθίων, λουκάνικον|. κολῖτεμ (Περμέ:.) ἴδ. κούαλεμ. καὶ συνῃρ. κοῦλεμ.Ξ βήχω. κολ]αναίνε-α (Άργυο.) πληθ. κολ]αναίνατε, καὶ κοζελ]-ι (τουρκ. σαν- ἀδάκ), διλ]οῦρ-όρι (Κα6.---Κροῦ]α) πληθ. διλ]όρετε, δερρέκουλε-α (Σ) πληθ. δερρέκουλα- τες εἶδος αἰώρας. --- παιδιά. κολ]έναρε-α.:. πληθ. κολ]ένάρατε καὶ κουλίνάρε-α πληθ. κουλ] ινάρκτε ἀῑτ᾽ ε κολ]ίνάοαθετ ἐδτε ἆαρκε Κερθνάέλεθετ Ξἡᾗ εἰκοστὴ τετάρτη ἡμέρα τοῦ Δεκεμθρίου, ἡ παραμονὴ τῶν Ἀριστοῦ -γεννῶν, καθ ἦν οἱ παῖδες περιφέρονται ἀπὸ οἰκίας εἰς οἴκιαν συλλέγοντες κουλουράκια δι αὐτοὺς ἐπίτηδες παρασκευαζόµενα. κολ]οβάτ (Πεομέτ.) ϱ. ἀμεταθ. κρεμῶ εἰς τὰ µετέωρα' κολ]οβίτι κρύετες ἐκρέμασε τὴν κεφαλὴν εἰς τὰ μετέωρα (ἐν τῇ στιγμῇ τοῦ Ύ κνάτου ὅταν ἄποθνήσκῃ τις). κολ]ούδε-]α (Πεομέτ.) πληθ πολ]ούθετε, καὶ κορούβε- ]α (Περμετ.) κορούρετε, κοδέρε -Ία (Περμέτ.) [κοῦ-ι] κοινῶς κουβέλι ἴὸ, σγ]ούα-όϊ. χομ-ι καὶ κόµε-α (τυραν.) Ξ ἡ χαιτη τοῦ ἴππου᾽ ἴὸ, λ]έλ]ε-]κ(Δογ.). κομδίδτ-ι (τ. Ἑλθάσ.) πληθ. κομΏίότενα-τε ({) καὶ κομΏίδτερκτε (2). Ξχιύκε-α (Τυραν.), καὶ κουκοθίτᾶ-ι (Τυραν.),Ξ πιέπεν ι πα πιξ- κουνε (γ)Ξ πιέπερ᾽ ι πα πιέκουρε (τ). ΛΕΕΙΚΟΝ ΑΛΒΑΝΟΕΛΛΗΝΙΚΟΝ 11 “Ἡ | 4 ο ο ----υ--υ-υὓυὸά ᾖὉἶι,--- - μαι μα. πο νὰ ο Ἔ ο ο ο --ϕ Μαώ. --- π ν δν στ΄ τη ο) 3 πα ακάμο--α- ζωα : . Ε .....- -----------π οποιο πωνκιιωμωωάμικωκικακακκαιμ-ς ακαρ-αεν--κκαμκαπμπκκαπκκαωακακώ Ες, απκακακαη --αμααςςᾱν ΜΗ ῤμ-μι. ΑΟ Ι--- Χόμπ-θι: πληθ. κόμβετε καὶ κόμβατε !τ)-- ἔθνος. (.-ε-τε) κόµτεξ- τρίχινον ἀπὸ τρίχας" σιτ᾽ ε κόμτες σήτα τοίχινη. κονάκο (γ) ϱ- ἐνερ. Ξ πειράζω, ἴδ. τενᾷό] (Σ) τὸ παθ. κονβάκσεμ.. κονίσµε-α.. πληθ. κονάίσματε Ἡ τ ἳ {-- εἰκών). ποναίσ (Ἐλθάσ.---Ῥορά4 απ) ο. οὐδ. -- γαταλύω, κοινῶς κονεύω" 9) κοι. νῶς καταντῶ, παρευρίσκοµαι ἴδ. νάόδεµ.. κόνάρα (τ) [λατ. εοπίγα]-- ἐπιρ. ἐναντίως' (Τουρκ. καρόϊ) κόνᾶρε (τ) ϱ) -προῦ. μετὰ γεν. κατά. --- κούνᾶρε (Υ) καὶ κούνάρα (Υ)Ξ- κούνᾶρε μέ]ε, τέ]ε, ατί κατ᾽ ἐμοῦ, σοῦ, αὐτοῦ. ποναρούφ -ι (Περμέτ.) -- πυκνόφυλλον δένδρον, κονᾶρούφκε-α (Περμέτ.) θηλ.--- πληθ. κονάρούφκατε. πονέπσ (τ) ϱ. οὖδ. Ξ κονεύω (Ώαν] κονάκ Τουρκ..) ἴδ. κονᾶία. ο. χυνουρόν»] (Ῥιιά1) -- κουνορεζόν] Ξ στεφανόνω, κοπάτδε-]α: πληθ. κοπάτδετεξ ν]ε τσόπε ἀροῦ]ε τε τράδε. κοπέ-]α (τ) πληθ. κοπέτε: ἴδ. τούφε-α (Ύραικ. τὸ κοπάδι). Κόπερ-ι-- τὸ µάραθον.--- κόπερ κ]ένι-- ἀγριομάραθον. κόπεοτ-ι πληθ. κὀπὄτενατε (Σ) καὶ κὀπδτε-ι (Ὀιιά1) πληθ. κ]όπδτε- να-τε (Υ), κόφδτε-ι (τ) πληθ. κόφότερατε καὶ κόφεῦτε-ι (τ)Ξ κήπος, κοπεὔτάρ-άρι: ἆρσ. -- κηπουρός, κοπεστᾶρε-]α θηλ. ποπεθτῖν-ι (ΤἜυραν.) πληθ. κοπεὂτίν]-τεξ μικρὺς κΊπος (ἐν ταῖς οἱ- κίαις). κοπίλ]-ι (Υ. ὈῬοράαη) πληθ. κοπίλ]ατε ἆρσ.---κοπίλ]ε-]α πληθ. κο- πιλ]ετε θηλ.Ξνόθος-η. ἴδ. ἀοβίτο-ι, 9) ὑπ'ηρέτης [γραικ. κοπέλι] ὑπηρέτοια: ἴδ. σερΏετοβαρ-όρι---- δερΏετόρε-]α.. ποπιλ]ῖ-α (Υ) πληθ. κοπιλ]ῖτε Ξ πανουργία, κατεργαριά, ἁλωπεκῇ, στρατήγημα. κόποτε-ιΞ- κόπεῦτε-ι - κῆπος. ποπίτ: (Τυρ.) ϱημ. ἀπρόσωπον µε-τε-ι κοπίτζ µε-τε-ι-Ώεν Υ]εφδέκ (Τουρκ.) [ὸ, Ἕλλην. κόπος]. κοπίτσε-α-: πληθ. κοπίτσατε [γραικ. λέξις] ἴδ, μολ]ίτσε-α (Περμετ.), τέν]ε-α (Υ). πόπσε-α: πληθ. Κόπσατε (ΆΑργνρ.) [γραικ. λέξις] ἵδ. μολ]ίτσε-α (αΠερμέτ.), τεν]ε-α (Υ). 9) κόμτδα κ]ε μηεορθέ]ενε ἴδ. ζάθε-α. πετ κόρ-ι (Όα1) -- ἡ σειρὰ ἡ ἀράδα. (Έουρκ. νοΏετ] ι ἐρθ κόριΞ τοῦ ᾖλ- εν ἡ ἀράδα κοινῶς (Τουρκ. νοθέτι) ἴδ. πούρε-α (Έυραν.). κόρθε-α πληθ, κόρθατες κόραξ: κος. Κόρδε-α πληθ. κόρδατε-- ἴδ. ὅπάτε-α -- σπάθη. κόρδεζε-α: πληθ. κόρδεζατες ὁ χορδή, 9) ἔντερα πλεκτὰ ψημενα (διὰ φκγητόν). κορδόσ: (τ) ϱ. [γραικ. κορδόνω] --τεντόνω ἵδ. νγόρθ. ο. κορδόσεµ-- κορδόνοµαι, τεντόνοµαι, [χορδή] ἴὃ. νγόρδετε. ε Χόρεζέ-α:. πληθ. κόρεζατε (ὑποκορ. τοῦ προηγ.) καὶ (τ) καρρέ-]α πληθ. κοροέτε. κόρεζα (Καθ.) ἐπιρ. δῇθεν, τάχα, τάχατες κοινῶς, (περσικὰ γ]ο]ά). κόρρσε (Τυραν.) κόρσεµ. (τ), κ]ένεζου (ἐξέτασον ὢν εἶνε Τουρκ, λέ- ζις) (Βεράτ, Περμέτ, ᾽Αργυρ.) ἴδ. κ]ίνεσε (Ῥοράαπ). κορίτε-α (Ἐλδασ.) πληθ. καρίτατε ἴδ, οθάτε-α. -- κορίτε ρροῦδι (Ἠλδασ.) ἴδ. γαθίτδ-ι (2) -- πατητήοιον. πορίσ-ίτ-ίτ (Μαλ]εσία ε Σκόθρεσε) ϱ. ἐνερ.Ξ- καταισχύνω τινά, ἐντρο- πιαάζω.----ἴδ. τουρπενό]. --- να Χορίτις μᾶς ἐντρόπιασε. κορκολ]ίτεμ (ἨΠερμέτ.)-- περκούνᾶεμ. (Περμέτ.) -- λ]εκούνάεμ.. κορκοσοῦρ-ι Ξ ἀδόλεσχος, φλύαρος, πολύλογας. Χορκοδίνε-α (Βεράτ.) πληθ. κορκοδίνατε ἴδ. καρκουρίνε-α (Βεράτ). κόρπ-ὃι (Σ. Ῥοράαη) [Λατ. οοτριβΒ] πληθ. κόρθενιτε (Υ), καὶ κόρρεριτε (τ) - κόραξ -κος. Χόρπ-ι (Σ. Ῥοράαη) [ Λατ. οοτραβ) πληθ. κόρπνατε ἴδ. κούομ-ι, τρούπ-ι Ξ σῶμα, κορμός, πορπενίοτ (Σ) ἐπιρ.Ξ σωματικῶς. κορσέλ]-ι (Υ. Μαλ]εσία) - στυπτηρία, κοινῶς στύψις' (Τουρκ. κόρσεμ (τ) ἴδ. κόρρσε (Τυρ.) ἐπιρ. κορούθε-]α (Περμέτ.) πληθ. κοοούβετε ἴὃ, κολ]ούβε-]ο.. κόρρ: ϱρ. ἐνεργ.Ξ θερίζω (μὲ τὸ ὀρέπανον). τούκε µΏά]τουρε Ώάρινε µε όρε. Ἀόρρε-α- τὸ θέρος, τὸ θερίζειν. χόρρεμ: παθ. θερίζοµαι. Κόρρεσ-ι: πληθ. κόρρεἜσιτεξθεριστής. πκνιπακιαν ραε”''' δν ο πμ φ Φας-πακετά ας Ἱαµιωα-παε- ο. Ἡ πας --ακ--πνπρε.... ὁ 99) ωωα. ον Φ 4 4 4 ες παπα γητ) ος -ε---- ---- η --- .. - «Α-- -- --- στ ᾿ ο ο συ . ἲυ-ω ὧῤωωνκλω' 5 -----ᾱ-ᾗ- .. ..α.. δν 5 υ----ο ο θωο-ΌὧμΌρρρ 9 --- 164 -- πορρίκ-ουΞ- Ἰούλιος μὴν (κ.τ.λέξ. θεριστής). κορρίκουλξε-ι (Ἔνραν.) πληθ. κορρίκου]-τες- ἀοοῦ µε γεθάπε κ]ε βάοινε πλ]άδκατε Ὀαρϊῖτε µΡε τε. όρρσε ἐπίρ. ἴδ. κόρσεµ. (Τυραν). κόσ-ι-- ξυνόγαλα (Έουρκ. γ]κοῦρτι). κόσε-α πληθ. κόσατε -- εἶδος πλεξουδίου υοτασνευαστοῦ, Ἀόσε-α πληθ. κόσατες- Δρέπανον ἵδ. ἀράπερε. Κόστρε-α πληθ. κόστρατες- δρέπανον μέγα μὲ τὸ ὁποῖον κόπτουσι, θε- βίζουσι τὸν χόρτον ριζηδὀν. Ξ κόσε-α χαὶ κόστρε-α.. ποσίτ-ίτ-ίτ ϱ. ἑνερ. Ξ- θερίζω (μὲ κόσε) τὸν Ἱόρτον µέχρι ἐδάφους, --- Κοαΐτ Ῥάρινε µε κόσε πα μΏά]τουνε µε ἀόρε --- τὸ παθ., κοσίτεµ,, ἄορ. Χοσίτα, µτχ. κοσίτε καὶ κοσίτουνε (Υ). κοσίτουρε (τ). Χόσκε-α (τ) πληθ. χάσκατε καὶ κότο-κε-α πληθ. κότσχατε κόχκα- λον. ἴὃ,. ἄδτε-α, ορέστενξε-α κοκάλ-ι. κόὔτρε-α πληθ. κόστρατε' ἴδ. κόσε-α.. κόῦ-ι πληθ. κόδατε Ῥλαυϊκη λέξις] Ξ- κοφίνιον. ποδαρίκ]ε-]α πληθ. κοδαρίκ]ετε (Υ)--μικρὸν καφίνιον (σᾶ γ]ύμεσε κάσιτ). κόδε-α πληθ. κάδατε ἀντὶ χόφῦε-α' κατ ἀποβολὴν τοῦ φ ποὺ τοῦ ὅ, πόσέζε-α πληθ. κόθεζατε (Υ)Ξ ἀισα κρύμΏθᾶ κε ου ἀάλ]ενε γ]έσε γ]άλε νε κουρρίστ νάενε λ]εκούρετ νὰε ἀίμεο πρέ] σε πα νγρένις, εδὲ νε βέρε ου θάλ]ενε ]άδτε λ]εκούρεσε, κοινῶς γοῦθρος: ἴὃ. βον- Υορέτσ-ι (Βερατ.). κοδέρε-]α (Περμετ.) πληθ. κοδέρετε [κοδ-ι] ἰδ. κολ]ούζε -]α. ποτ (Υ) ἐπιρ --µαταίως" νκότ (ιιά1) κότε- κοτ (Υ) Ξ κοινῶς εἰς τὰ εὔ- Χαιρα" καὶ: εμ. (τ) παραλόγως. Κότιξ- βουθαλάκιον -- κοττόρρ -ι (Βεράτ.) βουθαλάκιον ἄρα. ----κοτόρρε -]α βουθαλάκιον θηλ. πληθ, κοτόρρετε. (ι-ε-τε) κότε (Υ) Ξ µάταιος- αία-ον. κότεμ (3) (Τνρ. Έροῦ]α, Καθ.) οὐδ, ρῆμα ἴδ,. ἀεομίο. -ίτ-ίς. κοτεσίνε-α (Υ) πληθ. κοτεσίνατε καὶ κοτεσίρε-α πληθ. κοτεσίρατε (τ)-- µαταιότης. ποτόρρ-ι: κοτόρρε- Ία θηλ. ἴὃ κότ-ι πληθ. χοτόρρετες µάτην. - 165 --- κοτόχεμ (Υ) καὶ τόκρτόνεμ. (Περμέτ.) ϱ. οὐδ. -- παραλαλῶ (ἐπὶ ἀρρώ- στων) καὶ φλ]άτ τὂάοτ (Βεράτ. ---- Περμέτ). Χοτέτσ-ι καὶ κοθέτσ-ι πληθ. α-τεζξκ]υμέσ πούλ]«δ -- τὸ κοττέτσι, μι .. Μ .. .. .ε . Ὃο [ .. Κόφεὂτ-ι ἴδ. κὀπεῦτ -ι καὶ κόφότε-ι Ἐν). κὀφότερατε ἴὸδ. κὀπὂτ-ι καὶ κὐφστε-ι πληθ. κόφότερατε | ἴδ, κόπὸ τε-ι-----πόφδε- ας Ξ- μ.ηρός, μ,ηρίον. κοφδάρετε (Βεοάτ.) πληθ. [ῖὸ. κ μάς κ] καὶ ποτούρρετε (γ)Ξ τδεᾶί- κξτε πρε] σχ]άκου, Ξ ἀναξνοίδες, ποφτό-όξ (Άλγυο.) Ξ κομμένον σιτάριον’ [ῖὸ, γραικ κόφτως κόπτω]. κόχε-α (}γ. τ) πληθ. καλώς (Υ) καὶ κόχερατε (τ) Ξ καιρός, ἐποχήη. --- , μΏε τό ο κόζε-- ἐν πα ααιοῦ. ---καμι Επ ὰ σ᾿ καμ. κόζε Ξ δὲν ευκαιρῶῷ” κόχζ᾿ ε µίοεξ καλοχαιρία" κὀχ᾿΄ ε κεχκ]ες κακοκαιρίσ᾽ γ]εν] κόχε--εὑοίσχω τὸν καιρόν, εὐχαιρίαν' ν]ε κόχες- κοινῶς μίαν φορᾶ, κ᾿ ἕνα καιρόν.-- ι δκόι χόζας-παρήχµασεν, παρῆλθεν ἡ ἐπογη του.---με κόχε-- ἐγκαίρως.-- πα κόχες- ἀκαίρως.---- πόλλι µε κόχε- ἐγέννησεν ἐγκαίρως. -- πόλλι πα κόχες ἐγέννησεν ἀχαίρως. --- νε πόχε τε ἀίτεσεξ ἐν ὥρα ἡμέρας, νᾶς κόχετε νάτετες ἐν ὥραᾳ νυκτός , έρδι κόχα-- ὖλθεν ἡ ἐποχη του.--- νάξ κόχε τε Φαρπούνιτς εἰς τὴν ἐποχὴν τοῦ Φαραώ. κόχο-]α (Ῥιάἱ- Ἐλθκο.) ἴδ, κόχε-α. κότσε-]α (Ας γυρ) πληθ. κότσετε ἴδ. γότσε-α (Υ), καὶ κέδε-]α (Βε- ρὅτ.)Ξ- κορᾶσιον. κότόκε-α (τ) πληθ. κότοσκατες- κόσκε-α (τ)ς ὀστοῦν. Ἀοτδέκ-ου (Βεράτ.) νάερτούαρε µε πουρτέχα περ τε βενε κ]ούμετινε Ἠρενά«ς [Σλαυῖκ, χοφδεκΞ πιθωτὸς] (ἴσως ἐκ τοῦ κὀδ-ι ἔπειτα κο- τσεκ-ου ἀντὶ κοδέκ-ου)]. Χοτὂῖ-α (Υ. Ῥοράαπ)- ἡμασα σκεπαστή. ποτοιµάρε-]α πληθ. κοτὂιµάρετε: κοινῶς πουκουνάρι, κὀχ]ε πίδε (Υ) (ουκ. φεστίκ) (ἴσως ἐκ τοῦ χόκ]ε-]α καὶ Βλακχιστὶ µάρε -- µε- γάλη). -- 3 / μη νο ..ἁ . . .- αμ. λα . αν χα που. πιο, έρωτ. Έ που" κοῦ 1ε;:- που εισαι; που ]εσε; -- που Ἠσουν, Ἶ . α -- . αι . πα ν Ρή μα Αι πιο. Χου - χουᾶο- ὅπου" κοῦ τε ἀούαδ -- ὅπου θέλεις κουςό Ξ ὁπουδήπωτε' κουᾷό τε βέτὸ - ὁπουδήποτε καὶ ἂν ὑπάγηῃς' καὶ κοῦ (Υ) Ξ τεκ (τ), τούχ (Σ). ποῦ-νι (Υ) πληθ. κούὐν]-τε - κῶνος. { ! | ή | | πες πως , --ατ-ομα -- 166 -- ποῦ-]α (Ἐλθάσ.), Υεν. κούδε, αἰτ. κούνε ἴδ. κούα-όῖ. κού-ϊ (τ) -- ἡ κόρα τοῦ ψωμίου" «αἱ κοῦε-όὶ (Υ) συνῃρ. κου-οἳ (Υ)' ζοῦρι χούα« -- ἔπιασε κόραν (ἔκαμε χόραν ). χούα] (Αργυρ.) ἴδ, κό] -- ταγίζω (τὸ βρέφος). κούαλεμ (Αργυρ.) ἴδ. »οῦλεμ. (Υ). κούαρρ: (᾿Αργυρ.) ἴδ. κοορ Ξ θερίζω. κουβενζό]: ϱ. οὐδ. -- συνομιλῶ, συνδιοαλέγﵫι. κουβενέσε-α: (41) πληθ. κουθενέσατε -- διορία, προθεσµία" ἴδ. (Κ.. τηχ- Ῥιάί σελ. 88,190, 191. 124 120), κουβέν-ἄι (Υ. τ. Ῥοράαπ) πληθ. κουθένᾷετε καὶ κουβίσε-]α πληθ. χουβίσετε -- συνομιλία, συνδιάλεξις' Ρέν] κουθέντ -- συνομιλῶ, συν- διοςλ έγ ομιαι, κουβό]-όχεμ -- χορό] -όχεμ, -- κλέπτω. πούδερε-α (τ) πληθ. κούδερατε καὶ κούθ-δι (Υ) [γραιν. γουδὶ] Ξ ἄχμων. Παρονμίοα: τσὰ τε τδόκουτ ε τσά τε κούδερεσε. -- ἄλλοι τῆς σφύ- ρας καὶ ἄλλοι τοῦ ἄκμονος: (ἐπὶ ἀσυμφωνίας, δηλ. ἀσύμφωνοι). ποὐὺ-δι -- ἄχμων, 9) πιθάριον: κοὺθ γ]άλ]πι, κοὺθ κόσι [γραιχ. γουδί]. κουάόξ-τέκ (τ), τούκ (Σ), κε (Υ. Ὀμά1), κοῦ -- ὅπου, ὁπουδήποτε. - κουζο τε βετ-- ὅπου ὢν ὑπάγῃς.Ξ- τε τε βετὸ (τ), τούκ τε βἐτὃ (21), κξ τε βέτῦ (}) Ξ κου τε βέτα (Υ) Ξ κουᾷο κ]ε τε βετὸ -- ὁπουδή- ποτε καὶ ὃν ὑπάγῃς. πούερ (Ὀια!): ἐν τῇ φράσει πα πούερς ἄνευ μέτρου. κούε-όϊ (Υ)----ἴδ. κούα-όϊ -- ἡ Χόρα (τοῦ ψωμιοῦ). κούετ-ι (Ώια1) -- κοῦτ-ι (Ύ. τ.) πληθ. κοῦτ- πηχυς. πούξε-Ία (Τυράν.) πληθ. κούζετε -- (Ἔουρχ, ταπσί). κουῖσ-ίσ-ίσ Ἀ κου]ίς (τ): ϱ. οὐδ, Ξ τε λ]έχουριτ) ε χ]ένιτ, (τε κλ]κ- ρετ᾽ ε κ]ένιτ) κουρ ε ρρέχ ν]ερι, νε φάρε τε χλ]άρι µε ζε τε Ἰόλε (ὡσὰν κἴου, κίου) καὶ μ.εταφορικῶς καὶ ἐπὶ τῶν νηπίων καὶ βρε - φῶν ὅταν χλαίωσιν. πού] : γεν. τοῦ κούδ-- τίς- τίνος: ἄντων. έρωτημ.. καὶ ἆόο, --- καὶ (0161) -- κού]να] -- ὅστις - ἥτις. - τε κού]ιτ Ξ τίνος, ποίου (1). κου]αέσ-ι; πληθ. κου]άέσετε -- ἡ φροντίς, ἔγνοια. µε κου]άέσ: ἐπίρ.-- προσεχτικῶς, κου]άέσεμ: ϱ οὐδ. -- φροντίζω" καὶ κἄμ, κου]άέσ Ξ φροντίζω. -- 10τ --- κου]άεσ-τᾶρ-ι: πληθ. κου]άεστάρετεξ- φροντιστής, ἐπίτροπος' τὸ θηλ. κου]άεστάρε-]α : πληθ. κου]άεστάρετε. κουζτίµ-ι ες ο όν ἀντιθ. Ἰαορρίμι-ι - λήθη. κου[τό] : ϱημ. ἐνεογ. Ξ- ἐνθυμοῦμιαι, φέρω εἰς τὴν μνήμην τινά’ κου]- τό] τ) ιµάτ Ξ ος τὸν πστερα µου" φράσις : κου]τὸ ᾖότινε' Ξ- ἐνθυμήσου τὸν Θεόν { καὶ κουλ]τό]. -- 2) σημ.. νομίζω ὡς τὸ κου]- τόν τι; -- τί νομίζεις σύ; [Λατ. οοσῖίο Ξ σκέπτομαι]. κου]τόχεμ-όνεμ Ξ- ἐνθυμοῦμκι' ἀντίθ. χαρρό]. --ου κου]τούαδε Ξ- ἐνθυ- μηθην. -μ ου κου]τούα Ξ Ἴλβεν εἰς τὴν μνήμην μου" καὶ µε ρἃ Τα ϱ ’ Ἡ η νέο µεντ Ξ Ὄλθεν εἰς τὴν μνήμην µου. κουκάσ-έτ-έτ (Καδ.) ἴδ. κουκό] (Κα. -- τοιτόνω. κούκε-α {᾿ΑοΏερίδτ) πληθ. κούκατεζκόχε-α [τ). νι Γ υ κούκε-α πληθ. κούκατε (Τυραν.) ἴδ. κομΏίτό-ι (Ἓλθας,). καὶ κου- κοθίτσε-α (Τυράν.) καὶ κουκοθἰτὃ-ι (Τυράν.). κούκλε-α πληθ. κούκλατε - ἡ κοὔκλα" (κουτσοῦνα κοινῶς). κουκό] (Κὰ6.) ο. ἐνερ. Ξ μΏούδ πλ]άσατ᾽ ε βόζεσε µε πελχούρε, καὶ κουκάσ-έτ-έτ, κουν]άσ-άτ-άτ (Βεράτ.) κελκάσ-έτ-έτ (Περμετ ) ἀόρ. κελκάτα-ε-ι, µτχ. κελκάτουρε.-- καὶ πακσέλ] (Ἐλθάα.). κουκοβά]ε-α (Έλλθασ } πληθ. κουκουβά]ατε Ξ- ἡ γλαῦς-κός' καὶ κου- μμα ο. ον . κουβά]κε-α πληθ. «τε Ξ- κοινῶς ἡ κουκουθαάϊα' κουκουθάτσε-α (Σ) πληθ. ατε, κουκουµάτδε-]α [κουκουμάτδε-]οα] πληθ. κουκουμάτδετε. --- Κουκουμ]άτδχε-α (Βεράτ.) πληθ. κουκουμ]άτσκατε' φουρουθε]- χε-α (Πέράτ.) πληθ. αἆτε, φουρρουθέχ]ξ-α (Περμετ.) πληθ. α-τε.--- α ῥ . . ! ἃ . α ὁ ε Αμ Ἡ β . Περεχέχ]ε-]α (ΥεΥ. Μαλεσια) ἐκ τοῦ ζερε-αΞ ἡ ὥρα" καὶ ε κεχ]ε-- ε ε ε ἑ 4 4 ο ἡ 4 η Γ ἡ κακή: δηλ. ἡ προµ.ηνύουσα τὴν κακὴν ὥραν κατὰ την πρόληψιν. κουκουβρίκ]-ιξ νᾶε μΏά]τε ν]ερὶ ν]ε κόκ]ε βε ἁνζέτ ἀῑτ νε γ]ῖτ,ε τε τδέλ]ε ατί ζόγου κ]ε τε ος ι θόνε κουχουσρεκ]. Ρ κουκούθ-δι -- χάµπη μελανὴ ποοξενοῦσα ἐρεθισμὸν εἰς τὴν ἐπιδερμίὸ», Ἱ τν ) εἶδος ῥρυκολάκου: ἴδ. λ]ουφγάτ-ι. αν 5 | κουκουλόνεμ (τ) [Υραικ. κουκουλόνομκι] ἴδ. πουλ]έτεμ.. κουκουμάλ] (Καδ.) ρ. ἔνεργ. Ξ ζεθ πε; κ]ίελ Ξ- ρἴπτω ὁριζοντίως πρὺς τὰ ἄνω. --- κουκουμαλ] γοῦρετ ζεθ γοῦρε πεοπιένε, ζεθ γοῦρε περ κ]ελ. κουκουµάλ]δι (Καθ.) ἐπίρ - ὁριζοντίως πρὺς τὰ ἄνω. | ἱἱ---- ην, όι ή ποσο υφθφμμυύυνςς--------- τ ΄ πο δν νο . . - Φ.- ΕΕ Εως ππιωωώπό ο -- --- «Ὀᾶο... χι --- 168 --- κουκουµάτδε-]α πληθ. κουκουµάτδόετε καὶ Ἱω μ. . : ε.. β [κουκου- µάτδε-]α] -- γλαὈξ -κός. κούκ] : ἐπίο. κόχκινον. κουκουμάτόγχε-α [Βεοράτ. μ. ξ | (.) πούκ]-ι πληθ. τε πούκ]-τε -- ἐρυθοός, κόκκινος. ε κούκ]ε-]κ πληθ. τε κυύκ]ετε -- ἐρυθοά, κοκκίνη: τὸ οὐδ. τε κοὐκ]τε-- ἡ κοκγινάδκ, πούκ] καὶ νγούκ] ρημ. ἐνεο. Ξ- κοπκινίζω τι: τὸ παθ. κούκ]εμ., νγούλ- ]εμ. κοκκινίζοµκι’ καὶ τε κοὐκ]τ εμάθ (Έλθασ,) -- ν[ῖ φάρε λ]ούνγε. κουκουµάλ]ε-]α (Ἓλασ,) πληθ. πουκουμάλ]ετε καὶ τούµβε Ἱκ (ἨλΑ.) πληθ. τούµβετε [ Ἑλλην. τύμβος] -- ἡ πυραμὶς τοῦ ὄρους. --- χου- χουµαλ]ε-]ὰκ καὶ τούμβε-]α: καὶ πουλ]ουπῖ-« (Αργυρ.) - σωρός’ πληθ. κουλ]ουπί-τε. πουκ]άλ]-ι πληθ κουκ]άλ]ετε -- ποκκινωπὸς ἄνθρωπος,--- κουκ]άλ/ε-]α πληθ. κουκ]άλ]ετε θηλ. καὶ κουκ]άδ-ι πληθ, κουκ]άδετε τὸ θηλ.-- κουκ]άδε-α πληθ. κουκ]άδετε.-- καὶ κουκ]ερρίμ-ι (γ), κουκ]ερρίμ.ε-]κ πληθ. κουκ]εοοίμετε Ὢ κουκ]ουφρέμ-ι(Ῥεράτ.) θηλ. κουκ]ουρρέμε-]κ πληθ. κουκ]ουρρέμετε. χούκ]ετε (ασόθα) πληθ. τὰ δισάκνια (Τουρκ. χε]οέ). κούκ]ε])}ε-α (Ἐλθας.) (πληθ. ἄχρηστος) καὶ κούκ]ελ]-ι (Σ) ὄνομα περι- ληπτ. καὶ λ]ενγ]ερε-α (Βεράτ.) -λ]ενγου ι Ὀερῦῖθετ ουλιν]βετ. κουκ]εροίµ-ι (Υ) ἆρα. θηλ. κουκ]ερρίμε-]α ἴδ, κουκ]άλ]-ι' καὶ κουκ]ουρρέμ-ι (Βεράτ.) ἀρα, χουκ]ουορέμε-]α θηλ. -- κοχκινωπός. πουκ]ερρίσ ϱ. ἐνεργ. Ξ- ὑποχοχκινίζω: τὸ παθητ. πουκ]ερρίτσεµ Ξ- ὑποκοκκινίζομιας, κοῦλεμ (Υ) ϱ. οὐδ. Ξ βήχομαι [χόλε-α] (δ, κούκλεμ. (Αογ.). κουλό]: οηµ.. Ξ διωλίζω, στραγγίζω" 9) στάζω, σταλάζω, λαγαρίζω: ὰ, ϱημ.. ὅτρύθ. πουλόσ-ότ-ότ (τ) ϱ. ἐνεργ. καὶ ἀμετάθ. -- βόσχω. Κουλότασ-ι (τ) πληθ. κουλότασιτε -- βοσκὸς ἴδ, Ῥαρῖ-ου. πουλότε-α πληθ. κουλότατε -- ἡ βοσκή. κουλόχεμ. παθ. -- διωλίζοµαι, στραγγίζοµαι, λαγαρίζομαι, τελειο- ποιοῦμαι ἴδ. κουλό], (ε-ε-τε) κουλούαρε (τ), κουλούεµ. καὶ κουλοῦμ, (συνγρ.) (Υ), µτχ. τοῦ κουλό] - στραγγισµένος. (1-ε-τε) κουλούετε καὶ κουλοῦτε () -- ἐπίθ, Ξ λαγαρός, -- 169 -- ἠ πουλούετε καὶ συνηρ. κουλοῦτε-- ἐπίρ. λαγαρῶς κουλούμ-ι (τ) πληθ. κουλούµατες- σωρὺς ἅλατος, πυραμίς, πουλ]άρ-ι πληθ. κουλ]αρετε καὶ τεθλίκ-ου (0) Αργυρ.) Ξ κουλ]άρ-ι τε- θλ]έκ-ου Ξ σίδηρος Ἡ ξύλον κεχαμµένα εἰς γωνίαν ὡς κλάπο, Κουλόδτρε-α (Περμετ.) [ἐχ τοῦ χουλό]] πληθ. κουλόδτρατε-- πῖον, τὸ πρῶτον γάλα τῆς μ,ητρὺς μετὰ τὴν γένναν (ἐπὶ ἀνθρώπων καὶ ζῴων)' τὸ ὁποῖον δὲν πίνετκι; μετ ὀλιγας ἡμέρας γίνεται καλὸν καὶ πίνεται" ἰδ. ζενκ-γου (Περμετ.). κουλ]άισ-ι; πληθ. «υλοδες Ξ κουλούριον κοινῶς, 9) ἄζυμον ψωμί. κουλ]άτὸ. ἐπίρ. Ξ κουλουριστά: ὧς: γάρπενι ορῖ κουλ]άτὸ. κούλ]θε-α πληθ. κούλβατες- εἶδος ἰχθήας. κουλ]έτε-α πληθ. κουλ]έτατε (Υ. τ. Ῥοσάαη) κοινῶς τὸ πουγγ!ί, ἡ σακκοῦλα τῶν χρημάτων, προσέτι 506 γρόσια ὡς µία μονὰς θεω- βουµένη: ἀύ, τρι, κάτος κουλ]έτο κτλ Ξ δύο, τρία, τέσσαρα πουγ- γιὰ κτλ. (Τουρχ. κ]εσέ): 9) κουλ]έτα ε φουδέκεθετ' ἴδ. φυδεχκόρε- ]α (Σ). κουλ]έτδετε πληθ. τοῦ κουλ]άτδ-ι -- ἄρτος ἄζυμος. πουλ]ίνάρε-α πληθ. κουλ]ίνάρατε' ἴδ. κολβνάρε-α-- κουλοῦεα, πούλ]μ-ι [λατ. οπ]πποη], πληθ. κούλ]μετε καὶ κουλ]μάν-ι (Κ:69.) πληθ. κουλ]μάρετε, κουλμαρε-]α (Περμέτ.) πληθ. κουλμάρετε Ξ- ΧορυφΏ οἰκίας Χτιρίου κοινῶς ἡ τούολκ τῶν κεραμίδων. πουλμάκ-ου (Αργυρ.) πληθ. κουλμάκετες τὸ σπάρτον' φυτὸν βλαστα- νον παρὰ τοὺς ποταμοὺς Ἄ τὰς λίμνας' καὶ ζούγε-α (Υ) πληθ. ζού- γατε.--- πρε] κουλµάκου Ῥέν]ενε ὅπ πόρτα ε Χανίστρα. πουλουβέρ -ι ο) ἵδ υλρέρ-ι (’ Ελθασ,) -- οὐράνιον τόξον. κουλουμθρῖ-α (Υ) πληθ. κουλουμΏοῖτε' εἶδος δένδρου. κουλ]ουφίδκε-α πληθ. Κουλουφίδχατες φθίσις.--- [συγκο. ἑλλην. χολι- . Ε... .. Ιω κος Φλαυϊκ. κολίκ, Ῥωσικὰ κολούχΞ κολικόπονος]. -- κουλ]π- Όι-- εἶδος δένδρου ἀκάρπου᾽ κουλ] ι έγρε . χουλ]ο, ι Ὠουύτε. κούλ]πεν-ι (Υ)Ξ κελιδών, καὶ χόρτος κοινῶς χελ.δρονια καὶ κούλπερ-ι (τ) πληθ. κούλπενιτε χαὶ κούλ]περιτε (τ). κολ]τδέεῖρε-α (ιια] --- Ῥοράαηι -- Τυρον.) πληθ. κουλ]τδέρστε γα . ..ὀ ᾿ .. ο ..9 ὰ πουλ]σεᾶρε-α (Σ) πληθ. κουλδεάρατες κουτδεἆςε-απλιθ. ιτασεαρᾶ- / Χων᾽ [ζῷον μυθολογικὸν]-- ὄφις μετὰ ποδῶν πτ ούγων κχὶ κεράτων ' με ο γ 3 ος μ. ο πουων ποτ ή .ν αλ) . - ---ᾱω κκ. κ-ας... -- 1τ0 -- --.. ϱ-ᾱ-ᾳ Γ ων μας τ. -- κουμβό] (Υ) κεμδό] -- κουδουνίζω, σηµαίνω, ἠχῶ.--- κεμΏόν]ενε μάλ]ετε-- Υ]εμό]ενε. -- µε κεμΏόν βέδι -- νε τρινγελῖν βεδι - κουδουνίζει τὸ αὐτί µου. κουµθόνε-α () πληθ. α τε καὶ πεμΏόυξ-α πληθ. α- τες κώδων, ος κουδοῦνι. κουμθόνεζε-α (Υ) κευβόρεζε-α (τ) πληθ. α-τε' ὑποχοο. Ξ τὸ χουδου- νάχι (Τουρκ. ζέλ]ε). κούμβουλε-α πλ-θ. κούμβουλατες δαμάσκηνον (τὸ δένδρον καὶ ὁ καρπός]. ---ᾱ---------ᾱας ωρα ώ, πινω. ----οφισὴ -- ρ---Ἡ μ - τω ο τησ ανα παω να ν- ν΄ ανα ος ως κ. ἡὁ ---θ-ϕμρπο τ ποσό --- ---.. χουμέρκ]-εξ- τελώνιον" κουμερκ]αρ-ι: πληθ. κουμερχ]άρετες- τελώνης. πουμι-α (Υ), κουµίνε-α (τ) πληθ. κουμῖ -τε ({) κουµῖνατε (τ),-- ἡ κἄ- μινος τῶν κεραµέων, ο ..- ------. ----------ᾱ η ο ο ο µ “ α . η εν Ἴο, κοὐμπτρε-ι (Υ. τ.)Ξ ὁ ἀνάδοχος (ὁ βαπτίζων καὶ ὁ ατεφανόνων' ἐν τῷ ή ἅμῳ) κοινῶς κουμπάοος. | κούμπτρ-α ἄφῃρ. ἔν, - ἡ κουμπαροσύνη,. ο : Ξ | κουνάτ-ι. κουνατόλ -ι-- ὁ ἀνδράδελφος, κοινῶς κουνιάδος' (ἡ νύμφη ᾿ αν . ῥ τι μη 1 η Ξᾱ . Ἡ « : ἡ ὀνομάθει κουνάτ τὸν ἀδελφὸν τοῦ ἀνορός της) .---- εµ Χουντ (Υ) χαὶ . κουνάτ (τ) -- ὁ ἀνδραδελφός μου.---υτ κουνέτ- ὁ ἀνδραθελφός σου, , ϕ . η θε / ι πουνότι ὁ ἀνδρά ελφός της. | ΄ η ῥ κουνάτε- α πληθ. κουνάτατε--ἡ ἀνδροαδέλφη, Ἡ κουνιγδα" έμε πουγάτε ' Γι πἳ β Π (Υ) καὶ {με κουνάτε (τ)--ἡ ἀνδραδέλφη µου, Ίοτ κουνάτε-- ἡ ἂν- δραδέλφη σου, ε κουνιτα-- ἡ κουνάτκ -- ἡ ἀνδρκδέλφηη της. τον α µ κ , ! δν. α πουνγάτε-α πληθ. κουνγάτατε- ἡ µετάληψις, θείας κοινωνία, κούνγε-α πληθ. κούνγατες- τὸ ἱερὸν βημα. κουνγίμ-ι πληθ. κουνγῖμετε-- ἡ θέία κοινωνία. κουνγό] : ϱ. Ξ κοινωνῶ, (ἄλλον). μα. . µ πα ν ! ιν ουνγόχεµ - όνεμ--µεταλαμθάνω, κοινωνῶ, λαμθάνω τὴν θείαν κοινω- β νίαν. πούὐνά καὶ κούνάι (γ. Ῥορά απ) πι. τόπου - εἷς τινα τόπον, κοινῶς πουθενά.--- α’ ἀούκετε κούνᾷ (Ῥορά απ) -- δὲν φαίνειαι πουθενά. - καὶ γ]ακούνᾷ, γ]κκούναι (Υ) χσγ]σκούν -ασγ]ικκούνᾶι (Υ) -- οὐ- δαεμοῦ. χουρκούνᾶ-κουρκούναι (Σ)) -- εἰς κανὲν μέρος. πουγάαλ]τ-α (Αργυρ.) πληθ. κουνάαλῖτε ἴδ. δεορέγουλε-α (Σ). -- 1τι --- κουνζαλ]ίσ: ϱ. ἐνεργ. ἴδ. λ]εκούντ. ρῆμα. πουνᾶερμόν] (Βεράτ.) -- βρομῶ τινά: µε κουνζερμόϊξμε κ]έλ]δι. ποὐνᾶρα (Υ. Ῥαά]-Ροσ4 8η) πρόθεσις-- κατά" καὶ κούνᾶρε (Υ) κόν- ἄρα [τ), κόνᾶρε (τ). κούνάµε µέ]ε, κούνᾶρε τέ]ε, κούνᾶρε ατί, κούνᾶρε νέδ, Ἰούδ, ατύνε, -- κατ᾽ ἐμοῦ, σοῦ, αὐτοῦ, ἡμῶν, ὑμῶν, κὐτῶν.---- κούνᾶρε ογεµίκουτ -- κατὰ τοῦ ἐχθροῦ. 9) ἐπιο. --ἐναν- τίως, ἐναντίον᾽ φλ]ετ κούνάρε -- ὁμιλεῖ ἐναντίον. ποὐνάρε-γ]ύκ]εσι: πληθ. κούνθρε-γ]ύκεσιτε -- ἀντίδιλος, κουνᾶρέ] (Υ) ἐπίρ. -- ἀντικρύ, ἀπέναντι (Τουρκ. καρόι) κχὶ κουναρε»] (τ), κουνβρούελ (Υ. Ῥορᾶαπ), περ-κουναρέ] (Υ).--- κουνᾶρούελ ὅτε- πίσες- κουνρέ] ὄτεπίσε-- κουνᾶρέκ] στεπίσε-- περ κουναρέ] ὄτεπίσε Ξ ἀπέναντι τῆς οἰχίας, πουνάρεστᾶρ-ι (ια, Ῥοράαπ) πληθ. κουνβρεστάρετε' κουνάρεστά- ρε-]ο. πληθ. κουνάρεστάρετε (θηλ.) -- ἐναντίος, ἀντίπαλος, πουναρεστί]-α (Ὀα1) πληθ. κουνᾶρεστί]-τε-- ἀντίθετα πράγματα. πουνάρεστόν]) (Ῥαᾶ1, Ῥοράαη) (μετὰ γεν) -- ἀνθίσταμαί τινι, ἐναν- τιόνομαι, ἀντιτείνω, ἀαλ] κούνᾶρε (Υ)Ξ5ι κουνᾶςεστόν] ατῖξι ἀάλ] κούνᾶοε ατῖ. ποὐνάρξ- φιάλ]ε-α πληθ. κούνᾶᾷρε φιάλ]ετε-- ἀντιλογία. κοὐνάρε-φόθμε-α πληθ. κούνᾶρε- φόρµατε -- ἀντίτυπον. κουνάροῦελ (Ῥοράαη) ἐπίρ, -- κουνᾶσέ] - κουνάρεκ]. κουνερόν] (Ῥιάϊ). ἴδ, κουνορεζό] (Υ), κουνερόνεµ.' ἴδ, πουνορξζό- ζεμ (). κουνίχ-ου { ΑΆλθδανο- Σικελικὸν) -- καὶ Ἰορμουδ-ις κελ]ύσ'ι κουνίχουτ. κουνόρε-α (Υ) πληθ κουνόρατε στέφανος, κκὶ κουρόρε-α (τ) -- στέ- φανος, διάδημα, στέμμα, [ Ἑλλην. κορωνὶς - Λατ. οοτοπα]. χου- ορ ε πάρε -- πρῶτος γάμος, Κουνόρ᾽ ε ἀῦτε -- δεύτερος γάμος, κου- ρ0ρ᾽ ε τρετεΞ- τρίτος Ὑάμος, -- γρούα µε κουρόρε-- νόμιμος γυνή.---- γρούα πα κουνόοε- παλλακίς, ---βε χουνόρε Ὢ ὅτίε χουνόρες στέφω, στεφανῶ (ἐπὶ τελετῆς γάμου). Κουνορεξζό)} (Υ) -- στέφω, στεφανόνω, τὸ παθ. κουνορεζόχεμ. καὶ κου- βορεζόν] -όμεμ. (5). πουν]άσ-άτ-άτ (Βεράτ.) ἴδ. κουκό] (Καθά]κ). . κουν]ό} (Τυράν.) [κοῦ-νι] ο. ἐνεογ. Ξ νγούλ] κούννε θεσιτ. ω. λα”. ' ἑλ, α-- --ι - «ων. ο ο ον ον σνάμνάναν--τάμμιμωῬΦίᾷ Δανκωναπιμήνα-ο-”ν--ο--......... αμα οα-.ν ν ο, πουν μυ. ; -. .. τὰ .- Π.Ε. - πχ γη - κ. ἃν - ---ᾱ-- ας ο ὔρςς ---ως-- μας εαν -ᾱκ τς . ντ δσσς--ερε .- -- ό µας μον Ἡ ο -----ω-ο. ανα α- κ Ἑ πως ως κό. κ σπαςς 3 - -- Ἱ1το -- κουπάτσ-ι Ξ κλειδοπίνακον, " α κούπε-α πληθ, χούπατε [Λατ. οαρᾳα, Έλλην. κύὐπ-ελλον] -- ποτή- ῇ δα νο / μα ἠ., Ἡ ϱ10ν, ποινῶς Ὢ χουπα, 9) πιάτο βαθύ. Κουπῖ-α πληθ. κουπίτες κώπη, τὸ κουπί, κουπίσ ( Αργυρ.) ϱ. ἐνεῬγ. (1 ραικ. λέξις) Ξ- τραθῶ κουπὶ (εἰς τὺ καίκι) ἴδ. βοζίσ-ίτ-ίτ (Σ). µ μ Ψ / ο κοὺρ. προθ, Ξ ὅταν, ὁπότχν, ὅτε. πουρκούδ καὶ πουρκούδι (5) -- οὖδεὶς οὐδεμία: ΥΕΥ. κουρκούι] Ξ- οὐδενὸς ρα . ᾽ ος 3 αρ οὐδεμιᾶς' δοτ κουρκούν] -- οὐδενὶ οὐδεμιᾶ, αἴτ. κουρκέν{] -- οὐδένα, οὐδεμίαν: καὶ ὀνομ.. ασκούδ ασκούδι, Υεν ασκούι], δοτ. ασκούν], ο 3 .“.Ώ . . , κἰτ. ασχκενᾶ;" ἴὸδ,. καὶ ασνον]ε- ασν]εοί. πούπε-α:. κούπ ε κρέσες κάφχε-α, τόάτόχε-α, ῥ κ ζ ε ον . / "το . Κούρε. προθ. Ξ ὅταν, ἁπόταν, ὅτε: ]ξ κουρε (τ) Ξ ἀφ ὅτου, κ]ι κοῦρε (Υ), τὸς κούρε (Σ) καὶ Χ]ξ κούρσες- κ]ι κούρε σε, τς χούρεσε᾽ ὡς Χ]ς κούρε σε Ώερε κετε πούνε (τ)ξ κ]ι κούρε σε Ὄερε χετε πούνε (Υ)«Ξ ἄφ᾽ ὅτου ἔκαμες τοῦτο, πουπετόν] (τ) ϱ. - καταλαμθάνω, ἐννοῷ: καὶ πουπτόν] [Λατ. οαρίο]-- μἄρρ βὲὸ (Υ.τ)- µάρρ βεὃτ (γ) -- µανθάνω ἀπὺ ἄλλους, πούραζε-α (Τυράν), κούρε-α (Καθ. Ἐνρ, Ἐρούΐκ), κόρ-ι (Ῥά!) -- µ . ΄ μ ” ο ῤ 3 ΄ μα. Γ σειρα, αραὸκ (Τουρχ. νορέτ). σ’ ι έπδινε κουρες σι επδινε νοβέτ, ; ῃ . θα α | ι ἐρθ κόρι (Ὀιιά1). - τοῦ ᾖλθεν ἡ ἁράδα. µε κούρ; (Τυράν.) 3 ἡ Ἡ ! α υ-ὰ ἑ τὴν ράδ; νορέτ) [μή οοὰν μα " αν επιρ. Ξ µε την ἀρᾶάδα, (µε νοθέτ μιαν φοραν ἐγὼ καὶ µία Κουρβαρ-ι: πληθ. κουρθάρετε [λέξις Σλαυϊκη] -- πόρνος" ἵδ. νἆΌνεσ-ι (Υ). νάνρεσ-ι (τ). Κούρῥε-α πληθ, κούρθατε -- πόρνη. πουρβενί α (Υ) - κουρθερῖ-α (τ), πληθ. ἵ-τεςς πορνεία" ἴδ, νᾳυνεσί-α (0), καὶ νἀυρεσῖ-α (τ). πουρβενό] (Υ), κουρθερόν] (τ) -- πορνεύω. πουρβενίδτ (Υ) -- κουρθερίότ (τ) -- πορνικῶς. πουρᾶό ἐπίρ. - πάντοτε, ὅποτε' κε]ό πούνε Ῥενετε κουρᾷό Ξ- τοῦτο γίνεται πάντοτε. κούρ: ἐπίρ. Ξ πότε: κούρ έρδε Ξ πότε Ίλθες : η | κούρὺ-ι (Σ) δοκάν-ι (τ) Ξ παγὶς -ίδος, -- 1τὸ --- ψ πορίτουρε (τ) ἐν τῇ φράσει: ὅξου εὔτε κορίτουρε πε; οὐ]ε: κουο θά- . άα " .. χετε ὅξου γγα τεπα ρἐνετ᾽ ε δίουτ. ένα ᾿ σας μ ετιι οσο μόσεν πουρκένά (Σ}) αἲτ. τοῦ κουρκούδ (Σ) ἡ γεν. πουρχού]τ | |] κουρκούνά (Σ) κουρκούναι -- πουθενά: ἴ8, κσγ]σκούνᾷ - ασγ]κκούνα-ι. ς Ἶ η ] " να ι πούρμ-ι |γραικ. κορµὰ, Ἕλλην. κορμύς] -- τὸ σῶμα: ϱϐ) ὁ χορμὸς τοῦ δένδρου. - µ κ) . κουρσᾶρ-ι πληθ. πουρσάρετε᾽ ἴδ. κουσάρ-ι ε . κουρσέ] καὶ αυριο (τὴ φείδοµαι' ὡς κουρσέ] παράτε -- φείδοµκχι τῶν γοηµάτων. κουρσερῖ-α ἴδ. κουσερῖ-α. ----χουρσερ(ὃτ -- κουσεοίὃτ, --χουοσ ερό] Ξ- κου- Ὕ Π Ἡ σερόν]. . Ἰ 5 . Ἡ ν µ - μ κουρσέχεµ, κουρτσέχεμ’ παθ. φείδομ.χι, κάμνω οἰκονομίαν. ΄ | ο ΄ αν ά. τ οἳ .΄ πι . ο ά 3 1: κουρσίµ-ι καὶ κουρτσίµ-ιΞ- φειδωλία, οἰκονομία: πα κουρσίµ.: ἐπίρ.Ξ ἀφειδῶς, --με κουοσιµ. τε µαθ- μετὰ μεγάλης οἰκονομίας α | κουρσιµτορ-ι πληθ. κουρσιμτάρετε' θηλ. κουρσιμτᾶρε - ]α λοθ' κουρ- υ π ᾗ κο. ϕ Π σιμτάρετες- φειδωλός -Ἡ' οἰκονύμος, Φ ι { -- 8, ἑ κουρτίε-α πληθ. κουρτίνατε [λατ. ομγήπα) - τὸ παραπέτασµ.« (Ἔουρκ, περε) Κουρτούκ-ου (Μάτια) πληθ. κπουοτούκ]ετες-µίσερι ι πα πρέρε να᾿ άνετ πα στε πρῖτετ ε τε σκόχκ]ετε ι θόνε µίσερ η 5 Φ 1. 1 Γ ας ἳ Γι πούρρα] (Ὀιιά]----Ῥοράαπ) -- κούρρε ἐπιρ.Ξ ποτέ, οὐδέποτε' ασκούροε- ” [ 2 . ᾿ αὐδθέποτε, «σχουστε ναο ν]ε Ἴερε --οὐδέποτε, δν μα πουρρίσ-δι [ρημ.. κουορρούτ] καὶ ὄπίνε-α (Υ) πληθ. α- τὲ- ἡ ράχ η΄ ε. ἕπ 5 ς ἥ δα ᾖ{ Ρω κουρρίοι ι μαλ]ιτἡ βάχη τοῦ βουνοῦ, κουρρίσ- ἀάλ]ε-ι ἆρσ. κουορρίσ -ἀάλ]ε- σα θηλ. Ξ- καμπούρης. . 4 β ” ι β πουρρούσ-ούσ- ούσ' µ. Ενερ. σκυπτω τωα, χαάμνω να σκύψῃ᾽ ἄθο. πουρ- .., ον) ρούσα-ε-ι µετοχ. κουρρούσε καὶ κουρρούσουνε [συγκο. κυρτὺς] ἵδ, Γω Χουρρσ-ζι, --- τὸ μέσον ον Ξ σκύπτω ἐγω. κουσερί-α (τ. Ὀιιᾷ1) πληθ. κουσερίτεζ ληστεία: ἐκ τοῦ κουσσάρ-ι κου- σάρετετ- ληστής | Ἴταλ. οοββατο]. κουσερίστ -- πουρσερίότ- Ξ ληστοικῶς. κουσερόν] -- κουρσερόν] -- ληστεύω. μ.ο ι. . Γ α η κα πουσί-α πληθ. κουσῖτε- τὸ χουσὶ (κοινῶς) (χάλκινον ἆγγεῖου). ῤ Ἴ μ ν : ’ πούσπουλ-ι-- ἀνάπηρος, παράλυτος [τουρχ. γ]υτρύμ]. --- 1τά --- πουὸ: ἄντων. ἐρωτ. (γεν. ἀρο. καὶ θηλ.) Ὃν κονὸ τίς; γεν. κου]τ- τίνος, ὃοτ. κου]τ-- τίνι, αἰτ. κα (ή) καὶ κε(τ)Ξὁ πληθ. ἀριθ. λείπει). πουό: Άντων ἀναφορικὴ [λατ. αἱ, ααἰε] (Υὲν. ἆρα. καὶ θηλ) Ὀνομ. κουῦΞ ὕστις ---ἥτις, γεν. κου]τς οὔτινος στινος, δοτ. κου]τξώτινι, Ίτινι αἰτ. κά (1) καὶ κε (τ) ὄντινα, ἄντινα. Ἀουδρίν ε{γ}, κουδρί - οι (τ) πληθ. κουσρίντε-- ἐξάδελφος. ---ιμ κουδοί,υτ κουσρῖ, τ΄ κουδρῖνι καὶ ι κουδρῖρι Ξ ὁ ἐξάδελφός µου, σου, αὐτοῦ.---- έμε κουδρῖνε καὶ με κουδρίρε, Ίοτ κουσρίνε καὶ Ίοτ κουσρίρε, ε κουσ- ῥίνα καὶ ε κουσρίρα- ἡ ἐξαδέλφη µου, σου, αὐτοῦ" ουδρῖν᾽ ιν πάρε πρῶτος ἐξάδελφος, κουδρίν᾿ ι ἀύτε- δεύτερος ἐξάδελφος, κουδρῖν ι τρίτες τρίτος ἐξάδελφος. πουσρίνε-α (Υ), χουδρῴε-α (τ) πληθ. κουδρίνατε ---κουδρίρατες- ἡ ἑξα- δέλφη. κούότ -ι (Σ.---Έυραν. “ἀΚροῦ]α) -- τάξιμον εἰς τὰ θεῖκ' καὶ κούδτρε-α (τ), κουδτίµ-ι (ρά1, Σ -γ.) (Ἰταλ. νοῖο, Τουρκ. καούλ).---ε λ]ί- διµ µε καούλ, κουδτίµ-ι (αἱ Σ. γ.) -- τὸ τάξιμον εἰς τὰ ἱερά, εἰς τὰ θεῖκ' καὶ κἄμ Ὀαμ. κουὸτ - ἔταξα εἰς τὴν ἐκκλησίαν, Ἀ εἰς πρᾶξιν θοησκευτικήν. Ἠουστόνεμ -όχεμ (Όας1) (συντασ. μετὰ γεν.). --ι κουτόνεµ, Τινεζότ (Ὀ4!)-- κάµνω τάᾶξιμον εἰς τὸν θεόν. κουστόν/ (Υ) [λατ. οοβίο---αΓΘ] -- κωστίζω, τιμῶμκι: 9, βελ]ε], βε- 1], κενάρό], Ὀέν]. ---σα κουδτόν κε]ό γ]α:Ξ πόσον, τιμᾶται, ἀξίζει, χωστίζε:. τοῦτο τὸ πρᾶγμα κουστρε (τ)- κούδτ-ι - τάξιµον. κουτ: ---ἐπιφώνημα [ἐπὶ σκύλων) λέγουσι κούτ ! κούτ! κούρ νάιέλενε κ]εντε. χουτ-ις πῆχυς πληθ. κούτ. κούτε-α Καὶ χούτσε-α πληθ. α-τες σκύλαξ. κουτάδι τοῦ σχυλιοῦ κοινῶς, πουτουλ]ίσ (Αργυρ.) ϱ. ἐνεργ. ἴδ. ορουκουλέ]. πουτουλ/ίδτε-α (Περμέτ.) πληθ. κουτουλ]ίδτατε-- τὸ γουδὶ (κωοίως ξύ- λινου). Χουτουρίσ.: ρημ.. Εξ Ἐ Ξ συµπεραίνω, εἰκιζω. μ.μ 2 2 ν.. β ενα λά ες ϐϱ λὃ | |] ι πουτουρτοί-ου ς 5 εξειχοτο ογος, ο ομιι ων κατ εικασδιαν, πι, -- 1τὸ --- Χουτρόβε-]α: πληθ. κουτρόβετε. ἴδ, ὄτάμε-α. κουτροβαᾶσί-ου (Ένραν.) (με κατάληξιν Τουρκ.) ἴδ. στεμΏάρ-ι (τ). Κουφῖ-νι (Υ) πληθ. κουφίν]τε-- σύνορον, µεθόριον βε κουφῖ-- ὁροθετῷ. κουφόμε-α, Ὑγουφόμξ-α πληθ. α-τε χοῦφος, κούφιος τόπας, 2) τὸ πτῶμα νεκροῦ (ὡς κούφιον ἄνευ ψυχῆς) ἴδ. κέρμε-α καὶ Χουσμ-ι ὃ τρούπ-ιξ τὸ σῶμα [τοῦ ζῶντος). κούχεμ (Υ) ϱ. οὐδ. Ξ συγκαίοµαι (κοινῶς). --- μιδτ᾽ ε φόδν]εσε κούχετε Ξ τὰ κρέατα τοῦ βρέφους συγκαίονταν. κουᾷσό] (Υ) ἴδ. κουτσόν] -- τολμῶ. κουάσίµ-ις κουτσίµ.-ιΞξ τόλμη. κούτσε-α (Σ) Ξ κούτε-α πληθ. κούτσατε. Ἀούτσ-κε-α (Περμετ.) πληθ. χούτσ-κατε -- ἀγγεῖόν τι µε χεροῦλι, πουζσίμ-ις- τόλμη πληθ. ε-τε καὶ γουτσίµ-ι, γουβσίµ.-ι, κουτσιμτᾶρ-ι πληθ. κουτσιμτάρετεξ τολµ.ηλός. Κουτσιμτάρε-]α πληθ. κοαυτσιµτάρετες- τολμηρά καὶ κουσιμτάο-ι, γουτσιμτάρ-ι, γουσιμτᾶρ-ι πληθ. ε-τε. Κουτσόν] (Όιμ1ά1), κουᾷσό] (Υ), γουτσό] (τ) Υουάσό] (Υ), γεζὀ] (Τορ.) (Γάσ-ζι) - τολμῶ [γραικ. κουτάω] κουτσόν] ε Ὠάν] ζέμεοε (Ῥιι]) -- δι ; 8 μα μ κα δα Ι ών ψ τολμῶ. ---- 6 κουταύν] τε Ὠέν]ε φάρε Υ]ε]ε-- σ’ γειόν µε ἸὈάμ, φάρε - γ]ά]ε (Τυρ.) -- δὲν τολμᾷ νὰ κάμῃ τίποτε. μ κούτᾶ ἐπιφώνημ.. (ἐπὶ σκύλων) ὅταν διώχνουσι τοὺς σκύλους (Τουρκ., ὁδτ]. . . 5 - .. -.. --- [ ) ' --, - πράλ]-ι πληθ πραλ]χτε () να κράλ]ετε (τ) Ξ βασιλεὺς ἰδ, ρίγε-α, μΏρέτι-ι, ῃ / κρακουρίνε-α πληθ. κρακουρίνατε ἴὸ. καρκουρίνἑ-ο., κράνάε-]α πληθ. κράνᾷετε-- πλ]άτὃ-κε-α καὶ κράναε]ε-]κ (Σ), κοέν- ασ ]α (Περμέτ.), υ]ῖ τσόπε ἀροῦνι.---ἀέγα ἀροῦρι πρέρα µε γέθε, ἴδ, καρθῖ-α (Έλθας.) δκάοπε-α. κράνὺ-ι (Υ) Ξ γ]έθε τε βόγελ]α κἷε τσέλ] ἀροῦνι, α α]ὸ γέθε]α ε βό- ΥΕλΙΕ ποσα 4ελ] πρὲ] σὔθιτ, πραουτύρε-α (θι141) πληθ. κρχουτύρατε ἴδ, κρεατύρε-κ. κριέσε-α πληθ. κριέσατε-- πλάσις. χράπ..ι (5) πληθ. κράπατε-ς εἶδος ἰχθύος. ῥ ΔΑ ρασίτ-ίτ-ίτ (Βεράτ.) ϱ.-- κλαδεύω: καὶ κραστίτ-ίτ-ΐτ. (Περμέτ.) ἆορ η Ἀρασιτα, µετχ. κρασίτουρε.--- τὸ παθ. κρασίτεµ., κραατίτεμ. (Περμ). ρ Ἶ Ἡ |] «κ γ νο ώὂφσι- ο 9 υ . 4 -- λεει - - - -- 1Τ106 --- ᾽͵᾽µἱ͵ὗ”ὦ”ὦἩὤἩμᾧὣὡ«ό«ὂὡ κ ὂὡ.υυ...... Ἠρασταβέτσ-ι πληθ. κρασταθέτσατε. ἵἴδ. καστραθέτη-ι-- ἆγγαῦρι Σραδό) (Υ) - παραθά/λω, συγκρίνω. πράχ-ου [τ. Ῥοράαη) πληθ. κράχετε.-- καὶ κράζ-ι (Σ) πληθ. κρά νὲ ἝἜ δ.ὸ Ι .Ἰ πω ο πι σα 5 τη τι Μ τα | λ αν [ο ο ῶς μὲ, ἛἜ ο. ον 5 η Ι σα το Ες Σ ειν πι | ο δ υπ] κ. - δα π τὴ ο ο ω .ὶ ας |) μπε) / " : β |, : ’ . α ψ. Ἡ τευομκι κοινῶς έχω πλατην.--ε µαάρρ νε κράχε-- τὸν σηκόνω εἰς κα. μ---ᾱ μας -τ-τ- Ἕωδε ο ών ων ... πιω Ἄνο ο ρ 2. -.ν π--- ” ν - 4 ο8 - το κα - ο φη τοὺς βιαχίονας.----ν]ε κοὰχ Ὀαρ Ξ- σᾶ Ὄαρ μὲρρ κράχου. 9) κράᾷ-ου- | πτέρυξ -γος καὶ φλ]έτε-α (Υ)Ξ ἡ πτέρυξ. κράχα-δάτρε-α (Ἐλθας) πληθ. κράχκ-θάτρατε -- εἶδος ἱέραχος λίαν ἰάχυροῦυ ἄστις πυνήθως σχκοτόνει τὰ πτηνὰ κτυπῶν διὰ τῶν πτερύ- ων, ν]ξ φάρε σχκ]ιφτέρι Χ]ι ικα κράχατε ποσὶ θάᾷ:ε χραχαθραᾶρα ι βῥροὲτ ζόκ]τε µε κράζα εδε ιζα, πο σχ]ιφτερι ι ζὲ ζόκ]τε φλ]ου- τουρίµθι µε θόν] εδὲ ι ναούκ. µε σκ]ούπινε. πράχαν-ι καὶ κράχεν-ι (Υ), κρέχερ-ι (τ)Ξ- τὸ κτένι͵ κραχανοῦερ-όρι (Υ) Γκράζαν-ι]--τὸ στῆθος.---καὶ κραανοῦρ-όρι (συνῃο. Υ) κβαχενοῦερ-όρι (Ροράδη κράχεν-ι) κραχενούρ-όρι (συνῃρ) κρκ- ἠερούαρ-όρι [κρέχερ-ι] πληθ. κραλχανέρετε, κραχενόρετε (Υ), κραζερό- ρετε (τ). πραχαδό] (Τυρ.- Καθ.) ρ. ἐνερ. Ξ βὲ κράχα µε κράζ«' ἆο µε θένε Ῥὰ] σιν]ιν]ί (-- παραθάλλω [μµετκφορ.]). κρεατύρε-α (α41-ροράαπ) πληθ. κρεατόρατες πλάσμκ καὶ κριετύ- ρὲ-α (Υ), κρίεσε-α (Υγ) Ξπλάσις, δημιούργημα. αρέδεµ. (Βεράτ.) καὶ κοίδεµ., ζύτεμ. (Υ) Ξ βουτῶ (ἐγά). κρέῦδ καὶ ζύσ-ύτ-ύτ (Υ) Ξ βουτῶ ἄλλον. πρέ]τ (Ώίδεα- Τετόθα) -- κρύε-κεπαύτε (Σ),Ξ φᾶρε (τ)- ὀλοτελῶς, παν- τελῶς, ὅλως διόλου (κοινῶς). κρεμαστᾶρ-ι (ἜἛλθαςσ.) πληθ. κρεμιαστάρετε ["Ελλην. κοεμιαστήριον] δ, θαργόρ-ι βαργούε-ονι (Σ). κρεμῖλ-ι (τ) πληθ. κρεμέ]τε ἴὸ. κερμῖλ-ι - κοχλίας. (ε) κρέμτε-α (τ)--τε χρέµτετεζ- φέστβ-α πληθ. φέστατες-ἑοοτή. ἀῑτε πρεμιτε Ξ ἑορτάσιμος ἡμεοα ἀντιθ. ἀῑτε πουνετόρε. κρεμτόν] (τ) ϱ. - ἑορτάζω καὶ φεστό] (Σ. γεγ.) κρενά]ε-]α (Υ) πληθ. κρενά]ετε τὸ ἐ α ω η πάνω µερος τύπου τινός, τὸ ἐκ τῆς κεφαλῆς µερος τόπου τινάς. υυ---ὃ--- -- 1ττ --- πρένᾶε-]α (Περμέτ.) πληθ. κρένᾷετες κράνᾶε-]α-- γ]έθε-]α κθέτ-ι (Μιρεβίτα) ἴδ. δκοέπ-ι. κρεπί} ρημ.. κρύπε-α] καὶ κερπί] -- τοώγω μµεζελίκικ διὰ νὰ πίνω τὸ Χρασί, --- µεσ. κρεπίτεμ., κεοπίτεμ.. κρέρε-τε (Περμέτ.) ἴδ. ὁρῖ-α (Αργυρ.)- κλήµκτα. κρεσμό] Ξ νηστεύω. Ἠρεσμό»)} (Όαα1) ρ. ἐνερ.Ξ- χρίω τινά: καὶ βο]ό] (5) -- λαδόνω. κρεσµόνεμ (Ώιιά1) βο]όζ ο παθ. τοῦ προηγ. (τε) κρεδµούεμ-ιτε-- τὸ χρῖσμα ερέσε-α (τ) πληθ. κρέδατε ών ὄε-α (Βεράτ ) ἴὸ,. κρεὂτε-κ --θοί πρέδεµετε (Υ) ἴδ. κερέσεµετε καὶ κρεδµετε' μ.Ώ4. κεοεδμες- νηστεύω. κρεδεμόρε-]α" ἴδ. κερεδεµόρε -]α' πληθ. κ κρεσµόρετες- σαρακοστιανός, κρεσπερόν] (τ) ϱ. ἐνερ.Ξ νγρεᾷ κ]ίμετε σἱ µάτσε]α α σι κ]ένι, ὅταν θυ- β Ἆ πω 3 ο Γ - λα. µόνωσι χατα τῶν ἐχθρῶν.---τό µεσ. κρεδπερόνεμ., πα κρέδτε-αξ χ]ίμε τ αὗπερα σι τε ἀέροιτ. --- σί πιά δτ᾽ κά νάς γούδετ' 3) ἡ ξύστρα τοῦ ἄλόγου μὲ ὁποίαν ζύουν τὸ ἄλογον.----κοὶ κρεφδε-α (Βεράτ.) κρέδε-α (τ).---κρέδτ εθίουτ, κοέδτ' ογον.----Χάϊ κρεφσε-α (Ώεράτ.) κρέεσς-α (τ).---κρεῦτ ουτ, κρεστ ε γ]έλ]ιτ ἀέτι-, κρεδτ ε πράσιτ κρέτ) ε κ]έ |] γ]ελ]ιτ ἀέτιτ κ]ε ξ . ην ο κ. - - πεσε η] ι ' Τ ὁ ο. μη . . μμ ὃν .- (ε-ε) αρέὄτενε-ι-α καὶ κρεὔτρέρε-ι α (9) ἴδ, γεδτένε (Υ}, (εστέρε (τ). κρεστενίμ (Υ), κρεὂτεοίµ. (τ) -- χριστιανισµώς, η)" ο 4ἡ πρέφ' ϱ. (Υ) ἵδ. κρεᾷ ϱ. Ξ υτενίζω. κρέφδε-α ἴδ. κρέδτε-α - τραχεῖα θρίξ, γουρουνότριχα. κρέχ (Υ. τ.) Ξ κτενίζω [συγκρ. κλώθω]. αρέχερ-ι (τ) ἴδ. κράχεν- ι (Υ) -- κτένι. πρετσάσ -έτ- έτξ-ἴδ. κεοτσάσ-έτ-έτ ρ. Ξ κροτῶ. Ἀριέσε-α πληθ. κριέσατε [κριό]] ϱ ) δημιούργημα πλάσις, γένεσις. κριεσετάρ- ἄρι πληθ. ἄρε-τε ἆ .- κ. σ, (Υ) Ξ δηµιουρ ογὺς πλάστης.--- κριεσε- τάρε-]α πληθ. άρε-τε θηλ. καὶ πριετάο -ἄρι ἆρσ. πριετάρε-]α θηλ. (Υ), καὶ κριούεσ-ι (Ῥια], Ροράαη ---γεγ.) πληθ. κριούεσιτε. κρίδμε-α (Ἔνραν.) πληθ. κρίθµατε καὶ κλ]θµε-α πληθ κλ]θµατε- Γη πραυγη. πρίνε-α πληθ. κρίνατες- τὸ σμῆνος τῶν μελισσῶν' κοῦν ε Ὠλ]έτεσε ρα -- μ μμ ος μα ο, 3 -.. ἂν μΏε ἀροῦτ - τὸ σμῆνος τῶν μελισσῶν ἔπεσεν ἐπὶ τοῦ δένδρου. Ἀριούεσ-ι (Ῥιαϊἱ --- Ῥοράαη --- ΥΕΥ.) πληθ. κριούεσιτε κριετΊρ-ι. ΛΕΞΙΚΟΝ ΑΛΗΛΝΟΕΛΛΗΝΙΚώΝ 15 ῃ κϱ-.-.---. ᾽Ἴ᾽θἼἾ ο ο νι --- 118 --- Μριό/-όν] (.». Ρα! ----Ῥοσά απ) -- δημιουργῶ, πλάττω. --παβ. κριό- χεμ -όνεμ' δημιουργοῦμας, πλάττομαι' ἐν τῇ φράσει µος ου κριόφτε ι κετίλε ν]ερῖ να μη δημιουογ ηθῇ τοιοῦτος ἄνθρωπος (ἐννοεῖται κακός). κρίτ-ι (ροράαῃ)-- φλ]όκ-ου ἡ κόμη τῆς κεφαλῆς' µε κρίπ ρρούεµ.-- μὲ ξυρισμένα μαλλιά, νγρέ περ χρίπ (οοράαπ)-- νγρὲ πὲρ φλ]όκεὂ -- τὸν σηκόνω ἀπὸ τὰ μαλλιά, δηλ. ἀπὸ τὴν κόμην. Ἄρωι- δἼ-ου.: πληθ. κρίπ- ζέστε' κριπ- ζέζε-α. θηλ. κρίπε-α« (τ) ἴδ. κρύπε-α (Υ) -- ὅλας, ἁλάτι. πρίπ- (τ) ϱημ.. ἴδ. κρυπ (Υ) ο. -- ἁλατίζω. κριπεσό] (τ) ο. ἴδ. κρυπεσό] (Υ) ϱ. καὶ κριπό]-- χρύπ ρίπεµι Ξ- κούπεμ., Ἀριπεσόνεμ. Ξ- κρυπεσόχεμ. κριπόνε καθ ακααμυμκοο κου καν πμ μα ρωαωωω.οωυὔυΧ--.- ἘΚΕἘΕυΕυκᾶ--- -- .. - . ------- .. οι . .ι κρύπεμ..Ξ ἁλατίζομαι, τομ -----------ὐμεμ-ᾱ--- ων -ᾱ-- κκ αια.ας --- ο. .. ας, αι ἵ ππων - . - μ α ο -- ῥ αμ .. ’ Ἱ τε ας " μα / Χρωιεσίρὲ-α (τ) ἴὸ,. δελᾠε-α (τ) καὶ δελινε-α (Υ) Ξ ἁρμύρα. κρίσ-ίσ-ίσ: ϱ. κοινῶς ραγίζω: ὡς κρίσι κ]έλ]κ]ε]α ἐρράγισε τὸ γυαλὶ Ἱ ! | η | ποινῶς' 2) κοίσξ κρο-ῶ, χάµνω κρότον κρίσι πούὔκα-- ἐπυρσοκρότησε τὸ πυροθόλον' ἔχαμε κρότον τὺ πυροβόλον: ἄόρ. κρίσα-ε-ι᾽ μετοχ. κρίσε, κρίσουνε (Υ), κρίσουρε (τ) : ας ε ο ψ δα β ο η αν Χρίσε-α πληθ. Ἀρισατε--βάγισμα κοινῶς χρίσµε-α πληθ. κρίσµατε-- --..... κρότος. κρίφεµ (Υ) παθ, τοῦ ϱ. κρέφ. (Υ) κρίχεμ. (τ.Υ.Σ.) μεσ. ϱ. Ξκτενίζομαι. { / Ἱ κρασμε-α πληθ. Ἀρίτσματες- κρίσµε-α Ξ- κρότος. Ἀρόενετε (Ῥιιά]) πληθ. τοῦ προύα -οἳ -- αἱ βρύσεις. πρόμε-α πληθ. κοόµατε-- ἡ λέπρα καὶ σδθέρε-|κ [ῖὸ. ρούχ]] ἴδ. στρόχε-α., Ἀρομόσεμτ με ελ] κρόµα : (5) Ξ λεπριάζω. κρομόσ-δι (Υ) καὶ κροµόδ-ι -- αὐ Ἅ]ι κά κούµενε-- λεπρός. προνγῖλ-ι (Περμέτ.) πληθ. προνγ]{]τε-- βάργετ ε ἄχκουλιτ Χ]ε βάρενε νε περ τιέγουλατ Ξ- κρύσταλλα, Ἀρότο-ι (Αργυρ.) πληθ. κρότδετε ἵδ. κερρϊτὸ-ι (Βεράτ.) -- πῶλος ὄνου. Κροῦ-]α γεν. Ἠροῦσε, αἰτ. Εροῦνε-- πόλις τῆς ᾽Αλθανίας ἡ πατρὶς τοῦ Σκενδέρ µπεη Ἡ Ερόϊα. κροῦα-όϊ -- βρήσις, πληθ. κοόν]τε-- βρύσις. κρουνός' καὶ κρούε-οἳ πληθ. χβόν]τε καὶ κροένετε (1141), κροῦ-οἵ (συνηρ.) πληθ. κρόν]τε. -- 1τ9 -- προύαν} (τ) ϱ. ἐνερ. [ἕλλην. κνάω]-- ξύω καὶ κούι] (Υ) κροὺᾗ (συνῃο.) κοούαν], κρύετε-- ζύνω τὴν κεφαλήν [συγκο. δκουὐαν], γερούεν], Υδ- οἶτα, Ὑδίτζ]. κρούχεμ: παθ.Ξ-ξύομαι, κρούνάε-α πληθ. κρούνᾷετε (Βεράτ }--πίτουρα χονδρὰ µε τε τράὄκ σε Ἰνμετε᾽ ἐνῷ Ίίμετε (Βεράτ.) -- πίτουρα ψιλὰ (µε τε Ἰόλα σε χρούν- ἄετε.) ἆνμετε (Καβά]α, Τωρ. Κρού]α). κρούσπουλ-ι (Υεγ. Βεράτ.) -- ἀνάπτρος- (τουο. γ]υτρύμ..) ἐν τῇ φ ᾖότι τε Ὀέφτε αβούσπουλ. (ἐλθας ). ἴδ. γορούτσ-ις καμπούρης. προῦόῦκ-ου πληθ. μα λες συμπέθερος. κρούόκε α πληθ, κρούδκατε-- συμ,πεθέρα.. ρουὸκ/ῖ-α-- συμπεθεριὰ Χοιν. Ὀδ] κρουδκῖ--συμπεθεριάζω, συμπεθε - ρολογῶ. μρύε καὶ κρέ)ι, γεν. κρέ]ντ, αἰτ. χρύετε ἄφαιρ. χρέ]ντ. καὶ κρύετε οὐδ. Ἡ γεν. κρέ]ιτ, αἰτ. κούετε, ἆφαιρ. κρε]ιτ, πληθ. κρένετε καὶ κρέρετε (τ). κλητ. ἑνικ, ο κρύε" πληθ. ο ος ((), ο κρέρε (τ)' ἄφκιρ. κρέ- νεῦ (Υ)) κρέρεῦ ε6 1) -- κεφαλή: 2) ἀρχή, Ἡ) ἀρχηγός, 4) κεφάλαιον. ν]ε κίντ κρέρε δὲν (ἐπὶ ζώων) -- ἑκατὸν πρόθατα" ν]ε Χυντ κρέρε ὃτ, λ]όπε κ.τ.λ. -- ἑκατὸν αἶγες, ἀγελάδες κ.τ.λ. ν᾿ κρύετξ εἰς τὴν ἆρ- χην (ριιά); κρέρετ Ὁ φάραδετ -- οἱ ἄρχηγοὶ τῶν φυλῶν: με δει ν να ) Ἠρμξτε, ἀόρα, κ Ἀξμ, θα, βεὂν, σοι, ο, Τ,λ. Ξ με πονεῖ ἡ κεφαλή, ο χε ιρ, “ ό α ὁ πούς, τὸ οὖς, ὁ ὀφθαλμὸς κ.τ.λ ἐδτε κρύε µΡε βέτε -- εἶναι αὐτοκέ- φχλος, ἀνεξάρτητος" με κρύε τε τι] Ξ πράττει καεώνιφόνώς, ἄνεξαρ- τήτως" μ.Ὀε κρύετ εἰς τὴν κορυφην΄ μοι κρύετ - ἐπὶ χεφαλῆς' νε πρύετ τε µεσάλεσε-- εἰς τὴν χορυφήν’ ἀντιθ. νε φούντ,νᾷε Ὀίὸτ -- εἰς τὸ τελος κρέρετ᾽ ε Σκ]ιπεοίσε-- οἱ ἀρχηγοὶ τῆς ᾽Αλθανίας' κοὐετε πούγεσε-- ἡ ἀρχὴ τοῦ ἔργου: 9) ὁ πρωταίΐτιος.--- κρύετε λ]ούμιτ--ἡ πηγἩ τοῦ ποταμοῦ" ἴ8δ. Υούρρε-α.---λ]ούμι Ερζένιτ ε κἂ κρύετε νε ψ Σεμμερῖ κ νε Σ Σενγ]έρκ]-- πηγάζει, ---κ3 κρύε τε λ]άοτε-- εἶναι ἄπει- θης ---με κρύε ν᾿ ἀόρες-ρ ριφοκίνδυνος, ος νγρε χρύεξ ἐπχ- δν. πα] ναστατῶ. ---γοῦχε ἀελ] µβε κρύε-- δὲν ἀποπερατοῦται' κοιν. δὲν ἐθγαίνει εἰς τό κεφάλι.---κῄισ μΏε κρύε, νοσιες μΏε κούε ἆποπε- ρᾳτῶ' ἄντιθ. φούντ-άι, Ὀιδτ-ι - τέλος, οὐρά, / ” / ε ᾽ - ε Γ ’ , Ἠρύε-]α (Περμετ.) - ἡ κεφαλη γενικῶς' ἡ γεν. κρύεσε αἰτ. κούενα. -- 180 --- πρύε-άρτεζε-α πληθ --- ζατε-- τὸ κκρδαρίνι καὶ ζοκ-ορεφέῦχου (τυραν.). κρύε-βότερε-α (Υ) Ξ κρύετ᾽ ε βότερεσε: ορι νᾶε πρύε-βύτερεζ-ορι νᾶς κρύε τε βότεοεσε (ἐπὶ πρωτοκαθεδοίας]. πρῦύε-δαρέ-]α-- αὔ κ]ε ε κά κρύετε σα ν]ὲ Ὀαροξ. πρύε-διέτεσ-ι-- δέκαρχος. κούε-κεπούτε (Σ) ἐπίρ. ἴδ. κρὲ]τ (Ὀ(6ρ-Τετόθα) -- ἀκέφαλος. κρύε-κούνγουλ-ιξ αὖ κ]ε ε κ κρύενε ποσὶ κούνγουλ. κρύε-κούνγουλ-ρρουμβουλάμ-ου - στρογγυλοκολοκινβοχέφκλος. χούε-κίνζεσ-ι-- ἑκατόνταρχος, κρύε-κ]υτὲτς ἡ πρωτεύουσα. κρύε-λ]άρτε-ι-α (1) ἴδ. κρυ-νάλ]τε-ι-α (Υ) -- ὑπερήφανος, ἀπειθής, Ἀρύε-γλούφτετᾶρ -- πολέμαρχος, πληθ. κρυελ]ουφτετάρετε. πρύε-μί]εσ-ις- χιλίαρχος. Ἠρύε-μότ-ιξ ἀρχιχοονιά. μρύε-νάλτε-ι-α (Υ)Ξ- ἀπειθῆς καὶ κρύε λ]άρτέ-ι-α (5). κρύε-νγούλῦδι (Ἓλδασ. Καθ. Βεράτ.), πιτσανγούλθι (Τνμαν.) πιτπιν- Υοὐλ] (Σ. Ἠροῦ]α) - κατακέφχλα.--με κρύε µΏε δέτ, ε µε χαμὺε περπιέτε΄ ράδε πιτσινγούλ] µε κρύε νᾷε τόχετ (Σ) -- ἔπεσα χατακέ- φαλα εἰς τὴν γην. πρύε-κετσύεµ [κούε καὶ κετσέ]] (Ῥιι41) µετοχ. ἴδ, Κατηχ. σελ. |3. πρύε-ούλ]ετε-ι-αΞ- εὐπειθής, ταπεινὺς καὶ κουεούν]τε-ι-κ. (Υ) καὶ συνῃρ. κρύε-ουὂτετουρ-όρι -- ἀρχιστράτηγος. Ἀρύε-πεσεδιέτεσ-ι -- πεντηκόνταρχος. χρύε-πρίφτ-ι: πληθ. κρύε- ποί (Υ) εποί 6 (τ) Ξ ἆρ θύε-πρίφτ-ε: πλην. κρυε- πρίφτβνιτε (Υ) κρυεπρίφτεριτε (τ) Ξ ἆρ- χιερεύς. κρύε]: (Υ. τ) ϱ. ἐνερ. [κρύε-τε]-- ἀποπερατόνω, ἀνακεφαλαιόνω, τὸ ῥγάζω πέρα κοινῶς ----κ]ισ μΏε κρύε-- νᾷσιέο μΏς κρύε. ἆορ. κρέθκ- Απο λε 1. ν ε-ου.-- µετοχ. κρύεμ, καὶ κοῦμ (Υ), κρύερε (τ). | ρύὀὺ (Ἓλθασ.) ρ. ἐνερ. ἀορ. κρύδα-ε-ι.----μετχ. κρύδε καὶ κρύδουνε, ἐν τῇ φράσει ]α κρύδι παράτες τοῦ τὰ σούφρωσε τὰ χρήματα κοιν. --]α µόρι παράτε τε τερα νγα ἀδέπι πα ε ναιέρε- τοῦ τ᾽ ἅρπαξεν μα, η ο 3 3 η ω 5 / . - ὅλα τὰ χρηματα ἅπ᾿ τὴ τσεπι ἄνεπαισθήτως.---- (κουρ βέτε ναόν]ε πας κούρθαδ α πας κάρτεραὸ (Ῥιὰδόζιτ)). -- 181 --- αρύκ]-ι [Λατ. ονιιχ] πληθ. θύκΊετε καὶ κρύκ]ε-]α, (Ῥι141) κρύχ]ε-α (Ῥᾶ1) - σταυρός.---- Ῥέν] κρύχ] Ξκάμνω τὸν σταυρόν. κούκ] κκὶ κρύκ]αζε ἐπιρ. Ξ στα κυοσειλῶς, πρωπα, τα Χάμιρε (} κέμρε) (τ) κρύκ] --κάθηµαι σταυροπόδι.--ε πρέου κρύκ] -- τὸν ἔκοψε σταυρωτά. πρύκ]ε-]α πληθ. κρύκ]ετες σταυρωτή. οὖδε Ἀρύκ]ε -- σταυροδρόµιον, δρόµιος σταυρωτός, --- νάπε κρύχ]ε-- μανδήλιον στκυρωτόν, Χχομμένον ᾿ σταυροειδῶς. πρυκ]άσ (Αογυρ.) ϱ. ἴδ. κρυκ]εζό] (Υ) Ξ διασταυρῶ. κρυκ]άσεμ (Αργυρ.) ἵδ. κρυκ]εζόχεμ. (Υ) - δικσταυροῦμαι. "ρυκ]ε2ό] (Υ) ϱ. ἐνερ.Ξ σταυρόνω καὶ κρυκ]εσόν] (ήΠερμέτ.) ---- κρυκ]ε- ζόχεμ. (Υ) παθ Ξ σταυρόνοµαι καὶ Ὀρ] σύνην (Περμετ). πρυμβόσεμ (Υ) ο. οὐδ. Ξ σκουληκιάζω. Ξ ζα κρίμΏα -- πιάνω σκου- λήκια, κρύκ]εζατε πληθ. (Σ) [λέξις ἄνατομιικ η]. ----“κρύκ]εζατ ε κουρρίζιτ (Σ) --α --ᾖδ. κερΏίότετε -- ἱερὸν ὁστοῦν, πρύμπ-ὂι πληθ. κρύµβατε (Υ. τ. ὑοράφη) -- σκώληξ, | σύγκρινον κράμθη]. - κρύπε-α (Υ) (ὄνομα περιληπτικὺν)-- ἅλας, ἁλάτι κοινῶς. / ν ας αν ο. , οι πρύπ καὶ κρύπι (Υ) καὶ κρυπεσό] -- ἁλατίζω. πρύπεμ καὶ κρυπεσόχεμ -- ἁλατίζομαν, κὺ καὶ κύ] (Υ. τ) ἄντων. δεικτ. -- οὗτος ἴδ, αὐ -- αὐτός' γεν. κετίῃ] Ἡ Χετὶ, αἷτ. χετᾶ () κετέ (τ), ὀν. πληθ. χετα, Υεν. κετύνεθε (Υ) καὶ κετύρεθε (τ) ἆφαιρ. χεσίὃ -- ἐκ τούτων. ἃ ὁ τα [ [ι -... [. .4 Ἀύτο, κύτο, κύὐτό (ἨΠερμέετ.) ϱ. ἐνεο. Ξ κλειδόνω. κὐτδιμε, κύτὂνε, κὐτόνι]ενε -- κλειδόνοµεν-ετε-ουσι, 8 ” ὦ 5 Γη Γ Ἀ [ιν Ἀυτοενίτσξ-α πληθ. α-τε- κ]υτδενίτοε-α Ξ- κλειδαρία. (ὑγρὸν ἢ ὁδορτοπρόμεο του). κ)άζνε-α (ί6ρα) -- δε]άχ-ου ὃ ἴδ. πληθ. κ]άζνατες- ἐριοῦχον ὄφαμμα. κ]ά]-- κλ]ά] (1δαμ. ) ἄορ. κ]άθο-ε-ου µετχ. κ]άρε (τ) καὶ κ]άμ (γ) -- λαίω. 32) κ]ὰ] µΏε τε (Υ. Εροῦ]α) -- ἐγκαλῶ, ἐνάγω. -- 155 --- κ]άνάρε-α (η) (Ῥοσά απ) πληθ. Εάρατε-κοάρ-α (τ)Ξ τὸ κέντοον. κ]ανε (Ῥοράαπ) ἴδ. ωἷς μτχ. τοῦ ρ. Ἰάμ. --- καὶ κ]άνε (τ. Γακόθκ) μτχ. ---Ιὰμ ε κάνε- κἀμ. κ]ένα. (τε) κ]άνετε (Ὀοσάαπ) ἴδ. τε κ]ένετες ἡ ὕπαρξις, τὸ εἶναι. α]άπε-α (Κα6.) πληθ. κ]άπατες- µάνδαλος Ξ χ]άπε-α« καὶ -- κ]άπε-α (Καθ.), μανάάλ-ι (Ἐλθάσ.) καταπῖ-α (Βεράτ.) πληθ. καταπίτε, κλ]ά[κε-α (Περτελ]α) πληθ. κλά]κατε. Κ]άρκε-]α (Ἰλθάσ.) πληθ. κ]άρκετε-- ζόρρετ' ε τράδκ µε διάµε. κ]άρκ ἐπιρ. [λατ. οἴγσα] -- πέριξ κύκλῳ: ἴδ. ρρεθ, ρρότουλε, τόρρε καὶ περχ]άρκ. ---κ]αρκ- περκ]άρχ.-- γύρω τριγύρω. -πο ι βίν] περκ]άρκ τ κ ζαξ τὸν τριγυρίζω νὰ τὸν πιάσω. κ]αρκό) καὶ κεοθουλόν] (Βεοάτ.) κερθελόν] (τ), ρρεθό] (Σ)Ξςπερικυ- Χλόνω᾽ τὸ παθ. κ]αρκόχεμ, κερθουλόνεµ.. ρρεθόζεµ, (Σ). ]άρτε-α (τ. Ῥοράαη) Ξἔλεγχος, ἐπίπληξις, µόλωμα (Ἔουρκ. καθγά) πληθ. χ]άρτα-τε κ]αρτό] (Ῥοράαη) ϱ. Ξ- ἐπιπλήττω, ἐλέγχω ψέγω τινά. κκὶ κ]εζ- τόν]-ο] (τ) [ Ἑλλην, κερτοµέως]. Ἀ]αρτόχεμ (Ῥοβάαη) κερνόνεµ. (τ. Ῥιιά]) παθ. -- ἐπιπλήττομαι, ἐλέγ- χοµαι, ψέγομαιν. κ/άρρ-ι πληθ. κ]άρρατε -- εἶδος ἀγρίου δένδρου, κ]αρρίστε-αξ- βὲντ πλ]δτ µε «]άβρά πληθ. κ]αροίστατε, (.-ε-τε) κ]άροτε ἐπιθ. -- πρε] κ]άροι. κ]άσ (Υ) ϱ. ἐνερ. ο τινά, κ]άσεμ. (Υ) παθ. πλ]αρ- Υόχεμ -- ἀποχωρίζομαι' κἱάσου µΏε ν]᾿ ἄνε () Ξ λ]αργόχου µξε νἱ ανὲ (τ)-- ἀποχωσίσθητι, κ]άσ (τ) ο. ο. αφρόν] πλησι ζω τινα Ἀ]άσεμ. (τε) παθ. Ξαφρόνεμ.Ξ πλησιάζω" κἱάσου τχζού (τ) -- αφρόνου" κἱάσου τούτ]ε (τ) λ]α;- Ὑόνου, ]άσε-α (Κρου]α) -- ταλαγάνε-]α, γούνε-α πληθ. κ]άσατβ. κ]ασέ-]α (Βεράτ.)Ξ-μέτρον χωρητικότητος 30 ὀκάδων: ἐν Αὐλῶνι καὶ Πρεμετῇ 460 ὀκάδων πληθ. χ]ατέτε. κ/άφξ-α πληθ. κ] άφατε -- λαιμός: κ]άφ᾽ ε μάλ]ττ. --μος µε µερρ νε κ]αφε μη με πέρνεις στὸν λαιμό μη με ἀδ.κεῖς' με ρα -ς ἀ) ρα µε νγάου πα ι Ρέρε γ]έω-- ε λ]ε νὰε χ]άφε τένθε’ τὸν ἀφίνω εἰς τὴν --- 155 -- ψυγ ήν σου.----κεπούτ κ]άφενε κεναύ Ξ γοεµίσου ἀπ᾿ ἐδῶ' ρρόχ. νάε α ᾗ 1 . ἔ αν . ι Ἶ μη κ]σφετ --εναγκαλίζω" ροόκεµι νᾷε κ]άφετ-- ἐναγκαλιόμεθς, )άφε γ]άτε-ι-α-- µοκρόλαιµος: κ]άφε- δχούρτενε-ι-κ (Υ) 5 κ]άφε-δκούρ- τερέ-ι-αΞ- κοντόλαιµος, κ/άφε-τράδε-ι-α -- χονδρόλαιµος. κ]άφε-λόλε-ι-αΞ- ψιλόλαιμος. ]αφόν] (Περμέτ.) ϱ. ἐνερ. Ξρροχ νε κ]άφε -- ἐναγκαλίζω. κ/αφόνεμ (Περμέτ.) παθ. τοῦ προηγ. αῥ9 Α . ᾗἩ ο ο . Ρα .. α]άχεμ : (Υ. τ.) παθ. τοῦ κ]α]. -παροπονοῦμαι ἴδ, κλ]άχεμ. (τδαμ.). κ]έ (Σ) ἴδ. ν]ε-- ἰδού: χ]ε (τ). τε (ΥεΥ. Ὕδρα----Ὑπέτσαι) χι (Υ)-- δ ββ ε 3 ν 4 µ μ μα 5 ” πες . ὅστις, ἥτις, ὁ ὁποῖος, ἡ ὁποία (κοιν, ὅπου) αὖ κ]ε-- ἐκεῖνος ὅστις α]ό .. Ἡ η ὁμιλεῖ, α]ό κ]ε φλ]έτ-- ἐκείνη ἥτις ὑμιλεῖ' ατά τε φόλ]ε-- αὐτὸ τὸ . ὑμιλεῖν.---ατά κε φλ]άσενε, ατό κ]ε φλ]άσενε-- ἐκεῖνοι οἵτινες όμι- λοῦσιν" (κοινῶς-- ἐκεῖνος ὁποῦ ἐκείνη ὁποῦ- - ἐκεῖνοι ὅπου, ἐκεῖναι ὁποῦ) αὖ κ]ε ἐὅτε µε ι µαθ σε ούνε-- ἐχεῖνος ὅστις εἶναι μεγαλύτε- ος µου" ({κοιν. ἐκεῖνος ὁποῦ εἶναι μεγαλύτερός µου]" ἐδτε ζε ν]ερίου κ]ε θερρέτ -- εἶναι φωνη ἀνθρώπου ὅστις φωνάζει, --- 9) σηµ.. ἵνα, διὰ νὰ όπως" ἀεργούανε ν]έρες κε τα ἴϊν) ατες-ἔστειλαν ἀνθρώπους διὰ νὰ πιάσωσιν αὐτόν: 8) ἐκ, ἀπό" κ]ε νε τε ρῖτ τ’ ἱμ-- ἐκ νεύτητός µου κ]ε νγα Ῥάρκου κι σ᾿ ἐμέσε-- ἐκ κοιλίας μ.ητούς' χἱε νάαδτί-- ἀπὸ τόρα" κ]ε νε μενγ]ες-- ἀπὸ τὸ πρωΐ κε νὰς κρύετ ε Ἱερεσε-- ἐξ ἆο- Ι] Ι] ) .] χῆς' κ]ε χέρεν ε πάρε ἀπὺ τὴν πρώτην φοράν, ἀπὸ τὴν ἀρχήν' κ]ς κουρ λ]έθα -- ἀφ᾿ ὅτου ἐγεννήθην κ]ε νγα ζανίνα νγερ νᾶς Σκόάρε-- ἀπὸ τὰ ᾿Γωάννινα ἕως τὴν Σκόδραν. κ]ε-κούρε (τ)--πρὸ πολλοῦ: κ]ι κούρε (Υ) τὂξ κούρε (Υ).----φράσις: «τού Χ]ε θούᾳ (τ)-- ἔτοι ὅπου λέγεις. .. αν µ ε ι .. Γ π. ἁ Ἀ]έθεσ-ι -- εἶδος δένδρου ὡς τὸ πσικε---κάρτε (--εἶδος δένδρου) κ]εζε-α (Κρου]α) κ]ξ-νι (Υ) πληθ, κ]εζατε. π]εῦ-ι (Καθ.) ἴδ, κ]ξ-νι (Υ) πληθ. κ]έθετε' καὶ κ]εθ-δι (2) Ξπλαστῆοιξ κ]θ-ι( Γἱεράτ.) πληθ «κ]έθετε' καὶ κ]έχζεν-ιπληθ. κ] ἐχενα-τεςκ]ἔ-ρι (τ). κ]5ῦ : ρὔμα--ψαλιδίζω: ἄόρ. χ]έθα-ε ι µετοχ. κ]εθε κ]έθουνε (Υ) κ]ε- θουρε (τ): κ]εθεμ.-- φαλιδίζοµαι, κείροµαι. --- 184 --- κ)έδεμ (Σ), νγεθεµ. (Βεράτ. Περμέτ.) ἴδ. ρρεκ]εθε», τεγκ]έθ:μ.. ϱ. -- ἂνκ- τριχιάζω. κ] έλα -θι-- ἔμπνον (πληθ. κ]έλ]πνατε (Υ) κ]έλπρατε (τ) ἄχρηστος). α)έλ]σι ο. ἐνερ.- βρομῶ τινα" κ]έλ]ῦεμ. ο. οὐδ.Ξ βρομῶ. κ)ελ]ὐεσίνε-α (Υ) κ]ελ]Ώεσίρε-α (τ) καὶ κ]ελ]Ώετσίρε-α (τ) πληθ. κ]ελ]- Ρεσίνατε, κ]ελ]Ώεσίρατε κ]ελΏετσίρατε-- δυσωδία, βρῶμα, α]ελ]ῤεσόν]-όχεμ (1) ἴδ. κ]έλ]πθεμ -- ἀπόζω, βρωμῶ. κ]ελ]ύεσ-ι' εἶδος ζώου (ποσὶ ὄκ]αοῦ ι µάθ, σα ν]ε γ]ύμεσε µάτδε]ε πληθ. κ]έλ]θεσι-ε. κ/ελ]εναρύδε-]α (Περμέτ.) πληθ. κ]ελ]ενάρύδετε -- ἴδ ἀνλενάύδε-]κ -- χελιδών. α]ελ]ι-α [λΛατ. ορ]]α] -- τὸ κελὶ τῆς ζωοτροφίας 9) ἡ κάµαρα τῶν µονα- χῶν πληθ. κ]ελ]ῖτε. α]ελίμ-ι () κἱνλίτι () Ξ ἡ ἐπιτυχία, τε κ]ελούαρετε πληθ. π]ελίμετε (1) ἴδ. π]ελόν] (τ). κ]ελ]κ]-ι πληθ. κ]έλ]κ]ετε ὕαλος κοινῶς γυαλί ἴδ,. γαδτάρε-]α (0: (.-ε) κ]έλ]κ]τες- (ι-ε) γκδτάρετε -- ὑάλινος, ]ελόν] (τ) -- τυγχαάνω, ἐντυγχάνω, νᾷσθ, νάόδεµ. π]ιλό] (Υ) ἀάο. κ]ι- [ ο Α ῤ ο κ | ο ο δεις .. κ λόδο; ατύ (Ἐλόάσ) -- ἔτυχε (νὰ εἶμαι) αὐτοῦ 9) κ]ιλό]-- σκοπεύω, γο- ἀῑτ' (τ) ε κ]ιλόῖ µε γοῦρ (Ἠλόασ.Ξε γοάίΐτι µεγουρ(τ)Ξε γ]ούε]τι µε γοῦρ (Σ).-- σ' κ]ιλόϊ ν]ερί ατύ κουρ ουΏᾶ κε]ό πούνε-- οὐδεὶς ἔτυ- χεν αὐτοῦ ὅτε ἔγινε τοῦτο. α]έμ-ι (Υεγ. Ῥοσδάαη) Ξ θυμίαμα" κέμ-ι (Σ) κεν]έμ-ι (Βεράτ.). π]εμόσ (ή) κ]ίσ, κέμ. (Σ) Ξρηµ. Ξθυμιατίζω! παθ. κ]εμόσεμ (γ). κ]ξ-νι (Υ. Ἓλθασ.) -- ἡ πινκκωτή, ἁπλοελλην. πλαστῆρι, κ]ξ-ρι (τ). κ]έζε-α (Έρου]α) πληθ. κ]ξζατε - υ]ϊ ἀερράσε κ]ι βενε Ὀούκετε περ µε ι τδοῦμ. νε φούρρε τε πίκ]ενε. --- καὶ κ]εθ-ι (Κα6.) πληθ. κέθετε, κέθ-δι (Σ), κεθ-ι (Βευάτ.) πληθ. κέθετε. κ]ξχεν-., πληθ. κ]έζενατε (Τυράν.) Ξ- πινακωτή, πλάθρον. κ)έν-ι (Υ) πληθ. χ]έντε κ]εν-ι (τ) πληθ. κεντε [Λατ. οαΠίς, Ἑλλην. χύων] κοινῶς σχύλας, κ]εν-διὸτ- τσούνκ-γου Ξ- σκύλος μὲ κομµένην οὐράν. κ]ενγ]ελ]ε-α (τ) εἶδος χαμοδένδρου, πληθ. Χ]ενγ]ελ]α-τε καὶ κ]ίνγ]ελ- Ίέ-α (Υ) πληθ. κ] ἵνγ]ελ]ατς. ᾿ ι Ἀά . ευλαῖν --- κ]ενάίσ (Υ. τ. Ὀιιά1) ϱ. ἐνεργ. Ξ- κεντῶ (ἐπὶ ραπτικῆς)' κεναίσεμ. παθ. ἳ 5 μ . [ι (ι-ε-τε) κ]εναίσουρε (τ) -- κεντισµένος, ι-ε-τε π]ενάϊσουνε (). (τε) κ]εναίσουνε (γ) τε κ]εναίσουριτε (τ)Ξ τὸ κέντημα. κ]εναάρόν] (τ) ϱ. οὐδ. « στέκοµαι, ατηρίζομαι, ἀντιστέχομαε, ἀντέχω, ϱ}) διχοκῶ καὶ (ἡ} κινάρόν]:. 3) κ]ενάρόν τοιτοπους. Ξ χωστίζει.--- | :ᾖ | -- ᾿ |] . - ω . Ἡ δρ . ΄ ῃ κ]εναρόν] µΏε κεμΏε -- στέκοµαι ἐπὶ ποδός. ιν κ]ειάρόν] αρμκονυτ-- 3 α Ἡ : κα Ἡ μω 5 . .. . 5) ᾽ . ι κ. ἀνθίσταμκι κατὰ τοῦ οῦ. πε]ό γ]ε εὔτε ε λ]1γε σ᾿ κ]ενάρόν σούµε Γ. νι) .” |] α ἂν Ἆ : [ρ] Ε . χόχε -- αὐτὸ τὸ πρᾶγμα εἶνχι ἀχαμνό, δὲν διαρκεῖ (βαστᾷ) πολὺν καιρόν. --- σᾶ τε κ]ενᾶρόν κε]ό γ]ε-: πόσον σοῦ κωστίζει τοῦτο: µε κ]ενάρόν κάκ]ες μὲ κωστίζει τόσον’ ος Ἕλλην. κέντρον Ξ τὸ στή- ριγµο, Ἡ μέση ἐπὶ τῆς ὁποίας στηρίς ζεται ὅλον τὸ ο ια. τοῦ σώμµα- τος].---κ]ενᾶρό ατύ! µος λ]ούκ] βενᾶντ--στάσου αὐτοῦ] μη κινεῖσα.. κ]ενῖρε-α (τ) πληθ. κ]ενάρατε καὶ κ]ῶνάρε-α (Ῥοράαπ) [1δ. κ]ενάόν] (τ) καὶ κ]αναρόν] κατὰ την προφορὰν τοῦ Ῥοσάαπ] τε π]ενάρούε- ἡ Ἡ ο 0 κέντρον. πληῦ. κ]λνάρα-τε. τι (Ῥοράαμ). κ]εναρίμ-ι (τ) κἱνναρίμ-ι (1) πληθ. κ]ενάρίμετε, κ]ωάρίμετε-- ἄντ {- µιτεξ Ἡ θέσις, Ἡ στ2σις, ὁ σταθμός, ---κ]άνάρα ε τι] ἄδτε μ]εᾶίσι α ζέμερα ε στασις. κ]εναρέσε-α (τ), κ]ινάρέσε-α (Υ) πληθ. α-τες στερέωμα, (.-ε-τε) κ]ενάρούαρδιμ (τ) -- στάσιµος, βάσιµος' ι-ε-τε κ]εναρούεδιμ. (/) καὶ ι-ε-τε κ]ενᾶροῦσιμ, (συνῃρ.)΄' τὸ ἀντίθ. ι-ε-τε πα κ]ενάρούαρ- διµ. (τ) -- ἄστατος, ἀβάσιμος' ι-ε-τε πα κ]ενδρούεδιμ κχὶ ----οὔδιμ, (συνηρ.). | κ]ένε (Υ) αν. 5) μτχ. τοῦ Ἰαμ' τὸ 4ο µε κ]ένε (Υ) καὶ τὸ ἆο µε χ]ενε (τ) -- τί θέλε τα εἰπῆ: {Ξξ τὸ εστε; } (τε) «/ενετε α) Ἔ τε Ἀ]δνετε {5 ον. /ένε-/α (Υ) Ξ "νε ἷο (τ να ὄκκε-α (5) Ξ- σκύλλκ. (κ "ς . -..π ΜΕ 4 | κ ὕπαοξις, το είναι. 0.) ὕποκορ. τοῦ π]ένε-]σ' 9) παρα νύχι |] κΊενεζε-α (τ) -- κ]ενεζε-α ----- ποινῶς' πληθ. οκ... -- μ.μ. . . ωρα, ϕ / 5 - κ]ένεχου (Περμέτ.) -- ἐπίρ. Ξ 9πθεν' κοιν. ος σαμάτι. --- κ]ενεχου λες η , (Αργυρ.) [ Τουρκιστὶ γ]οί:], «κἰίνεσε καὶ κίνσε' Ἰούδα κ]ίνσε πο -.. πούθι Τισοῦνε ε τραθτόἰ-- ὁ Ἰούδας Φῆθεν ὅτι ἐφίλησε τὸν Τησοῦν τὸν Ἆ : ἐπρόδωκε. ο (9), μα]άέ (Βεράτ.) σε πο ὅκόί (Σ) - αἱ σικούρ πο ὅκό]. -- σ᾿ ἔστε βερτέτ εὔτε κ]ένεχου. Γ. ου ο .. -- ι 9 -. - --- » ὸ. "αν ᾱ - κ- ο ες εδ. «ο. ὃν... μ., . ᾱ ἂν. παπα ο ος ο... - ΕΕ ΥΓΡΕΣ ΣΣΕΙΤΕΣ: κ)έρδουλ-ι (Ἐλέασ.), κ]έρφουλ-ι (Καβ.) ]έρθουλ-ι (Πεομέτ) Ἠ]έρδουλε, κ]έρθελε: ἐπίρ, κ)}έρφθουλον]-όνεμ (Βερότ.) καὶ κ]ερθουλίμ-ι (Βεράτ.) καὶ κερθελίμ-ι κ)ερόν] (τ) κ]ερό] () (ἀντὶ κλ]ερό]) [λΛατ. οΙατο) --- 186 -- α)ένδ-ι (Ἐλθάσ.) πληθ. κ]ένθιτς -- κουρ καπδόν ν]εοίνε κ]ένι ι τε]- Ὀούκρε, α κουρ ε δικόν νάερ σῦ, !λ]εδόν κ]ενθιτε. 45 τοῖ ἀῑτδ Ῥεζενε ποσί κ κ]εζα τε βόγελ]α νᾷενε ἠ]ύχετ τε τόιλ]ητ) ι ἀιέγενε µε Ἠοῦτ Ἰέκουοι τε νάδετε, ἐδέ κεοτοῦ ν]ερίου σπετόν ε νουκε τερΏόνετε: πο νάε µός ι ἀιέκτε α θενε σε ατό κόκ]εζατε Ῥέχενε πο --κετὰ κ]ενθ πας τεζέρε ἀούχνε µε σὶ κελ]ύδ κ]ενὸ τε βόγ]ελ]ε, εδὲ πας ἀυζέτ ἄίτε ι ζύν]ενε νε τροῦτ, εδὲ τερΏόνετ᾽ ε βᾷε5. κ'ενίστ (1) καὶ κ/ενίδτ (τ) ἐπίρ.Ξ ὡς κύων, κατὰ τρόπον τῶν κυνῶν. κ)ένκ/-γ]ις- ἁονίον κ]ενκ]-γ]ι (τ), κᾖίνκ]-γ]ν (Υ), κένκ]-γ]ι (5), κἴ-]ι (5) πληθ. ὄκ]έρρατε 3 ὄτ]εορατε, κίνγατε(Σ) καὶ κι]τε (Σ) -- ἀονία, κ)ένκ]-πίμεσ-ι (Υ) (Ένραν.), κ]ευκ] πίρεσ-ι (τ) -- ἀρνὶ βυζινιάρικο, πληθ. κ]ενκ]-πίμεσιτε (ή), κ]ενκ] πίρέσιτε (τ). Ἀ)ένσε (5) ἴδ, κ]ένσε (Ῥορβοαπ) κ]ένεζου (τ)ξ τάχα, ἃῆθεν. (ι-ε-τε) κΊεντρε (Περμέτ.) λ]έδ κ]εντρε (Περμέτ.) --λ]:ὅ Ώάρκου (δηλ. πεντρικόν), α)έπ-ι (Αργνο.) ἴδ. ὄκ]έπ-ι-- ξεράπτω. α]έπ. ϱ. ἐνερ.-- ράπτω, ἀντιθ. ὄχ]επ. ρ.Ξξεράπτω. α]έπεμ ο. παθ. Ξράπτομαι ἀντιθ. ὄκ]επεμ.. ϱ. κ]έπε-α: πληθ, κ]έπετε Λατ. 66ρα, 66Ρ6] -- κρόµμρυον, Ἀ]έπτε-α (τ) καὶ κ]έπερ-ι (Υ) (ὀρθῶς κ]έπρε-ι) πληθ. κ]έποστε-- δοκά- ριον µικοόν, καὶ κ]έρπεν-ι (}) Ξ μικρὸς δοχός, κ]έρε-α (Υ), κἱέρε-}κ (τ) πληθ. κ]έρετε-- κατσίδα.. ; μοτοθίλ]ε-]α (Βεράτ.) πληθ. κ]έρθου]-τε, κ]έρφου]τε μοτοβίλ]ετε -- τὸ τυλιγάδι κοινῶς: (15, τυ- λίσσω), ὄργανον ὑφαντικὸν περιστοεφόμένον περὶ ἆξονα.. κοινῶς, ἀνέμι. --- ὄτιέλε]ε-]α (Αλθασ.)' ὄτιέλετσ-ι (5) πληθ. κ]έρθου]-τε (ΗΠερμέτ.), δτιέλε]ετε: (Ἠλδασ.). Ξ πύκλῳ, πέριξ ἴδ. έπιρ. κ]άογ. --κ]έρθουλε στεπίσε-- κ]ὰοκ ὄτεπισε-- πέοιξ τῆς οἰχίας, περθελόν]-όνεμ. ίδ. κ]κρκόν]-όζεμ, (ὔ. πληθ. κερθουλίμετξ κερθελίµετε. ϱ. ἐνεο. - καθχίρω, παθαρίζω, κοιν. παστρεύω. 3) κ]εούν] µόλενε κ.τ.λ. μΏλον, τὸ ἀπίδιον.---- κ]ερόνεμ., κ]ιρόχεμ. (Υ) παθ. Ξκαθαοίζω τὸ ---- 15τ (ι-ε-τε) κ]ερούατε (τ) κ]ιρούετε (Υ) ἐπίρ.Ξ καθαρισµένως. κ]ερόσ-ι(τ) κ]ιρόσ-ι (Υ) πληθ. κ]ιρόσετε-- ο... κοιν. (Τ0υοκ. κ]ελ]εδ). κ]ερπίκ-ου (Υ) πληβ. κ]ε πνατς ἴδ. κ]επάλθε-κ - Βλέφκρον. κ]ερδί-α πληθ. κἱερδίτες- κεράσιον (ὁ καρπὸς καὶ τὸ δένδρον). κ]ερτόν] (τ) ἴδ. κ]αρτό] καὶ κ]εοτόνεμ, δ. κ]κοτόχεμ. Ξ- μακλόνω. κ]έρφουλ-ι ο) ἴδ, κ]έρθουλ-ι (Ελδασ.) πληθ. κ]έυφου]τς. κ]έρε-α (τ), κ]έρρε-]α. (Υ) πληθ. κΙέρρετες- ἅμκξα, ὅἅ-μα. κ]έσ-έτ-έτ (Ῥιιά1) 5.) ἴδ. κ]ίσ {τ-ίτ -- ἐκθάλλω. α]εσενα(-α: περίπαιγµα (Του:κ. µα]τάπ.) πληθ. σεάντε, κ]εσεναίσ, κεστίσ (Σ) ϱ. ἐνερ.Ξπεριπαίζω, περιγελῶ ἴδ. περκ]έδ τὸ παθ. κ]εσεναίσεμ., κ]εστίσεμ.-- ἐμπαίζομαι. κ]εὂ ϱ. ἐνερ.--γελῶ: ἀντίθ. κλ]άν]-ά] καὶ κ]α]. κ]έδεμ περ ατέξ (Σ) περιγελῶ ἴδ. περκ]εῦ. κ]έφτ-ι (τ.) [ἕλλην. κεὔθος]-- ποτήριον. κ]έφουλ-ις κέφαλος εἶδος ἰχθύος πληθ. κ]έφου]τε καὶ κ]εφάλ-ι (τ). κ]έχεν-ι (Έυραν.) (Ἐλθασ.) ἴδ. πο. (/) πληθ. κ]έζενατε-- πλάθρον. κ]ὲσ-κ]ετ-κ]ετ (5. Ῥιιά!) ρ.Ξ:ρίπτω,ς- ὅτίε, χύνω µέσα, ὣς κ]εῦ οὔ]ε (2). αι (1) ἴδ. κε (τ)---κ]ι-κούρε (Υ)--κἱε-κούρε (τ) -- ἀφ᾽ ὅτου. κ)τι]ι (Σ) πληθ. κι]τε ἴδ, κ[ινκ]-γ]ι (5) - ἆ κ]ίδ.ι (Υ) {3 (Ξ ἴσως κλαδευτήριον). ἀοὔερβετ (Υ).-- ὅτίε πούδχες-κ]εὂ πούσκε Ἱν ϱΥν ΗΝ. κ]ίελ-ι Ἡ κ]ιέλ-ι (Υ. τ) [Λατ. οοθ]απα] πληθ. κ]ε]τε καὶ κ]ιέ]ετε καὶ κ]τ]τε (συνηρ.), κ]ζλ-ι (συνῃς) καὶ κ]ιέλ-ια (Οιιάϊ). --- κἱέλεζε-α (Υ.τ.) καὶ (συνης.) κ]ίλεζε-α-- ὁ οὐρανίσκος (τοῦ στόμ.κτος) πληθ. κ]ιέλε- ζατε καὶ κ]ίλεζατε. κ]ιελοῦαρ-όρι (τ) κᾖιελοῦερ-όρι καὶ (συνηρ.) κ]ιελοῦρ-ι (Υ)Ξ οὐράνιος, ἐπουράνιος. κ]ιελόρε-]α θηλ.Ξ ἐπουρανία' πληθ. ἆρσ. π]ελορετε, (ηλ. κ]ιθλόρετα.--- ι-ε-τε: κ]ιελούρτε (1), κ]ιελούερτε καὶ κ]ιελούρτε () ΞἜπυανοῦῖς- Ἡ- ον. κ]ιδάρε-α πληθ. κ]ιθάρατρς-Ἀλθάρα. ο] , μ. ὶ κ]ιθαροῦρ-όρι (Υ) -- κιθαρφθός. Ἶ Ἡ ]ιδαρούαρ-όρι (τ) κ]ιθαρυύερ-όρι κα κ]ιδαρόρε-]α πληθ. ο. ρὀρετε ἡ κθαροδός κ]ῖ]-κ]ιν- κ]ῖν « οημ.. ἑνε ου, μτχ. κἰτμ. (ϱ), α[τρε (5). ορ ΙΙ «Ξ συνουσιάζοµαι, κοινῶς γαμῶ. ἄόρ. κ]δα-ε- . “ο 6 - --.- | / 4“ Ἱ να. -, -- - νο ο οσο... κ ----ει : -.--κ --- 158. (ι-ε) κ)ίµ-ι-ε-]α (0), ε-ε-κ[έρε-ι-α. (τ) -- κοιν. γαμημένος-νη.---- τε κ]τμ.- ιτε () τε κ]ίριτε (τ) οὐδ. -- τὸ γαμεῖν, α)ίκελ]ε-α (τ), κ]έκελ]-ι ἃ κίκελ] () -αἰχμή. --- πληθ. κ]ίκελ]χτε κχὶ κ]έκ]ε-ε-α. πληθ. κ]νκ]άρατε καὶ κ]έκ]ερ-ι (Υ) -- ρεβίθι, κ]ίλ-ι πληθ. κ]έ]ετε (συνηο.) ἴδ. Χ]ίελ-ις- οὐρανός. α]ιλ]έµ-ι ἴδ. κ]ελ]έμ-ι πληθ. κ]ιλ]ίμετε-- τάπης. α)ιλό] (Υ) ἴδ. κ]ελόν] (τ) -- κτυπῶ, τύπτω, ἐπιτυγχάνω. Ἀ]ιλ]ίσμε-α πληθ. κᾖιλ]ίσματε κοιν. κύλισμιακ. --- ἅτίε κ]ιλ]ίσμε -- σκᾶ- πτω Χύλισμα {- ἀγρὸς ἐσκαμμένος). Ἀ]ίμε-]α: πληθ. κ]έμετε -- κοιν. ἡᾗ τρίχα καὶ κ]ύμε-]κ (Σ). κ]ίμε-]α (Ῥεράτ.) - γάγραινα (εἶδος πληγης) πληθ. κ]ίμε-τε καὶ κἱί- µεζε-α (Ἰ]λέασ.) πληθ. κ]ίμεζατε, κ]ιμεσέες ( γεγ.) Ξε κοιτσαροµάλης. κῇίν}]ελ)ε-α (Υ) ἴδ, κ]ένγ]ελ]ε-α (τ) πλ:θ. κ]νγ]ελ]ατε. α]ίνζε-Ία-- µέτρον ἐξ 100 δοαµίων. πληθ. κ]ίναετε. κ)ἰνεσ-ι-- ἑκατοστάριον (νόμισμα) πληθ. κ]ίνάεσατε, κ]ωάρό] -- ἴδ, π]εναρό] (5) -- στέκοµαι, κ)ινάρίμ-ι (Υ) -ἴδ. κ]εναρίμ-ι (τ) πληθ. κ] ινάρίµετε -- ἡ στάσις. κ]ωάἰρέσε-α (γ) ἴδ. κ]ενᾶρέσε-α (τ) πληθ. κ] ιναρέσκτε-- στάσις, σταθμός, Ἀ)ίνεσε καὶ κ]ίνσε (ορ απ) ἴδ. χ]ένσε (5) - τάχα, ὼ7θεν. κ]ίνκ]-γ]ι-- ἵδ. κ]ένκ]-γ]ι. - κ] νκ]-πίμεσ-ι (Υ). ἴδ, κ]ενκ]-πίμεσ-ι (Υ) πλην. κ] ινκ]-πίμεσιτε (Υ) -- ἀρνὶ βυζανιάρικο. α)ὠτ [λατ. 6ΟΠΙΗΠΙ ᾽ -- ἑκατόν, ν]ε κ]ίντ, ἂν κ]ίντ, τρέ κ]ίντ κ.τ.λ.-- ἑκατὸν δισκόσικ., τριακόσια χ.τ.λ. σα περ κ]ίντ: -- πόσον τοῖς ἑκατόν : --- θιέτε περ χ]ίντ -- δέκα τοῖς ἐχατύν. - ν]εκ]ίντ ν]ε-- 101, ν]ε κ]ίντ εάνυ- 105, ν]ε κ]ιντ ε τοι - 103, ν]ε χ]ιντ ε κάτρε Ξ 104 κτλ. α]ίντ-(ἴι -- τὸ ἑκατὸν -- ἡ ἑκατοντάς, α]ύντ-(ἴι (τ) πληθ. κ]ίνάετε, κίντ- ᾷι () πληθ. κίναετε, κλ]ίντ-ὰι (Περμέτ.) πληθ. κλ]ίναετε, -- πόλ]-ι πληθ. πόλ]ατε (5) Ξ- λόξαις, πτυχαῖς. ---- κ]ινετ᾽ ε φουστάνεσε-- πόλ]ατ) ε φουστάνιτ (Σ). κ]ιπαρετε πληθ. -- τὰ χαρακτηριστικά. κ]ιπῖ-α (Γἱερατ.- Πεομέτ.) πληθ. κ]ιπῖτες- σωρός, καὶ πλ]όκ-γου (1Τερμ). Ἀ]ίπρε-α: πλιθ. κ]ίπρατε µποο Ὀντζος. ----ι-ε-κ] ίπρετε -- μπρούντζινος, Σ)ιρὶτ- κ]ερί -- κηρός, -- 15 --- αΠιρῖ-ου: πληθ. κ]ιρῖτες- ὁ κηρός, μικρὰ λαμπάς, κοινῶς τὸ κερί. ---- κ]ιρίου ν ἀθλτε, κ]ιρίου ν διάμτε. κ]ιρῖδι (Ἓλλθασ.) ἐπίρ. ἐπὶ ζῴων ὅταν στέκωνται ὁρθὰ μὲ τὰ δύο ὁπί- σθια πόδις.---- κοινῶς ἐστάθ'ῃ ὀὁλόρθιον" καὶ δάχθι (Ἠεράτ,) αοῖθι (Καθα]ς). --- κάλ]ι ου νγρὲ κ]ιρίθι, « δάᾷθι, α αοῖθι [--σι νγρίετ κριου ε ρρῖ µε τε αὔ κεμΏετ᾽ε πράπµε. κ]ιρό]-όχεμ ἵδ. κἹερόν]-όνεμ. Ξ- καθαρίζω. κ]ιρούετε καὶ κ]ιροῖτε () ἐπι. ἴδ. κ]ερούατε (τ).--- ι-ε-τε κιρούετε (Υ) καὶ κ]ιροῦτε ἵδ. ν-ε-τε κ]ερούατε (1) Ξ καθαρός. κ]ιρόσ-ι (γ) πληθ. κ]ιρόσετε ἴδ. κ]ερόσ-ι (τ) -- λεποός. Ἀ)ισ-ίτ-ἴτ (Υ) ϱ. ἐνερ. Ξ νᾷσίερς ἐκθάλλω κοιν. βγάζω, α)ίτ-έτ-ἴτ (τ) ἄορ. ]ίτα-ε-ι µτχ. χ]ίτε καὶ κ]ίτουνε (7) κᾖίτουςε (τ) Χ]ισ Ἰαδτε (Ριιά1) - ἐκθάλλω. --- κ]ίτα ν]ε δεμβάλε-- ἔθγαλα ἕ τραπεζίτην. --- κ]ίτα ἀόρενε βένᾶιτ- ἔθγαλα τὸ χέρι µου ἀπὸ τὸν τόπον. --- μὲ Ἁ]ίτι γ]ούμετε-- μὲ ἔθγαλε τὸν ὕπνον (Ξ μὲ ἐξύ- πνησεν). κ]ίό (υιιάἱ-ροσάαπ, Ἓλόας,) ψόριον ἐρωτ.Ξτί; χκ]ιδ 46 -- τί θέλεις: γροῦε κ]ίδ κ]δν; (Ῥοράαη)Ξ γύναι τὶ κλαίεις καὶ τὸ ἆο--τί θέ- λεις; --Ύροῦα τὸ κλ]άν (τ)- γύναι τί κλαίεις: --- κ]ίδ πούνε ]άνε κετὸ- τὸ πούνε Ἰάνε κετὺ- τί πράγματα εἶναι αὐτά; ϐ)- µόριον ἄναφ. Ξ- ὅρτι, ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον.--- κ]ίδ τε ἀούεό (Υ)- τὸ" τε ἀούκδ (τ)-- ὅτι θέλεις.--- Όαν κ]ίδ τε ἀούαῦξ- εν τὸ τε ἀούκὸ (τ)--κά- νε ὅ,τι θέλεις. --- µος ναεγ]ό σε κ]ίδ θόνε Ῥότα - µος 4εΥ]ό σε τὸ θόνε Ὠότα- μὴ ἀχκούεις τί λέγει ὁ κόσμος. --- κ]ιδ θότε ότι αὔτε περ τε µίρενε τ όνε (Υ)-- τὸ’ θότε ότι ἐδτε περ τὲ µίρενε τ όνες ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον λέγει ὁ Θεὺς εἶναι διὰ τὸ καλόν µας. ]ιδάὸ (ραᾶ1-Ροράαπ)-- τᾶ) 4ό (τ)-- ὅτι δήποτε.- -περ χ]ιδᾷὸ κά- φδε- περ τὸ ᾳο κάφδε (τ)-- δι ὅτι δήποτε πρᾶγµα. κ]ίδε-α πληθ. κίδατε--ἴδ. κλ]ίδε-α (Τδαμ.) -- ἐκκλησία.---- καὶ κἰ- ὄε-α πληθ. κίδατε. κ)ίτεμ παθ. τοῦ χ]ἰσξκολλῶ, κ]ίχεμ παθ. τοῦ κ]ί]-ῖν-ῖνΞ- συνουσιάζοµαι (παθ.)Ξ- γαμοῦμαι,. κ]ίφτε-α- εἶδος ἱέρακος. κ]ά/ (Ῥοράαπ- Ἐλδασ.) ϱ. ἐνερ. καὶ σκ]όν] (Βεράτ.), σγ]όν] (Περμ..) πφη: Έφορος η μαΓ νο. ο. . - πι 4 ο. ως ., 5 ὁὁ . -- --- 190 --- του] (1) [κ]οῦτε-- ἔξυπνος ΙΞἐγείρω, ἐξυπνῶ τινά. ἀόρ. κ]όθα-ε-ι' μιτχ. κ]οῦεμ. (Ἓλθκς. Ῥιιᾶ1) σκ]ούκρε (τ) καὶ κ]οὺμ (συνῃρ.) τε Ἀ]ούεμιτε καὶ τε κ]ούμιτε οὐδ. - τὸ ἐξυπνεῖν.--- παθ. κ]όχειι, σκ]ό- νεµ, σγ]όνεμ. τόόχεμ. Ξ ἐγείρομαι ὑπό τινος καὶ οὐδ. -- ἐξυπνῶ μόνος, τν, δν β : 3 ἠ - αν ο) ὀξή ; νετ ]ουετε-ι-ε-χ]ονετε-α (Ῥοράαη) ἐπιθ. - ἔξυπνος, 9) ὀξύνους καὶ ι-ε- κ]οῦτε-ι-« (Ἓλδκσ. συνῃρ.) καὶ ι-ε»σκ]ούστε-. (Βεράτ.) ἵ-ε σγ]ούκρε (Πεομέτ.) κ]ούετε(γ) συνῃρ. κ]ούτε ἐπιρ.Ξ ἐξύπνως.--- καὶ σκ]ούκτε (Βεράτ.), σγούαος (Περμέτ). κ]όκ (ΥεΥ.) ρ. ἐνερ. - τὸκ (Βερά-.) -- ρρὺκ περ ἀόρε χουρ περδενςέ- τενε. --Χ]όχ-ι κετοὺ (Υ)-- κἄμε τόκα κοινῶς. --- τόχε-κετοὺ (Βεράτ). α]όκε-α (Καβ.) ἴδ. σκ]όκε-α (Ἰλλθάσ.) πληθ. κ]όκατε, ]όφκε-α (Περμέτ.) ἴδ. µουλέν]ε-α (1) πληθ. κ]όφκατες-[κόσσυφος). κ]ούαν/ (τ) ἴδ. κλ]ούα] (τόκμ), κ]ούε] ἀόρ. κἱούα]τα-ε-ι καὶ (συνηρ.) κ]οῦ]τα" µετοχ. κ]ούα]τουρε (τ), κ]ούσ]τουνε (Υ) (συν πρ.) κ]ού[τουνε, 5 ᾱ "τ 3 ΜΑ . Γ. Ἀ]ούετε (ορ4 απ) κ]οῦτε (συνῃ». Ελθασ.) ἐπιρ. ἴδ. κ]ό] (οοσάαπ ---Ἐλ- θάσ.) ]αμ. κ]ούετες- εἶμαι ἔξυπνος' (1-ε) κ]ούετε χ]οῦτε (συνῃρ.) ἴδ. κ]ο]. --- ἀδτε γ]ερι ι κ]οῦτεςεἶναι εὐφυής, ὀξυδερκὴς ἄνθρωπος. α)ούκ (Ἰλλόασ.), κ]ουκό] (Σ), κεπ (Καθ.), τδουχίτ (Βεράτ. Περμετ.), τοουκάσ-ατ-ατ (Βερατ.): ρ. ἐνερ. τοιμπῶ µε τὸ ράμφος (ἐπὶ πτηνῶν) τὰ παθ. κ]ούκεμ., κ]ουκόχεμ, κεπεμ, τδουκίτεμ, τδουκάτεμ.. κ]ούκε-α (Υ) πίκε-α". πληθ. κ]ούκατ [ζὸ, κο κΞ τπιμπῶ] πίκατετὰ 7 : ξ- γ . αρ Ἡ . :] Ἡ, το : ] μυ -- 1 υὐ πι τε κ) εἰς τὸ πρόσωπον σημεῖα τῆς εὐλογίας, στίγματα" κ]ιούχα ---κ]ούχος-- στίγµατα -- στίγματα. Σ]ουκάν-ι (1 ακόδο) -- κοὔρχος Υ]ελ]-άετι πλ. κ]ουκάνετε τὸ θηλ. . ἳ ε / . ῥ ι α ῥ ε / Ἀθύκετα Ἡ Ἄουρκα Ἔ'πουλ]ε-άέτι πληθ. κ]ούχατε-- ἡ γαλοπούλα. κ]ούλ-ιξ χυλὸς κοινῶς κορκοῦτι' (πληθ. ἄχρηστος). κ)Όλε ἐτερ. --µούσκεμακ, κοινῶς μουσχίδι --κ]ούλ. ἐπίρ. ]ούλ (Υ) καὶ ὅκουλ (Ἐλθάς,) ϱ. ἐνερ.Ξ- µουσκεύω, βρέχω τινά. χκὶ κ)ουλό] (τ) ἀόρ. κ]οῦλα-ε-ι µετοχ. π]ούλε καὶ κ]ούλουνε (Υ) τὸ π«θ.. κ]οῦλεμ. (Υ), κ]ουλόνεμ, (7). κ]ουλοπίτε-α (Περμέτ.) [κ]ουλ-πίτε-α]--λ]κκρούαρ µε νε πέτε περ- πόστα, κ]ούμεστε-ι (τ) ἴδ. κλ]ούμεὂτε-ι (1ὅαμ)Ξ γάλα. κ)ουμεστούαρ-όρι (τ), κ]ουμεστοῦερ-όρι (συνῃρ.), ΞὙαλατόπιττα, 9) αχ (Βεράτ.) -- γαλακτοπώλης 8) ἐπιθ. -- ὁ γαλακτώδης, Ἐ πλήρης γά- λακτος. πληθ. κ]ουμεῦτόρετε. | α]ουρ-ι (γ)Ξ κατώγειον 9) κ]ουρ κουσάρεῦ -- κλεπτοδόχος καὶ Ῥουρκ- ου (3) πληθ. Ῥούργ]ετε-- κὐ κὶε πρέτ πεοΏρέναα κουσάρε' καὶ κα- τοῦα-όϊ (Βερατ.) πατόσ-ζι (Περμέτ.) πληθ. κ]ούρε-τα. κ]ούχζεμ --ἴδ. Ἀλ]ουζεμ.-- καλοῦμαι. κ]ούὐκ]-ι ἄρσ. - χοῦχκος πληθ. κ]ύκ]ετε" καὶ κ]ὐκ]ε-]οα θηλ, πληθ. κ]υκ]ετες κόχκυξ. κ]ύμε-]α (Σ) ἵἴδ. κ]έμε-]α πληθ. κ]υμετε' (Σ)Ξτρίχα. α "η 5 . 4 8 3 κ]υμέσ-ζι πληθ. χ]υμέζατες- χουµάσιον, κοιν. τὺ πουµάσι, ὀρνιθών, μη ὃ .} κα Ἰ ῇ η πα ῃ ' (γενιχῶς, ὁι ὅλα τὰ Ἅμερα πτηνά) {ὸδ,. κοτέτη-ιξ τὸ χοττέτ σι, π)ύρ (Έυραν.) ἐν τῇ φρᾶσ. γ]εο :]νο νε ὄτεπὶ-- µέγοι τῆς οἰκί η] , ΗρΥ., Π Φρ », Υ15ρ ΄ .. μτ. τεΠι μοι της Οἱ μάς. αμ, .. / δν δα ο... οι | ]ύρε-α (Υ) πληθ. κ]ύρατε, μύχε-α (Βεράτ.), μύκλ]ε-κ { ευμετ.), µύ- . Γ . ., ὶ , Ἓ]δ-α (Ἠερμέτ.) πληθ. μύχκ]ατείξ-α]ό «νε ε θίκβσε καὶ νουκε πρετ. κ)ύρρε-α πληθ. κ]ύρρατετ- αὐζαις' μπὂτ] κ]ύρρατε -- σφουγγίζω ταῖς μύξδαις, κ]υρράκ-ου π]υρράσε-]α (θηλ.), κ]υρράδ-ι ἄ-α. κ]υοράδε-]κ θηλ. κ]υ- η . ϱ ω . ϱ} 4 ., ἜΞ «μα 8 να πο ραν]όσ-ι (Κκ6.) θηλ. κ]υρρον]όσε-]α θηλ. - ατὶ ]ξ ι ἆερὸεν κ ]ύοροτ ε σ ι μπιν. ς . 1 . | : κ]υρρό] [ζὸ. κ]ωορε-α] -- ρίπτω κατ’ ἄλλου µύξαις. κ]υδ. ἐπιρ.Ξ πῶς κ]υδ ε Ώέοε-- πῶς τὸ ἔχαμες; µε τί τρόπον τὸ ἔκχ- ες; χ]υό ι θόνε;- πῶς λέγεται; χ]υδ τα Ὀενί]: πῶς νὰ τὸ κάµω." : 3 ή ] κ] ί ] τινι τρόπῳ νὰ τὸ κάμω: ἴδ, σι :- τί: κ]υδ: (Ρια8ἳ) ἴδ. γ]ερ, νγ]ερ' κὐτὸ (γεγ.) Ξ ἕως ποῦ: κ]ύτε-α ἴὃ. τοῦ-νι (Υ) Ξ ἕως (τοπικῶς). κ]υτέζε-α-- καστελι ι πλ]έκ]ετ ὁῬκ]ιπετάρεβετ (Φρούοιον Πελασγικὺν . }"παταρε προνρ γ ἀυζέτ (40) τ) ίµετα (λεπτὰ) πεοτεὶ Περτοέλίεσε, πεο φούνᾶιτ ι θόν . ο ο, β ι 3 ο | Βίλ]ε-α (- προάστειον). Εἰυτέζα ἄδτε νγρέχουνε νᾶςε µάλ]τ τε Πενοκ]όπιτ. Πενδκ]όπι αὖτε νε μάλἰ νε γ]ύμεσ όρε α ἀυζέτ τ᾽ ἵμετα (40 λεπτὰ) πβρτέ] Περτρέλ]εσε. ΠερμΏῖ κετε μάλ] αὖτε νγρέχουνε Κ]υτέζα πρε] πλ]εχ]ετ τ άνε (ἐκ τῶν ἡμετέρων ἀρχαίων Πελασιῶν) σοτ χκτορε µί]ε Όιετ ε σίπεο-- ποὺ 4.000 ἐτῶν. γ ο, μις ' ον [ 3 ἁ]υτέτ-ι:; πκηθ. κ]υτέτετε [Λατ. οἰνιίαθ-αᾖς Ἰταλ. οἰία]-- πόλις καὶ π]υτέτε-]α, κ]υτετέε-α (Ώιιά1) -- πόλις. λος Ἀ]υτετάρ-άρι ἆρσ. κ]υτετάρε-]κ θηλ.- πολίτης: πληθ. κ]υτετάρετε ἆοσ. κ]υτετάρετε θηλ. καὶ κ]ντέτκσ-ι, κ]υτέτασε-]κ θηλ. πληθ. κ]υτέτα- σιτε ὅρσ. κ]υτετάσετε θηλ. κ]υτέτεζόν]-ό] -- ἐκπολιτίζω τινα, κ ο ῤώαλα 1εμ ἐκπολιτίζομαι, ς α]υτετεζίμ ι-- ἐκπολιτισμός, πληθ. ὐτετενίμετε. ν κ]ύὐτό (Υ) ἴδ. κ]υό (011) γ]έο, νγ]ερ-- ἕως ὕπου, ἕως ποῦ, τ κ]ὐτὸ-ι (τ) πληθ. κ]ύτδετε--ΐδ. κλ]ύτδ-ι (τ) Ξ κλείς, χλειδ. ε ]υτόεγίτοε-α [κλ]ντδενίτσε-κ] Ξκ]υδενίτσε-α καὶ κυτδενίτε-α (τ) μ.αγ- ή ἀάλε-α (Καό.) πληθ. κ]υτδρνίτσατε (τ), κυτδενίτσατε (τ) μκνᾶς- 1 λατε (Καδ6.) καὶ ομώι ι, σούλ]τσ-ι, λος-ζις κ]υτδενίτσε-α-- λωστὺς δι οὗ κλείουσι την θύροιν ὄπισθεν. ' : Ρ ευ Ἀ | Λαθίτδ-ι (Άργυρ.) ἴδ, χίε-]α, όν Νουκουθρίκ]-ι-«βρυκόλαξ. ! λαζίνε-α (Π]ερμετ,) -- τόπος κενὸς εἰς τὺ μέσον τῆς χώρας, ἔνθκ Δένουσι μη τοὺς ἵππους, ὄνους κ.τ.λ. πληθ. λαζίνατε, ὶ ΛάΤε-α (Εροῦ]α) -- ἑταῖρος ἴδ. λ]ότο-ι (Σ), λ]άκο-]α (Περμέτ.) χέτο χε / λα]α (ἑροῦ]κ)-- ἐτσ τοῦ λ]όται (3) λ]ουμ λα]ρ (ρ.)Ξ λ]ουμ λ]ότα, ὁ | (5) πληθ. λα]κ-τε. --κοῦ βέτε μιρε λα: (Κ, ') - κού πο βέτε µόοε λ. λ]οτσ; (Σ), Ἀ. ΑΝ ] λάλε-α (Τοσκ.) -- πεοθανὲ (Ῥουρκ.) πληθ. λάλατε. λάλεζε-α (τ) ὑποκορ. πληθ. λάλεζατε .. Ἰαμῥουρίτ (Άργυρ.) ϱ. ἄμεταθ. - φωτοθολῶ, κάμνω πολὺ φῶς' Ῥέν] | δούμε ἀρίτε. πμ. Ἰαμνι-α (τε) πληθ. λαμνῖτε, ναμλῖ-α (Βεράτ.) [Ῥουρκικὴ λέξις ναμλῖ] πληθ. γχμλῖτε, καὶ ναθλι-α (Υ) πληθ. νκθλίτε. ἠάνε-α (Υ) πληθ. λανετε [ἕλλην. ὠλένη], καὶ λερε-α (τ) πληθ. λέ- ῥΕτΕ; Φφουκ]ῖ-α (Βεράτ.), πληθ. φουκ]ϊτε περθεδ λέρενε Ἄ λερετε-- ἄνασκουμπῶ τὴν ὠλένην, ἀνοασκουμπόνομαι, λαούσ-ζι (Περμετ.) λ]κούσ-ζι (Ἠλόασ )Ξ λαὸς ἴδ. γ]ένάε]ε-]α. λαπ.: ϱηµ. ἐνεργ.Ξ λάόπτω καὶ λαπό]. --κἱένι πο-λάπ οὐ ἓ-- λαφύσπω, μη. ΜΥ: ], ] ] φ -τ- ΤΝ, -- 195 -- λαπαξάρ-ι (τ) πληθ. λαπαζάρετε-- ἴδ, λούπεα-', Ξ ἐπαίτης. ]άπε-α-- γοινῶς λαπᾶς' 2) λάπε-α πληθ. λάπατε-- λάπατ ε ᾖδόκεσε, (βεδετ᾽ ε ἀδόκεκε). Λατίν-ιξ- Λατῖνος: ἴδ. λ]ετῖ-νι (Υ) πληθ. Λατίνετες- Λατῖνος. Δατινίοτ (Υ) ἐπιρ. λατιρίδτ (τ) Ξ Λατίνιστὶ ἴδ. λ]ετινίδτ (Υ). Δατινίδτε-]α (Υ)., Λατιριδτε-]ὰ (ς) Ξ ἡ Λατινικὴ (γλῶσσσ) πληθ. Λα- τινίὄτετε- τὰ Λατινικά. Λατίνκε-α πληθ. Λατίνκατες- Λατινὶς-ίδος ἴδ, Λ]ετίνκε-α (Υ). Λατουρίσ-ίε-ίτ (τ) ϱ. µεταθ. Ξ-λερόνω, κηλιδόνω” (τὸ νυ] εἶναι σφοδρό- τερον). λαπαζάν-ι (Τνοαν), δακλαΏάν-ι (ὸ) Ξ φλύαρος, πολυλογᾶς κοιν. (Ἔουρα. λαφαζάν) πληθ. λαπαζάνετε, δχκλαβάνετε (2). ]απούδε-α. πληθ. λαπούδατες- εἶδος λαχανικοῦ μὲ φύλλα φαρδιά, λαπούτόκε-α (Υ) πληθ. λαπούτὄκατες γ]έθετ ε καλῖουτ µίσεριτ, καὶ λ]εθόρε-]α (Τυραν.) πληθ. λ]εθόρετε ἴδ. τδέφκε-α. λάδκε-α (Π]ερμετ.) [ Ἠλλην. καταθολάς-άδος] κοιν. μάννα (ἐπὶ κληµά- των) ὅταν παρκχώνουσι διὰ νὰ κάµωσι νέαν ρίζαν' πληθ. λάδκατε. ΊἹερε-α πληθ. λερετε (τ) λάνε-α (Υ) Ξ ὠλένη. λογαρῖ-αΞ- λογαριασμὸς (Τουρχ., χεσάπ) πληθ. λογαρῖτε. λοζνίτσε-α (Κόρτσα) ἴδ. πιεογου)σ-ι : πληθ, λοζνίτσατεξ- κληματαριά. λ]οκομίσε-α (Σ) ἴδ. ζυνκέ-α (5 χωνὶ) πληθ. λοκομίτσατε. λοκοτδίσ-ίι-ἴτ (Υ. τ.) ο. ἔνεργ.Ξ- κοιν. κλουκουκίζω ταράσσω τὸ ὕδως. λοκοτδίτεμ παθ. κουρ τούνάετε ού]ετε ε Ὀεν λούχκ-λούκ., λόσ-ζι (Βεράτ.) πληθ. λόζετες- μοχλὸς κοινῶς λωστὸς καὶ ρομάν-ι (1]ερ- μέτ.) (κυρίως ἐκ ξύλου)’ ἴδ, δουλ]-ι, δούλ]τσ-ι, ζανάσαρ-ι 2) λόσ-ζι (Κροῦ]α) Ξ-ι θόνε Ῥουργίσε μουλῖνιτ βό]ιτ. Λοὐέδε-α, χωρίον τι εἰς τὸ Τόμαρον ὄρος. --- ὁ κάτοικος τοῦ χωρίου Λοβεδε λέγεται Λ]ορεδάρ-ι [ἱδ. Θουκυδ. οἱ Λωπεσοὶ Ἴσαν οἱ ἐπί- τροποι τοῦ μαντείου τῆς Λωδώνης]. λόδ-ι (τ) (Βεοάτ.)Ξβέντ πλ]ὂτ µε Ὠαρ τε νγατουρρουαρε ζοῦρα ν]ε λ]έπουρ νε λόδ. λόδ-ι (Σ) --ἴδ. λούτσε-α Ξ λάσπη, πηλός. λότκε-α (Βεράτ. - Περμέτ.) ἴδ. κακερδόκε-α πληθ. λότόκατε Ξ βολδός. λόχε-α (τ) κετὲ μούρ ε ζε λόζας- κετὲ μούρ ε ορὲχ δίου Ξ- νοτιά. ΛΕΞΙΚΟΝ ΑΛΒΑΝΟΕΛΛΗΝΙΚΟΝ 10 -- 194 -- λούκε-α πληθ. λούκατε καὶ σχλούχε-α [5] -- χλούθιο κὐγό,---βξ λούχκα Ξ αὐγὸ χλούθιο, λούμ-ι (τ. Ἐλδας.) ἴδ. λ]ούμ-ι (Σ) πληθ. λούμνατε (Σ) λούμρατε (τ) - ἀκαθαρσία ἐλαίου, ἵζημα, λοὺπ Ἠ Λούπι (Υ. τ) ρ. ἐνερ. Ἑκατατρώγω" ἴδ, λάπ.---ε λούπι περ- γ]έχέρε-- τὸ χατεθρόχθισε διὰ μιδς Ξ- λαφύσσω. Λούπεσ-ιξ- αὖ κε λοὺπ πληθ. λούπεσιτε' ναὶ λαπαξάο-ι (τ) πληθ, λαπαξάρετε. λούτσε-α (Υ) πληθ. λούτσατε χοινῶς ἡ λοῦτσα, --- καὶ λ]ούτσε-α (τ) πληθ. λ]ούτσατε, ]ουζϊ-α (Περμέτ.) πληθ. Ιουζίτε, Ἰούτσε-α (Περ- μέτι) πληθ. Ἰουτσίτε, λόδ-ι (Σ) ἴδ. Ῥάλίτε-α-- λάσπη. | ' ολη / | |. ν ῶ | η ] ἡ | οὰ " | ' ή ο ἑ ἵ ή ἵ ή νι «πμ. οκ. Λ] (καθαρό»), Λ]ά (), Λε (τ): ϱ. ένεργ. -- ἀφίνω, ἐγκαταλείπω, ποραιτῶ, παραχωρῶ., 2} ἐπιτρέπω, δίδω τὴν ἄδειχν. ὃ) χάνω (ἐπὶ χαρτοφορίας). ἐνεστ. λ]α ξ-ξ, ἆορ. λ]ασε-ξ-α-μ.- ἄτε- ἂνε ()) μτχ. λ]ανε (Υ). λ]ξνε (τ) παθ. λ]ιχεμ. (Υ) λτχεμ (τ)" φρᾶσις : λ]έ! λ]έ! µος κ]χὶ -- ἄφες ! ἄφες! μὴ Ἀλαίῃς.---λ]ὰ κρύετε μβοας τέ]ε -- θυσιάζοµαιι διὰ σε. --- λ]άδε ρακίνε- ἀπέκοψα τὸ ραχί, --- λ]ά γρούανες- ἀφίνω τὴν γυ- γαῖκα. --- λ]ξ-με-- ἐπίτρεψόν µοι. --- λ]ά φιαλ]ε-- παραγγέλλω - ἄφίνω παράδοσιν. ---τε λ]ὰ Ῥιέττ (σὲ ἄφησε χρόνους) -- ἀπέθανε (ὅταν ἀποθνήσκη τις). Λ]αβαρόσ (Περμέτ.) ἴδ. λ]απαρόσ ϱ. (Ἠλόας. Τυρ.) Ξ λασπόνω. ἀ]αβαᾶϊ-α (Υ. τ. Ῥαά]-Ρορά απ) Ξδόξα, ἔπαινος" πληθ. λ]αθάῖτε' καὶ λ]αθά-ι (Ριιά!) -- ὄμνος [Λατ. Ι19-4ἱ6] λ]άφτ (Ἴλθαα.) πληθ. λ]άφτατε. 1αβάό{ () λ]εβάδ] (1), λ]αθάερό] καὶ λ]αθουρό] (), λ]εβάερόν]-ό] (5) ἐπαινῶ, ὑμνῶ [Λατ. Ἰαμᾶο αγ. -- δοξάζω, δοξολογῶ] τὸ παθ. λ]αθάόχεμ -- δοξάζομχι ἐπαινοῦμαι, 9) -- μβοῦορεμ.-- καυχῶμιχι λ]ιεθ- ἀόνεμ (τ. Ῥιά4ἳ) λ]αθάερόχεμ, καὶ λ]αθάουρόζει, () λ]εθάερόνεμ. (τ). ὤ- 105 -- ἠ]αβάίμ-ι πληθ. λ]αθάίμετε (Υ) λ]εξά(μ-ι πληθ. λ]εβάίμετε (1) λ]αθ- ἀουρίμ-ι πληθ, λ]αθάουρίμετε (ϱ. λ]εθάουρίμ-ι πληθ, λ]εθάουρί- µετε (τ), λ]αθαουρῖ-α (1) πληθ. λαθάουρίτε -- ἔπαινος, λ]αβίρε-α (Τυρ.) Ξ- πόρνη, Ξ- κούρθε-α πληθ. λαθίρετε. }αδεργόν] (Περμέτ.) ϱ. ἐνερ. Ξ ζεσφίγγω-- λιρό]. Α/αδερῖ-α: κλ]ούχετ αν’ ε Κουρθελ]έδιτ, εδὲ Αρβερῖ-α. --- κλ]οῦχετ᾽ αν ε Ἑλ]όρεσε, πο δοῦμε Ίδρε εδε ἄνεσε ἸΚουρβέλέδιτ, εδὲ ἄνεσε Βλ]όρεσε ι θόνε ΑρΏερὶ εδὲ Α]αΏερῖ Ξ Λιαμπουριά. λ1αδερίὃτ ἐπιρ.Ξ Λιαπιστί. λ/αδερίότε-/αξ- ἡ Λιαπικὴ διάλεκτος, λ}αθότ-ι -- εἶδος χόρτου, λαχάνου. Λ17αγα-τξρι (Ἓλθας.) ἐπιρ. - ἄστατος καιρὸς ότε μὲν ἥλιος ὁτὲ δὲ βροχἩ ὡς ἐπὶ τοῦ Μαρτίου µηνός. Λ1άγεμ παθ. τοῦ λ]ὰκ - βρέχοµαι (μὲ νερόν), Λ/άγεσ-ι πληθ. λ]άγεσιτες- ποτιστήριον. λ]αγεσό/-όν/ ϱρ. ἐνερ. Ξ ὑγραίνω, λ]άκ. µε οὐ]ε.---- τὸ παθ. λ]αγεσόνεμ- όχεμ. λ)αγεσίνε-α (Υ) λ]αγεσίρε-α πληθ. α-τες βροχερὺς αιρός, 2) ὑγρασία. λ/άγετε-- ἐπίρ - μµουσχίδν, (ν-ε-τε) Λ]άγετε ἐπίθ. -- βρεγµένος-η-ον. Μ}αγέν-ιτ λάγηνος, λαγένι. Λ)άγετε: πληθ. (ϱορ4 απ) -- δρόμοι, 14] [λατ. Ίάνο-α9θ, Ἕλλην. λούω] ϱ. ένερ. λούω, Χοιν. πλύνω, νιπτω.--- λ]α] σὔτε-- νίπτοµαι (κ.τ.λεξ.-- νίπτω τοὺς ὀφθαλμούς). ---- λ]ά] λ]εδέρετε-- πλύνω τὰ ἀσπρόρρουχα.--- λ]α] σὔτε Ὦ λ]ά] φακ- Ίετε, λ]4] ἀούαρτε, λ]2] κεμθετε,Ξ νίπτοµαι (τοὺς ὀφθαλμούς, τὸ πρόσωπον, τὰς χεῖρας, τοὺς πόδας), ϱ) - ἐξοφλῶ, πληρόνω, --λ]α] ἀετύρενε -- πληρόνω τὸ χρέος, λ]ά] πουνετόρινε- πληοόνω τὸν ἑρ- γάτην.---ι λ]άθα παράτες- τὸν ἐπλήρωσα τὰ χρήματα. ὃ) - ἆθω- ὀνω τινά,--- κετὲ υ]ερῖ ε λ]ὰ] ούνε σε σ᾿ κᾶ βραµ, α σ᾿ κᾶ βιξὸς, α σ᾿ κδ Ώαμ. κετὲ τε κέκ]ες ἐγὼ ἀθωόνω τοῦτον τὸν ἄνθρωπον διότι δὲν ἐφόνευσεν Ἰ δὲν ἔκλεψεν 3 δὲν διέπραξε τοῦτο τὸ χακόν. --- κετὲ ν]ερῖ ε λ]αν] οὔνε σε σ κᾶ Ὀέρε νέο υ]ὲ φά]ε-- τοῦτον τὸν ἄν- θρωπον ἀθωόνω ἐγὼ διότι δὲν ἔπραξε κανὲν πταῖσμα.--- φρᾶσις λ]α] -- 196 ---- 6 λ]ύε]-- κολακεύω (ἐπὶ καχῶν): ἀορ. λ]άδα-ε-ου μτχ. λ]ᾶμ (Υ) λ]αρε (τ). λ}α]ετᾶρ-ι καὶ Λ/α]ετόρε-]α -- ὁ νιπτηρ πληθ. λ]α]ετάρετε ἀρσ. λ]α]ε- τόρετε θηλ. 1}α/δάτε-α πληθ. λ]κ]θάτατε χαὶ (Περμέτ,) λ]αφάτε-α πληθ. λ]α- φάτετε-- ἡ κουτσουπιά" (δένδρον ἄκαρπον). ἠ}α)θῖ-αΞ- λεπτοκάρυον πληθ. λ]α]θῖτε' (ὁ καρπὺς καὶ τὸ δένδρον). Λ]ά)κε-α πληθ. λ]ά]κατε-- κολακεία. λ]α]κατούαρ-όρι; πληθ. λ]α]κατόρετε (τ) ἀρσ.Ξ- κόλαξ, χολακευτής.--- καὶ λ]α]κετοῦερ-όρι (Υ) λ]α]κετοὺρ-όρι (συνῃρ.), λ]κκβτόρε-]α θηλ. πληθ. λ]α]κετόρετε.--- καὶ λ]α]κατάρ-ι ἆρο. λ]α]κατάρε-]α θηλ. πληθ. ἆρσ. λ]α]κατάρετε, θηλ. λ]α]κατάρετε .----καὶ λ]ά]κεσ-ι ἆρα. λ]ά]κεσε-]α θηλ. πληθ. λ]ά]κεσιτε.--- ρα. λ]ά]χεσετ θηλ παροι- µία: λ]ά]κεσι τε λ]ᾶν ε τε λ]όεν ε τε κελὲτ γίτινε μ’ Ῥύθε.--- τὸ παθ λ]ακατίσεμ -- κολακεύοµαι. | (ι) 1αἴμ (ΥεΥ. Τοσ.. Φράδαρι) -- µηνυτής, ἀπεσταλμένος, μεσίτης, προξενητὴς καὶ ν λ]ά]μ-ι (Ρι41) πληθ. τε λ]ά]μιτε (141) τε λ]κ- ἵμιτε (τ) καὶ λ]ά]μεσ-ι (Ἐλθασ.) πληθ. λ]άμεσιτε. λα]μεσό/ : ϱ. οὐδ. ὑπάγω ὡς πρέσθυς, πραγματεύοµαι, ἐνεργῶ, πράττω ὡς πρέσθυς, ἐντεῦθεν, παραχαλῶ, µεσιτεύω, πρεσθεύω, ἠ}άμεσ-α Ξ πρεσδεία, ἀποστολή, µεσιτεία, 9) ὄνομα περιληπτικόν’ οἱ πρέσθεις, οἱ ἀπεσταλμέεοι, οἱ µεσῖται, οἱ προξενηταί. ἆ]αν (καὶ λ]άγ. (Υ) ) ο. ἐνερ.Ξ- βρέχω μὲ νερόν: ἀντιθ. τέρ. οῆμια.. Μ]άκ-ου: πληθ, λ]έκ]ετεζ-βρόχος, θηλειά, ἱμάς καὶ λ]άκθ-ι : ὑποκορ. καὶ σὔῦθ-ι [σῦν-ι] (Ἠλθάσ). -- θηλειὰ πληθ. σὔθετε, λ]ακεαᾶίτ (τ) ἴδ. ρημ. λ]αθίτ -- λησμονῶ, ἠ/ακεμόν]-ό} (Υ. τ. Ὀμαί - Ῥορά απ) ϱ. οὐδ, Ξ πλεονεκτῶ, ἀντίθετον Ότο κουρσέ] -- φείδοµαι. λ]άκεμεσ-ι (Ῥιά1) -- πλεογέκτης" πλθ. λ]ακεμέεσιτε καὶ λ]ακεμοῦεσ-ι () πληθ. λ]ακεμούεσιτς, λ]ακεμιμτᾶρτι ἀρσ. λ]ακκεμιμταρε-]α θηλ. πληθ. ἆρσ. λ]ακεμιμτάρετε, λ]ακεμιμτάρετε θηλ. Λ]ακεμίμ-ι Ξ- πλεονεξία πληθ. λ]ακεμίμετε καὶ λ]ακεμῖ-α (Ῥιιάϊ - Ώορ- ἆαπ) πληθ. λ]ακεμῖτε. λ}ακενάρµε-]α (1): λάχανον ἀἁλμυρὸν πληθ. λ]κκεναρμέ-τε' λ]άκενε-α ο ΕΦΙΕ--- ({)Ξ λάχανον πληθ. λ]άκενατε.---λ]άκερε-α (τ) πληθ. λ]άκερατᾶ. λ]ακεσό] Εξ -- λ]άκ -- βρέχω, µουσκεύω.---θαμιστ. ϱημ.. λ]άκο-ουα (Αργυρ.) Ξ φίλος, ἑταῖρος. λ]άκο-/α (Περμέτ.) καὶ λ]άκοζε-κ (Περμέτ.) ὑποκορ., λ]ά]ε-α (Κροῦ]α), λ]ότο-ι (Σ) πληθ. λ]ότσατε, λ]ά]ατε, λ]άκοζατε: φράσεις ---- Ίετο κε λ]ά]α (Κρ.)Ξ ἔλα νὰ σὲ χκρῶ' κοι, έἐτσ τε λ]ότσι (Σ), λ]ούμ, λ]ά]α --νὰ σὲ χαρῶ, κοινῶς (ζρ.) λ]ούμ λ]ότσι (Σ) Ξ νὰ σὲ χαρῦ.---- κοῦ ὅχόν µρε λ]ά]ε-- ποῦ πηγαίνεις φίλε µου; (Ερ.)- κοῦ πό ὅκόν µόρε λ]ότα; (Σ). λ]ακουρύκ] (οααῖ, Υ. (ϐ) καὶ λ]ασκουρίκ] Ξ ἐπιρ. Ξ γυμνῶς, λ/]ακουρυκ]-ι (Σ. Ἔυρ. Βεράτ.], Ἀ]κκουρίκεσ-ι (τ), λ]ακουρέχ]εσ-ι (7) πληθ. λ]ακουρίκ]ατε, λ]ακουρίκεσιτε, λ]ακουρέχ]εσιτε' Ξ- νυκτερίθρα Χοινῶς, λ]άλ]ε-α πληθ. λ]άλίατε: ὁ μικρότερος ἀδελφὸὺς ὀνομάζει λ]άλ]ε τὸν μεγαλύτε.ον ἀδελφόν' λ]άλία ι µάθΞ ὁό μεγαλύτερος ἀδελφός, ἠ]άλε-α: πληθ. λ]άλ]ετε: ἐπιθ. ἀποδιδόμενον εἰς τοὺς πατοίκους Μυ- ζεκέας' κεδτοὺ ου θερρέσενε Μυζεκ]άρεθετ, χουρ σ᾿ ου ἀίνε έµερινε.- Μυζεκ]αρεθετ ου θόνε Ῥάβε-α : ὁ ἴδ. λ]άμε-α (Υ), λ]έμε-α (τ) πληθ. λ]άμετε, λ]έμετε-- τὸ ἀλώνιον, λ]αμῦ-ι (Υ)’ λ]έμδ-ι (τ)Ξξἡ ἀγαθίς-ίδος" κοιν. κουθάρι (νήματος Ἰ Ἑλωστῆς Ἰ οάμματος) πληθ. λ]άμόατε, λ]έμδετε. λ]ανγούα-όὲ (τ) πληθ. λ]ανγόν]τε, λ]ανγοῦε-οἳ καὶ λ]ανγοῦ οἳ (συνῃρ.) λ]ανγοῦε-όνι (Σ) Ξ- τὸ λαγωνικόν.-θηλ. λ]ανγόρετε-- ἡ λαγωνίκα. Λ/ανζε-α (Υ) λ]ένάε-α (τ) Ξξυλική" πληθ. λ]άνάετε (Υ) λ]ένάετε (1) λ/ανζετάρ-ι (Ῥοράαη) ξυλουργός, λεπτουργός, πληθ. λ]άνάετάρετε λ]άνκ-γου (Υ) λ]ενκ-γου (τ) (πληθ. λείπει) Ξζωμός, κοινῶς ζουμί. λ/αν]ετάρ-ι ἴδ. λ]α]ετᾶρ-ι πληθ. λ]αν]ετάρετε τὸ θηλ. λ]αν]ετόρε-]α ἴδ, λ]α]ετόρε-]α πληθ. λ]αν]ετόρετε. 4]άπ-ὖι καὶ Λίαπ-ι-- Λἱάπης πληθ. Δ]άΏεριτε. λ]απαρόσ (Ἓλθας,---Τνρ.) [ρυπαρὸς]Ξ- λασπόνω, λερόνω, Βρομῶ" καὶ λ]αθαρόα (Περμέτ.), λ]ατουρίσ (Βεράτ.) τὸ παθ. λ]απαρόσεμ., λ]α- τουρίσεμ., λ]άπε-α-- τὸ δέρµα τῆς κοιλίας τῶνσφαζομένων ζώων καὶ τά παρόμοια (συγγενὴς τῇ λέξει λ]άφδε-α). -- 1986 --- λ]απερδι-α (Υεγ.) πληθ. λ]απερδῖτε-- αἰσχρολογία -- φιάλ]ε τε ναῦτα, λ]άπσ (Ἓλθάς,) ρ. ϱοὐδ, - ἀπαυδῶ, ἀποκάμνω: ὡς λ]άπσα νγα κυ] ν]ερῖ - ἀπηύδησα ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπον' λ]άπσα πρε] σε χερχούε- ιτ ἀπηύδησα ζητῶν" µός µε λ]άπσε-- µή με κάμῃς νὰ ἀπαυδῶ' ἴδ, γ{νφκ]έ]. λ]άπσ (Ένραν.) ϱ. οὐδ. Ξ- ἀεδερό] (ἀντιθέτως τῆς σημ. Ἑλθασανίου) -- ἐπιθυμῶ. ἠ]αράδκε-α (Υ) πληθ. λ]αράδκατε [λ]αρε-α] καὶ λ]αράτοκατε- ἡ χαρα- κάξα" καὶ γοίζελε-α (Σ), γρίφδε-α (Περμέτ.). 1}αράδ-ι [λ]άρε-α] ἵδ. φαλκούα-όϊ πληθ. λ]αράσετε -- παρδοαλός, λ]αούσ-ζι (Ἐλθάσ.) ἵἴδ. λκούσ-ζι (Ἠερμετ.) γ]ένάε]ε-]α -- λαός. 1}άρ-ι (Σ. Καθ.) -- δάφνη" ἴδ. ἀαφίνε-α. μ}άρκ ἐπίρ. μακράν, πόρρω, πρόσω, µακρόθι κοιν. μακριά: περ σε λ]άργου Ἡ περ σε λ]άργουτ Ξ μκκρόθεν' (συνταα, μετὰ γενικής) λ]άρκ µέ]ε, λ]άρκ τέ]ε, λ]άοκ ατῖ, λ]άρκ νέδ.---λ]άρκ ]ουδ-ατύρε -- μαχκρὰν ἀπὸ ἐμὲ - σὲ - αὐτοῦ, ἡμῶν - ὑμῶν - αὐτῶν. --- λ]άρκ τε]ε -- ἔξω ἀπὸ σένα κοινῶς. -- κ]όφτε λ]άρκ -- μὴ ένοιτο, ἔξω ἀπ᾿ ἐδῶ ποιν.--- ἀντίθ, ἄφερς. (1-ε-τε) λ]άργετε ἐπίθ. ἀντίθ. ι-ε-τε άφερε. λ]άργαζε (Υ) λ]άργαζι (τ) ἐπίρ. -- µακρόθεν: ἀντίθ ἄφεραζε. λ)αργέσε-α πληθ. λ]αργέσατε -- ἡ ἀπόστασις. λ}αργεσίνε-α (Ἐλλδας.) πληθ. λ] αργεδίνατε καὶ λ]αργετίρε-α (τ) πληθ.--- ρατε μακρυνὸν µέρος, ἀντίθ. αφερσίνε-α.. λ]αργόν]-ό] ϱ Ξ- ἀπομακρύνω τινά: καὶ μιεργόν]-ό] ἀντίθ. αφερόν]-ό]. ---- τὸ παθ. λ]αργόνεμ-όχζεμ. καὶ μεργόνεμ.-όχεμ: ἀντίθ. ἀφερόνεμ-όχεμ.. λ]άρε-α πληθ. λ]άρατε -- τὸ παρδαλὸν κοινῶς, τὸ ποικίλον, κατά- στικτον. ----λ]άρα -λ]άρα -- παρδαλῶς, (ι-ε-τε) Λ]άρε ἐπίθ. - παρδαλὸς-ἡ-ὸν καὶ τ-ε-τε λ]άρεμ-ι, ἐµε-]α. λ)άρεσ-ι, λ]άρεσε-]α' πληθ. ἆρσ. λ]άρεσιτε, λ]άρεσετε θηλ. λ]αρόδ-ι, λ]αρόσε-]α πληθ. ἄρα. λ]αρόδετε, λ]αρόδετε θηλ. λ]αρίσκ-ου θηλ. λ]αρίσκε-α πληθ. λ]αρίσκατε θηλ. λ]αραμάν-ι, θηλ. λ]αραμάνε-]α πληθ. ἆρσ. ἄνετε- άνετε θηλ. λ]αραγάν-ι-ε-]α (Περμέτ.) πληθ. άρα. λ]αραγάνετε, λ]αραγάνετε θηλ. -- κατάστικος. --- πούλ]ε λ]αρίσκε -- κατάστικτος ὄρνις, γελ] λ]αρίσκε' κοινῶς ἡ πιτσίρα, --- 199 ---- λ]αρόν]-ό] (1) καὶ λ/αρόσ (ε) -- κάμνω παρδαλόν' Ὀαν] λ]άρα, λ]άρν., λ]αρόδ-ι (Πεομέτ.) πληθ. λ]αοόδετες- κάμνω παρδαλόν' τὸ παθ. λ]α- ρόᾷεμ. (Υ), λ]αρόσεμ., λ]αρόδεµ, Ξ- γίνομαι παρδαλός. λ]αρούδκ-ου Ξ- ἀγριοστάφυλο πληθ. λ]αρούσκ]-τε. λ]αρό] (Ἠλδας.), λ]ερόν] (Βεοάτ.) λ]αθρόν] (Σ), λ]εθρόῇ (Σ) νγάσ-έτ-έτ κέτε (Κοού]α, Τυράν. Ἐϊλθασ }-- γεωργῶ, καλλιεργῶ τὴν γην τὸ παθ. λ]αρόχεμ., λ]ερόνεμ., λ]αθρόνεμ,, νγίτεμ.. λ]άρτε (τ) ἴδ. ναλ]τ () ἐπίρ. ἀντίθ. πότε ὑψῃλά. λ]άρταζι (τ) καὶ λ]άρταζα (τ) ἐπίρ. Ξ ἄνωθεν. (ι-ε-τε) Λ]άρτε καὶ λ]άρτεσμ (τ) -- ἴ ι-ε-τε νάλ[τε. λ]αρτόν]-ό/ (τ) ἴδ. ναλ]τό] (Υ)- λ]αρτόνεμ. (τ) ἴδ, ναλτόζεμ, (Υ). λ}ᾶδ-ι (Σ) ἀντὶ λ]ᾶμδ-ι κατ ἀποθολὴν τοῦ µ πρὸ τοῦ ὅ (συνήθως παρα Ῥκοδριάνοις) πληθ. λ]δδατ (Σ)Ξ κουθάοι. λΛ]άδε-α ἀντὶ λ]άφδη-α κατ ἀποθολὴν τοῦ φ πρὸ τοῦ ὅ (συνήθως παρὰ Σκοδριάνοἰς) πληθ. λ]άδατε-- τὸ λειρί. (ι-ε-τε) Λ/άδτε -- ο-η- πρώϊμος, ἀρχαῖος-αῖα-ον [συγκρ. ᾿ΑΥΥλ. Ιαδί] πλ]άχουι λ]άὄτε-- πλ]άκου ιν βιέτερε.---εὔτε θενε σε λ]άδτες ἐροήθη παρὰ τῶν ἀρχαίων. ἀντίθ. βόνε (Υ).--- τε λ]άστα-τες- τὰ σπαρτά᾿ (ἐπὶ γεννηµάτων), ὣς οἵτος, κριθάρι χ.τ.λ. πρώϊμα. λ/αδτό] ο. οὐδ. Ξ- παλαιόνω, ἠλικιόνω" Ῥένεμ ι λ]άδτε.--- ἀντεμοε αῑτε λ]αδτὸν -- ἡμέραᾳ τῇ ἡμέραᾳ Υηράσκει. Λ/άτε-α (Σ) ἴδ. γεδένάβ-α -- ρόζος. λ]άτε-α [λ]ατόῇ Περμέτ.) - σεπάτ᾽ ε βόγελ]ε' καὶ τοκκόρρε-]α (Τυρ.) Ξ λ]άτ᾽ ε βόγελ]ε κοινῶς τσεχοῦρι πληθ. τσσκόρετε. Λ]ατδρε-]α πληθ. λ]ατόρετε Ξ ταακόρρε-]α (Τουρ. Υ. Μαλ]εσία) -- ἀξίνη μικρά. ----λ]ατόρε]α εὔτε µε ε βόγελ]ς σε λ]άτα, λ]άτα εὔτε µεε βόγελ]ε σε σεπάτα (Τουρχ. ναβδάκε-- τσεκοῦρι ). λ]ατό]-όχεμ (Σ) ἴδ. γεδέντ-ἀεμ. -- ἐκλέπω, ξεφλουδίζω, λ]ατοῦερ-όρι καὶ Λ]ατοῦρ-όρι-- σφοαγὶς ξυλίνη (διὰ τὰς προσφοράς)! ἴδ. λ]ατόν]" ἴδ. καὶ μπλ]ατοῦαρ-όρι (7) μπλ]ατοῦερ-όρι (Υ). λ]ατουρίσ (Βεράτ.) ἴδ. ϱ. λ]απαρόα (Ἓλθας, Τυράν.). λ]άφδε-α πληθ. λ]άφδατε κοιν. τὸ λειρί, τὸ καρκάλι 2) ἡ ἀκροθυστία ὡς λ]άφό᾽ ἑ κᾶριτς- ἡ ἀκροθυστία, τοῦ πέους. Λ]αφάτβ-α (Περμέτ.) πληθ. λ]αφάτε τε ἴδ. λ]α]θάτε-α Ξ- κουτσουπιά, ]αφδάκ-ου Ξ ν]ε ΥΕ µε λάφδε -- ἀπερίτμητας πληθ. λ]αφδάκετε. λ]άχεμ παθ. -- λούομαι Χοιγ, πλύνομιακι, νίπτοµαι: 9) ἐξοφλοῦμαι, πλη- ῥόνομαι' ουλ]δμ, Ὠάδκε -- οὔτε μοῦ χρεωστεῖς οὔτε σὲ χρεωστῶ;: 8) ἀθωόνομαι' 4) λ]άζεμ ε λ]ῦχεμ Ξ κολακεύομαι ὑπό τινος. 11 ἴδ. 1] (Υ) ϱ. Ξ ἀφίνω. ἠ)ξ-νι (Ἓλθαα.) πληθ. λ]ένατε κακῶς ἀντὶ λ]έν]τε ἴδ. λ]εγ]έν-ι (Σ) -- λεκάνη. λ]εβαράδ-ι (Βεράτ.) ἆρσ. λ]εθαράδε-]α πληθ. λ]εθαράδετε ἀἆρσ. λ]εθαρά- σετε θηλ. - αὖὐα α]ο κ]ξ λ]εθρόν. -- ὁ (ἡ) περιφερόµενος, ὁ (ἡ) ἄστα- τος, ὁ μὴ στέκων εἰς ἓν μέρος. Λ)εβόν]-όνεμ (Τοσκ. ρμαϊ - Ῥοσάαπ) ἴδ, λ]αθάό]-όχεμ (Υ) καὶ λ}εβάερόν]-όνεμ ἴδ, λ]αθᾷερό]-όζεμ. (Υ) -- ἐπαινῶ - οὔμαι, λ/εβαίµ-ι (τ), λ]εβάουρίμςι (τ) ἴδ. λ]αδάίμ (Υ) λ]αθάουρίμ. (Υ) πληθ. λ]εθάίμετε, λ]εθἀουρίμετε -- ἔπαινος, 1/εβέάσγε-α (Βεράτ.), λ]εδύδγε-α (τ), λ]εθότόκε-α (γ), λ]εθέόγε-α λ]ι- θόὄγε-α (Καδ.), ῥελ]ότόγε-α (τ), λ]ουθέδγε-α ( Περμετ,) -- γελ]θόάδα ε ἄρρεσε, ε βέσε, ε χ]έπεσε κ.τ.λ. καὶ βλέόγε-α (Αργυρ.), γζλ]6ό - ᾳδε-α (Τυράν.), γελ]δό]κε-α (Ἑρού]α), γεβόάδξ-α (Σ) ἴδ, γούαλ-ι (Βεράτ.) καὶ γούα]ε-α (Περμέτ.) [καὶ βέ-]α Ἡ βέζε-α Ἡ βεό-]α (Σ) Ξ τὸ ᾠόν, [ίσως ἡ λέξις σύνθετος |-- τὸ τσέφλι, τὰ δύο χομµάτια τοῦ Φλοιοῦ, κεχωρισµένα" πληθ. λ]εβέάδγατε, λ]εθύάδγατε, λ]εθότδ- κατε, λ]εέὄγατε, λ]ιδόάόγατς, ῥελ]ότόγατε, βελ]ότδκατε, λ]ουθέῦ- γατε, βλέὄγατε, γελ]θότόκατε, γελ]θό]χκατε, γεθόᾷδατε Ξ Χέλυφος, (ε) Λ/εβερούαμε-]α (τ) [Λατ. Ι8ΒΟΤΟ-8Γ6 -- πονῶ, ἐργάζομα, | -- ἡ ἐρ- Υάσιμος (ἡμέρα)' ἀντίθ. ε χρέµτε-]α, φέστέ-α.- -ἁιτ ε λ]εθερούαμε (τ) Ξ- ἀῑτε πουνετόρε (Υ) Ξ καθημερινή, ἐργάσιμος ἡμέρα., λ]εβόρε-ἷα πληθ. λ]εθόρετε ἴδ. λαπούτὄκέ-αΞ- ράκος. Λ]εβίρεµ (Ἔυραν.) (συντας. μετὰ γενικῆς)-- παραχαλῶ.--- ι λ]εθίρεμ, ατῖ ν]ερίουι λ]οῦτεμ -- παρακαλῶ αὐτὺν τὸν ἄνθρωπον. Λ]εβίσ ρ. οὐδ, -- κινοῦμαι (ἐπὶ ζωύφίων). Λεβρόν] (Βεράτ.) λ]εθρῇ (Περμέτ.) ϱ. οὐδ, -- κινοῦμαι [ἐπὶ ἀνθρώ- πων), περιέρχοµαι, περιφέροµαι. 1}εβοί] (Πεομέτ.) ρ. ἐνερ. - πλύνω τὰ φορέματα ἐκ δευτέρου [(κινῶν αὐτὰ ἐντὸς τοῦ ὕδκτος) λ]εθρῖ] ῥρόθατε τι δκό] µε ού]ε περσε ἀύτι. -- 201 --- λ]εβρό/-όχεμ (Σ) ἴδ. λ]αθρό]-όχεμ. (Σ) -- ἐλαφρύνω, 9’) καλλιεργῶ. λ1εβῦρ-ἔρ-5ρ (ΖαΏζουνοα) ϱ. ἐνεργ. Ξγεροίτα γρατσουνίζω. 11εβύῦρεμ παθ. Ξ γεορίτσ嵴 ἄορ. λ]εθῦρα-ε-ι μτχ. λ]εθύοε καὶ λ]εδύ- ρουνεΞ- γρατσουνίζοµαι. λ)εβάρκε-]α (Περμέτ.) [λ]ε-- ἀφίνω καὶ Ῥαρκ-ου] -- δυσεντερία πληθ, λ]ευάρχετε. λ]έδερ-ι-- εἶδος ἀρρωστίας ἐπὶ τῶν μχστῶν τῶν γυναικῶν όταν πηζῃ τὸ γάλα ἐντὸς τῶν βυζιῶν, λ]έδρε-α (Περμέτ.) - ἡ λέπρα" πληθ. λ]εβρατε {δ, σγ]ερε-]α. λ]εῦρόσ-εμ (Περμέτ.)-Ξἴδ. σγ]εΏόσ-εμ, -- ἔχω λέπραν. Λ}εγ]έν-ι (Σ) -- ἡ λεκάνη κοιν. τὸ λεγένι πληθ. λ]εγ]ένατε. γ]έν-ι (ϱ) πληθ. λ]εγ]ένατε, λ]ε]έν-ι (τ) πληθ. λ]ε]ένατε, Ἀλ]έ-νι (Ἔλθασ.) πληθ. λ]ένατε. λ}έγ]ετε πληθ. (τ)-ἴδ. λ]έκ]ετε πληθ.----ἴδ. λ]άκ-ου Ξ- οἱ ἵμάντες. καὶ λ]ε- Λ/εγ]ερόν-ό] (τ) ο. ὁμιλῶ, ἀγομεύω" καὶ λ]εγ]ερό] (). Λ/εγ]εράτε (τ) λ]ιγ]εράτε (Υ) Ξ ὁμιλία, λόγος. λ]έδε-α (Τυραν.) καὶ λ]έδε-ία (ζζαθι) πληθ. λ]έδατε-- χάϊδευμκ. ἴδ δέλ]κε-α. λ]εδατάρ-ι: ἀρα. λ]εδκτάρε-]α θηλ. (Καθ. Ἔνραν.) ἴδ, δελ]ατάρ-ι- ἄρε-]α πληθ, λ]εδκτάρετε ἆρο. λ]εδατάρετε θηλ. -- κόλαζ. λ]εδατό] (Καθ.) ϱ. ἐνεργ.Ξ- χαϊδεύω: ἴδ. περκεδέλ] τὸ παθ. λ]εδατό- Ἰεμ.(Καθ.)-- χαϊδεύομαι ἴδ. περκεδέλ]εμ.. 1)εδίδτε-α (1) -- ασά τόκε χε ι ιε λ]έδι πληθ. λ]εδίδτατε.---- καὶ λ]υμενίδτε-α (Υ) Ξ ασά] τόκε κε ' Ῥίε λ]ύμι πληθ. λ]υμενίότατε καὶ ζαλίδτε-α (γ)Ξασά] τόκε κ]ει Ῥίς ζαλι πληθ. ζαλίδτατε. λ]έζε-α (Έυραν.) πληθ. λ]έζατες- κοινῶς ἐλαιὰ -- τὸ εἰς τὸ πρὀσωπον ἡ εἰς τὸ σῶμα λόχκινον σημάδι καὶ λ]ύθ-ι (Ἰλθασ). λ]έθ-ι (Ἐλθας.) ἴδ. λ]ύμ-ι (Σ) καὶ λούμ.-ι (τ) πληθ. λ]εθνατε (ἄχρη- στος). Λ]έ9-δι (τ) πληθ. λ]έδετε-- ὁ ὄχθος τοῦ ἀγροῦ, τῆς ἀμπέλου, τοῦ κή- που, τὰ χωρίζοντα ἄκρα τὰ ὁποῖα δὲν σκάπτουσι πρὸς διαστολην καὶ φυτρόνει χόρτος. λ1/έδ-δι (Ώίθρα- Γετόθα) -- τοῖχος ἴδ. μοῦρ-ι. Λ1ξ]: ο.Ξ γεννῶ, γεννῶμαι, καὶ λ]ντ, πῖελ- τίκτω (ἐπὶ γυναικῶν) -- πττ τ ο πώ μμ μμ. .ᾱ--α-ᾱκἂ - φ-ε. τν, Ἐ ος σπα Ἡ 8 ΩΜΗ ντο ως μα καὶ (συνῃρ.) πῖλ' γρούα]α πλι φόδν]ε-- ἡ γυνὴ ἔτεκε βρέφος. --- 4ελ]ε]α πδλι κ]ενκ] -- τὸ πρόθατον ἐγέννησεν ἀρνίον.--- ἀόρ. λ]έδα- ε-ου, καὶ λ]ίνάα-ε-ι" µτχ. λ]εμ (1) καὶ λ]έρε (5) λ]ένᾶε καὶ λ]ν- ἆουςε (τ) λ]ίνάουνε (Υ)--ἀορ. πδλα-ε-ι καὶ πούαλ (τ) πούελ (Υ), μτχ. πιέλε, πιέλουνε () πιέλουρε (τ). 9) σηµ. ἀνατέλλω ὡς: λ]έου ἀῑελι, χάνα --λ]νναι ἀίελι, χᾶνα -- ἀνέτειλεν ὁ ἥλιός. ἡ σε- λήνη.--- ἀντιθ. περεναοϊ ἀίελι, Ζάνα -- ἐθασίλευσεν ὁ ἥλιος, ἡ σε- λήνη.--- κου κά λ]έρε ἄο τε βᾷέσε -- κουὸ νά λ]ίνάουρε ἄο τε βᾷέσε -- ὅστις ἐγεννήθη, μέλλει νὰ ἀποθάνῃ.---με λ]ένάι ἀῑάλ]ε, τε λ]ίναι ἀιάλ]ε, ι λ]ίνάι ἀιάλε -- µε λ]έου ἀιάλίε τε λ]έου ἆι- ἄλ]ε, ι λ]έου ἀιάλ]ε-- ἐγεννήθη µοι υἱός, ἐγεννήθη σοι υἱός, έγεν- ν ήθη αυτῷ υἱός, (ἔπὶ ἀνδρός).---- Σάρρα πόλι ]σκάκνε -- ἡ Σἄορο ἔτεκε τὸν Ἰσαάκ., --- Αβραάμιτ ι. λ]έου (ι λ]ίνάι) Ισαάκου: τῷ ᾿Αθοσὰμ. ἐγεννήθη ὁ Ἰσαάκ. --- κουρ λ]εν (α λ](ντ) νο ν]ε ἀιάλ]ε ο βαῖζε κεδτοὺ ουρόν]ενε: Φατ-μάθ ε χεμΏε µΏαρε (περ µαάδχουλε).---- Φατ-μάδε ε χέμοε μΏάρε (περ φέμερς).--- τὸ παθ. πῖλεμ.: σ’ πῖλετε ναςε Ὀότε ι κετίλε ν]ερί -- δὲν γεννᾶται ᾿στὸν κόσμον τέτοιος ἄνθρωπος, λ]ε]σόν]-όνεμ (Περμέτ.) -- ἴδ. λ]ετεσόν]-όνεμ. (Βεράτ.) -- ἐλαφρύνω, ἐλευθερόνω «]έκε-α πληθ. Δ/έκετε-- ᾿Αλέξανδρος 2) οἱ ὀρεινοὶ τῆς Σκόδρας ὀνομά- ζονται Λ]εχε. ἠ]εκούντ (Υ. τ.) ϱ.Ξ: κουνῶ ἴδ. κολανᾶίσ ϱ. καὶ τούντ (Υ), τουν(ουλὸ] (Υ), παθ. λ]εκούναεμ., τοῦνᾶεμ., τουνᾷουλόχεμ. --ἴδ. κολαναίσεμ.. Λ/εκούρε-α (τ)., λ]ικούρε-κ () πληθ. --α-τες δέρµα. (ι-ε-τε) ἠ)εκούρτε ---λ]ικούρτε-- δερµάτινος-η- ον-- πρέ] λ]εκούρε, 1]εκ]ξ-νι (Υ. Ῥοσάαπ) πληθ. λ]εκ]έν]-τε, λ]εκ]έ-ρι (τ.) πληθ. λ]ε- κ]έν]τε, λ]ικ]έ-νι () πληθ, λ]ικ]έν]τε [συγκρ. λεκάνη] -- λίμνη. {Τουρκ. γ]όλ]). ἀ)έκ)ετε (Ἠλόασ.) πληθ. τοῦ λ]άκ-ου, λ]έγ]ετε πληθ. τοῦ λ]άκ -αγου λ]άκ-ου, λ]έκ]εζατε πληθ. ὑποκορ., βρετὄχῦθ-ι (Κρο]κ) πληθ, ρρετκύθετε (Έρο]α), γίλ]τσατε (2) πληθ.---με ἀρίδενε λ]εχ]ετε ε χάμρεσε--μὲ ἀρίδενε λ]ἐγ]ετ)ε κεμΏεσε (τ)-- με ἀρίδεν λ]έκ]εζατε κεμΏεσε (τ)-- μὲ ἀρίδεν᾽ βρετσκύθετ)ε κάμιεσε (ρ.)- με ἀρίδενε᾽ γ{λ]τσατ᾽ ε κάμ]εσε (Ἠ) 5 οἱ ἱμάντες, τὰ λωρία, . «όν ϱυ -ἵἵ------ ο μω. υ-α Ξ Ὢοὰ --, ἠ}ελ)έ-τα (Αργυρ.)Ξχαΐτη τῶν ζώων πληθ. λ]ελ]έτε καὶ χοµςι--ἡ χαίτη τοῦ ἵππου, χόµε-α (Τυραν.). ἠ]έμε-α πλθ. λ]εμετε-- ἴδ. λ]άμε-α (γ) Ξ ἁλώνι. λ)έμεξε-α λέφεζε-α (Τυραν.), ᾖέλμεζε-α (Περμ..)--λύγξ, κοινῶς λόξυγ- γας πληθ. λ]έμεζακτε λ]έφεζατε (Τυρ. ἄχρηστος) ζέλμεζατε ο. μετ. ἄχοηστος]. µε (ὅ λ]έμεζα με µερρ λ]έμεζα --λ]εμεζό]-- μὲ πιά- νει ὁ λόξυγγας. λ]εμεζό] --µε ἵξ λ]έμεζα, µε µέρο λ]έμεζα, λ]εμίδτε-Ία (Ἓλθας, Περμέτ) πληθ. λ]εμ.ιὄτετε-- μικρὰ δξυλάκια, σκουπίδικ. (τε) λέμι' ε ἄίελα (ΥεΥ)Ξ ἡ ἀναστολὴ τοῦ ἡλίου, τε λ]έρετε ἀΐελιτ (τ), τε λ]νάουριτ’ ε ἀελιτ. (τ).--- ἄν ε σε λ]έμετ ἀῑελιτ () Ξ αν ε σε λ]έρτ ἀΐελιτ (τ)Ξάν) ε σε λ]ίνάουριτ ἀΐελιτ (τ)-ἡ ἀνατολή. λ]εμόσενε-α (Υ. Ὠιάϊ Ὀοσάαπ) πληθ. λ]εμόδενατε--ἐλεημοσύνη 32) (ΥεΥ. Μυζεκ]έ]κ)--κόλυθα Ἡ ἄλλα φαγόσιµα τὰ ὁποῖκ μοιράζουσι διὰ τὰς ψυχὰς τῶν ἀποθαμιενων. λ]έμδ-ι πληθ. Άλ]εμσετε-- ἴὃ. λ]άμδ-ι () -- κουθάρι. λ]ενγάτε-α πληθ. λ]ενγάτατε-- ἀρρωστία, νόσος, ἀσθένεια λ]ενγάτ ε τόκᾳσε -- ἐπιληψία, σεληνιασμὸς (Σ) ---ζᾶνε ποε] λ]ενγάτεσε τόκεσε Ξ σεληνιασμ.ένος. λΛ]ενγίµ-ι-- τὸ πάσχειν ἀπὸ ἀρρώστιαν πληθ. λ]ενγίμετε. Λ)ενγόν]-ό] ϱ. οὐδ. πάσχω, ἀπὸ ἀρρώστιαν, νοσῶ. --- το κ κ]ε λ]εν- γόν αὖ ν]ερὶ,Ξ ἀπὸ τί πάσχει αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος; λ]ενγόν νγα κολ᾽ ε κέχ]ε-- πάσχει ἀπὺ φθίσιν. ---- λ]ενγόδα ἆν βιέτ νγα εθετες- ἔπκ- θον δύο ἔτι ἀπὸ πυρετόν. λ)ένγ]ερε-α (Βερατ) ἴδ. κούκ]ελίε-α πληθ. λ]ενγ]ερατε. λ}ενγ}ύερ-ι(Αργυς.) καὶ λ]ενγ]ύρε-α (Αργυρ.) ἴδε λ]υνγ]ύρε-α (Υ)--τῦφος. λ]ενάε-α: πληθ. λ]ενάερα ἴδ. λ]άνάξ-α (}) -- βάλανος. λενᾶι-α (Υ) κοιν. πίκα" κἄμ. λ]ενᾶϊ µε ατξ -- ἔχω πίκαν µαζί του κἃ λ]εναϊ µε μοῦ - ἔχει πίκαν μικζί µου. (--κά μερὶ μὲ µοῦα). λ]ενάίμ-ι «ἴδ. λ]ενάό]]. ἀφῃρ.-- κέντημα εἰς τὴν πληγήν. πληθ. λ]εν- ἀίμετε. λ)ενάίνε-α (Βερατ Περμέτ) πληθ. λ]ενάίνατε-- χέρσος, τόπος ἄκαλ- λιέργητος, ΥΠ ἀκαλλιεργητος ἴδ. ἀἹέρρ-ι, μπακ -. μας ..ὴ τος ωρο-- καστ πι σακσκκαςτατΣπαπεγποηι - ᾱ ή --3 [ -- --- μας 24 - .-- ῃ αν ὐ.--- . πα ΕΕΞΞΕΕΕ προ αι τα. σα σ-. α.. 4ο ω----. υ------ ὉὍὉὍὑμὉἳι ος ᾱ-απιφθφόμα ' .. ». ιό ο πο [ὁ -στ.----- ᾱ--- -- πα ---- Πα Π | [3 | ' | αἩ ν Ἱ { | ῃ ] | α ! 4 « π-- θες πας ο λωθης - ο - μα, Δι. αρ σοσ οοοο-- ον κ τωσα λ/εναό»]-ό] () λ]ενᾶόν]-ό] (τ) ϱ. ἐνερ.-- ἐρεθίζω τὴν πληγήν, κουρ τε πιέχ ναον]ε νάε πλεάγετ ε τε δεµπ. μελ]ενάόϊ πλ]άγενες μὲ ἔγγιξεν ς τὴν πληγὴν (καὶ ἐπόνησα) µε λ]ενάόϊ ζεμερνε' -- μὲ κέν- τησέ εἰς τὴν καρδιά μὸς µε λ]ενάὸ ατιξ τεκ µε δεµπ --μὴ μὲ ἐγ- γίζεις ἐκεῖ ὁποῦ μὲ πονεῖ' καὶ ἠθικῶς - μὴ μὲ πειράζεις' τὸ παθ. λ]ενάόνεμ(τ), λ]ενάόχεμ. (Υ) -- πειράζοµαι ἠθικῶς, κεντοῦμαι ἠθικῶς᾽ μ᾿ ουλ]ενάούα ζέμεραΞ ἐκεντήθην ἠθικῶς, ἐπειράχθην ἠθικῶς. λ]ένάε-α πληθ. λ]ένάετε Ξ βαλανίδιον. Λ]ενκ-γου (τ) Ξ ἴδ. λ]άνκ-γου (Υ) [πληθ. λείπει] ζωμός. 1]ενό] (Υ) [Λατ. Ιοπῖο-ἲγθ]: ρῆμ. ἐνεργ. Ξ- ἐλαφρύνω, κουφίζω, ἄνα- κουφίζω” ἴδ. λ]ετεσόν] (Βεράτ.) λ]ετσόν] (Περμέτ.) τὸ παθ. λ]ενό- ζεμ (Υ) --ἴδ. λ]ετεσόνεμ., λ]ετσόνεμ.. Λ]εόν-ι πληθ. λ]εόνετες- λέων, κοιν. λεοντάρι’ καὶ λ]ουδ-νι () πληθ. λ]ουάν]ετε. λ]επαρόσ-εμ (Σ) -- εἶμαι ξεσχισµένος εἰς τὰ φορέματα. λ]επέτσ-ι (Τοσκ. ᾿Αργυρ.) --θόνε κάουτ πλ]άκ κε εὔτε ι ἀόθενε ει λ]ίκ᾿ [Βουλγαριστὶ λ]επέτσΞ εἶδος χόρτου]. λ]επιέτε-α Ξ λάπατον (πληθ. λείπει). Λ1επῖ) (Υ.τ.) ϱ. Ξ γλύφω (διὰ τῆς γλὠσσης). ἄόρ. λ]επῖνα-ε-ι, µτχ. λ]επὶμ (Υ), λ]επίρε (5), πἀθ. λ]επιχεμ. (Υ. τ.). λ]έπουρ-ι πληθ. λ]έπου]τε καὶ λ]έπουρατε (τ) [Αἰολ. λέπορις - λεπό- ριος, Λατ. Ἱεριβ] - λαγώς, λ]επούδε-α (τ) Ξ- εἶδος φυτοῦ πλατυφύλλου" πληθ. λ]επούδατε. λ]ερόν]-όνεμ (Βεοάτ.) ἴδ. λ]αρόν]-όχεμ.-- ἐλαφρύνω. β΄.) καλλιεογῶ. λ]ερούδκ-ου:. πληθ. λ]ερούδκ]-τε-- ἴδ. λ]κρούδκ-ου (Υ) Ξ- κληματίς. Λ]έσ-δι (Σ) καὶ νεῖσ-ζι (Περμέτ }-- ἓν σκληρὸν κρέας τὸ ὁποῖον ἐξέρχεται εἰς τοὺς δακτύλους τῶν χειρῶν Ἰ εἰς ἄλλο µέρος τοῦ σώματος ὣς εἶδος παρασίτου. Λ]έδε-α Ξ- ατό ἀδούφκατε κε βάρινε γράτε ε φδκτάρεθετ ατξ] ε κετξ] νάαπερ ορόΏατε' λ]έδε-α (Βεράτ. - Ἠλθάα,) πληθ. λ]έσατε -- τρίνε-α" ϱ) ατὺ τρίνατ᾽ ε βάθεσε κἱε Ἰάνε ΊΏερε πόσι ἀὗερε περτὲ μΏύλουρε βάθενε' ϐ) ατὀ τρίνα κ]ε δεδό]ενε πλ]ίσατ ε ἄρεσε λέγεται καὶ παρέτκε-α (τδερμενίχα)Ξ-θίνανος. λ]εσνίκ-ου (Περμέτ.) Ἑ Ἡ Ἡ (ἴσως εἶναι Ῥλανϊκὴ λέξις). -- 205 --- 1]6δ-ι ἀόρ. πληθ, λ]έδνατε (Υ), λ]έδρχτε (τ) [ζδ. έλλην. λάχ-νος] καὶ λ]έδ-λ]έδτε οὐδ.-- τὸ µαλλίον, λεδτούαρ-όρι (τ), λ]εδτοῦερ-όρι (Υ) καὶ (συνῃρ.) λ]εστοῦ-ορι πληθ. λ]εῦ- τόρετες- µαλλερός θηλ. λ]εδτόρε-]α-- µαλιαρη' πληθ. ρετε. (ι-ε-τε) Λ]έδτε ἐπιθ. -- µάλλινος, ἐρεοῦς. λ]εδ-κόρρξ-α (τ): κνυρ ιν βάεσ Ὀοῦρρι ναον]ε γρούα]ε, νάε µος ἁαδτετε µαρτόνετε μἒ, πρετ φλ]όκ]ετε, πο νᾶξε µος ι πρέφτε 40 τεµαρτόνετε περσερῖ.---- πληθ. λ]εδ-χόρρατε. λ/εδόν]-ό], Λ]ιδό} (Υεγ.) ο.Ξ ἀφίνω, καταλείπω, ἀπολείπω ἀπολύω, ἀπορρίπτω, ἀποθάλλω, ἀπολνῶ (ἁπλῶς) [ Ἕλλην, λιάζω] γ]ίθε ἀρούνΐτε λ]εδόν]ετε νε βιεῦτε Ξ ὕλα τὰ δένδρα ἀπορρίπτουσι (ἀποθάλλουσι) τὰ φύλλα τὸ φθινόπωρον᾽ όλα, ἄαρδα, φίκου λ]εδόϊ κόκ]ετε περὸξς ἡ µηλέα, ἡ ἀπιδιά, Ἡ συκΏ ἀπέρριψε τοὺς καρποὺς κατὰ γῆς' λ]εσο] χέντε τα ζάνε. Ξ- ἀπολνῶ τὰ σκυλιὰ νὰ τὸν πιάσουν" ε ζοῦνα εδέ ε λ]εδόθα τὸν ἔπιασα καὶ τὸν ἀπέ- λυσα.--- ἀούα τε βέτε πο σ᾿ µε λ]εῦον τμ ατεζθέλω νὰ ὑπάγω ἀλλὰ δὲν μὲ ἀφίνει ὁ πατήρ µου. --- µεσόν]εσι λ]εδόϊ ἀ]έμτε νγα σχολία -- ὁ διδάσκαλος ἀπέλυσε τοὺς μαθητὰς ἀπὸ τὸ σχολεῖον" Ῥοῦρρι λ]εδόϊ γρούανε-- ὁ ἀνὴρ ἀπέλυσε τὴν γυναῖκα αὐτοῦ.---ζοτενία λ]εδόϊ δερΏετόριν᾽ ε τῖ-- ὁ κύριος ἀπέλυσε τὸν δοῦλον αὐτοῦ. --- µος ε μΏᾶ πο λ]εδό]ε - μὴ τὸν κρατεῖς ἀλλ ἀπόλυσον αὐτόν.---- ἀντίο. μΏᾶ -- βαστῶ, κρατῶ. λ)εδόνεµ (τ) λ]ιδόχεμ. (Υ) παθ. -- ἀφίνομαν, καταλείποµοε:, ἀπολείπομαι ἀποθάλλομαι ἀπορρίπτομαι ἀντιθ. τὸ ρηµ. μβαχεμ.-- λ]εδόχεμ. τα ζα Ξ- ρίπτομαι νὰ τὸν πιάσω. (ι-ε-τε) Λ[έτε: ἐπίθ. -- ἐλαφρούτσικος (κατὰ τὸν νοῦν) κοιν. ἠλίθιος, καὶ τ-ε-τε λξ (αἱ) ἐπίθ. -- ἐλαφρός, ἀθαρής, ι-ε-τε λ]έ-τε, (1), λ]έχετε (τ).--- λέτε-λ]έχετε ἐπιρ.Ξ ἐλαφρῶς. λ]έτερε-α (Υ) πληθ. λ]έτερατες- χαρτίον, 2) ἐπιστολή, κοιν, γράμμα. λ]ειεσόν] (Βεράτ.) λ]ε]σόνί (Περμετ.) λ]ενὸ] (Ἠλόας,) [λατ. Ι6Π10- ἱγθ] ϱ.Ξ- ἐλαφρύνω, κουφίζω, ἀνακουφίζω,--- ἀντιθ. ρανάδ] (Υ) ρὲν- 46] (τ) παθ. λ]ετεσόνεμ. (Βεράτ.) Ἀλ]ε]σόνεμ. (Πεομετ.) λ]ενόζεμ. (Ἐλόασ.) ἐλαφρύνομαι, κουφίζοµας, ἀνακουφίζομαν. λ]ετερούερ-όρι (Οια41) 5 γραμματισµένος, πεπαιδευµένος, ---806 -- Λ]ετερόρε-]α θηλ. Ξγραμματισμένη, πεπαιδευµένη πληθ. λ]ετερόρετε, ἆρσ.--- λ]ετερόρετε θηλ. ἀετῖ-ι (Υ) λ]ντῖ-ι (Υ)Ξ Λατῖνος. 9) Καθολικός (τὸ θρήσκευμα) ἵδ. λατίν-ι πληθ. λ]ετίνίτε, λ]ετίν]τε -- ἡ Λατινίς, Λ)ετινέδε-α (Υ), λ]ντινέδε-α (Υ), λ]ετίνκε-α (1), λ]ιτίνκε-α (Υ) πληθ. λ]ετινέδατε, λ]ιτινέὄκτε, λ]ετίνκατε, λ]ιτίνκατε,. 1}ετινίδτι (Υ) ἐπίρ. λ]ιτινίδτ (Υ) Ξ Λατινιστι ἴδ, λατινίὃτ (Υ). Λ)ετινίδτε-]α (Υ) λ]ιτινίστε-]α (Υ) -- ἡ Λατινικὴ (γλῶσσα) ἴδ, λατινί- πτε-]α.. ᾖέφ: (Ξἴδ. λΙέχ (ρῆμα.) -- ὑλακτῷ, γαυγίζω. ἠ]εφτόν]--ἴδ, λ]ουφτό] (ή) (ἀντιθ. πακ]σό], πακ]τό], πα]τό]) --πο- λεμῶ. λ)εφύτ-ι (Ἓλλθας. Βεράτ.) κοινῶς τὸ Ῥοτσινάρι πληθ. λ]εφύτνατε καὶ τούτδε-α (Τυραν.) τδύτ-ι (Κροῦ]α), τδεπ-ι-- προεξοχὴ ἀγγείου. Α)έχ (τ. Υ) ϱημ. οὐδ, Ξ γαυγίζω, βαδίζω (ἐπὶ σκύλων) καὶ λ]έφ (Υ). Λ]έχε-α (Περμε-.) -- στρέµµα γῆς ἀπροσδιόριστον. Λ]έχε-]α (Ἐλθασ.) πληθ. λ]έχετε- σποριά.--- ν]ε λ]έχε πρασ.Θ5...... ν]ε λ]έχε κ]έπε, ζούδρα, λ]επιέτε -- ἓν στρέμμα, πράσα κ.τ.λ. Α]εχεοόν] (Περμέτ.)--χωρίζω τὸ χωράφιον εἰς στρέμματα. λ}εζόνε-α (τ) πληθ. λ]εχόνκτε' λ]εχόνε-κ πληθ. α-τεΞ γροῦε ε {έργ- Ίουνς (2) [ὸ. ἀέργ]εμ 3 ἀῑργ]εμ]-- λεχώ. λΛ}εχονῖ-αξ ἡ χατάστασις τῆς λεχούσης εἰς διάστηµα 40 ἡμερῶν. (ι-ε) λ/έχετε-ι-α (τ) -- ἴδ. ι-ε-λ]ετέ-ι-α (Υ) Ξ ἐλαφρός. Λ)έχετε (τ) -- λ]έχ (τ)--λ]έτε (/) ἐπιρ. Ξ ἐλαφοῶς. λ}έτόκε-α (Ἓλλθασ,. Τοσκ,) πληθ. λ]έτσκατῃ-- ράχος, ποινῶς κουρέλι (Ἔουρκ. πατσαδοῦρε).--- καὶ ορέτσχε-α πληθ. ορέτσκατε, σούκουλ-ι (Έυρ.) πληθ. σούκου]τε.---- κεµίδκ ου Ύρισ ε ου Ώὰ λ]ετσ-κα λ]έτσ- χαΞξράκη, Λ]ετσκόσ καὶ ρρετσκόσ (Περμέτ.) -- κουρελιάζω, ξεσχίζω τὰ φυρέμικτα. Λ)ετδίσ-ίτ-ίτ: ρημ.. ἐνεργ.Ξ δηµοσιεύω, κηρύττω. ἀ)ετδίεμ παθ. Ξ- κηρύττοµαι, δηµοσιεύομαι, 1Γετόίτεσ-ε-- κἠρυξ-κος πληθ. λ]ετοίτεσιτε, ἀ)εφόρε-α (Ἓλδασ.) πληθ. λ]εφόρατε -- τὸ λέπιον τοῦ ὀψαρίου, 1/ῖ-αξ- εὐλογιὰ (ἀρρώστι«) (πληθ. λείπει). ο θθµ-- 1/ἵ-νι (Υ) --τὸ λίνον καὶ τὸ φυτὸν τοῦ λίνου [ Ἑλλην. λΐνον, Λατ. Ἱ]- ΠΠΤη] κοιν. λινάρι καὶ λ]τ-ρι (τ), γρέθ-ι (Υ)--λ](ν ι οράζουνε πο Ιό δε ι κρέχουν ει κοβίτουνε, -'φχ]όλε-α (Υ) Ξλ]ϊν ιν ρράχουν ει κείτουνε πληθ. φκ]όλετε.--- λ]έν]τε (ἄχρηστος) Λ1ιῤάὺ-δι πληθ. λ]ιδάδετε: κοιν. τὸ λιδάδε, ίῤβε-α (Πεομέτ.) - ὁ λύθιος ἄνεμος, φρῦν λ]ίδε-- πνέει λύδιος, 1ιβότόγε-α (Καθα]κ)-- ἴδ. λ]εβόδγε-α (τ) πληθ, λ]ιθότόγατε. λ}ιβρίζε-α [ὸ. λ]εθρί (τ)] -- ταινία. ---κρυμΏ ιν γ]άτε κ]ε ροίτετε νᾷε Ώάρχουτ τε νἹερίουτ' πληθ. λ]ιθοίζατε. (1-ε) ΛΤίβεοτε-- ὄχι πολὺ σφιγµένος (Πεομέτ.) ἵδ. ι-ε λ]έρε-- χαλαρός. Λ]ιάτε-α (Υ. τ)Ξἔλος, βάλτος, πληθ. λ]ιγάτατε καὶ μοτδάλ]-ι (Βεράτ). 1}ιγάτε-α Ξ- ν]ε φάρε σεμούνᾶς κε ου κάλΏενε μελ]τδίτε ἀέλ]ερετ χουο χάνε Ὠᾶρ λ]ιγάτε (Τουρκ. κ]ελ]ερεκ). λ]ιάτεμ: ϱ. οὐδ. - µάρρ λ]ιγάτε-- ἀσθένεια πνευμονικὴ τῶν προβάτων, (ε) λΤίγε-α ἐπίθ. Ξλιγνή, ἀχαμνή' 9) ε-λίγε-α-ε κεχ]ε-]α. λ)ίεμ ρ. οὐδ, Ξ γίνομαι λιγνός, ἀχαμνός, λιγνόνω, ἀχαμνόνω. --- Ὀότα νγ]άλενε ε ούνε λ11γεµ..--- ἀντίθ. νγ]άλεμ. ΛΤίγετε: ἐπίρ. - λιγνῶς, ἀχαμνῶς ἀντιθ. νγ]δλ. ίγ]ε-α (Υ) πληθ. λ]γίατε [Λατ. Ἰορῖβ]Ξ νόµος 9) (Ὕδρα) -- δἱ- καιον.---νουκ᾿ ε ἐπ λ]ίγ]κ-- δὲν τὸ ἐπιτρέπει, δὲν τὸ συγχωρεῖ ὁ νόµος.--- ποῦνε πα λ]{γ]ε- παράνοµον πρᾶγμα.--- πούνε µε λ]{γ]ε-- νόμιµον.--- κξ λ]γ]ε (Ὕ δρα) -- ἔχεις δίκαιον (’ασΙοι) --- με λ]ήγ]ε-- ἐπίρ. νοµίµως.---πα λ]{γ]ε-- ἀνόμως, παρανόμως. Λ}ίγ)}ε-δάνέσ-ι (Υ) πληθ. ΥΙ(Υ1ε- δάνεσιτε καὶ λ]{γ]ε-δἔνεσ-ι (τ) Ξ-νομο- θέτης ἴδ. νοµ.-δένεσ-ι (τ). Α}ίγ]ε-]α πληθ. λ]έγ]ετε.---κλ]δ] µε λ](γ]εκ]άν] µε λ]έγ]ε. 1})ερό] () ἴδ. λ]εγ]ερόν] (τ) [ Ἑλλην. λιγεω]Ξ λιγόνω. ἠ}ιγεράτε-α (Υ) ἴδ. λ]εγ]ερότε-α (τ) Ξ- λιγοῦρα. Λ)ίδε-α (τ) - δεσιός, δέσιµον' πληθ. λ]ίδατε. λ}ίδε-Ία (Ἓλθαα,) πληθ. λιίδετε: ἴδ. λ]ίδετσατε (Σ) πληθ. λ]ίδετε, λ]ίδεµ: παθ. τοῦ οἡμ.. λ]ίθ.--- λ]ίδου 1 (οὕτω λέγουσιν οἱ λῃσταί).--- ι λ]ίδουνε ει μβά]τουνε - ἀπηγορευμένος, ἐμποδισμένος.---- σ λ]- δετε µε φιάλ]ε-- δὲν πείθεται.----τε λ]ίδουνατε (Υ) τε λ]ίδουρατε --- 208 --- (τ) --κοιν. ἀποχρεαῖς ἀντιθ. τε σγίδουνατε, (Υ) τε σγίδουρατε (τ). λ]ίδετσατε (Σ)) -- ἴδ. λ]ίθτσατε (ορ αη-Εροῦ]α) - καλτσοδέταις, 148 καὶ λ}ίδι (Υ) ϱ. ἐνερ.-- δένω. 32) λθ (3 λῇθ μίδινε)-- ἀποχρεύο- μαι, κάμνω ἀποχριά" ἀντιθ. σγίθ. λ]ίθτσατε (υοράαπ-Κροῦ]α) -- τε λ]ίδουνατε κ]ε λ{ΐδινε τίρχ]ιτε.Ξ- τὰ δεσίµκτα. ---καὶ λΐέρτσατε (Μιρεάίτα) (Τουρ. ἀῑ]-θα]ε), λ]ίδε- τσατε (5), λ]ίδε]ετε (Ἔλδασ.) λ]ίθτσε-]« (Καθ.) πληθ. λ]ΐθτσετε. λί Ἡ Λ)ίι (Υ) ρ. ἐνερ. Ξ κάμνω. τινὰ λιγνὸν ἀχαμνὸν ἀντιθ. νγ]Σλ. (ι) Λω-γου: ἐπιθ.ζλιγνός, ἀχαμνός' ἀθύνατος, ἄνανδρος.---πληθ. τε λ]ικ]- τε ἆρα, τε λ]ικ]-τε ἀρσ. τε λ]ίγατε θηλ. 9) (τοσκικῶς) --κακός-Ἡ' ἴδ. ν κεκ]-ι-ε κέκ]ε-]α" Ὁ) ε- μας. ἡ καχία" πληθ. τε λ]ίγατε' φρᾶσις: µος κό νε τε λ1ιγετ μη βαδίζης εἰς τὸ κακόν’ ι λ]ίγου ι ἀόσεσε! -- ἄνανδρε! µε ο παλ γοπα-ν “με µαρρτσ τε κέχ]ενετ- νὰ μοῦ πάρῃς τὸ κακύ.---έδτ᾽ ι λ]ίΧ, νουκ᾽ ἐδτε ι τρίμ.Ξ εἶναι ἄναν- δρος, δὲν εἶναι γενναῖος. Ί1ὐκὃτ (1) ἐπιρ.-- ἀχαμνά, κακῶς κουῶς χκὰ καὶ κεχ], λέγετε.--- Ιαμ. λ]έκδτ (5) -- εἶμαι ἄσχημα, εἶμαι κακά µε βιέν κεχ].--- µε βιέν κεχ] πευ οτε ν]ερῖς λυποῦμαι δι᾽ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπον. λ]υιογ]όνε-]α (Αργυο.) πληθ. λ]ικογ]όνετε (Άργυρ)Ξ µε κᾶ ρόνε κεν- Ὀίστε]έτε (Ἐλθασ.) Ξ κοινῶς ἔπεσαν τὰ πάχ.α µου. λ/ικούρε-α (Υ)Ξτὸ, λ]εκούρε-α (τ) πληθ. λ]ικούρατε ν-ε-τε λ]ικούρτες (-ε-τξ λ]εκούρτε δέρµα, --- δερµάτινος. λ]οι]έ-νι (Υ) Ξ- ἴδ. λ]εκ]ἕ-νι () πληθ. λ]ικ]ενῄτε. λίλ]ε-α (Ἐλθάσ.) πληθ. λ]έλατες μικρὸς κρίκος τοῦ µαχαιρίου" λ]ελ]ατ᾽ ε ζωαδίριτΞ αἱ κρίκοι τῆς ἁλυσίδος. λ}ίλ/νι (Μιεάίτα) -- ἀλαλάξατεὶ ὅταν ἀρχίσῃ ἡ μάχη λέγει ὁ ἄρχη- γὸς πρὸς τοὺς στρατιώτας : Λ]έλ]νι µίτσα | ἀλαλάξατε παιδιά! τότε οἱ ταχύποδες Μιρεαίτιδες ὁρμῶσιν ἄστραπ ηδὸν Χατὰ τῶν ἐχθρῶν ἀλαλάζοντες λίι, λε, λ]ι, λ]ι, λ]ν! τότε λέγει ὁ ἀρχηγὸς προς αὐτούς: Με ἀόρε ! Ξ- διὰ τῶν χειρῶν, Με ἀόρε, Με ἆόοε μίτσα -- διὰ τῶν χειρῶν, διά τῶν χειρῶν παιδιά! δηλ. ἄνευ μάχης νὰ ζωγρήσωσι τοὺς ἐχθροὺς διὰ. τῶν χειρῶν. λ]ιμά-νι (Υ) πληθ. λ]ιμάν]τε () καὶ λιµάν-ι (ϱ) 5 λιμήν. λ]ίµε-α πληθ. λ]έματε [Λας. πια] -- ἡ ρίνη, ρινητήριοΥ: 2) πιάτα ριχό. -- 209 -- Λ]ιμέο-ι: ἡ τῶν ληστῶν βέσις ο πάθηντκι ἐξησφχλισμένοι. | Λ]ιμό»]-ό] [λατ. Ι1πΠο- Απο] ϱ. νεο. Ξοινίζω, ρινέω’ καὶ φεορό] (Κροῦ]ο) λ] ιόν] ζέκουρινε καὶ ραρρ Ἡ ο κουοινε (Κοου]) Ξ- οινίζω τὸν σἱ ιδ ηοον-- Ἰάμνω λεῖον, ἀντί. σα περό ον] λ]ιμόνεμ (τ) λ]ιμόχεμ ῷ: καὶ φευρόχεμ. (Κοοῦ]ς), παθ. τοῦ προηγ. (.-ε-τε) λ)ιμούετε (ϱ) καὶ (.-ε-τε) λ]ιμιοῦτε (συν ηρ.) Ξ ιός 2] λεῖως, λ]ιμούετε καὶ λ]ιμοῦτε (7) ἐπιρ. Ξ λείως. λ]ιμόδενε-α (Υ) ἴδ. λ]εμόσενε-κ () πληθ. λ]ιμήδενκτες- ἐλεημοσύνη. λ]ινάρ-ι (Υ) [ἀντὶ λ]ιχνάρ-' δυσπρόφεοτον εἰς τὴν ᾽Αλθανικην] λύχνος, λυχνάριον κοινῶς' πληθ. λ]ιναοετε. Φ πἹ δν αα8 ε .δ 9 πι Λ]ιντ. ο. οὐδ.ΞΞ λ]ξ]: ἀάρ. λ]ινάσ-ε-ι' µετοχ. λ]ναε καὶ λ]ινάουνε (Ύ, | .-µ λ]ίνάουοε (τ) Ξ γεννῶ-ῶμαι, Λ1ινοῦρ (Υ) ϱ. ἑνερ. Ξ χκρεζ λ]ΐνινε - λανορίζω. Α1ινοῦ Ἐν κ. ι Ἅ]ι Ἡ ὶ | ματ) ο μα λα. Ρ λε Ἕ (ινοῦρεμ Ξ- κρεχεμ., σι λ]ϊῖνι, (καὶ μεταφοοικῶς ζεσγίζοµκι). (ι) λ[ίντε-ι ρσ.----ε λ]νντε-α θηλ. [Λατ. Ιπίοιαβ]-- λινεος-λινοῦς.---πελ- χους ε λ]ιντεςπανὶ λινό, (τε) ΛΤίντατε (Ἰλλδάσ.]Ξτε πα ἄνκτε (ὸ]- τά ἐσώθοσκκ. ληίν]ε-α: πληθ. λ]ν]ατε-- ὑποκαμ.. ἐκ λινοῦ.----κεμίδε ε χύλε πρε] λ]ϊνι χ]ξ βέεδινε ρᾶτε. λ1]ε-α (τ) «γυναικεῖον ὑποχάμισον ). Λ]σιούδε α (Καθ.) γ]εθετ᾽ ε καλίουτ µίσεοιτ κε σθίδενε' καὶ λ]ιπού- ὄλε-α: πληθ. λ]ιπούδατε, λ]ιπούδκκτε. λ]σισ (Άργυρ.)Ξο. οὐδ, λείπω.-- λ]ίποκ ν/κ ὄτεπῖκ --ἔλειψα ὑπὸ τὸ σπιτι (Αργυς.). λ]ιπσῖ-α (τ) Ἀ]ιποῖτε « ἔνδεικ, ἔλλειι ις), λ]ιρόν]-ό] (Υ.τ. Ὀιιά!) ϱ. ἐνερ. Ξ ἐλευθερόω τινα χοινῶς ἐλευθερύνω" 2) δίδω τὴν δειαν- λ]ιρόν] 4] άλ] νε τεβέ]ε Ιάδτε-- δίδω τὴν ἄδεικν εἰς τὸ παιδὶ νὰ ἐξέλθῃ.--ἀούα τεβέτε ποσ’με λ]ιόν :μ. άτ-θέλω νὰ ὑπάγω ἀλλὰ δὲν μοῦ δίδει τὴν ἄδειχν ὁ πατήρ µου’ ἀντιθ. μῦα.---) ἀδειάζω τι, εὐχαιρόνω τις- σμΏράσ ο, λ]ιρόν] ἄνενε -- ἀδειάζω τὸ ἀγγεῖον' λ]ιούν] ὄτεπίνε-- ἀδειάζω την οἰκίαν' ἀντιθ, νᾷσᾳ (η) ναᾷσξ (τ) 4) εὐθυνῶ, χάμνω εὐθυνόν λ]ιρόν] ἀοίθενε-- εὐθυνῶ τὰ γεννηματκ' ἄντιρ. ὄτοέν]- -σμνὼ εὐνυνόν Α]ρον] αξώξνξ--ε ννω τα γ ατα η), τον] τόν].-- ϐ) χαλκρόνω" ἀντιβ. ὅτ:ενγό] ὡς λ]ιρόν] Ὡρέζινες- γαλαρύνω ἄντιθ. ὄτρενγό]. ---παθ. λ]ιρόνεμ.-όζεμ. ΛΕΒΙΚΩΟΝ ΑΛΗΑΝΙΟΕΛΛΗΝΙΚΟΝ 14 -- 216 --- (ι-ε-τε) λΤίρε -- ἐπιθ. 1) ἐλεύθερος ἀπελευθερωμένος' 9) ὁ ἔχων ἄδειαν' Ὁ) ἄδειος-- (ι-ε-τε) σΏράζετε" 4) εὐθυνός- η- όν. ϐ) χαλαρωμένος ὄντιθ, (ι-ε-τε) μΏαά]τουνε, (ι-ε-τε) λ]ίδουνε, ι-ε-αΏοάζετε, ι-ε-ζτρεν] - τε, τ-ε- στρενγούετε (1) ι-ε-δτρενγούαρε (τ). Α7ίρε: ἐπιρ.Ξ ἐλευθέρως. -- 9) μὲ τὴν ἄδειακν ἀντίθ. ψΏα[τουνε λ]ί- δουνε' 8) ἄδεια, (εὔχχιρα ποινῶς, σΏράζετε' ἀντιθ. νάάνε (Υ) νᾶσε- νε (1).---4) εὐθυνὰ ἀντίθ. ὄτρέν]τ, ὄτρίντ.--- ϐ) χαλκρωµένως ἀντιθ. στρενγούετε (Υ) στρενγούκρε (τ). (τε) λ]ίρετε οὐδ. (/.τ. Ριάϊ - Ῥοράαπ) -- τὸ ἐλεύθερον, ἡ ἐλευθερίᾳ.--- ϱ) ἡ ἄδεια, ϐ) ἡ εὐθύνια 4) ἡ χαλάρωσις' καί τε λ]ῳοῦεμ-ιτε (γ. Ριά1), τε λ]ιρούαρε-τε (τ) οὐδ. -- ἡ χαλάλωσις, Λ]ιράτε-α-- ἐλευθερία 9) ἄδεια, 8) τὸ εὔκαιρον, 4) ἡ εὐθύν.« ϐ) ἡ χαλά- ῥωσις' πληθ. λ]ιράτατε. (-ε-τε) λΤΐρετε (Πεομέτ.) (ι-ε-τε) τολ]ίρετε, (.-ε-τε) λ]ίβεοτε-- ὄχι πολὺ σφιγµένος: 2) ἀπελευθερωμένος. λ}ισ-ι πληθ. λ]ίσατε: εἶδος ἀγρίου δένδρου διαιρουμένου εἰς τοία εἴδη. |) λ]ισ κ]άρρ 9) λ]ισ ι Ῥού-ε ὃ) λ]ισ ὅπαρρ πληθ. λ]ίσατε' ν]ϊ πά- λ]ε λ]ίσα. ---- 3) Ξ- µίτος, κοιν. ἁπλοῦν ὕφασμ.α.--- 4ῦ πάλ]ε λ]ίσα -- δίµιτο κοιν, ἴδ, πελχούρε-α. Λ)ιδό]- όχεμ (Υ) -- ἴδ. λ]εσόν]-όνεμ. (τ) -- ἀφίνω. λπάρ-άρι (Υ. τ. Ῥιά]1) πληθ. λ]ιτάρετε-- κοιν. τὺ σχοινί, λ}αϊν-ι (Υ) Ξἴθρ, λ]ετῖ-νι (Υ) πληθ. λ]ιτίν]τε-- Λατῖνος, λ/αινέδε-α (Υ) - ἴδ. λ]ετινέδε-α: πληθ. λ]ιτινεδατε-- Λατινίς, Λ]αίνκε-α (Υ)Ξ ἴδ. λ]ετίνκε-α πληθ. λ]ιτίνκατε -- Λατινίς, Λ}ιτινίὃτ (Γ) ἐπιρ. -- ἴδ. λ]ετινίδτε-]α () Ξ Λατινιστί ἀ)ίχεμ () παθ. τοῦ λ]ᾶ (Υ), λ]:χεμ παθ. τοῦ λ]ξ (τ) λ]ἔχεμ (2) -- ἀφί- νοµαι, λΓιχονῖ-α-- ἴδ., λ]εχονῖ-α Ξ λοχεία: ἡ 40Ίμερος χατάστασις τῆς τεκούσης γυναικός. Λ)ιχλουδ]άρ-ι (τ) πληθ. λ] ιζουδ]άρετε [ἕλλην. λείχω[- ὁ θηρεύων λεπτὰς γεύσεις.---τὸ θηλ. λ]ι]ουδ]άρε-]α πληθ. λ]ιχουδιάρετε -- λιχούδης, Λ)ιχουδι-α (τ) ἄφῃρ.Ξ- τὸ θηρεύειν λεπτὰς γεύσεις πληθ. λ]ιχουδῖτε -- λιχουδιά, Λ]οβίδε-]α (Περμέτ.)-- λοβός. --- ου θόνε μουδούρκαθετ (Ὀουστά]αθετ) (Ύ) - 211 --- κ]ε βάρενε νάερ γ]έθετ' λ]οθίδε φασούλ]εῦ, λ]οβίδε πιπέρεθετ κτλ. πληθ, λ]οβίδετε - ὄσπρια ἔλλοδα. :λογορί-α (Περμετ.) 5 βά]ε-α - μυρολόγημα [ἕλλην. λόγ-ος] πληθ. λ]ο- γορῖτε. ἠ}ογορίσ (Περμέτ.) -- μυρολογῶ, κλαίω (μὲ λόγους) τὸν ἀποθαμένον ἁόρ. λογορίσα ε-ι (γραικισµός). λ]όδεμ ρ. οὐδ. -- κουράξοµκι" ἀντὶ δπλ]όδεμ. λ]όᾶρε-α (τ) πληθ. λ]όάρκτε [Λατ. Ιἀᾷο-6Γο παίζω] - παιγνίδιον" καὶ λ]ό]ε-α (Σ), ἴδ. λ]οσ-λ]οτ, λ]ούα]] -- φιτόθα τοῖ, λ]όᾶρα (τ) -- ἐκέρδισα τρία παιγνίδικ' καὶ φιτόθα τρῖ λ]ό]α (Σ). /όάρε-α πληθ. λ]όάρατε- τύμπανον καὶ λ]όάεος, ἵκ (Σ)} -- τύμπανον' πληθ. λ]οάξρτιτε (Ρι141) Ξ- μουσικὰ ὄργανα συγκείµενα κυρίως ἐκ τυµπάνων). 11όδ καὶ λ]όδι (Υ) ρ. ἐνερ.-- κουράζω τινὰ ἀντιθ. ὅπλ]όθ. λ]ό]ε-α (Σ) -ἴδ. λ]όάρε-α (τ) παιγνίδιον. --- με Όεοι λ]όλ]ι -- µε Ὠάνι λ]όλ]ε (}) Ξμὲ ἐθεάτοισε, μὲ πεοιέπαιξεν. λ]όκματε 8 {8 πληθ. λ]όκματε ἴδ. πλ]άγε-κ-- πληγή. Λ]όκ]ετε πληθ. Ξἴδ, ζέρδετε--τὸ αἰδοῖον τοῦ ἀνδρός, τὰ ἀρχίδι». Λονάΐτ (Περμέτ.) ϱ. ἐνεργ. Ξ κινῶ.--- λ]ονάϊτεμ.- πκθ. κινοῦμαν, ἁ]οπάτε-α.: πληθ. λ]οπάτατες- πτυάριον.--- καὶ τεοπλ]ότε-]α (Σ. Κ..) πληθ. τετε, λ]οπάρ-ι-ε-]α-- Ώαρῖ λ]όπεδ-- βουκόλος πληθ. ετε ἆρσ. ετε θηλ. λ]όπε-α πληθ. λ]όπετε -- ἀγελὰς θηλ. τὸ ἆρσ.Ξ μουζάτ-ι, ἁ)όπεζε-α ὑποχορ. τοῦ λ]όπε πληθ. λ]όπεζατε -- ἀγελάς. 1]όσ-λ]όσ-λ]όσ (τ) λ]όσ-ότ-ότ (Σ) { Λατ. Ιαᾷο-θτα] ο. οὐδ., -- παίζω, ἄορ, λ]όζα-ε-ι (τ) µτχ. λ]όζουρε. λ)ότ-ι πληθ. λ]ὸτ καὶ λ]ότετε (τ)-- δάκρυον. ---με ἀέρδενε λ]ότ -- ὃκ- | ἀ κρύζω.---ι ουᾶέρθνε λ]ὸτ πρὲ] σὺὸ-- ἐδάκρυσαν τὰ ᾽μάτια τωυ. Λ/ότό-ι (Σ) πληθ. λ]ότόατεξ- φίλε µου, χαλέ µου, ἀγαπητέ µου. --- λ]ούμ, λ]ότατς φίλε µου, λ]ότσι ἐμ.-- φίλε µου. λ]ουᾶ-νι (5, Ῥοράαη) πληθ. λ]ουάν]-τε-- ἴδ. λ]εόν-ιΞ λέων. ἠ]ούα] (τ) ο. ἐνερ.Ξ κινῶ τι ἐκ τοῦ τόπου.--- λ]ούκ] βένᾶιτ Ξ κινῶ ἐκ τοῦ τόπωυ.---- καὶ λ]ούε] () λ]ου] (συνηρ.) 2) λ]ουα] Ξ κινοῦμικι, ὃ) πεοιφέροµαι, 4) λ]ούε] καὶ λ]οὺ] (Υ) Ξ παίζω καὶ λ]ὸσ-λ]ότ-λ]ότ. ε ατοςς- ϐ) ἐμπαίζω τινι, σκώπτω, χλευάζω τινά: ἄόρ. λ]ούκ]τκ-ε-ι (τ) μτχ. λ]ούκ]τουρε (τ)' ἀορ. (Υ) λ]ούε]τκ γκὶ λ]ού]τα (1) µτχ. λ]ού- εἶτουνε καὶ λ]ού]τουνε (Υ) πκθ. λείπει, --- λ]ούαν ὄτεπῖκ νγα έρε φύρτε-- κινεῖται ἡ οἰκία ἐκ τοῦ σφοδροῦ ἀνέμου.---- λ]ούα]νε δέμρετε Ξ- πινοῦνται τὰ δόντια, --- μὸς λ]ούα] βενᾶιτ -- μὴ κινεῖσαι ἐκ τοῦ τό. που, --- μὺὸς ε λ]ούκ] βέναιτ - μη τὸν κινεῖς. --- λ]ούκ] (μΏ) ατ΄-άνε μῃε κετ᾽ ἄνε)-- περιφέροµαι [ἔνθεν κάκεῖθεν).--- µος λ]ούκ] µε µοῦα Ἡ µος µε λ]ούχ] μή µε περιπαίζεις.---λ]ούα] σῦνε νεύω. ἠ}ουῦῖ-α (Αργυρ.) - τέρας μυθολογικὸν ἀδηφάγον.--- πληθ. λ]ουβῖτε. ἀ]ουθίτ-ίτ-ίτ (Βεράτ.) ρ. ἐνερ. -- κολακεύω τινά. Λ]ουγάτ.ι (Σ) ἀντὶ λιουφγάτ-ι κατ᾽ ἀποθολὴν τοῦ φ. πρὺ τοῦ Υ.Ξβρου- κόλαξ. [λ]ουγάτε-α | -- λ]οπάτε-α, τερπλ]ότε-]κ πληθ. λ]ουγάτατε - πτυᾶ- οἵΟν, λ]ούγε-α πληθ. λ]ούγετε Ξχουλιάρ« µεγάλη. ἠουγόρε-}α (Ένραν.) λ]ούγε-αΞ- γουθάτ᾽ ε Ρόγελ]ε περ µε λ]αμ. ἀοὐερτ᾽ 5 χάμβετε πληθ. λ]ουγόρετε-- σκάφ:. Λ]ούε] καὶ Λοὐ] (συνῃρ.) --ἴδ, λ]οδα] Ξ παίζω. λ]ούκ-γου. πληθ. λ]ούγ]ετε καὶ λ]οὐκ]ετε-σίφων. ) Ξγοθάτε πρέ] ἀνοῦ]ε κ πρὲ] γοῦρι πε; µε ὅκοῦεμ. οὐ]ετε.-- 9) λ]ούγου ι μουλῖνιτ.----λ]ού - γου ι κ]άφεσς (Σ) -- ὁ σθέρκος, ὁ τράχηλος καὶ ὅἵ-νι (Ἐλόασ, ) ΠῬουλγαριστὶ ὅτα] -- τράχηλος, σθέρκος (ἐν γένει πᾶν κοζλων). ἠ]ούκῦ-ι (Υ) λ]ούκθ ι Ὀάρχουτ () ΞλΙούγ᾿ ι Ῥάρκουτ (ΜΗ ερμέτ.) µε ορὲᾷ λ]ούκθ ι Ὀάρκουτ (τ).---- ἐν Υένει πᾶν κοίλωµα. Λ]ουκουρίσ (Αογυο.) κατ' ἀνοιγρομματισμὸν -- ἀντὶ ορουκουλίσ -- κυλίω. ἠ]ούκρε-α (Λ]άπ) -- τὸ ποίµνιον πληθ. λ]ούκρατε. λούλ]ε-Ία:. πληθ. λ]ουλ]ετε -- ἄνθος κοιν, λουλούδιον. ----λ]ούλ]ε]α ε Ώαλιτ--τὸ κεντρικὸὺν ἄσπρον µέρος τοῦ µετώπου.----λ]ούλ]ε]τε ἀ{ελιτ-- τὸ Ἠλιοτρόπιον.---ι ρᾶ µε πλ]ούμπ μου νε λ]ούλ]ετ τε Ώαλιτ -- τὸν ἐσφαιροθόλησεν μὲς Ἰς τὴν μέση τοῦ μετώπου. ἠ}ούλ]ε-κούκ] (Ἠλέασ.) πληθ. λ]ούλ]ε-κούκ]τε -- ἡ παπαροῦνα. λ]ούλ]ε-κούκ]-ι (Έυραν.) -- τὰ Καταμήνια τῶν Υυναικῶν μεταφορικῶς. Λ}ούμ. ἐπίρ.Ξ- µακάριος, κσλότυχος. ---λ]οὺμ. αὖ ν]ερίς: καλότυχος ἐκεῖ- γος ὁ ἄνθρωπος. ---λ]οὺμ. οε]ό γνοῦκΞ μκκαρίκ ἐκείνη ἡ γυνή.--- λ]οὺμ. στ Γ. Ἱ Ἕππακπης- τι ------ --π- πι, πμ. τς. μμ ὐμε- μα -- 915 --- κουῦ Ῥὲν µίρε-- µαχάοιος ὁ πράττων τὸ καλόν’ ἀντιθ. ες κους εν χεκ].-- ἀλλοίμονον εἰς τὸν πράττοντα τὸ κακόν.----εἰς τὰς φράσεις᾽ . ῥ . ῥ α τ αχ στ 3 -- µε λ]ούμτε τε λ]ούμτε ι λ]ούμτες εὖγε µου, εὖγε σου, εὖγε αὐτοῦ. » τν, λος Ἴ μι - μμ Τοὐ Αρήώς ως να ---Υά λ]ουμτε, ου λ]ούμτε (]ούθε), ου λ]ούμτε ο ϱε) Ξ εὖγε µας, στ . Π εὖγε σας, εὖγε τους. ---τε λ]ούμτε ἀόρα[Ξξ χαρὰ Ἰς τὸ Χέρι σου! (ὅταν πράττηῃ τι καλόν) τε λ]ούμτε γό]α! Ξ χαρὰ Ἰς τὸ στόµα σου (ὅταν τραγωδῇ) (Ἠ ὅταν ὁμιλῇ καλῶς). ---- τε λ]ούμδινε κράχατεῖ -- 3 1 δα ψ . ν ---- / χαρα ςτοὺς βραχιονᾶς σου (ὅταν ἐργάζεται) --- τε λ]ούμδινε ἀούχρτε Χ.τιλ. µε λ]ούμδινε, τὲ λ]ούμδινε, ι λ]ούμδινε ἀούκοτε κοάχατε.---- . Γι μα 5 [ .- α ι 5. µ .. ι, . νκ λ]ούμδινε ου λ]ούμδινε (1οὐ6ε) ου λ]ούμδινε (κτύρε) ἀούαοτε κρα- ζατε κ.τ.λ. Ξ χαρὰ Ἰς τοὺς βραχίονάς σας κ.τ.λ. .. . ! Γι Γ ψ ο Γ [ι ι υ Μ .. μα ϐ λ]ούµι, λ]ούμδι ἐν τῇ φράσει λ]ούμι ούνε, λ]ούμι τί, λ]ούμ. «ὐ α]ό-- λ]ούμθι οὖνε, λ]ούμθι τι, λ]ούμθι κὐ Ἠ α]ό-- μκκάοιος ἐγώ, σύ, αὐ- τὺς Ὢ αὐτ.--- ἀντίθ μ]έρι ούνε, τι, κα Ἠ «ἷό λ]ούμθι βέτε περ Ὄου- κουρίνε, περ ἀντουνίνε, περ ἀρε[τίνες- µακάριος αὐτὸς διὰ την ὡραιό- ι [ τητα, τὴν σοφίαν, δικαιοσύνην. (ι) λ]ούµμξ- μκκάριας, ι. λ]οῦμι Ξ ὁ µακάριος. --- ε λ]οῦμες μχκαρίΣ, ε λ]ούμε]κ ἡ μκκαρίκ. ---ν 4 ουρε Ξ- μκχχάριας, ι λ]ούμουοιξ ὁ µκ- κάριως. --- ε λ]ούμουνεξι μι Ἁσο ς λ]ούμουρα ο) μκκ κος. Πουμσό (Υ) Ξ λ]ουμεζόν] (Βεράτ ο. μ.ακορίζω: τὸ παθ. λ]ουμενόχεμ., λ]ουμεζόνεμ.. λ]ουμάκ]ε-]α πληθ. λ]ουμάκ]ετε-- ἐξανθήματα« εἰς δένδρα καὶ θάμνους. [λ]ουμβούρεμ] Ξ- ἐπαίρομαι, ἀγάλλομαι. λ]ούμ-ι (Υ. Ῥορά απ), λ]ούμε-ι (τ), λ]ούμε-α (Τυρ.) πληθ. λ]ούμενατε, λ]ούμερατεξ- ποταμός. ---- λ]ούμι Τιοάνεσε ενᾶε Τερκούζα ἐναέ Ζέεζα ἀέρδενε νᾶς λ]ούμτ τε 1δμιτ, ε Ὀίενε νὰς ἀέτ ν]ῖ γ]υμεσ᾽ όρε περτέ] [δμιτ. Τερκούζα ε εζα Ὀδ,ενε(Ξ σχημ ετίζουσιν) λ]ούμιν ε Ἰδμιτ.--- Λ]άνα χὺν νᾷε Ὠόροετ, ὨΏόθρε]α ᾖῦν νὰε λ]ικ]ένετ τε Πρεζεσε, χετὸ μΏασκναά| ᾖύ]ενε νᾶς λ]ούμτ τε Ἰδμντ. ----(Ιζ. Χριστοφορίδης). λουμ-ζι-ου: πληθ. λ]ουμ.-ζέστε (0 Ξ Χκκόμοιρος, ἅθλιος, ταλαίπωοος᾽ λ]ουμε-ζ ζέζε-α πληθ. λ]ουμεζέ ζατε θηλ. λ]ουμε-μαθ-δι-ε-]α πληθ, λ]ούμε-μεδέν]τε ἀθσ. ---λ]ούμε-μεδάτε θηλ. Ξ- κακόμοιρος, λ]ούνγε-α: πληθ.λ]ούνγατε (κοιν. ὁ βύζουνας) Ξ ἀμυγδαλῖτις, ---ἀδένωσις. λ]ούνάρε-α πληθ, λ]ούνάρατες- πλοιαριον καὶ λ]ούνάρεζε-α πληθ. ατε. -- 214 --- ἠ]ουνάρόν]-ό} (Ῥιιά1) -- πλέω, ἐπιπλέω. ἀ]ούρῦε α (τ)--ν]ε γ]ε ε τοούΏουλε Χ]ε μΏέτετε πεοπόδτε--ἵζημα. 1/ούσ-ούτ-ούτ [ Ἕλλην, λίττοµαι, λίσσ-ω]ο. ἐνεῦΥ. Ξ λατρεύω, ἱκετεύω" λ]ούσ Ζότινε-- λατρεύω, ἱκετεύω τὺν Θεὸν (συντ. μὲ αἰτ.) ἴδ. κδουοό]. λ}οῦτεμ [ουντ. μετὰ Υεν.) -- παρακαλῶ: ι λ]οῦτεμ. Ῥότιτε -- παρακκλῶ τὸν Θεόν’ ι λ]οῦτεμ ν]ερίουτς- παρακαλῶ τὺν ἄνθρωπον" 9) προσεή- χομαι' ἵδ, φάλ]εμ. λ}ούτις]ε-Τα -- λατρεία, λιτανεία, δέησις, προσκύνησις, 9) πχράκλη- τις" ἴδ, αδουρέσε-α-αδουρίμ.-ι. λ]ούτεσ-ι πληθ. λ]ούτεσιτε -- {δ, αδουρούεσ-ι -- λάτοης, προσκυνητής, ]ούτεσε-]α πληθ. λ]ούτεπετε θηλ. -- ἡ λάτρις. λ)ουφγάτ-ι, λ]ουγάτ-ι (Σ) ι ἀενούμ-ι (Καό.) [ρημ. 4ενο]] -- ὁ βρυκὀ λακας' πληθ. λ]ουφγ]έτετα. ἠ]ούφτε-α (. τ.Ῥορά απ) πληθ. λ]ούφτενατε (Υ). λ]ούφτερατε (τ) -- «πόλεμος. ἀντίθ, παχ]-ι, παχ]τίμτι.---- Όα] λ]ούφτες- πολεμῶ. Λουφτετάρ-ι (Ῥορᾶα) πληθ. λ]ουφτετάρετε -- πολεμιστής, ἀ]ουφτετάρε-]α πληθ. λ]ουφτετάρετε-- ἡ μαχήτοια, ἠ}ουφτόν]-ό] -- πολεμῶ' ϱ) προσπαθῶ' ὀντίθ, πακ]τό], πακ]σό]. λ]ουφτόνεμ-όχεμ π«θ. πολεμοῦμκι, λ]ούτσε-α πλ-θ. λ]ούτσατε-- ἡ λούτσα (Ὀάλτε-αΞ λάσπη) καὶ λου- τσῖ-α (τ) πληθ. λουταίτε, Ἰουτοῖ-α πληθ. Ἰουτσίτε λούτσε-α () πληθ. λούτσατε-- πηλός, λάσπη. Λ]ουτσό] (τ) ϱ. Ξ λασπόνω, λερόνω μὲ λάσπην --ε ὅ ((): ἴδ, φουλίκ], οῆμος, λ]ουτσόνεμ (τ) π«β. -- φουλίκ]εμ. -- λερόνομχι, λσσπόνομιαε, 1}ύεν) καὶ λ}ύε) (Υ.τ.) ϱ.5 ἀλείφω' καὶ συνῃο. λύ]" ἄορ λ]ύε]τα-ε-ι κκὶ λ]έθα-ε-ου, μτχ. λ]ύε]τουνε (θοσάαη), λ]ύεμ καὶ λομ (Υ), καὶ λ]ύερε (τ) τε λ]ύενι-τε (Υ. Ῥιά[-Ρορᾶ απ) [τοσκ, ι λ]ύερ-ι ----- ε λ]υερε-χ] καί τε λ]ύνιτε (συνῃ».), τε λ]ύερετε µετοχ. τοῦ λ]ύεν] καὶ β΄ --γ]άλπετε (τ), οὐδ, καὶ ἆρσ. γ]άλπε-ι (ὁ πληθ. λείπει). ἀ)ὐὺ-ι (Ἠλθάσ.) ἴδ. λ]έζε-α (Έυραν.). λυλ]υβέρ-ι (Βεράτ.] -- ἴδ. Ἄλβερ-ι (Ἠλθάς.) (πληθ. λείπει) --ἔρις, τόξον, λ)υλ]υδτρύδε-]α (ΕΠερμέτ.) -- φράουλα ἄγρικ' πληθ. λ]νλ]υδτρύδετε καὶ καὶ ρέθεζα-τε. { β Ὕρυε] µε λούτσε -- 215 -- λ)ύμ-ι (Ἠ) λουμ-ι (τ), λ]εθ-ι (Ἐλθαςσ.)Ξιλύς, Χοιν, λάσπη τοῦ ποτα- μοῦ, βοῦρκος.--- ὁ πληθ. λούμ]ατε, λ]έθνατε, ἄχρηστος. λ]υµενίστε-α (Σ.Υ.)Ξῖδ. λ]εδίότε-α πληθ. λ]υμενίδτατε -- ὄχθος ἀγροῦ, }υνγ]ύρε-α (Υ) λ]ενγ]ύρε-α (Αογυρ.)Ξ τῶφος, ἀρρώστια τε ζἄντε λ]υν- Υηύρα | (ἀρά). λύπεν] (τ) λ]ύπε] (τ), Ἰ]υπίν] (θοράαπ), λ]υπί] (Υ) λ]ύπ καὶ λ]υπι (ή) αἰτῶ, ζητῶ, δικκονεύω" πκθ. λιύπεμ. λ]υπεσ-ι-ε-]αΞ ἐπαίτης -ζητιάνος' πληθ. λ]ύπεσιτε 205. λ]ύπεσετε θηλ. λ]ύπσεμ (Ἐλθάα. τ.)Ξεἶμαι χρήσιμος, χρειάζομκι ἴδ, ἀούχεμ.---λ]ύ- πσετε (τ. Ἐλδ.) ρ. τριτοπρόσ. Ξ ἴὃδ. ἀούχε-ε µε-τε-ι λ]ύπσετες µε-τέε-ι ἀοὐχετε (Υ) να-ου-ου λ]ύπσετεξνα-ου-ου ἀούχετε (Υ). (ν) ΛΓύπσεμ-ι (τ) -- χρειαζούµενος, ἀναγκαῖος. (ε) λ/ύπσεµε-]α-- χρήσιμος, ἀναγκκία. ---υἹερίου ι λ]ύπσεμ-Ξ χρήσιμος ἄνθρωπος. λ}ύρε-α (τ) -- τὸ πάχος εἶτε τοῦ φογητοῦ εἴτε ἐκ βουτύρου, εἴτε ἐ- λχίου, κοιν. λίγδκ.--- γ]έλε µε λ]ύρες γ]έλε µε υνάύοε (Υ).--- γ]ελε πα λ]ύρεζ γ]έλε πα υνάύρε (Υ) ἴδ. τε λ]ύενε-τε (Υ) -- τὸ βούτυρον. λύχεμ: παθ. τοῦ λ]σε] - ἀλείφομαι, Μ μα (Υ) µε (τ)ζέπιρ. ποσότητοςΞπλέον,---τὸ 4ὁ μέ--τί θέλεις πλέον; σ᾿ ἀούα γ]ξ μὲ -- οὐδὲν θέλω πλέον, --- λ]ξ μιξ εδὲ τύ -- ἄφες πλέον καὶ σύ ---σ᾽ βέτε µά ατιέ.-- δὲν ὑπάγω πλέον ἐκεῖ.---- εδὲ µά Ἡ εδ μἔξἔτι προσέτι, Χοιγ. ἀκόμα,---- 2) μᾶ (Υ) μὲ (τ)ξ-μόριον συγκριτι- Χόγ.--- μιά ιν µίρες καλύτερος.---μᾶ ε µίρες καλυτέρα.-- μα ιν µίιΞ ὁ καλύτερος, µια ε µίοαΞ ἡ καλυτέρα.---- μᾶ τε μίρετ καλύτερον. --- μα τε µίρετεξ τὸ καλύτερον.----μᾶ µί χειρότερα.Ξ µά θέελες βαθύτεοον.--- µα νάλττ ὑψηλότερον.--- μᾶ σα πιελ μούὔχα ἄκ]ε πίελ α]ό-- ὕσον πλέον γεννᾷ τὸ µουλάριον, τόσον γεννᾷ ἐκείνη.-- μᾶ σα τε νάεγ]ό]δ, ἄκ]ε µά ι ἀίτδιμ ἁότε Ῥάχεδ Ξ ὕσον περισσότερον ἀκούσῃς τόσον σοφώτερος θέλεις γίνει. --- δούµε ϱξ ἔπιρ.Ξ καλύτευκ.--- μᾶ κε] το σστναναςαμαπτεκακαπκα κκ -- 216 --- Ἐ πολύ.--- μα δούμ,ε-- περισσότερον.---- μα τέπε;Ξ πλειότερον. -- μι φόρτ Ξ σφοδ;ότερον. --μά περπάρα (Υ) Ξ πρότερον, προτήτερχ.Ξμξ περπάρα (5), υ πάρε (Όιά1) -- πρότερον µ” πάρι (Οιιᾶ!). μαγαζτ-αΞ καταστημα πληθ, μαγαζῖτε. µαγαζό] 2989 «ἴσως -- πιάνω μαγαζτ). µαγουλούεμ (ρα) 55 (1, Εατηχ. σελ. 116). µαγάανόσ-ι (Σ) (Τουρκ., λέξις) ἴδ. μακεδονίσ-ι -- τὸ πετροσέληνον. µαγ]άρ-ι πληθ. μαγ]άνετε--ἴδ. γομάρ-ι (Ῥίθρα-Μιρεβίτα) -- ὄνος, α . ας β . ψ ος. μ - ο η Αα . µαγ)άρε-Ία πληθ. μαγ]άρετε-- ἴδ. ἵομαρε-]α -- ἡ ὄνος, µαγ]άρ-ζ]άρομι (Υ. Μαλεσίκ) -- σίδηρος ἐφ᾽ οὗ στηρίζονται τὰ χωύ” τσρυρα εἰς τὴν ἑστίαν' [Ἔουρκ. ἆεμλο οᾷδάκ]. µάγ]ε-]α πληθ. µάγ]ετε -- τὸ σκάφος, τὸ πλοτον. ἴδ, λ]ούνάρξ-α. µαγ/ε-ὐοῦκε-- τὸ σκάφος ἔνθς ζυμόνουσι τὸν ἄρτον, μµάγ)ε-πέτεκαδ (Κροῦ]-) Ξ- ἡ σκάφη ἔνθκ πλύνουσι τὸ φορέμ.κτ. ἴδ., κο- οἶτέ-α (Ἐλθκσ.) γοθάτε-α., η]. .Ρ . αι-- πα : κ», 5 - 1 ῳ 1511 μαγᾖῖ-α πληθ. μκγ]ίτε-- τὰ μάγις κοινῶς καὶ μενγ]ῖ-α (Σ. Τυραν.) πληῦ. μ.ενγ]ττε. . να. ’ ῃ / µαγ/ισταρ-ι (Ἐλλθᾶσ.) πληθ. άρετε Ξμ µαγ]ισταρε-/α πλ: μαγ]'στάρετες- μάγισσα" καὶ µεν μενγ]ιστάρε]α θηλ. - πληθ. άρετε- άρετ υγ] στ οε]ο ἠλ. λην. - εσυ .5, μμ . : - ” . ε .. ἐπάρ. 3 µ . Μ - Φ β η» .] μαγ)ύπ-ι (3. Ῥιά1) [ίσως ἐκ τοῦ μάγος] -- γύφτος" ἴδ, γ]ύπ-ι' 9) ἂνο- σιοῦργος᾽ πληθ. μμαγ]ύπετε. µαγ)υπῖ-α (Σ) πληθ. μκγ]υπιτε-- ἡ ἀνοσιουργία.. μαγ]υπό] -- ἀνοσιουργῶ. µάδε-]α:. πληθ, µάδετε -- ἴδ. Υ9δε -]χ.----ε µάδε-]κ πληθ. τε μιεδάτε (Υ-τ.) καὶ τε µεδέτε (Ἠλθασ.) Ξ- µεγάλη" ἵδ. ι µάθ-δι. . ἡσμη σ- - ων ; . ημ- . λ. μαδενῖ-α (Υ}, µαδερῖ-α (τ) Ξ μεγαλωσύνη, τὸ μεγαλεῖον πληθ. µιαδεν- τ- ος 9 Γ ἴτε μ.κὁξοῖτε. -- περ μαδενι τε Αότιτ | (ὄρχος). ρα ὃς ω... μι ' 4 µαδενίὃτ ({) μαδεοίτ (τ) -- μεγαλοπρεπῶς' ἐπίρ. Ρα η -. νο. . οι μι κ... τν μι - µαδενό[ (Υ) ο. ἐνερΥ. -- μεγαλύνω τινα (θικῶς), μαδερὀ] (τ), µαδε- ο] (Αογ' μι )' ες / ῄ Ἀ ὴε' ό ν σ ὃ ύ ὴ σ., το] ϱΥ0ρ.)᾽ το παὺ. μκθενόχεμ., µκδερόνεµ., µκ ετονεµ., µαδεστῖι-α (7): πληθ. "ἵ-τες ὑπερηφάνεια. δ ρα ε - ν µαδεδτόχεμ (Υ) - ὑπερηφανεύομαι. µαδεδτούαρ-όρι (5), µαιδεὂτούερ-όρι καὶ μοιδεὄτοῦρ-όρι (Ύ) πληθ. µα- «ή --- κε . ... . ε / δετόρετε Ξ ὑπεοήφανος. --- τὸ θηλ. μκδεῦτόρε-ἶκ - Ἡ ὑπερήφανυς. µαδόᾗ (Υ.τ.) σμαδό] (Σ) ϱ. ἐνεο «Ι) Ξ- μεγκλύνω τι ἀντίθ, βογελ]ό].-- ς εν ῃ τὸ παθ. µαδόνεµ.-όχεμ. σµ.«αδόχεμ. (Σ). μᾶζε-α (Σ) Ξ ἀνθόγαλα (Τουρκ. ννος ἴδ. µάκε-χκ. ---- μᾶ Ρελ]ιτ (5) Ξ κυιν. ἡ ταίπα, τὸ καϊμάκι. -- καὶ βεµέσε-α (Τν».)-- ο. ατα ντ ον ο - η μᾶςοα ε Χ]επεσε (Σ) - Ἡ τσιπο τοῦ κρομμυδίου, {ζ νά 1 η --πώλάσις Ύλυκὁ ο ρα 18 µάζε-]α (Υ) πληθ. µαζετες πωλάριον (ϐηλυκὸν) καὶ µεζε-]α (τ) πληθ. μεζετ μαζι-α Φ πληθ. μαζῖ-τε Ξ δξ ι νγάρε, τόκ᾽ ε πουνούκρε Όερε γατὶ περτε μΏιέλε Ξ ουγᾶρ-ι (τ) πληθ. ουγᾶρετε. µαζό]: Ἡ 5 Ὁ ἴδ. λ]ίγεμ. «Ξ γίνομαι ἀγαμνός ). . (ι) μάδ-δι πληθ. τε οτι καὶ τε υεδίν]τε ε (3) Ἔ μέγας η (ε) µάδε Ία πληθ. τε τε καὶ τε µεδό]χτε (Ἐ 1ό 15) - μεγάλη, : 4 ὃς , κ . (τε) µάῦ-τε: οὐὸ. ἐπιθ. Ξ ὁ µέγας- ἡ µεγάλη - τὸ μέγα. ---ν]ερίου ι α) / .. ὁ κ ῃ 3 μχθ Ξ μέγας ἀνήρ. --- τε μεδέν]τε Ξ- οἱ μεγιστᾶνες, οἱ ἀριστοκρα- ϕ . μ ΐ . ν τικοῖ, ----ι µάδι Ίετεσε Ξ- ὁ ἄρ οχ ηγὸς τῆς Ζωΐῦς. τίτλος ἀποδιδόμενος εἰς τὸν Θεὸν παρ᾽ ᾽᾿Αλθανοῖς' (πονητικωτάτη ἔχφρασις). µα]-ι [λατ. πιαϊαβ] - Μάϊος ην. μᾶ[ (Υ) οημκ Ξ- τρέφω, παχύνω τινά µτχ. µα]τουνε (Υ) µά]του είς ) μα] (τ'' τὸ παθ. μδχεμ. (Υ) µαζεμ. (τ) Ξ τρέφοµαι, γίνομαι παχὺς Ξ παχύνω. µά]άε (Βεράτ.) - τάχατες (ἐπὶ ἀπορίας) ὣς νά, ὡσὰν νά, δὔθεν (Τουρ. γ]ό]κ) σικουοσε ἴὃ, σικουρσε, --- θόνε µά]άε Ὠύτα σε κεὔτοὺ Υ] τι Ξ λέγουσιν ὁ κόσμος ὅτι τάχατες οὕτω συνέβη’ µά]ᾳε ἐπιίρ. (Πειμετ.) Ξ µη δὰ (Ξμῃ τὸ κάμνης) ἀστειευόμενος ὅταν σὲ Φοθε- ρίζη τις. µα]άέ (ἐπί. ή Ξ μάλιστα. µά]ῶενι (Βεράτ ώς Ξ σταθῆτε' µαά]άενι τε µόρρεμι βεδ! Ξ σταθῆτε νὰ ἀγροικηθῶμε µά]ε-α πληθ. μά]ατε Ξ- κορυφη᾽ μα] εαἀροῦνιτξ ἡ κορυφή τοῦ δένδρου. --- μα] ε μάλ]ι--Ξ ἡ κορυφὴ τοῦ ὅρους' μα] ε γ]υλ]πᾶνεσεξ ἡ μύτη τῆς ῥελόνης' μα] ε μιελιτ τὸ ἄνθος τοῦ ἀλεύρου.--- µα]᾽ε ἀ]ελ]μενίσε-- αμ νθο Γι . μα β" α πα [ σα τὸ ἄνθος τῆς νεολκίας. --- ετσεν] νε µα]ατ ε γιστναρετ Ἑπεριπατῶῷ μὲ τὰ ἄχρα τῶν δακτύλων, --- ἀντίθ. ορᾶζε-α (Υ), ορεζξ-α (τ) Ὠύθε-α, -- 218 --- (ε-ε-τε) μᾶλε (Υ) ι-α-τε ἐπίθ Ἑπαχύς' ι μά]μ-ι πληθ, τε μά]μιτε -- παχύς. -- ε µά]με-]α -- παχεῖα' τε µά]μετε πληθ. θηλ. -τε μα]- μιτε οὐδ, -- τὸ πάχος, ἡ παχύτης. (ε-ε-τε) µάζτε-ι-α -- ι-ε-τε μενγ]ερε-ι-α (τ) - ἀριστερὸς-ὰ-όν' 4ορ) ε μοίτε -- ἡ ἀριστερὸ χείρ. ---μΏε τε μενγ]ερε -- εἰς τὸ ἀριστερὸν (μέρος). µαστρόν]-όνεμ (Ῥά1) -- ἴδ. μαστρό]-όχεμ, (Π.ζρένᾶι) -- ἀπκτῷ, κλέπτω. µαδτρῖ-]α (Ῥα4ἳ) -- ἀπάτη, πλάνη: ἴδ. μαθτρό], 9. κοθιμ.-ι, µακάρ (Υ), ῥακάρι, µακάρσε (1ρκιν. μκκάρ] -- εἴθε, ἄμποτες' δε] (ϱ; ὅτε] τα κίδτε Ὀάμ, κετε πούνε -- εἴθε νὰ τὺ εἶχε κάμει τοῦτο, µάκε-α (Υ) πληθ. μόκατες- ἡ τοίπα (ἐπὶ τῶν ὑγρῶν): µακ) ε τ αμ.Ώσλ- λ]ιτξ ἡ τσίπα τοῦ γάλακτος: Τοῦ μάχες ἔπιασε τοίπαν" (ἐπὶ τῶν ὑγρῶν) ἑνῷ μκκερόσξ-κ: πληθ, μικκδρόσχτε (Ἠιλθάμ. Τυραν.) -- ἡ πράσινη τοαίπο ἡ ἐπὶ τῶν λιμνο όντων ὑδάτων. μάκῦ-ι (Τυράν.), μάνγθ-ι (Κά6.), ανκθ-ι (5), ἄνχθ-ι (Κρου]κ), τε ϱ3γ- ἀντ ε δέουτ (Ἐλθάσ,) -- ὁ ἐφιάλτης. µακεδονίσ-ι (Ἐλθάσ.) -- µακεδονίσιον [Τουργ. μαγὰανὸς] καὶ πετροσέλ-ι (Βεράτ.). µαλ.ι (πληθ. λείπει) -- πόθος" κἂμ μἀαλ-- ποθῶ.---με μοῦαρ μᾶλι -- ἐπό- θησα.---με- τε-ι-μέρρ μᾶλις ποθῶ-εἴς-ετ. --α) καμ, μαλ πεοτῦ] Ξ: δὲν ἔχω πόθον δι ἐσέ (--δὲν μὲ µέλει διὰ σενα).----νἀσόρα μᾶλινε Χουρ ε παδε -- ἐπέρασεν ὁ πόθος µου ὅταν τὸν εἶδα: 9) μαᾶλ (Άργυρ.) - πληθος.-- α. κ]ένε δούµε υ]ερς:-- ἦσαν πολλοὶ ἄνθρωποι; μᾶλ-- πλή- θος.---παροιµ.. οράλε ε περ µαλ-- ἀραιὰ καὶ περιζήτητα. - ἀντιθ. -- δούμε περλ]ούμ.Ξ- τόσον πολλὰ ὥστε νὸ τὰ πετδ τις εἰς τὺν πυη. ταµόν, µαλεκέσε-α πληθ. μχλεκέσατε -- Ἀκταρα, ἀφορισμός' καὶ μαλεκίμι-ι (ἐκ- Ἀλησιακστικῶς) ἀντιθ. Ρεκίμ-ι Ξεὐλογία, µαλεκόν] ό] (υιἵ---οράαπ, ντ. ἐνερ.Ξ- καταρῶμαι, ἄναθεμαι- τίζω, ἀφορίζω (ἐχκλησικστικῶς) μαλεκόνεμ-όχεμ παθ.- «τὸ ἀντιθ. Ῥεκό]-όνεμ.. µαλενγ]έλ: (Όιιᾶὶ Υ. τ.) ϱ. οὐδ. -- κ]α] πρέ] µάλιτ: φράσις τε μαλεν- Υ]εφόκ Ρἱρ --τε κ]άφδχ ποέ] μἀλιτ.---τὸ παθ. μαλενγ]έχεμ -- (Περ- μέτ.) - ἐπιποθῶ: µαλενγ]ένεμ. 3 μαλενγ]έχεμ. (Υ) περ τε νγρᾶνε ἢ --- 219 --- : τ "8 ” ἷ .” αν η. ιτ . .. πεο τε υγρένε (τ)-- ἀεδερό] περ τε νγρᾶνε. ΄ ἄντιθ. τὄμκλενγ]ένεμ., νασίερ ην. μαλενγ]ίµ-ιεπλϐ μκλενγίμετετ πόθος; κάμ, μαλενγ]ήμ. τε υ:θ πεο ..Ξ δ ἔχω πολὺν πόθον δια... ἴδ. ἀεδειίμ-ι' ι-ε- νε μα . . ας μάλ]-ι; σν ηθ. µάλ]ετε - βουνόν' φοάσις μάρο μµάλ]ετεΞ κο ώς, ' . Ἆ -μ ῃ ἕ. » : ὁ κα } Ὦ (πέρνω τὰ βουνὰ κοινῶς) µόρχ μάλ]ετε--ε φυύδκτες ἐδραπέτευσα, ἄς' ἴὃ, Ὀιέδχε-α. ΜάΛΙ ι Ζι- τὸ Μαυροβούνιον. -- 9) ἐπχοχ Μαλ] ι 2 ιν Σκ]πενίσε. ἨΜαλ/αξι-ου : πληθ. Μαλ]κζέστε-- Μα χυοοθουνιώτης, Μαυροθούνιος, Μαλ]αζέζε-α: πληθ. Μακλ]κζεζστε ο πμ β Μαλ]αζίδτ : ἐπίρο. Ξ κατὰ τὺν τρόπον τῶν Μαυροθουνιωτῶν. Ἴ µµ Ε Εν” ΦφυΥ ίι τις ἐν τῇ "Ανω ᾽Αλδανία µαλ]εσι-α : ὄνομα περιληπτ.Ξ- τὰ ὄρη 9) οἱ ὀρεινοί, μαλ)εσίὃτ -- ἐπιρ.Ξ κατὰ τὺν τρόπον τῶν ὀρεινῶν. 5 -- , ν .. . ο- Ρ.. ΒΑ .. ” ί - α Ἡ 3 . µαλ]εσοῦαρ-όρι (τ) πληθ. μκλ]κστόρετε-- ὀρεινός, βουνησιος' μαὶ μκλ]ε- σοῦερ-όρι, μιαλ]εσοῦρ-όρι (Υ) τὸ θηλ. μκλ]ετόρε-]κ θηλ. πληθ. μικλ]ό - κετε ἆρσ., μαλ]όκετε θηλ. µαλ]εισίµ-ι (Ὀαα1, γ. τ.) πληθ. μκλ]ετσίμετε, μαλ]τσίμ-ι (ρ141, γ τ.) πληθ. ε τε-μαχῖ-κ (Οιαἷ--- Πευμέτ),-πεσμικτίμ-ι (11) πληθ. ι] πεσματίµετες ἐρεθισμὸς (ἐπὶ πληγης).---ἐρέθισμα, ο ο μαλ]ετσόν]-ό] (θααἱ Υ ον] Ξ- ἐρεθὶ (ζω, ἀφορμις ὦ (την πλην ην) καὶ η. τσόν]-ό] (Ῥιιάϊ γ. ο πεσμιατόν] (Ὀιιά!) [ελλην. ώλρή μκχντ-ιτ- τ (Βεράτ.- Περμέτ.) ώἃ ... μτχ. μα νσουρξ.---μαλ]ετσόθα ε] . µ Ε α πλ]άγενε-- ἠρέθισκ τὴν πληγήν' τὸ παθ. μ,κλ]ετσόνεμ.-όχεμ., μικλ] - μι τα στ '... τ. ον α - ες. μα. τσόνεµ.-ὀχεμ., πεσμικτόνεµ.Ξ ζην (Ἱεράτ.- Περμέτ.] -- ἐρεθίζομαι (ἐπὶ πληγῆς). ῥ εν δ κα Ἶ . ν, µαμίτσε-α (Ὀορά4αη) ἴὸ. µανάέδε-α ()Ξ Ί τροφὺς πληθ. α-τε ο Λ.. ν.. ) μἔν-ι (Βεοάτ.), μανᾶ-ι (Ἠλθάσ.) μιονε-]ακ (ΠΠεο- ἕτη, μινε -χ (Περμετ.) ὑποχορ. Ξ τὸ δένδρον κσπὶ ὁ χκοπὺς τῆς συ- ΑΛΑ ποινῶς το μοῦρον' πληθ. μάνετε, μἔνατε µάνάκτε, µάνετε, ψαάνεζατε ὑποχορ. µανιζι () πληθ. μκνστεζέσ μ.κυρομουριὰ καὶ τὰ µαῦραᾳ µοῦρα καὶ μονα ιζἵ πληθ. µανᾶατεζές, ῃ | "ἱ | | | | --- κ -- μάνα φέρρε (Υ) μνα φέρε σ- Ίδρυνκ, κοινῶς βατόµουρχ: καὶ μάνακ φέορε, (Ἠλθάσ.) μάννα φέροαὃ (0). φερεμάνεζε-α [Κ26.) πληθ. φε οεμάνεζατε, φερεμάτσε-κ (Σ) πληθ. φερεμάτσατε. µάνα-τόκετ (Σ) -- φράγουλαι. µανάκ-ου πληθ. μανάκετεὈ το» μανάλ]ε-]α: πλιθ. μανάλ]ετε-- κηροστάσιον, εἰς τὸ ὁποῖον ἀνάπτοισι ποῖς καὶ λαμπάδας ἐν ταῖς ἐκκλησίαις. µανγάλξ-α Ξ πύραυνον, τὸ μαγγάλι. µαγγε-α (Υ) πληθ μάν γετε [Λατ. μΣΠΙΟΑΙ, μένγε-α .() πληθ. μἔνγε- τες χειρίς-ίδος, κοιν, μανίκι καγμετ᾽ ε κεμίδεσε τὰ μ.κχνίκι« τοῦ ὑπο- Ἀαμίσου" ν]ε µένγε ἀροῦ (τ) ν]ε κράζ ἀροῦ (Υ) -- μιὰ χεριὰ ξύλα, μάνγδ-ι (Ν6.) ἴδ. µάκθ-ι -- ἐφιάλτης. κοινῶς βραχν.ᾶς. μανγὺ λ]έπουρ ιζεκ]έ) ἴδ, κατὂόρρ-ι (Κροῦ/α) «--νεογνὸν λαγοῦ) µάνγου (41 Ἑ)55μἔνγουτε (Σ), μἒτε (Ἠλλθάσ.γ.) ἐπιρ.-- λειψὰ (Τ ουρὰ. εκσίκ]) [οημ.. μὲ]]-- λιποθαρής. (ι-ε-τε) µάνγουτε, μενγουτε, μἒτε [. ρημ.. με]]ζλειφός-ἠ-όν, μαναάλ-ι-- µάνδαλος. μανάλε-α (Κ«6.) πληθ. µανάάλχτε ἴδ. δούλ]τα- ι Ξ- μοχλὸς τῆς θύρας. µανάέδε-α (1) πλ.θ. μανᾷέδατε καὶ μεναέδε-ο (τ) πληθ. μενάέδατε-- Ὢ τροφός. µάνᾶρε-α (Υ. Μαλ]εσία) πληθ. μάνάρκτε ἴδ, στάν-ι --ᾱ μάνδρο.. µανέσε-α (Ῥορᾷαπ- Ἐλθκα,) πληθ. µανέσατε Ξ ἀργοποοία. [ἶδ. μενὸ]] πα μανέσε ΔΕυγόϊ ἀιδέπου]τε (0οσᾶαπ)-- ἄνευ ἀργοπορίας ἔπεμψε τοὺς µαθητας, µανό[ (ρορά απ) -- οὖδ. Ξ ἀργοπορῷ μτχ. µανούεµ., µανίτεµ:; (τ) ο. οὐδ. - πε θαυμάζω. µαρά]ξ-α -- μαράκ]ε-]α, µαράκ]-ι (5) - µάραθον. µαράσκε-α:. πληθ. µκρᾶσκατε-- κορας κόπερ κ]ένε͵ μαράδ-ι Εξ «ἴσως σημ. µαρᾶσ -- παράπονον, πόθος ἀνεχπλήρωτος, ἐπὶ τεθνεώτων ), µαργαριταρ-ι πληθ. μκργαριτάρετε-- μαργαριτάριον, μαργαοίτης, µάρδε-α.: πληθ. µάρδατες ψῦχος. [τὸ. μαρδεμ]. µάρδεµ παθ. τοῦ µκρθ ϱ.Ξ- κρυόνω. µάρὲ-α πληθ. µάρατες κούµκρον. -- 291 --- µαρέδτε-α µκρετ-κ. καὶ μερέδτε-κ (Βεράτ.) πληθ. μκχοεῦτατε-- τόπος Ἀχκτάφυτος ἐχ κουμάρων. ”. μ . Ἆν β π ῥ β΄ 4 5 µαρθά-Ία (Υ. τ) Ξ κοιν. µαρθάς.--- πασκ]ύρκ νουκ) ἐδτ᾽ ε κ]εούαρε πο - ῇ β ή : Γ χᾶι μιαρθά -- ὁ καθρέπτης ὃεν εἶνχι ο” ἀλλ ἔχει μπέρδεμα. ος ο μὰς 8 ! κο] -- , 2ὀ ' . . μάρῦ: ϱ. Ξ- κουόνω, Χοιν, µαργόνω. ἂύρ, μάρδα-ε-ι μτχ. µάρδε, μ.άρ- β Ἱν ' - Ξ Με :ν η. ας νο Γ δουνε (0 μάρδουρε (τ). τὸ παθ. µάρδεμ. ἴδ, μερδίζ-- κρυόνω. π ια -ι π] . , μη ι ν . ο» ο ασ τη µαριµανγε-α (1) πλ Ἴδ. μαριμµανγατε ἴδ, μιμανγε-οα τ- αρόσχνη. μαρμοῦρ-ι (Ὀπά1) Ξ µάρμαρον. ς . ἑ μα Ἡ . ε μαρμουρό»]/ΠΞρ. µαρµαρόνω, ἀπολιθόνω. --- τὸ παθητ. μχμουρόνεμ. (ριά1). Μάρς-ιΞ- Μάρτιος μὴν καὶ µάντο-ι (Σ). (ε) µάρτε-α [Λατ. ἀἱος Μανβ] -- τρίτη η (μερα τῆς ἑθδομάδος) ἀιτε µάοτες- τρίτη ἡμέρα. ( ἡ 1’ ἠ μμ .-- α Μδς 4 ο ύκ δοείο ο 3 µαρτέσε-α πληθ. µαρτεσατςς- γάµος, σύζευξδις, ὑπανδρείκ, νύμφευσις καὶ μαρτίμ.-ι [ῖὃ,. Ἰταλ. πιαγ]{ο ]. μαρτιριζόν] (Ὀια]) -- μαρτυρῶ (ὑπερ πίστεως) | Επ. δα | παν ”τ . µαρτόν]-ό[-- ὑπανδρεύω, νυμφεύω [1ὸὃ. παλ. πιαγ]{ο]. µιαρτόνεµ-όχεμ Ξ- ὑπανδρεύομαι, νυμφεύυμαι. μάρρ-μέρρ-μέρρ ρἼμα ἐνεργ. Ξ λαμθάνω ἀντιθ. ἄπ. - ἆπρ. µόρα-ε-ι καὶ µούαρ (τ) µούὺερ καὶ μα συνηρ. (Υ) µτχ. µάροε καὶ µάορουνε / . 5 4 Ὁ (Υ) µάρρουρε (τ) --παθ. µέρρεμ. καὶ μρρεμ..-- σᾶ µερο κε]ό ἕνε; πό- σον χωρεῖτ τοῦτο τό ἀγγεῖον; µε μερρ ουρία Ξ-- πεινῶ. ---με μερο γ]οῦμι-- ἀποκοιμῶμαι. ---με µερο μᾶλις ποθῶ.---με- τε-ι μίρρενε µέντετ- ζαλίζομαι. --- µε-τε-ι µίρρετε κέμΏα -- κουτααίνω (ἐπὶ πο- πληκτικῶν).-- µε-τε-ι μρρετε γό]αΞ ψευδίζω. έω μάο ορ γροῦ]κνυι- 1ᾗ Τν ο “γ μν ! Εωυμ.Χ! ιο. μμ ρτ όχεμ.. ----μμάρο Ὀοῦ 300 Ξὑπονδρεύομαι | (ὸ, μ,κρτόχεμ..---- 3 . αμ --- . ---. . ' ο. . Ἶ πα, " ερ ώάμῳ µαρρ κάρτες ο. ἐπιστολήν. --- µαρρ ερε ϱ. Ξ µυρνω. ---μαρρ .. πα Να ΠΡ" αμ. λα ΄ Ἆ --μάρρ νθξεπερ κέμΏετ- καχομεταχεφίζοµκι. --- μιάρρ »ἐὅτ (Υ) Ξ μανθάνω ἐξ ἀχκοῆς. ἀκούω παρ ἄλλων, : . | ο ο... 3 µάρρ βέδτ (Υ) ξ καταλκµθάνω, ἐννοῶ. ἵδ. κουπε- | . - ᾗ . η νο µ ο ον, τόν].---µάνο ε ἅπξκκάμνω ληψοδοσίαν 9) κάμνω συνοικέσιον, συμ.- Ἡ -- ; ο ε ο ι ἑ πεθερολογῶ. -- τε µάρρα ετε δένκζξληψοδοσίαι. -- µάρρ ἀὲμ. (ἐπὶ ι συνουσιασμ.οῦ τῶν ῥοῶν) Ξ βατεύομαι.---λ]όπετε μ.άρρενε ἀεμαΞ συν- 44 ”” μ αμ ι ! Ν.Ε ω ολ Α αμ πα λα βω : Ἡ ., ουωσιάςονται.--- μάρο ῥετε Γένε μάρο βετενε-- ἀναλαμβραάνω [ἐπὶ ζρ- κ ὑὑ-υ-. µ -- ο. ο το ο ον μα ν υωω οπ ο ο --.-µᾧϱ͵ὃ““«“«ὃ«-ιοθωωα.. ω ---- -- . ες. -- ος να. αλ 5 --- ρώστων.--- µάρρ μΏε σῦ-- βασκανίζω τινά. --- μίρρεμ. µοε σὔξ βασκα- ἰρρεµ. σῦδ. ---μάρο σῦ ε φάκ]ε-- ἐνθαρρύνομιαι. ---- ν-ε- μαάρρε μέντὸ-- φρενοθλκθῆὴς Φοράαη-γεγ.) --μάρο µάλ]ετε φού- σαχτε- δραπετεύω, γίνομαι φυγάς.--- έμεοι ι ατῖ µόρι δἒνε -- διεδόθ: ἡ φήμη του,--- µάρρ µε τε μέρες καλοπιάνω τινα (κοινῶς). --- μιάρο .. μον. τὰ, νισυομαι, καὶ µ µε τε κεκ]-- κακοπιόνω τινα (κοινῶς).--- µάρρ μΏε θούε (Σ) ϱ. ἐνερ. Ξ σχυντάπτω τινὰ {ὃ. πενγό].--- µέροεμ. μΏς θούε (Σ) ϱ. οὐδ. Ξ σκον- τάπτοµαι ἵδ. πενγόχεμ.---- χάνα μούερ ζ]άορ Ξ ἔγεινε νέα σελήνη.--- µάρο περ ἀόρε - χειραγωγῶ.---μάρρ νε κ]άφετ -- ἀγχαλιάζω τινὰ λ αμ” να | τὸν 1; ῃ ς όν κ ο τα μα. ἃ ἴὰ η πά Ἀοει Μ. περνω ς τὸ χιρο, --μαρρ 5|20ρ Ξ αναπτω]᾽ τὸ, ν ΕΕ. ---- μὰρ φουκῇ]ῖ ο. οὐδ.Ξ ἐνδυναμόνομαι.--- ι-ε-μάρρε χίεὂ -- ι-ε-δουπλ]ά- Χξ.-- τε µάρρε βὲῦ -- ἡ νόησις (οράαπ).--- ἱ-ε-μάρρε-ι-α Ξ ἀνόητος (0οσά απ) (κοιν. παρμένας). µάρρε-Ία καὶ (Ρααἱ, Ῥορᾶαπ) μΏάρε-]α -- ἐντροπή, καταισχύνη -- τούρπ. μαρρεξῖ-α πληθ. μαρρεζττε -- ἀνοησία.. ) µαρρό] (Σ) ϱ. ἑνερ.Ξ- ἐντροπιάζω τινὰ ἴδ. τουρπενο].--- τε µαρρόφτε Λότι ἱΞ τε τουρπενόφτε ότι! -μαορόζει, (5) ο. Ξ ἐντρέπομκαι, τουο- ων ὁ . . μ ῳ κ να ἃ 1. η) λΞὶ υ- .) ποιόν η πενόχεμ.. µαρρόσ-όσ-όσ ιΞ5) ϱ. ἐνερ. Ξ µωραίνω τινά.--- τε µαιορόστε Τότι! -- νὰ σὲ μωράνῃ ὁ Θεός | ----μερρόσεμ. (τ) -- οὐδ. µωραίνομ.κε.--- ἆορ. μ.κρρύσα- ε-ι’ μτχ. µαρρόσουρα. µάσ-ξι (1) πληθ. µαάζατε καὶ μεσ-ζι (τ) πληθ, μέζατε - πουλάριον (ἀρσενικὸν ἐπὶ ἵππων). µασγάλε-α (Π]ερμέτ.) πληθ. µασγάλατε Ξ βριμ’ ε µοῦοιτ' καὶ φρουγ]ῖ-α (Ἠλθασ. Τυραν.), φρενγ]ί-α (Κροῦ]σι) -- βρῖμ) ε μοῦριτ περ τε χάλουρε γρύκατ᾽ ε πούὄκεθετ νε περ ατὸ κουρ λ]εφτό]ενε. µάσ-άτ-άτ (Υ) ϱ. ἐνερ.Ξ μετρῶ, καταμετρῶ, διαμετοῶ καὶ μάτ-μὰτ- . : : -- ψ ν μας ματ (Υ)---μας αυ κουτ μετοῶ δύο πηχεις.---- µοις ρόΏενε Ξ- μετρῶ . ντ. κ. . ο α μω ! τὺ ἔνδυμα.--- μας δένε-- μετρῶ την Υῆν.-- μασ ἀρίθετε-- μετρῶ τὰ Ὑεννήματα. ἀόρ. μάτα-ε-ι µτχ. µάτε καὶ µάτουνε καὶ µάτουρε (τ). άσξ-α (Υ. τ. Ῥοσᾶαη) πληθ. µάσατε -- έτουν γω ἠτικότητος} µά»ο . με | Π Π .. ο] ἑ νὰ η αι ἀμι. 4 νὰ κος ο Ἀ α ὴ ν : µ ή. μάσετε περνω µετρον.--με μᾶσε-- μετὰ τὰ µέτρου.--- πα µάσε -- ἄνευι μέτρου. µασκαρῖ-α. πληθ. µκσκαρῖτε (Ριιάϊ Ελθάσ.) -- ἀστειότης (τουρχ.. µασ- καρά--- Ἰταλ. πιαβσατο). µασκαρόῇ ρ. οὐδ.Ξ ἀστειεύομχι (Ἠλέασ.. µιαστάσι-ι (Βεράτ.) ἴδ. στάπ-ι-- ράβδος. µαστέκ-ου Ἐ Ἑ «ἴσως-- ἀκρίς ). τς µάσκε-α (τ) πλιθ. µάδκατε--πόχκος, κοιν, ποκζοι, λ]εδ δεν ι παν ἆάμε, κοῦορ κ]έθενε ὄεντε εδέ ε µαρρενε σι λ]ελούρε" μάσκε-κ ατα... ἴδ. μέσ-ζι-- πῶλος. µάδκουλ-ι [Λατ. πιαβοι]ας] πλ. µαδκου]τε καὶ μέδκου]τε (τ) -- ἄρ- 5. νἀβ ών ή ὃν. ὁ β .. : ι . .ῤ ϱΊν, ἄρσεν, ἄρσενικός.----ἀντιθ. φέμειξ-α (τ), φέμενε-α (Υ). ή μασκουλυύαρ-όρι (τ) συνηρ. Υ) Ξ ἀρσενικός. µαδκουλόρε-]α" πληθ. µασχουλόρετε' ἀντιθ. φεμερύρε-]κ (τ) --θηλυκή. µάδκουλ-ι (Υ) πληθ. µαθκου]τες- ἡ κόλλα τοῦ χάοτου" ν]ϊ µαδκουλ- κάρτε--µί« κόλλα χαρτί, µαστρό] (Πιστρενᾶιν--Ῥορά απ) ρ. ἐνερ. -- ἀπατῶ, πλανῶ" ἵδ. κορό].---- τὸ παθ. αστρύχεμ.-- ἀπατῶμικι, πλανῶμικι' ἴδ. κοΏόχεμ. ἆόρ. µα- ὄτρόδα-ε-ι µετοχ. µαδτρούεμ.. µάτ-άτ-άτ (τ) -- ἴδ. µάσ-άτ-άτ τὸ παθ. µάτεμ. -- μετρῶ. Ηάτ. Μάτ]α -- ἡ Μάτια, ἡ ᾽Αμαθία ἐπαρχία τῆς "Ανω ᾽Αλδανίας, µάτεσ-ι πληθ. µάτεδιτε-- ὁ μετοῶν 9) τὸ μέτρον’ ἴὃ, µάσε-κ. µάτεμ. παθ. μετροῦμαι' 9) µάτεμ. τ’ ι Όίε -- ἑτοιμάζομαι νὰ τὸν κτυ- / ; α µε αν εν] αυ Μ ι μ ο πησω, µατεµ. τ ιφλ]ασ- ετοιµάζομαι νὰ τοῦ εἴπω' μ.ατεμ, τα Ώεν] ατε πούνε -- ἐτοιμάζομαι νὰ κάμω τοῦτο τὸ πρᾶγμ..--- µάτεμ. τ᾽ ι)εμ. πο κάμ, φοίχε ἑτοιμάζομαι νὰ τοῦ εἴπω ἀλλὰ φοθοῦμαι. 5 4 .. ν Π --ᾱ µαταρό] () ϱ. ἐνερ.Ξ- τακτοποιῶ, διορθόνω, ναρεκ], ιν ι ην | α αι µ Γι ” µάτκε-α (Πεομέτ.) πληθ. µάτκατε [Σλαυικά-μάτκα Ξμητηρ] Ξ- ἡ μή τηρ τῶν μελισσῶν, ἡ βκαίλισσα. µατορρίκ-ου Ὁ ο 9 µαφέσ-ι (Περμέτ.) ἴδ. φκρσουλ]ατε-«-- μανδήλιον, µαχί-α (Βερά-.) πληθ. µαβῖτε -- ἵδ. μαλ]τσίμ-ι-- πόνος, ἐρεβισμὸς πληγῆς. μαχίσ-ίσ-ίσ (Βεράτ. - Περμέτ.) ϱ. ἐνερ. -- ἐρεθίζω, ἀφορμίζω (τὴν πλη- μα αμ ος . μ. ασ. . 2, ᾱ ΜΗ 9 . σα. Υην) τὸ, ο, μαλ]ετσό] ----μα ίσα πλ]άγενε-- μ.κλ]ετσόθα πλ]άγενε.--- 3 ϐ ; | ᾳ. ι : , ο) η ! . 9) Ὕ1ι τί . Π : Γι, τε πι. ορ. µαχισο-ἒ-ι µετοχ. µαχισουρε" 9) μαλίσ-ίτ-ίτ(Υ) ϱ. ἐνερ. περι | .. 1! Ἶ ] - 2254 -- γελῶ, περιπαίζω: ἄόρ. µαχίτα-ε : μτχ. µαγχίτουνε (Υ)--- μια λίτεμ.- πεοιγελῶμαι, περιπαίζυμαι. µάτσε-α (Υ) πληθ. µάτσατε-- ή κοιν. γάτα, καὶ µάτσε-]σ (1) πληῦ. µάτσετε, µατὂε-]κ (τ) πληθ. µάτδετε, µίτοξ-α (1) πληθ. µίτσατε.--- Ακ ψν., μιατὸ-ι (τ) πληθ. µατδετε ἵ ϱ9 -- γάτος. τμ μάτο μουλτου, µατόόκ-ου πληθ. μιατδόκετες- γάτος κοιν, αχὶ μ.κτὂόρο-ι (Σ)]. ἀώταο-ι (5. Ἐρου]α, Ἰλλθάσ.) πληθ. ἠάτσκχτε. μῥα-α-ὰ (Ἑλέασ.) --ἴδ. μῦή-άν-αν (1) μῦᾶ-αν- ἄν Ύ) -ἴδ. μα] (τ)--- ἀόρ. μρά]τα-ε-ι µετοχή, μβά]τουνε (1) μβά]τουρε (τ)5- ῥαστῶ. μὐάὺ --ο. ἐνερ.--- ἀντιθ. σΏάθ. ϱ. μΏάθ κεπούτσετε, δὐ]ετε, Ὀρέκετε, τίρχ]ιτε. - μΏάθ κάλ]ινε-- καλλιγόνω τὸ ἄλογον. - μκΏ βεστινε, ουλιότενε μὲ πλ]έχε-- παθ. μΏάθεµ, ἀντιθ. σρσθεμ.. µὐάδετε: ἐπίο. ἀντιθ. σΏάθετε.--- ι-ε-τε μΏάθετε ἐπίθ.---- ἄντιθ. ι-ε-τε σβαθετε. μὐᾶ] (τ) καὶ μΏᾶν] (τ) ο. ἐνερ.Ξ- χρατῶ 3) ἐμποδίζω, ὃ) σηµαίνω.--- ἆορ. μΏά]τα, μ.τχ. μρά]τουνε (7) καὶ µΏαά]τουρε (τ) --- ὁ ἐνεστ. καὶ μ]ᾶ-αν- ἂν (Υ). μὈά-ᾶ-ά (Ἓλθασ.) --- μΏδ] µεντ-- ἐνθυμοῦμα». --- μα] ὄπρεσε -- ὄπρεσόν], μΏὈ” γό]ενε -- οῤα την γλῶσσαν (τὸ στόμικ) (μὴ ὑθοίζῃ . μιά βε-- βξ βἐδ καὶ Ρε βὲδ (2)-- προσέχω.-- ποδίζης. --- μα μ.Ὀσι Αρεῖτε” μεῦτ ὢ ἴσικ,---µος µε ρα μη | μὲ ἐμ. άνε-- εἶμκι μὲ τὺ κόμμα (αὐτῶν).--- μΏα ἀῑελινε -- ἐµπ τοθίζω τὸν ἠλιον.- - τὸ μΏα κε]ὸ κεὔτοῦ ;Ἔ- τί σημκίνει τοῦτο: τ-ε-τε μά]- τουνε (Ριιά1) Ξ- ἐι ἐμποδισμένας, ὑποχρεωμένος.---µοτ ι μρά] τουνεει λ]ίδουνε (481) -- καιρὸς ἐμτ ποδισµένος καὶ ἁπηγορευμένος. μῦ1λε (οσάαπ)Ξμῦε Ρᾶλ-- εἰς τὸ ών. τον. κ παλ ἐπιρ. (Σ. ή) [θαλ-ι καὶ φόκ]ε- -Ἰκ]-- ἐνώπιον, παρρησίᾳ, καὶ μΏαλεφάκ]ε (Ῥς1), φάκ]ε (μετὰ γεν.) ὡς φάκ]ε µέ]ε, τε]ε- χτί-- ἐνώπιόν µου, σοῦ, αὐτοῦ, νε φάκ]ε, νᾷερ σῦ, περ φάκ]εζε.---- η φδέζουραζι (τ)- μῦαρ-αρ-ἀρ (τ)--ἴὸ. Ὦαρ- ἆρ-αρ 8 ο Ξ κουθαλῶ. μὐαρασόν/ (Βερατ.) [ῖὃ. πάρε-α] ο. ἐνερ.Ξ- συγκρίνω, παραθάλλω, μΏαρεσόνεμ. (Βερατ.) παθ. -- ον, νοµαι, παραθάλλορ.αν μὐάρε [πάρε] : μὮρόθ (τ) ἐπιρ.-- ἄποτ ον ρίν, θεξιά᾿ 2) (Υ) γενικῶς' ἀντιῦ. πράπε ----κεμίσενε ε κξ βέδουρε πράπε, κεθε]ε μΏάρε-- ἔχεις φορέσει | .. | ε | α 3 ψ ὃ ος β -- 3 ᾿ Ἶ Μ] παή, Για 5 ὑποκάμισον ἄνάποδα, γυρισέ το ἀπ᾿ τὴν ὄψιν. ---- νούκε µε βιὲν β .. ’ α- ψ β : η μ.μ μι ᾿ μψ.Ώάρε τε δχκρούαν] µε ἄόρε τε µένγ]ειε-- δὲν μοῦ ἔρχεται δεξιὰ νὰ γράφω μὲ τὴν ἀριστερὰν χεῖρα.---- κεδτοὺ µε βιὲν µῃΏάρε-- ἔτοι μοῦ ἔρχεται δεξιά, πλέον εὔκολα.---ι βιεν µβΏάρε πούνα 3 ι βέτε ψῃαοε τσ. ! η β ὃ / ε δν μ / πούνα, τν βιεν μΏρύθ πούνα-- προοδεύει ἡ δουλειά του,---ου νγρίτνε μΏάρε -- ἐσηκώθησαν γενικῶς, (ἅπαντες ὁμορ), ἐπανεστάτησαν γε- νικῶς.--- μὸς φόλ]ε µΏάρ᾽ ε πράπε-- μὴ ὁμιλεῖς ὅτι φθάσῃ. (ι-ε-τε) µθάρε ἐπίθ. -- ἐπιδέξιος. ἀντιθ. ι-ε-τε -πράπε. -- αλ] ι μΏάρε-- προκομµένο παιδί, ἀιάλ]᾽ ι πράπε-- ἀνάποδο παιδί.--- οὐδ' ε μΏάρε: (φοάσις) -- χατευύδιον ! --πούν ε μΏσοε-- καλῶς κάμνετε (φράσις). ---- ἀπόκρισις : μΏάρε πάτδ | -- καλῶς νᾶχηῃς! κά ἀόος τε ἷ . β ῥ μΏάρε, κά κέμρε τε µΏάρε (Τουρκ.- ουγουρλίτικο χέρι, πόδι). - χετὰ ἐδτε τε μΏάρετε τ᾿ ἅτ-- αὐτὴ εἶναι ἡ προκοπη σου, μθᾶρεμ (τ)-- Ῥᾶρεμ (Σ) -- φέροµαι, κουθαλιοῦμαι. Ἶ στ ν . .. . µὐαρεσῖ-α-- πρόοδος, ἐπιδεξιότης. πληθ. μΏαρεσῖτε ὀἀντιβ. πραπεσῖ-α πληθ. πραπεσῖτε. µθαρεσό]: ο. ἐνερ.ΞΞβξ μΏαρε, ε βξ μβ᾽ οὖδε τε µράρε. --- μραρεσόθα ο πῶς Ώούρροινε. - Ἶ 2 δη μθαρεσόχεμ παθ. οὐδ, -- μτρεμ. μΏ᾽ οὖδε τε µράρε. δ . " μὐάρ-ι (ϱορᾷ απ) --ἴδ. πάρι (οσα) ἐπιρ.--- ποσὶ µμβάρι (ροσά απ) -καθὼς πεότερον, --- περ σᾶ ι πατ θάνε μΏαάρι (οράαπ) -- δι’ ὅσα εἶχεν εἴπει αὐτῷ πρότερον, ἴὃ, περπάρα. . Όν (ι) µύαρκαν]όσμ-ι (0οράαη) -- ὑδρωπικικσμένος [Ῥάρκ-ου]. ᾿ ας . Ἀ . (ε) μὔαρκαν]όσμε-]α-- ὑδρωπικιασμενη. µὐαρόν]-ο] [μΏάρε] ϱ. ένερ. Ξ- τελειόνω τι, ἐκτελῶ, ἀποτελειόνω τι. 2) μΏαρόν] (Πιζοένᾶι) ("Ανω ᾽Αλδανία) -- πράττω, Ὀάν] (Ύ), Ὀεν] (τ) -- μΏαρόθα πούνενε-- ἐτελείωσα τὴν ἐργασίαν µου, τὴν ὑπόθε- σίν µου.--- κοῦ μΏαρὸν κεὔτού: -- ποῦ πηγαίνεις: ποῦ ὥρα καλή: (5 ποῦ τελειόνει ὁ δρόμος σου :).--ἀούε µε ε μΏαρούεμ ("Ανω ἸΑλ- ῥανία)-- ἀούε µε ε Ὦᾶμ (Υ), ἄουα τα Ὀεν] (τ) - θέλω νὰ τὸ τε- λειώσω, μὐαρόνεμ-όχεμ: παθ. καὶ οὖδ. να ου μΏαρούα Ώούκα -- ἐτελείωσε τὸ Ψωμί, ἐσώθηκε τὸ φωμί, ---σότ μΏαρόχετε πούνα -- σήμερον τε- λειόνει ἡ δουλειά, -- μ. ου µμΏαρούσινε παράτες- σώθηκαν τὰ χο- ΛΕΞΙΚΟΝ ΑΛΗΛΝΟΕΒΛΛΗΝΙΚΟΝ 10 11 | 1] η, 1 --- 226 --- ἁατά µου. --- α) πάσχα τε µΏαρούαρε-- δὲν ἔχει τελειωμό, δὲν ἔχει τέλος, | µὐάρο [Ῥάορε-α] ρ. ἐνεργ.ΞΞ ἐγγαστρόνω. --- ἀόρ. Ώάρσα, μτχ. μΏάρσε καὶ µΏάρσουνε (Υ), µΏάρσουοε (τ). --- πέλ]εν ε κδμ. µβάρε -- ἔχω την φοράδα γαστρωμενην᾿ ἴδ. νι] ἰσ µε Ῥσροε. μὐάρσεμ παθ. -- νγ]ίτεμ. µε Ώάροε. µθὐάρρε-Ία (Ὀπαϊ - Ῥοσάαπ) πληθ. μΏάορετε ἴδ. µάρρε-]α (Σ) κάμ μΏάρριε (Ῥορά απ) -- ἐντρέπομαι. - μθάς (Υ) -- πας (τ) πρόθεσις -- ὀπίσω, µὐασανάά] (Υ) -- ἴδ. πασανᾶά] (1), μΏασαναε] (Σ), μΏασαναύ] (Υ), μβασανάά]τα (}) -- ἔπειτα, ὕστερον, µὐασέ (Βεράτ.) [μ[βᾶ -σε-- βάστα ὅτι, ὑπόθεσον ὅτι] καὶ μβασὺ (Περμέτ.), ἀροῦσε (Υ) [ἀρούε] σε]-- μΏασέ µος -- ἴσως μη’ μβκσὲ βιεν νάαδτι -- ἴσως ἔρχεται τόρα (Βεράτ.) -- μΏὈάσο βιὲν ταδτὶ (Περμέτ.) -- ἀροῦσε βιὲν ταστὶ (Υ). µθασσί (Υ) [μΏας-σι] -- ἴδ. παδσὶ -- ἀφοῦ, ἐπειδη. µὐασκενάά] (1) ἴδ. πασκενᾶά| (τ), μΏασκεναέ] (Σ), μΏασκεναύ] (Υ), μΏασκενάσ]τα (Υ), µβασκενάά]να] (Ῥοράαη) Ξ εἶτα, ἔπειτα. µύασνέσερ (Υ) -- πασνέσερ (τ), µΏασνέσερι (Σ) Ξ- µεθαύριον. µὐασνέσερ-τιέτερ (Υ) -- πασνέσερ τιετερξ, μΏασνεσερ τιετερι (Σ)) -- ἄντι- μεθαύριον., µῥαστόν: (Ῥιαᾶἱ γ.) τριτοπρ. ϱ. - ἀρχεῖ, ἐπαρκεῖ, φθάνει, --- µε-τε-ι μιαστὸν -- μοῦ- σοῦ- τοῦ φθάνει. ---- να-ου-ου μ.βαστὸν -- μᾶς-σᾶς- τοὺς φθάνει. ---- νούχξε µε μΏαστὸν Ὀούκα-- δὲν μὲ φθάνει τὺ φωμὶ -- νούκε µε ἀέλ] Ὀούχα. ---ἴδ, µξ-τε-ι ἀέλ] -- ἀρκεῖ. µὐατερδάνε-α (Ῥοράαπ)-- λόγχη’ καὶ πατερδάνε-κ (Ῥοράαη). μύᾶχεμ -- ἴδ, μΏαρεμ. (τ). μύαχεμ : παθ.Ξ κρατοῦμαι, διατηροῦμαι, ἐμποδίζομαι" 2) Ὑαυχὤμιαι,----- σ᾿ µμμάχετε βροῦλ᾽ ι ζ]άρρμιτ -- δὲν ἐμποδίζεται, δὲν κφατεῖται ἡ ὁρμὴ τοῦ πυρός. --- κ]ύδ µμάχετε ύτ-άτε:;-- πῶς διατηρεῖται (εἰς τὴν ὑγείαν) ὁ πατήρ σου; μΏάχετε µίρε -- διατηρεῖται καλῶς (εἰς τὴν ὑγείαν). --- μΏαζεμ. γαλ (Ὀά1) -- διατηροῦμαι ζωντανός. --- μΏκζεμ. µΏε τε µάθ, ἢ ἁπλῶς μΏκαχεμ.-- καυχῶμαι., -- περ γ]ανε, περ Ὠουκουρίνε, περ «ιντουνινες- καυχῶμαι διὰ τὰ πλούτη, την ὡραιό - 9 ” ι .. τα : μασ . Φ τητα, την σοφίαν.----μ.Ὦ3χεμ. γ]αλε ε γ]ελιγ! (Ῥιᾶἳ) Ξ δικτηροῦµαι ζωντοανὸς καὶ ζῶ. μὺ ατ ανε: ἐπιρ.Ξ-- πέραν πρὸς ἐκεῖνο τὸ µέρος ἴδ, καὶ µΏε κετ᾽ ἄνε. θε. προθ. (ωετ᾽ αἰτ. καὶ τοπικῶς) Ξ ποός, εἰς' σημαῖνει τὺ πούς τι ὄχκόνι μ)᾽ ατέ βέντ -- ὑπάγετε πρὸς ἐκεῖνο τὸ µέρος" (ὸ. Γραμ.. ᾿Αλ6. Κ. Χοιστοφορίδου σελ. 169). µθεκάμύετε (Τυράν.) ἴδ. περκεμ)εμ. (τ) μβεκάμρετε ἀ]αλ]ι (Τυράν.)-- κουρ ζξ ἀ]όλ]ι µε ένσουνε μυς κάμΡε Περενε πάρε -- ἁργίζω νὰ περοι- πατῶ (ἐπὶ νηπίων). µάε κετ᾽ άνετ- ἐπιρ.Ξ- ἐντεῦθεν, πρὸς τοῦτο τὸ µέρος. μὐελύν] (τ)--ἴδ, μΏύλ ο. Ξ κλείω. μῦε/έδ (τ) ϱ. [τροπῇ τοῦ λ] εἰς ]] ἴδ. ϱ. μβελ]έθ-- μαζεύω, μθε]ῖδεμ (1) --ἴδ. μΏελ]ίδεμ. Ξμαζεύομιαι, μὐελ]εδε]ε-]α πληθ. μβελ]εδε]ετε -- συνέδριον, συνα; ωγή, συνάθροισις, μθελ'έδεσ-ι: πληθ. μΏελ]έδεσιτε --αὖ χ]ε μ.βελ]έθ -- ὁ συλλέγων. μὐελ]έδεσε-/α-- πληθ. μΏελ]έδεσετε-- αἷό κ]ε μΏελ]έθ -- ἡ συλλέγουσα.. μῤελ)έδ.: (Ῥιά1-γ. τ.) ϱ. ἐνερ.-- συνάζω, συναθροίζω, κοινῶς µικαζόνω' ἄντι). σρελ]εθ. --- μΏελ]έθ. --- π«θ. μρελ]ίδεμ, ---- ἄντι). σΏελ- Ιίδεμ.. μθελ/τόν] (τ) [μ-Ὀάλίτε-α] ο. ἐνερΥ. Ξφυτεύω [(οὐχὶ οἴίπτων τὸν σπό- ον ὡς ἐπὶ τῶν γεννημότων ἀλλὰ παρογώνων μὲ τὸ παλοῦκι) π. χ. μελ]τόν] κ]έπε, ζούδρα, πρέδε Χ.τ.λ.Ξ νγοῦλ] ναε δξ ρρέν]ενε.---- μρελ]τόν] χσοδι νὰε βέδτε-- φυτεύω Ἀλήματα Ἰς τὸ ἀμπέλι' 9) πα- οσχώνω, θάπτω: μΏελ]τούανε τε βΟέκουρινε-- ἔθαψαν, παρέχωσαν τὸν νεκρὸν (ἐπὶ ἐχθρῶν καὶ ἀλλοτρίων, ἐπὶ δὲ φίλων καὶ ὁμιοεθνῶν λέγεται ε κάλνε, ε ὄτῖνε, ε βοῦνε νε δξτ.).-- τὸ παθ. μΏελ]τόνεμ, (τ) (ὰ, μβῖελ---μΏῖλεμ.-- σπείρω (σπόρον Ἠ κόκκους). μῦε ν]’ άνε-- ἐπιρ. -- κατὰ µέοος, χωριστά. ---βέν-ε μβε ν] ὄνε-- βά το Χατὰ µέρος.---ἵκε μΏε ν] άνε-- φύγε χκτὰ µέρος. μὐερδἒ: (Βεράτ.)--ἴδ. πεοδξ-- κατὰ γῆς, χαμιαί. µθερέτ-ι πληθ. µλερέτιν-ιτε () µΏρέτιριτε (5) [Λατ. Ππρογαίοτ] -- βασιλεύς, ἄναξ: ἴδ. περενάόρ-ι (Ῥοράαη), οἴγε-α. ρα β : νο µὐερετερέδε-α (τ) μΏερετενέδε-α (1) πληθ. ---ατεζῥᾳαίλισοχ: ἴὰ, πε- ρενἀεδε-α (οσα). ου --α--. μμ ᾱ - - - αλ-α. ας. ο ο ---- - κ βρε δ---αρε.. κ - κακία ---- τπτ τι Ὅπη ροκ μοναμμώνιμνὴ μα. ΄ - ἐν ντ - ο” -- κ ο ---- - να ,. ἁ -----υ--... -ἷι,ιι,) υπ ο ο « μα” . κο. κ-. --α--α - ----] μμ ενας --- «σε -ἳᾱ -- - 9958 --- µὐερετενῖ-α (Υ), μ.ΏὈερετεριῖ-α (τ)Ξ πληθ.---ἴτες- βασιλεία” ἴδ, περεν- ἀϊ-α (υαά1-Ῥορά απ), ρεγ]ενῖ-α (Ῥοράατ Σ.). μθερετενίδτ (Υ) μ.Ώερετεοίότ (τ) ἐπιρ. Ἔβασιλικῶς. μβερετενόν]-ό] (Υ) [λατ. Ιπιροτο-ατγε] ϱ. --βασιλεύω: ἴδ. περενάό], ρεγ]ενό].----μ.Ὀβρετερόν] (1) | μὐερζιζεμ καὶ ναερζίχεμ (ἐπὶ συνουσικσμοῦ τῶν προθάτων) π. χ. δέντε μὈερζίζενε-- τὰ πρόθατα βατεύονταν. µὐερδέν]-έ]ε-ρ. ἐνερ.-- κχουµθόνω, Χαρφόνω" τὸ παθ. μθερθένεμ-έχεμ.---ἀντιθ. σΏερθέ] - ἐχεμ.. µβερθέσκξ-α., μΏερθέτακξ-α, μΏερθέτοξ-α (1) καὶ μβερθύσε-κ (Σ) πληθ. χ-τε-- κομδίον, χόψα. μὐερδέλ/ (ΡῬαάἳ) ο.ΞΞἴδ. μρεσέλ] (θαά1-Ροσάαπ) ϱ. Ξ- κλείω.--- µῬερ- τδέλ] (Βεράτ)-Ξ-ἴδ. μΏερδέλ] ϱ. μὐρέν/ (τ) ϱημ.. ἐνεργ. «- ζευγόνω: ἀντιθ. αΏέν] (τ) μΏρέν] κᾖέτε, Ὀού- α]τες- ζευγόνω, τοὺς βοῦς βουθάλους, ἵππους κ.τ.λ. παθ. μιρέ- νεµ, (1). μὐερρῖν] (Ρα, Ὀοράαη, Ἐλθάσ. Καθ.) ρ. ἐνερ. -«φθάνω (ἐπὶ ὕψους)' ε μΏερρῖνι ἀέγεν) ε ἀροῦνιτ-- τὸν ἔφθασε τὸν κλῶνον τοῦ δένδρου" 9) ομα οὐδέτ -- προφθάνω (ἐπὶ ἀποστάσεως) ε μ[Ώερρῖνι πρέ] ούδεσε-- τὸν ἐπρόφθασεν ἀπὸ τὸν δρόµον.---ἴδ. ορῖν] (Υ), ζαρρῖν]-1], αρρϊν]-ι] (τ). μὐερρούὺ (Κα6.)-- ἴδ. ρρούδετε ἐπιρ. (κατσαρά ). (ι-ε-τε) μὐερρούδετε (Γζα6.) ἐπιθ.-- ἴδ.ι-ε-τέ ρρούδετε.---ἐπιθ. κατσκρός. μὐέδ-έτ έτ (Υ. τ. Ώορᾶαπ) ϱ. οὐδ.--µένω, ἀπομένω, σταματῶ" ψβετι ναε βέντ--ἔμεινε Ἰς τὸν τόπον.-- ατε τδάστ ιµΡετι τε ρριέδουριτ᾽ ε γ]άκουτ-- ἀμέσως ἐσταμάτησεν ἡ ρύσις τοῦ αἵματος. µύέσε-α: πληθ. µβέσατε--ἀνεψιὰ (ἐκ θυγατρὺς ἐξ υἱοῦ ἐξ ἀδελφοῦ ὃ ἀδελφῆς)' ίμε µγέσε- ἡ ἀνεψιά σου.---ε μΏέσα-- ἡ ἀνεψιά του (Ἄ-της). μῥεσόν]-ό] (Ώιᾶϊ. Ἐλθάσ. Βεράτ.)--ἴδ. Ὀεσόν]-ό] (Υ τ.) (συντάσ. μετὰ γενικῆς) ι μΏεσόν] Πότιτ-Ξ πιστεύω τῷ Θεῷ. μὐερσῖτεμ (Ώίθρα) ο. οὐδ. --Ώουρβουλ]ετεμ, πεομρελ]έτεμ- ἀρταίνομαι, μῥεσέλ/ (Υ. Ὀπαί, Ῥοράαπ), μΏερδέλ] (θά1) ϱ' ένερ. 5 κλείω, ἀντιθ. τδελ ϱ.---μΏεδέλ{ ἀέρενε-- κλέίω τὴν θύραν' τὸ παθ. μρεδίλ]εμ..---- μρερδιλ]εμ. ἀντιθ. τδιλ]εμ.. -999-ς (.-ε-τε) μθεσέλ)ε (Ῥοσάαπ)Ὑ- κλειστὸς-η-όν, τυλιγµένος, μθεστίελ (Ῥορά απ) ϱ. σῦδ. -ἴδ. μπδτίελ ο. Ξ- τυλίσσω. μὐεδτιέλε (Ῥοσά απ) µετοχ. «Ξἴδ. µμπδτιέλε μετοχ. μὐεδτιλεμ (Ῥοσά απ) -- ἴδ. μπδτῖλεμ -- τυλίσσομαι. μῦι: προθ, (μετα γεν. και τοπικῆς) (σημ.. τὸ ἐπάνω" ἄντιθ. νενε). μθίελ καὶ μθιέλ καὶ μὐῖλ-:Ξ- σπείρω [σπόρους, κόκκους) μβῖελ γροῦν, ελ]π, τερδανε κ.τ.λ. ἄντιθ. κὀρρ. (τε) μδιέλετε οὐδ, ε-τὸ σπείρειν. μὐιέλεσ-ι πληθ. μΏιέλετιτε-- ὁ σπείρων, ὁ σπορεύς. µὐιελέσε-Ία πληθ. μΏινελεσετε-- ἡ σπείρουσα.. µῥιέλε: ἐπιρ. Ξ-σποράδην. (ι-ετε) µδθιέλε--ἐπιθ. -- ἐσπαρμένος. | μθιλεμ παθ. τοῦ μΏίελ ρ. μῦιλ: ρ. συνηρ.ΞΞ ἴδ. μΏίελ ϱ,Ξ σπείρω. μὸῖ]: (τ)--ῖδ. πῖ] (1) ΞΞμουδιάζω τινά. μὐίε] καὶ μδιέλ] ρ. ἐνερ. -- ἀμέλγω καὶ μΏῖλ] (συνῃρ.).---τὸ παθ. μβῖ- λ]εμ.-- ἀμέλγομαι. μὐιέλ]εσ-ι-ε-Ία-- ὁ ἆμέλγων ἡ ἀμέλγουσα. μόϊχεμ (τ)--ἴδ. πῖχεμ. (Υ)-- οὐδ. µουδιόζω-ομαι, μθιέρ (Κρουῦ]α) --ἴδ. Υ]έρ, νγ]έρ-- ἕως. μῤλατδίτ : οὐδ. --ἴδ., περτόσπ ϱρ. (Υ) Ξ ὑπερπηδῶ. μὐλατδ(πεμ -- ἴδ. περτόάπεµ (Υ) - ὑπερπηδῶμαι, μὐλ]άκ (τ) ο.ΞΞἴδ. πλ]ακ ρ.ΞΞΥηράσκω τινά ἀντιθ. πεοτεοῖ] (Υ). μὐλ[άκεμ (τ)--πλ]άκεμ. ϱ. οὐδ. -- γηράσκω. μὐλ]ατατούρ-όρι (Καθ.) συνῃρ, ἴδ. μπλ]τούαρ-όνι (τ) καὶ μὈλ]άτεσ-ι πληθ. μλ]άτεσιτε, (Βεοάτ.), μΏ]ατοῦερ-όρι (ϱ), μυλ]ατούρ-όρ (Υ)Ξ σφραγὶς διὰ τὰ πρόσφορα. (ι-ετε) μὀλ]έρε (τ)-- ἴδ. (ι-ε-τε) Ὀλ]έρε (1) [μΏλ]ερον[]. μθλ]ερόν] (τ. Ὀιιά!) -Ξἴδ. Ῥλ]ερόν] -- χλοάζει, πρασινίζει, () μὐλ]ερούεμ-ι (Ώιιά1)-- χλωρός' ε-μΏλ]ερούεμε-]αξ-χλωρά τε μΏλ]ε- ρούεµ-ιτες- οὐδ.--ἡ χλωρότης, τὸ χλωρσόν.---(ι-ε-τε) μΏλ]ερούαρε (τ) [αβλ/ίμ-ι] --ὑποθήκη, ἐνέχυρον" ἴδ, πένκ-γουν μὐλύδ (Περμέτ.) ϱ. ἴδ. μΏούδ ο. μΏλ]ούδευ, (Πεομέτ.) ο. ἴδ. μΏούδεμ. μῦόχ (Όιμς1) Ἑ δ ἐν τῇ φράσει: µε ι ράαμ µβόχ-- ἀρνοῦμαι' (Τουρκ, ν --ά -πκα-- κ.ε πας --- ταδε μμ πό Ἕπαττ - 50 --- Ῥίε ινκ]αρ). -ι ράδε μΏόχ -- τὸν ἠρνήθην᾽ με ι ϱχαμ. μβοᾷ--ἵὃ, μο- χὺ]5- ἀρνοῦμαι, µθοᾷξέτσ-ι ἴδ. Ώοβέτσ-ι -- εὐνοῦχος, µθόλ/ε-]α (1) πληθ. μβύλ]ετε ἴδ. χέρδετε -- ἀρχίδια, μὐράδεμ.: (ιι41) παθ.τοῦ μΏρασ.ο. ἴὃ, ἀεκόχεμ.,λ]ιρόζεμ.-- ἀδειάζομα.. μβράξετε ἐπίρ. - ἄδειον, κενόν. (ι-ε-τε) µὐράζετε: ἐπίθ. -- ἄδειος-α-ον, κενὸς-η-όν. μθρᾶμα (Υ) µΏρεμε (τ) πρέµε (Αργυρ.) ἐπιρ. -- ἀπόψε, τὸ βράδυ, ταύτην τὴν ἑσπέοαν.--- έ]κ μΏρᾶμα καὶ έ]α μΏοέμε νὰε ὄτεπὶ καὶ έ]α πρέµε νὰε ὄτεπϊ- ἔλα ἀπόψε τὸ βράδυ Ἰς τὸ σπίτι. ---- νέσερε μΏρδμαξ-αὕριον βράδυ, σὔνιον τὴν ἑσπέραν.--- πασνέσερε μΏράᾶμα -- μεθκύριον βράδυ, μεθαύριον τὴν ἑσπέραν. μὐράμανετ (Υ. Ῥιάϊ), µΏρέμανετ (τ) ἐπιρ. -- τὸ ἑσπέρας, πρὺς τὸ ἑσπέρας, εἰς τὸ ἑσπέρας. -- µΏράμανετ ε μενγ]έσιτ (ϱα41) Ξναε μΏζαμε]ετ ε νᾶς μενγ]έσ (1), Ἄ νᾶε μΏρᾶμιετ ε νᾶξε μενγ]έσ (1) Ἄ μΏρέμανετ ε µενγ]έσιτ (τ) Ἄ περ μὈράμε]ε ε περ μενγ]έσι (Υ) -- [ ἡ, πρωὶ καὶ βράδυ πρωῖ καὶ ἑσπέρα. --- μΏρᾶμι ε µενγ]έσι (οαά!) -- πρωῖ καὶ βράδὺ.--- ἀντίθετον “]έσιτ ποπ μενγ]τοιτ. μόρᾶμε (Υ) μΏράμε (τ), πρεέµε (Αογυρ.) ἐπιρ.--ψὲς τὸ βράδυ, τὴν παἁ- ρελθοῦσαν ἑσπέραν.---- περ μΏραμε (Υ)-- κάθε βράδυ.--- (μΏὈρέμε (τ) καὶ πρέµε (Αργυρ.) σηµαίνουσιν-- ἀπόψε τὸ βράδυ καὶ ἐψὲς τὸ βράδυ).--- παρμΏράμε (Υ)Ξπροφές, την προπαρελθοῦσαν ἑσπέραν.---- μΏρόμε-α (Υ)-- ἡ ἑσπέοα' καὶ μΏράμε]ε-]κ (Υ). μΏράμιε-]α (Οιιάϊ - Σ), µΏρέμε-κ (τ)--- ἄντιθ. μενγ]έσ-ι.---µίρε μΏράμκ (Υ) ς- καλὴ ἑσπέρα. -- μΏράμια µίρε (Σ) µίρ µΏρέμα (τ) (ἑνικῶς) καὶ µίρε μΏρέμανι (τ) 5 καλη ἑσπέρα σας.--- περ γ]ίθε μΏράμιε (Ριιά1)Ξ-περ τόᾷο µβράµιε (7) Ξ- καθ ἑκάστην ἑσπέραν. |: ων µὐράσ-άσ-άσ (Ὀιά1) [Ῥλαυϊκὴ λέξις] ο.-- ἀδειάζω τι, εὐκαιρόνω, κε- νόνω τι. ἆορ. µΏράζα-ε-ι μιτχ. μΏράζε καὶ μ.Ώράζουνε ἵἴδ. ἀεκό], λ]ιρό]-- ἀδειάζω, μὐράπ (Υ) ο. ἴδ. πραπτό] (Σ) -- γυρίζω ὀπίσω, ἄλλον. ο” µὐράπα: (Υ) πρόθ. --ἴδ, πράπα (τ) -- ὀπίσω. --- περ µΏράπα (Υ)- ὀπισθεν, -- 251 --- µὐράπε, (Υ) μΏοάπδτε (5) --ἴδ, πράπε (τ) ποόθ. -- ὄπισθεν, (ν-ε-τε) μὐράπε, μβοάπτε --ἴδ. ἱ-ε-τε πράπε (τ) ἐπίθ. -- ὀπίσθιος, µὐράπεµ: (Υ) παθ. τοῦ μρράπ (Υ) ο. - υοίζω ὀπίσω. (ε-ε-τε) μβράπεμ (Υ. Ἐλθας.), ψΏράπεσεμ. (Υ)ν. µράπενε-ι-α-τε (Όσα, Κροσ]α) ἐπίθ. π“τελευταῖος, ἔσχατος, ὑστερινός, ὀπίσθιας, μὐραπεσῖ-α καὶ μΏραπεδτῖ-α (Υ. Σ) πληθ. (-τε ἴδ. πραπεσῖ-α (τ)" καὶ μΏραπεδτίμ-ι (Σ) -- ἀναποδίαᾳ κοινῶς. --ᾱ "τα μβραπεδτό] -- ἴδ, πραπεσό] - γυρίζω ὀπίσω, ἄλλον. µὐράπετα (Υ)-- ἴδ. πράπετα -- τὰ ἀνάποδα, Ἰ ἄλλη ὄψι, μὐράπετε (Υ) ἴδ. πράπετε (τ) ἐπίρ. Ξ ἀνάποδα. μὐράπσ (Ριιάἱ-Καθ.-Τοσκ.) παθ. μ.Ώράπσεμ --ἴδ, μβραπ-εμ. μὐράπδτε (Σ)-- ἴδ. μΏράπε (Υ) πρόθ, Ξ πάλιν, ὀπίσω. μὐράσ ϱ. Ξ γεµίζω, ἀντίθ. ἀστΏράς, μὐρένᾶα ({) ἵδ, Ὀρένὰα (τ) Ξ μέσ μὈρέσεμ (Ἠροῦ]α) 2389 «παβ. τοῦ μμοάσ». μὐρέτεμ. (Τυραν.) μοέτεμ, (Έυραν.) ΞΞ βρίτεμ, πληγόνομαι βαριοῦμ.αι.---- μ΄ ουμΏρέτ χάμίοα, όρα, γ]ίδτι κ.τ.λ. Ἔμ' ου βρδ χαμβα, ἀόρα, γ]ἱδτι (ε ου νᾷσὶ Υ]άκου περμΏρέναα). ἱ ος, µθρέσ-έτ-έτ (Τυραν.) ο. ἔνερη. Ξ"βράσ-έ;-έτ--βαρῶ κοινῶς καὶ μρέσ- Π Ι πι Π ' ἱ , αν. ' ο ο ευ... η πω ε ο ολ ο δ τετ (Έυραν.) [ὸ. υόρτ-ιχ]. ορ. μΏρέτα µτχ. μΏρέτε καὶ μΏρε- ΤοῦΝΕ.--- ουμΏοέτ καὶ ἄδτε μΏρετε-- αὅτε ῥρᾶμ, µίδι, εἶνε βαρεµένος, πληγωμενος.--- κδμ. μΏοέτουνε ἀόρενε, κάμῦενε, Υ]:ὅτινε κ.τ.λ. φτόῖ, ῥόλα δελ]κ]ῖνι, πιέπενι κ.τ.λ. κ]ένεχα μΏρέτουνε-- κ]ένεχα ρᾶμ., μὐρέχ (Πεομέτ.) --ἴδ, πρέχ ϱ. Ξ ροχανίζω (κόκκαλα). ο ἄλι το Ἑοσο -λςι Ὁ μὐρίν]ε-α (υαᾶ)) -- ἴδ. Βοϊν]ε-α - πλευρά. εὐρίχεμ (Πεομέτ.) ἵἴδ. ποίχεμ. -- ουκανίζομιαι. . ὖ, ο χα νλ ἳ ἳ ση [μὀρόδ] ρ. --ὠφελῶ. -- [τε μΏρόδουρε-ι-τε]-- ὄφελος. μὐρόδ (τ) ἐπίρ. --μϕάρε.---- ι-Ἔ-μΏρότε-ι-α (ορ απ). : β 4 , μ. ! Μ . . . (ι-ε-τε) μὐρούν]τουρε (Περμέτ.) μΏροῦμ (Υ) Ξ ζυμωμένος- η-ον, ---τε μ.Ώροῦμ-ιτε (Ῥοράαπ) οὐδ. -- τε γατούεμιτ᾽ ε Ὠούκεσε. ---Ῥουκ) ε Ὡρούν]τουρε καὶ Ῥουχ) ε μΏροῦµε (Υ) --ἔνζυμος ἄρτος, μὐρούν/ (Πεομέτ.) ϱ. ἐνεργ. [Ώροῦμ.-ι]-- ζυμόνω τὸν ἄρτον.--- μΏρούν] 3 μβρού] (Υ) 2) Ξγατούε] Ώούκενε (οράαπ) ἀόρ. μβρού]τα, μτχ. μΏιού]τουοε (τ) μ0ροῦμ. (Υ), ες Λη, -τ- μὺύθ [ηύθε-α] ο. ἐνερ. --χώνω εἰς τὸν κῶλον, κελάσ µ. Ρύθε.-- ]α μρύθ--]α κελάσ μ’ Ὀύθε-- Ίο ὅτίε μ’ Ῥύθε--]α βξ μ᾿ Ρύθε. μὺύλ (Υ. τ) ϱ. ἐνερ. -- κλείω ἁπλῶς. --- μυελύν] (τ), μηεδέλ] (Υ. αάἱ) μρετδελ] (τ. Περμέτ.), μΏερτδέλ] (Βεράτ.), μεδελὶ (, νασῦν] (1) ἡ νάρῦί (Υ) ο. ἐνερ. Ξ-χλείω. -- μΡύλ ἀέρενε-- κλείω τὴν θύραν. --- μΏύλ σῦτε-- ἀποθνήσκω, μΡύλ µε ἀροῦ - χλειδόνω, --- ἀντιθ. χάπ, σύλ (ζαδ.), τδέλ] [συγκρ. μΏουλ]ό]] φράσις: σᾶ τδέλ] ε μύλ σῦτε-- ἐν ροπῇ ὀφθαλμοῦ. μύλε ἐπίρ. «-- κλειστά. ἀντιθ. ζάπετε. (ι-ε-τε) μθύλε-τε ἐπίθ. --κλειστὺς-ἠ-ό. ἀντιθ. τ-ε-τε χάπετε. μὐῦλεμ παθ.ς- κλείοµαι ἀντιθ. σῦλεμ., χάπεμ.. μὐύλεσ-ι: πληθ. μΏύλεσ-ιτε-- αὐ κ]ε μρύλ. ϱ) -«ὑποκριτής.-- μΏύλε- σε-ἷα πληθ. μΏὈνλέσετε θηλ. (ι-ε) μθύλετε-- ὑποκριτής, Χρυφός. μὐύσ-ύτ-ύτ [ Ἑλλην. βυθ-ίζω, βυθ-ὸςΞ Ῥύθε-α] ρ. ένερ.-- μβύτ-ύτ-ύτ (τ) Ξπνίγω 2) (Σ) σφάζω ἴδ. θέρ. Άμα ε μΏύτι περ φύτι-- τὸν ἔπνιζεν ἀπὺ τὺν λαιμόν.-- ε μηύτι νε λ]ούμτ Ξ τὸν ἔπνιξεν εἰς τὸν ποταµόν.--- μΏὺσ μίελινε µε μ]άλ]τε -- βυθίζω τὸ ἀλεῦρι εἰς μέλι, ζυμόνω μὲ μέλι, μὐύτεμ: παθ.-- πνίγοµαι΄ μ ουζοῦ φρύµα ε ου μΏύτα Ξ μβύτεμ. νὰς ἀέτ -- πνίγοµαι εἰς τὴν θάλασσαν. µὐουγάτ-ι (1) ἴδ. Ῥουγάτ-ι (Υ) -- πλούσιος [Σλαυϊκὴ λέξις]. μῥουγάτεμ (Υ) ἴδ. Ῥουγάτε-α (Υ):- πλουτῶ. (ι-ε) μµβουγάτσιμ () ἴδ. τ-ε Ῥουγάτδιμ. (Υ) Ξ5 πλούσιος, μὐουκουρό{ (Ῥοράαπ]) ἵδ. σΏουκουρόῇ -- καλλωπίζω. μὐουκουρόχεμ: παθ. ἴδ. σΏουκουρόχεμ. - καλλωπίζομιαν. μὐουλ]έσε-α πληθ. μΏουλ]έσατε σκέπασµα, κάλυµµα, ἀντίθ. σΏου- λέσε-κ' καὶ μΏουλίμ-ι πληθ. μΏουλίμετε - σκέπασµα. -- ἀντίρ. σΏουλίµ-ι καὶ μΏουλ]όν]ε-α (Σπάτι)’ πληθ. μβουλ]όνατε -- σχέπα- σμα, μΏουλίτσε-α } Ὠουλίτσε-α πληθ. α-τΒ. μὐουλ]όν] : ϱ. ἐνεργ- - σχεπάζω, καλύπτω, ἀντίθ. σΏουλ]όν]: 2) µνη- στεύω, ἀροαθωνίζω κοιν. ἴδ. φι]ό] (Σ)' τὸ παθ. μρουλ]όνεμ.-όχεμ.. μὐουρόν]-ό] (τ) ο. ἐνεργ. ὑπερασπίζω τινά. μθουρόνεμ-όχεμ παθ.Ξ ὑπερασπίζομαι ὑπό τινος καὶ οὐδ, ὑπερασπί- ο .-. -- 2589 --- ζομαν (ι αλ] ζότ ἢ ι ἀσλ] πεο ζότ -- οἰχειοποιοῦμαι): ἴὰδ, που- ρόχεμ. (Βεράτ.). µβουρόν]ε-α [1ὸ, Ὀξο-ι] πλ.θ. μ.Ώουρόν]ατε Ξ- ἀσπὶς -ίδος, μθουρόν]εσε-ι πληθ. μ.Ώουρόν]εσιτε -- 'ὑπερασπιστής. μθουρόν]εσε-]α θηλ. πληθ. μ.Ώουρόν[ετετε -- ὑπερασπίστοια, μῥούρρ (τ) [Ῥοῦρρ-ι] ϱ. ἐνεργ. -- ἐπαινῶ τινα: χαὶ μουρρίσ (τ). μὐοῦρρεμ (τ) οώναε, (5) -- κομπαάζω, μεγαλαυχῶ, καυχῶμαι, µε- Υαλορρημονῶ -- μβάχεμ. μὺε τε μαθ (Υ). μὐουρρεσῖ-α (τ) πληθ. μἈουρρβσίτε, μ.Ώουρρετσίϊ-α (τ)' πληθ, μ.Ώουρ- ρξτσιτε, μΏουρρίµ.-ι (τ), πληθ. μοουρίμετε Ξ- κομπορρημοσύνη, (τε) μὐούρρουρε-ιτε: οὐδ. -- τὺ κκύχημα" [Ώοῦρο-ι ἐξ οὗ µ. Ὠούρο-εμ. -- ἀνδρίζομαι]. μὐουρρετέν], μθουρρετόν] (Περμέτ.) -- μουρρετέν], μουρρετόν]: (τὸ εἶναι προσθετικὸν ἐπιτασσόμενον συνήθως μετὰ τὸ μ) -- ἐπαινῶ, µὐουρρίµ-ι (τ) πληθ. μβουροίµμετε -- καύὐχημα, μθουρρῖτεμ (Περμέτ.) παθ. -- ὅταν κτυπῶνται με τὰ κέρατα οἱ Χριοί, οἱ τράγοι, οἱ βόες καὶ ἄλλα ῶα. μὐουρρούσ (Περμέτ.) ο. ἴδ. Ώακρρό] -- φορτόνω (πολύ), μθουφάσ-άτ-άτ (Υ.τ.) νγουφάσ-άτ.άτ (5) ϱ. ἐνεργ. -- φουσκόνω, ἆόρ, ΕὈρυφάτα, μτχ. μΏουφάτουνε (Υ) ---- ουρε (τ) --- μΏουφάτεμ, παθ. καὶ οὐδ. καὶ μμ (5). μὐούδ ϱ. ἐνεργ. -- γεµίζω: ἀντίθ. 4έρθ. καὶ ( ρ ρχαιωμένον), μΏλ]ούδ (τ) ο. παθ. μ.ρούδεµ., μ.ρλ]οῦδεμ. (ἅπη οὤἹ Χχιωμ,)' ἀντιθ, ἀέρδεμ ι ἔοινοῳ κόκενε Ἄ ι μρούδκ μενά]ενε -- Ξ- τον κατέπεισα, τοῦ ἔλωκα νὰ καταλάθῃ. -- ου μΏούδ γενεζα -- ἔγεινε πανσέληνος. --- ου μβούς προφιτία - συνεπληρώθη ἡ προφητεία. --- ου μΏούσνε ἀίτε -- συνε. πληρώθησαν αἱ ἡμέραι. µε: πρόθεσις (συντασ. µετ᾽ αἰτ -- µετά, κοιν. µε" 9) διὰ μέσου: µε ατξ -- μετ) αὐτοῦ' µε ἄνε τ ατὶ -- διὰ μέσου αὐτοῦ. µε-- ἄντων. προσωπ. -- μοῦ -μοὶ - μέ. µξ”- µόριον περιποιητικὸν } ἀντιπεριποιητικὸν -- χάριν ἐμοῦ Ἱ ἐναν- τίον ἐμοῦ. --- π. χ. µε τε λ]ᾶνεε μετε δεν, µε τε βέόνε, εµετε "τον, µε τε στολ]ίὄνε ε µε τε Ἠενε νούσε (περιποιητικόν). ---- µε τε οράχνε ε µε τε βράνε ε µε τε τσοπετηύανε (ἀντιπεριποιητικόν), -- 254 ---- 3 / Μο .- Ἡ .β να .... ἐναντίον ἐμοῦ. --µα λ]αν ε µκ Ἄ]νενε μα βεόνε ε μ.χ νγ]εσνε, µ.ά .. δν τα . δα. στολίδνε εµα Ὄενε νούσε [Ξ ἀντὶ μεελ]άν ε µεε λ]ύενε, µε ε ῥεόνε ε µε ε νγ]έδνε µε ε στολ]ίσνε ε µε ε Όενε νούσε] (5 χάριν ἐμοῦ). ---- ᾗ ο ο ωπιωμαά, αλ αΝ ἄχνε, µε τκ βράνε ε µε το Ἴσοπετουσνε [- ἀντὶ µε τεε .ἡ τν Ίδη .. μα, .τη ο οράᾖνε, µε τεε ῥράνεεμµετεε τοοπετούανε] {-- ἐγαντίον σου χάριν Ἁ -ὰ ω δα - α Φα . α . πρ η-- ἐμοῦ).-- µε ας λ]ανεε µε 1 λ]νενε, µε] βέὄνε ε µε Ἰς νγ]εσνε, µε ]α στολ]ίσνε ε µε ἷα Όενε νούσε [-- ἀντὶμειελ]άεεμει ε λ]ύενε, µε ιεβέδεεμµειε νγ]έόνε, µει ε στολίσνε ε µε ιε Ὀένε νούσε]- χάριν αὐτοῦ.--- µε ]α οράήνε ε µε |α βοάνε ε µε ]α τσοπετούανε [--ἀντὶ µε ιε οράῄνεεμειεβρόνεεμµειε τσοοπετούανε] Ξ ἐνχν- τίον του, αὐτοῦ. -- µε τα λ]ᾶνεε µὲ τα λ]ύενε, µε τα βεὂνε ε µε τα νγ]εὂνε µε τα στολίόνε ε µε τκ Ὀενε νούσε [-- ἀντὶ µε τε ελ]δνε µε τε ε λ]ύενε, µε τε ῥέόνεε µε τε νγ]εὂνε, ε µε τε Ῥενε νούσε] [Ξ χάριν σοῦ). ----μὲ τα οράχνε ε µε τα βοάνε ε µε τα τοοτετούανε ἵμετεε ρράΊνεε µετεε βράνε ε µε τεε τσοπετούανε] { ἐναν- τίον σον).---- πληθ. νάε, οὖα, νὰ Ξ μᾶς το, σᾶς το, τούς το..... .. β ν μ ο Η τα ναι α μξ (τ) µοριον συγκριτικὸν-Ξἵδ. μᾶ (Υ) -- πλεον. 3 ] ἱ --- ἳ .ὀ τε τι --- δν --- Μ. () µέε (ραάθ)ξι µετε (ή), νµΈνγουτε (Σ) -- ἀριστερος μεζατάρ-ι πληθ. - ρε-τες-μεσαῖος, μεσιανὸς κοινῶς μεζατάρε-]κ πληθ. ρε-τε θηλ.---βελάϊ μεζατοῦρ (Ἐλθάσ.]--ὁ μεσαῖος ἀδελφός.---καὶ µε- ζατούκρ-όρι (τ) μεζατούερ-όρι (Υ), μεζατούρ ὁρι (σννῃρ. Ἐλθκσ.) µε- ζατόρε-]οα (τ. Ἠλθάς) πληθ.--ὀρετε᾽ µότεα µεζατόρεξ-η μεσαία ἀδελφή, µεζάτ-ι (Ῥοσά4 απ) ἴδ. μιουζάτ-ι Ξ- δημοσιότης, δημοσία. µέζε-Ία (τ) πληθ. μεζετε-- ἴδ. µάζε-]α (Υ)-- πῶλος. μεζέ: ἐπιρ. (Υ. τ.)Ξ-μόλις μµεδί] (ραάϐ), µεμζί, μζή (Ὀπά]), μεᾶσι (5) καὶ μενᾶσί (Σ) καὶ µενᾶσί (1). με] (Ἐλθάσ.) [συγκρ. ἐλλην. µέν-ω] ϱ. ἐνερ.--λείπω, λειψὸν Ἄ ἐλλιπές καθυστερῶ: καὶ μενγό] (Σ) μουνγό] (1) ἀόρ. μένα-ε-ι µετοχ. μεμ' με] Ῥούκενε, γ]έλενε οὐΐετε, βένενε κ.τ.λ.Ξ χάµνω λειψόν, στειρεύω, το η. ή 4 ξ Ὁοο - - ἹἩ . κ ’ | ψωμί, τὸ φαγἍτόν, τὸ νερό, τὸ κρασί κ.τ.λ. ιπ ᾿ ο. : ς ο ἃ . ' ἳ µε]άφ (Ῥπά1). µε]άφτ, (ροράαπ) ψε]αφτ, μ]άφτ, - ἐπιρ.Ξ ἀρκετά, ἀρκετὺν µιάφτ μ”Ξ- ἀρκετὰ πλέον, φθάνει πλέον" ἴδ. ἄφτ. µελάτ-ι (Σ.Ῥος4 απ) πληθ. μεκάτετε- ἴδ. μπχάτ-ι (κατ᾿ ἀποβολην τοῦ π). . - - 5 μμψη -- -- «πα. οὐ, ἠκδν- ε .α πα φΔν. «δν. .. ---νὐή ο μ-- - ο. ου ἵ-ἵ-- βι επι μα --------λ -. - -- κε - μ----δ-αρ--ς ὁ-ε ος μα ζμκς. -- ως ο. -ρ-ᾱ μνα-μαν. ο”----ᾱ ....- αφ. ΞΞμαβ-- µεκατνουερ-όρι (γ. Σ. Ῥοσάαπ) --ἴδ. μπκατνούερ-όρι. ----μΕκατνουερ-όρ (συνῃο.), µεκατνόρε-]α θηλ. ἴδ. πο ο κανε ρε-]ος, µέκεμ (Υ. τ.) ϱ. οὐδ.Ξ μΏέτεμ παφούμε "Ύνθμαι ἀναίσθητος' ο) µέχα σε κ]έδουριΞ μ᾿ ου πρξ φρύμα νγα τε κ]έδουριτ' µετοχ. µέχε καὶ µέκουνε (Υ), µέκουσε (τ). μεκεοὮ) (Μυζεκ]ε]α) ϱ.-- ῥελάζω (ἐπὶ αἰγῶν) δττε µεκεοίν]ενε---ἴδ. ο μ ερραπ, ψερί µεκόν] (Πες ἐμ..) Ξ- ἴδ. κό] µεκόνεµ. παθ. --ἴδ. κόχε . μέλ]-ι κέγχρος κοινῶς κεχοί, ἴὃ πενίκ-ου, ια, ο. σντ ἕ Ἑ «πεχρὶ κόκκινο). 9 μέλξ-αξ τν... κ. μελξρι ο. αἱ ουλούνης (Ἐλθάσ.) πληθ. κ-τε.--- αὐ βενὰ κ]ε | σὸν τα --. ἱ «στ α]τουνε κουρ μᾶ ᾖοᾶμ. κούετε. | μελέζε-α πωιμέτ. ) πληθ. η ολες πτελέας [ποσὶ ἀροῦρ) ι βίδιτ πο ἀροῦρ᾽ ' βίδιτ βέτε ι ἀρείτε, ε ἀροῦρι ι μελέζεσε βέτε ι ον. µελέν]ε-α (τ) πληθ α-τε ἵδ. μουλέν]ε-α (Υ)-- πτελέα, δέδρον. --- µξ- λίν]ε-οι (Περμέτ.) πληθ. μελιν]ατε, μελ]ινγό»]έ-α (Άργυ».) πληθ. κ-τετζμύρμης-κος καὶ μµελ]ινγόν]ε-ο (Πευμέτ.) πληθ. α-τε' θενέγουλε-α (Υ): ἴδ, µίζε περδέσε]ε (Περμέτ.) μελ]κό] (/) -- ἴδ. μουλ]κο] (Υ). µελ]όρε-]α (Τυρᾶν) πληθ.--ὄρετε--ν]ε ἄρε χ]ε κἄ κ]ένε μθιελε μελ]. (.-ε-τε) µέλίτε-- ἀπὸ κεχοί-- ουκ) ε μελ]τετ ψωμὶ χέχοινο. μελτοῖ-α (Υ. τ.) Ξἴδ. μουσκενῖ-κ (1) μουδκερῖ-α ().---μελτοῖ ε Ῥα άρὸ ε-- ἴδ. μονόχενῖ-ε υάρδε πληθ. μελταῖτε- ὁ πνεύµων µελτι ε ζέζε -- ἴδ. μουσκενῖ ε ζέζε- τὸ συκῶτι. µέμε-α (τ) πληθ. µέµατε [ Ἑλλην. μσμμα, υαμμά], (πκιδικὴ λέξις) καὶ μόμε-α πληθ. μόματε (Υ) Ξ- μήτηο. µεμέτσ-ι ἆρσ.-- ὁ ἄλκχλος πληθ. μεμιετσα”ε. µεμέτσε-]α θηλ. Ξ- Ἡ ἄλαλος πληθ, µεμέτσετε. - µενέτσ-ι (Τυραν.) πληθ. µενέτσατε. --- μενέτσε-]α θηλ. (Τυραν.) πληθ. μενέτσετε ἱτε-πα Ὑό]ετι-α (Σ) πληθ. Ξ τε πα γό]ετε ἆρα. --- τε πα γό- Ίατε θηλ. µεμζί: ἐπίρ.-:δ. μεζί] (141) -- μόλις. µέν-ι (Βεράτ.) πλιθ. μένατε-- ἴδ. μάν-ι (Καθ. Υ) πληθ. µάνατε. --- | -- 226 --- μένα-φέρρε Ξ {ᾖδ. μάνα φέροε (ϱ) καὶ φέρρε-μάνεζατε (Καθ.), φερε- µάτσε-α (Σ) - συκοµορέα, καὶ συκάρ.να. µενγάδ-ι (ϱ) πληθ. μενγάδετε-- ἀριστερόχειο. -- μενγάδε-]κ (τ) πληθ. μενγάσετε θηλ. καὶ μενγ]εράδ-ι (1) πληθ. μενγ]εράδετε. --- μενγ]ὲ- ράδε-]α. (τ) πληθ. μενγ]εράδετε. µένγε-α (τ) πληθ. µένγετε- ἴδ. μανγε-κ (Υ) πληθ. µαάνγετε. --- ν]ε µένγε ἀροῦ (τ) καὶ ν]ε κραζ ἀροῦ (Υ) Ξ- µία χεριὰ ξύλα. µένγερξ-α (Βεράτ.) [Γεγ. μάνγενε-α ἄχρηστος.Ξ µάγκανον γραιχ.] Ξ ἐλαιοτριθεῖον. ἴδ. μουλῖ βό]ι ()- μενγόν] (41) καὶ μενγό] (5) ἴδ, μὲ (Ἐλθασαν). --- µενγόχεω (Σ) παθ.--- ἴδ. μέχεμ. (Ἐλθασ.). μενγόν] (τ) ο. οὐδ. [συγκρ. µενγ]έσ-ι, μούγετε]-- σηκόνοµαι ταχύ.--- Ἀφὶ μουνγόν] (Βεράτ.), νγρῖχζεµ. χέρετ (Υ) Ξ µενγόθα νᾶε µενγέσ ἐσηκώθηκα πολὺ πρωΐ, νγρῖχεμ. µε νάτε (Υ). --- σᾶ τε μούντὸ τς μευγό]ὅ-- σᾶ τε μούνᾷεῦ τε νγριχεδ ζέρετ (Υ) Ἀ τε νγρὶχεδ µε νάτε (Υ). ἀντιθ, μενόν] (τ), βονόζεμ. (Υ). µένγουτε (Σ), µάνγουτε (Ῥιά1) ἐπίρ, - ἴδ. μῖτε (Ἠλόας.) ἐπιρ. ---- (ι-ε-τε) µένγουτε (Σ) µάνγουτε (041) -ἴδ. ι-ε-τε μῖτε (Ἐλθασ). µενγ]ενέ-]α: πληθ. μενγ]ενέτες- μάγκανον (Τουρχ. μενγ]ενέ). (ι-ε-τε) µένγ]έρε (τ) ι-ε-τε µα]τε (Υ) -- ἀριστερός, ἀριστερόχειρ--- ἄόρ ε μένγ]ερε-- ἡ ἀριστερὰ χείρ. -- μΏε τε μένγ]ερε-- εἰς τὸ ἀριστερὸν (µέρος). μενγ]έσ-ι (Υ. τ) τς πρωΐα, ἕως, ἑωθινός, ἀντιθ. µΏράμε]ε-]κ, µενγέσε- ἷα, νάτε-α, ναζίε-νάᾶι» (Σ).--ου νγρίτα κ]ενᾶε μενγ]έσ -- ου νγρίτα κ]ε µε νάτε (τ)ζου νγρίτα κ]ε µε νᾶ(ιε (Σ) -- ἐσηκώθην ἀπὸ τὸ πρωῖ.--- μίρε μενγ]εσ] 5 καλη μέρα (χαιρετισμός). --- ἡ ἀπόχρισις Ἔμίρε σε έρδε' καὶ πληθ. µίρε µενγ]έσν.«- καλὴ µέρα σας.----νάᾶιε μίοε! (5) [Ἰταλ. πια[ϊηο]. μενγ]έσενετ (Ώιιάϊ), μενγ]έσιτ ἐπιρ. Ξ νᾶε μενγ]εσ -- τὸ πρωΐ, ἀντίθ. μΏράµμανετ (Υ). µενγ]τ-α: πληθ. μενγ]ϊττε (θαά1-ροράαπ) (Σ. Τυραν.)--ἴδ, µαγ]ῖ-α" πληθ. μενγ]ϊῖτες- ἰατρεία, θεραπεία, ἰατρικὸν 3) μαγεία. μενγ]ίσ: ϱ. ἐνερ. Ξ ἰατοεύω τινά. μενγ]ίσεμΞ- ἰατρεύομαι μτχ. μενγ]ίσουνε. ---. 251 --- μενγ]ιστάρ-ι (Σ. Τυο.) πληθ. Ξ{δ. ο σρἩ μάγος. μενγ)ιστάρε-Τα θηλ. πληθ. οε-τ άν μ.κγ]ιστάρε-]κ. μενάάσ-ι () ἀντὶ μενα άφδ-ι Χκτ᾽ ἀποθολὴν τοῦ φ ποὺ τοῦ σ. τὰ κό ταξα, µετάξιον. (ι-ε-τε) μενάάφδτε-ι-α-τε-- μεταξωτὺς-ἡ-ὸν καὶ (ι-ε-τε) μενάάδτέ-ι-α Ξι-ε-τε μενάφδτε-ι-α. µεναέδε-α πληθ. μενάέδατες ἴδ. µανὰέδε-α (Υ) -- τροφός" ἴδ. μἒντ (τ) ρημα. μενάόν]-ό] ρ. ἐνερ. Ξ συλλογίζοµκι τινά.---μενᾶό] τε μΏράπεμενε (Υ) Ξσυλλογίζομαι τὸ τέλος, µενόνεμ-όχεμ: ϱ. οὐὖδ. Ξ συλλογίζοµαι, σκέπτομαι, µέναάρρξ-α (Σ), μενάρέ-α (τ)Ξ ἠδύοσμον (εἶδος φυτοῦ)" πληθ. μένάρατε. µένάρεξε-α (τ) πληθ. µένάρεζατε (Καδ.) ὑποκορ. ἴδ. νένε-κ]ἵνγ]ε-]ο (Εροῦ]α) - ὑπογάστριον τῶν φοοτηγῶν ζφων, ἡ ζώνη. μενάρύεμ (αἱ) µτχ. ἴδ. Κατήχ. Ὀααϊ σελ. 118, 198, 191. μενα ύρε-α (Υ) -- τρόπος [πιαηίθγα ἐντεῦθεν παράγεται προσληψει τοῦ ἆ µετὰ τὸ ν χάριν εὐφωνίας]. µενέτσ-ι (Τυράν.) πληθ. µενέτσατες- ἴδ. µεμέτα-ι Ξ- τραυλός, µενέισε-]α (Τυράν.) πληθ. µενέτσετε -- ἴδ, µεμέτσε-]α -- τραυλη, µενι-α (Υ. Ὀας1) µερί-α (τ) [ Ἑλλην. μένος - μῆν-ις] (πλ.θ. ἄχρηστος) Ἔ μίσος, ὀργή, θυµός.---μΏά μενὶ (Όα1) -- εἶμαι Χακιωμένος κατά τινος. ---μΏα μενί μΏε τε -- τὸν μισῷ' ι μία µενί (Υ) -- τὸν μισῶ. --- μιῦα μενῖ μΏε τα (Ῥιιά1) -- τοὺς μισῶ.----ε κάμ. μενῖ (Υ) - τὸν μισῶ, µε κά μενῖς μὲ μισεῖ, ε κά μενῖΞ τὸν μισεῖ. --- µόρα μενῖ Ίετενε τέμε -- ἐμίσησα τὴν ζωήν μου. µενί]διμ (Ῥι 1) ἐπίρ. - ὠργισμένως, με ὀργην, μὲ θυµόν. (-ε) µενί]διμ: (Όαάϊ - Ῥοράαη - γεγ.) Ξ- ὠργισμένος, θυμωμένος: 9) μι- σητὺς- η. µενίχεμ (Υ. Σ) [μενῖ-α] -- ὀργίζομαι, θυµόνω: καὶ µερῖχεμ. (τ) [ μερῖ-κ«] Ξ κακιόνω, χολιάζω: ἀόρ. ουμερῖτα-θ-ι καὶ σπανίως ουµε ο. θυ- µερίχ, ουμερίᾷ' μτχ. µερίτουρε (τ) καὶ (σπανίως) μερίχουρε μενόν] (5) βονό[ (1) - ο. οὐδ. - μα .... 2) ἀογοπορῶ (ἐπὶ ἡμέρας)' µος µε µενό μὴ μὲ βραδύνῃς, μὴ μὲ ἀργοπορῇς' ἴδ. βονό], κ]ελεμ., σίλεμ. ε- 288 .--- μ εἰ µενούαρε (τ) ῥόνε (Υ) -- βραδέως, ἀργά: ἀντίθ. πα µενούαρε' εὔτε µε- νούαρες- ἃδτε βόνε-- εἶναι ἄργά. µέντ (᾿Αρβερίκ) ϱ. ἐνεργ.ΞΞθέτω τὰς μητέρας νὰ βυζαίνουν τὰ βρέφη’ Κόρ, µενᾶα' μτχ. µενᾷουοξ. -- Χουρ ι νγόρθ κ]ενγ]ι ἀέλ]εσε ι βενε ν]ε τιετερε κ]ενκ] τε πί]ε σίσε χ]ε τε µος ι ὅτέρετε κ]ούμεὂτι, ατξ- έρε Ὀαρῖτε θόνε ε µενᾶα κ]ενγ]ινε µε ατε ἀελ]ε. --- ἰδ. μενάεδε-ακ-Ξ | ροφος 4 µεντ Ἄ µέναια (1) πληθ. µέντε [Άκτ. ΠΙΘΠΕ] μεντ-μένᾶικ (τ) πληθ. µέντε [ Ἑλλην. μένος] -- νοῦς, φρήν, γνώµη, ἰδέα.. ---- μβᾶ µέντ- ἐγθυμοῦμιαι (τὸ παρελθόν). --- µβ-τε-ι µέρρενξε µέντε Ξ ζαλίζο- μαν-σαι-ται.--- μΏα νᾶερ μµέντ -- ἐνθυμοῦμικχι (διὰ τὸ μέλλον). ---με μέντ τί φοονίµως.----πα µέντξ ἀφρόνως.--- µε-τἒ-ι ούαλε μέντεξ ου πρϊδκ μεντὸς- ἔγεινα ἔξω φρενῶν.---- ]αμ. µε 4ῦ μενάιε -- εἶμαι ἆμ- φίθολος-- ἀμφιβάλλω.--- µε ἀοὐελ] πρὲ] μενᾶιεσε-- ζαρρόθα. --- Ὀίε ναερ εντ ἐνθυμοῦμαι. Ἔμε ϱχ νᾷερ μιέντ Ξ ἐνεθυμήθην, ουκου]τού- κδε.--- βῖν] νάερ µέντ -- ἀναλαμβάνω τὰς αἰσθήσεις µου.--- δκὺ] να ερ μέντΞ μελετῶ.--- µε νάσόρε µέντε-- μὲ ἐξεμυάλιασες.-- µε ἐπ µέντ μὲ νουθετεῖ.--- µέ-τε-ι ὄκὺν νᾷερ µεντ--πεονάει ἀπὸ τὸν νοῦν µου, ἰδεάζομαι. --- µε-τε-ι δτίε µέντε-- µε-σε-τὸν σωφρονίζει. --- βὲ ναερ µέντ µε Ὀαμ. ατὲ πούνε (Υ)Ξβξ νὰερ µεντ τε Ὀεν] ατὲ πούνε (τ),Ξ σκοπεύω νὰ κάµω (τοῦτο) ---Ίαμ. µε ν]ι μέντ-- ὁμοφρονῶ.--- µιξ-τὲ-ι ίκου µέναικς ἔχασα-ες-ε τὸν νοῦν µου, σου, του. ---ι βξ µένάνενε (Υ).Ἔ«- τὸν παρκτηρῶ.--- µος ι βξ µένάιενε-- μὴ τὸν παρατηρῆς. --- βέεν-ι µέναιενε-- παρατήσησε τον. --- µε-τε-ι έοθνε µέντεξ ἐσωφρονί- σθην-ης- η.--- Ὀα] µέντ (Ἠλόασ,) -- σκέπτομαι, µεντ-βερῖ-ου --αὔ κει κά µέντε ποσὶ βερὶ (ἐπὶ τῶν ἀστάτων νέων), µεντ-κούρτενε-ι-α (Υ) μεντ-κούρτερξ-ι-α (ϱ) Ξ- κοντόµυκλος.---γρούα]α ἐὅτε φλ]εκε-γ]άτε ε µέντ δχούρτερες ἡ γυνή εἶναι μακουμαλλοῦσα καὶ κοντόµυαλος, πας ασια ας. κ---αν. -Ὁαµᾱ- π-ᾱ- (ι-ε) µέντόιμ (Υ)-ε-μεντδουρε-ι-α (τ)-ςφοόνιμος, γνωστικός- η, µενεῖσί (Σ) ἴδ. µεᾶσί (Σ) Ξ- µεζί--μόλις. µέν]ε-α (5), µέν]εζε-α (ὑποκορ.) 5 ψιχούλα, δίου ι ζόλε' πο Ῥίε µέν]ε-- ψιχαλίζει.----2) µέν]ε-α (τ)ξτὺ μάννα: νε ε ἐμβελ]ε κ]ε Ὀίε νγα κ]ίελ περμΏῖ γ]έθετ τε λ]α]θάτεσε. -- ----ᾱ- ---ᾱ- μι -- --- | |] α. { ᾗ Ῥ 11 πι | ή -- 3259 --- µεν]όλε-α (Τυραν.) Ρίμε-α (Ἐλθάς.) πληθ. μεν]όλκτε, Φφυτόριον, νέον / --- Ἡ ῥ : ψ “ . / δρα : ο. ἀροῦν ι βόγελ]ε ι πα ορίτουνε. --μεν]όλε µόνι, φίκου, µόλε ἀάρδε κ.τ.λ. |) µεργόνεμ-όχεμ-- ἴδ. λ]αργόνεμ.--όχεμ.. μεργούαρξ-α οσο (μακράν, ἔζω ἅπ έ: (ο ἐπὶ ἆρ ἃς ). µερδίχ (τ), μερδίφ (), (Αργυρ. Περμέτ.), με Μαλ]εσία) ο, οὐδ. --κρυόνω., 9) νεο. --χκουόνω τινά: ᾷόρ. µειδίόκ- -- ἴ ἴ ᾿ Ἡ τ κε. κ 1. -Ὁ το Ἡ ε-ου, µετοχ. μερδίχουρε καὶ ἆόρ. μεοδίτα: μετοχ. μερδίτουνε πόο, β . νέρθα µετοχ. νέρθουνε [ζδ. µάο ε-κ]. μέρε-α (τ)ξ- χωρητικότητος µέτρον (γενικῶς ὅλα τὸ γωρητ. µέτο. ) { οξ- χ ον εως . ῳ | ως Ὁ ῶ, α ρητ. μετα ͵ (5) µέρε-τε οὐδ. (Ἐλθάσ.).---κάμ τε µέρε-- ἀποστρέφομαί τι, μισῶ τι. (ε) µερκούρρε-α Ἡ ἀῑτε μερκούρρε [λατ. ἀῑθς Μονο] -- ἡ Τετάρτη κώ ημερα τῆς ἑθδομάδος. µερεχουλι-α πληθ. μερεκουλῖτε (Ῥιιά1-Ροσάαπ-Σ) (Λατ. πι αοα18] Ξθαῦμα.---ἴδ. τδουᾷῖ-α. μερεκουλό/ (1) ϱ.ΞΞ θαυμκτου»γῶ, κάµνω θαύματα. µερεκουλόχεμ (Υ) ϱ. οὐδ. -- θκυµάζω. ---ἴδ. τδουάίο-ίτ-ίτ τους έτεμ.. (ι-ε) µερεκουλούεδιµ καὶ (συνηρ.) μερεκουλοῦδιμ. (Υ)--θαυυ,κοτός-ή, θαυ- μες | η. κ. ΣΟΥηΟ. μι Ευ ) μ(Υ -- υμ.αστος- ή, αγ .. .. ματουργός" 8, ι-ε- του ἰτδιμ.. μεοέν] : (Περμέτ.) ϱ, ἐν. 5 ῥασκανίζω, ᾽ματιάζω τινά, µεοένεµ (Π]ερμέτ.) π«θ. -- βεσκανίζοµαι, ᾽ματιάζομιαι, µερέτ-ι- ζελενιὰ κοιν. (εἶδος δένδρου ἀειθαλοῦς). (ι-ε-τε) µερέττε: ἐπιθ. Ἔπρε] µερετι, ἀροῦ τε µερρέτα. μερζέν) (Ῥεράτ.), µερᾶσέ] (τ)-- Ὀέν] βάπενε, (ἐπὶ προβάτων, αἰγῶν, ποῶν) ποινῶς στκλιάζω, στκλίζω. μερξίµ-ι- ὁ τύπος ἔνθα σταλίζουν τὸ πούθατα, αἱ αἶγες, οἱ βόες, τα Β β Ἴ Ἶ ο α µερζίσ-έτ-ἴτ (Υ) ϱ. ἐνερ. Ξ βαρύνω τινά. μερζίτ-ίτ-ίτ (τ) ϱ. ἐνερ. - μισῶ τινά µερξίεμ (Οιιάϊ-Ῥοσάαπ Ἑλέάα, Υ.) ϱ. οὐδ. - βαρύνομαι' µε-τει µε;- ζίτετε (Υγ) οὐδ Ξ βαρύνομιαι τοτε Ἰ ! 'π υσρυ ο, ο µερέίεµ : π«θ. Ξ- μισοῦμαι ὑπό τινος. ; .ᾱ Γ ) Γ .. ῤ , ᾿ ' (.-ε) μερζίτδιμ. ή. Ῥιά1- Ῥοσάατ) ῥαρετός, ὀχληρύς-α 2) (σ)-μι- σιτός-. --,---,μ-ε - Φα -ααα δι ᾗ- προ οννν----μα--α--αδιημὰ παει ὃ- ο ϱ-ο- αυ Ἱ- υἍὍὍὙωυυ α ον ε-πτ-ασπως, - - -..- -- ---- μη . - -- ---- στα, ᾱ ᾱ- πι ανα τος βαζω ὁ ερ κα ----ακορκσ. ε---ᾱ-----α-πρ-ς --υ-- --ας πω. βννά ν- μα π--- - . -- α6 ο κ“ Σχ . ο... πο "9. . ο. -- τα πα -- όσα, - δεις Άρη ο, τα ή --- 240 --- μεοῖ-α (τ) -ἴδ, μενι-α (Υγ) Ξ μΏηνῖς. µεριμάνγε-α (Καθ.) πληθ.---α-τεξ ἴὸδ. µιρµάνγε-κ (Ἠλθάσ.). µεραίμ-ι (Σ) - «ἀξία, ἀμοιθή». µεριτόν] (ρι41) -- πιοτϊίαγθο «ἐκτιμῶ, ὁρίζω ἀξίαν», µερ]έδτε-α (Βεράτ.] --ἴδ. µαρέδτε-α. µερίχεμ (τ)--ἴδ. μενίχεμ. (). µερκόδ-ι (Ώουμρξ-]α, Ὑπάτι) πληθ. µερκόσα-τε: μερκόδ ι θόνε ατῖ Ῥοῦρρι κι ικᾷ πιέλε γρούα]α ν ταίλ]ι ἀίργ]ετε νᾶε ὄτράτ ποσὶ λ]ε- ζόνα, εδὲ πρέτ ε περτσίελ ατά κ]ι βῖνε περ τε παμ.. µερκ]τ-νι (Υ. Ῥοράαη - Ἔυραν.) πληθ. μερκ](ν]-τε καὶ (τ) µερκ]ῖ-ρι Ξ παλίουρος, Ἀοιν. παλιοῦρι, παλιουριά’ καὶ μερκ]ῖ-νι (Υ). µερκ]ίν]ε-α (Οιιά]- Περμετ.) πληθ. μερκ]ίν]ατε. µεροῦ-]α -- ἴδ. ἀορέ-]α, ἀορέζε-ακ, µενόν]ε-α (Τυραν.). µερούεμ (Οιάἳ) µετοχ. 11 8 µερύεμ (Ώιά1) µετοχ. 2 8 ἴδ. σελο. µέρρεμ παθ. τοῦ ρημ.. µάρρ καὶ µίρρεµ., - µερσίνε-α Ὁ Ὁ Ὁ «ἴσως, μυρσίνη). µέσ-ι (Περμέτ.) πληθ. µέσετε- τὰ µέλη τοῦ σώματος, ὣς χείρ, πούς, ὀφθαλμός, οὓς, οἷς, α.Ἑ.λ. µεσ-αξτ-ι (τ) -- ἴδ. μ]έσ-ἀἄετ-ι ().---μεσ-ἄΐτε-α (τ) -- ἴδ. μ]εσ.ἀΐτε-α (Υ). µέσ-δι (5) πληθ. µέζατεςἴδ. µάσ-ζι (Υ) πληθ. µάζατε-- πῶλος. µέσ-δι '"τ)ἡ µέση καὶ μιεᾷίσ-ζι (Υ).--νάξ µέστ (τ) καὶ νᾶε μιεᾷίστ (εἰς τὴν µέσην. µέσ-περ-μέσ (5) καὶ μιεᾷίσ-περ-μιεᾶίσ (Υ) ἐπιρ, -- ἀνάμεσα, μεσα εἰς την μεσην κοιῶς, µεσάλε-α:. πληθ. µεσάλατε [Άκτ. πἹθηῃβα, πιοπβα]]ς] -- τράπεζα, τρα- πέζιον, 9) συµπόσιον.---ι Ῥέρα ν]ε µεσάλε -- τοῦ ἔχαμα ἕνα τραπέζι (Ξσυμπόσιον). µεσ- αῑξτ-ι (τ) -- ἴδ. µιεσ-ᾳἔτ-ι (Ο. μεσ- ἀῑίτε--α (τ) --ἴδ. μιεσ-θίτε-α (Υ) Ξ µεσημόρία. μέσε-α (Υ. ᾿Ελθάσ.)Ξ ἡ τοίπα’ µεσ᾽ ι κἱέπεσε--] ε τσίπα τοῦ κρομμυ- δίου' µεσ᾽ ε τ᾽ ἀμρελ]ιτ (Υ)Ξθόνε ασά] πελ]ζούρεσε χόλε κ]ε βξ κ]ούμεῦτι κουρ νάδεχετε. (ἱ) µέσεμ-ι (τ) πληθ. τε µέσεμιτες μεσαῖος, µεσιανός, -- 241 --- (ε) µέσεμε-α (τ) πληθ. τε µέσεμετε-- µεσαίκ, µεσιανή: καὶ '-μιεάίδεμε-ι (πληθ. τε μιεάίδεµιτε' ε-μιεβίδεμε-]α θηλ. ε-νάερμιέτᾶμε-]α (Σ). µεσίµ-ι (Υ. τ.) πληθ. µεσίµετε-- δίδχξις, διδαχή, ϱ}) συνήθεια, ἐζόσκ- σις, ἐξοικείωσις' καὶ µπσίµ.-ι, παίμ.-ι, µεσόν (Ἠΐθρα) ρ. τριτοπρ.-- ἴδ. Ὠουνόν (Υ), Ὀουρόν (τ). µεσόν]-ό) (τ. Ώαᾶι- ῬοράαπΠ), πσόνεμ. (τ)-- διδάσκοµκκι, 9) συνηθίζω, ἐξοικειοῦμαι, µεσόν]εσ-ι πληθ. µεπόν]εσιτε-- διδάσκαλος, µεσόν]εσε-]α πληθ. µεσόν]εσετε-- διδασκάλισσα.. µεδτᾶρ-ι: πληθ. µεδτάρε τε-- μεσίτης" ἵδ. νάξρµιετεσ-ι (Υ). µεῦταρε-Ία .:. πληθ µεδτάρετε-- µεσίτρια" ἵδ. νάερμιέτεσε-]α (γ). µέδε-α πληθ. µέδετε- ἡ θεία λειτουργία" 2) ἡ προσφορά-- ὁ ἄρτος τῆς λειτουργίας) κοιν, λειτουργιά. µεδέλ] (Υ)-ἴδ. ϱ. μΏεδέλ] -- µαζεύω. µεδερίερ (υοσάαπ)--ἴδ, µιδερίερ-ι (Σ). µεδέσε-α (Υ) πληθ. µεδέσατε--ἴδ, µπδέσε-α-- σκοῦπα. µεδέχ (5), μεδέφ (Υ) ϱ. οὐδ. Ξ- ἴδ. µπδέχ (τ) ο. «κρύπτω). (ι-ε-τε) µεσέχετε (Σ), µεδέφετε (Υ)-- ἵδ. τ-ε-τε µπδέχετε (τ). µεσέχετε (Σ), µεδέφετε (Υ)--ἴδ, µπδέχουρα (τ) -- κρυφίως ἐπιρ. µεδεχεσίνε-α (Σ), μεδεφεσίνε-α (Υ)--ἵδ. µπδεχεσίρε-α (τ). μεδί (Υ) Ξ ἴδ. μποτ] (τ) (σκουπίζω)». µεσία (Υ) --ἴδ, μπδίκ ϱ. (σουφρόνω, ζαρόνω). µεδίκε-α πληθ. µεδίκατε-- ἴδ. µπδίκε-α πληθ. µπδίκατε {ουτίς, πτυχή). µεδίκεζε-α πληθ. µεδίκεζατε-- ἴδ, µπδίκε-α, μεδίκεμ (Υ) Ξἶδ, μπδοίκεµ. «ζαοόνομαι). μεδίλ]εμ (1) Ξ ἴδ. μρεσίλ]εμ. (τυλίσσομαι). µεοίχεμ παθ. τοῦ µεδέζ (Σ) ἴδ. µπσίχευ (τ). µεδκούρ-όρι (1) τσ µεδκόρε-τα (Σ) τος µεδκ]έρρε-α πληθ. μεὂκ]έρρατε-- ἴδ. μουδκ]έρρε-α (δάμαλικὸ. µεδό] (Υ) ἴδ. µπσό] (Τοσκ. Περμέτ.) {μανθάνω». µεσό[ (τ) μεδτό] (Υ) καὶ Ὠα] µέδε, νὰσίερ µέδε--ο. οὐδ. Ξ λειτουργῶ (ἐκχλησιαστικῶς). µεοτέσ (Υ) -- µπεδτές ρ. (ἀκουμθῶ τι, τηρίζω). ΔΕΒΙΚΟΝ ΑΛΒΑΝΟΕΛΛΗΝΙΚΟΝ 10 ο -- µεῦτέτεμ (Υ)Ξἴδ. μπεὂτέτεμ ζἀκουμθῶ). μµεδτίελ (Υ) καὶ συνῃρ. μεῦτῖλ --ἴδ. μπδτίελ ϱ. {μαζεύω). μεῦτίλεμ (Υ) - ἴδ. μπδτῖλεμ. «μαζεύομαι). µεῦτιέρρε-α πληθ. µεδτιέρρατες- ἶδ. μουδτιέρρε-α-- δάµαλις. μεῦτό] (Υ)Ξἴδ μµεδό] (τ). μεστῦ) (Υ) Ξ μπδτῦ]. µεὐτύμε-α πληθ. µεδτύματεξ[δ. μπδτύμε-α. μµεδτύμ-εμξ-ϊὸ. μπδτύμ-εμ.. μεδτυχεμ (Υ)-- ἴδ. μπδτυχεμ. μῖτε (Υ) (Ἓλδας.) ἐπίρ. | μἒ ϱ.] -- ἐλλιπὲς κοιν. λειψὺ καὶ μ.ὄνγουτε (ρμά1- Σ) [Τουρκ, ἐκσίκ]] µένγουτε (Σ) ἐπίρ. (ε-ε-τε) μἒτε (Υ. Ἐλόασ.], ι-ε-τε µάνγουτε (ομά1-Σ) τ-ε-τε µέν- γουτε (5) ἐπίθ. Ξ ἐλλιπῆς-ές, κοιν. λειψὸς-Ἰ-όν. μεεσὶ (Σ) --ἴδ, µεζί. µεβσαβι-νι (Ένραν.) πληθ. μεδαθίν]-τες- μικρὸν παιδίον ἀπὺ δύο ἕως ἐξ ἐτῶν. µέτδε-]α (Κα6.) πληθ. µέτσετεζ κ]υπ οὔ]ι ιβόγελ/ε. µετδέλ[ (Υ) ἵδ. μεδελ] ο. Ξ- µαζεύω. µετδέφ () --ἰδ. µεδέφ (Υ) ϱ.Ξ- κρύπτω. µετδέφετε (Υ) ἐπίρ. - ἴδ. µεσέφετε (Υ) ἐπίρ. - κούθδην, κρύφα., (ι-ε-τε) µετόέφετε--ἱὃ. ι-ε-τε µεσέφετε (Υ) ἐπιθ. Ξ κρυφός. µετόεφεσίνε-α (Υ) πληθ. α-τε Ξ- ἴδ, μεσεφεσίνε-κ (Υ). µετδίλ]εμ (Υ) - ἵδ. μεδίλ]εμ.. µετδίφεμ (Υ) Ξἴδ. μεδίφεμ. (γ). µέτσ-κε-α (Περμέτ.) πληθ. α-τε ἴδ. Ἰάρισ]ε-]«.. µέχεμ (Περμέτ.) ο. οὐδ. -- ἔρχομαι εἰς αἴσθησιν, 9) σωφρονίζω. μξχεμ (Υ) (Ἐλθασ.) οὐδ. Ξλείπω, Υείνομαι λειψός' καὶ µενγόχεμ. (Σ) ου μὲ Ῥούκα, γ]έλα κ.τ.λ.ΞΞ ἔλειψεν ὁ ἄρτος, τὸ φαγητὸν κ.τ.λ. ἴδ. ὅτξρεμ-- στειρεύω (ἐπὶ ὑγρῶν). µζί]: (οοράαπ-Ριιά1) Ξ ἴδ, με] (ραα). μίελ ει [Ἑλλην. μύλη] -- ἄλφιτον, ἄλευρον καὶ µίελ-τε-- οὐδ. κοινῶς ἄλεῦρι.--- μῖλ-ι (συνηρ.) πληθ. µίελνατε καὶ µίλνατε.-- μῖλ-τε οὐδ. (συν ῃρ.) (ἄχοηστον), μῖ-νι (Σ) πληθ. µίν]-τε, μῖ-ου (Υ) πληθ. µίν]τε, μῖ-ου (τ) πληθ. 4 | ΓΩ, πι Ἱ. ΜΗ ] Π Ὁ ο αλἠ --- μίν]τε Ξ- μῦς, ποντικός εν. μῖνιτ καὶ µῖουτ, αἶτ. μῖνε, μῖνε. μίελ] Ἄ μιέλ] ()--ἵδ. μΏτελ] ο. μΏῖλ (συνηρ.) «ἀμελγω». μ]άκ-μ]άμ-μ]άκ (τ. Περμέτ.) ϱ. οὖδ. - πεθαίνω, ψοφῷ τῆς πείνης, πεινῶ ὑπερθολικὰ (ἐπὶ ἄρτου µόνον) ὡς µ]άκ περ Ὀούκε -- ἀποθνή- σχω τῆς πείνης. ἀόο. μ]έκα-ε-ου" μτχ. μ]έκ καὶ μ]έκουρε. ---- ἴδ. γα]άσ ϱρ. μ]άλ]ε-α (τ. Σ) [ Ἑλλην. μέλιτος Λατ. πιθ]], μ]άλ]τε-ι (Ἐλθασ.) Χοιν. τὸ µέλι (πληθ. λείπει). μ]άλ]τσεζε-α (Ῥοράαη) πληθ. μ]άλ]τσεζατες- μέλισσα ἵδ. Ὀλ]έτε-α. µ]άφτ: ἐπίο. ἴδ. µε]άφτ ἐπίρ. μ]έγουλε-α (τ. Σ) μ]εργουλε-α (τ) (πληθ. ἄχρ.) -- ἴδ. ν]έγουλε-α. μ)έκ-ου (Οι11, Ροράαπ)ξἰατρός, 9) μ]έκ-ου (Υ) Ξἰατρικόν, ) μάγος. µ]έκεσ-ι πληθ. µ]έκεσιτες- ἰατρός, 9) μάγος. μ]έκεσε-]α πληθ. μ]έκεσετες- ἰάτρισσα, 9) μάγισσα. μ/)εκεταρ-ι πληθ. μ]εκετάρετε ἀρο. -- ἰατρός. μ)εκετάρε-Τα πληθ. μ]εκετάρετε θηλ. -- ἰάτοισσα., μ)εκεσῖ-α πληθ. μ]εχεσῖτε -- ἰατρεία, θεραπεία, 9) μαγεία. µ)εκό]}. ϱ. ἐνερ. Ξ ἰατρεύω τινα ---- μ]εκόχεμ. παθ. - θερχπεύοµαι. µ]έκερε-α, μ.]έκρε-α πληθ. α-τε-- κοιν. τὰ γένεια. μ)εκερόδ-ι πληθ. μ]εκερόδετε -- Ὠούρρ µε μ]έκερε-- κοιν. γενᾶτος-- ὁ έχων γένειον. φράσεις : μ)έκερ-δάρδε-ι.---μ.]έκρρ-γ]άτε-ι. -- μ]έκε)-ζτου.---μ]έκερ-κούκ]-ι.---μ]έ- κερ-σκούρτενε-ι (Υ) --- μ]έκερ- κούρτερξ-ι (τ). ---- μ]έκερ- δτελούν-γέ-α. μ]έκουλε-αξ- εἶδος πτηνοῦ, μ]έρ-- ἀλλοίμονον. --- μ]έρ σε τὸ’ να γ]έτι! -- ἀλλοίμονον τὸ τί ἐπάθα- μεν.---μ]έρ να τε µ]έρετες ἀλλοίμονον ἡμεῖς οἱ ἄθλιοι, (.) μ]έρε-ι πληθ, τε μἹέρετες- ἀρσ.ς ἄθλιος, δυστυχής. (ε) µ]έρε-α πληθ. τε µ]έρατε θηλ.Ξ ἁθλία, δυστυχής. μ)έρε-ι πληθ. μ]έρετε ἆρσ. μ.]έρε-α πληθ. µ]έρατε θηλ.--- οὖν) ι μ]έρι! οὖν ε μ]έραί νά τε μ]έρετεί νά τε µ]έρατε! -- µ]έοι ούνε! μ]έοι τί, µ]ερι αὖ. --- µ]έρετε νάὶ μ]έρετε Ἰού! μ]έοετ ατά! μ]έρα-ούνε, μ]έρα τί, μ.Ἱέρα αἱό, μ]έρατε νά, μ]έρατε Ἰού, μ]έρατ) ατὀ.--- μ]έοι οὖν ιν μ]έριί --- μ]έρετε νά τε µ]Ἱέρετεί --μ]έρα οὐν ε μ]έρα! --μ]έ- μ α Ε βατε νά τε µ]ερατε. | | | κ κά, μ]έργουλε-α (τ)Ξἴδ. µ]έγουλε-α (τ) -- ὁμίχλη. μ]ερόν] (Περμέτ.) ρ. ἐνεργ. Ξ- ἐλεεινολογῶ τινα. µ]ερόνεμ (παθ.) ἐλεεινολογοῦμαι ὑπό τινος, µ]εσ- ἄξτ-ι () Ξμεσ-ἀξτ-ι (τ)-- Μεσόγειος θάλασσας. μ]εσ-αΐτε-α (Υ) - µεσ-άΐτε-α (τ)Ξ-µεσημθοία, μεσημέρι, μ)εσ-]έτε-α (Υ) Ξμεσ-]έτε-α (τ)-- µεσαίων.--- Ἱστορία ε µ]εσ-]έτεσε-- ἡ Ἱστορία τοῦ μεσαιῶνος.--- τε κετίλα πουνε Ῥεγεδινε νᾷε κόχε τε μεσ-]έτεσες- τοικῦτα ἐποάττοντο εἰς τὴν ἐποχην τοῦ μεσαιῶνος. µ)εσ-νάτε-α (Υ)-- μεσ-νάτέ-α (-) -- μεσονύκτιον. μ)έτερ-ι: πληθ. μ]ετερτε [λατ. πιαρὶβίθτ] - διδάσκαλος, τε- χνίτης. μ)έδτερῖ-α : πληθ. μ]εδτερίτε-- τέχνη, μ]εδτερίὃτ Ξ- ἐπιο. Ξ τεχνικῶς. µ]έτ .: (Μάτια- Ρις!) - ἐπιρ. -- νγ]ερζ µέχρι.---μ]έτ κετού (Μ τις) Ξ-νγερ- κετού---μ]ετ νε (Ῥι141) ΞΞνγ]ερ νᾷςε. µ]έτε-α (τ) Ἡ Ἑ κύ λ]εὃ ἐδτε γ]ίθε µ]έτε.--- «ἐν τῇ φράσει ταύτῃ». µίξε-α πληθ. µίζατε [Ἑλλην. μυῖα, Λατ. πιαβοα] - μυῖγα. μµίζε-κάλ]ι-- ἀλογύμνιγα κοινῶς' µίζε-περδέτσ-κε (Ἐλθασ.) Ξθενέγουλε-α μίζε-περδέσσ]ε (Περμέτ.) πληθ. µίζα-περδέσε]ε -- ἐν γένει ὅλα τὰ εἴδῃ τῶν μυρμήκων. μι 8 τερθούεµε (γ) καὶ μίζ’ ε τερΏοῦμε (συνηρ͵), μέζ ε τεοΏούαρε (τ)-- εἶδος πρασίνης μυίγας, τὴν ὁποίαν δίδουσιν εἰς τοὺς λυσσασμένους νὰ Καταπίωσιν ὡς ἰατρικόν. µίζε-κ]ένε-τα (Υ), μίζε-κ]ενε-]α (τ) πληθ. μίζε-κ]ένετες- κυνάµυια.. µί]ε-α (Υ. τ.)Ξἴδ. µίλ]ε-α (τδαμ.) ν]ε μι)ες- χίλια.--- ἄν μµί]ε, τρὶ μῖ]ε-- δύο χιλιάδες, τρεῖς χιλιάδες, µίκ-ου : πληθ. µίκ]-τε (Λατ. απηϊοιιθ] Ξ φίλος ἄντιθ. ανεµίκ-ου. µίκε-Ία: πληθ. µίκετε-- φίλη, κοινῶς φιλινάδα: ἀντιθ. ανεµίχε-]α. μυκ]εσῖ-α πληθ. μικ]εσῖτε -- φιλία: 2) ὄνομα περιληπτικὸν -- οἱ φίλοι. μικ]εσίδτε' ἔπιρ.Ξ φιλικῷ τῷ τρόπῳ. µικέδε-α (Ἠλόασ,) πληθ. μικ]εζατεζ φιλη, φιλινάδα. µυκ]έδε-α (Βεράτ.) πληθ. μικ]έδατε-- ἡ φίλη μικνέσε-α (Υ) πληθ. µικνέδατε-- ἡ φίλη. μῖλ-ι; πληθ. μῖλετεςκοιν, τὸ θηκάοι’ μῖλ)ι θίκεσε--τὺ θηκάρι τοῦ μαχαιριοῦ, --- 240 --- μῖλ-ι καὶ μιλ-μῖλτε οὐδ. -- ἴδ. μῖελ-ι καὶ µίελ-τε οὐλ, μιλ]άπ-ου γαὶ μιλ]σκ]-ε-- κοιν. λαγόπουλο, λαγουδάκι; Ἠ κελ]ύδ λ]έ- πουοι" ἴδ. πιγούν-ι (Περμέτὶ. µίλ]ε-α (τὄκμ) [Λατ. πι]]ο] Ξχιλιάς' καὶ µί]ε-α (Υ) -- ἐπιθ. Ξ γέλιοι-αι- α.---ν]ε µί]ε. ἆν μιλ]ε, τρὶ µίλ]ε, πάτρε μίλ]ε-- χίλιοι, δύο χιλιά- δες, τρεῖς χιλιάδες, τέσσαρες χιλιάδες Χ.τ,λ. µε μιλ]ε καὶ με μι]ε-- ἄναρίθμητα φεύματα. μιλ]ιοῦνι (Υ) πληθ. μιλ]ιούνίτε: ν]ε μιλ]ιοῦ, ἄν μιλ]ούν], τρε μιλ]ι- οὐν] κ.τ.λ. μιλ}οῦρ-όρι (Τωραν.) πληθ. μιλ]όρετε-- δύο ἐτῶν κριός" καὶ πιελάκ-ου, πληθ. πιελάκετε. µίρε ἐπιρ. -- εὖ, καλῶς-- ἀντιθ. χεκ] ἐπιρ. µε βιέν µίρεςς χαίρω, εὖχα- βιστοῦμαι" ἄντίθ. µε βιέν κέκ] -- μοῦ κακοφαΐνεται, λυποῦμκι' µίρε Για μεν α ὁ .. |] . σε έρδες-χαλῶς ἦλθες.---μίοε σε τε γ]ετα - καλῶς σὲ πῦρα. ----Ἡ μίρε | σε τε προῦ Ἰότι ύνε (Υ). -μιρ᾽ ουγεδιφὸ -- καλοξηµέρωμα κ]όφτε περ τε µίρε (κατ εὐφημισμὸν) π. χ. ἐπὶ διηγήσεως' µίρε κ]δφὸ Ἰ µίρε μΏέτὸ, λ]άμε του μίρε (Υ)--χαίΐρε-ε (410) ἀπόκοισις : µίρε βάφὸ (τ), µίρε βδφὸ (Υ).--περ τε µε! (ἐπὶ πόσεως) -- εἰς ὑγείαχν.---ἀπόχρισις µίρε πάτδ -- ὑγείαν νάχης ---τε Ώεφτε µίρε-τε Ὀάφτε µίρε (1) (ἐπὶ βρώσεως)--μὲ τῆς ὑγείας σας.--ἀπόκρισις μίρε πάτο -- ὑγείαν νᾶχηῃς.---- μα µίρε (Υ) καὶ μίρε (τ) - ἐπιρ.-- καλύτερα’ φόρτε μίρες- κάλλιστα" μιρ᾽ ε του µίρε-πάνυ καλῶς' ἀντιθ. ΧεΧ] ε του χεκ]--κακήν κακῶς' µε ἆόλι µιρε-- ἐγένετο πρὸς καλόν µου, συνέθη πρὸς καλόν µου" ἀντίθ, μὲ ἆόλι κεκ] -- ἐγένετο πρὺς κακόν μου’ µε-τετι 4ελ] µίρε-- γίνετα., συμβαίνει πρὸς καλόν µου, σου, αὐτοῦ, (ι) µίρε-ι πληθ. τε µίρετεΞ καλός, ἀγαθός, ἄντιθ. ι-ε-τε κέκ]. (ε) µίρξ-α .: πληθ. τε µίρατε--καλή---ἀγαθή. (τε) µίρετε-- οὐδ.-- τὸ καλόν, ἡ Ἀσλωσύνη, ἡ ἀγαθότης' βενᾷ) ι μίρε -» ἱερος τόπος.--- περ τε µίρετε τ) ἅτ- διὰ τὸ καλόν σου, πρὸς ὄφε- λός σου’ ἴὃ,. ]α ἀϊ περ νέρε.---ε μικρο µε τε μίρες- τὸν καλοπιάνω κοιγῶς τον καλομεταχειρίζοµαι' ἀντιθ. ε µαάρρ µε τε κέχ] -- τὸν κα- κοπιάνω, τὸν κακομετοαχειρίζοµαι. μίρε- βΊμεσ-ι (/) μερε-Ώέρεσ-ι (τ) πληθ, μιρε-Ώβμεσιτε-- εὐεργέτης. µίρε Όαμεσε-]α (Υ) µίρε-έρεσε-]α (τ) πληθ --σετε θηλ. -- εὐεργέτις. --- 246 --- μίρε-φῖλι (Ώιιά1) ἐπιρ.-- πραγματικῶς, τῷ ὄντι, ἀκριβῶς βεθσίως' µίρε- φίλι ε πεο τε βερτέτε (ριιά!) Ξ φράσις: πραγματικῶς καὶ ἀληθῶς, μιρμᾶκε-α (Ἐροῦ]σ) ἵδ. µιρράνγε-α, μσρμάνγε-α- ἡ ἀράγνη καὶ ὁ χαλλικάντζαρος' [συγνρ. ἑλλην, μόρμ.ηξ-χος]. µιρόσ: ϱ. ἐνεργ.Ξ καλυτερεύω τινά᾿ µιρόσεµ.-- καλυτερεύω ἀμετάθ. µιρόσ -- ἀλείφω μὲ µύρον, µιρόσεµ.-- μυρόνομαν' ἴδ. βο]ό]-όζεμ. (Σ). µίροεµ Ξ- ἴδ. μέρρεμ.. µίσε-τε (τ) πληθ. [συγκρ. μιδ-ι] -- τὰ μέλη τοῦ σώματος, τὰ χαρα- κτηριστικἁ τοῦ προσώπου. ----ι κά µέσετε τε Ώούχκουρα -- ἔχει ὡραῖα χαρακτηοιστικα. µίσερ-ι πληθ. ψάσερατε Ξ ἀραθόσιτος.--- Χοιν. Χαλαμπόκι, (ι-ε). µίσερτε -- ἐξ ἀραθοσίτου" Ὠούν) ε μίδερτες ψωμὶ καλαμποκίσιο. µισερόρε-]α: πληθ. µισερόρετε (Τυραν.) - α]ό ρε κ]ε κα κ]ένε μΏιέλε μίσερ. µισερίδτε-]α πληθ. μισεριδτατε (Βεράτ.) -- ἴ ὃ, γοζίτε-». Μιοῖρ-ι Ξ ἡ Αἴγυπτος' 2] εἶδος ἄνθους κοιν. βιόλαις. µισκόν]ε-α πληθ. µισχόν]ατε (Ἡροῦ]α) Ξ ἴδ, µιδκόν]ε-α. µίδ-ι καὶ μίδ-τε οὐδ, [ Ἑλλην. μῆς - μυῶνος. Σλαυϊκ., μισό] πληθ. μίς- νατε (Υ) µίδρατε (τ) Ξ σάοξ-κός, κρέας. μιδερῖρ-ι (Σ) [πιβογία] καὶ μιδερίρε-]ᾳ Ξ- ἔλεος, εὐσπλαγχνία" ἰδ., περαελίµ.-ι, (ι) μιδερῖρδεμ-ι, ε μιδερίρόεµε-]κ (Ἠ) Ξ ἵὃ. ι-ε περἀελύεδιμ.. µιδκόν]ε-α (Ἐλθας.) ' Λατ. πιιβοα] µιτόκόν]ε-α (νραν.), μισκόν]ε-α (Καθά]κ), μνδκόν]ε-α (Περμετ.), μουδκά]ε-α (ὸ) πληθ. α-τες χώνωψ, κοιν. κουνοῦπι. (ι) μίδµ-ι, ε µίδµε-]α, τε μίδμ.-ιτε -- σαρκώδης' πλ]δτ µε μἰὸ. (ι-ε-τε) µίδτε ἐπίθ. -- σαρκικὸς-η-όν. μιδτρίδτε-]α (Βεράτ ) πληθ. ε-τε Ξ ιδ. κατσαρρούμ.-ι (Ἠλόανσ.). µίτε-α (Περμετ.) Ξ δωροδοκία. µιτε-μάρρεσ-ι -- ὁ λαμβάνων δῶρα (ὃωος-δεχόμενος). µιτόσ ϱ. ἐνεργ. Ξ δεκάζω τινα διὰ δώρων. (ι-ε) µίτουνε (Υ) μέτουρε (τ) -ι-αΞ ἁπλοϊκός, ἀρχάριος (Τουρχ. αᾷδαμ1). --- δδτ᾽ ι μίτουν ει πα ρρίτουνε (Υ) (ἐπὶ μικρῶν παιδίων) παροιµ., µίτρε-α πληθ. μέτρατε Ξ- ἡ µίτρα [τῆς κεφαλῆς). --- 241 --- β µίφ καὶ µίφι (Κροῦ]α) -- ἴδ. μίᾷ καὶ µέγι (Σ) ρ. µίφεμ (Κοοῦ]κ) -- ἵδ. μιχεμ. (5). μίτσ-ι (Υ. Μαλ]εσίακ) πληθ. µίτσατε -- ἴδ. τδούν-ι, µιδούερ-όρι (Ῥοσάαπ) πληθ. µιτδόρετε Ξ- σκληρός, µιτδόρε-]α (Ῥοράαπ) πληθ. µιτσόρετε- σκληρά" ν]έςσ µιτδόρε (Ώορ- 44) -- ἄνθρωποι σχληροί, µισύρε-α (Ὀοράαπ) Ξ ἡ σκληρότης, µίάσο-ουα (Αργυρ.), µίάδο-]κ (Περμέτ.) [ Τουρ». αμουᾶδά] ἵδ. οὐνκ]- γι Ξ θεῖος' ἵδ. ἀα]κο ]α [Ῥουρκ. ἀσ]κ]. μλ]ατε-α (Ῥοράαπ) [λ]ατό]] ἵδ. μπλ]άτε-κ. μλ]ατοῦερ-όρι (Υ) καὶ (συνῃρ.) μλ]ατοῦρ-όοι -- ἴδ. λ]κτοῦερ-όρν. μλ]ύσ-ι (5). μ.λ]ύτδ-ι (Υ) πληθ. α-τε -- εἶδος ἰχθύος ποταμµίου. μνάερόχεμ (Σ) -- τροµάζω (ἀναγραμματισμὸς) ἴδ. τμερύόχεμ.. µο: ἵδ. µός μή). µόδε-α (Υ) (ὄνομα περιληπτικόν' πληθ. λείπει), µόδνε-α (Ἔνραν.), μόδουλε-α (Ἠλδασ.), μόάουλε-α (Βεοάτ. - Καβά]κ), γ]τνγΊερε-α (Περμέτ.), γραδίνε-α (Περμετ.). γρόξουλε-ι (5) Ξ κόκρ᾽ ε ζέζε σι σά- τόεµ,, κελόγ]εν-ῖ (Σ)) -- τὸ ζιζάνιον, κοιν. ὁ ἀροικᾶς, όκενξ-α (Υ) πληθ. µόκενατε καὶ μόχνε-α - µόχνατε, µόκερε-α (τ) µό- πδροτε Ξ- µυλόπετος. µόκερε-α (τ) πληθ. µόκερατε Ξ- ἑκατόμπους (εἶδος σκώληκος) καὶ ἂν- ζέτ-κεμβεσε-]α« (Περμετ.), κατε;-δξτε κδμρεσ-ι () Ξ νιε κρύμπ µε σούµε κδμβε, χουρ, ε ζξ ατέ, μπὂτίλετε. Μολαγ]έδ-ι -- ν]ε φδατ᾽ ι. Κεράθεσε Ἠληασάνιτ κε Ῥεν µόλε γ]ὲδε (εἶδος μήλου)᾿ Φολα-γ]έδασ-ι: πληθ. Μολα-γ]έδασιτε -- κάτοικος τοῦ Μολαγεσίου, µόλε-α: πληθ. µόλετε - μ.ῆλον (τὸ δένδρον καὶ ὁ καρπός). µόλεξε-α πληθ. µόλεζατε τὸ μῆλον τοῦ μαγούλου" μόλεζ ε φάκ]εσᾳ. μόλε-μούτσε-]α (Έυραν.) πληθ. ε-τε-- ἴδ. μούῦμουλε-α. µόλ]ε-α καὶ µόλ]ε-α (τ. Περάτ.) πληθ. µόλ]ετε ἴδ. τέν]ε-α, τένε-α χόπδε-α κοιν. κουτσιπίδα.--- καὶ µολ)]ίε-α, μουλ]ίτε-α (Καθ ), µολ]ΐίτσε-α, μουλ]ίτσξ-α (Βεράτ. Περμ.) πληθ. µολ]ίτσατε, μουλ]ίτσατε -- σάρακ«ς, µόλιτσα., µολ]ί-α πληθ. µολ]ττε-- μόλυσμις, - 948 -- μολ]ίσ-ίτ-ίτ καὶ µολέπο -- µολύνω, μολ]ίτεµ καὶ µολ]έπσεμ -- παθ. µολύνομαι.---ι-ε-τε µολ]ίτουνε καὶ μ.ολ- Ἰέπσουνε-- µεμολυσμένος. μµολ]έτ-(τ-{τ (τ) ἄόρ. μολ]έτα µτχ. µολ]ίτουρε.---ϱ. ένερ.--µόλ]α μολ]ΐτ ρρὀΏατ) ε λ]εχούρατε.Ξ- ἡ κουτσιπίδα πατατρώγει τὰ φορέματα καὶ τὰ δέρµατα.--- ἐδτε μολ]ίτουρες- εἶναι καταφαγωμένον ἀπὸ τὴν κου- τσιπίδα. 9) ἐπὶ εὐλογίας. --- ἐδτε μολ]ίτουρε νγα λ]ία -- εἶναι κατκ- στιγµατισμ.ένος, σηµαδεµένος, καταφαγωμενος ἀπὸ τὴν εὐλογίαν. μολ]χίσ-ἔτ-ίτ (Ἠλόασ.) ϱ. ἐνερ. (ἐπὶ ἀσθενῶν) -- µολύνω. μολ]χίεµμ (Ἓλόασ.) παθ. -- µολύνομαι (ἐπὶ ἀσθενῶν]). µόμε-α (Υ) πληθ. µόματε-- ἴδ. µέμε-α (τ). µορά]ε-α (Ἠλέασ.)-- µάραθρον" καὶ [μοράτσ-ι]. µόρε-α {99 µορέ (τ) ἀρα. ἴδ. αρὲ (Υ) καὶ ορέτ (τ), µρε (Ἓλθασ.) ἀρα.-- µόρε (Υ) ἆρα. µορι (τ) θηλ.--- ἴδ. μό], µόρι (Υ) θηλ. ἴδ. μοι. µόρὺ-ι: κοιν. ξεπάγιασµα, ὅταν ξεπαγιάζουν τὰ πόδια καὶ τὰ χέρια, { ἐπιδεομὶς γίνεται ΧόΧΧΙΝη καὶ ὁ ἄνθρωπος ξύεται. µόρτ-ι [λατ. ΠΙΟΓΒ-ΠΙΟΓ{8 (µόρτος)] -- θάνατος. µόρτ-μόρτια (ραά]-Ῥοράαη), µόοτε]ε-]α (πληθ. ἄχρηστ.) καὶ µόρτε- ἵα.---ι ἄπ µόρτ (ιιᾷ]) -- τοῦ προζενῶ θάνατον, τὸν κάμνω νὰ ἄπο- θάνῃ. (1) µόρτδιμ-ι-ε-μόρτδιμε-]α -- θνητὸς-Μ.---ν]ερίου ι μόρτδϊιμ. -- ἄνθρωπος θνητός.--- ν]έρς τε µόρτδιμ.ς- ἄνθρωποι θνητοί. µόρρ-ι πληθ. µόρρατε-- ἡ ψεῖρα. µορθάσ: ϱ. ἐνερ. Ξ µορρίσ ρ.---- µορράτεμ.-- ἴδ. μορρίτεμ.. µορρέπσ-εμ.-- ἴδ, μορρίσ-μοροίτεμ.. µορθίσ-ίτ-ἴτ (Υ) καὶ μορρίτ-ίτ-ίτ (}) ο. ἐνερ. --ξεψειριάζω τι, νά δικό] περ µόρρα νάον]ὲ τιέτερε.---- καὶ μορράσ-άσ-άσ (Περμέτ.) --- µορρίτεµ.,, µορράτεμ. (Περμέτ.) -- ψειρίζοµαι δικό] περ µόρρα, Οτύπ µόορα. µορρατσάν-ου (Υ. τ) πληθ. µορρατσάκετες- ψειριάρης. µορρατσάκε-]α θηλ. πληθ. µορρατσάκετε: καὶ ἱ-περμόρρτε-ι (Σ) ε-περ- µόρρτε-α (Σ) θηλ. µός καὶ µό-- µόριον ἀπαγορευτικὸν- µή. (ἐπὶ πληθ.) -- µόσνι µόσνι ὁ τε κεχ]- μὴ ὦ κακοί. ---- νὰε μὸς ἄοθτε σ᾿ Ῥένετε κε]ὺ πούνε -- ἐὰν -- 840: -- μη ἔλθῃ δὲν γίνεται τοῦτο: ἡ: πα ἄρδε αὐ σ᾿ Ῥένετε κε]ὸ πούνε, µόσ-- 3) ψ.ήπως.---- κάμ. φρίκε µος βρίτετε νε λ]ούφτε- φοθοῦμαι μή- πως σκοτωθῇ Ἰς τὸν πόλεμον. ----- µος ίκνε: -- μήπως ἔφυγον; --μος ου βράνε: Ξ μήπως ἐφονεύθησαν. --- µος νουκ᾽ ε Ῥεν]ενε κετὲ πούνε εδέ τε τιέρε; Ξ μήπως δὲν χάμνουσι τοῦτο γαὶ ἄλλοι: ἴδ, σος. --- μος ὅ ζδτι Ξ- μ,ὴ Υένοιτο.---- µος ἡ µοξμὴ (ἀπαγόρευσις).---- µός με Ῥαμ. (Υ)- μη ποιεῖν.-- µός µε ου Ῥάμ.-- μὴ ποιεῖσθκν, --μός µε µε Ῥαμ. (γ) µός µε µου Ὀαμ..--- µός µε τε Ῥαμ.ί μός µε τ) ου ραμ.. --μός µε ι Ῥαμ.μός µε του Ῥαμ.. --- µός µε να Ῥαμ.Ξ µός µε να ου Ώαμ..---- µός µε ου Ώαμ. (]ύθε) Ἔμός µε ου οὐ Ὀαμ, (1ούθε).---- μός µε ου Ὀαμ. (ατύνε) -- µός µε ου ου Ῥαμ, (ατύνε].---- µε µος Ὀαμ. (ϱος- ἀαη)--µός µε Ῥάμ. ἐνερ. ---με µος οὐ Ὀαμ. (Ῥοράαη)--µός µε ου Ῥαμ. παθ. µόστρε-α πληθ. µόστρατε [πιοβίγο-αγο]-- δεῖγμ.κ. µόσε-α (Υ) [μότ-ι]-- ἡλικία.--- ἴδ. βέρτσε-α (τ). µοδατᾶρ-ι (Υ) πληθ. μοδατάρετε-- ὁμ.ῆλιξ, συνηλικιώτης. µοσατάρε-]α πληθ. ε-τε θηλ. καὶ µότσ-ι (Σ) [ῖὸ, µότ-ι] ἆρσ. µότσε-]α θηλ. πληθ. µότσετε.---Ίαμ. μοτσατάρ µε τή], µε ατέ- εἶμα. συνομῆλιξ μετὰ σοῦ, μετ) αὐτοῦ. ---- ἆδτε µοδατάρ µε µούε Ξ εἶνε συνομ.ῆλιξ μετ ἐμοῦ. µότ-ι πληθ. µότετεξ καιρός, χρόνος" ἴδ, χόζε-α 2) ἔτος µοτ ι λ]ικΞ κακοκαιρία. ---μοτ ι µίρε-- καλοχαιρία" κ]ε µότι πρὸ καιοοῦ.---ν]ε έρε µότι--πάλαι τε γ]άτεν ε µότιτ--είς τὸν αἰῶνα.--- ρρόφτε τε γ]άτεν᾽ ε µότιτ' (Τυραν.)-- ζήτω εἰς τὸν αἰῶνα.----σά κόχε κξ κετοῦ: μοτμότ ἕν ἔτος, ---- Χουρ:--πότε; µότιτ-- τὸ ερχόµενον ἔτος' περ µότ Ἡ µότ περµότ--περ βιέτ 3 βιέτ περ βιέτ--κατ᾽ ἔτος" νγκ µότι (τ)-ὐ- ἀπὸ ἔτος εἰς ἔτος.---με µότςμε τὴν χρονιά: µόρα Ἠετε ὄτεπί µε µότξμε βιέτ- μὲ τὴν χρονιά: ν]ε χέρε νὰε µοτ Ξγ]ε χέοε νε βιέτ-- ἅπαξ τοῦ ἔτους' περ ὄουμε µοτ περ δοῦμε βιέτ-εἰς ἔτη πολλά. µοτάκ-ου μοτοακξ-]α -- ἑνὸς ἔτους χοιν. χρονιάρικος: βίτὸ μοτάκΞ µοσχα- ράχι χρονιάρικον. µότερε-α: πληθ. µότερατε [συγκρ. Ἑλλην. μήτηρ, Λατ. Πῃ αίθυ, ΑΥΥλ. πιοίπογ] -- ἀδελφή ἵμε µότερξ, Ίοτ µότερε ε μότερα" Ξ ἡ ἀδελφή μου- σου-αὐτοῦ, Ι ι [ Ι --- δη -- µότι: (ϱοράαπ) ἐπιο.Ξπάλαι' σ᾿ κά κ]ενε µότι κεδτού' (Ῥορά απ) δὲν το πάλαι οὕτω. μοτμοτδάρ-ι ἆρα. μοτμοτδάᾶρε-]α θηλ.-- ἴδ. µοτάμ-ου-ε-]α. µοτοβίλ]ε-]α (Βεράτ.) πληθ. ε-τε--ἴδ, κ]ερθουλε-ν. µοτρεγόρε-]α: πληθ. ε-τεζςμανδραγόροας (Περμέ-.). µότσ-ι (Σ) ἆρσ. µότσε-]οα (Σ) θηλ. --ἴδ. μοδατᾶρ-ι-ρε-]α. µοτδάλ]-ι (Βεράτ.)-- μοτδάλ]ε-α (Περμέτ.), λ]ιγάτε-α (Υ) πληθ. λ]ιγά- τατε, µούσγε-κ (Περμετ.) [βλαχικὴ λέξις Ράλ]ε-α] (μερικώτερον).--- -- τόπος βαλτώδης μὲ χόρτα. ()) μότδιμ-ι καὶ ν µότδεμ-ι -- ἀρχαῖος. (ϱ) μότδιµε-]α καὶ ε µότδεμε-]α-- ἀρχαία.----γ]α]) ε µότδιμε -- ἀοχαῖον πρᾶγμα σεμούνᾷ) ε µότδιμε-- χοόνιον πάθος, ἀσθένεικ. µοχό] (Υ) ϱ. οὐδ.--ρ. ἀρνοῦμαι, ἄορ. µοχόδα, µετοχ. µοζούεµ, καὶ (ου- νηρ.) μοχούμ.. µου Ξ- μάλιστα (ροσᾷαπ) ὡς: μοὺ θόνε σε δάρρα ποτ χ]ένε ἀροῦ]ετ (οράαΠ)-- μάλιστα λέγουσιν ὅτι τὸ πριόνιον ἦτο ἐκ ξύλου. ---- μοῦ μᾶ ι: Ῥούκουρες μάλιστα ὠραιότερός µου (τ) Ξ- ἴδ. µουν (Υ) -- µόριον δεικτικόν. µούα (Υ) µούε (1) μοῦ (συνῃρ.)Ξ γεν. τῆς ἄντωνυμ. οὖνε -- ἐγώ. µούα]-ι (τ) πληθ. µούα]τες- μήν-ός (σπανίως λέγεται μούσ]-μό]ι) καὶ μούε]-ι (Υ) πληθ. μούε]τε (συνῃηρ.) μιοῦ]-ι πληθ. μου]τε.---περμοῦα] καὶ μοῦα] περμουα] κατὰ μῆνα περ τὸ 4ό μοῦσ] - καθ) ἔκοστον μήνα" νε μούα] τε γούδτιτξ τὸν μῆνα Αὔγουστον. (.-ε) µούα]διμ (τ)-- ἑνὸς μηνός' ἀ]άλ]᾽ ι μούα]όμ., φόδν]ε ε μούκ]όμε -- βρέφος ἑνὺς µηνός. µούγετε (τ) ἐπιρ. -- ζοφερῶς, γνοφερῶς. ια] (ι-ε-τε) µούγειε (τ) ἐπιρ.-- ζοφερός-ἄ-όν.---ουνγρίτ κ]ε μΏε τε µούγετε (τ)-- ἠγέοθη ἐπὶ ὄρθρου (βαθέος).Ξ- (κουρ ζξ σΏάρδε ἀίτακ, πο ἐδτε εδὲ έρρετε ε νούκε δεζ ἀότ µίρε νἹερίου), εἰς τὸ σκοτάδι ποὶν ξημε- ρώση ἀκόμιη , µούγετε (τ. Ἰαθ.)-- τριτοπρόσωπον ϱ.Ξ σκοτεινιάζει.---τανὶ ουμούγ α ιν ἐρο, ουνγρύσ. }) ἄντων. (Αργυο.)--τανίἰ ου μούε (Υ) --ἴδ. µούκ (τ µούε]-ι (Υ) Ξ ἴδ. µούα]-ι (τ). -- 20ἱ --- µουζάτ-ι πληθ. μουζέτετε -- ταῦρος" Ὑαου ν πα τρέδουρε’ ἴὰ, εμ.-ι. μούζγετε-- πληθ. (Καθ.) -ἴδ. µούνᾷσε-τε (Βεράτ.) ἄπ μούζγετε-- ἄπ μούνασετε' (Βεράτ.)-- μουντζόνω. μοῦ] (Σ) -- ἵδ, μοῦνᾶεμ. (Υ), μούντ (τ) - δύνκµαι. --- ἀόρ. μού]τα, μτχ. μού]τουνε. μµούκ-γου: τς ἳ 9 µουλᾶρ-ι πληθ. µουλάρε-τε Ξ- θηµωνιά κοιν. θεµωνιά µούλεζε-α: πληθ. µούλεζατε: κοιν. ἡ μοῦλα.. µούλξε-τε: (Ἐλέασ.) ἵδ. μούνᾶσετε (Βεράτ.). µουλέν]έ-α (Υ) πληθ. μουλέν]ατε-- κίχλη, κοιν’ τοίχλα" μελεν]ε-α (τ), μελίν]ε-α (Περμέτ.), ]όφχε-α (Περμέτ.) πληθ. κ]όφκατε--κόσ- συφος' μουλέν] ε Ράρδε (ϱ) Ξ κίχλα" μουλέν] ε ζεζε--κάσσυφος, κοιν. κότσυφας. μουλῖ-νι (Υ) μουλῖ-ρι (τ) πληθ. μουλίν]τε [ἕλλην. µύλη, Λατ. πιο]α [πιο]αγίβ]-- µύλος, --- μουλῖ ἀρίθι (Υ) μύλος, ---μουλι-βό]ι (/) --ἴδ. μένγερε-α (Βεράτ.) -- ἐλαιοτριθεῖον. μουλῖσ-ι (Υ) Ξ- μυλωνᾶς, µουλ[ίε-α (Καθ. -- ἴδ, μολ]ίτε-α (Καβ.). καὶ μουλ]ίτσε-α (Βεράτ.) πληθ. μουλ]ίτσατε - ἴδ. μολ]ίτσε-α. μουλ]κό] καὶ µελ]κό] (Υ) ϱ.--ἐπαρκῷ, καταφθόάνω τι’ κάκ]ετε λ]ῦνεσ)ε μουλ]κόν κετε γ]έλε--τόσον ῥούτυρον δὲν ἐπαρκεῖ διὰ τοῦτο τὸ φαγητόν, ο μ κάν σαν ε. Δ ᾱ μι κ πἳ Ἡ . ἡ.- η ιν Ἆ ουν (Υ. τ͵) μου (τ) -- µόοιον θεικτικὀν, σημ,αῖνον το κχαθσαυτο µέρος Ἡ -.. ἕο, πρᾶγμα, την ποαγματικὴν θέσιν.---Βά]τα μουν νε ὄτεπὶ τ᾿ ατ ὑπῆγον ἴσια, ἴσια εἰς τὴν οἰκίχν αὐτοῦ, εἰς τὴν ἰδίαν οἰκίαν αὐτοῦ.-- ο ξ ι{ .. ΓΕ ψ ' Ξ / 1 υσέθ: μ Χουο ε βράνε ουνᾷόθδε µουν ατύ -- ὅτε τὸν ἐφόνευσαν παρευρεθην ἴσιοα ἴσικ αὐτοῦ.---έρδα µου νας στεπὶ (Υ)--άρθδε µου νὰε στεπ! (τ)--μουν / ὃ / γ / μ - μμ κε Υάρθι (γ)-- μού τε γάρδι (τ) µου-κού; (τ)-- ἕως ποῦ ; μου ατ]ε -- ἕως ἐκεῖ' ὄκπά κοινῶς. µου»γαρ-ι (1) πληθ. μουνγαρε-τες- μοναχὸς (καλόγηρος): καὶ κελόγ]εν-ν (/) κελόγ]ερ-ι (τ).----τὸ θηλ. µουνγέσε-α (Ἠ) πληθ. μουνγέδατε --ιμονακχὴ (καλογρῃα) καὶ κελογ]ενέ- ὄξ-α (Υ) κελογ]ερέδε-α (τ) πληθ.---α-τε. 5 ; 4 ν υ , 3 { υπ η ἂν ιδ. .- κο αν μουνγό] (Ώερατ.) [μούγετε] ϱ. ἀμεταάθ. “νγριχεμ. ζερετε (Υ)' καὶ µεν- ' Υο] (τ)ΞΞνγρίχεµ. µε νάτε. "η .- - οι, Ξππιβοκορνμωι, ο - ---υ--- -- -- 250 --- μούνᾶ (Υ. Ὀπά])---ρ. ἐν, νικῶ τινα.---μούντ (τ), μου] (5): ε µούνᾶα ἄνεμίκουνε (Υ)Ξ- ε µούνᾶα αρεµίκουνε (τ)-- ἐνίκησα τὸν ἐχθρόν: ἀόο. ιν ι " Ἡ ι, ἳ [, πε ψούνάα µετοχ. μούνᾷε καὶ μούνάουνε (γ), µούνάουρε (τ).---ἀόρ. μοῦ]τα (Σ) µετοχ. µούῄτουνε.---μοῦνᾶεμ. (Υ. τ.) παθ. ουμούνᾶα-- ἐνικήθην, μούνᾶε-α (Ῥια41-Ῥορβα) καὶ μούναε]ε-]α πληθ. µούνᾷε]ετε-- κόπος, μόχθος. η | ὁ ᾱ- γι ἶ Ἂ -- ΩἹ ή µούνάεμ (1) ο. Ξ δύναµαι εἰμπορῷ κοιν, µουντ (τ) μου] (5) μούναεμ. µε Ῥαμ. κετε (Υ)--μούντ τε Ῥεν] κετε (τ)-- μου] µε Ὦάᾶ χετέ (Σ) -- δύ- ναµ.αι νὰ κάµω τοῦτο.---ἄντιθ. σ᾿ μούνᾶεμ., σ᾿ µουντ σ᾿ μού]. μουνάίµ-ι πληθ. μουνάϊμετε-ς- κοινῶς παιδεµός, µουνάό] ϱρ. ἐνερ.Ξτιμωρῶ, παιδεύω.---μουνἱόνεμ.-όχεμ.-- τιμωροῦμαι, παιδέύοµαι' 3) προσπαθῶ ἵδ, περπίκ]εμ.-- προσπαθῶ. μούνε (ἡ Μέση ᾽Αλθανίο) (0441) δυνητικὴ ἔγκλισις-- µουντ-τε.---Δυνητ. ἐνεστώς,--µουνε κερκό], μούνε κερκό]δ, µουνε Ὑεοχό]ε' µουνε κερκό]- με, μούνε περκόνι, μούντ κερκό]ενε-- µουντ τε χερκόν] (τοσχ.) µουντ τε κερκόν]ὃ, µουντ τε κερκόν]ε' µουντ τε κερκό]με, μούντ τε κξοκόνε, µουντ τε κερκό]ενες- δύναμαι ζητεῖν, δύνασαι ζητεῖν, δύναται ζη- τεῖν. κ.τ.λ. µούνε θόμι (Ρι141) -- δυνάµεθκ εἰπεῖν --μουντ τε θόμι (τ) µουνε κερχόχεμ.-- µουντ τε κξοκόνεμ,-- δυνατὸν νὰ ζητηθῶ. μούνᾶεν] (ιά ἳ)-- µουντ, δύναµκαι, ἐμπορῶ. µούνβσε-α ἳ { Ἡ {μούντσαις). µούνάσετε πληθ. (Βεγάτ.) κοινῶς μµούντζωμα" καὶ μούλζετε (Ἐλθασ.) ἅπ μουνᾷσετε--μουντζόνω τινά" μούζγετε (Καθ.) -- άπ μούλζετε καὶ ἅπ μούζγετες-μουντζόνω. μοῦρ-ι: πληθ. µούρετε [Λατ. ΠΙΙΙΓΙΙ8] -- τοῖχος, τεῖχος. µούνᾶερε-α (5) πληθ. µούνᾷερατε--πᾶν ὅ,τι ἀπομνήσχει ὑποκότω τοῦ μοδα Π μ ' ἐλαίου, μέλιτος, βουτύρου καὶ τῶν τοιούτων' Χοιν, τὸ χαταπήάτι, 3 / τα ἀπομεινάδια κ.τ.λ. µούργξ-α (Υ) (πληθ. ἄχρηστος) ι θόν᾽ ατῖ λούμιτ βό]ντ κε µΏετ νε φούντ τε χ]ύπιτ.----ἴδ. ζούτσε-ο.. µούρκ-γου ἆρσ. κοιν. Ξ μοῦργος πληθ, μούρκ]τε' θηλ. µούργε-α (Υ) πληθ. μούργατε:--- μούργου ι ζτ! μούργ’ ε ζέζει μουργ]ίν-ι ἆρσ.--- μουργ]ίνε-]α θηλ. ἴδ. μουρράδ-ι μουρράδε-]α. -- 205 ---- ΡΜ / .. ἴ µουρίστε-α (Βεράτ.) πληθ. μουοίότατε -- ἴδ. γερµάδε-α, Ἱ .ν η] | . αν ο) ας εν ᾗ μουρμονρό»)-ό} [ Ἑλλην. μορμνρω, μορμυρίζω] ο. οὐδ. γογγύζω, φι- θυρίζω, | μουρμουρίµε-ι πληθ. μουρµουριµετε-- γογγυσµός. µουρτά]ε-α πλ". μουρτά]ατε-- κοιν. ἡ πανοῦχλα. - ης νὰ . α] ο ν ... πο μουρρᾶ-νι (Υ) μουρρξ-οι (τ) -- βόρειος ἄνεμος (πληθ. ἄχρηστος). 1ὶ ζώων) ΞΞμελανωπός. τὸ θηλ. . . Ε µ η Ἰ . μουρράδα.Ία πληθ. µουοράδετε' κοιν. μαυροδερὺς- ή. καὶ μουργ]ίν-ι (Βεράτ.), μουργ]ίνε-]«, µούρρο-ουα καὶ µούρο-]α (Αργυρ. τ). ῥ ι ᾿ κ ι, ᾿ ή (ι) µούρρεμ-ι (Βεράτ.) ἆρσ. πληθ. τε μουρρεµιτε ε-μούρρεμε-]α (Βεράτ.) θηλ. πληθ. τε μιούρρεμετε. --- κ]ὲν μούρρο 3 χκ]εν μουροᾶῦ -- σκύλο µαυροδερός. β .. α µουρθάσ-ι πληθ. µουρράδετε (ἐ ., αι Ἡ μουρρέλ]ε-α πληθ. μουρρέλ]ατε καὶ μουορ]έλ]ε-α.---- ν]ε φάρε µίζε κἷε γγετ κούα]τε ε γοµάοετρ. (ντε) µούρρεμ-ι-ε-]α (Βεράτ.) --ἴδ, µουρράδ-ι-ε-]α.. μουρρετέν) (Περμέτ.) [ῖδ. μούρρο-ουα] ο, ένερ. -- κάµνω μελανωπόν, σκοτεινιάζω. --- καὶ μουρρετόν]. ---- ου μουρρετύε κόζα 3 ου µουρε- τούα χκόχα -- ἐσκοτείνιασεν ὁ καιρός. µουρρετόνεμ, μουρρετένεμ, (Περμέτ.) --γίνοµαι µελανωπός, σκοτεινιάζω, μµουρρίσ-ζι Ξ- τρίθολος πληθ. µουρρίζατε καὶ μούρου -ουα (Αργυρ.) καὶ µούρο-]α (Υ. τ) ἵδ. μουρράδ-ε, μουσάνᾶρε-α πληθ. μουσάνάρατε -- ἑρμάριον ὅπου θέτουσι τὰ στρώ- µατα καὶ παπλώματα. [Βουλγαρ. µουσάναρε -- (Τουρκ.) ἀνδεκλέκ' ἀλλὰ δὲν εἶνε Βουλγ. λέδις] μουσάναρ᾽ ε ἀυδέκεθετ (5). μιούσγε-α (Περμετ.) -- ἴδ, µοτόοάλ]-ι-- λειβάδειον, µουστάκ]ετε (Σ) πληθ. (μουδτάκ]ε-]α ἑνικ ἄχρηστος) καὶ μουθτέκ]ετε (ένικ. μουδτέχ]ε-]α ἄχρηστος) [ Ἑλλην. μύσταξ] κοινῶς τὰ μου- στάκια. μουδέρε-]α (Έυραν.}) πληθ. μουδερετε.---- μούδερε ἀῑάθι (Τὅραν.) Ξ-ν]ε στόπε ἀῑιᾶθι, µουσίσε-α: πληθ. α-τε-- μικρὰ ἔντομα εὑρισκόμενα εἰς τὰ ταίπουρα τῶν σταφυλιῶν γαὶ εἰς τὸ πρασί, µούδκ-ου (ἀραο.) µουλάριον, πληθ. μουύδκατε. μούδκε-α (θηλ.) µουλάριον πληθ, μούδῦκατε. σε µουδκά]ε-α (Σ) πληθ. µουδκά]ατε [Λατ. πιιβζα]-- μουδκόν]ε-α (Περ μέτ.) πληθ. μουδκόν]ατες- κώνωφ-πος. κοινῶς κουνοῦπι.---- ἴδ, ζάρ- ρε]ε-]ο.. μουδκε]-α (Υ. 5) πληθ. μουσκενῖτε, μουδκουνῖ-α, πληθ. μουδκουνῖτε, μουδκεοῖ-α (τ) πληθ. μουδκερίτε Ξ μελ]τοῖ-α πληθ. μελ]ταῖτε. ---- μουῦκενῖ ε Ὠάρδε Ξ μουῦκερὶ ε Ράρδε Ξ- ὁ πνεύµων, κοιν. τὸ πλε- µόνι, ---μουδκενῖ ε ζέζε -- μουδκερί ε ζεζε -- τὸ παρ Χοιν. συκῶτι. µουδκόρε-]α πληθ. µουδκόρετε -- μουδκούρ-όρι (Ἐλέασ.) -- κοτόρρε πα πιέλε Ξ- κοτόρρ ι ῥόγελ]ε Ξ βουθαλάκι. µουσκόν]ε-α (Περμέτ.) πληθ. μουδκόν]κτε ἴδ, μουδκά]ε-α (Σ). μουδκ]έρρε-α θηλ. (καὶ ἀρσ. ἀέμ-ι) πληθ. μουκ]έρρατε | Υραικ. μοσχά- ριον], καὶ μουδτ]έρρε-α πληθ. μουδτ]έρρατες δάµιαλις, (ἀγελὰς ἥτις δὲν ἐγέννησεν ἀκόμη 1 [ο ἔτους ἴδ, ἀέμ.-ι. µούδμουλε-α πληθ. α-τες- Ἑλλην. µεσπιλα κοιν. µούσμουλα (ἡ αὐτήὴ λέξις καὶ Τουρκιστὶ) καὶ µούζουλε-α (5), μόλε-μούτόε-]α (τ) πληθ. ε-τε. μούδτ-ι : (πληθ. ἄχρηστος) [{ Λατ. ΠΙΙΘΙΙΠΙ ] -- γλεῦκος' κοιν. μοῦστος. µουδτ]έρρε-α πληθ. α-τε ἴδ. μουδκ]έρρε-α -- δάµαλις, μούτ-ι: γεν. μούτιτ, αἴτ. μούτινε καὶ μούτνε καὶ μούνε, πληθ. μούτ- νατε (Υ), µούτρατε (τ) -- τὸ σκατὺν (τοῦ ἀνθρώπου). μουτῖ-νι (Υ) πληθ. μουτίν]-τε -- ν]ε φάρε τίνε τε νγούδτε ε τε γ]άτε κ]ε ρράχενε κ]ουμεῦτινε ε εΏεν]ενε γ]αλ]πε. μουχαβῖτεμ (Ἓλθας,) Ξ ἴδ. ἄχεμ. µπάρι (01) ἐπιρ. -- ἴδ. πάρι (ρα4ἱ- Ῥοσάαπ) ἐπίρ. -- πρότερον. µπάστερε (0141) -- ἴδ. πάστερε’ ἐπίρ. (ι-ε-τε) µπάστερε (Ὀιά]) -- ἴδ, ι-ε-τε πάστερα. µπαστερόν]-όνεμ -- ἴδ. παστερόν]-όνεμ.. µπεκάτ-ι (Σ.Υ.) πληθ. µπεκάτετε -[ὃδὃ. πεκάτ.ι καὶ µεκάτ-ι (Σ.Υ. Ῥορβάαπ) πληθ. μεκάτετε , φαλ]-ι, φχ]-ι ὡς Ὦᾶ] μεκάτ - ἁμιαρτάνω. --- κά χ9ὶ νε μεκάτ. µπεκάτεσ-ι (Σ) πληθ. µπεκάτέσιτε -- ἁμαρτωλός, καὶ µπεκατνοὺερ- όρι, μπεκατνοῦρ-όρι (συνῃρ.) ἆρα. πληθ. ὀρετΒ. µπεκατνόρε-]α θηλ. -- ἁμαρτωλή" πληθ. μπεκατνόρετε, ἴδ, πεκατνούερ- όρι, πεκατνόρε-]α (Σ), φαλ]τού«ρ-όρι (Τδαμ..), φα]τούαρ-όρι (3), - 0 --- φα]τνούερ-όρι (Υ) φα]τουρ-όρι (συνηρ.) φαλ]τόρε]κ (Τδαμ.), φα]- τόρε-]α (τ.γ.). μπιέκ.: (0181) ἴδ. πιέκ -- ἑνόνω, σμίγω. απῖκ]εµ. (Ρα!) -- ἴδ, πικεμ. μπλ]άκ-εμ.-- ἰὸ, πλ]άκ-εμ.. µπλ]άτε-α, μλ]άτε-α, μλ]άτε-α (θοράαπ) [πλάττω] [λ]ατό] (0ος- ἀαη)] -- προσφορὰ {ἄρτος διὰ τὴν θείαν λειτουργίαν) ἴδ, µέδε-α. μπλ]ατούαρ-όρι (τ) καὶ μπλ]ατοδερ-όρι (Υ) μπλ]ατοῦρ-όρι [πλάττω] -- σφραγὶς ξυλίνη με τὴν ὁποίαν σφραγίζουσι τὰς προσφοράς" καὶ μυλ]α- τοῦρ-όρι, μΏλ]άτεσ-ι (Καθ. Βεράτ.) πληθ μηΏλ]άτεσιτε λ]ατοῦερ-όρι (Υ. λ]ατό]) καὶ συνηρ. λ]ατοῦρ-όρι (Υ). µσιόσε (ιά) 113 (1. Κατηχ. σελ. 19, 96. 106). µπράπε (Ῥιιά1)--ἶἴδ, πράπε έπιο. (ι-ε)μποακπτουνε (Ῥιιά1) ἴδ, (ι-ε) πράπ- ὅτουνε (ριαἱ). απρέχ (Ὀιιᾶ1) ἴὸδ, πρεχ ϱ. µπρίχεμ. -- ἴδ. πρίχεμ.. μσισέ (Ὀι1ᾷ1) --πσέ, περσέ-- διατἰ. μπσίμ-ι --ἴδ. πσίµ-ι μεσίμ-ι. μσισό] (0ς1) ο. - διδάσκω τινά. µπισόν] -- ἴδ. πσόν], μεσόν]-ό]. ματσόνεμ -- ἴδ. πσόνεμ,, µεσό χεμ. µωτσέσε-α (τ) 1δ, πδέσε-α (5) καὶ µεσέσε-α (Υ. µσπσεφ (Οπιά!) --ἴδ. φδε (τ], µπδεχ -- πδεχ: (οῆμα) -- µεδεζ (5) -- με- τδεφ (Γ) --τδέφ (1) µπσεχεσίρε-α (τ) -- ἴδ. πθεχεσῳξ-α (τ), µεδεγεσίνε-α (Σ) πληθ. α-τε' μετσεφεσίνε-α (Υ)ι---(ι-ε) μπδέχετε (τ)Ξ πὄεχετε (τ]-- Ἔμετδέφετε (Υ). απσέχουρα (τ)-- ἴδ. πσέχουρα (τ). μαπσέχούραζι -- μπδέχουραζι,--μεδέχετε (Σ) (Σ) μετοέφετε (Υ). μαισερετίν] (Βεράτ-Περμέτ) ἵδ. πδερετίν] (Βεράτ- Περμέτ.) --ἀναστενάζω. ασσι} (τ)-ἴχεμ., μεδι] ἴχεμ (τ). µπσι-εμ, µεδικ-εμ. (Υ) 9, πΌικ-εμ ϱ. ἐνερ.Ξ κάµνω τι νὰ ἐκθάλῃ µεσεχετε (Σ) φούσχαις κτυπῶν με τὸ ραθδί-«φουσκαλίζω τι, : μ.μ .. . .. μα Ημ ..ς µπσοίκε-α (τ), µεδίκε-α (Υ) Ξἴδ, πδίκε-α (5), µεδίχε-α (Υ) Ξ-ἴδ, πόι- Χξ-α, µεδίκε-α. -- 956 -- µπδίκεζε-α (τ)--ἴδ. πδίκεζε-α (9), ψεδίκεζε-α (1) µπδίκεζα μενὰάφδι (τ) --πδίκεζα« μενὰάφδι (τ) ζΞ μεδίκεζα μενᾶαφδι (1) Ξβομθάκιον κου- κούλιον (τοῦ μετκξοσκώληκος). μπσῖφεμ (Ώιιά]) -- ἴδ. πδίφεµ., μπδίχεμ.--ἴδ. πσίχεμ' µετδίφεμ. (γ), τσῖ- φεμ. (Υ). μπδόν] [τ. Περμέτ.), μεσόν] (Ῥοσάαν γ.) - ἴδ. πδόν]-ό] [ρ6βαγο] ϱ. ἐνερ. βαρύνω τινά, ἐπιφέρω βάρος τινί----τερεζία µπδου μΏε τε ἀιάθετε-- ἡ ζυγαριὰ βαρύνει πρὸς το δεξιά: αἱό φιάλ]ε ι μποόϊ-- αὐτὸς ὁ λόγος τοῦ ἦλθε βαρύς µεδό-]ι μέρες ρράσ]ου μίρε’ µος ι μεδό γι αχ]ι φόρτ, σε πο πελ]τσέτ µε-τε-ι µεδόχετε (/)-- με-σε-τὸν ῥα- ρυφαίνεταιΞ-με-σε-τὸν κακοφαίνεται. ---- ι ουμεδούε (Υ) -- τοῦ βαρυ- φάνηκε -- σοῦ κακοφάνηκε. μπτέσ-έτ-έτ (Ῥιιά1)-- πδτέσ-έτ-ετ -- στηρίζω. µπδτέτεμ-- πδτέτεμ., µεδτέσ-έτ-έτ (Υ) µεστέτεμ. (Υ). μπὂτίελ ἴδ. πὂτίελ ϱ. ἐνερ. -τυλίσσω, κοινῶς τυλίγω.----μπΟτῖλ (συνηρ.) μεστῖελ (Υ) μεδτιλ (Υ. συνῃρ.) μπότῖλεμ--ἴδ. πδτῖλεμ, παθ. μεστῖλεμ. (Υ). μπὂτυ]-ύχεμ (5) --ἴδ. πὄτυ]-ύχεμ (τ), μεδτο]-υχεμ. (Υ. Σ.)-- πτύω-ομαι. μπδτύμ-ύμεμ-- ἴδ. πδτύμ.-εμ., µεδτύμ-εμ. (Υ). μπδτύμε-α (τ) µεδτύμε-α (Υ)--ἴδ. πδτύμε-α (τ. Καθ. Σκος.) µράσ-ζι (/) Ξ- ὑπερθολικὸν κρῦος, ὅ ηρὸν κρῦος” µρέζε-α (τετράγλωσσον) Ξδίκτνον ἴδ. ρριέτε-α. µριµάγε-α (Ῥοράαπ)-Ξἴδ. µιρμάνγε-α. μσέ (αά!) --ἴδ. µπσέ (ρι41). µσόν] (ιά!) -Ξἴδ., μπσόν] - διδάσκω. μου] Ἠ μσῦν] (Ῥοράαη) ο. ἐν.-- ἐποφθαλμιῶξι βε σῦνε μσὺυνι ατά (θοράαη)ξ αἀοσσβμῖο α1θΙ]Ο, ιν βοῦνι σύνε ατῖ, µτερόχεµ (1. Μάλ]εσία), μνάερόζεμ. (Σ)Ξ ἴδ, τµερόχεµ.-- ἐξίσταμιαι. μυκ-ον [Λατ. πιαοιβ] (πληθ. λείπει) -- εὐρώς, μοῦχλα, εὐρωτίασις. µύκεμ- εὐρωτιῶ, κοινῶς μουχλιάζω. --- (ι-ε-τε) μύκετε-- εὐρώεις-εσσα- εν, χοιν μουχλιασμένος μύκετε : ἐπιρ. μύκε-α (Βεράτ.)--ἴδ. κ]ύρε-ά (/), μύκλ]ε-α (Περμέτ.) καὶ μύχ]ε]ε-]α (Περμέτ.). μυλ]μέσε-α (Ἔυραν")-- το ἀπαιτούμενον λάδι 3Ἀ βούτυρον διὰ φαγητόν' -- 2ὔ0τ --- γ]έλε µε μυλ]μεσε Ξ φαγητὺν λοαδερὸν Ἄ µε βούτυρον’ γ]έλεπα μυλ]- µέσε-- φαγητὸν ἄνευ βουτύρου Ὦ ἐλαίου. μυλ]μό] (Έυραν.) ρ. ἐνερ.Ξ-ι ὅτίε Υ]έλεσε τε λ]ονε, α βό]. μυάσύρε-α {88 μυνᾷσύρε-α ΕΡ8Ρ {μουντζούρα). μισό] 958 ἴδ. ουρρέ] «ἀηδιάζωλ. Ν νά (τ) ἵὸδ, νγα. νά» ὄντων. α’. προσώπου Ξ ἡμεῖς (15, Γραμματικὴν Ἀριστοφορίδου). νά: µόριον Ξ λαθὲ (κυρίως ὅμως ἐννοεῖται ἰδού).--- να πεσ κ]ϊντ γρόδ -- λάθε 600 γρόσια (-- ἰδοὺ 600 γρόσια). νά (1) --νάδοκα (5), νάδουκα (Άργυρ.)--ἴδ. ν]ξ, ν]οῦ (Υ). ναβῤλι-α Ξ-χοιν, τὸ λαμνί. πληθ. ναθλιτε' ἴδ. γυπ ι πιστόλ]εσε (Σ). γάάιε-νάάια (Σ) -ἴδ. νάτιε, νάτια (Σ). )ακάρ-ι (τ) Ξ (ζΠλος) κυρίως φθόνος: ἆ]δλι σ᾿ κά νακάρ νε τε μίρετ. νάλ]τ (Υ) λ]άρτ (τ) ἐπιρ. -- ὑψηλά. [Λατ. αἰ1ς]. (ε-ε-τε) νάλ[τε-ι-α-τε (Υ), λ]άρτε-ι-α-τε (τ)-- ὑψηλὸς- ἡ-όν.----τενάλ]τετε (0), τε λ]άρτετε (5) οὐδ, -- τὸ ύψος.--- τε νάλ]τετ ε χ]ίελιτ, τε λ]άρ- τετ ε κ]έλιτ--τὺ ὕψος τοῦ οὐρανοῦ. ναλ]τεσίνε-α (Υ), λ]αρτεσίρε-α (τ) πληθ. α-τες- ὕψος. »αλ]τό) (Υ), ναλ]τόν] (Ῥιιά1) λ]οαρτόν] (τ) καὶ νακλ]τσό] (Ῥια1) -- ὑψόνω. Ῥᾶν] τε νάλ]τε, νγρξ ναλ]τ. αλ]τόχεμ (Υ) καὶ ναλτόνεμ, (Ῥιις1), ναλτσόνεμ, (ια!) λ]αρτόνεμ, (τ) Ξὑψόνομικι, ναλτίμ-ι, λ]αρτίμ-ι πληθ. ναλ]τίμετε, λ]αρτίμετε - ὕψωσις. "αμ (Ύ), νεμ. (Υ. Ῥοράαπ) νεμ. (τ)Ξ καταρῶμαι τινά, ἀντιθ. ουρόν]. ἄόρ. νέµα-ε-ι (Υ) νεµα-ε-ι (τ) µτχ. νέμε καὶ νέµουνε (Υ) νέµε καὶ νέµουρε (τ). άμε-α (γ. Ῥοράατ), γέµε-α πληθ. νεµετεξ ἡ ἆρά, ἡ µεσις, θέα τῆς ἐκδικήσεως] ἄντιθ. ουρίµ-ι, ουράτε-α.. α... κατάρα, [Νέ- νάµεδε-α: ὑποχορ.--- ι-δᾶ νάµεζετε-- τὺν ἐμούντζωσε (οιν,) ἵδ, μούν- ΛΕΞΙΚΟΝ ΑΛΒΑΝΟΕΛΛΗΝΙΚΟΝ 1τ --- 208 ---- νέµα (τ). ---τε ζάντε νάμα (Υ), τε ζέντε νέµα (τ)--νὰ σὲ πιάσῃ ἡ κατάρα, ναμενά (τ) ἐπίλ. -- τοιουτοτρόπως, οὕτω πως. νανάτὃ-ι (Βεράτ.) -- ἰσχυρογνώμων, κακοανατεθραμµένος, νάν(δε (Υ)ΞΞνέντε (τ)Ξ ἐννέα. νάναξ-α, (Υ), νέντε-α (τ)-- τὸ ἐννέα. ραν(ε-διέτε (γ), ναναε διτε (Υ. συνηρ.) νέντε διέτε (τ) -- ἐνενήκοντα. νδν(]ε-διέτεσ-ι (Υ) νάνᾶε-διτεσ-ι (συνῃρ.), νέντε-διέτεσ-ι (τ) -- ἐνενην- τάριον. νὰν(ζε-μῦε-διέτε (Υ) νανᾶε µΏε δῖτε (συνηρ.) -- νέντε Ρε διέτε (τ) - δέκα ἐννέα. νἈνζεσ-ι () -- νέντεσ-ι (τ)-- τὸ ἐννεάριον. νανᾶεὸ (Υ)-- νέντεδ (τ) ἐπιρ. -- ἐννεαχῶς. (ι-ε) νάνττε-ι-α (Υ) Ξ νένττβ-ι-α (τ)-- ἀριθμ. τακτ.-- ἔνατος-η. νάνι (Ὕδρα- πέτσαι) ἐπίρ. -ἴδ. ταχί, ταδί. νάπ: (Υ)--ἴδ. ϱ. ἀπ. νάπε-α πληθ. νάπατε, Ὀουρουλούχ-ου (Βεράτ.), ἀεγερμῖ-α (5) πληθ. ἀεγερμίτε-- καλύπτρα, κοιν. φακιόλι, 2} τὸ τουλουπάνι. ναπράν-ι ἆρσ. βάναυσος; ἰδιώτης. πα κουπετούεδιµ. πληθ. ναπρά- νετε ἆρσ. ναπράνετε θηλ. γάτε-α πληθ. νέτ [Ἑλλην. νὺξ-κτός, Λατ. ΠΟΣΧ-Ο018) κοιν. ἡ νύκτα. ---νάτεν ε µίρες- καλὴ νύκτα. -- ἀπόκρισις: τε µίρε βάφὸ Ἠ τε µίρε ε Ὠέφδ.--- ν[ῖ νάτε (Σ) καὶ ν]τ νάτιε (Σ) Ξ μίαν νύκτα, νύκτα τινᾶ,---νγα νάτε (τ)-- περ νάτε (Υ)Γ καθ’ ἑκάστην νύκτα.--- νάτενε ἐπίρ.Ξ τὴν νύχκτα.--- ἄντιθ. ἀίτενε -- τὴν ἡμέραν. νάτιε-νάτια καὶ νάᾶιε-νάᾶια (5) νάτε-κ (7) -- µμενγ]έσ-ι νάτικ µίρε νάαιακ µίρε (Σ)Ξμίρε µενγ]έο.---νᾶε νάτ]ετ (Ῥοράαπ)--νάε µεν- γ]έσ (τ)-τὸ πρωΐ. ἀντιθ. µΏράμε]ε (Ῥοράαη) -- τὸ βράδυ.--- ου νγρίτα κ]ε µε νάτεζου νγρίτα χέρετ.---ν]ε νάτεζε (Τ) ἐπιρ.Ξ προ- ψές-Ξνάτενε κε ὄκόϊ καὶ ν]ε νάτεζα] (τ).--- υ]ῖ νάτε (Υ) ν]ι νάτεζε (ή) ἐπιρ. -- νύκτα τινά, τὴν παρελθοῦσαν νύκτα Ἡ πρό τινων νυ- κτῶν. --- υϊ νάτε [ζ-ν]ινάτε νάτε] -- ἐν μιᾷ τῶν νυκτῶν, νι νότε πρέ] νέτὸ (Υ). νβίερ (οἱ) -ἴδ, βίερ ϱ.--- νδίρεµ. (ρα!) -- ἴδ, ο. βίρεμ., - 209 ---- νγά (τ), νγαζά (τ) νά (τ) -- ἴδ. κά, κάχ, κα]ά. νγαδεν]έν] - έν - έν (αἱ) µτχ. νγκδενύεµ. (041). καὶ νγαδενύε] (ρος- ἄατ) --- νγ«δεν]ύεν-εν. μτχ. νγαδενύεμ. Ξ κυριεύω τινά, χατακτῶ, [Τουοκ. ζαπτό]] ἀοπιίπαγα. νγαδενέχεµ. παθ. τοῦ προηγ. γγαδεν]ύεσ-ι (Ῥοσά απ) πληθ, νγαδεν]ύεσιτε Ξ κατακτητής. γγαζελίµ.ι Ἠ νγαξουλίμ-ι πληθ. με-τέ ἰὃ, γαζεμέντ-αι (Σ) γεζίμ-ι, γα- ζελίµ-ι (})--χαρα, ἀγαλλίασις, »γαξελόν], νγαζουλό] (ἛἘλθασ.) ϱρ. ἐνεργ. - γεζό], γεζόν] -- ἀγάλλω τινά, 1. γαζελό] (Υ) γαζελόχεμ (Ἠλόας,) Ἠ νγαζουλόζεµ Ξ ἀγάλλομαι ἴδ, γαζελόζεµ. (7), Υεζόζεμ., γεζόνεμ. (τ). γάδεµ: ϱ. οὖδ. Ξ πιάνοµαι (ἀπὸ τὸ ψῦχος), γίνομαι ὀκνός, δὲν δύνα- μαι νὰ ἐργασθῶ. ἀντιθ. ὄκάθεμ.. (ι-ε-τε) »άδετε: ἐπίθ.-- πικσµένος (ἀπὸ τὸ ψῦχος) ὀκνός, μὴ δυνάµε- νος νὰ ἐργασθῇ. γγάδετε ἐπίρ. ἄντιθ. ὄκάθετε - ὀκνῶς ἐπίο. )αλκόχεμ.: βατεύοµαι (ἐπὶ συνουσικσμοῦ τῶν ἴἵππων) πέλ]ατε νγαλ- κόχενε-- αἱ φοράδες βατεύονται. γαλμό] (Υ) νγαλμόζεμ. (Υ) παθ. ἀντιθ. δκαλμό] - ὄκαλμόχεμ.- πειράζω. νγαλόν] (Βεράτ.) [ν-γόλ]β-αξ στόμα] ϱ. οὖδ.-- γεύοµαι, θέτω τι εἰς τὸ στόµα.---ἴδ. νγ]ερόνεμ. (τ) νγ]ενόν] (Υεγ). νγαλ]εμό] (Υ) -- πειάζω, ἐρεθίζω, προκαλῶν' µος µε νγαλεμόξ μὴ μὲ προχαλῆς, νγάλ]εμ (Υ) νγαλόχεμ. (Υ) νγαλόσεµ. (Υ)5Ξο. οὐδ. σ᾿ μούντ τε Ετσεν], με ]άνε ζένε κέμΏετε ἀντίθ. δκάλ]εμ.. δΊτε ουνγαλ]όσνε--κουρ τδα- λ]ό]ενε δῖτε πρὲ] κἀμΏεδ ου δάμΏινε κάμΏετε πρὲ] λ]αγεσίνεσε. (ι-ε-τε) »γάλ[ετες- βραδυχίνητος, αὐ κε σ᾿ ἐτσεν ἀότ, κ]ε ι ]άνε ζένε χεμΏετε. γάλετε ἐπιρ. ἀντίθ. (ι-ε-τε) δκάλ]ετε. νγαλ]ακάκ]-ι, νγαλ]κκακ]ε-]κ θηλ. (Υ) Ξβραδυκίνητος' καὶ νγαλακ]-ι ἆρσ. (Ἔυραν.) νγκλάκ]ε-]ν θηλ., νγάλ]κκακ]ετε ἀρσο. νγαλ]ακά- χ]ετε θηλ. νγαλ]ιρόζεμ. (Ἓλθασ.) ο. οὐδ. --ἴδ, νγατερόχεµ. νάλ]τ νάε ἀροῦτ' νγα- ο σα λ]αρόχεμ. νεπερ ἀέγατ τε φίκουτ--μΡῖ ν]ε ἀέγε βε τιέτρενε χέµάε, επερ ν]ξ τιέτερε ἀέγε μβαζεμ. µε ἀάρε, ε µε τιέτεοε ἀόρε ορόκ. ν]ε τιετερε ἀεγε. νγαρλάτδε-]α πληθ. νγαρκάτδετε καὶ Φουρκάτδε-]κ πληθ. ε-τε ι θόνε ασα] ἀρούσε κε νγαρκό]ενε Ὠάροετε (Βεράτ.) [φούρκ-ου]. γαρκόν]-ο] 5-φορτόνω: ἄντιβ. δκαρκό]. γγαρκόνεµ-όχεμ παθ. ἀντιθ. χαρνόνεμ-όχεμ. παθ. τοῦ προηγ. νγασ-έτ-έτ (Υ. τ.) ἄόρ. νγάθα-ε-ου µετοχ. νγάμ. () νγαάρε (τ) ο. οὐδ. -- ἐτσεν] µε βραπ--τρέχω.---νγασ µε ρένᾶε (Ἓλθαα,) -- τρέχω ὀγλή- Ύορα” 2) ϱημ. ἐνερ.-- κάμνω τινὰ νὰ τρέξη’ νγασ κάλ]ινε-- χεντῶ τὸν ἵππον' Ὁ) ρ. ἐνερ. πειράζω τινά (Ώίθρα) -- µός ε νγα -- μὴ τὸν πει- ράζεις' νγας µε ἀ«όρες- πειράζω τινὰ μὲ τὴν χεῖρα" ἐνῷ γαζίσ-ίτ-ίτ-- πειράζω (ἠθικῶς) τεντό] (Σ) ἴδ, τούσ.ύτ-ύτ. -- (Ἔλθασ.) µε νγασεν᾽ έθετε -- μὲ πιάνουν θέρµαις.---με νγέτ κρύετε-- μὲ πονεῖ τὸ κεφάλι; 4) νγασ κ]έτε (Τυραν.) (Κροῦ]α Ἐλθάσ.) -- λ]αθρό] (Σ)-- λ]αρό] (Ἐλ- θασ.)Ξ- λ]ερόν] (Βεράτ.) -- καλλιεργῶ τὴν γῆν. »γαδερόνεμ (Βεράτ.) ἴδ. Υασερόνεµ.-- ὅταν τις ἀρχίζῃ νὰ κλαίῃ.--νγα- σελόνεμ, (τ). »γαδερίµ-ι (Βεράτ.) νγαδελίµ-ι (τ)-- ἡ ἀρχὴ τοῦ κλάϊματος πληθ. να” δερίμετε, νγαδελίµ.ετε. »γατερρόν]-ό] ρ. ἐνεργ. -- ἐμπερδεύω, ἐμπλέκω περιπλέκω συγχέω. νγατερόχεµ-όνεμ παθ. -- ἐμπερδεύομαι περιπλέχοµαι συγχέοµαι ἀντιθ. δκατερόν]-όχεμ. µετοχ. νγατερούεμ, (Υ) νγατεροῦμ. (συνηρ.) νγατερούακε (5) -- ἐμπερδευμένος' ἀντιθ. σκατερρούαρε. νγατερρέσε-α (Υ) νγατερίµ-ι (Υ)--ἐμπέρδευμα, σύγχυσις' πληθ. νγατερ- ῥέσατε, νγατερρίµετε' ἀντιθ, δκατερρέσε-α, ὄκατερρίμ-ι (ι-ε) νγα- τεορούεδιµ. (Υ) νγατερροῦδιμ. (συνῃρ). «- ἐπιθ. -- ἐμπερδευμένος-η, συγ- κεχυµένος-η. γαφόρ-ιζ- ἵδ. γαφόρρε-]α (Ἠλλθάσ. Ῥοράαπ). »γξ-α”- εὐκαιρία" κἀμ. νγξ-- εὐκαιρῶ, σ᾿ κἂμ νγξ-- δὲν εὐχαιρῶῷ”' πληθ. νγξτε-- αἱ εὐχαιρίαι, ΡγεΛ/ (Υ) ϱ. οὐδ.-- σκαλόνω [ἐπὶ ὑγρῶν): 9) ἐμποδίζομαι" νγέλ]ι κάλ]ι νᾷε Ῥάλ]τετ -- ἐσκάλωσε τὺ ἄλογον εἰς τὴν λάσπην' νγέλ|ι εδὲ κετε ]άθε-- ἐμποδίσθηκε καὶ αὐτὴν τὴν ἑθδομάδα. -- 261 --- »γέλ]εµ (Υ) ο. οὐδ.-- σκαλόνω (ἐπὶ ὑγρῶν) 2) ἀργοπορῶ (μεταφορικῶς). »γέλ]ε-]α (Περμέ.) ἵὸ νγολάρ-ι' πληθ. νγέλ]ετε. νγεδέ]-έχεμ (Ερου]ο) -- κεθέ]-εχεμ. -- γυιίζω. γενέδτρε-α (5) --ἴδ. γεν]έστρξ-α πληθ. νγενέότοατε -- ψεῦδος. νγεν)έν)}-νγεν/εχεμ. (Ῥιά]-Ροσά απ) -- ἀπατῶ, πλανῶ τινά, ἀπχτῶμιαε, ἵδ, γεν]έ] (τ) γεν]έχεμ (3). γεν]ίµ-ι (Ὀαάϊ-- ἁπάτη, πλάνη, δόλος' πληθ. νγεν]ίμετε. »γερδέδεµ (Σ)} ϱ. οὐδ,Ξ- περᾶρέθ Ῥούζετε, περχ]έὂ µε φυτύρς. νγερΛ]έδεµ (Υ) ϱ. οὐδ. - χουρ υγρεφόσινε λ]έδινε ὅτάζετε, ποσὶ μάτσε]α, χ]ενι κ.τ.λ. »}εοθούκ] : ἐπιρ.Ξ καμπουριστά. »γεοθούκ]εμ: ϱ. οὐδ. [ἄνογοαμματισμὸς] -- μαμ.Ώουριάζω, "γεομό/ (Υ. Ῥοράαη) - σφίγγω τινά, ἀγκαλιάζω, --- μὰ νγεομόϊ περ τε υγράνε (Υ)Ξ- [1δ. γερμό[]. νγερτσελ:/ (Υ) --ἴδ. κερτσελῖ] (Βεράτ.) νγερτσελό[ (Σ)--ἴδ, αξοτσελό] (Κροῦ]α). νγεοτσό/ -- ἴδ. ναροσε] (Έλλθασ.) ἐπὶ κυνῶν, αἰκάλλω. γγερράσ-έτ-έτ (Βεράτ.) ἴδ. γερχάσ-έτ-έτ πληθ. νγερράσεµε νγερρίσνε, νγέρ- μ.. / ο α, ράσενετ- κράζω ἔξαφνα, (1-ε) »γέδιµ-ι: εὔκαιρος' αὖ « αἷό κε κά νγξ.---ἴδ. νγξ-]α. ῤ 3 η αμ μα 4 [ [ 5 »γέτσ (Επι πραγμάτων στερεῶν) νγετσ (Άογυρ.)-- σκαλόνω" ἀντιθ. ὄκετσ.---μξ Υ'ετσι χεμίὂχ νᾷε φέρρετ-- ἐσκάλωσε τὸ ὑποκάμιισόν µου μ εἰς τὴν ῥάτον. --Ὕγετοι πλ]ούμΏι νᾶε γρύχετ τε πούδκεσε, -- ἐσκάλω- ό σεν Ἡ σφαῖρα εἰς τὸν σωλῆν« τοῦ ὅπλου.--- νγέτσι γοέπι μβρενᾶκ ε νούκε ελ] µα. νγέχεμ (Περμέτ.) ϱ. οὐδ. -- εὐκαιρῶ ἴδ, νγξ-]α. ἠ »Ι/ἵν-ἵν (Ἓλλθασ. ο. ἐνερ. χορταίνω τινά’ καὶ νγῖν]-ῖν-ῖν (τ. Ῥορά απ) όρ. νγίν]α-ε-ι (τ. Ῥοράαπ) µετοχ. νγίν]ουνε (Ώοράαπ), νγἴν]ουρε (τ) νγῖνο-ε-ι (Ἠλθασ.) µετοχ. νγῖμ. (Ἴολθασ.) νΥἵν]εμ (τ. Ῥοράαπ) ϱ. οὐδ. -- χουταίνω' νγῖν]εμ µε Ὀουκε καὶ νγῖν]εμ, Ξ χορταίνω ψωμί. γγίότε-]α (Σ) 9. γντε-]α πληθ. νγίδτετε, νγίστρε-α πληθ. νγίότρατε-- δακτυλήθρα. νγίτεμ.: παθ. τοῦ νγάσ-έτ-έτ. Ἑττνν- πτ- ----ι δις -ό ϕ .... - 2605 --- νγῖχεμ (Ἓλόκσ,.) παθ. τοῦ νγ]ῇ (Ἔλδας.) νγ]άλ ϱ. ἐνερ. [γ]ᾶλ] -- ζωντανεύω τινά, 2) νγ]άλ (Υ) - ἰῶμαι, ἰἴκ- τρεύω τινά, ἴδ, δερόν] (τ). 5) νγ]ᾶλ-- παχύνω τινά. ---νγ]αλ ἄέδετε Ξι μα] (ἐπὶ ζῴων ὅταν τὰ δίδουν πολλὴν τοοφην διὰ νὰ παχύνουν) 4) νγ]άλ.-- δικτηρῶ (τὸ εἶδος) ὡς νγ]ᾶλ ποῦλ]α, ρύσα, πάτα κ.τ.λ. ----ἀόρ. νγ]άλα-ε-ι μτχ. νγἄλε καὶ νγ]άλουνε (Υ) νγ]άλουρε (τ). νγ/ἄλεμ: ο. οὐδ.Ξ ζωντανεύω, 9) ἰατρεύυμαι, δερόνεµ,, Ὁ) παχύνω, γΐνομαι παχύς, μδχεμ. 4) διατηροῦμαι (κατὰ τὸ εἶδος) µε-τε-ι- νγ]ἄλετε φάρα Ξ διατηρεῖται, πληθύνει κατὰ τὸ εἶδος µου, σου, αὐτοῦ. ἀντίθ. δούχετε. (ι-ε-τε) νγ/ᾶλε -- θρεμμένος-π-ον, παχὺς-έῖα-ύ. ἀντίθ. ι-λ]ίκ-γου, ε- λήίγε-α, τε λ]έγε-τε, τε νγ]άλετε, (ἀφῃο.) τε νγ]άλουνε-ιτε (7) τε νγ]άλουρε-ιτε (τ). νγ]άλ]ε-α πληθ. νγ]άλ]ατε-- ἔγχελυς κοιν. χέλ.. νγ]άσ-άτ-άτ (Υ. τ) [γ]άτε] ϱ. ἐνερ. Ξ- µακρύνω. 2) ἐκτείνω, ἐξαπλόνω, νγ]άσ ἄόρενε τα µάρρ ποσ᾽ ε ζαρρῖν] -- ἁπλόνω τὸ χέρι νὰ τὸ πάρω, ἀλλὰ δὲν τὸ φθάνω.---ε νγ]άτε τέπερε-- πολὺ τὸ ἐμάχρυνες. ἀντίθ. ὄκουρτόν], ἀόρ. νγ]ότα-ε-ι μτχ.νγ]άτε καὶ γγ]άτουνε(γ) νγ]άτουρε(τ). νγ]ᾶτεμ (Υ. τ) ϱ. οὖὐδ. Ξ µακρύνομαι 2) ἐκτείνομαι, ἐξαπλοῦμαι. --- νγ]ᾶτεμ. τα µδρρ ποσ᾿ ε χαρρῖ] -- ἀπλόνομαι νὰ τὸ πάρω ἀλλὰ δὲν τὸ φθάνω. ---- ὅτρῖχεμ. µε ε µάρρε.--- τ΄ ουνγγ]άτε Ἱέτα- ζήτω. --- τ᾿ ουνγ]άτε µε ναέρε. --- (ἀπόχρισις). νγ]άτ (ΥεΥ. Ὀοσάαη) ἐπίρ. - ἐγγύς, πλησίον κοιν. κοντά. --- περ σε "]άτι καὶ περγ]άτι (Σ) - ἐκ τοῦ πλησίον, ἀπὸ κοντά. ---µε δκόϊ λ]έπουρι περ σε γ]άτι-- ἐπέρασεν ὁ λαγὼς ἐκ τοῦ πλησίον µου. --- ἀντίθ. τέ], λ]άοκ. »γ]ατόν]-ό] (Υ. τ), γ]ατό], σγ]ατό] ϱ. ἐνερ. Ξ- σγ]άσ-άτ-άτ ἀντίρ. σχουρτόν]. νγ]ατόνεμ-όχεμ, γ]κτόνεμ-όχεμ., σγ]ατόνεμ-όχεμ.-- (ὃ, σγ]άτεμ. »γ]άσ-έτ-έτ (Κόρτὸκ) Ξ ἴδ. γ]άσ (Υεγ.) ϱ. νγ]έδεμ (τ)Ξ-ἴδ. ρρεκ]έθεμ. (Ἠλλόασ,) τεοκ]έθεμ. (Καβ.). νγ]έκ]-ι (τ) τσ τ (ι-ε-τε) νγ)έλ/ὂετε (Έραν.) ἐπίθ. - ἁλμυρὸς-ὰ-όν, καὶ ιν-ε-τε δελῖτε (Υ) (ε δελίτα ἄδτε µά ε φόρτε σε ε νγ]έλρετα) ἴδ. δελίνε-α (Υ). -- 2605 ---- (.-ε) »})έλ/µετε-- ἁλμυρὸς-ὰ-όν, (ἐπὶ ὑγρῶν) οὐ] τε νγ]έλίμετε (5) - ι-ε-τε κρύπετε (Σ) -- ἁλμυοὺς-ὰ-όν, (ἐπὶ κρεάτων ζῴων, τετραπό- δων, πτηνῶν, ἰχθύων κ.τ.λ.). | ένα (Υ) τριτοπρόσ. ρῆμα [ἴσως ἐκ τοῦ κεν-ῶ]-- ἀδειάζω. ---- με-τε- ε-νγ]ένά (ή) - καμ-κξ-κᾶ νγξ-- εὐκαιρῶ.- -σ᾽ µε νγ]ένᾶ, σ΄τε νγ]ενὰ σε νγ]ένα -- δὲν ἀδειάζω-εις-ει. νγ]ενόν} (0141) ο. οὐδ. -- γεύοµαι. ἀντίθετον αγ]ενόν], καὶ νγ]ννό] (Υ) νουχ. ουνγ]ερούατὸ νγα κε]ὸ πέµε (Περμέτ.) -- δὲν ἐγεύθην ἐκ τοῦ παρποῦ τούτου. τὸ παθ. νγ]ερόνεµ, (Πεομέτ.) Υ]ερόνεμ. (Βεράτ.). γ]έρ (Ἓλθασ, - Καθ. --ἴδ. Υ]ερ (τ). νγ]ερσᾶΞ- ἴδ. γερσᾶ (τ). γ]ερόνεμ (Πεομέτ.) --ἴδ. ΥἹερόνεμ. - πλατύνομαι, »}]έὸ: ρμα ἐνερ.Ξ- ζώνω.---- νγ]έὸ Ὀρέζινε-- ζώνω τὴν ζώνην. ἀντίρ. ὄγ]εδ ρ. 3) πλάττω' ὡς νγ]έδ Ὀρούμινε, Ώάλτενε. »γ]έτα] (θοσάαπ), νγ]έτι (Σ) έπιρ. ἴ9, γ]ετῖ, ἡ γ]ετί] Ξελλοῦ, ἆλ- λαγοῦ, ’γ]έτὸ (Ἔνραν.) Ἡ ανγ]ετὸ -- δ. γ]ερ.---νγ]ετὸ νας ὄτεπῖτ γ]ε; νὰε ὄτεπι. »γ]έχ: (. Ῥοράαπ) ϱ. ἐν. -- ἀριθμῶ ἴδ, νουμερόν] καὶ νγ]έφ (Υ. 1). νγ)έχεμ (Υ. Ῥοσάαπ) νγ]έφεμ (Υ. Ῥιια!), -- ἀριθμοῦμαι ἵδ. νουμερόχεμ. ἄόρ. γγέχζα-ε-ου, νγέφα-ε-ου, µετοχ. γ]έχε καὶ νγ]έχουνε (1) νγ]έφε καὶ νγ]έφουνα. (τε) »γ)έχουνε-ιτὲ (Υ. Ὀοσάα) τε νγ]έφουνε-ιτε (. Ὀυιάϊ--τε νουµῇ- ῥούανιτε.---τε πα Υνγ]έχουνατε, τε πα νγέφουνατε-- ἀναρίθμητος, νγ]ιζάρ-ι (Περμέτ.) --ἴδ. γ]ιζάρ-ι πληθ. νγ]ιζάρετε. »γ}ίδε: (141) - ἴδ. γ](θε. ιό) (Υ) Ξ νγ]ενόν] (Ῥιιά]) -- γεύοµαι ἀντιθ. αγ]ινό] νγ]ινό] (Σ) --ἴδ, «γ]ινό]-- νηστεύω. νγ]ινέσε-α (Σ) καὶ γ]νίμ.-ε--ἴδ, αγ]ινέσε-α, αγ]ενίμ-ι.---πληθ. νγ]ινέ- σατε, νγ]ινίμετε. (ι-ε) γ}ενούεδιµ, {ι-ε) γ}ενοῦδιμ--ἴδ. (ι-ε) αγ]ενούεδιμ. {ι-ε) αγ]ενού- δι (Υ)- γ]ῖρ-ι: πληθ. νγ]έρετε{ 28 ζλάκκος βαθύς, ἐν ποταμῷ). »}τρεμ: ἔεβ --- ᾱ---- - -ᾱ α. ὰ. . Έ . ᾱ- ον. α Αμάύωαέ . 9 1 - ..) - - - -- - ----ᾱ πααωκ-ᾱυ--- ως ως Ἀν- - - ο ολ - --------ᾱ--..., απ --- Ἡ ο ὁ . [ας ο κας »γἼθρεμ (Περμέτ.) ρ. οὐδ. ῥραχνιόζω: κουρ ζίρετε ζξρι ε σ᾿ κουβενάόν ἀότ᾽ --νγ]οὔῦορεμ, (βεράη μ ουνγ][τρο ζξρι-- ἐθράχνιασεν ἡ ἡ φωνή μου ἆόρ. ουνγ]ῖρρα καὶ ουνγ]έροτὸ (Πεομέτ.) »}}ίσεμ (παθ. τοῦ νγ]εῦ ϱ.) -- ζώνομαι.---0) πλάττοµαι" ἀντιθ. σγ]{δεμ. σ᾿ µε νγ]ίδετε Ὠούκα, »γ)Ισ-ίτ-ἴτ () καὶ νγ]ΐτ-ίτ-ίτ (τ) κοινῶς κολνῶ' ἀντιθ. ὄχισ-ίτ-ίτ' (1) καὶ ὄκιτείτ-ίτ (τ). -υ-μα νγ]ΐτνε σε Ὀάνα ατέ-- μὲ ἐσυκοφάντησαν ὅτι ἔκαμα αὐτό.---νγ]ίτκ ἀ]άλ]ενε τε μ]έδτι-- ἔέκλα τὸ παιδὶ Ἰς τὸν µάστορα.---νγ]ίτα ἀ]άλ]ενε νᾶε μ]έδτοϊ-- ἔθκλα τὸ παιδὶ εἰς τὴν τέχνην νγ]ισ µε Ῥάρρες μΏάρο - ἑγγαστρόνο (γυναῖκαι). »γ]ΐτει π«θ. κολνοῦμαι.---0) ιν νγ]ντεμ, 4 ) Ἄ νγ]ιτεμ. μΏράπα (Υ. Ὀιά!) (μετὰ γεν.) Ξ ἀκολουθῶ τινα,----ι νγ]ίτεμ. µΏράπα ατὶ ν]ερίου -- ἀκο- λουθῷ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπον Ξβέτε πᾶς ατὶ ν]ερίου -- ἀχολουθῶ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπον' ἄντιθ. ὄχίτεμ ι ουνγ]ΐέτ τε ζότιτς- ἠχολούθησε τὸν κὐριόν του.---ε νγ]έτεμ. ἀροῦνιτ (Υ) ν νγ]ττεμ ἀροῦριτ (τ) ἀναθαίνω εἰς τὸ δένδρον, ἑρπύζω, ἀναροιχῶμαι εἰς τὸ δένδρον. ---νγ]ίτεμ. νε μάλ]τ-- ἀναθαίνω εἰς τὸ ὄρος ἀντιθ. οὐλ]εμ, οὐν]εμ νγ]ίτεμ µε Ὀάορε ϱ. οὐδ., ΞμΏάρσεμ., ἐγγαστρόνομαν. »γ]ίζεμ., (παθ. τοῦ νγ]όχ) νγ]ίφεμ. (Υ) παθ. τοῦ νγ]ιόφ (Υ)-- γνωρίζοµαι, »γ}ὀχ, νγ]όφ (Υ) ο. ἐνερ.5- γνωρίζω ἀόρ. γγ]όχκ-ε-ου, νγ]όφκ-ε-ου (Υ): µετοχ. νγ]όχουνε (Υ) νγ]όφουνε (Υ) νγ]όχουρε (τ)' (.-ε-τε) νγ]όχουρε (τ) νγ]όφουνε (Υ)5:γνωστός-ή-όν ἄντιθ. (ι-ε-τε) πα νγ]όχουρε (τ) (ι-ε-τε) πανγ]όφουνε (Υ) -- ἄγνωστος. (τε) γ]όφουνε-ιτε (Υ) τε νγ]όχουριτε (τ)-- γνωρισµός, γνωριμία" ἀντιθ. τε πα νγ]όχουρξ-ιτε (τ) τε πα νγ]όφουνε-ιτε (Υ). »γ]όμε (ἐπιρ.) Ξ χλωρῶς ἀντίθ. θᾶτε ἐπίρ. νγλ]όμε (Τὄσμ..]. ((--ε-τε) »γ]όμε, νγλ]όμε (Τδαμ.)-- χλωρός-ά-όν ἀντιθ. ---- (ι-ε-τε) θάτε. γ]οµ.: ϱ. ἐνερΥ. Ξ μουσχεύω᾽ τὸ παθ. νγ]όμεμ. νγ]οῦρρεμ (Βεράτ.) - ἴδ. νγ]έρρεμ, (Περμέτ.) Υ/ύε] χαὶ (συνγρ.) νγ] Ἡ) “ροντῶ τι’ νγ]όε] καφδατενε νὰε γ]έλετ- ῥουτῶ τὴν βουχιά εἰς τὸ φαγητόν' 9) βάφω: ὡς νγ]ύε] εροβατε-- βάφω τὰ ἐνδύματα νγ]νε] τε ζέζε, τε κοὐκ]ε, τε βέρὸς Χ.τ.λ.5βάφω μαῦρο, Κόκκινον, Κίτρινον.----ἀ6ρ. νγ]έδα-ε-ου µετοχ. νγ]ύεμ---νγ]ομ καὶ νγ]ύεοε (τ). -- 30 --- »γ/0ήεμ: παθ. -- βουτῶμκι 9) βάφοµαι. (.-ε) νγ])ύεμ (Υ. Ῥοσάαπ) κκὶ (ι-ε) νγ]ὸμ., (1-ε) νγ]ύερε-- βχμμµένος' τε νγ]ύεμ-ιτε (Υ) τε νγ]ύμιτε (συνῃρ.) τε ν' γ]όεριτε (τ) -- ἡ βχφη, τὸ χρωρσ, νγό]ε-Ία: κουρ ι βένε νγό]ε κάλ]ιτ, Ὀα]ενε λ]ιταριν᾽ 6 καπίστρετε σῦθ, ε ἷα βένε νγό]ε πει µε ε περυΏά]τουνε, ---πληθ.ν ὀ]ετε. }ο)ό/ (Τυραν.) ο ἐνεο. Ξ χατηγορῶ τινά, ε μισάωρο νε περ γό]ε. ---- νγο- 1όχεμ παθ. (Έυραν.). »γολάρ-ι πληθ. νγολάρετε καὶ λμής (Περμέτ.) ι βοῦρα διέτε νγο- λάρε νε Ὠύθετ κ]ε σ᾿ ι ἀάλ]ενε κούρρεξι πουνόθα νε νγολάο νὰ, Ὀύθετ κ]ε τα µμΏά]ε µέντ.--πληθ. νγ νγελ]ετε. γόπ, νγόσ (τ) ο. ένεργ. Ξ κορέννυµι, χορταίνω τινα ἵδ. νγῖν]. γγόπεμ-»γόσεμ (τ) ο. οὐδ. πορξννυµαι, χορταίνω" ἴδ, νγῖν]εμ.' ἀντιθ. κδμ. ουνῖ, µε βιέν ουνῖ. νγορδάκ]-ι ἆρσ. νγορδάκ]ε-]α θηλ. πληθ. νγορδάκετε ἆρσ νγύρδάκ- Ίετε θηλ. καὶ νΥ αλά; -ι ἆρσ. γορδαλ]άκ]ε:]α α θηλ. πληθ, ετε ἄρσ.--- Ετε θηλ.Ξψόφιος, µισοπεθαμ.ένος, ἡ Ἰωιθανῆς (χλευαστικῶς]. γορδεσίνε-α (9) στερθίνε-α (5) πληθ. νγορδεσ σίνατε, στερθίνατε- ψο- φίμι, πτῶμα, (.-ε) »γόρδετε ἐπίθ. -- ψόφιος, 9) ι-ε νγόρδετε [κορδόνω] Ξ φουσκωμένος᾽ ίδ, Ἵδρδε τε, τριτοπρόσωπον ϱἨμ.. νγόρδετε ἐπίρ. Ξψόφια, 2) φουσκωμένκ. γγόρδετε ϱ. τριτοπρόα. [κορδόνω ] ἀντι), σκό ρδε Ετε.---μὲ- "ε-ι ι νγόρδετ φουσκόνω, τεντόνω, ---- μι ουνγόρθ καρι Ξ ἐφούσκωσεν ἡ Ψωλη μου, ἐσηκώθηκεν ἡ φωλή µου. »γόρῦ (τ.γ.) Ἄ νγόρδι (Υ) ο. οὐδ. Ξ ψοφῶ (ἐπὶ ζῴων, καὶ ῥᾷέα ἐπὶ ἀνθρώπων): τσόφ (Υ.τ. Ώοράαη ἐπὶ ζῴων) [ Ἑλλην. ψοφ-ῶ].---- νγόρδι Ξ- τσόφι -- ἐφόφησεν. »γοῦκ] (Αργυρ.) - ἴδ. κούκ] - κοκκινίζω. γγοῦκ]εμ (Αργυρ.) -{δ. κοῦχ]εμ. ϱ. οὐδ, -- κοκκινίζω. μγούλ] ϱ. ἐνεργ. Ξ χώνω, ἀντίθ. δκούλ] Ξ ξεριζόνω, ξεκολνῶ. νγοῦλ]εμ παθ. ἀντίθ. ὄκοῦλ]εμ.. »γουλ/τδόν] (Πεομέτ.) -- ἴδ. γουλ]τόν] (Περμετ.). νγουρό/ (Σ) -- ἴδ, ουλ]ουρῖ] (ϱ. --- 1 | ᾗ ] | / - - --- 266 --- »γουρόν]-ό] (Υ.τ. Ῥοράαη) [ν-γοῦρ-ι] ϱ. ἐνεργ. -- ἀπολιθόνω, σκλη- ραίνω. ---- νγουρόνεµ.-όζεμ. παθ. - ἀπολιθοῦμαι, σκληρύνομαι. »γούρρ (Περμέτ.) [ν-γοῦρ-ι] ϱ. ἐνεργ. - σκληρύνω" καὶ νγουρρετόν] (Περμέτ.). --- ἀντίθ. τοκρεφετόν]. οῦρρεμ - νγουρρετόνεμ παθ. ἀντίθ. τδκρεφετόνεμ.. (.-ε) »γούρρετε (Περμέτ.) ἐπίθ. -- σκληρὸς-ά. --- ἀντίθ. ι-ε τόχρεφετε. }ούσ-ούτ-ούτ (Υ) ϱ. ἐνεργ. 5 βιάζω τινά; ἴδ, νάσιτό], ἄόρ. νγούτα-ε-τι, μτχ. νγούτε καὶ νγούτουνε. »γουσουΛό] (Σ) νγουδελό] (Σ. Ριά1) ο. ἐνεργ. παρηγορῶ τινά’ ἀντίθ. κουσελόν] (Όι41) τ-ε δκουδελοῦεμ. -- ἀπαρηγόρητος. --- νγουδουλόχεµ.,, νγουσελόχεµ. (Σ. αἱ) πθ. --- ἀντίθ. δκουδελόνεµ., /ουδουλίµ-ι (5) καὶ νγουδελίµ-ι (Σ. Ὀιπα!) -- παρηγορία" πληθ. νγου- δουλίµετε. »γουδουλούεσ-ι πληθ. νγουδουλούεσιτε -- παρηγορητής' χαὶ νγο»δου- λιμτάρ-ι: ἀρα. νγουδουλιμτάρε-]κ θηλ.---πληθ. ἀρσ. τάρετε θηλ. τᾶρετε καὶ νγουδελιµτάρ-ι νγουδελιμιτάρε-]α -- παρηγαρητῆς - παρη- Υορήτριος. (1-ε) νγουδουλούεδιµ.: (Σ) αχὶ ι-ε νγουδελούεδιµ, καὶ ι-ε νγουδελοῦ- σιμ, χαὶ ι-ε νγουσελοῦσιμ, (συνῃρ.) Ξ-α παρηγορηµένος-η. (ι-ε-τε) νγούδτε ἐπίθ, Ξ- απτενὺς-ή' ἴδ. ι-ε-τε ανγούδτε ἀντίθ. ι-ε-τε γ]ᾶνε, »γούῦτε ἐπίρ. στενῶς' ἴδ. ανγούδτε. ἀντίθ. γ]άνε (γ), γ]έρε (τ). )γουδτόν]-ό/ ϱ. ἐνεργ.-- στενεύω’ ἀντίθ. ὄγ]κνό] (Υ) ογ]ερόν] (τ). )γουστόνεμ-όχεμ παθ. στενεύοµαι ἀντίθ. ὄγ]ᾶνόζεμ (Υ) ὄγ]Ἱερόνεμ, (τ). }ουδτίµ-ι πληθ. νγουδτίμετε (άφηρ.) -- ἴδ. ανγουδτίµ.-ι. »γούτεμ (Υ) παθ. τοῦ νγούσ-ούτ-ούτ () Ξ βιάζοµαι, γουφάσ-άτ-άτ, νγουφάτεµ (Σ) -- ἴδ, μΏουφάσ-άτ-άτ -- μβουφάτεμ.. »γρᾶνε (Υ) νγρενε (τ) µτχ. τοῦ ρ. ζάΞ ἐσθίω, τρώγω. (1-ε) »γράτε-ι () γ]όρε-ι-α (τ) -- ἴδ. ι-ε µ]έρε-ι-α. »γράτσκε-α (Πεομέτ.) [νγρέᾷ ϱ.] - ἴδ. Βετίµε-α πληθ. νγράτσκατε νγράτόχξ-α (Περμέτ.), γράτοκε-α πληθ. ατε. »γρξ-ἓν-ἓν καὶ τδό] (Σ)5Ξ- σηκόνω τι’ ἀντίθ. ουν], ουλ] ϱ. νγρξ κρύε-- ἐπαναστατῶ' ἀόρ. νγρῖτα-ε-ι, µτχ. υγρίτε καὶ νγρίτουνε (Υ) νγρί- τουρε (τ). --- 261 --- νγρένεσ-ι (Αργυρ.) ἆρσ. νγρενεσε-]κ. θηλ μεν έν σε-]α.---πληθ. µ πα, --- ο άμσετα -- ἀδηφάγος, πολυφάγος, Χοιν. φαγᾶς, »}ρέχ, νγρέφ (Υ) - στΊνω, σταίνω ο.--- ἀντίθ. δκρέᾷ, δνρές (Υ). (.-ε-τε) νγρέχετε, νγρέφετε--στημένος-η' ἀντίθ.ι-ε-τε ὄκρέχετε, ὄμρέφετε νγρέχετε, νγοέφετε ἐπίρ. ἀντίθ. ὄκρεχετε, δχρέφετβ. »γρίχεµ, »γρίφεμ παθ. τοῦ νγρέχ, νγοέφ' ἀντίθ. ὄκριζεμ., ὄκιῖφεμ., νγοῖχεμ, τόόχεμ.: παθ. τοῦ νγρξ-- σηκόνοµκκι" ἀντίθ. οὐν]εμ, οὐλ]εμ..---- -- νε... ι ε ο. ψ [ / ου νγρξΞ βατε Ξ- σηχωθεὶς ὑπῆγεν. --- νγρέου -- σήκου, --- ουνγρίτα πρε] ο τση ἐσηκώθην ἀπὸ τὸν ὕπνον --- νγοἵχεμ. νε κεμΏε -- ση- Χόνομαι εἰς τὸ ποδᾶοι. ---νγρέου τι κ]ε φλ]ξ, ε τδόχου περ τε βάέ- κουνιὸ -- ἔγειραι ὁ ὁ καθεύδων καὶ ἀνάστα ἐχ. τῶν νεκρῶν (φαλμός). νγροῖ], »οἳ/ (Υ.τ.) ϱ. οὐδ. ασ (ἐπὶ ὑγρῶν καὶ μετάλλων)" ἀντίθ. ὄκοτ] (1) ὅχ.τ] (τ). --- νγρῖνι ού]ετε ε οὖν ἄκουλε᾽ νγοῖνι βό]τε, τε λ]ύνετε, ἀύλετε. --- νγρῖνι πλ]ούμρι, «ργ]ᾶναι, ἄρι᾽ ἴὃ. Ἑλλην, » πρυόνω. νγοῖτε (Υ) νγρῖτε (τ) ἐπὶρ. καὶ νγρίρε (τ) ἀντίθ. δχρῖτε (Υ) ὄκριτε (τ). (ι-ε-τε) γροῖτε (Υ) ν'οἵτε (τ) ἐπιθ. -- παγωµένος-π' ὀντίθ. ι-ε-τε ὄχρῖτε () σχρῖτε (τ) καὶ ι-ε-τε νγριρε (τ). νγρόΧ, νγρόφ (Υ) ϱ. ἐνεργ. Ξ- θερµαίνω, ζεσταίνω" ἴδ. νᾷσξ] -- πυρόνω: ἀντίθ. φτόζ, φτόφ (Υ). νρόχεµ, »γρόφεμ (Υ) παθ. ζεσταίνομκι" ἴδ, νάσξχεμ. (Υ) -- πυρόνομιαε" ἀντίθ. φτόχεμ., φτόφεμ.. --- πούλ]α νγρὀᾷ βῖτε' νγρόχεμ. νὰε ζ]άος θερμιαίνοµιαι εἰς τὴν φωτιάν, ν)ρόχετε, νγρόφετε: ἐπιρ. Ξ-- θερμῶς' ἀντιθ. φτόχετε, φτόφετε (ι-ε-τε) »γρόχετε, νρόφετε: ἐπίθ. -- θερμὸς-ή, ζεστὸς- ή: ἀντίθ, ι-ε-τε φτόχετε, φτόφετε (Υ). γρούδτ-ι πληθ. νγρούδτατε -- ἴδ. γρούδτ-ι. γγρύκε ἐπιρ. [ν- τόνε α] Ελθασ.) Ἰόπα (Ἓλθαςσ },μΏε χόπ (Τνραν.)-- µ α ϐ α . ἀγκαλιὰ ἐπίρ. ---- µάρο. νγρύκε-- μᾶρο Ἰόπα-- µαρρ µΏε Ίοπ-- πέρνω ἀγκαλιά, πέρνω ἰς τὴν ἀγκαλιά µου. --- ε µόρα νγρύκε (Ἓλθασ. -- ε µόρα Ἰόπα (Ἠλθασ.)Ξε η με ζοπ (Τυραν.)Ξ- τὸν ἐπῆρα εἰς ΜΝ, τὰς ἀγκάλας. -- µάρο νγρύκε (Ῥιάί- ΡοράαἩ) Ξ ἀγκαλιάζω, (δ, ορόκ νᾶς κ]άφετ. -.---.«.- --“μαβμμα, - -. αφ Ο. ..... ---- | | η τν - 1 ἱ Ἱ -- 368 --- γγρύσ-ύσ-ύσ ο. ο ὁ -- βραδυάζω τινά" ἀντίθ. γεδι]. -- Περενάία νγρῦσι ἀέτενε -- ὁ Θεὸς ἐθοάδυκσε την ἡμιέοαν᾽ ἀόρ. νγρῦσσ-ε-ι μτχ. υγρύσε, νγρύσουνε (Υ) νγρύσυοε (τ). νγρύσεμ: ο. οὐδ. -- Ξ-βοαδυόζω. σι τριτοπροσ, Ξ βραδυάζ ες τε- ται ἑσπέρο, μασοία νάτε -- ἐβράδυασεν -- γάι ινεν ἑσπέρα. ἀντίβ. γεὸ ερ. ---ἔτσε ὄπέ]τ σε ουνγρύσ ε να ζοῦ νάτα μβ᾽ οὔδε-- περιπάτει Υοήγορα διότι ἐβράδυκσε καὶ μᾶς ἔπιασεν ἡ νύχτα εἰς τὸν δρόµον. -- Ἰέμι ν]έρσ γούσεµι ε σ᾿ γεδίχεμ.. (τε) νγρύσουνε-ιτε, (Υ) τε ας, (τ) καὶ τε νγούσµιτεξ: ἡ βοα- δυα, --- µος τε Υ]έτε τε γρύσμιτε -- ψὰ μ.η φθάσῃς νὸ ῥραδυόσῃς (άρα). »γρύσετε: ἐπίρ.- βραδέως. νάα] (Υ. τ. Ὀπᾷ1) πρόβεσι-- πκρά, πλησίον, άφερε νάά] Ἰότινε (ο 1)-- χφερε Τότιτ να] νάτε καὶ νά κ] νάτε (Περμέτ.) -- άφερε μβράμε]εσε' νακ] τε Υδιτε, ἄφερε σε γεδίμεσε (ή): νάκ] Τενε-ζόνι (Ῥοσάα) -- ἄφερε . τ᾽ ἄνε. να] (τ) --ἴὸ, ἆα] (Υ) Ξ- δικιρῶ, χωρίζω. όν (0), νάσλ]ό] (, ἀάλ], ἀκλ]ό] () Ξ- ϱ. ἐνεργ. -- σταματῶ τινά" οὐδ.--ἐμποδίζω ἐμαυτόν.--- νάάλ]ε καὶ ἀάλ]ε-- στάσου.---νΔάλ]ε ατὺς- στάσου κὐτοῦ. --- νάλ]εμ., νάκλ]όχεμ. (Υ): ἀάλ]εμ., αλ]όνεμ, (τ) παθ, »{ᾶνάετε (Υ) -- ἀάνάετε (Υ) ἐπ]ρ. «πυκνῶς). (ν-ε τε) αυ. ετε -- ἴὃ, Ί-ε-τε ἀδνάετε (Υ) ἐπιθ. «πυκνός). νάρε (Ὕδρα) ἐπίρ. -- ἀπέναντι. νε]αδτί (Ἠλόας }) (Βεράτ.) -- ἴδ, ταδτί, νάαχεμ (5) παθ. τοῦ νά] (5) -ἴδ. ἁάχεμ. (ή). ν(ῖε -- ἴδ, τε -- πρός, νάε (μετὰ αἰτιατ. ἑνικῆς) -- ἐν, εἰς σημ. τὴν ἐν τόπῳ στάσιν, ορὶ ναε κος ἐν τῇ οἰκίᾳ: 9) τὴν εἰς τόπον «ίνησιν, βέτε "ὰρ στεπῖ- ὑπάγω εἰς τὴν οἰκίαν" ὦ) τὸ ἑντός, μέσα, ε βαύρα ν΄ ἄρκετ τὸ ἔθεσα εἰς τὸ κιθώτιον' 4) [συντ. μεθ’ ὑποτακτ.] -- ἐάν, ἄν' . Ρέφόα - ἐὰν κάµω, νε φόλ]τόκ-- ἐὰν ὁμιλήσω" ναε ο τέως -. εἶναι’ νᾶε πάστε-- ἐὰν ἔ ἔχη ἄ.τ.λ.--- ΥΕ µος Ώεφὸκ -- ἐὰν μὴ κάµω' ναε μος φόλ]σα-- ἐὰν µη ὁμιλήσω κ.τ.λ.--- ε νε μὸς -- εἰδεμή.--- γεε --- 2059 ---- πα ιν ἷ ι] Ἱ µ . Π Ῥεφόχ μιρε πο νρε μ.ος (Ἠ) ε νε μος, ἄτεχειε.....Ξ ἐὰν τὸ χα. τοσθώσω καλῶς, εἰδεμή, ο εν ---- νάξ βενᾶ χαὶ βέντ (/) (μετὰ γεν.) -- ἀντί' σηµ.. την ἀνταλλαγην Ὢ ἀντικατάστασιν' νοε ρεντ τ'οῦ]ιτ πῖντε βἒνε-- ἀντὶ ὕδατως ἔπινεν οἴνων. »Φεεβόνε (011) -- ἐπίρ. παστά] (2) μΏασαναα] (Υ) -- ἔπειτα. | νζεγ]ό} ρ. ἐνεργ. (μετὰ αἰτ.) Ξ- ἀκούω" 9) (ψετὸ γεν.) Ξ ὑπαχούω" ὃ) ναεγ]όν] (0141) -- 4ΕΥ]0], ἀιγ]] (1). --- ναιγ]ό] ()). »Πεγ]όχεμ-όνεμ, νάιγ]όχεμ-όνεμ. (ή) παθ. -- ἀκούομαι' 9) (Οιι4ἳ) ἐν- ο ; Ι ε β Ἂ µ Ἀ πο ν - αν ἄχουω, ὑπακουῳ' β᾽, ἐννοῶ, κουπετόν] ἴδ, νουῦμιαι, κουπετόνεµ.. ---- ἴδ. 4Εγ]όνεμ, ἀῑγ]όνεμ, (τ). (.ε) »άεγ]ούεδιμ - αεγ]οῦδιμ (συνηρ.), ἀιγ]οδεδιμ., ἀιγ]οῦσῳ, () - εὐπειθής, ὑπήκους καί: ι-ε 4εγ]ουάρδιμ. (τ) --- ἀντίβετον ι-ε πχ(]ε- Υ]ούεδι, - πακζεγ]οῦδιμ -- ποανζιγ]ούεδιμ, - πανᾶιγ]οῦδιμ' τ-ε πκε- Ἰήουαρδιμ, (τ) παζιγ]ουάρδιμ, (τ) -- ἀπειθής. (τε) ναεγ]ούεμ-ιε καὶ (τε) νάεγ]οῦμια (συνῃο.) οὐδ, -- ἡ ἄκοή' καὶ 3 ο τός ον , τε ναιγ]ούεμ.-ιτε καὶ τε ναιγ]οῦμιτ (συνῃρ.) οὐδ. καὶ προσέτι τε Υ]έγ]ουνε-ιτε (Υ) - ἴδ. τε ἀεγ]ουάνε-τε (τ), τε ἀῑγ]ουάρετε (τ) Γ15Υ10υνέτιτε ) το. τε ἀεγ]ουαρε-τε (τ), τε ἀιγ]ουάρετε (τ). νέζε-α (Ἓλλθασ.) -- ζῆλος, ζηλοτυπία (ἐπὶ καλοῦ). ----ε καμ. ναεζε-- ε καμ. ζελ]ϊ (ατε ν]εοί) --τὸν ζηλεύω, τὸν ζ ηλοτυπῶ. --με κξ νάείε Ἔμε κξ ζελ]ῖ-- μὲ ζηλεύεις, β μ. ἉΆἈ ή . . ᾿ νέζεμ (Σ) παθ. τοῦ ναέσ ϱ. ἴδ. ναίζεµ. {-- ἀνάπτω, κυρίως καὶ μτφ.). ναξ] (Υ) ναξ] (1), ναξο (τ): ἴδ. νά ξν] (Υ), να ξν{ (τ) -- ἁπλόνω. αρ. . ο « ξ Ἡ Σα. .. κά β "μα ἃ ᾿ »αε]έ]-έχεμ (ή.τ.) -- ἵδ, νάελιέ]-έχεμ. (1σχμ..) υτχ. νάελύε,. (/) καὶ . 1 -) μν 8 .. τς ο... ναε]ύμ. (συνηρ.), νάε]ύερε (τ) --ἴδ ναελ] ύερε (τόσμ) -- συγχωρῶ, ναε]έχεμ (Υ. τ.) παθ. ἴδ. ναξλὶ έχεμ. (τόκμ) -- συγχωροῦμσε, ναε]έσε-α (Υ. τ.) - ἴδ νἀελ]έσε-α -- συγχώρησις. μεν (τ)Ξ ἵὸ τεχ (τ). ] νάελ]έ} (τὸχμ) ϱ. ἔνεργ. συγχωρῶῷ ἀόρ. νάελ]έθα«-ε-ου µετοχ. νάελ]ύερε παθ. ναελ]εχεμ. (τδαμ). »4ελ]έσξ-α (τόαμ.) -- συγχώρΊσις, πάστε νάξελ]έσε | (ἐπὶ τεθνηκότων) -- ὁ θεὺς συγχωρήσαι.---ἴδ. πάστε ἀοίτε (Σκόᾶρα) ἐπὶ θνητῶν. α : ε [ η . / ! λμά Ἡ . ο ια νἶενε (μετὰ αἰτ.) Ξ ὑπό: τὸ ὑποκάτω 3 τὸ ἐδαρτώμενον' ναένε δξτ -- ε |ι . 3 ἢἵ ᾗ ε |ι η ὃν ν μα ρω ὑπὸ γν' νὰεν᾽ ούρδερ τε παριτ ὑπὸ τὰς δικταγὰς τοῦ ἀρχηγοῦ.--- ε " 1 νάενε πουδτέτ-- ὑπὺ τὴν ἐξουσίαν. --- 210 --- ναἔν] () Ἄ νάξ] (1), ναδξν] Ἄ ναε] (5) ναερ (τ)Ξο. ἐνεργ.Ξ- ἁπλόνω.--- ναξν] ορόΏατε-- ἁπλόνω τὰ ροῦχα.---μετοχ. νάξμ () νάξοε (τ) ἀάρ. ναξνα-ε-ι (Υ) νάξρα-ε-ι (τ). ναξχεμ (1) νάξχεμ. (τ)-- ἐξαπλόνομαι. ἄέν]ούνε (Υ) νάέν]ουρε (τ) µετοχ. τοῦ ρρῖς κάθηµαι' ἀόρ. ναέν]α-ε-ι (Υ. τ. Ῥιά]- Ῥορά απ). (τε) »αἰέν]ουνε-ι-τε (Υ) τε ναέν]ουρε-ιτε (τ) οὖδ.-- ἡ διαμονή, ἡ κατοικία κοῦ ε κά τε ναεν]ουριτε;-- ποῦ ἔχει τὴν κατοικίαν; ποῦ κατοικεῖ : νέπερ: ποόθ. (µετ αἴτ.) σημ. τὴν διά τινος τόπου διάθκχσιν: δκόθο νάεπε; μάλ]ετ ε νάεπερ φούδατ - διέθην διὰ τῶν ὀρέων καὶ τῶν πε- διάδων. --- δχόδα πξνε, νάεπερ βερεν᾽ ε γ]υλ]πέρέσε. -- νᾷέπερ-μέσ (μετὰ γεν.) -- διὰ μέσου, ἀγάμεσα : ὄκόθα νεπερ µες τε ουῦτε- ρίσε αρμίκ]ετ ε σ᾿ µε πα νυ]ερῖ Ξ- διέδην διὰ µέσου τοῦ ἐχθρικοῦ στρατοπέδου καὶ οὐδεὶς μὲ εἶδεν. ---ε (επερτόῖ πλ]ούμΏι νάεπεο µες τε ζέμερσε εδὲ ρᾷ παφούμβ-- τὸν διεπέρασεν ἡ σφαῖρα ἀνάμεσα ἀπὸ τὴν καρδιὰ καὶ ἔπεσεν ἄπνους.--- κου μούντ τε δκόν]ε νασπερ µεσ τε ζ]άρριτ ετε µος ἀίγ]ετε; -- νᾶεο [Λατ. ϊπίθγ] (πρόθ. μετ᾽ αἰτ. πληθυντικῆς) -- τὸ ἐν µέσῳ (εἴτε χρονικὸν εἴτε τοπικὸν) διάστηµα: ναερ ν]έρζιτ -- εν τοῖς ἀνθρώποις, νᾶεο Ἰούρρο ε νᾶερ γρᾶ Ξ- ἐν µέσῳ ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν. νεῖξρ (τ)Ξ-ἴδ. ναξν] (τ) ο. Ξ- ἁπλόνω. ναξρ (τ) ΕΕ τὲρ (Υ) ρ. «ἴσως στεγνόνω, ᾽λιάζω). ναξρ-ναξρ-νᾶξρ (Ρι18]) ο. -- ἴδ. ναερόν] ἀόρ. νᾶξοκ (θα4ἳ) µτχ. νὰέ- ρουνε (Ῥαά1) - τιμᾶ. νεέρεμ (Οιιά1) -Ξἴδ. νάερόχεμ.-όνεμ’ παθ. τοῦ προηγ. νεΙεργ/ έγ/ΕΤε-]α -- [νά ξρ-Υ] ἐγ]εμ.] Ξ συνείδησις. πλ-:θ. νάξργ]εγ]ε]ε-τε. νάερᾶύμ (οορᾶαπ) -- ἀμφιθολία -- ατε νὰ νάερὰύμ. (ρορᾶαπ) - ὑπάρ- χει ἀμφιθολία,---πα ναεράύμ. (θοράαπ)-- ἀναμφιξόλως, (ε) »4εράύδιμ-ι ἀρσ. ε-ναεράύδιμε-]α θηλ. (ορ απ) Ξ ἀμφίόολος, ναξρ-ι Ἄ ναέρε-ι (Υ. τ. Ὀις1) νάξρ-ναέρια (141) πληθ. ναξρετε -- τιμή, ὑπόληψις. 3) χάρις.--- µε νεο τέ]ε-- μὲ τὸ πυµπάθειο (κοιν) ---κ]όφδ µε ναερ-- εἴθε νὰ σὲ τιμῶσιν.---να Ῥέρι δούμε ναἔο -- μᾶς ἐτίμησε πολύ, --- σ᾿ κά νᾷδρς δὲν ἔχει ὑπόληψιν. --- απ ναξρινε γ᾿ ἄόρε-- τὸν ἀτιμάζω.--- µε Ὀέρι ν]ε ναέρες- μοῦ ἔκαμε µίαν χάριν. --- 2τ1 --- ο ᾱἵ περ νάερ-- τοῦ τὸ γνωρίζω διὰ χάριν, τὸν εὐγνωμονῶ.---- σ ]α ἄἴ περ νᾷερ-- δὲν τοῦ τὸ γνωρίζω. διὰ χάριν, ἀγνωμονῶ. νζερέκ] (Υ. τ. Ριαα]-Ῥοράατ) ϱ. ἐνερ.-- διορθόνω, κοιν. ἰσιόζω. 9 συµθιθάζω τινά, ϐ) στολίζω τινά, 4) ναρεκ] κάλ]ινε-- εὐνουχίζω τὸν ἵππον, »ἀρέκ]εμ: παθ. διορθόνοµαι, κοιν. ἰσιάζομαι 9) συμθιθάζοµαι, 8) στο- λέζομαχι, ---- ου νάρέκ]α µε ατε ν]ερὶ -- ἐσυμβιθάσθην μὲ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπον. »άερζέχεμ: συνουσιάζοµιαι (ἐπὶ προθάτων).----δέντε ναερζέχενε, πὸ κἰξ- τε, Χ]έντε, µάτδετε, οὐ]κ]τε κ.τ.λ. νάϊκ]ενε, ὄτέζετε ὄχέλ]ενε, πέ- ὄκ]ντε ορίχενε, πέλ]ατε ἀῑχ]ενε.--- μΏς σὲ ε κξ Πιεχ]ουοε πέλ]ενε: (4ο µε θένε περ µάσ α περ μούδχε). νερζϊζεμ. ἴδ. μηερζτζεμ.. »ἄερκάμπ (Ὀορά4α) ϱ. ἐνερ. - µαρο νάεπερ χέμΏε -- χαταδυνχστεύω. »άξερκάμὂεμ (Ῥοράαη) -- κκταδυναστεύοµαι. -- µέρρεμ. ναέπερ κέμὈε. (1-ε) νάερκαμύουνε (οσα απ) -- καταδυναστευµένος, νάερκρέχεμ (Βεράτ.) ϱ. οὐδ, --ἴδ, καλό] (Υ) ϱ. οὐδ, νζερλ]όι)}-κ]-ό) (ἼἼλόασ.) ϱ- ἐνερ. Ξ νγατερό] φί]ετε πελ]χούρεσε. ---- ἄόρ. νάρολίκ]α, μτχ. νάερλ]έκ]ε καὶ να εολ]ίκ]ουνε, »ζερλ]όκ]εμ παθ. [1δ. λ]ικ]ετ᾽ ε κράχανιτ πελ]χούρεσε]. ναεομθλ]ύσ-ύτ-ύτ (7) ϱ. ἐνερ. - φερκό] σι ΏερΏξρι, ἆο µε θάνε τουε ὄτύπουνε µε «όρε, τουε ῥρόκουνε µε όρε, τουε ὄκελ]ουνε µε «ἀόρε. ναευμΏλ]ύτεμ παθ. τοῦ προηγ. νερμένᾶεμ (Περμέτ.) ο. οὐδ. -- Ῥίε νάΕρ µέντ, συνέρχοµαι, ναεοµές (τ)--ἴδ, ναερμ]ετ (Υ). νζερμ]έτ (Υ) πρόθεσις. σηµ. τὸ µεταξύ, Ἄ ἐν τῷ µέσῳ κείµενον.---- νεομ]έτ ου γ]ένάετε ν]ε ν]ερῖ ι κέκ]-- μεταξὺ ὑμῶν ὑπάρχει κα- κός τις, νά ερμ]έτεσ-ι να ερμ]έτεσε Ία θηλ. πληθ. νάερμ]έτεσιτε ἆρο. ---- ναερ- μ]έτετετε θηλ. ΞΞ μεσίτης, μεσίτρια. (.-ε) ναερμ]έτιμ (3) ι-ε-ναερμ.]έτσεμ. (5) --ἴδ, ι-ε-μέσεμ.. γάερόν]-ό]: ρ. ἐνερ. Ξ- τιμῶ.---ναερόνεμ.-όχεμ. -- τιμῶμαι, ναξρς: εἰς τὰς φράσεις: φάλ]εμι ναξρς (5 εὐχαριστοῦμέν σοι) Ξ- εὖχα- ῥιστῶ.--- 1 φάλ]εμ νάδρς Ἰότιτ -- εὐχαριστῶ τὸν Θεόν.--- τε φάλ]εμ. -- 215 --- νάξος περτε µίρενε κ]ε µε Ὡέρε (κ]ι µε Όλνε ()) Ξ σὲ εὐχαοιστῶ διὰ ο, Ἡ β ιν ψ 3 ᾗ 3 μμ . 5 τὸ πλον ὅπου μοῦ ἔχαμες ὀρθότερον εἰπεῖν' φἄάλ]εμι ναξρεσε ότιτ. ὁ Ριάἱ σχηματίζει τὴν γενικὴν τοῦ νάέρε-να ήεν νξρσε ἀντὶ ναεέρεσε-- τῆς τιμῆς. »ερσέ] (Ἓλθας,) ο. ἐνξογ. κοινῶς-- ἀναγκάζω, (παρακινῶ) τὸν σκύλον. »Φερσό] (Κροῦῇ.), νγερτος] (5) [νάεο-σῦ-νι (Υ) Ὦ σὔ-ρι (τ)] ἀναγκάζω τὸν σχκύλον ἐπάνω του" νάερσε] κ]έντε. (ι-ε) ναξρδιμ καὶ (ι-ε) νάέρδεμ (γ. τ.) -- τίµιος-α ἔντιμος' νναερρόν]-ό] : .β. 8νερ.Ξ- ἀλλάτω, µετκλλάτω, µεταθάλλω, ἀνταλλάσσω. ----Φράσις : ναεορόϊ ]έτενε-- ἀπεβίωσεν' ἴδ. κεμΡέν]. »ε{ερρόνεμ-όχεμ.:; παθ. καὶ οὐδ.Ξ- ἀλάττομαι, μεταθάλλομχι 9) ἀλλάττω τὴν ἐνδυμασίαν" νερούχει, -- νᾷξ2οόἱ οοόΏατε, κεµίδενε, τε λ]ίντατ Ἆ πα αως κος μας Ἱεροο] κν ὃν εμισενε, τε ] ες - Χ.τ.λ. ἴδ, κεμΏένεμ.-έχεμ.. »ἄερτό]-όχεμ --ἶδ. ἀερτό]-όνεμ. (τ) νάρετό] όχεμ. (5). νΕρτέσε-α:. πληθ. ναρυτέσατε-- κτίριον, κτίσις, κτίσμα. Ἆ νεσ ϱ. ἐνεργ.ΞΞἴδ, δέσ. ἀόρ. ναέζα, µετοχ. ναέζε καὶ νάέζουνε () νάέζουρε (τ). --- νάέσα µε υ]εοῖ τε λ]ικ. (τ) -- κοινῶς ἔντεσα μὲ ἔνοι χα- κὺν ἄνθρωπον᾽ (Τουρχ. ογραᾷίσ ϱ.) ν(ζεό ἐπιρ (1) νρα μΏε χοάχα, αι ρᾶ μ)Ώε Ὀερρούλ] τε κράχουτ. νεέδα μρε" φρᾶσις (Μαλ]εσίκ ε Σκόάρεσε) [ἀντὶ ναιέφζοι μίρε, κατ) ἀποθολην τοῦ φ πρὸ τοῦ ὅ καὶ τροπῇ τοῦ τε εἰς ε, χαθὼς διέτε καὶ δξτε (Σ), ρριέῦτε-α καὶ ρρεότε-α (5) οριέδε-κ καὶ ρρᾶδε-α (5 οεῦμα) κ.τ.λ. συνήθως κατὰ Σκοδριάνοις] Μαλ]εσόρετε ε Ὑκόδρεσε κουο πί- κ]ενε μ᾽ οὐδε ι θόνε ν]άνι τιέτριτ, Νάέδακ µίςε | Μίρε σε ου πόκ]εμ. (ἀπόκριτις) δηλ. εἶθε νὰ ἀκροασθῶ χαλῶς πεοὶ ὑμῶν. »άεσκό] (Ὀοράαπ) Ὦ νάεδκό] (Ὀοράατ) ϱ. ἐνεργ. - ἐπιπλήττω: καὶ ναισκόν] (41) ἐπιπλήττω, τιμωρῶ, Ο89{σαΤθ, τὸ παθ, νάεδκόχεμ Ἄ νάρσκὀχεµ. (οοράαιι), νάιδκόνεμ. (ιια1). »αξχεμ (Υ) νάξχεμ. (τ) παθ. τοῦ νάξ] Ὦ ναξ] () νάξ] 3 ναξ] (5). νιῤενέσε-α (Ῥοσάα) Ξ χρησμὸς πληθ. ναιθενέσατε. νάι]ό]-όχεμ ἵδ. ναεγ]ό]-όχεμ.. (1-ε) »ἄίγ]ουεδιμ (Υ) καὶ ι-ε-νάιγ]οῦδιμ -- ἵδ. ι-ε-ναεγ]ούεδιμ. (Υ). (τε) ναιγ]ούεμαε καὶ τε νθιγ]οῦμιτε-- ἴδὃ. τε νάεγ]ούεμιτε (Υ). νε} Ἡ ναι}: ϱ. ἐνερ. καὶ ντ] (συνηρ.) Ξ- αἰσθανομαί τι, ἀκροῶμαι, - 2189 --- ) ».. ἀκούω, ---- τε νάίεφδα ζαν ε µίοες εἴθε νὰ ἀκούσω καλὴν φήμην πεοὶ σοῦ.-- τε ναιέφὃκ τε µίρενε -- εἴθε νχ ἀκούπω τὺ καλόν σου. φράσις: σί κά ναιέ (5) [ναιέμ]:-- σί κα Υεδιµ. (Υ), σί κα Υεδιρε (5) (ἐπὶ ο ώσεηρ εἰς τὰς φράσεις : μος ναιἐφδ τα Ῥεν]τοι Ξνὰ µη ἀζξιωθῆς νὰ τὸ κάµῃς. --- μὸς νᾶιἐφὃ τα ᾖαδε-- νὰ μη ἀξιωθῆς νὰ τὸ φάγης.--- μὸς ναιεφὃ τε μ.χοτόνεῦ -- νὰ μη ἀξιωθῇς νὰ νυμφευθῇς | ἄόρ. νάιέδα-ε-ωυ, µτχ. ναιέμ (ϱ) καὶ νὰιμ (συνῃρ. Υ) νατερε (τ). νὰ ναιέκεσε- -]α πληθ. σιτε, σετξς- διώκτης. ναίελ Ὢ ναιέλ (Υ. τ) ναιλ σσυρ. )Ξ θερρέσ πούλ]ατε, ρόσατε, πάτατε. νάιέρε, ναιέρι (Όιιά]) -- ἴδ, Υ]έρ. ---- ναιέρε να᾿ ἄνε (θά) -- ὁλοτελῶς, νέιέρσεμ (1) - ἴδ. ἀιέρσεμ ϱ). ναίεμ: παθ. τοῦ νᾷές ο. ἴδ. δίζεµ. καὶ νάέζεμ. (Σ). (.-ε-τε) »αιέτε: (Άργυρ. Περμέτ.) Ξἵδ. ι-ε-τε ναῦτε ().---με βιέν τε νάιτετε--με βιέν τε νθῦτε--σι Ιαχαίνομιαι, νάΐκ]εμ: παθ.-- διώκοµαι, 9) βατεύοµαι (ἐπὶ σ συνουσικσμοῦ τῶν ζῴων) µάτδετε, κ]έντε οὐ]κ]τε κ.τ.λ. νάίκ]ενε. νωιού (Περμέτ.) --ἰδ, ἀῑικού (). νάικούὃδ (Περμέτ.)--ἴδ. ἀικούὃ (ϱ). νίµεζε-α: ὑποχ. τοῦ ναίµε-α (οαάἳ) πληθ. ναἰμεζατε. »αιμόν) (Όϐ1) νάιμό] (Ῥκόάρα- οσα απ) --ἴδ, ϱ. να(ᾷ. νιμετούερ-ι (θιιά1) --ἴδ. ναίχμεσ-ι (τ) πληθ. νάιμετόρετε »σιμετόρε-Ία (Ῥιιᾶ]) -- ἴδ, ναίζμεσε-]κ (τ) πληθ. ναιμετόρετε. νάιδκόν] (0141) ἴδ. νὰεδκό] (ροράαπ). νάιδκόνεμ (ιά) π«θ. -- ἴδ. νᾷεδκόχεμ. (οσα). νΦισκ]ι-α (α4ἳ) πληθ. νιδκ]ττες- ἐπίπληξις. ναΐτ-ι (ἴσως ἐσφαλμένως ἀντὶ νασίτ-ι (5) ) πληθ. νάίτετε 23378. νβσαίτ. ναίέφ (Υ)--ἴδ, ναίᾷ (τ) ρ νάίφμε-α (Υ)Ξἵδ. νάίχμε-α (τ) πληθ. νάίφματε. νάΐφμεσ-ι ναίφμεσε-]α πληθ. νἀίφμασιτε ἆρσ., ναίφμεσετε θηλ. -- ἴδ. γάίζμεσ-ι (τ) νάίχμεσε-]α (τ) θηλ. κχὶ νάιφμετάο-ι, νάιφματάρε-]α (Υ) --!δ, νάιζμετᾶρτι-τάρε-]α πληθ. ἆρα. νιιφμετάρετε, νάιφμε- τάρετε θηλ. ναΐζ (τ), νάίφ ) νάιμό] (5. ποράαι) καὶ ναιμον] (οιἵ) οἷμα ἐνερ. Ξ βολθῶ.---τὸ πάθ. λείπει, ΛΕΞΙΚΟΝ ΑΛΒΑΝΙΟΕΛΑΛΗΝΙΚΟΝ 15 --- - - 9 -- -- --- εν ... μα - α πες. πω. μα η - οι : - νε... αμ σπα ἡ πάπιες. ᾱ---αβραρ-νων-- ναϊῖχεμ.: ποθ. -- χἰσθάνομι«ι ὑπ ἄλλων, ἀκροάζομαχι ὑπ ἄλλων. νείχμε-α (τ. Ῥοράα), νάίφμε-α (. Ρορᾶαη), . νάίµε-α (ρς1) -- βοΊθεια.---- πληθ. ναίχματε, νάίφματε, νάίματε. νέζμεσ-ι, νάίχμεσε-]α θηλ, Ξ βοηθός, πληθ. λείπει, κ .»άίφμεσ-ι (Υ) ἀρσ. νάίφμεσε-]α θηλ. πληθ. ναίφμ.εσιτε-σετε θηλ. ν(έχμετᾶρ-ι, νάιζμετάρε-]α (τ) ναιφμετάρ-ι νάιφμετάρε-]α. καὶ Ψ(ζιμετούερ-όρι (0ιά1) ἆρσ. νάιμετόρε-]α θηλ. πληθ. νειμ.ετόρετε ἆρα. νἀιμετόρετε θηλ. | ὦ | ν([ο-ν(]ο (Υ. τ. Ῥιάἳ 5 πρόθεσις Ἰ-]---εἴτε-εῖτε.---- νο δούμε, νᾷο πάκ- εἴτε πολὺ εἴτε ὀλίγον.---- ἴὃ,. α-α.. | νεόδεμ (γ. τ. ρις1) ο. οὐδ, - τυγχάνω, κοινῶς λαχαίνω, παρευρίσκο- μαι, εὑρίσκομαι κατὰ τύχΏν.τ--- γάόδεμ ατύ - τυχαίνω, λαχαίνω αὖ- τοῦι----νουχκ᾽ ουν(όθ ατύ -- δὲν ἔτωχε (νὰ εἶναι) αὐτοῦ.--- σα) νκ ν(ό- δετε κε]ὸ γ]ξ- δὲν μᾶις εὑρίσχκεται αὐτό.---. κου ουν(όθ ατύ κουρ γ]άου κε]ὸ πούνε; -- τίς ἔτυχεν αὐτοῦ ὅτε συνέθη τοῦτο: όρο. ουν- 4όθ5 Ὁ ουνάόθτᾶ, μιτχ. νᾷόδε, νάόδουγε (Υ) νάόδουρε (τ)-. Ψόνεσε Ἡ νε]ονεσέ: ἐπιρ. (. τ. Ὀιάϊ-ροράαπ) -- καίτον, μολονότι, ἀγκαλά' νὰόνε (ῬοσάαπΠ), νάοπσὲ (Καθ) Ἔ με γ]ίθε κε (Βεράτ.). νάον]ᾶ (Υ) ἆρσ. καὶ ναον]ῖ θηλ. (Υ) Ξ κανένας κοινῶς καμμία,---ναον]έ ἄρσ. (τ) νᾷον]ξ θηλ. (5) ατε γᾶον ]ϊ Υούε; ατή -- εἶναι καμµί« γν- ναῖκα αὐτοῦ: ναον]δ, (Υ). Ἄ πι ναον]ὰ -- ναον]ὰ, (τ) Ἀ σι ναον]ά-- σχε- δόν, κάπου (ἐπάνω κάτω) ἕως. ---έρθνε νάον]ά Διέτε βέτα Ἰ έρθνε σι νάον]ᾶ διέτε βέτα-- ἦλθον κάπου Δέκα φυχαῖς (ὀγοματαῖοι) ἐπάνω κάτω.---χένγρα γβόν]α διέτε κόκ]ε φίκ] -- ἔφαγα. ἕως δέκα σῦκκ. ν(ζον]άνι (Υ) ἆρσ.Ξ- κανένας ἐξ αὐτῶν. ἀντιθ. ασνον]άνι (Υ). νάον]άνα (1) θηλ. Ξ καμμία ἐξ αὐτῶν ἀντιθ. κσνθον]αάνα (Υ). νεζον]έρι (τ) ἀρα. -- κανένας ἐξ αὐτῶν ἀντιθ. «σγᾷον]ερι (τ). άον]έρα () θηλ.Ξ καμμία ἐξ. αὐτῶν ἄντιθ, ασνθον]έρα (5): έρδι νάο- ν]αγις- ἦλθεν κανένας ἐξ αὐτῶν : έρδι νάον]άνα -- ηλθε καμμίκ ἐξ αὐ- τῶν ; (ἀπόχρισις) ασνον]άνι σ᾿ κ, ἄρδουνε -- οὐδεὶς ἐξ αὐτῶν 7λθεν. γ(όρε [νε-ἀόρε-α Ἠ νὰε ἀόρε-- ἐν χειρί, ἐν τῇ χειρ!].προθ. (συντασ. : .-- η Ἆ : μετὰ γεν.)- πλησίον, εἰς τὰς χεῖρας. ---- Ὀίε ναόρε-- παραδίδοµ.χε, --- ο ώμε / δα ον ας (δομαι : γάόρε νὶὲ «ᾷ σἑνᾶ . νουχξ Ὠϊε νζόρε-- δὲν ποεραδίδοµρεν, πτ μέρα νάόρε ν]ῖ γ]ά σεγς.- η 3 με ἔπεσεν εἰς τὸ χέρι ἕνα πρᾶγμαᾳ. τ-- νάόρε µέ]ε, τέ]ε, ατῖ, νεδ, έλλ ο ον --- 910 ---- ]ούὅ, ατύνε. ---.σ᾽ Ὠίε ναόρε ιγ]άλε-- δὲν πχοαδίδετχι ζωντανός" τκ κάμ. λ]άνε ναόρε τέ]ε-- τὸ ἀφίνω εἰς τὴν διαθεσίν σου, εἰς τὴν προαἰρεσίν σου, εἰς τὴν προστασίαν σου. ----ᾱὅτε ναάύρε Ἴδτιτ -- εἶνε ὑπὸ την προστασίαν τοῦ Θεοῦ. »4όρε]ε-)α ()Ξ σύστασις, παρακαταθήκη, πληθ. ναόρε]ετε.---με νό- ρΕ]ε-- μὲ σύστασιν' µε Ῥέσε (γ. τ.)--μὲ ἀσφάλειαν. ορεγζόν]-ό] --ο. ἐνεργ. πυσταίνω τινά. »ορε»ζόνεμ-όχεμ.: παθ.-- συσταίνομικι, νόδτα (ορ αη) - ἴσως. νάούκ ϱ. ἐνεργ.--μικδάω, κοινῶς μκδῶ [συγκρ.. Ἓλλην. δάκ-ν-ω]. νζοῦκεμ παθ. ἀόρ. ουνάούκα ουνᾷούκξ-ι, μετοχ. ναούκε καὶ νάυύκουνε (Υ) νἀάούκουρε (τ). νάοῦρεὂ (Βροῦ]ο) (ἐκ τοῦ ἀόρε-κ --χεὶρ πληθ. ἆοῦερ καὶ ἀοῦς (συν ῃρ.) ἄφαιρ. ἀοὐεοῦ καὶ ἀουρδ (συνηρ.) καὶ προαλήψει τοῦ εὖφων. ν ἔγεινε νάούερὸ εἰς τὴν φράσιν γ]ίθε νάστρεὂ (Κροῦ]α) --γ]ίθε τὸ φάραδ -- παντοειδεῖς : νάόχ (τ). ϱ.Ξ ναῦ (Υ) τε νάόχετε-- ἴδ. τε νάῦτε (ϱ. γάράκ : ϱ. ἐνεργ. -- μαγορίζω.----ἴδ. ϱ. διέσ ἀόρ, ναράγκ-ει µετυχ. νάράγε νἀράγουνε (Υ) νάράγουρε (τ). νᾶραγεμ: ϱ. παθ. καὶ οὐδ, μαγαρίζομαι-- ἴδ. διτεμ. γζρατά (οπά1) Ξ νε; ατά-- ἐν αὐτοῖς ναρατὸ (41) --νάξο ατό -- ἐν αὐταῖς, γαρέκ]-εμ.--τδ. νε ρέκ]-εμ.. νἀρέκ]εσ-ι ἆρσ. νἀρέκ]εσε-]« θηλ.Ξ- αὖ, αἱό κ]ε νάρεκ] πληθ. νὰρέ- Ἀ]εσιτς ἆρσ. νρέκ]εσετε θηλ. ναρέΙτε (Σ) ἐπιρ. --ἴδ, ἀρέ]τε ἐπιρ. (ε-ε-τε) »αρέ]τες- ἴδ. (ι-ε-τε) ἀρέ]τε ἐπιθ. νερετό]-όχεμ (Σ) --ἴδ. ἀρετό]-όχεμ.-- ε Ὀεν] τε ἀρε]τε. »ἀρετό] (Έυραν.) ο. ἔνερ. -- ἰσιάζω (Τουρκ. ου]άίσ ϱ. (ου]μάκ)). ναρε]τόχεμ: παθ.--ἰσάζομκι (Ῥουρκ. ου] ἀίσεμ) ναρετό]-όχεμ (5) -- ἴδ, νάεοτό]-όχεμ. (γ). αρίκουλε-α πληθ. ἀρίκωλα-τε (. τ.)Ξ-ἡ ἀνάδοχος καὶ ἡ στεφανό- νουσα γυνή: ἵδ, πούμτβρ-ι ἆρα. »αἰρίσ-ίτ-ἶτ (Υ) ϱ. ἐνεργ. ναρίτ-ίτ-ιτ (τ) ἀριτό] (Άργυς.) ἀόρ. ναρίτα, οδοί ο αι --- 216 --- µετοχ. νάρίτε, ναρίτουνε νρίτουρε (τ)Ξ φωτίζω, φέγγω, λάμπω. »αρίεμ (Υ. τ.) νἀριτόνεμ., ἀρίτεμ (Αργυο.) Ξφωτίζομαι, νάφιδό (7), δενἀρίσ-ίτ-ίτ (5) -φωτίζω, φέγγω, λάμπω, ἐκθάλλω ρα / μ ϕ πε ξ .. Ε΄ φῶς' (δυνατώτερον τοῦ ναρισ-ίτ-(τ)----παθ. νάριτδόχεμ. (Υ) δεν οἵτεμ, (1), ἀόρ, δενᾶρίτα, μτχ. δεναρίτε, δενἀρίτουνε.----ναοιτδϊμ-,-- λάμ- Ψις πληθ. νάριτδίμετε. ] μη. Π. Ι ". η] | | 1π1 η ..) (.ε) ναρίτδιμ (Υ. στ) 5 λαμπρὺς-α, φωτεινὸς- ή. (ι-ε) νραδούεδιμ (Υ) τ-ε ναριτδοῦδιμ, (συν η».) ἐπίθ.ξ- λαμιποὺς-ά. . 9 αν η ς : ἱ ον ' μ Ἶ νάρούαν] : (Περμετ.) - ἴδ. ἀρούαν] (τ) -- «διστάζω, συστελλομµαι). ναάρύδει: παθ. -- στραμπουλίζοµαι, σταγγαλίζοµαι, πλαταρόνομκι" | 2) συνθλίδοµαι. --- ουνβρύθ φόσν]« -- «στραγγαλίσθηκε τὸ βρέφος». | (1-ε-τε) »ἀρύδουνε, ναρύδουρε (Χειμάρο)). --- περθρέδουοε (ΠΠεομετ.)’ | μτχ. τοῦ ναρύθ -- τὸ νευροκαθαλίκευµας, στραμπούλημας. μαρύύὺ (Ύ. τ.) 0. ένεργ. Χοιγ. ἴ- στραμπουλίζω, στραγγαλίζω, πλατα- οόνω. ---- ναρύδα ἀόρενε, κεμΏενε -- ε νασόρα βενᾷιτ' 9) συνθλίέω, ὅτυπ µε γίδτα τούχε μιρεδούσοε. »αρυ»] (1) Γἀρῦ-νι], νάρυ]: ο. ἐνεργ. Ξ κλειδόνω: ἀντίθ. τσελ] ϱρ. ἀόρ. νάρύνα-ε-ι, μτχ. ναρυµ. (19. μΏύλ ρ. νρῦκ]εμ -- ἵδ. ὄτρύκ]εμ.. νερύμεσ-ι: ἆρα. --- νάρύμεσε-]α θηλ. (1) ναρύμβσιτε ἆρσ.--- νάούμεσετε θηλ. | σφαχλλῶ, χλείω). αὖ, ο]ό .]ε ναρην. --πληθ. νάρυνεσ-ι (Υ) ἆρσ. νάρύνεσε-]α θηλ. -- ὑποκοντῆς, Χρυφός' πληθ. ναού- νέσιτε ἆρσ. ---- νρύνεσετε θηλ. μρύσ: (τ) : 3 19, ὅτούθ, κουλό]. »ἀρύδε (Υ) νάρύσεί (Σ. υιιΙ- Ῥορά απ) -- ἄλλως, δικφορετικά. --- δ. τιέτρα αν . 5. »αρύδκ ο. ἐνεργ. -- σκουοιάζω τι [ἐπὶ μετάλλων). Ὃ αμ. ί | 3 η - μι ραρύόκεμ ο. παθ. καὶ οὐδ, -- σκουριάζοµιαι. ναρύδκουλε-α Ξ- νι λ]ούνγε κι ἀὲλ] νε θούνάρετ -ε κεμθεθε:. -- πληθ. νάούῦκουλατε, νἀρύυχεμ (1) παθ. -- κλειδόνοµαι ({δ, μὈῦλεμ) ἀντίθ. τοιλ]εμ.. »άσαρ-ι (Ἓλθκαι) (Βεράτ.) πληθ. νᾷσάρετε -- ἴδ. βολ]ε-]α, Ὀουτῖ-νε, νεσα-ξ-ξ (Υ) νᾷσξ-ξ-ξ (τ) ο. -- Κωρῶ: ἄόρ. νάσούνα-ε-ι καὶ νάσούρα-ε-ι (τ)μτχ.νασᾶνε ({) νάσερε (τ). --δενίκωυ νσξ 100 όκε γρούνε-- χωρεῖ. -μ- ή --- οτἱ --- ---νούκε µε νᾷσξ βένᾶι -- δὲν μὲ χωρεῖ ὁ τόπος, µε-τε-ε-νάσἒ (3 νασε) ο) - µε-σε-τὸν χωρεῖ κ.τ.λ. νάσανε (Υγ. Ἠλθ. Ῥορά απ) [άντὶ ζανε µτχ. τοῦ ζᾶ--ςπιόνω καὶ προσ- λήψει τοῦ εὐφωνικοῦ ν, µετεθλήθη τὸ τ εἰς ἆ καὶ ἔγεινε νᾷσᾶνε υ--. παθὼς ι ζῖ-ου, νσι] -- µαυρίζω κ.τ.λ.].Ἔ- πικσµένος, ἀπησχολημένος. ---ἀντίθ. ι-ε νγξσι.' αμ νᾷσανε (Υ) -- εἶμαι πιασµένος, ἀπησγο- λημενος. νασξ] (Υ) νᾷσξ] (1) ἓ ἐνεργ.Ξ- πυρόνω, 2) ἐοεθίζω: ἀόρ. νάσδνα-ε-ι (Υ) μα. νά ϱ) [νζι-ω] Κω σσ νσξτε (Υ), νάσἒτε (τ ὁ )» νάσξχετε (Τυραν.) επίρ. - ζεστῶς (περισσή- τερον ἀπὸ τὸ νγρόχετε). (ι-ε-τε) νῶσξτε (Υ) νάσετε (τ) νάσέχετε (Τυραν.) -- ζεστὺς-Ἰ-όν. νεϊσξχεμ (Υ) νάσεχεμ. (τ)' παθ. πυρόνοµκι' 3) ἐρεθίζομαι. νεϊσξ] (Υ) νὰστ] (τ) ρ. ἐνεργ.Ξ- µαυρίζω, ἀντίθ. σΏάρ -- λευκαίνω. --- ἀόρ. νασῖνα-ε-ι (Υ), μτχ. νὰσϊμ, (}) νάσιρε (τ). νεσίερ καὶ νσίρ (συνηῃρ.) -- ἐκθάλλω, ἐξάγω: τὸ νάσίερ κυ θεντ: Ξ τί ἐξάγει αὐτὸς ὁ τόπος; ἆόο. νάσόρα-ε-ι, μτχ. νᾳσιέροε. ---- νάσόρο ή! ὃ ὁ ἀόρένε, κεμ.Ώενε βενᾶιτ - ἵδ. ναρύθ - δεµ.. --- νᾷσιερ Χενκ; Ξ στι- χουργῶ. -- νάσίερ ]άδτε-- ἐκθάλλω.--- νσίερ µΏε κρύε -- κοιν. τὸ 8 Ἡ ι να] Π βγάζω πέρα (εἰς τὸ κεφάλι).--- νούχ᾽ ε νᾷσίερ μΏε κρύε -- δὲν τὸ .. ε Μ ῥ ὀγάζω πέρα. --- νβσίερ δπάτενε µιέλιτ (Ῥοράαη) -- ξεσπαθόνω ---- ” ι .. | ἀντιθ, ὅτιε. νεσίρεμ Ξ- παθ. τοῦ προηγ. νεἰσιέρρεσ-ι ἆρσ. νασιέροεσε-]κ θηλ. πληθ. --- βρεσιτε ἆρσ. ---- ῥρέσετε θηλ. Ξ αὖ, αἱό κ]ε νάσιερ. νεσίτ-ι (τ) πληθ. νᾷσίτε-τε Ὁ τ Ὁ ο αν . . 5 : Ώ, νεῖσίτ (11) -- ἴδ. νᾷσιτό] ϱ. ἐνεργ. -- σπεύδω. νεϊσίτεμ (Ώια1) -- ἴδ. νάσιτόζεμ. παθ. νασίτουνε (Ρι141) µετοχ. τοῦ νᾷσιτ' ἀόορ. νᾷσίτα-ε-ι (Ῥιι41). νασιτό]- αμ κά τ.) ρ. ένεργ. ἐκθιάζω τινά, παρακινῶ τινά 9) ϱ, οὐδ. -- μὲ βίαν. --- ἀντίθ. σἴελ ρ. νσιτόνεμ-όχεμ. παθ. ἀντιθ. σῖλεμ, : νάσιτίμ-ι Ξ- ἐκθίασις, παρακίνησις' 9) τὸ τρέχειν βιαστικά.---πληθ. νᾷσιτίμετε. - , ρα ακκικ α--- ο τα ᾱ-. -- 218 .--- τς τν ε--- ---ᾷνκ..... -- μ--ᾱ ἀσίφτε φάκ]ε]α ! -- αἰσχύνη εἰς σέ | »ζύ () ναύ] () νάύτὃ () - ἴδ, γέρο: νᾶὺ μρε κετε ἀῑτε -- µέχοι τῆς ἡμέρας ταύτης, ἕως ταύτην την ἡμέραν. ναύκεμ (5) ο. -- ὡριμαζω. --- πικ]εμ.νᾶς; βέτεχε,-- ἀάρδατε βάδεζατε νάύκενε -- πίκ]ενε νὰερ βέτεζε. ναν) (Υ) νάσο (τ), νάυρόσ (τ), ναό (5) ρ. ἐνεργ.-- µολύνω, λερόνω’ «ορ. ναῦνα (γ) νάδτα (1) μτχ. νάῦμ, (Υ) νάσρε (τ). | νονχεμ (Υ) νάῦρεμ. (τ), νάυρόσεμ. (τ) --- µολύνομαι, λερόνομαι"' πχβ. με-τε-ι ναῦχετε (Υ) Ξ βδελύσσομαι-σαι-ται" 3 σικχαίνομα., σαν-ται' να-ου-ου ναύχετε (Υ) -- βδελυσσόµεθα-σθε-νται. ναυνεσι-α (1) βδελυγµός, 3) μοιχεία" πληθ. νἀυνεσῖτε. »{υλέσ-ι (γ) πληθ. ναύνεσιτε χραο.. ναᾳύνεσετε θηλ. βρωµεθός, μοϊιχός. (-ε) ναῦτε-ι-α. () ναότε (Περμέτ.). νάόχετε (τ. ΠΒεράτ.) νάόχετε (1) νάιετε (Άργυς, Περμέτ. -- µολυσμένος-η, λερομένος-η, βδελυρὸς-ά, (τε) αντε () τε νάότε (τ), τε νδόχετε (τ. Βεράτ.), τε νάόχε-ε (τ),) τε νάνετε (Αργὺρ. Περμέτ,) -- οὐδ. σικχασία, βδελυγµα. -καμ τε ναυτε (Υ) ἡ µε νάῦχετε (ϱ):- βδελύσσοµαι. π παμ. τε ναόχετε Ἰ με Ῥιεν τε νάόχετε (τ) -- σικχαίνοµαν, βδελύσσοµαι. "εβερίτεμ (1) -- ἴδ. βέλ]εμ. | νεβόλ]ε-α (Τὅαμ.) νεξό]δ-α (Υ. τ). πληθ. νεθόλ]ατε, νεθό]οτε -- ἀνάγκη, χρεία, | νασίχεμ (Υ) νασϊχεμ. (τ) -- μαυρίζοµαι" ἀντίβ. σράρδεμ φράσις : τ΄ουν- -Ὁ αμα εν “Ὁ' ἄθνοσαε ακαα υµβρτα- ο κες----ᾱ-ἠιμώς ὁἁσωωά- ως. ϕΙ ως... το αρ Ἕτετες: αι - τς µ--- ... ων αβωωκς τω πιω µωρο.. το μπιν ντος - . .--- π- ---- γα. 4 «κος ὀμο---α--ακααππας ------- πα να 1 -- Ἰ | π. (.-ε) νεβόλ]εδιμ (Τδαμ.) νεθό]διμ. (Υ. τ.) ἐπίθ. -- ἀναγκατος-αίο., νέ]ε-α (Υ) πληθ. νέ]ετο.---- νέν]ε-α πληθ. νέν]ετε (Ἠιιά1) καὶ γεῖσ-ζι (1]ερμετ.) -- ἄρθρα, ἀρθρώσεις, ἁρμοί, κλειδώσεις' :χοιν. οἱ οόζοι, οἱ κόμποι τῶν δένδρων. --- νέϊσ-ζι (Περμέτ.) σκληρὀν Χρέας τὸ ὁποῖον βγαίνει εἰς τοὺς δακτύλους Ἡ εἰς ἄλλα µέρη. τοῦ σώματος, ----Χξρ- τσάσ νέ]ετ) ε Ἰ{ὄτναξετ -- κροτῶ τὰς ἀρθρώσεις' νε]ετε ἀξερράσαθετ-- οἱ ρόζοι τῶν σανιδίων. νεκό} {), ρεκόν] (τ), γ]εμό] (Σ) -- βογκάω. ----ἴδ. ανεκό] (9) καὶ γ]ε- μόν] (5). νεκόχεμ (Υ) ρεκόνεµ (τ) ἵδ. ανεκόχεμ. (5) -- παραπονοῦμαι. νεκίµ-ι (Υ) ρεεκίµ-ι (τ) γ]ὰμ.ι (Σ) 5 βόγκηµα. ἴδ. ανεκίμ-ι (Σ) πληθ. νεκέµετε (1), ρξκίµετε (τ). ---ο16)88. νέµ: µόριον - δός-μοὲ, ἴδι όμε; ἐπτμε.ι- νε, πάεζε δούμε } ἅμε πά: κεῖε Ὠούκε-- δός μοι ὀλίγον ζμμί | | [5 νέμ. 1. Ῥοράαη)΄ Ὑόμ. (τ). νεμεσό] (τ];, νεµόο (Περμέτ.) -ἴδ. ϱ. αμ. νέμε-α (ο) πληθ. νέμε-τες ἴδι ας ου 3- "δέμέσις, θεος "ης ο σεως]. | νέμεσοι (τ) (άρα, εμεσε:]« ο) Φήλλσωό; ἁὸ κ]ε νέµ.. πληθ: νέμέπσιτε ἆρδ, νέμέσετε θηλ. σσ | ον η εὰ νεµέτσ-ι (τ) ἀἆρσ. Ξξ µεμέτσο.---ι-ε πα γό]ες ἄλκαλος. νενε-κ)ίγ)ε-Τα (Κλοῦ]α), μέναλεζε-α σα.) πληθ. νενὲ-κ]ένγ]ετε, µεν- ἀρεζατεξ- τὸ ἠδύοσμον, μα δν ἁ νά. κκχτάληξιν ᾽Αλθανικήν] --Ἡ ἡ μηπροςὴ Ἠλιλίος, --- γν ὄχόϊ Νουαφρὶ ο. να έρδι νενερῖα. | νέντε (τ) -- ἴδι νανᾶξ ().---νέντε-α Ἑνάναστα }). γέντε-διέτε-- ἴδ. νόναε-διέτε (Ύ): νέντε- διέτεσ-ι (τ) -- ἴδ. νανᾶε-διέτεσ-ι (Α. νέντε-μθε-διέτε (τ) -- ἴὃ νδνᾶε-μΏε-διέτ (Ω. νέντεσ.ι (τ) -- ἴδ.. νάναεσ-ι (ϱ). νέντεῦ (τ) Ξ ἵδ. νᾶναεὂ (}). (1-ε) νέντ-τε-ι-ας- ἴδ.- εθευναντέ-ι-α (/). νέντε µεζά] (Περμετ.) ἐπιίρ; Ξ ἐννεαπλῶς. (ι-ε) νέντεμεστέε-ι-α (Πεομετ.) 5 ἐννέαπλοῦς-Π. νέντε) µεζό] (Περμέτ:) δ. ἔνερ.-: κἄμνω ἐννεχπλοῦν. νέπεµ καὶ νίπεµ (Σ) παθ. τοῦ νάπ ο. (Σ) -- δίδωζόµαι᾽ νεπέρκε-α (τ) πληθ. νεπερκατέ, νέπόιρεια (λθκσα.) πληθ: νἐπχρατὲ. ορεδά]ε-]α (Σ) πλιθ. ϱρεὂ κ τετοι ιδνα.. νέθθ΄ (εγ. Μαλ]εσίο) ο. οὐδ. Ξ ἴδ.'μερδί ᾿ἀάρ. νέδθα-ε-ι Ἰωτχ. νερθε"'' καὶ νέοθουνε. νενερῖ-α (τ) [νένε-οὲ καὶ νάνετο {})-- ολο Ῥουυκικἡ λέξις νενε' με ε νέσερε ἐπίο. -- ἁὐριόή,-Ἱ- ππσνέσενε μεθαύρίὀν.---- παηνεσενέ ττετέρε κ θν απ νἐσἑοὲτ (Ὀιᾶ]-ῬοβαάἩ τ.) ἐπιρς τὴν ἐπαύοιον" καὶ νἐσερε]τ (Έ0ραν.) ναέ νέσερετ᾽ (Ρἱ1άϊ) τὴν ἐπαύριον. (ι) νέσεομ.-ι- οῤμεβα: πλήθ, τε νεσεόμιτε ἆρσ. τε νεσερµέτε θήλ.- ε νέσερμε]σε, - ν ἀντιμεθαύριον, ε κὐριανὸς -Ἠ' χαὶ Ἡ αὐριανη ἡμέρα.-- κουῦ ε ἀϊσε το κιτ -- 2680 --- νιέγουλε-α (Σ. αἱ Τοσκ.) --ἴδ. ν]έγουλε-α (πληθ. λείπει). ρίμε-τε (1εγ.) πληθ. ϱΡΡ νίπ-ι [Λατ. ποροξ] ἀδελφιδοῦς, ἀνεψιὸς πληθ. "πενιτε (1) καὶ νίπε- βιτε (1): εµ-νιπ (Υ) καὶ ιμ-νίπ (τ), Ότ-νιπ, ι νίπι-- ὁ ἐμὸς ἀνεψιός, ὁ σὸς ἀνεψιός, ὁ ἀνεψιός του ἡ αὐτῆς. νίσ ρ. ἐνεργ. -- ἀρχίζω 3) στέλλω" νιστε Ῥέν] πούνε-- ζξ τε Ῥέν] πούνε-- ἀρχίζω νὰ κάµω δουλειά.---νισ ἀ]άλ]ενε πε; χουρΏέτ.--νισ νούσενε-- στολίζω τὴν νύμφην. νίσεµ.: ϱ. οὐδ.-- κινῶ (ὑπάγειν)" νίσεµ. τε σκο] --νίσεµ. τεβέτε -- κινῶ νὰ ὑπάγω" νίσεµ. περ κουρΏέτ-- κιῶ διὰ τὴν ξενητειά: νίσεµ. τε βέτε- κινῶ νὰ ὑπάγω" νίσεµ. σι γροῦκ-- στολίζοµαι ὡς γυνή. γισξ)}ε-]αξ- τε νίσουρξ-ιτε (τ) πληθ. νίσε]ετε - στολισµός, »κδε]-ένεμ (Οιἳ) -- κθέ]-ένεμ. -- γυρίζω, στρέφω-ομαι. νκέκ]εμ (01141) ϱ. οὐδ, -- ἀποκαθίσταμαι κακός, ἐξαχρειόνομαι' ν]έρε- ζιτ ου νκέχ]νες- οἱ ἄνθρωποι ἐξηχρειώθησαν. νκότ (111) - ἴδ. κοτΞ µαταίως, νκρύε] (Ῥοράαπ)--ἴδ. κρύε] Ξ-ρ. ἐνερ. -- ἀποπερατῶ. » κρύετ [ἀντὶ νὰς κούετ] (Ραά1-Ῥοράαη) -- εἰς τὴν ἀρχήν, τὴν κορυφήν. νκ]όν] (Οι!) -- ἴδ. κό] (Ἓλθασ.)--ρ. ἐνεργ. «- ἐξυπνῶ τινα. »κ]όνεμ: (01) -ἴδ. κ]όχεμ (Ἓλθας. -- ἐξεγείρομαι τοῦ ύπνου, ἐξυπνῶ. νόμ-ι (5) πληθ. νόµετε--ἴδ. λ]γ]ε-α (Ἠ) Ξ-νόμος. »ομ-δένεσ-ι (τ)Ξ ἵδ. λ](γ]ε-α" πληθ. νοµ.-δένεσ-ιτε; νοτ-ιξ- κολύμδηµα (πληθ. λείπει) Ὀα] νότ () καὶ θα] µε νοτ, (Υ) Ὀἐν] µε νοτ (τ)ΞΞκολυμέῶ. γοτάρ-ι ἄρα. νοτάρε-]α θηλ. πληθ. νοτάρετε ἆρα. νοτάρετε θηλ. κολυμ.- θητής. νόφουλε-α πληθ. γόφουλα-τε (Ἓλθασ. Καθα]κ)-- σταγών' καὶ φουλ] κ]ιν]ε-α (5. Ἐρου]α Τυρ.) νούε-]α (Σ) ἴδ. νύ]ε-α (Κροῦ]α), πίδκε-α (Βεράτ.), πίτσκξ-α (Ἐλθασ). γούεί)--ι πληθ. νουεθ-ιτξ, (κερτοῖ-ἶοι). νούκε καὶ σ᾿.Ξ- οὐκ, οὐχ, οὐ, κοινῶς δὲν -- ἵδ, σ’. νούκε (Ε εγενία ε Έπευε, Ξἡ "Ανω ᾽Αλθανία) ἐπιρ. ἀρνητικόν' Ξ- οὐχί, κοινῶς ὄχι" (Τουρχ., Ἰόκ., ἐξ οὗ τὸ Ἱά-- ὄχι κοινῶς) α τί ε Ὀάνε κετέ:-- αὐ ἔκαμες τοῦτο: νούχκεςξ ὄχι, --- 251 --- νούλ]ε-α (Βεράτ.)-- ἴδ. Υ]ύδε-]α ε νούλί]αξε γ]υδε]α' σε νούλ]εσε--σε Ὕ]υσεσε, το νούλ]ενεξτε Υ]ύδενε: πληθ. νούλ]κτε. (.-ε-τε) νούλ/κετε: (Τυραν.)-- ἐπιθ. --(ι-ε-τε] σκ]άκ]ετε-- πιέκουνε νεο βέτε: ἆαρδ) ε νούλ]χετε (Έωραν')-- πιέκουνε ναερ βέτε. νούμερε-ι (Υ. τ.) καὶ νούµουρξ-ι: πληθ. νούµερατε (Λατ. ΠΙΙΠΠΘΓΙΘ)-- ἀριθμός. ουμερόν]-ό] (Υ. τ.) [λατ. ΠΙΠΙΘΤΟ- ΤΘ] ϱ. ἐνεργ. Ξ ἴδ. νγ]έζ (1) καὶ απ. νγ]εφ (1). . Ἀ α δα 5 α ουμερόνεμ-όχεμ (Υ. τ.Ξἴδ. νγ]έχεμ. (Υ) νγ]έφεμ (Υ)' τε πα νουµε- ῥούαρα-- τε πα νγ]έχουνα (Υ)Ξ-ὀναρίθμητα. 3 ιὴ [ α ῃ ι / ς νουν-ι: ἄναδοχος κοιν. νουνός' ) ὁ πνευματεκὸς πληθ. νούνατε. ουνερῖ-α : (πληθ. νουνροῖτε ἄχρηστος)-- ἡ κουμπαριά. νουνερόχεµ » (τε) ορεφέχεµ. (Σ.. γεγ.) ζὰ νούν (Ἐλθασ.) ϱ. οὐδ.-- ἐξομολο- γοῦμαι (εἰς τὸν πνευματικόν). / αν ε / β ας ης 3 / Γ΄ 3} ᾽ ε 4 Ἡ ᾿ νούσε-]}α -- Ἡ νυμφη οὕτω χαλοῦσι την νύμφην ὁ ἀλελφὺς ἡ ἀδελφη καὶ οἱ πλησιέστεροι συγγενεῖς τοῦ γαμθροῦ πληθ. νούσετε. νούσε]α ε Λ]άλ]εσε Ἠ νούσε]᾽ ε λ]άλ]εσε--ἴδ. Ώουκλ]εζε-α -- ἰκτίς. νούσετ ε µάλ]ιτ-- ἵδ. τε ΙἸάδτεμετε (τὰ στοιχειά.). Ῥυνσερι-α . αφῃ». Ξ τὸ χρονικὸν διαστηµ της νόμφης. ουσερό/] : (τ) ρ. εἶμαι νύμφη, γίνομαι νύμφη. γουχάσ-άτ-άτ (Τοσκ.) - νουχουοίτ (Αργυρ.Ξ ὀσφραίνομαι (μὲ τὴν μότην) ἀόρ. νουχάτα-ε-ι µετοχ. νουχάτουρε: κ]ένι νουλάτ μὲ ζούναε -- ὁ χύων ὀσφρχίνομιαι με τὴν μύτην' τε νουχάτουρε-ιτε(Τοσκ..) ἡ ὄσφρήησις. γοτόν]-όνεμ (Οι!) -- ἴδ. στό]-όνεμ.-όχεμ.-- προσθέτω. ντέε [ντξ] (141) Ξ τέ]ε -- ἐκ σοῦ. ντρέσ-έτ-έτ (Ῥορ4 απ) -- τρέσ-έτ-έτ.--- ντρέτεμ.-- ἴδ. . 3 αν . . ᾽ Γ ντρούεν] (ας!) -ἴδ, τρούεν] (Υ) τρούαν] (τ) -- ἐντρέπομαι. ῥ ο . ” ῷ , ντρούεμ (Ὀι11) --ἶδ, τρούεµ. (Υ) µετοχή. ντροῦχεμ (Ρι141) - ἴδ. τροὔχεμ, παθ, ντσί-ι {Εξ ντοιτίµ-ι {88 ντσιτιμ]-α ΕΡέ -- (σπουδή, βία». . . 5 κ .. ντσέλ] (Όας1) Ξἴὸ, τδελ] ο. .6ρα ἃ . ας μα α ᾽ ντόέλ]ε (Οι!) Ξ ἴδ. τδελ]ε ἐπιο. - ἀνοικτά. ”., 4 / αν μ.ο; Γ ντδέφαξε (ορ απ) ἐπίρ. ἴδ. τόέφας -- κρυφίως. »τδέχ, ντδέφ (ροράα) --ἴδ. τδέχ, τδέφ ϱ. () καὶ μΏε τδέφ (οσα) 0. ΕΤΕ. -- 282 --- 'τόχεμ, ντδϊφεµ, (Ῥοράαι) --ἴδ. τοίχεµ., τόίφεμ, (γ) »τόν/ (Ρι1ᾷ1) 19. τδό]. ΦΙΛ ντόόχεμ «ἴδ, τσόχεμ., υύελ-ι νύελι ιν κέμβεσε -- (τὰ σφυρά, οἱ ἀστράγαλοι), νύ]ε-α (Εροῦ]α) πληθ. νύ]ατε-- κοµπόδεµος;. καὶ νούε-]α (Σ) πίσκενα͵'' (Βεράτ.) πληθ. πίσκκτε, πίτοχε-α (Ἠλθασὰν) πληθ. πίτολοτε [1ὸ. πιτσ-κό] . | η Αν ΜΗ νφάλ] (ρα ἴδ. φάλ] -- χαρίζω. λε δη Ν]- μες. η) (ΥεΥ. Μαλεσίκ- Ρα!) νία ΙΥ. Μαλεσία), ν]έ (τ) ἀραι, ν]ξ(τ) θηλ ντ (1): ἆρς, γι (Υ) θηλ. Ξεἷς, μίος" έν. Αριθμ ήτικον ορ. Γεγικῶς,. ἄρπ. ὀνομ..' νὶδ (εἷς) ν]α] .(μιᾶς), γ]α]ε (δοτ:) μι αἶτ. υ]α (μίαν), ἀφαιρ. ' ν]α]ετ' (ἐκ μις).-- Ἔτι Ὑεγικῶς: ἆρα, ὀνοι.. ντ, γεν. ν[του, δοτ. γ]ίου, αἰτ' νᾖ, ἄφαιὸ, ν]ιου' θηλ: ὀνομ., νε εν. ν]τε, δοτ. ν]ηε,' αἶτι ν]ς; ἄφαιρ, "ν[τ]ετ.----- ΤῬοσκικῶς : ἄρσ', ὀνομ.. ν]έ, γεν. ν]έ], ὃδοτ, ν]έ]ε, αἰτ. ν]ε, ἄφαιρ, ν]ε], θηλ. ὀνομ,. ν]ἔ, γεν. ν]ξ]ε, δυτ. ν]έ]ε, αἲτ' γ]δ,) ἄφριρι' ν]ε]ετ.--- ἀριθμητοκὸν Ἱ Ε. : 3 ε π. 3 ο μ. .. ἳ δι, ἱ ης ἄόριστον ἀπροσδιόριστον.--- ] εγικῶς: ἆρσ. ὄνομ: ν]ᾶνι (ὁ εἷς), γεν. ν]σνιτ (τοῦ: ἑνός), δος. ν]ανιτ (τῷ ἑνὶ) αἲτ. γ]άνινε (τὸν ἔνα, ἀφαιρ. ν]άνιτ (Ξ ἐκ τοῦ ἑνός).---θηλ. ὀνομ., ν]άνα γεν. ν]άνέσε (ης μιᾶς) δοτ. ν]άνεσε (τῇ μιᾷ), αἰτ. ν]άνετε (τὴν μίαν) ἀφοίιρ. ν]ανε --(ἐχ''' ἧς μιᾶς). --- Τοσκικῶς: ἆρσ. ὀνομ. υ]έρι, γεν. ]έριτ, δοτ' ν]ερυς,'' αἶτ. ν]έρινε, ἄφαιρ. ν]έριτ.--«θηλ. ὀνομ.. ν]έρα,, γὲν ν]ειεσε, υδος υ]έρεσε, αἴτ. ν]έρενε, ἀἆφαιρ. ν]δρετ.----ν]ᾶνι µΏας τιέτερι͵ ) --ν]έρι πας τιέτερι (τ)-- ὁ εἷς κατόπιν τοῦ ἄλλου. -- ν]ανα µβΏας τιετερσε' (Υ) Ξ ν]εκ πας τιέτευσε (τ) -- μίκ κατόπιν τῆς ἄλλης. -- ν]σνι νγὰ τιετερι (Υ) 5- νἱέρι νγὰ τιέτεοι (τ) -- ὁ εἴς ἀπὸ τὸν ἄλλον..----- ν]άνα νγὰ τιέτενα (γ)--ν]έρα γγά τιέτερα (τ) --ὁ µία ἀπὸ γὴνἅλ-ι λην.--- Υ] νι µε τιάτεριν (Υ) 5 νἱέρι µε τιάτεριν (9) --ὁ εἷς μὲ τὸν ἄλλον.-- ν]άνα μὲ τιάτελενε (0) Ξν]έρα µε τιάτρενε (τ) --ἡ µία με -- 255 --- την ἄλλην.-“ν]ᾶ-]α (Ἠ) Ξ τὸ ἕν, ἡ µονάς, ὅταν ἐκλαμθάνετῶι ὡς οὐσικστικόν" καὶ ν]]-]α ()ε ν]Σ-]α (τ).--- τὸ δὲ ν]άνοα () καὶ ν]ξρο τ) λέγεται ἐπὶ ἀτόμου, ---Πολλαπλκσιαστικὸν' ἐπίροημα νίε φίλὸ ἵ η η σ ης τν Ἆ ν]ε φιλδςςμονῶς.---᾽᾿Αλληλοπαθ. ρα. ν]έρι τιέτοίτ (τ)-- ὁ εἷς τοῦ ἄλλων, ν]έρι ᾿τιέτρινε-- ὁ εἷς τὸγ' ἄλλον.--- θηλ. ν]έρα ΄τιετρεσς (τ) ἡ µία τῆς ἄλλὴς.--- ν]έρα τιέτρενε-- ἡ µία τὴν ἄλλην.--- καὶ ἄρο. ν]έοι µε τιέτοινε (τ)-- ὁ εἷς μὲ τὸν ἄλλον, ν]έρα µε τιέτρενε-- ᾗ µία μοι, ινε το εἰς µε τ τρ με τιετρανςη µν ος ὤλλ 3 η 3 νὰ / - ... ας. -- ῥ)ὰ μὲ την ην. π.χ. Ἐπὶ ἑνερ. ῥημ. ῥρίχτε ν]έρι τιέτουε ἔτυ- πτεν ὁ εἷέ τὸν ἄλλον. ---ροιζτε΄ ν]έρα τιέτρὲνε-- ἔτυπτεν ἡ μία την ἄλλην: ἐπὶ παθητ. ϱημ. ρρίχεδινε ν]έρι µε τιέτρινε -- ἐτύπτοντο (αὐτοί), ροίχεσινε ν]έρα µε τιέτρενε-- ἐτύπτοντο (ἀὐταί). ν)έ ε νε (τ) ἀρσ. καὶ ν]ξ εν]ξ (9) θηλ.ΞΞ ἕνας κ᾿ ἕνας, µία καὶ µία, (δηλ οἱ ἐχλεκτοί, αἱ ἐχλεκταί). ---ν]ε Οι ν]ε-- τὸ ἓν ἐπάνω Ὁς τὺ ἄλλο,---υ]ε περ ηλ ὁ εἷς πρὸς ἕνα.----τε ἀάλ]εμε νε πες ν]έ --ν παραχταχθῶμεν ὁ εἷς πρὸς ἕνα (τ) - ο ο ο ἀὐ πρ ο) π νο μι . διπλκσίως, το περ ν]ε Ξτοιπλοαα μα ἵν 5 ο Ἡ ὃν ὃν μα, εν η 159 -τ - κα πο | «] ῃ «ἡ τα ε σίως κ.τ.λ. --- ν]ε ε τρέτα : Ξ τὺ ἓν τούτον’ νε τς λν Ξ πὺ ἓν μα] τρίτον (αἰτ.). ---ν]ε ε κάτρα «- τὸ ἓν ἑτορτὀν' νἰε τε κάτρένεὶς- τὸ ἓν τεταρτον. --- ν]εε πέσετὰ Ξ- τὸ ἓν πέµπτον' ν]ε τε πέσετενε.- τὸ ἐν πέµπτον κ.τ.λ. (αἰτ.) γ]αζε (Υ. Μαλεσία) ν]εζε (1), ν]ῖζε () ξ- ὑποκορ. τοῦ ν]κ. : , . Ἀ.΄ ῥ π. ἡ μι Γα ν]ανί (Υ) ν]ενί (τ) ἐπίρ. - ὕστερον, ἔπειτα" ἵδ. παστα]. 9 π- . μία με (τ) νξ(τ)Ξ ἴδ. να )) Ξ εἷς, ν]έ : (γ. Ῥοσάαμ, Ἓλθαςα, Ἔνραν. κό.) - ἰδού, ---- ν]ού (Ἠλόαα. Τυραν. Καθ.) κἱέ (5) νά. (τ), νάθοκα (τὴ) νάδουκα (Αργυρ.), ]α (9), Ἰάδουκο (τ). --- νε κ]ξ έρδα Ξ νκ τέκ έρδοα (τ) -- ἰδυὺ ὅπου, Ἴλθον, »)έγουλε-α (Υ. Ῥοράαη - Τυραν.) -- ὁμίχλη (πληθ. λείπει), νιέγουλε-α στ τΣ) µιέγουλε-α ( -τ.), µιέργονυλε-α (τ). μ]εξε («) --ἴδι ν]άζε (). ν]εζέτ (τ) ν]ιζετ ο π .(ἀριθμ.. ἀπολ.) -- εἴκοσι, 20, »)εζ έτεδ-ι (τ), ν]εζέτεδε-]α (τ) θηλ. ν]ιζέτεὂ-ι () ἀρα. ν]ιζέτεδε-]οι (Υ) θηλ. - ἆριθ. π περιληπτικὸν -- εἰκάς, εἰκοσὰς (εἰκοσάριον). »]εζέτεδε (τ) ν]ιζέτεῦε (τ) υ]ιζέτεδε (Υ)-- ἐπίρ. εἰς εἴκόσι τμήματα. --- 254 --- ]ε-κ]ίνάεσε (τ) ν]ι-κ]ίνᾶεδε -- εἰς ἑκατὺν "ρήρατο.-- ν]ε-κ]ίάεδ-ι (τ) υ]1-κᾖίν(εὔ-ι () ἆρσ. ν]ε-χ]ίνάεδε-]α (τ) θηλ. »)ι-κ]ίνᾶεδε-]α (Υ) θηλ. Ξ ἑκατοντάς, (ἑκατοστάριον), ν)ε-κ]ίντ (τ) υ]ϊ-κίντ () -- ἑκατόν, 100. ]ε-μῦε-διέτε (τ) ν]ῖ υΏε δττε (Υ) Ξἔνδεχα, 11. --- ι-ν]ε-μΏς- διέτε-ι νΐν ψΏε-διτε-. (Υ) συνῃο. ε-ν]ε-μθε-διέτε-α, ε-ν]ι-μΏε-δίτε-α () - ὁ ἑνδέκατος-η. ν)ε-μῦε-διέτεὂ-ι (τ) ἆρσ., ν]ϊ μΏε δτεὂ-ι (Υ) (συν ῃρ.) ἆρσ. ν]ε µ.]ιε διέ- τεσε-] (5) θηλ. ν]: µε διτεδε-]α () θηλ. -- ἀοιθμ.. ἐπίθ. περιλη- πτικὸν Ξ- τὸ ἑνδεκάριον. ε-μθε:διέτεδε (τ) ν]τ µΏε διτεδε (1) -- εἰς ἔνδεκα τμήματα. »)εμεζά) (Περμέτ.) ἐπίρ. πολλαπλκσιαστ. Ξ- ἁπλῶς, μονῶς, ν]εμέναι (5) -- ἴδ,. ν]εμεντ (τ) «νῦν, τόρα). »]εμέντ (τ. Βεράτ)) ἐπίρ. χρόνου: ν]εμέναι (τ. Βεράτ.). »]ιμξ (Υ) -- ταύτην τὴν στιγμήν. --- ἴδ. κετε τδάς, ταδ. (ι-ε-τε) ν]έμεὂτε-ι-ε-α τε ν]εμεὂτιτε (οὐδ.) ἐπιθ. πολλαπλασιαστικὸν ἄριθ, ἁπλοῦς-Π-οῦν, μονὸς-ἡ-ὸν. »]ξ μίλ]ε (Τ6μμ..), ν]ε μί]ε (τ) σι µε ()ξχίλιοι-χι-α: 1000. ν)ε-μίλ]εσε (Τ6σμ..), ν]ε µί]εδε (τ) ν]ι μι]εδε (Υ) -- ἐπιρ.Ξ- εἰς χίλια τρ.ή- υετος, »)ε-μίλ)εδ-ι (Τὅκμ.) ἆρσ. ν]ε µλ]εδε-]α: θηλ. ν]ε-μι]εσε-]α () θηλ.-- χιλιάς, χιλιάριον. θηλ. Ξ χιλιοστή. -- 'Ὕ]ε-μέ]ετε-ι (1) ἀρσ. ε-ν]ε-μί]ετε-α (τ) θηλ. ι- Ἠ]έ-μι]ετε-ι (ή) ρα. ε-ν]ν-μί]ετε-α (Υ) θηλ. »)ε-μιλ]ούν (5) Ξν]ι-μιλ]οῦ (Υ)--ξν ἐκατομμύριον 1,000,000.---4ὐύ μι- λ]ουν] -- 2,000,000 κ.τ.λ. ν]ε μελ]ιούνεσε (τ) ν]{-μιλ]ιούνεσε () ἐπιρ. Ξ εἰς ἓν ἑκατομμύριον τμήματα. (9 »)ε-μίλ[ετε-ι (Τὅμμ..) ἆρσ. ἀριθ. τακτ. Ξχιλιοστός' ε-ν]ε-μίλ]ετε-α ]Ε-μιλ]ιούνεδε-ι (τ) ἆρπ. ἐπιβ. Ξ- ἐχατομμωυοιάς' ὁ ἀνήκων εἰς τὸν άριθ- μον ἕν ἑκατομμύριον ν]ε-μιλ]ιούνεδε-]α θηλ. ντ μιλ]ιουνεδε (Υ) άρα. ν]ι μιλ]ιούνεσε-]α (Υ) θηλ. Ξξἡ ἑκατομμιυοιάς, »]ένα (Υ.) ο. τριτοπρόσ.---με ν]ενᾶ, τε ν]ενά, ε ν]ενα -- εὐκαιρῷ-εῖς-εἴ' πληθ.νὰ ν]ένά, ου ν]ενᾶ ου ν]ενάᾷ -- εὐκαιροῦμεν-εῖτε-οῦσι Ξχκαμ νγδ, κξ νγξ, κ νγξ, κἔμι νγξ, χάνι νγξ, κάνε νγξ. Παρατ. µε ν]έναε, ε -- 90ου - ν]ένάε, -- πὐκαίρουν κ.τ.λ. πληθ. να ν]έναε, ου ν]έναε. υύ ν]ένάε: -- ηὐκαιροῦμεν χ.τ.λ, Ἔ κισιεµ, νγξ, κῖδιε νγξ, κῖστε νγξ, πληθ. κίδι. νγξ. κίδιτε νε, Χϊδινε νγέ: ἄόρ. µε πατ ν]ένάουνε, τε πχτ ν]έν(]ου- νε, 5 πατ ν]ενάουνξ, πληθ. να πατ ν]ένάουνε, οὐ πχτ ν]ένάουνε.---- Ἠὐκαιρησα-ας-ε κ.τ.λ. πάτα νγξ, πάτε νγξ, πάτι νγξ κ.τ.λ. Πα- ρα. µε κά γ]ένάουνε, τε κα ν]ένάουνε, πληθ. νκ κα ν]έναουνε, ου κά ν]ένάουνε, ου κα ν]ένάουνε-- καμ. πάσε νγξ, κξ πάσε νγξ κά πάσε νγξ κ.τ.λ. Ὑπερσυντ. µε χίὅτε ν]έναίουνε, τε κίδτε ν]ενίουνξ, ε κί- στε ν]ενάθυνε. Ξ- κίδεµ, πάσε, νγξ, χίδιε πάσε νγξ, κἰδτε πάσε νγξ.---- 3 . Δ Ἵ -, - ἄντιθ, σ᾿ µε ν]ενὰ -- δὲν ευχαιρῶ κ.τ.λ.Ξσ) Χαμ. νγξ κ.τ.λ. »]ενί (5) -- ἴδ. ν]ανί (Υ). . β ή ας . 3 α ἔ ο. κα ὃ βςι ὑπ η αλά, - ῤ η)ερί-ου. πληθ. ν]ερεσς Ἄ υ]έρεζντε-- ἄνθρωπος: καὶ ν]έοι (5), Υεν. νιε- υν ᾿ 3 ... - ω κ ᾿ λα ε ριτ 9οτ. νιέριτ, σἷτ. ν]ερινε, πληθ. νιερες νιέρεζιτε ε μῖ-- οἱ συγ- ολα . ὁ , α ῥ Ἀ ᾿ δν » γενεῖς µου.-- υ]έρεσ τε μεδέν] Ξ μεγιστᾶνες. --ν]έρεζιτ᾽ ε μεδέν] -- οἱ μεγιστᾶνες. -- ν]ερὶ µε δεν]ε-- σημαντιχὸς ἄνθρωπος.---ν]θρῖ µε ἆν φάκ]ε-- διπρόσωπος ἄνθρωπος. --σ᾿ κάμ. φοίκε ν]εοι-- δὲν φοβοῦμαι κα- νένα.---µος ι θούαδ νἹερίου (τ)τµος ι θούεῦ κού]τ (ϱ) νὰ μη εἴπῃς Χανενός. »)ερεζι-α ὄνομα περιληπτικὺν-- οἱ ἄνθρωποι (πληθ. λείπει). - κ]ένε . ῤ . μ.- α- κκ αι λ μα ί ἳ σουµε υ]ερες!τ- πσαν πολλοι ἄνθοωποι,. ν)ερδξίστ -- ἐπιρ. -- ἀνθρωπίνως. ν/ερίδ-ι-- ἡ γλωσσίς, ἐπιγλωττίς κοινῶς σταφυλίτης πληθ. ν]ερίθε-τε' ἴδ, ἀερτδίκθ-ι (Κροῦ] κ). )έρκ-ου ν/έρκε-αξ- πατρυιός, μητονιά. πληθ. ν]έρκατε.---ιµ. ν]εργ. ύτ ν]ερχ. ι ν]έρκου ἵμε ν]ερκῃ-]οτ ν]έρκε ε ν]έρχα. ν)έσε (τ) ν]ῖδε () ἐπιρ.-- ἁπλῶς, μονῶς {εἰς ἔν τμημα). γ]εῦ-ι (τ), ν]εδε-]σ (τ) θηλ. ν]ϊδ-ι (Υ) ἆρσ. ν]ΐδε-]κ (1) θηλ. Ξ µονάς, »)έφ, ν]εφ, ν]εφ (Υ. Ὀοσάαη). ν]έχ, ν]έχ, ν]έχ (Υ. Μαλεσία) : ο. ἐνεργ.-- αριθμῶ' ἵἴδ, νουμερό]: τε ν]έχουνι-τε (. Ροράαπ) -- ἀρίθμησις, ἆνιθ- µος ἄόρ. ν]εχα-ε-ου Ἀ.τ.λ. καὶ ν]έφκ-ε-ου Χ.τ.λ. µετοχ. Υ]έχε καὶ ν]έχουνε, ν]έφε καὶ ν]έφουνε. »]ί (1) ἆρα. -- ἴδ. ν]α, ν]ῖ (Υ) ἴδ. ν]α. ]ι-]α (Υ) ν]ξ-]α (τ) οὐσιαστ. -- τὸ ἔν. γ]ίζε-α )Ξ ἴδ, ν] χζε-α (,. ου ι.... κ. «κ 38θ -- »]ιξέτ () -- ἴδ. με; ἐτ (τ) -- εἴχοσι καὶ τὰ ἐξ αὐτοῦ παράγωγα. ν]ιζέτεδ-ι-- ἵδ. ν]εζ μή -ε (5), γ]ιζέτεδε-]α (Υ) Ξ ἴδ . ν]ετέτεδε-]κ (τ). »/ιζέτεσε -- ἴδ. υν]εζέτεδε (τ). | νι κίντ-- ἴδ. ν]ε κίντ (τ) -- ἑκατὸν καὶ τὰ ἐξ αὐτοῦ παράγωγα. »]ῖ-κ])ένάεδ-ι (Υ) -- ἴδ. ν]ε κ]ίνᾶεδ-ι (τ). ν)ῖ-κ]ίναεδε-]α -- ἴδ. ν]ε κ]νναεδε-]σι (τ). | »]ι-μύς-δῖτε (Υ) -- ἴδ. νίε-μβε-διέτε (τ) καὶ ν]ι ταῖς δέτε (Σ) -- ἕνδεχα. (9) ν]ι-μύε-δττε- ι (Υ) Ξ (ν) ν]ε-μ.ρε-διέτε-ι (τ). (ϱ) »]ι-μύῦε-δίτε-α (τ) -- (8) ν]ε-μβε-διέτε-κ (5). | (9 γ)ι-μύε-δέτε-ι (5. Τυραν.) -- (ι) ν]ε-μ.θε-διέτε-ι (τ). (ε) ν]ι-μύε-δέτε-α (Σ. Τυραν.) Ξ(ε) ν]ε-μΏε-διέτε-α (τ). /ι-μύε-δίτρδ-ι (1) (συνῃο.) -- ἴδ, ν]ε μΏε διέτεῦ-ι (τ). »]ι-μύε-δίεδε-]α (Υ) -- ἴδ. ν]ε-μῦε-διέτεδε-]α (τ). »]ιμξ () --ἴδ. ν]εμεντ (τ). ν]εμέ-πε;-ν]εμὲ -- νᾷαδτί-πε;-νάκδτί -- Χατὰ τὸ παρὀν. : | μ]ιμένά (5. Ῥοράαπ), ν]ιμέναι, περν]εμένᾶι ἐπίο.-- ἀληθῶς, μὲ τα σωστά, ποκγματικῶς. --- ν]ιμένᾷ πκγοῖ τε γ]1θε (ορ απ) -- ἐξ ἴσου ἐπλήρωσεν ὅλους, --- µε κτὲ τε ν]ιμένᾶε Ῥαρ (Ῥοράαη) - μὲ τὸ ἴδιον χόρτον. "ιμένάεμ: (θοσάα!)) Ξ συγκρίνοµκι ὑπό τινος. () »]ιμένᾶ-ι, (ε) ν]ιμένάε-κ. (οσά απ) ἐπίθ, -- λόκληρος, ὁμοιόμορ- Ῥος. --- ων πιέσα τε ν]ιμένάα« (Ῥοράαπ) -- δύο ἴσα µέρη. --- ᾱν- μΡε-διέτε πιέσαὃ σε ν]ι μένα αδ -- ἐκ δώδεκα ἴσων μερῶν. ν]ιμτόν] (Ώιά1) ο. Ξ ἀπατὸ. Ῥιμτίμ-ι (Οιιάϊ) ἵ- ἀπάτη, πλάνη, δόλος, πληθ. ν]ιμτίμετε. ν]ι-μίτε () Ξ ν]ε-μί]ε (τ)ξ-χίλιοι »]1-μί]εσε (1) -- ν]ε-μί]εδε (5). »]ι- μί}εδ-ι (Υ) Ξ- ν]ε-μί]εὂ-ι (τ). --- υ[1-μί]εδε-]α-- ν]ε-μί]εδε-]κ (τ). () »]ε-μί[ετε-ι (1) Ξ- (9) ν]ε-μί]ετε-ι (τ) -- χιλιοστός, (ϱ) »]:-μίετε-α (1) Ξ (8) ν]ε-μέ]ετε-α (τ). »)1-μιλ]ιοῦ () -- ν]ε-μιλ]ιούν (τ) -- ἓν ἑκκτομμύριον. γ]ι-μιλ]ιούνεδε (Υ) -- ν]ε-μιλ]ιούνεδε (5) -- ἑκατομμυριοστός »Ττ-μιλ]ιούνεδ-ι (Υ) Ξ- ν]ε-μιλ]ιούνεδ-ι (τ). -- 251 --- ν]τ-μιλ]ιούνεδε-]α γ) -- ν]ε-μιλ]νούνεδε-]οα (τ). (0) ν-μιλ]ιούνετε-ι (Υ) Ξ- (ι) ν]ε-μιλ]νούνετε-ι (5). (ε) ν/ζ-μιλ]ιούνετε-α, (1) -- (ε) ν]ε-μιλ]ιούνετε-α (τ). »]ῖνε: κάτοικοι τῆς Κκθά]ας (Καθά]α) καὶ Δυρραχίου ἀριῤμοῦντες ἆπο- . λύτως λέγουσιν: νᾖῖνε, ἄν, τοῖ, κάτξ-ε, πξσε κ.τ.λ. »]ινό/ (ορ απ) ἴδ, αγ]ινό] Ξ- νηστεύω. Τινέσε-α (Ώοσά απ) -- 1δ. κγ]ινέσε-α πληθ, ν]ινέσωτε. ν)ίφεμ.. (1), ν]τχεμ. (τ. καὶ Υ. Μαλεσία) παθ. τοῦ ν]όφ, ν]όχ -- γνω- ρίζω. »]όλε-α (Γαθ.- Ἠλόακα,) -- κηλὶς-ῖδος (Έουρκ. λ]εκ]ε) πληθ. ν]όλ]ατε. »)όμ-ν]όμ-ν]όμ ϱ. ένερ. στ μουσχεύω.--- ν]όμεμ, παθ. »]άμε: ἐπίρ.ς- χλωρῶς, κοιν, µουσκευμένα. (ι) »]όμε ι ἆρα. χλωρός-ε-ν]όμξ-α θηλ. χλωρά. ---- τε-ν]όμετε οὐδ. -- Χλωρόν, µουσκευµένον.--- ἀροῦ. τε ν]όμοα -- χλωρὰ ξύλχ. --- ἀντίθ. .- Μ. . . ΄ ΙΙ. ἀροῦ.πε θάτα Ξ ξηρὰ ξύλα,--- κ]έπε τε ν]όμικτφρεσχκα χρομμύδικ, --- ο.” Ἱ ι Ἰ ντίθ. χ]έπε τε θάτα -- ξηρὰ χρομµιύδικ.---- ιάθε τε ν]όμε-- γχλωρ τυρί, ἀντίθ. ἀιάθε τε κρύπουρες- τυρὶ ἁλατισμένον.-- πέὄκου ι ν]όμε --ψάρι χλωρό ἐὔχου ι χρύπετε-- ψάρι ἁλατισμένον.--- ἵἃ τς ψάρι χλωρό.--- πεσχου ι κρύπετε- ψάρι ἁλατισμένον.--- ἴδ. ι-ε-τε κερθιν]ε »)όφ-ν]όφ-ν]όφ, ν]όχ-ν]όχ-ν]όᾗ (Υ. τ. ροράα) -- γνωρίζω, ἀόρ. ν]όχα- α α } α αι... κ μα Ἂν ὡα απ. } Ἡ ε-ου, ν]όφα-ε-ι (Υ) µτχ. ν]όχε, ν]όχουνε (Υ) ν]όχουρε (τ), ν]όφε (1) ν]όφουνε (Υ). . 8 .Ἀ α ῥ ού (Ἓλθας,) ιδ. ν]έ. Ο 4 η / αι υ 3 Γ ο ἐπιφώνημα θκχυµαστ. Ἠ σχετλιαστικόν, ο οὐν᾽ ' µιεριὶ 2) ἐπιφών. Ἁλητ. ο Ζδτξ Κύριε.--- ο Ώιοξ- υἱέ, κ.τ.λ. ο-ο (Ὀμ1) νᾷο-νάο (1. τ. Ῥαάϊ)ξα-α, Ἰ-, εἴτε-εῖτε, αν. μα ι οβίσκε-α (Ἡερμέτ.) -- ταινία κοιν. κορδέλλα (Τουρκ. διρίτ). οὐόρβατ ε Ἱαπάνγεσε (Ερού]«) Ξ- ρρύπατ’ ε οπίνγεσε. ῥ ἡ Π , 3 µ κ. δα, οὐόρρ-ι (1) οὈόρ-ι (Πεομέτ.) πληθ. ρατες- αὐλή.--- ἴδ. αθλι-α., ογίτο-ι (1) πληθ. ογίτσατε-- ἀαδ ι µαθ µε κουμβόνε κ]ι ποῖν, | ' ι ος .. - ο. ο μμ μμ ννυμω .... -- αν γε -- 2598 ---- οζούρε-]α (τ)--ἴδ. ουζούρε-]α (τ) πληθ. οζούρετε. οἳ καὶ όϊἳ ἐπιφών. όκε-α: πληθ. ὀκετε κοιν. ὦ ὀκᾶ 400 δοάμιακ (Τουρκ. ὀκᾶ). οκατάρ-ι ἆρσ. οκατάρε-]κ θηλ. Ξ- ὀκάρικος-η. πληθ. οκατάρετε ἄρα. οκκτάρετε θηλ. οκλά]ε-α [Του»κ. οκ.-- σᾳΐτα καὶ τόξον] [1δ. Ἑλλην. ὀχλεύς, ὀχλεύω- έω] οκλαΐ-κ (Κ:οῦ]κ) πληθ. οκλαΐτε, οκλαγῖ-α (Σ} πληθ. οκλοαῖ- τε, οκλαγῖ-« (Σ) οκλαγίῖ-ε καὶ πέτεσ-ι (Πευμέτ.) πληθ. πέτεσιτετ ψ ε μον ἡ ὁ πλάστης τὸ. πετεσ-ι. οκσούα-δἳ -- ἴδ. ακσοῦκ-δῖ πληθ. οκσόν]|-τε-- ἄξων. ολ)έρ-ι {’ ϱγυρ.)Ἔ- ὄτάλπε-α.. οπάννε οπένηε οπίνγε:πλ:θ. οπάνγατε, οπένγατε, οπίνγατε (Σ) (Έυρακν αμ υἩν γξ ην, γε που. Ὁ ἵ ὃν ωἳ ή δι ων γ΄ "το μέν ' Ἐλέαςσ.) [Ἑλανικη λέξις] -ἴδ. δόλε-κ κοινῶς τοκροῦχν, ὑπωπό ! ἐκπλ'ηκτικόν' οποπό σε τῶ κ] ένεκα | οπούτε-α πληθ. οπούτατες-οπούτετ᾽ ε Ἰωπάνγεσε (γεγ. Μαλ]εσί« ε Το- το) --ἵδ. ορύπατ ε Ἰοπίνγεσα. οπτικάλ]ασ (Αργυρ.), Ὡρεζαχύπθι (Τνραν.), καροῦρθι (Ἓλλθκο.) Ξ επιρ. πὰ ῃ εἶδος παιγνιδίου. ορδινῖ-α (Αογυο.) - ποροσῖ-α: πληθ. οοδινίτε. ορδιν]άσ (Ἄργυρ.) ϱ, -δ ποροσίτ ϱ. όρε-α: πληθ. όρετε 1) Ὁ ὥρα κα σαζατ) 2) αἱ ώραι” μι) ατε ϱρε- χὐτὴν τὴν ὥραν' ἴδ. ζέρε-α: φρᾶσις: περ ὁρεε περ τάς -- κάθε ὥναν ᾿ ε ᾿ ιδ ῇ δη Ἡ το ο καὶ στιγμήν ο) ε ζεν όρα (Ένραν.)--ὃεν τὸ πιάνει η ὥρα, (περ τσ ἀὁ πούνε πι κὅτε μΏε τε μΏκρούεμιτ) µος τε ζέντε νο (Ένραν, ) νὰ μὴ σὲ πιάσῃ ἡ ὥρα ἶ (κουρ νέµινς) --νὰ ἀποθάνῃ μίαν ὥραν προτήτερα τ’ ουλ]ίκτε οκ δελεσίς ἵ.)ξ5-κακή σου ὥρκ! ὄκόφτε ὁρα ε ναε- γ]όφτε! Ξ νὸ παρέλθῃ ᾗ ὥροα καὶ νὰ ἀκούσῃ.-- Μος (θούα] καν σε ὅκόν όρα ε νἀεγ]όν”-- (Μὴ καταρδσαι) διότι διαδαίνει ἡ ὥρς καὶ 1 ο κα, ἀκούει (ολλ. ὀκούουσχ ἐκτελεῖ την πατάραν) Σα ὄπε]τε μηαρούεχε κετέ; (ἀπόχρισις) επρούνε Όρετε (Τυραν.) Πόσον ταχέως ἐξετελεσας μυ. ᾿ Ββ τοῦτο; ἀπόκρισις: αἵ ὠραι τὸ ὄφεραν. ορέ: (τ) ο κλητ. (ἆρσεν.) ορέ τιξ-ο τί, Ξὦ αύ' ἴδ. μό] θηλ. ορ (Υ)Ξ- ἴδ. ϱἳ: βξ ορέ () -- Ρὲ ϱὲ (5) Ξ θεωρῶ. παν φαν Πορμ. ) (ένικ. ἄχρηστος)-- τὰ ἔπιπλα τῆς γεωργικῆς. ἒο νο μα π / ορίσ-ζι (πληθ. ἄχοηστος) όνομα περιληπτικὸν κοινῶς τὸ οὐζν ορίσνα-τε πληθ. (Υ)Ξὁ τόπος ἔνθα πωλεῖται τὸ ούζι, ἡ ὄουζα, ὀρτε-αΞ- φρατοία, κόμμα (Τουρχ. ταράφ.). ι ορµίσ (Άργυρ. Ἠερμέτ.) ϱ. ἐνεργ.Ξ τακτοποιῶ, θέτω εἰς τάξιν (ἐπὶ / 5 ι πραγμάτων) νασκ]ιρίσ. (Πεομέτ.) ἆ πρ ορµίσα" µετοχ. ορμίσουρε. οὗ Ὦ οὗ ε Ώράν, σθαοε Ἄ τα θάρ οί τ.) πο κοινῶς σθάονα ἴδ. σχα- ”µ πουλ]άρεδ, σθά όχ]ι ο Ὀράν-ε Χόκ]ι σὐάρε -- τὸν ἐ 11 λ]σρεσ, σ' ον Ε Ἰοχ]ι οὗ ε Ἴραν -- ξ ζόκ]ν σωσρε-- τον Εσυρε "ών σθάρνα. οσετίν) (Περμέτ.)-- γ]εμόν]" οδενῖν ἀῑτι, λ]οῦμι. δου, ουᾶ | ἐπιφ. εαυμασικὲν. ἴδ, ουᾶ (τ). οφίκ)-ι [λατ. ο Ηοἶα]ῖς] -- ἀξίωμα πληθ. οφίκ]ετε. οφικ)}άρ-ι-- ἀξιωματικός, οφικ]άρε-]α θηλ. πληθ. οφικ]άρετε ἆρσ.--- οφικ]όάρετε θηλ. όφ / ()όφὸ (Υ) - ἄχ: ἐπὶ πνου καὶ στενοχωρίας όφδι; πληθ. όφδετε-- ἡ πυράδο τῆς εωτιός.- σαι ι ζἹάροιτς- ἡ πυ- ράδα τῆς φωτιᾶς, οφτικά-Ία (Ἓλθας.) -- φθίσις, κοινῶς ὄχτικα πληθ. οφτικάτε.----ἴδ. κόλ᾽ ε κἐχκ]ε, κουλ]ουφίσκε-α. οὐ ου: ἄντων. προσωπικη τοῦ ῥ΄ καὶ γ΄. πληθ. - ]ούθε καὶ ατύνεθε (Υ) ού (Αργυρ.) | ὃ, ούνε-ου (Ύ). ατύρεθε (τ)Ξ- ὑμῶν, αὐτῶν' συντάσ. μετα γεν. πληθ. π. χ. ου θάᾶδε (1ού6ε) -- σᾶς εἶπον.---καὶ ου θαδε (ατύρε)-- τοὺς εἶπον. οὗ -]α (5), οὗ ᾗα (Υ), οὔ-νι (Υ) (πληθ. ἄχοηστος) -- ἴδ, ουνῖ-α ({) ουρῖο (τ). ουα: ἄντων. προσωπικη τοῦ β.. καὶ γ΄. προσώπου ο σα ]ούθε ατε, Ἠαὶ ατύνεθε (), κτύρεβε οτε (τ) συντασ. µετο γενικῆς πληθ. σα π.χ ουα θάδε (]ούθε) -- σᾶς τὸ ε πον' καὶ ουχ θάδε κω τὸ εἶπον. ουα ! (τ) ἐπιφώνημα θαυμαστικόν΄ ἴδ. όου ! ουβέ-]α πληθ. ουθέτε (Κροῦ]α) ἴδ,. ῥέ-ία, καὶ ουέ-]α (Ἔπατι) πληθ. ουετες-βξ-]α -- ᾠόν. ΛΕΞΙΚΟΝ ΑΛΗΑΝΟΕΛΑΗΝΙΚΟΝ 19 .---- » -ᾱ πε ανα ο. πα ------ .. ρωικο. νι φ . ο πι -ὖ.-μ--.-μ””-”-- - το. αν ατα πι [ | αν μμμα-ππφος ωο---ᾱ---. -- 290 --- ούβε]ε-]α (Πευμέτ.) πληθ. οὐθε]ε-τε--ι θόνε Ἀ]εναριτ τσόχεσε καὶ (ἁί- ζε]ε-]α (Ἓλθασ,) Τουρκ..). β -. 1 1 ἡ ουβέσξ-α (Κοοῦ]α) (πληθ. ἄχρηστος) ἴδ. βέσε-α -- δρόσος, | µ ὶ | ὁ ” αὸ β / ιο Ὁ ουβουβού καὶ ουπουπού. ἔπιφων. οἶμοι, φεῦ, βαδαί, ουΏουβού ουν’ , μιέρι | | / ”. ο ἑ ουγάρ-ι (τ) πληθ. ουγάρετε καὶ µαζι-α (Ύ) πληθ. μαζῖτες χωράφιον : ἁ ' δα. ὠργωμένον, προητοιµιασμένον διὰ σπάρσιμον -- ὃξου ι πουνούαρε ει Ώερξ γατῖ πέρ τε μβιέλε.---Όεν] ουγᾶρ-- ὀργόνω, προετοιµάζω διὰ / ἵὸ --. / σπάρσιµον ἵὸ. ϱ. τα] Ἠ τοιβολία. ν ο ψ ντ. ούδε-α. πληθ, οὐδετε [--ὁδὸς] -- δρόμος, στρᾶτα, λεωφόρος: οὐδ ε μ.ροε- τιτς λεωφόρος, δημόσιος δρόμος: 2) ούδε-α -- ὁδοιπορία, ταξείδιον Ὀα] ούδε -- ὁδοιπορῦ, ταξειδεύω.--οὐδ ε μ]άρε | --κατεηόδιον 1 ἀντιθ. οὐᾷ᾽ μ ρα] ον . μα ' ζεῖ : ολ] νο Σπραπε.--Βα] οὐδε τε γ]άτε-- κάµνω μακρωνὸν ταξεῖδι κά Ἶ, -- δν. " η ε η [ . Γ : γομᾶρι, μούδχα σ᾿ Όαν οὐδε-- δὲν θέλει νὰ περιπατήσῃ.---ζιέκ ούδενε-- Ἆ εν Μα α--- ο Ὁ ὃς η , ν ρω ὁδηγῶ.-- ζᾱ () ζξ (τ) ούδενε -- διακόπτω τὺν δρόµον" (ἐπὶ ἐχθρῶν, μ ληστῶν καὶ πολεµίων): ἀἄντιθ. τδελ] ούδενε,--ᾱκλ] ]άδτε ούδεσε -- - . ΐ η ι ι ι ῥ ο Ἡ β παραστρατῶ: ὃ) οὐδε-α-- νόμος, δικαιοσύνη, τὸ δίκαιον -- ἐδτ εοὐ- δεσε--νόµιµον, θεµιτόν, ἔννομον, ἔνθεσμον.---με οὐδε-- κατὰ νόμον.--- νι [ π .. 5 3 πα οὐδεξ ἀνόμως, παρανόμως, ἀδίκως. --ε δόχ µε ούδε -- ἐγκρίνω, ὃν . ο, Ἡν . ’ ο επιθοκιµάζω' µα Ώέρι πα οὐδε, τα Ρέρι πα οὐδε, ]α Ὠέοι πα οὐδε-- Άν αμ. ῇ 3. με Πδικησε, σε Ἰδίκησε, τὸν ἠδίκησεν. β κα. ο. ν ως ὰ ε : { ούδε-κρύκ]ε-]α-- σταυροδρόµιον’ πληθ. ε-τε. ον Γ ὃς ουδεταρ-ι:. πληθ. οὐδετάρετε-- ὁδουπόοος, ὁδίτης, ταζειδιώτης. - Ἀ / ἡ ν μ ουδεταρε-/α πληθ, ουδετάρετε-- θηλ. -- ἡᾗ ὁδοιπόρος, ἡ ταξειδιῶτις. ... . . ὰ ψ . . ούδε-τὄέλ]εσ-ι αρς. οὐδε-τσέλ]εσε-]α θηλ. -- πρόδρομος, ούδε-χέκ]εσ-ι πληθ. οὐδε-{έκ]εσιτε ὧοσ Ξ ῥδηγός 10Ε-χὲΚ)Ε κκ ἑμιἑσιτε-αρα, {βαν ’ .-- . . “ ο. ούδε-χέκ]εσε-]α πληθ. οὐδε-χζέκ]εσετε θηλ. τοῦ προηγ. ουᾷόθ: (141) ἐπίρ. -- εὔκολον (Ἔουρκ. κολά]).--- μᾶ ου όρ (ος!) -- ᾽ 3 ' . ἡ εὐχολώτερον.--- ἄντιθ. µε φεάίγε (Ῥιιά]) -- μετὰ ὀυσκολίκς, δυσχό- λως.---ι καμ. ουάόΡ ε περθούερ (0114) -- τὰ ἔχω εὔκολα καὶ πρό- χα. ουᾷόϱ ε Ῥά]ινε κετὲ --εὐκόλως τὸ ἔχαμνον τοῦτο (πα). (ε-ε-τε) ουζόδε-ι-α τε (141) -- εὔκολος-η-ον. (ε.ε-τε) ουαόθετε-ι-α-τε (θα ἄδτε πούν᾿ ε ουάόβετε-- εἶναι εὔκολον πρᾶγμα. -- 251 --- (ι-ε-τε) ου όπτε-ι-α-τε (5). ---τε-ουᾶόβε-τε (Ώιιά1) καὶ τε-ουάόρετε- ιτε (Όιι!1), τε νάόπτε-ιτε (Σ) οὐδ. -- εὐκολίᾳ. --- με τε ουόρε (Οιιά]1) -- μετὰ εὐκολίας. ούάσε-α; πληθ. οὐᾷδατε (Ἴθλθασ.,) -- σπήλαιον, ν ”ριμ)ε μιάδε ναε ν]ε { ὄκόμπ τε γοῦριτ κε μούντ τε µάρρε δούµε βέτε Ῥρενά-. -- ἴ ὄπέλε-α, ουξούρε-α (τ) ουζούρε-]α (τ) καὶ οζούρε-]α (τ) --τόκας, ἵδ. καμάτε-χ (Έυραν). ουξ.Ία πληθ. ουτε (Ύπατι) ἴδ βξ-]α -- ᾠόν, ουῦ-ι (Υ) οὔθ-ι (τ) (πληθ. ἄχρηστος) [συγκο. οὔ-]α (Υ) οὔνῖ-« (1) οὐοῖ-α (τ)] -- ὀξύνη, κοιν. ποφάλα (τοῦ στομάχου}, Ἑυνίλα (τοῦ στο- µάχου).--- µε ἀιέκ οὔθι-- ἔχω ξυνίλαν. ουὑ-ι (Ἓλθασ.) (περιληπτικόν, ὁ πληθ. λείπει) ν]ῖ φάρε πλ]ότόεχε ε ζέζε χ]ι γ]ίνάετε ναε Υροῦνιτ, τε ταίλ]ενε κουο ε ὅτύπ Ὠάχετε ποσὶ Ῥλ]όζε ούδουλε-α (πληθ. ἄχοηστος)-- ὄξος, ὀξίδιον: καὶ ούθελε-α, ούφουλε-α (1) ούφελε-α (Σ)]. οὔ)ε-ούζι (πληθ. ού]ένατε (Υ) οὐΐειατε (τ) ἄχοηστος). --- καὶ οὐδ. οὐ- Ίετε-- τὸ ὕδωρ κοιν. νερόν. ---- φράσις: Ῥένὶ ου]ετε -- χάμνω τὸ νερό µου {δ, περµιερ. --- καὶ 4έρθ οὔ]ετε-- χύνω τὸ νερό µου.--- ἴδ. περ- μιέρ, ϱ. κοῦμ,-- τα Θεοφάνεια.--- οὐ] ι περΏοῦ]διμ. (Υ) καὶ οὐ] ι Ὠού]τουρε (5) -- οὐ] ι φ]έτουρε. ού]ερξ-α, σε (Περμέτ.) κοιν. πισοθελονιὰ (εἰς τὸ ράπτειν) οὐ]ετ᾽ ε Ὠεκούαρε (1) οὐ]ετ᾽ ε Ὠεκούεμ, (4), ου]ετ ε Όε- ας η τα -Ἡ κατὰ ὀπισθοθελονιὰν (Τουρκ. τεγγέλ]) πληθ. οὐ]έρατε, οὐ]ρατε. ού]εσ-ι πληθ. οὐ]εσιτε ρα. -- ὑδκτοθρέμων, --- ού]εσε-]α πληθ. οὐ]εσετ θηλ. γ]άρπεν ού]εσ-- νερόφιδο, μα οὐ]εσε. ου)ίσ-ου]ίτ-ου]ίτ (Υ) ο. µεταθ. ποτίζω, βρέχω. ου]ίσ ἄρενε-- ποτίζω τὸ . 5 : - . 3 χωράφι. --- ου]ίσ λ]ούλ]ετε -- ποτίζω τὰ λουλούδια.--- ἄόρ. ου]ίτα- ει μτχ. ου]ίτουνε παθ. ου]ίτεμ.-- ποτίζοµκαι, βρέχομαι. οὔύ]κ-ου πληθ. οὐ]κ]-τες-ζδ. οὐλ]κ-ου πληθ. οὐλκ]τε. υὰ ου]κόν]ε-α πληθ. ου]κόν]ατες- ἴδ. ουλ]κόν]έ-α πληθ. ουλ]κόν]ατε , Ἀ [] 8 . πα ου] κενίδτ (Υ) ου]κερίδτ (τ) -- ἴδ. ουλ]κενίὅτ, ουλ]κερίοτ (Υ). (ι-ε-τε) ού]διμ (Μυζεκ]ε]α) -- νερουλὸς-ἠ-όν. με ππωσωω. -α ο σος ὦ . ο --- ρω ῄπν- α--- ἃς μονος μμμιμ | - 90... ούκεµε-α (Υ) ούκμε-α (Υ. Ἰλθας,), ούφμε-α (Τυραν.) (πληθ. ἄχοῃ- στος], πλῆξις πνιγηρὸς Χαιρός, χαταπληκτικός. (9. ζαγουδῖ α (τ), αγουσῖ-α (κ). ουλῖ-νι (1) ουλῖ-ρι (2) πληθ. ουλίν]τε [Λατ. οἶἶνα] ἐλαία, (ὁ καρπὺς καὶ τὸ δένδρον). ουλιστε-α (Υ. τ) πληθ. ουλίδτατε-- ἐλαιών. ουλ]εράσ (τ), ουλ]ερῖ] (τ) ουλ]ερῖ] (1), νγουρό] (Σ) ϱ. οὐδ. -- βρέµω, βρυχόμαι, μυκῶμαι, ὀρύομαι.--- κ]ένι ουλ]εοῖν. ουλίδιε-α (Κροῦ]σ) πληθ. ουλίδτατεξ-ν]ϊῖ τιναο ι βόγελ]ε χι ὄτίενε μΏρένά« λ]εβέρετε, ε κ]ίσινε φὶ τε νᾷσξτε πεοσίπερ πε; µε ουσ- .. : Ῥούτουνε Ἀ]εδέρετε, μΏασανᾶσ] ι λ]ά]ενε µε σαποῦ. ούλ/ (Υ) ϱ. ἐνερο.ξ καταθιθάζω. ἀντίθ. νγοξ. ούλ[εμ (Υ) ϱ. παθ. Ξ καταθιθόζοµαι, ϐ) καταθαίνω.--- οὔλ]εμ. πόδτε. Ξ σΏρέσ ϱ. ἀντίθ. νγρῖχεμ.. ἴδ. οὐν]-εμ. ουλ)εσῖνε-α.. πληθ. ουλ]εσίνατες χαμηλότης, ἀντίθ, ναλ]τεσίνεα. ούλ]ετε (Υ) ἐπίρ. Ξ ἴδ. ούν]ετε -- χσμηλά. β 8 Μα ν α ο ῥ ῥ (ε-ε-τε) ούλ]ετες- ἴδ, ι-ε-τε ούν]ετε Ξ- χαμηλός, ταπεινός. ουλ]ίτοξ-α (Υ) πληθ. ουλ]ίτσατε: ἀπαντᾶται µόνον ἐν τῇ φράσει: χε; κό] Ὀρίματ) ε ουλ]ίτσατε δὲν ἀφίνω τρῦπαν νὰ μ.ὴ ζητήσω. ψάχνω αν ἃ . β η Ἰ 4 ε ᾗ) ὕλας τὰς τρύπας (καὶ δὲν τὸ εὑρισχκω). ούλ/κ-ου (Τόομ.) οὐ]κ-ου (γ. τ] πληθ. οὐλ]κ]τε, οὐ]κ]τεξ- λύκος. . η. Β . ι ιν ουλ]κόν]ε-α, ου]κόνε-α (ἵ. τ) πληθ. α-τες- λύχαινα. ουλ]κ]ερίδτ, ου] κ]ενιδτ, (Υ) ου]κ]ερίὃτ (τ) ἐπιρ. -- κατὰ τὸν τρύπον τῶν λύκων. Ουλ]κενάκ-ου ἆρσ. Ουλ]κενάκε-]ακ θηλ. πληθ. χετε ἆρσ. χετε θηλ. Ξ ὁ κάτοικος τοῦ Ὀι]οἴπο. Ουλ]/κ]ι-νις- Γα]οἶπο (πόλις) Δουλτσῖνον, ουλ]όκ-ου, ουλ]όμε-]ακ πληθ. ἆρσ. ουλ]όκετε, θηλ. χετε-- ἀνάπηρος. . --. Π νο . μα αλα ουλ]ουρί) (5) --ἰὸ. ουλ]ερι] (Υ) Ξ θρηνῶ. ουλ]μέτ.: ϱ. ἐνερ. Ξ- ὑγραίνω τινα,--- ουλ]μέτεμ, παθ.-- ὑγραίνομαι. ουγάζε-α πληθ. ουνάζατε καὶ Ἰουνάζε-κ-- δακτυλίδιον. (ν) ούνγ]ι-- ἴδ. ιμ-ούνχ]-ι [-- θεῖος). ον πιω ος δω κα πο οί. γι υρσγ.) επι. -- ἄρκοισχως, Χστα συνεχειόν,-- τι μ,ορρισ ουν- ο η Ι .. Υϊ µόλετε, ἀάρδετε κ.τ.λ. -- τι µάρριδ μβάρε µόλετε, ἀάρδετε ν- --- 295 --- χ.τ.λ. πα σγ]έδε-- (μικρὰ καὶ μεγάλα, καλὰ καὶ κκκὰ ἀθισκρίτως). ουνγ//) (41) ἐπίρ.-- κατὰ συνέχειαν. ου»γΤ{} (Ῥορά απ) -- ὁλόκληρον. ουνγ)ίλ-ι πληθ. ουνγ]έ]τε-- εὐαγγέλιον. ζαν ε µίρε (Υ). οουνμ λε όχεμ; ου»γ]ιλεζό]: ϱ, εὐαγγελίζομαι Ξ- ἅπ ὀνεμ.: παθ. εὐαγγελίζομαι ὑπό τινος.ΞΞ 4εγ]ό] ζεν᾽ ε µίρε. ουνγ]ιλούαρ-όρι (τ) πληθ. ουνγ]ιλόρετε (τ) - ουνγ]ιλοῦερ-όρι, πληθ. ουνγ]ιλόρετε ουνγ]ιλόρε-]α θηλ. πληθ. ρετε εὐαγγελικὸς-η. Ου»γ/ιλτάρ-ι-ε-Ταξ- εὐογγελιστής-στρια. ούνε, ούνα, ούνε (Σ) οὗ (/) οὗ (5) (Αργυρ) ἄντων. προσωπ.-Ξ ἐγώ. (ι-ε) ούνεδιμ (0141) 1δ, ι-ε-ουνῖδιμ, (). ουμῖ-α () (Καθ.), ουρῖ-α (τ) οὔ-νι (Υ) οὔ-]α (Υ) οὔ-]α (τ) -- πεῖνα, (πληθ. ἄχρηστος). - κᾶμ. ουνῖ Ξ πεινῶ. [δ, ουρετόνεμ, (τ) µε µόοι οὐ- οἴοςΞ- ἐπείνασοι. (ι-ε) ούνεδιμ.: (θα!) -- πεινασµένος-η Ξ- (ι-ε) ουνῖδιµ, (Υ). (.ι-ε) ουνῖδιµ-ι-ε-]αξ-(ι-ε) ουρίδιµ.-ι-ε-{σε (τ) -- (ι-ε) ουνῖδεμ. (Υ) (1-ε) οὔ- ω δεμ. (Υ) Ξ-πεινασµένος-η. αμα Ἴ -- ο. ὃν 1 Ἅ 3 πμ - υπνο . Βμγή ούνκ]-γ}ι:- Ὀεῖος' (Εκ. πατρὸς Ἄ ἐκ µητοός).---ιµ. οὐνκ] -- ὁ θεῖός µου, υτ α . κ α. ἃ ν . ε α ἃ β . κ . οὐνκ] -- ὁ θεῖός σου, τι ούνγ]ι-- ὁ θεῖός του: πληθ. τε ούνγ]ιτε -- οἱ θεῖοι αὐτοῦ, ουνοπερ-όρι καὶ ουνοῦρ-όρι (γ. συνῃρ.) (Υ. Τυραν.) πληθ. ουγόρετες- πυ- οἴτις λίθος" κοινῶς τσακμ.ακόπετρα. ούν] (τ) χουν] (τ) ϱ. ἐνεργ.Ξ- καταθιθάζω, χαμηλόνω" ἴδ. ούλ] (Υ)" οὖν] ο στεκόταν θιθάζω τὰ πανιά (τοῦ πλοίου).---οὐν] χρύετε--τα” πεινοῦμαι, ὑποτάσσομαι. --- ἄόρ. ούν]α-ε-ι' µετοχ. οὐν]ουρε.-- ἀντίθ, νγρξ. εθ. ούν]εμξ-παθ. καταθιθάζοµαι, ϐ) κατλθαίνω κάτω: ο. οὐδ. ϐ) ταπεινό- μιαν. ---οὐν]εμ, περδξ-- κάθημ.κι κατὰ γῆς: ούν]ετε (τ) ἐπ πιο.Ξ χαμηλά, (ι-ε-τε) ούν]ετε (τ. Ροβααη) ἐπι). χαμηλός ον ταπεινός-ἠ-όν. ουράτε-α: πληθ. «ράσασα᾿ Λατ. ΟΣΗΜΟΙ Ξεὐχή, εὐλογία" ι ἀπ ουράτε Ξ τὸν εὐλσγῶ, εὔχομαί τινι.----μιᾶρρ ουράτε ολ εὐχήν, εὐλογοῦ- μεν. -- πάτὸ, ουράτενε Ξ να ἔχης την εὐχήν.- τε πἄᾶτσα τας νὰ ἔχω τὴν εὐχήν σου’ 9) ουράτε- α- ἱερεύς, Ὦ πριφτ ουράτα -- ὁ ἱερεύς. ούρδε-]α (τ) ζούρδε-]α (τ. Βεράτ') --ἴδ. ούρθ-ι, Ἰούρθ-ι (Υ} 55 λειχήν. ν 3 -.----μ----. οκ ο ρωσ ϱὖἳ -- αρα 3 α . ντ» - . .. τς μαι : πα ο ο -- ἡ -- 294 ---- ουρδενᾶαρ-ι πληθ. ουρδενάρετε-- ἐξουσιαστής.-----κοιὶ ουρδεράτεσ-ι (τ) πληθ. ουρδεράτεσιτε.----τὸ θηλ. ουρδεναρε-/α (Υ) [Ἴταλ. ονάἰπατίο]- τῆς σειρᾶς, δηλ. οὔτε πολὺ καλόν, οὔτε πολὺ κακόν' ὡς: κε]όὀ γ]ᾶ ἆδτε ουρδενᾶρε. ουρδενίµ-ι () οὐρδερίμ-ι (τ) πληθ. µετες πρόσταγμα καὶ ουρδεράτε-α (τ) πληθ. ουρδεράτατ8α. ούρδεν-ι (Υ) ούρδερ-ι (τ) πληθ. ούρδενατε, ούρδερατε-- προσταγή, δια- ταγη ἐξουσία. ουρδεν-κ]έναεσ-ι (Υ) ουρδερ-κ]ίναεσ-ι πληθ. σιτες- ἑκατόνταοχος. ουρδεν-μί]εσ-ι (Υ), ουρδερ-μί]εσ-ι πληθ. σιτεζ- χιλίαρχος. ουρδενό} (1) ουρδερόν]-ό] (τ) -- προστάττω, διαττάτω, ἐξουσιάζω. ουρδενόχεµ (Υ) ουρδενόρεµ (τ)Ξπαθ.Ξ- προστάττοµαι. ούρε-α πληθ. οὐρατε-- γέφυρα, οὐρεῦ-ι (τ)-- ἀσθένεια τοῦ σίτου καὶ ἀραθοσίτου, ὅταν σήπηται ἐν τῷ ἀγρῷ καὶ µαυρίζει, (ι-ε) ούρετε-- (ι-ε) ουρίτουοε (τ) -- πεινασµένος, ουρετόνεµ: (τ) ϱ. οὐδ.Ξ- πεινῶ. ουρῦ-ι (Ἓλόαςσ.) (πλιθ. ἄχρηστος), ούρδε-]α (τ), ὄπεργετί-κ (Έυραν.) πληθ. ὄπεογετῖτε, τέδεζε-α (Καθ.) πληθ. τέδεζατε -- κοινῶς λει- χἍνα. οὐρῦ-ι: (πληθ. ἄχρηστος)-- κισσός ζούρθ-ι (Υ) (πληθ. ἄχρηστος) οὔο- δε-]κ (τ) πληθ. ούρδετε, ζούρδε-]α πληθ. ζούρδετε καὶ περτδελ]άῇ-ου πληθ. περτδελ]άχετε. ουρῖ α (5) πληθ. ἄχοηστος) Ξ- ουνῖ α (Υ) -- πεῖνα. ουρῖ-ου (Αργυρ.), ουρίθ-ι (Βεράτ. Περμέτ.) ουρῖθ-ι (Υ)- ὁ ἀσπόλας: κοινῶς τ υφλοπόντικας. ουρίµ-ι.. πληθ. ουρίµετε [ουρό]] -- εὐχή: ἀντιθ. νέµε-α. (ι-ε) ουρίδεµ καὶ (ι-ε) ουρῖδιμξ- ουνῖδιµ. (Υ) Ξ- πειαλέος. (ι-ε) ουρίτουρε (τ) -- πεινασμένος-νη: Ξ- ἴδ. (ι-ε) ουοῖδιμ, (Υ). ούρλ[ε-]α (Άργυρ.) πληθ. οὐρλ]ετε.--οὐρλ]ε-α (Βεράτ.)--κ]ούμεὂτ µε πρύπε, ζίεο. ουρόν]-ό] [λατ. οΓ0-α16]-- εὔχομαι' ἄντιθ. νεµ.ο.--- ουρόνεµ-όχεμ. παθ. ουροῦαρ-όρι (ΆΑργυρ.) πληθ. ουφόρετε-- ὁ ἀρραθὼν ὅταν ἀλλάξωσι τὸ δακτυλίδιον, «κ βδν Ουρούμ-ι; πληθ. Ουρούµετες- Ῥωμαῖος, Γραικός: 9) ὁ ἀνήκων εἰς τὴν θρησχκείαν τοῦ γραικικοῦ δό» ματος. ούρτε: ἐπίρ. ο οον φρονίµως. (ι-ε) ούρτε: ἐπίθ., Ξ- σοφὺς- Μ, Φρόνιµος-η. ουρτεσῖ-α καὶ ουρτῖ-α (Ῥοσάαπ. - κα ο ας Χοιν. φρονιμάδκ. ουρτεοίότ (Υ) Ξ- ουρτίδτ (5) Ξ- ούρτε΄ ἐπίρ.- φρονίµως. ουρτεσόν]-ό], ουοτετσὀν] (τ), ουρτό] ο) - ἡμερόνω, σωφρονίζω τινά᾿ ἄντιθ. εγερσό]. ουρτεσόχεµ-όνεμ, ουρτετδύχεμ.-όνεμ. (τ). ουρτόζχεμ. (5) παθ. καὶ οὐδ. -- ἡμιερόνομχι, σωφοονίζοµµαι.---- ἀντίθ. ἐγερσόχεμ. ουροέ]: (Α:γυρ.) ϱ. Ξ- μισῶ τινα, µαρο μενῖ (Υ)' ουρρέθα Ἰέτενε τίμε- ἐμίσησα τὴν ζωήν ο, ἀθο, ουρρέθα-ε-ου᾽ µ μτχ. δυβρύεφε, οὐύδτ: ἐπιφων. χουρ νγάσενε ἄρενε ι θόνε κάουτ οὐδτ, περαναάά] ι θόνε θουμΏάτοιτ ουστ-νι. ουτᾶ-νι (5) πληθ. ουστέν]-τε-- θουμΏάτσ-ι-- βούκεντρον’ ἴὃ. Ζουστξ-νι, ουδξ-]α (Υ. τ.) πληθ. ουδξτε μικοὺν καλύδιον ἀπὸ Χλωνόριας' καὶ ουδέζε-α (Κοοβ]ᾳ- Καθα]ς), ον. (Τωραν.) ς- καλύθιον ἀπὸ χλω- νάρικ, Ἡ φύλλα ὅπου δα κεκρυμµιένος ὁ κυνηγὺς [γραικικὸ λέγεται χωσιὰ ἐκ τοῦ χώνομαι] ἴδ. πρῖτε-οιΞ- καρτέρι κοινῶς. ουδκ]έν]-έ] : ϱ. ἐνεργ. [συγγενὲς τῷ Λατ. Θ86Ο-816-- βιθρώσκω, ἐσθίω]-- τρέφω: 9) παχύνω τινα δίδων αὐτῷ πολλην τροφήν. -- ἀαὔὅ ι ουδ- ]ύερε -- κριός ἀναθρεμμένος Ξ παχύς.--- ουδκ]έζεμ-νεμ. παθ. ουδκ]ίµ-ι: πληθ. ουδκ]ίμετεξ τοοφή, 2) πάχος (ἐκ τῆς πολλῆς τοοφῆς). (ι-ε) ουσκ]ύεσιµ (Υ) ουδκ]ύδιμ. (. συνῃρ.) ουδκ]ὐερδιμ. (τ) -- θρεπτικὸς-η. ουδού]-ι (Σ)) Ξ τὸ τῆς καρδίας τοῦ χοίοου πάχος. ουδόν]εζε-α: πληθ. ουδον]εζατε -- ἀθδέλλα" καὶ ουδουν]εζε-α (Σ) πληθ. ουδούνεζατε, ουσουδούν]ε-α (Έλλθασ.) πληθ. ουδουδούν]εζατε. ούστ-ι ἓ ἕ οὐδτ-ι: πληθ. οὐδτερετεξ 5 8 ἴδ, γουῦτ Ὦ ουδκ]ε]. ουστερῖ-α (Ῥαά{- Ρορά απ) πληθ. ουδτερῖτε -- στρατόπεδον, στρατός! ἀούὐελ ουὔτερῖα Ξ ἐπτρατοπέδευσεν ὁ στρατός.--- κοῦ νγοῦλ]ι ουότε- ρα; Ξ- ποῦ ἐστρατοπέδευσεν ὁ στ ρατός᾽ ἴδ. φουδάτε-α. ουστετούαρ:όρι: πληθ. ουὔτετόρετε -- ατρατιώτης' καὶ ουστετούερ-όωι (Υ), οὐδτετουρ-όρι (συνηρ.). .. υ Ἰ . ὁ -- . ὁ 3 ουθτίμε-α (3) πληθ. ουδτίματε-- ἀντήχησις τῶν ὀρξων' 9. ουτουρίµε-ακ -- 256 --- ουδτρξ-Ία (τ. Υ.) πληθ. ουδτοξτε -- πᾶν ἄγουρον ὀπωρικόν" µόλε, 4άΐδε ουὄτρξ κ.:.λ.----μὸς ε ζᾷ ατέ πέµε σε ἐτε ουδτερξξ- ε πα πιέκουρα. ουτερῖ) () ουτερῖ] (τ) ἴδ. ουτουρῖ] (Υ) καὶ ουτουρῖ] (τ) Ξ βοΐζω, ουτερίµε-α: πληθ. ουτερίµατε-- ἴδ. ουτουρίµε-α - βοή. ουτουρ!) (Υ), ουτουρῖν] (τ), ουτουρῖν (Υ. τ.) Ξ- βρέµω, βοίζω, ἠχῶ" ἴδ. Υ]εμό] - ουτουρῖν] - ουτουρῖν δέ ποοσώπου βρέµει, ἠχεῖ. ---- ουτουριν μάλ]ι ; (Ένραν.) Ξ- ἀντηχεῖ τὸ βουνόν.--- Υ]ιμὸν ἀέτι Ξ- βουίΐζει ἡ θᾳ- λχσσα. --- Ῥουβουλὸν π]ῖλα (Έυραν.) Ξ- βοοντᾷ ὁ οὐρανός, ουτουρίµ ιτ: ὀνομ. ἄφῃρ. (πληθ, ἄχρηστος) - βροντή. ούφουλε-α (Σ) Ξ υύθουλε (πληθ. ἄχρηστος) καὶ ούφελε-α (Σ) --ἴδ, ούθελε-α (πληθ. ἄχρηστος) -- ὄξος. ῃ] πα: µόριον στερητικὸν α, ἄνευ, χωρίς. πά. µόριον, προστακτικὀν’ πᾶ ἀεγ]ό -- ἄκουσον.---- πά έ]α κετού; (π᾿᾽ε]σ ἡ πέ]ᾳ κετοὺ)Ξ ἐλθὲ ἐδῶ. ----πά τα δόᾷ Ξ- κοιν. γιὰ νὰ τὸ ἰδῶ.---πα σετ τε θέµ.Ξ Ία κάτι νὰ σὲ εἰπῶ. πα; (τ) -- ἵδ. πρᾶς- λοιπόν. παθέσε: ἐπίρ. Ξ ἀπίστως. (ι-ε-τε) παθέσε ἐπίθ. Ξ- ἄπιστος-η-ον. ---με βράου µε τε παβέσεξ μὲ ἐφόνευσεν ἀπίστως. παθεσενῖ-α (Υ) παβεσεοῖ-α (τ)Ξ- ἀπιστία. παθέφτ (Υ. Καθ.), Ώεφας (1), παπρίτουνε (Υ), παπρίτουρε (τ) ἐπίρ. - ἔξαφνα, ἀπροσδοκήτως, ἀνελπίστως. -- πακου]τίμας (Καδ.) -- ἀσυλ- λογίστως, πο ποαν(]έχουρε (τ) 5 ἀπροσδοχήτως" φρᾶσις . πα πρίτουνε πα κου]τοῦμ. (ϱ. (τε) παὐροῦμε-τες- ἄζυμα' ἀντίθ. τε μΏροῦμε-τε-- ἔνζυμα. πάγε-α: πληθ. πάγατε [Τταλ. ράσα] Ξπλησωμ.ή' γαὶ παγε τύρε-α (θααἳ). παγε-δᾶνεσ-ι (Υ) παγε-δένεσ-ι (τ) πλ,θ. πάγε-δᾶνεσιτε εξ µισθοδότης. πάγε-δᾶνεσε-]α (Υ) παγε-δένεσε-]α (5) -- ἡ µισθοδότις πληθ. σετε. πάγε-δᾶνε]ε-]α (1) πάγε-δένε]ε-]α - ἀνταπόδοσις' πληθ. Ίετε: 1δ. ὅπα- γέσε-α. -- 20ἵ --- πάγεξε (Υ) -- πάκεζε 9 τρ Ξ ὀλίγον. παγεζίµ-ι: πληθ. παγεζ ἵμετε-- βάπτισμα, βάπτισις. παγξ-ξιµταρ-ι: πληθ. παγεζιμτάρετε κοὶ παγε ζόρ-ι -- βαπτιστής. παγεξόν]-ό] ϱ. 1 Ξ βαπτίζω ο: ποαγεζόνεµ.-όχεμ, π«θ. παγε-μάρρεσ-ι' ἄρσ. πληθ. παγε-μάρρεσιτε-- ἐκδικητής. -- παγε-μαᾶρ- εέσε-]σ: θηλ. πληθ. παγε µάρρεσετε-- ἐκδικήτρια, παγέσξ-αΞ- πληρωμή, δασµός, παγούα-ϊ (Αργυρ.)- μποτίλια ἀπὸ χκλάϊ εἰς ὧν θέτουσι οσικῖ. ο ομα (τ) [Ίταλ. ραρατο] ο. ἐνεργ.Ξ- πληρόνω": ἴδ. ο αν παγοῦε] καὶ παγοῦ] (συνῃρ.) παγό] καὶ πο' γό] (Αργυρ.)Ύ- πληρώνω. παγοῦχεμ παθ. Ξ- πληρόνομαι: ἴδ. λ]αζεμ., παγετύρε -- ἴδ. πάγε -- πληρωμή. (ι-ε) παγ]οῦμε-ι-α Ξ νά ἄγρυπνος. (.-ε-τε) παδᾶνε (Υ)Ξ ράδοτος-η-ον" ἵδ. -ε-τε παλ]ίὸς. (.-ε-τβ) αδένε (τ)-- ὁ .. μιάς ἀκυοίευτος' 9) ἄκαμπτος" (1. έπεμ, 3 ἰπεμ). παζίσ-ίτ-ἴτ (Σ) ϱ. ἐνεργ. «- ἐγκαλῶ τινα, ἐνάγω.---χ]α] μΏε τε (Κουρ]α Υ2Υ.). πααίεµ: ἐγκαλοῦμαι, ἐνάγομαι ὑπό τινος, παάάδουνε (1) παζάδουρε (τ) -- ἀκουσίως, μη θέλων. παάίτουνε (Υ) παθίτουρε (τ) -- ἐν ἀγνοίᾳ. ---ε Ώερα παάἴτουρε- τὸ ἔχαμα ἐν ἀγνοίᾳ, ἀκουσίως. (ι-ε) παάίτουνε (Υ) παάϊίτουρε (τ) - ἀμαθήῆς, ἀγράμματος, ἀπαίδευτος, πα/τέσε-α [ῖὸ, πα]τό] -- µισθόνω τινα] “"μίσθωσις, η . ΗΡΑ ῃ. } ι . ᾽ . πα]τίµ.-ιζτὸ, πακ]τίμ-ιξ- εἰρήνη" (το κ] τρέπεται εἰς |). κ ., πα]τιμ-θαμεσ-ι (Υ) ἆρσ. πα]τιμ-Ώαάμεσε-]α θηλ. ο σος πα]τιμ.- Ὀέρεσ-ι (τ) ἄρο. πα]τιμ- Ώερεσε- κ (τ) θηλ. --ἴδ. παχ]τίμ-Ώαμεσ-ι (Υ): πακ]τιμ.-Ώαμεσε-]κ (Υ) θηλ. παχκ]τιμ-Ώέρεσ-ι (τ) ἆρσ. πακ]τιμ- Ὀέρεσε-]α (τ) θηλ. - εἰρηνοποιός πα]τόν]-ο]-όνεμ-όχεμ (τροπῇ τοῦ κἱ εἰς |) --ἴδ, πακ]τόν]-ό]-όνεμ.-όχεμ.. πάκ: ἐπιρ.Ξ ὀλίγον [Λατ. Ραιιο]-ο πα] ἀντίθ. δούµε. πάκεζετ-(τ. Ὀπαί-Ροσᾷ απ) ἐπιρ. ὑποκορ. Ξ᾽λίγακι' καὶ πάγεζε (Υ) εθέ πχκ-ζέρε-- ἔτι ὀλιγον καιρόν.-- παροιμία: πακ ε περ μάλΞόλι- ΥοΥ καὶ ἐπιθυμητόν,-- πάχεζε Ὀούκεζ- λιγάκι ψωμή. Ἱ | Ἱ. Γ ή Ι | ῃ | | | {η . -- 298 --- πακ-σε-πάκου Ξ- τουλάχιστον. τη "- ὁ ε] μ / . α ἓ .- παλ-μος τοὐλάχιστον, επανω Ἠατω (ιιά1) πα. σε µε χανγρι γ]σνε πο 4εὄ τε µε Ίδίε εδὲ κρύετες- δὲν φθάνει ὅπο μοῦ ἔφαγε τὴν πε- οιουσίαν, ἀλλ᾽ ἤθελε νὰ μὲ φάγη καὶ τὸ χεφάλ'.--κδ-πακ (Υ)Ξνγα- πάκες ἀπ᾿ ὀλίγον. ()) πάκ-ου; πληθ. τε πάκετε: ἐπιθ.Ξ- ὀλίγος.--ε πάκετε-- ὀλίγη" τε ψ Ἆ ! κ πάχκετε οὐδ. -- τὸ ὀλιγον. (ι-ε-τε) πάκετε-ι-α-τε ἀντιθ. (ι-ε-τε) δούμετε-ι-α-τε᾽ παροιµ.. ιν πάκου . ᾿ / . β ε α : ων 3 σι γ]άχου: --τὸ ὀλίγον (εἵνε πολύτιμον) ὡς τὸ αἷμα' ε πᾶχα ασ τε Φ4 " υ .Ν, Ἡ |] . Ἱι ἑ ε - β πρι” τὸ ὀλίγον δεν σε βλάπτει (φθείρει) ε πάκετα περμ.Ώα σεν(ε- τε]ενεξ- Ἡ ὀλιγάρχεια δικτ ηρεῖ την ὑγείαν. πάκεξε {τ. Ὀιάϊ- Ῥοσά απ) ἐπιρ. ὑποκορ. τοῦ παχ. ἐπιρ. παχεσό. α ’ αμ Γ. ο. η α πακεσόν]-όνεμ (τ. Περμετ.)Ξ-ἴδ,. πακό] ὀχεμ. καὶ πακετσὀν]-όνεμ. (τ). πακίτσε-α (Υ. τ ) πληθ, πακίτοκτε: ἀφῃρ. Ξ τὸ ὀλιγοστόν. πακόν]-ο] (Υ) πακεσόν] καὶ πακεταόν]-ό] ϱρ. ἐνεργ.Ξ- ὀλιγοστεύω' πα- κόχεμ. (Υ) πακετόνεµ.-όχεμ. παθ.-- ὀλιγοστέύομαι' παχξτσόνεμ.. (ι) πακόρε-ι ἆρσ. πληθ. τε παχκόρετες ἄπληστος' ε παχύρε-α θηλ. τε πακόρε-τε οὐὸ.Ξ ἡ ἀπληστίκ' τε νγράνετε παχόρες φαγητὸν ἄνευ μέτρου (1141). (ι-ε-τε) πακου]ῶέσδεμ-- ἄφροντις, ἀπρόσεχτος. πακου]τίμας (Κα6θ.) ἔπιρ. - ἀσυλλογίστως, ἔξαφνα᾽ ἴδ, παποίτουνε (1) παπρίτουρε (τ) παπανάέχουρε (τ). (τε) πάκουνε-ιτε (3) οὐδ., -- ἡ λιποθυμία: τε τχόλετε (Έλθδας.). πακσέλ] :, (Ἐλδασ.) ο. ἴὸδ. κουκό] (Κκθ.) καὶ κουκάσ (Καθ.) κουν]άσ (Βεράτ.) ϱ. πακσέλ]εμ : παθ. ἴὃ. κουν]άσεμ. (Βεράτ.), κουκόζεμ. καὶ κουκάσεµ, (Κα6.) κελ]κάσεμ. (Περμετ.) πακτό]-όνεμ (Αργυρ.) ἴδ. πακ]τό]-όνεμ.. πακτοῦα-όϊ (τ) ἴδ, ποκτούα-α πακτοῦε-όϊ (τ) καὶ ποκτοῦε-ὄνι (Σ) --πέ- ταλον, πάκ] : ἐπιρ. - παστοικά, καθαρῶς' μποτ] πᾶκ] Ξ σκουπίζω παστρικά, πάκ]-ι (Υ. Ὀιάἳ) καὶ πάκ]ε-]α [λατ. ραχ-οἱς] -- εἰρήνη,---Ὀὰν] πάκ] (Ῥιά1) - πακ]τό] Ἄ πα]τό] -- εἰρηνεύω' τι Ρα] πάχ] -- τοὺς εἰρηνεύω, τοὺς φιλιόνω’ Ώανς πάκ] --πακ]τούανε-- ἔκαμαν εἰφήνην, εἰρήνευσαν, -- 299 --- πακ]ό]-όν] [λατ. ρασο-αγε].. ἐνεογ. -- εἰρηνοποιῶ, συνδικλλάττω, φι- λιόνω: καὶ πακ]τόν]-ό] πα]τόν] -ό] (τρο τς οὗ κ] εἰς ) πακτό] (Α2γ.) [πακτόνω εἰρηνεύω] κ]ένε αρεμάκ] ει πα]τό ἦσαν ἐχθροὶ καὶ τοὺς Ἶ 15η ον Ἡ ν Ἶ ἐφίλιωσκ" 9) µισθόνω: πο]τόθο 40 πουνετόο ες δύο ἐργάτας. - βα . . πρ] σον ᾽ Ν. η Ἡ 24 ... πακ)όνεμ-όχεμ, πακ]τόνεμ-οχεμ., πακτόνεµ. (Αργυρ.Ξο. οὐδ., Ξ εἰρη- νεύω µετά τινος 9) µισθόνομαι. πακ]τίμ-ι πληθ. πακ]τίμετε καὶ ποα[τί-μι (τροπῇ τοῦ κ] εἰς ])--εἷ- ιά ρΏνη 2) µίσθωσις, πακ]τίμ-Όαμεσ-ι (Υ) πληθ. πακ]τιι "Ώάμεσιτεξ ο οηεώς. --ποακ]τίμ- Ώαμεσε-]α (Υ) θηλ. πλ. πακ]τίμ-Ώαμεσετε καὶ πα]τίμ-Ώαάμεσ-ι ἀρσο. πο]τίμ-Ῥαμεσε-]α θηλ. --- πα]τίμ-Ῥέρεσ-ι ἆρο. πα]τίμ. Ὀέρεπε-]α θηλ. Ξ εἰρηνοποιός. πᾶλ: ρ.Ξ ὀγχαρίζω [ἐπὶ ὄνου) [συγκρ. φάλ-λω]. --- γομάᾶρι πᾶλ-- ὁ ὄνος ὀγκάται.----ἴδ, πελάσ ο. πάλε-α. πληθ. πάἄλατε-- εἶδος κοπάνου μὲ τὸ ὁποῖον χτυποῦν τὰ φο- ρἔμκτκ ὕταν πλύνουν αἱ γυναῖκες. κου πληθ. πάλατε- ἡ πάλα {ἴδ. πόρδε-α πάλε: ἐν τῇ φράᾶσει;: Ὀα] παλε ως λωλοῦμης ---ορ πάλες-καάθη- μαι µε εὐχαρίστησιν, κο, παλάνγε-α (Ριιάἳ) πελάνγε-α (ρααἳ) --ἴδ. πελάμβῃε-α -- σπιθαµιή παλάντσε-α πληθ. α-τε [Γαλ. Ῥααπςθ] ἴδ. καναρ. παλάτ-ι πληθ. παλάτετε-- µέγαρον, ἀνάκτορα, παλάτιον. παλάτσ-κε-α.: πληθ. πκλάτσ-κατε (Τουρχ. τὸ ἴδιον) 5 9 Ρ παλ]αβι-α πληθ. παλ]αθῖτε: (Υ.τ. Ὀαὰ[- Βορά απ) καὶ ο 5 .. . ο ᾽ ος νε ᾽ ο μ «ο . ο. παλ]εβ:-α (3), παλ]οθῖ-ο, (Αργυρ.) Ξ αἰσχρολογία.----φλ]άᾳ πκλ]αβι -- ψ -- α ᾗ αἩ αἱ αἰσχρολογῶ, φ]άλ] ε νᾷῦτε. παλ]αβό»]-όνεμ (Ώιιᾷ1) -- λερόνω-νομαι. (ι-ε-τε) παλ]άμ-ι-ε-τξ ()Ξ ἄπλυτος, ι-ε-τε-παλ]ἄρε-ι-α παλ]αρξ-]α (Ῥορβᾶαη - Ἠλθασ. Βεράτ.) πληθ. παλ]αρξτε -- πινάκιον, / - . ν ζ η ο μο Αι, ἡ { ο πηλινον πιᾶτον Ἡ φαρφουρενιον. 3) τὸ πιᾶτον μὲ τὰ κόλυδα. ο. .. οκ 5. παλ)έ (Υ) [πα-λ]ε-- ἄφες]-- ἄφες κοιν. ἄφισε.---παλ]έ τε βέτε τε δόφ, Ἆ μ ι Ἀ Ἶ 3 ΗΝ -- ι σε σι αδτε πούνα Ξ ἄφες νὰ ὑπάγω (Ἠ ἂς ὑπάγω) νὰ ἴδω, πῶς ἔχει τὸ πρᾶγμα. -- παλ]ὲ μὺς φόλ]ε µε Υό]ε-- ἄφες µη ὁμιλεῖς μὲ τὸ ε ο ἡ .. α η Ἡ " Β δω . "η 4 μα, στόµα..--- παλ]έ τα δόχ-- ἄφησε νὰ τὸ ἰδῶ, Ὁ ἂς τὸ ἰδῶ, «-ᾱ οκ) --- πάλ]ε-α: πληθ. πάλ]ατε-- σῦκον ξηρόν.---υ]ε βάρχ πάλ]αδτ μία ἆρ- μαθιὰ ἀπὸ τῦκα ξηρά. πάλ]ε-α; πληθ. πάλ]ετες- ἴδ. πάρε-αΞ- ζεῦγος. 4 αν ο. μὴ 4 .α στο 3 [ παλ]εβι-αξ- ἴδ. παλ]αξι-α Ξ- αἰσχοολογία.. παλ]εχούαρ-όρι (Πεομέτ.) [ἐκ τοῦ γοαικικοῦ παλαιοχΏρι] καὶ τροχάλ- ε-α (Περμέτ.) [τροχὸς] -- τόπος καταπατηµένος, χαλασμένος (ὡς ἐν παλαιοχῶοι) --- τροζάλ]ε-« (Περμέτ.)-- βένὰ᾽ ι γερούερε νγα οὔ- ᾗετε.---ού]ετε ε Όεοι ὄξνε τροχάλ]ε. 4 [ πο - -ᾱ ν Γ παλ]οβι-α-ξἴδ. παλ]αβῖ-α Ξ- αἰσχοολογία. ή. λ μα | αγ. κ .. 1... παλ]ξό] (Ἔνραν.) ἴδ, παλ]όσ ρ. παλ]όχζεμ. (Τυρ.) ἴὸ. παλ]όσεμ. παλ]όσ: ϱ. ἐνερ. [πάλ]ε-α] -- διπλόνω-- Ῥα] παλ]ε, 3) καταπλακόνω. παλ]όσεμ.: παθ. πάλ[σε-α (Κρού]α) πάλτσε-α (πληθ. ἄχρηστος) -- τὸ μυαδοῦλι (κυρίως τῶν κοχκάλων) ἴὃ. τροῦ-νις- ἐγκέφαλος. πᾶμ (γ) παος (τ) µτχ. τοῦ σὀᾷ ϱ. παμθούκ-ου (γ. τ), πουμβάκ-ου (Αργυρόκ.) 5 βαμθάκιον. ---ν-ε παµ.- Ῥούκτε, πουμβάκτε: ἐπίθ. Ξ'βαμθακερὺς-ά. (ι-ε) παλ]ῷ]ε-ι-α (ρά1) Ξ- ὁ-η- ἄνομος- πχράνομος, παµέτα: (τ), κοινῶς καί πε ὕστερον. (ι-ε) παμούνάου»ε, ι-ε- παμούνᾶουρε (τ) -- ἀνίκητος. ο μ . α [ῃ ι) ο ο .. με . .. πανξτ-ι (τ) -- κουρ «έλ] νε τοόπ᾽ ε τέρε πρέ] ὄξουτ α πρέ] γοῦριτ, α πρέ] ἀροῦριτ. | ι η παν]ανί-- παµέτα: ἐπίρ.Ξ καί πε ὕστερον. πάν]ε-α (Βεράτ.) πληθ. πάν]ατεςν]ε ἀροῦμει μια σε λ]ίσι, (ι ε-τε) παν]όχουρε (τ)ς- ἄγνωστος-ον, παν]όχουρε: ἐπίρ.Ξ- ἀγνώστως, (ι-ε) παούδε-ι-αξ- ἄνομος, παράνομος, ἄδικος. 3) ὁ διάβολος, ε αρα, .} Γ 3 / ὸ παούδε: ἐπίρ.Ξ- ἀνόμως, παρανόμως. ἀντίθ. µε οὐ98. παπαν(]έζουρε (τ), παποίτουνε καὶ παπρίτουρες- ἀπροσδοκήτως, ἄνελ- / 5 ε ς : 3 µ / β πίστως. --- πακου]τίμας (Κά6.) -- ἀσυλλογίστως. -- φρᾶσις: παπρὶ- τουν ε πακου]τοῦμ., . αν ' (ι-ε-τε) παπανάέχουρε-ι (τ) Ξ- ἵδ. ι-ε-τέ παπρἰτουνε. (ι-ε-τε) παπιέσε: ἐπίθ. ὁ- ἡ ἀμέτοχος, ὁ μ.η ἔχων µερτικόν, κοινωνίαν͵, 9) ὁ διάθολος, 901 -- παπούνε: ἐπιο. - ἀργῶς, 9) ἀναιτίι παπούνε: ἐπίρ. - ἀργῶς, 9) ἀναιτίως. (ι-ε) παπούνε ἐπίθ. -- ο. ς-' δν α-- παπρίτουνε (Υ) καὶ παπο ια τ) ἐπίρ. Ξ ἀνελπίστως. ---ι-ε-τε παπ οἳ- τουνξ (Υ) τ-ε-τξ παπρίτουςε (τ) -- ἀνέλπιστος-ον. παρ: προθ. εὑρισκομένη πάντοτε ἐν συνθεσει-- πρό’ π.χ. παρθιε, πχο- βιές, παορμ.Ώοᾶμε κ.τ.λ. πάρα: περπάρα: προθ. (συντ. μετα γενικῆς) σημ. Ξ πρότερον’ έοδι πάροι κόχεσε έρδι πεοπάλα κόχεσε-- ἦλθε ποὺ τοῦ χο αιροῦ" 2) ποιν: πάρχ σε τε Ώᾶχετε, καὶ πάρα σε Ὠᾶχετε (οράα) -- ποὶν γίνῃ 3 προτοῦ να γίνῃ' Ὁ) ἔμπροσθεν, ἐνώπιον : πάοκ (έρμεσε 3 περπά:» ἀέοεσε -- πρὸ τῆς θύρας. --- φόλ]ι πάρα γ]ενε]εσε Ἠ περπάνα Υγ]εν- ἀε]εσε -- ὡὠμίλησεν ἐνώπιον τοῦ λαοῦ. ---- μ.χ πάρα ( οσά απ) Ξ μᾶ πευπαάρα Ξ πο τσ. | ν παρά-Ία πληθ. παράτε χαὶ πάρε-]κ πληθ. πάρετε -- οἱ παράᾶδες ω παραβενε-α (τ) Ξ- πρόθεσις (ἄρτου) καὶ πκραδοῦμε] «() Ὀούκετ᾽ ε πχοκ- βενεσε (τ) -- Ὠούκετ) ε ποραθούµεσε (Υ) -- οἱ ἄρτοι τΆς προθέσεως. παραδίσ-ε-- παράδεισος" ἵδ. παρραϊ]σ-ι (τ), παρρί]σ-ι (Υ)., ποορῖσ-ζι (Σ)). παραζάν-ι (Ἔλθασ.) ἴδ. Ώοροζάνε-]α (Τυραν.). πάραζι : ἐπίο. ---- Κυρίως. παραθᾶνεσ-ε (1), πληθ. παραθᾶνεσιτε -- προφήτης. παραδᾶνεσε-]α θηλ. πληθ. παραθῶνεσετες- προφῆτις. --- παραθενεσ-ι (τ) άρσ. πληθ. παραθενεσιτε.--- τὸ θηλ. παραθενεσε-]α πληθ. παραθε- νεσετε -- προφῆτις. παραῦέμ ϱ. προφητεύω' προλέγω, τὰ μέλλοντα. παραλ]ίνᾶεσ-ι πληθ. παραλ]ίνάεσιτε-- πρωτότοκος" {ι-ε) παραλ]ίνουνε (Υ) (1-ε) παραλ]ίνάουρε (τ) 5 λ]ίνάουρε πεοπάροα.. παραλ]ινάε]ε-]α: πληθ. παραλ]ινάεἶετε-- τὰ πρωτοτοχεῖα. παραρόν]ε-α [παρα-ρόν]ε-α] πληθ. παραρόν]ατε- ἡ ἐμπροσθοφυλακή" (στρατιωτική)’ ἀντιθ. πραπαρόν]ε-ας- ὀπισθοφυλακή παρβιέτ (Υ) ἐπιρ.-- πρόπερσι--ἱὸ τερθιέτ (τ). παρᾶιέ (Υ) ἐπιρ. Ξ προχθές παράιέθινε (Υ): ν]ε-άίτεζε-- προχθές, νὶξ ἀἰτεζα] (τ)Ξ- προχθές, ν]ῖ ἀίτεζε-- μιᾶᾷ τῶν ἡμερῶν. πάρε (τ) πᾶμ. (Υ) µετοχ. τοῦ δόχ. (ἱ) παρε-ι (τ) ε πάρξε-α (τ)-ὁρατός- ή 909 ---- (!) παµ-ι (Υ) ε ως τε πάρετε (τ) τε πᾶμε-τε πα, θέαμα, θεωρία« 2) ὅρασις ὃ) ὄραμα' 4) ἐπίσκεψις.- κάτε πάρε τε Ὠούκουρ ἔχει ὡραίαν θε«ν' ἸούμΏι τε πάρετ᾽ ε σύθετ-- ἔχασε την ὅρασιν τῶν λούολ -- β.. δι / ά τὰ 2ἡ αν ο η πω η ὀφθαλμῶν πάδε ν]ετε πάοξς εἶδον ὄραμα.---βετε περ τε παρε-- ὑπάγω ποὺς ἐπίσκεψιν, παρβιέτ ο σώπιμκας βιέτ (τ).---ν]ξ θίτι (Υ) Ξ εἰς ἕν ἐκ τῶν ἐτῶν (ἀπροασδιορίστως κατὰ ποῖον ἔτος.----ν]ϊτ βίτι ουΏᾶ ζι Ῥούκε | ββ . μας Ἡ μμ κ ᾗ γ)ξεις ἓν ἐκ τῶν ἐτῶν ἔγινε λιμος, ῃ 4 ϕ ' µ πάρε (τ) ἐπιρ. χρόνου Ξ πρότερον, ποὸ ὀλίγου. ---κ]ε μα τοῦ πάρθινε (τ), ὅπάρε (Ύ), ὅπάρθινε (Υ), πάρι (ροβααην µ μ.Ώάοι, (0ος- απ) μᾶ παρε (θιᾷἳ), μᾶ παάοι (1) -- μᾶ τα έρδι : Ξπύτε Ἴλθεν : λα Ξ πρότερον. πάρε-α :. πληθ. πάρετε [Άκχτ. Ρα1-18] -- ζεῦγος, κοινῶς ζευγάρι (Τους- ο] ... ο η νο ι αι ΄. ι Ἄ Γι ι λ αρ η Κιστὶ τόιφτ).-- παρε α τσουπ ;Ξ ζυγά Ἡ µονα; (Τουρκ.) (τσιφτ-κ- τεκ) καὶ πάλ]ε.--ν]ε πάλ]ε βάθεξ ἕνα ζευγάρι σκουλαρίκια. --ν]ε παλ] ἐ μμ ας δν φὲν / ῥ ... γα” μα ή πᾶλ]ε κεπουτσξεξ-ἒνα ζευγᾶρι παπουτσιχ.---ν]ε πάλ]ε ἄρμε-- 9υο πιστόλια: ν]ε πάλ]ε οοόΏα-- µία φορεσιά ν]ε πάρε πελούμῃα (τ)Ξ Ί: λ]ε ϱρ ἱ ορ 1ε ΓΞ τκλο ῃ σαν πω ἓν ζεῦγος περιστερῶν' πάλ]ε-πάλ]ε ως ζευγαρωτά' πο Οκόνινε πάλ]ε πάλ]ες- διέθαινον ζευγαρωτά.Ξ πο δκό]ενε πάλ]ε πάλ]ες ὑπάγουσι ) η, απ Ἀ 4 κ. ε κατὸ ζεύγη" 9) πάλ]ε-α-- δίπλωσις, δίπλωμα" Ὠέν] πάλ]ε ορόβατε ΔΝ, .. Ἆ β ᾽ . Ε . 5 κ - ο ΞΞθιπλόνω τὰ φορεματα᾽ {δ, οημ. παλ]όσ' ν]ε πάλ]εδ, 4ῦ πἀάλ]εῦ - 5 Ἡτ δα | τρὶ πάλ]εῦ μ.τ.λ.Ξ µε ἕνα κάτι, κ.τ.λ. (ι) πάρε-ι Γπληθ.τε πάρετε πρῶτος" ε πάρε-αξ πρὠτη' πληθ.τε πάρατε. ε ὁ] [πευράβε- .εε-ο] ---ᾱ. ἕνες ἴει ὄνω": τὸ ἠ παρεζό] [κερράβρε-α] [παρε-α]τρ. ΕΥΕΡΥ. ζευγαρόνω’ το παθ.. παρεζόχεμ.Ξ ζευγαρόνομαν. 5 5 15 αν. Ἡἃ δα 5 [ι π ν παρεκ]όν] (Όαᾶϊ καὶ Ῥὰν] γατί] (θαᾷ1) -- ἑτοιμάζω' µετοχ. παρεκ]ούεμ.. μμ ι Μ 3 ε 3 ε ζ παρεσῖ-α : (περιληπτικον ὄνομα, πλην. ἄχοηστος) - πριστοκοφτις, Όν τῆς πρώτης τάξεως ἄνθρωποι’ ἀντιθ. ῥε γ]ελ]ϊ-α.. παρέτκε-α πληθ. α-τε (Τδεομενίκα) ἴδ, λ]έσε-α παρμθρᾶμα (1) παρμ.Ώρᾶμε (Υ)ἐ έπιρ.Ξ προψες, την παρελθοῦσαν ἔσπεραν. παρμθάµε (Υ) παρμΏᾶμα τιέτερες ἀντιπροψές, τν προπαρελθοῦσαν ἑσπέραν. παρµένάε-α καὶ παρμένα -ι (5) πκομένᾷε-]α (Υ) πληθ. πχρμένάετε-- παρμενᾶε-α (τ)-- τὸ ἄροτρον, κοινῶς ἀλέτρι. -- 505 --- -α παρτῖ-α: πληθ. παρτῖτε [καλιστρέω, καλέω] κκλ]έστρε-α (Περάτ.) µ π αρ α. -- ο -- ᾗ .Ρ πα - - “ο . , ΄ : - πληθ καλ]έστρατε - συμπόσιον' κούρ θεορέτ Ἱερενε πάιε ὁανάεροινε α ὅ ι Ριεζερρι, (--ε-τε) παρρεφύερε (τ) παρρεφύεμ., παορεφυμ. (Υ. συνῃρ.) -- ἀνεκδιή- ΓἼτος-ον, ιν µ ιν Ί 3 παρρεφύερε (τ) παρρεφύεμ. (7) παρρεφυμ. (συνῃρ.) ἐπιο. Ξ- ἀνεκδιη- γὔτως. . η. .. κ ει παρρί]σ-ι (Υ) ἴδ. παρκδίσ-ι. (5) καὶ ποιρῖσ-ζι (Σ), παρρά]σ-ι (τ). πας, (τ) µΏας (Υ) πρὀθ, (μετὰ Υεν.) -- ὕστερον.---- πας ἀίμεοιτ Ββιὲν ψ . Ες | .. - .. νερο --"'μετὰ τὸν χειμῶνα ἔρχεται τὸ ἔαρ. --- πας ὗ ἀἱτδ, πας 0 Ιάθεῦδ, πας ἂν μούα]ό πας ἂν βιετό-- μετὰ δύο ἡμέρας, ἑθδομάδας, μῆνας, ἔτη. 2) Ξ τὺ ὄπισθεν, κατόπιν, ἀπ᾿ ὀπίσω. ὡς: πας ουῦτε- οίσες- κατόπιν τοῦ στρχτοῦ.--- πᾶς ὄτεπίσε-- ὄπισθεν τῆς οἰκίας.---- πας µέ]ε, πας τέ]ε, πας ατῖ-- κατόπιν µου, σου, αὐτοῦ.---- βάνε πας τῖ-- τὸν ἠκολούθησαν.---- ἡ)-- κατὰ (σημ. συμφωνίαν καὶ ὁμοιότητα). πας φιάλ]εσε Ἴδτιτ-- κατὰ τὸν λόγον τοῦ Κυρίου. παςανζά): (τ) [Γπας-αναα] ] έπιρ.Ξ μΏασαναά]τα υΌας-ανασ]τα] -- μβαςονάα] [μβας-αναά]] -- μὈακαναύὶ [μΏας-ατύ], μΏας αναύ] ἵμθας-ατύ] - µετέπειτα.--- μΏας ανα ἐ] ἵμβας-ανε]]. πασε. μτχ. τοῦ ρημ. κάμ. καὶ πάσουνε (ϱ)», πάσουρε (τ) πάτουοε (τ). ῥ ψ Τμ ο (ι-ε-τΈ) πάσουνε (Ύ) πάσουρε (τ) πάτουρε (τ)-- πλούσιος, πάσε]ε-]α-- πλοῦτος, περιουσία, πασεκ]ύρε-α (Όμά1) πασκ]ύρε-α πληθ. α-τες- καθρέπτης, πασσί (τ) [πας-σϊ] μΏασσῖ |μβασ-σι] ἐπίρ. -- ἀφοῦ. πασνέσερε (τ) µΏακνεσερε (Υ) µΏασνέσερι (Σ)) Ξ- µεθαύριον. ἵδ. ἀε], καα- 4] (Αργνρ.). πασνέσερε-τιέτερε, μΏαςνέσερε-τιέτερε, μΏακνέσε,ε-τιέτερι (Σ), τιετερξ- Γι -ῃ ", μ 3 4 μ,Ώακνεσερε (2)), τιέτερε-μΏκσνέσεριἝ ἄντιμεθαύριον. (.-ε-τε) πασόσουνε (Υ) πασόσουρε (τ)Ξ-αἰωνιος. µ . ὼ : α Ἡ / πασουνε () πασουρε (τ) Ξ[ὸ, μιτχ. πασξ και πώτουρε (τ). - . ΔΜ πλ [πασπιλ]αρ-ι] - μυλωνᾶς. ἴδ. μουλῖσ-ι (1). παστά] (τ) παστά]α (τ)-- ὕστερον.--- µε παστά]«, μᾶ παστά]α-- ὑστε- ρώτερα (Ἐλόασ). . ῃ , .. α : κ (1) παστά]µ-ι (τ) -- ὑστερινός, τελευταῖος, --- ε παστά]με-]α (τ) -- ὑστε- | | Ἡ { Ἱ | ππβιώω-- Ὅ στ 'ωμὝ' μμ αι αμ. .. -- ] -- 304 --- ε [η δα 3 "η η σχὰ, ἳ αγ. ε. οιν ήν τελευταιο, --- (τε) παστα]μ.-ιτε οὐδ. -- τὺ τέλος. (ουρό] γγεο ο --- --- ο. νο ον αφ κὰ ο ἴυ-ἷ-υ-----ᾱ-. -------υ---- σι κος Ὦ «στα]μιτς- ὑπομένω μέγοι τέλου Ἡ, , δ-μ . ’ πάστερε: ἐπίρ. -- καθαρῶς. ἴδ. κερούαςε, κθιέλετε. µ εν .) ᾗ (ι-ε-τε) παστερες- χαθαρὺς-α-ογ. παστερτῖ-αξξ καθαριότης. ” .- {-. η... υὴ . Γ.- Γα ῇ παστερµό] (τ), παστρό]-όχεμ.-όνεμ. τὸ. χ]ερό]-όχεμ.-όνεμ.. πάδε-ι: πληθ. παδετες ὀργυιά. 3 µ Πάδκετε: [ὁ ἑνικὸς ἄχοηστος) πληθ.-- τὸ Πάσχα. --- πάδκετ ε μελᾶ -. ε .. ᾽ π Γ πο ἡ Λαμποή.--- πάδκετ ε βόγελ]α -- τὰ Χοιστούγεννα. τὸ. ΚΚερσνᾷέ- ν 1 λετε, πε) Πάδκε- τῇ λαμπρῇ, εἰς την λσμπρήν. παδνίκ-ου (Ὀοσά απ) Ξ- κάλυμμα. -- παθνίκου ι. κρέσε (ἀοράκβη) Ξ το κάλυμμα τῆς κεφαλῆς. (ι-ε) παδκούεδιµ (Υ) παδκοῦδιμ. (συνηρ.), παδκούκρδιµ. (τ)Ξ- ἀκοινώνη- τος.---- ἃὅτε νἹερ ι παδκουύεδιµ.-- εἶναι ἀκοινώνητος. πάτ-ι: πληθ. πάτετεξ- τὸ πάτωμα [τῆς οἰκίας). πατᾶ-νι (Σ) πληθ. πατάν]-τες- ἴδ. πατόκ-ου. πάτε-α (Υ. Σ. τ) πληθ. πάτατε-- ἡ χῆνα. (ι-ε) πατενεζόνε-ι-α (5. Ῥοράαπ)-- ἄθεος. πατερδάνε-α (ροράα)ς- λόγχη" ἐν ᾧ ὄτίζε-α βέλος. πατετίνε-α ἵδ. Ὀερσϊ-α -- στίπουρα., πατῖ-α (Ό10ρο) 113 πατόκ-γου (Υ. τ)πατόκ-χκου (Υ. τ) -- πατᾶ-νι (2) -- χῆνος, χῆνα. πατορί-ουξ- λ]έδι ιν ὄκ]έρραθετ, λ]εὂ ι ῥόγελ]ε. πάτουρε--ἴδ. πάσουρε (τ). (ι-ε-τε) πάτουρετ-ι-ε-τε πάσουοε (5). παφούνε]ε-]α Ξ- ἄθυσσος. πά]-ου (Περμέτ.) [πάχ-νη] - Ἡ κόνις τῶν δένδρων. (ι-ε-τε}) παχέδτουνε (Υ) παζεὂτεμ.-- ἀσίγητος. πα]ίρε (Υ) -- ἀκουσίως, μ.Ἡ θέλων.---ε Ὀδνα παχίρεε Ὀδνα µε παχιρεΞ τὸ ἔκαμα ἀκουσίως.--- παχίρε (τ)-- περδούνε () «- διὰ τῆς βίας.--- ε Ῥέρα παχῖρε--τὸ ἔκαμ.« διὰ τῆς ῥίας.---νὰε µος ἄρθτᾶ µε Ίέε ἆοτε τε μάρρ παχίρεξ- ἐὰν δεν ἔλθῃς μὲ τὸ καλόν, θὰ σὲ πάρω διὰ τῆς ῥίοας. ἴδ. περδούνε (Υ). πεγξ]-ἔχεμ (τ) --ἵδ. πουγα]-ᾶχεμ (Υ). 906 --- πεγέρεσ-ι (τ) ἆρσ. πληθ. πεγι ρΕσιτες ἵὸ. πουγάνεσ-ι (ζ. πεγἐέρεσε-]α θηλ. πληθ. πεγέρεσετε ἠπὶ πουγάνεσε-]κ (). πεγερεσῖ-α (8) πληθ. πεγερεσίτε-- ἴδ. πουγανεσῖ-κ (Υ). πεγούν-ι (Πεομετ.)-- μιλ]άκ-ου Ξλκγουδάμ,, κελ]ύδ λ]έπουοι, πεα) {Υ ) [ζα-νιζ«φωνή: ἴσως ἐκ τοῦ πε καὶ ζὰ-ι, περζᾶ] καὶ πεζᾶ] . 3 "] |) 3 κατ ἀποβολὴν τοῦ ο] Ξ- φωνάζω, ἐκέάλλω φωνὴν ἐκ τοῦ στόματος" περσε σ᾿ πε’ ἂν :- δικτὶ δὲν ὁμιλεῖς : (δικτὶ δὲν ἐκθάλλεις φων ἠν) : δ] τε βῥίν]ε Ἄ ι πεζα] τε β ρε φώναξὺν «αὐτὸν νὰ ἔλθῃ: µος πε- ζδ] µε γό]εξ μη ἐκθάλλεις φωνήν ἐκ τοῦ στόματος, πέζεµ-ι, πέσεµ.-ι (Σ)]|-ἵδ. μαλ]τοίμ.-ι' βάρος µε κά µαρρε πέζεµ. (Σ)-- Ἔμ.) υυ κά μαλ]τσοῦεμ, πλ]άγα-- ἀφώρμησεν ἡ πληγή "0, χοινῶς Ἀσκοφώρμ,ησεν ζ πληγη’ µος ε κρούε] βάροενε σ μερο πέζεμ. (Σ )μιος τσαρόχετες (Ελόασ.] } -- μάρρξνξ ε κρούακ] πλ]άγενς σὲ μαλ]τσόν (καὶ) σὲ διότι ἀφορμίζει, κακοφοοµέζει κοινῶς. πεζµατό], πεσματό], (Σ. Ῥιι]) -- ἐρεθίζω (τὴν πληγήν) ἴδ. μκλ]τσό] [συγκο. πεῖσμα ἑλλην.]. πεζµατόχεμ (Σ. ια) πεσµατόχεμ.-- ἐρεθίζομα. παθ. ἴδ. µαλ]τσύχεμ.. πεζούλ]-ι πληθ. πεζούλ]ετε -- ἡ ῥάχη ην Ἡ πορυφη τοῦ τοίχου ᾖἔίπι νε 6η εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ τοίζοι, πεζούλ τε μοῦριτ-- νε πε] : (τοσχ.) ἀντὶ πρέ] -- ἐκ, παρά, ἀπό. πέ]α, πε]ά [πα-ε]α, π᾿ έ]λ, π᾿ ε]ά] (ὄἄκλιτον) -- ἐλθὲ. ---πέ]α κετού ἡ πε]ᾶ κετού--πα έ]α κετού' ἵδ. έ]α, ]άνε. ἴμ ! ν πεκάτ-ι (Υ. Σ.) πεκάτετε [Λατ. ροορα{πιπΙ] -- ἁμαρτία' καὶ πκατ-ι (Υ. Σ.) έτ ἔτι (κατ) ἀποβολὴ ῦ π] 2.) μπκάτ-ι, µεκάτ-ι (κατ ἀποθολην τοῦ π). πεκατνούερ- όρι (Υ. 5.) πληθ. πεκατνόρετε καὶ πεκατνούρ-όρι (συνῃρ) πληθ. πεκατνόρετε, καὶ πχοτνούερ-όοι, καὶ πχατνούρ-ι, μπκατούερ-όρι µπκατνούρ-όρε, μεκατνούερ-όρι, µελατ- νούρ-όρι -- ἁμαρτωλός: ἴδ. φαλ]τούαρ-όρι (ταμ) φα]τούαρ-όοι καὶ φα]τοῦερ-όρι, φα]τούρ-όρι. πεκατγόρε-]α (Υ. 3.) πληθ. πεκατνύρετε-- ἁμκοτωλή" κχὶ πχατνόοε-]ο ενί ϱ 10ος ἵ. ωι] τληής, ξσ . δω, "μν οτι ΠΠ πι το τΝΟΟΕ"]2 ῥ π ' Π 5 αφ Ἰν .. ἔ . ον ι « | (. 3.) µπκατνόρε-]α, µεκατνόρε-]α --ἴδ. φαλ]τόρε-]α καὶ φα]- τόρε-ἷα (Υ. τ.). . .ἃ πεκούλ]-ι λατ. Ρθο]τιπῃ] -- ἰδιαιτέο» ἴδιοιτ τησίκ, ὡς μ κὺ :θελ- τῇ φρᾶσει ΛΕΒΙΚΟΝ ΑΛΗΑΝΟΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ω) φῶν, Ἄ γυνπικὸς κκὶ ἀνδρός" 3] πονάς. (ΕΠ εομετ.) -- 06 ---- ε κᾶμ, πεκούλ]Ξ τὸν ἔχω οἰκεῖον' ε κἄμ. μΏε πεκούλ] ατε ν]ερι τὸν ἔχω εἰς εὔνοιαν αὐτὸν τὸν ἄνθρωπον. πεκουλ]ῖ-α (Αργυρ.) πληθ. πεκουλ]ῖτες- φιλοδώρημια' απηπεχκουλῖτφι- λοδωρῶ" ε κἀμ. µπσούαρ µε πεχουλ]ῖ-- τὸν ἔχω συνειθισµενον μὲ φι- λοδωρήματα' ου απ΄ πεκουλ]τ ἀ]έμθετ (:φιλοδωρῶ τὰ παιδιὰ) α δεοΏετόρεθετ (Ἄ τοὺς ὑπηρέτας).-- (κουρ ι µάρρνε µε τε µίρξ ε ου ἄπενε πέµε, α τε νγρένε, α παρὰ). | πεκ]τ-ρι (]ερμετ.), πεκ]ῖ-α (τ), σπελ]κ]ῖ-νι (Υ. Ἐλθασ.) σπενγ]ῖ-α (Καθα]α) -- τὸ κράσπεδον.-- , ζοῦρα πεκ]ίνεξ-ι ζοῦφα πεχκ]ίρινε (Περ- μετ.) ι. ζοῦρα πεχ]ίνε (τ), ε ζοῦνα περ σπελ]κ]ῖνι (Υ)Ξ- ἠψάμην τοῦ κροασπέδου του" (χάριν τιμῆς Ἠ εὐλαθείας)' νάενε σπελ]κ]ϊῖτ τε ΠΠε- ρεν(σε᾽ (Υ) -- ὑπὸ τὸ κράσπεδον τοῦ Θεοῦ (δηλ. ὑπὸ τὴν προφύλα- ξιν, ὑπὸ τὴν προστασίαν) µε πεκ]ι τε περθέδουρα (τ)Ξ μὲ ἀνα- σκουμπωμένα τὰ κράσπεδα: γὃ, σχ]έπ-ις- Ἡ ἄχρη τοῦ φορέμιατος. πεκ]ίσε-α: πληθ. πεχ]ίσατε-- τοῦθλαι καὔμέναι εἰς τήν φωτιάν. πεκ]ίτε-α πληθ. πεχκ]ίτατε (Ώίόθρα-ΤΓετόθα-- πλίνθος (Τουρκιστὶ κᾖερ- πἰτό). πελαμύε-α (Υ. Ῥοσάαπ) πληθ. πελᾶμρετε [ Ἑλλην. παλάμη] [ Λατ, Ρρα]πια] πελερβε-α (τ) πληθ. πελεμθετε, πελάνγε-α (Ρ11ᾷ1) -ἴδ. παλάνγε-α (θαἳ) πελδµβε-α (Υ) Ἑ παλάμη: 3) σπιθαµή. πελάνάρε-αξ- ἴδ. πουλάναρε-α (νραν.). πελάσ-έτ-έτ ρ.Ξ- ὀγκαρίζω.---ἴδ. ϱ. πᾶλ. πελξ-ἷα. πληθ. πελξτες- ἀέλ]ε, α δι, α λ]όπε κ]επίελα κ]ε μΏῖλ]ετε, εὔτε µε χ]ούμεῦτε. --- ἀντιθ. ὄτέρπε-κ.. πελΌρε-]α : πληθ. πΕλδρετε (ὀρθότερον πιελδρε-]α)-- ὕσα ζῷα γεννῶσιν, ἔχουσι γάλα Ξπελξ-]α. πελούμπ-δι (τ. Ῥαράαη) πληθ. πελούμβατεζ-ἱὃ. πουλούμΏ-ι (Υ). πελτσάσ-έτ-έτ (Ένοαν.) -- ἴδ.πελ]τσάσ-έτ-έτ. σκάζω, πελ]όρ-ι ἆρσ. (Μυζεκ]ε]α) πληθ. πελ]αρ-τες- Ὀαρὶ πέλ]αδ. πελ]αρε Ἱσ θηλ. πληθ. πελ]άοετε. πελ]άσ-ζι (0141) -- παλάτιον ἴδ, πουλιάσ-ζι (Σ). πέλ]ε-α- πληθ. πέλ]ατε -- ἡ φοράδα κοινῶς, πελ]εγόρκε-α (Μυζεκ]ε]α) πληθ. α-τες- εἶδος ποταμίου πτηνοῦ. πελ]εγρενί]-α (θροράαπ) Ξ ρομορτίπαρϊο (Ἔουρκ. χαδιλεκ). -- 501 --- πέλ]κ]ε ϱ. ἐνεργ.ΞΞθολόνω τὸ νερόν. πελκ)έ} (Αργυρ.) ϱρ. ἔνεργ. [Άκτ. ρ]ασρο-ογο] ϱ. ἀρέσκω, μ’ ἀρέ- σκει: ε πελ]κ]ε] φορτ κετέ ν]ερῖ -- τὸν ἀρέσκω πολὺ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπον καὶ µε πελ]κ]έν φορτ κύ ν]ερῖ-- μ’ ἀρέσχει πολὶ ὑτὸς νι πο ς Τελ]κ]εν φορτ ωριν ἄρεσκει πολὺ αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος" με-τε-ι-νακ-ου-ου πελ]κ]έν Ξ- μοῦ, σοῦ, τοῦ, μᾶς, σᾶ ο κ] α . πα ! μι . 4 ᾿ ” τους, ἄρεσκει ε πελ]κ]ε] -- τὸν ἀρέσχω, ε πελ]κ]εν Ξ- τὸν ἀοέ- σχεις, ε πελκ]εν -- τὸν ἀρέσχει.----τὸ ι πελ]κ]έθε ατύ: -- τί τοῦ ἄρε- σες αὐτοῦ : ι πελ]κ]έθο Ῥουκουρίνε -- τοῦ ἄρεσκ τὴν ὡραιότητα. ---- δέναεροιτ ι πελ]κ]έου νούσε]α -- τοῦ γαμέεροῦ τοῦ Ἴρεσεν ἡ νύμφη: σ µε πελ]κ]έν Ὀοῦροι -- διφοοού ενον) -- δὲν ἀρέσχω εἰς τὺν ἄνδος ἐς ἍΕΛΙΣ] βρι Ῥορουμενι υπ πω εις τον ὤνορα : 1 µ ν. λὲν ἃ. ψ : δὲ ᾽ - ἆ ο ; 11) κΙ.-ὁ ο Σο καὶ ο ἄνηρ εν αρεσκει (δὲν ἄγαπᾷ) ἐμέ. ---τεπε Ι]κ]ε] -- σοῦ ἀρέ- σκω" νι πελ]κ]εν -- τοῦ ἀρέσχεις, ι πελ]κ]έν -- τοῦ ἀρέσχει' α νούκε τε . ϐ ῦα πτ πι -- ω Ἶ ω . 5 πελ]]ε] ουνε τῦ -- δὲν σοῦ ἀρέσκω ἐγὼ ἐσένα : α νούκε µε πελ]κ]έν τοῦ μούο; δέν µε ἀρέσχεις σὺ ἐμένα; α νούκε ι πελ]κ]ε] ουν ατύ- η ., 3 - , . . . α | ὃὲν τ.ῦ ἀρέσκω έγω αὐτοῦ: ἀόρ πελ]κ]έδα-ε-ωυ, μετοχ. πελ]κ]ύε- ἐλν λἡ: αβ λὶν1ή ρα (5) πελ]κ]ύεμ, πελ]κ]ύμ. (Υ). πελ]κ]έχεμ :. παθ. -- ἀρεστὺς γίνομαι, ἄρέσκομαι ὑπό τινος. ---- πελ]κ]έ- χεμ. νγκ γ]ένασ]α -- ἀρέσκομαι ὑπὸ τοῦ λαοῦ } µε πελ]κ]εν γ]έν- ἀε]α -- µὲ ἀρέσκει ὁ λαός, (με ἀγαπᾷ). πελ])α)]ίµ-ι: πληθ. πελ]κ]ιμετε-- ἀρέσχειο.. » . .ϱ 3 λα πώ... | .ᾱ ” . .. νὰ ρα (ι-ε) πελ]κ]ύερε-ι-α (τ), πελ]κ]ύερδιμ-ι-με-]α. (τ) πξελ]κ]ύεσι, (Υ) καὶ . 5 ῥ ᾿ / πελ]κ]ύδιμ, (Υ. συνηρ.)-- ἀρεστὸς-η. πελ]χούρε-α () πληθ. πελχούρατε-- ἴδ, πλ]εζούρε-α (τ) -- πανί, Γ πελ]τσάσ-έτ-έτ (Βεράτ. Περμετ.) «Ξσχάω, ἴὃ, πλ]άσ. δι -ο πελ]σάσ-έτ-έτ (Σ ϱ.Ξτδ, πελ] .. , ει α σάσ-ετ-ετΞπλ]ας, πέµε-α πληθ. πέµετε [ Ἱλλλην. πέµ. |) 4 . ἁ, λατ. Ῥοτπα| οπωριπον, πό-νι (Υ) πε-ρι (τ) πληθ. πέν]τε-- [συγκρ. Ύραι-. πανι--πλ]εχούρε] -- ἡ κλωστη, ράμμος. πενγέσε-α: πληθ. πενγέσατε-- ποόσκομµια. πενγόν]-ό] [Σλαυϊκη λέξις] ϱ. σκοντάπτω τ'νά,. πενγό] κάλ]ινε, γομάρινς, µούδχενε.--- ἀντίθ. ὄπενγό]. πεγγόνεµ-όχεμ.: παθ. καὶ οὐὸ σκοντάπτοµαι ὑπό τινος καὶ σκοντά- πτω ἐγώ Ξ µέρρεµ, μΏε θουε (5) κοιν. ποδικλόνοµαι.--- ἀντίθ. ὄπεν- Ν ὴ Ἡ -- Υόνεμ.-όχεμ.. ο --. --- 308 ---- πενίαρ-ι () πληθ. πενάΆρετε Ξ γεωργός. ζευγίτης, ἵδ, Ρούλ]κ-ου Ῥού]κ-ου.---- πενᾶᾶρ-ι (Βεράτ. Πεομετ.) πληθ. πεναἄρετες ὁ φύλαξ τῶν ἀγρῶν, ἀμπέλων. ἵδ. βξτούερ-όοι (1). πένείε-α (Υ) πενε-α (τ) πληθ. ε-τε-- τὸ πτερὺν (τῶν πτηνῶν) τὸ πτίλον. 2) γραφίς, καλαμσο κονδύλιον, μὲ τὸ ὁποῖον γράφουν (κυρίως ἀπὸ πτερόν), ὃ) τὸ ζευγάρι τῶν βοῶν μὲ τὸ ὁποῖον ζευγαρόνουσι τν πα --γ]ε πα κἰξ, ἆἃ πένᾳε κὶξ χ.τ.λ.Ξ- ἓν ζεῦγος βοῶν, δύο ζεύγη β βοῶν κ.τ.λ. 4) ν]ε πεναε δὲ, 4ῦ πέναε δξ -- ἓν στ ρέμμια γῆς, λόο πο“ γζς, ἓν ἡμεροκάμκτον γῆς, τὸ ὁποῖον ἂύνχται, ἐν ζεῦγος βοῶν νὰ αλλιεργἩ ησηῃ εἰς διάστημα μιδὲς ἡμες ρας. ---γγάσ πέν- αετεΞ ὀργόνωῳ την γην. πεναέσε-α (Υ. Ὀιιά1) πενά(μ-ι (Υ) πληθ. πενάέσατε πενάίμετε-- µετά- νοια, μεταμέλεια. πεν]όχεμ.: -- μεταμἔλλοµαι, μετανόῶ. πένκ-γουξ- ἐχέγγυον, ἐνέχυρον (Τουρκ. ρεζέμ)). πενέσ-ζι (γ. τ) πλ. πενέζατες- εἶδος ἀργυροῦ νοµίσµατας, πενίκ-ου Ἠ πενίμ-ου (ἼἛλλθας. Βεράτ.) Ξ εἶδος ἐρυθροῦ κέγχρου (πληθ. ἄχρηστος) πένσε-α { Αργωρ.) ἴδ, πλ]ένάεσ-ι 3 Ῥλ]ένᾶσε- κ. κοιλίκ (ζῴου). περ: πρόθ.-- περὶ (μετὰ αἰτ.) τὸ περί τινος.-- Φλ]ίσινε περ τριμερῖν ε Σκ]ιυπετάρετ Ξ- ὠμίλουν περὶ τῆς ἀνδρείας τῶν ᾿Αλθανῶν. 9) (μετ᾽ Ἶ ἓ, ἡ πες τρξ βιές, Ξεἐπὶ τρεῖς ἡμέρας, ἐπὶ τοεῖς ἐλοκάδ.ς, ἐπὶ οΕς μή” / νας, ἐπὶ τρία έτη. ὃ) ὡς τελικον προτασσὀμενον εἰς τὸ ἀπαρεμφκ- . Ἆ Γ αι |. αλα . αἰτ.) διάρκειαν χρόνου πεο τοὶ Είτ, περ τρι Ἰάδε, περ τοξ μούχ], τον. περ µε νγρᾶνε -- ἵνα φάγω-ης-η-ωμεν- ητε-ωσι. 4) ὁὀμοστιλόν. περ Ἴδτινε, περ Ὀέσενε, περ κρύετ τ ἰμ κ.τ.λ. ' 8 . 8 . Ἀ -- ν . περανά]: {[ Περ-ανάά]] περανάά]τα: ὅθεν, διὰ τοῦτο. ἰδ, ανζα]- ανα]τα. ῥ ΄ μ ω Ἡ ϕ µ περανούαρ-όρι πληθ. περανάόρετε [1πι-ροΓαίοτ]. περανἀούερ-όρι (141) Ξ- αὐτοκράτωρ, βασιλεύς, {δ. «ίγε-α. περανθόρε-]α πληθ. περανόρετες αὐτοχράτειρα, βασίλισσα, περανζούερ-όρι (Ροράα) ιὃ, µ[ερέτ-ι, µβερετενέσε-α.. περάνε |περ-ἄνε-α] (ἐπίρ. ουντας. μετὰ γεν.) πλησίον, ἐκ τοῦ πλησίον. τω κοινῶς δίπλα.--- περάνε ών, τέ]ε, ατῖ,-- πλησίον µου, σου, αὐτοῦ, -- 5089 --- πεοαρεναί (Περμετ.) [περ-άρε-α] -- παρασποριάζω. -μὸς µε πεοχρεν- ἀίτπ πούνενε-τ (μεταφορικῶς) μη µὲ χαλᾶς τὴν τάξιν, τὴν συνέχειαν τῆς ς ἐργασίας. οαρεναίτεµ (Πεομέτ.) ο. οὐδ. -- Ξ παρασποριάζω, ἀλλάζω τὴν απο. ---ὂυ περαρενᾶίτ ἄρκ--τὸ χωράφιον παρασπόριασενΞ- ἤλλαξε σποράν, περαρό] (Υ) [περ-άρ-ι] ϱ. ἐνερ. Ξ χρυσόνω, μαλαμοχαπνίζω.----άρμε τε πε)αρούεµε -- ὅπλα ἐπιχουσωμένα. ἵδ. ϱ. πραρό]. περαρόχεµ:; παθ.Ξ- χουσόνομαι, ----ἴδ, πραρόχεμ.. (ι-ε-τε) περαρούεµ - χρυσωµένος-η-ον, περαρίµ-ε; πληθ. περαρίµετε -- τὸ ἐπιχρύσωμα, (µαλαμοκάπνισμ»). , - ή περραλ (Υ) καὶ περρᾶλεμ (Υ) ο. Ξ- διηγοῦμαι, λέγω παραμύθια. περράλε-α πληθ. περράλατε καὶ πράλε-α (τ) πράλατε [Ιταλ. ρανο]α λόγος] -- µῦθος, ποινῶς παραμύθιον. --- θέµ. π περράλα Ξ λέγω παρα- μύθια" παροιµ.: περράλα ἸλούρρεσιΞ- µάταιοι λόγοι, ἀνύπαρκτα ποᾶ- γματα" (Τουρ. Ώοῦ λακερα!). (.-ε) περβαδι. (αἱ) [περ-βά]ε-α] Ξ λυπημένος (ἐκ θανάτου). περβὲ (τ) ἴὸδ, βξ (τ). ϱ : (καταθάλλω, οοπκνρ) περβελ]άκ-ου Πωμίςὴ [περθελ]ό]] ἴὃ. φελ[ῖ-α. περβελ]ίµ-ι πληθ. περθελ]ίμετε. ἡ καῦσις ἀπὺ ζεστὺ φαγητό, περβελ]όν]-ό] [περ-θάλ]ε-α] ρ. ἐνεογ. -- ζεματὼῶ, καίω. περβελ]όνεμ-όχεμ: παθ. -- ζεματοῦμαι, Χαίομαι, [ἀπὸ ζπλον )' μτχ περθελ]ούαρε (τ), πεεθελ]ούεμ. (Υ) περθελ]ουμ. (Υ. συνηρ.). (.-ε) περβενέρδιµ: (Ῥιια1) -- ἰοθόλος, φαρμακερός. περβέὸ [περ-θὲδ ϱ.] καὶ ὄπεοδίελ] (Σ) -- ἀνασκουμπόνομαι' περβέὸ ᾱό- ῥένε καὶ σπερθίελ] ἀόρενς μτχ. περθέδε καὶ ὄπεοθιελ]ε (Σ). περβέτε, περθέτι (Σ) περθέτεζε -- δι ἑαυτόν, διὰ τὸν ἑαυτόν του. -- ε Ώερα περθέτε-- τὸ ἔκαμα διὰ τὸν ἑκυτόν µου. ----ε Ώερε περθέτε -- τὸ ἔκαμες διὰ τὸν ἑαυτόν που, --- ε Ώερι περθετε -- τὸ ἔκαμε διὰ τὸν ἑαυτόν του.--- ε Ώεμε περβέτε -- τὸ ἐκάμαμεν διὰ τὸν ἑαυτόν µας, ᾱ Ἵ Ἴ ω ν ! 3 Γ α --ε Ῥειε περθέτε -- τὸ ἐκάματε διὰ τὸν ἑχυτόν σας. ---ε Όενε περθέτε -- τὸ ἔκαμαν διὰ τὸν ἑαυτόν τους. περβέτὃ, περθέτόµε (τ) προ, Ξ ἐχτός, παρεκτός, εἰμη µόνον. ---- κούδ . κα δα . Ε .. τν μούντ τε ναελ]έ]ε φάλ]ε περθἐτὸ Περενάίσε; Ξ- τίς δύνατκι συγχω- ρἼσαι ἁμαρτίας ἐκτὸς τοῦ Θεοῦ. πι νὰ το ο παλκωςς --α---τ-ε Φα ᾱ ωρα. Ὃ περα τς ων τς ποτ ας. Ξ τε--.. Ξ ο π | | [ κατ ππεὸ ὃν ϕ-α ο. ζω. πα-- -ᾱᾱ- ὤμις μας ΕΕ τὶ . --- 510 ---- περέίερ (Σ) περθὶρ - ἴὸ. πρῖεο οηµ. πρῖρ (συνῃρ.) «βαΐζω». περβίδεµ:; ὄπερθιλ]εμ. (Σ) -- κοιν. ἀνκσκουμπόνομαι, πεοβοῦ/ (Υ. 5. Ὀια]) -- ταπεινόνω τινά, περθοῦχεμ. πάθ.--- ἀόρ. περ- ῥοῦνα-ε-ι, µτχ. πεοθοῦμ.. (ι-ε) περβοῦτε-ι-α (Υ. Σ. Ῥιάϊ-Ῥοράαπ)-- ταπεινὺς-Μ, τὸ οὐδ. (τε) περθοῦτε-ιτες Ἡ ταπείνωσις. περὐαλ]τσάσ-ι (ορ απ) πληθ. πεοθαλ]τπάσιτες παλαιστής. πεοῦὈξ] (οπάϊ, Ῥοράαη) [περ- Ρέ-]α] ϱ. ἐνερ. Ξ- ὀρκίζω τινά.---ε βὲ Ἡ Ἰ α ὴ ΑΡ ο 5 . α΄ . μΏε Ὠξ-- τὸν ὁὀρχίζω. ἴδ, περΏετόν], περγ]ερό].--- περΏέχεμ. (Οιιά]- Ρορά απ) - ὀρχίζομαι, Ῥάν] Ὦξ. ἴδ. περΏετύνεμ., περγ]ενόχεμ.. (:) περθί]µ-ι: ἄρσ. (Ῥοράα1) ξ τερας, ε-περρί]με-]α θηλ. περὺλ]έσ-έτ-έτ (Σ) ἴδ. πεορελ]έσ-έτ-έτ. ἀοταίνω, δὲν νηστεύω. ---πξρ- 4 εν . . ’ υ Ὀλετεμ (Σ) --ἴδ. περρελ]έτεμ..--- πουρΏουλ]έσ-ετ-έτ, (Βεράτ.) πους- ./ ͵ . ./ ’ ’ | . Ῥουλ]ετεμ. (Βεράτ.) ΏουρΏουλ]έσ-έτ-έτ (Καθ.) Ὀουσβουλ]έτεμ, (Κά6.) περθούξε [περ-Βούζε-α] ἐπιρ.Ξ- γεμᾶτον ἕως τὰ χείλη. ὡς Ὀούζε περ- Ρούζε-- ἕως τὰ χείλη γεµδτον.-- μΏούδ κούπενε περΏούζε-- γεµίζω τὸ ποτηριον ἕως τὰ χείλη. ---ε µΏούδα Ῥούζε περ Ὀούζε. -- µος ε μηούδ περΏούζε σε ἀέρδετε. περθοῦζεμ (Ῥοράαη Σ)--μιρρεμ, νὰε περ γό]ε περ τε κέκὶ (Σ). πεοθοῦζεµ (Ῥοράαπ) Ξπερκ]εδεμ. µε γό]ε - παταφρονοῦμκε, περθου] (Υ) ϱ. ἐνερ.Ξ ἐπαγρυπνῶ, φυλάττω τινὰ τὴν νύχτα --- περ- Ὀοῦ] τε βάέκουνινε: ἐπαγρυπνῶ φυλάττων τὸν νεκρόν.--- περού] ἷ κ τε σεμούνινε-- ἐπαγευπνῶ Φφυλάττων τὸν ἄρρωστον. περθούκ]ε-]α-- ἴδ. Ώουρβούκ]ε-]α. κάλυξ (ἄνθους). περυρένᾶα (τ) περμΏρένα« (Υ)-- ἔσωθεν, ἀπὸ μέσα, ἀντίρ, περ]άστα.. πεοὐούσ καὶ περθούζι (Σ. ὈῬοσάαπ) [περ- Ὀούζε-α) ϱ. ένερ. Ξ µάρο νάε περ Υό]ξ κενᾶ περτε κεκ] -- περκ]έὸ µε Ῥούζε, (ροσάαπ) -- περι- γελῶ τινα, Χαταφρονῶ τινα.-- ἄρ. περΏούζα-ε-ι, µτχ. περΏούζε καὶ πεοΏούζουνε. πεούδ. (1) [περ-Ὀύθε-α]Ξε µάρρ νε περ Ὠύθε -- κακοµεταχειρίζο- μιαν τινά. περθύδεμ: παθ. ὑπό τινος } ταχειρίζοµια περθύδεμ: παθ. ὑπό τινος χακομεταχειρίζοµαν, πεογεζίµ-ι (Ὀα -Βεράτ.) πληθ. πεογεζίµετες χάϊδευμα, θώπευμα.--- Ε . η κ. , ’ περγεζόν] (0άἱ- εράτ.)-- χαϊδεύω, θωπεύω τινά,--- τούκε φερκού- -- 11 --- πες µε (όρε (ἐπὶ ζώων καὶ μικρῶν παιδίων). 9) π περγεζὀν] (Ῥος- ἆ8Π) --συγχαίρω τινά, καὶ τχκαλ]έτ (Περμέτ.) [-- σκ καλίζω]. περγ]άκ (Υ. ιά!) ο. ένεο. Ξ- αἱμικτόνω, Ὀέν] γ]άκ. ----περγ]άκα γῖ- ὅτινε -- αἱμάτωσα τὸν δάκτυλον.--- ἄόρ. περγ]άκα-ε-ου. μτχ. περ- γ]όκουνε. περγ]άκεμ ὧτ αἱματόνομαι, Ῥέχεμ. µε γ]άκ 2) Ῥίε μΏε γ]άκ -- φο- νεύοµεν ὁ εἷς τὸν ἄλλον (ἐπὶ ἐχθροπραξίας) καὶ γ]σκετό] - όνεμ, (Άργνρ). (1-ε) περγ/άκουνε (43) Ξ αἱματωμένος, η. περγ/άσ ϱρ. τριτοπρ. Ξἴδ, γ]άσ ρ. τεοη)εχ]εμ καὶ περγ]ίγ]εμ [περ- Ἠέγ]εμ] ϱ. ἀποθ. (συντασ. μετὰ γεν.) Ξ ἀποχρίνομαι, ἀπαντῶ.- - ἀντίθ. πύεσ ρ. περγ)ερόν/-ό/ [Λατ. Ίπτο- Ἀχθ], περὈξ] (αἱ) περΏετόν]-ό] (τ) -- μκρρ µΏε Ὀξ-- ὄμνυμι, ὀμνύω, -- περγ]ερόν] ἀΙάλ]ενε-- Ρέν] Ἰ ρξ με αἰάλίσε.--- µος πεογ]ερό ῥδτινεξ- µος Ρεν Ὦξ μΏε Ἴδτινε ϱ) ϱ. ον Ξ ὀρχίζω τινά. ανά μῃε Ὦξ, τε περγ]ερόν] τν] -- τε βξ μΏε Ὦξ τὸ]. ϐ) ἐξορκίζω τινὰ διὰ μαγικῆς τέχνης. |] ιϕ πεο}]ερόνεμ-όχεμ, περὈέχεμ. (ρααἡ), περΏετόνεμ.-- ὁρκίζομαι, Ὀεν] Ὦξ. --- περγ]ερόνεμ. ψΡε ἀάλ]ενε. --- μὺς ου περγἹερό μΏε Περεναίνε-- μη ὁρ- κίζεσαι εἰς τὸν Θεόν. ---ου περγ]ερούα τε µε βράσε-- ὡρκίσθη νὰ μὲ φονεύσῃ. περγ]ό»]-ό] (Υ. τ. Ὀι61), περγ]ούα] (1) δισγό] (Μιρεάίτκ) -- στέκοµαι κεκρυμμένος καὶ μετὰ προσοχΏς ἀκούων 3 βλέπων, ὅσα λέγουσιν Ἁ ψ ε 4 τ .] πα. ὦ μ.μ. η Ἡ πρᾶττουσιν οἱ ἄλλοι' ὠτακουστῶ, ἀκροάζομαι μας πχρα- τηρῶ κρυφίως. --- µε περγ]όντε σε -ὃ φλ]ίσν]α, σε τὸ Ώεν]α. ---- 9) παραμονεύω. ἐνεδρεύω. . « ι μ. . - ϐ α περγ]όνεσ-ι πληθ. περγ]όνεσιτε -- αὐ κε περγ]όν -- κατάσκοπος. περγ]όνεσε-]α: πληθ. περγ]όνεσετε -- α]ὸ κ]ε περγ]όν. 1 . Γ βὰ μμ ν 3 (. ϱ) περγ]όσουρε-ι-α (Περμέτ.) -- τεταπεινωµενος ἕνεχα τοῦ γήρατος καὶ τῆς ἀδυναμίας (- ταὐτόσημος τοῦ ι-ε πε,γ]ύν]ουςς). | περ] η)ούμ] (τ) ἴπες- Υ]οῦ-νι] ϱ. ἐνεργ. περγ]οῦν]εμ (τ)Ξ- παθ. καὶ περ- γ]ύν] - περγ]ύν] εµ.-- ταπεινῶ - ταπεινόνοµαι ἔνεκα τῆς ἀδυναμίας καὶ τοῦ γήρατος: μτχ. περγ]ούν]ουρε, περγ]ύν]ουρε. περγ}ύμεσε (1) |περ-γ]ύμεσε᾽ Ἓλλην. ἥμισυ] καὶ περγ]ύσμε (5), περ- αν ο]α.-.. γύμεζε (Ὀοράαη), περγ]ύσε (Σ) ἐπιρ.Ξ ἐξ ἡμισείας.---γ]ύμεσε περ γ]ύμεσες ἐξ ἡμισείας.----ἴὸ. γ]ύσε (Σ) γ]ύμεσε, γ]ύσμε. περδξ-ου (Υ), περδξσε-α (Βεοάτ.)Ξ οευµατισµός.---με {ξ περδέσα (Ρε ράτ.]-- πάσχω ἀπὸ ρευματισμοὺς, περδξσε-α (τετοάγλωσσος) ἴδ. θενεγουλε-α. περδξτοκε-α πληθ.-- α- τεξ- ἐπίγειος' µίζε-περδέτσκε (Ἔλδασ) --ἴδ. θενέγουλε-α.--- ὄτεπϊ πε:δέτακες- χαμόγειος οἰκίᾳ. περδούνε (Υ) ἱπερ-δούνε-α] ἐπιο.Ξ- βιαίως µε περδούνε-- διὰ τῆς βίας. περα) (Υ) ϱ. ἐνεργ.Ξ σκορπίζω τν περᾶδχεμ-- παθ. σκορπίζοµαι χαὶ ὄπεοαα]-άχεμ., περνά σ]-αχεμ., περνάαν]-αχεμ. (τ). περα[έλ] (Υ) ἐλεῶ, εὐσπλαγχνίζομαι τινᾶ. περα ελέχεμ :Ξ- ἐλεοῦμαι, εὐσπλαγχνίζομαι ----περᾶελέ να, ὅτ-- Κύριε ἐλέηῃσον" τε περζελέφτε Ἴδτι! -- ὁ Θεὺς νὰ σὲ ἐλεήσῃ. ακ-ιο-ᾱ. οὔδῤδς. -- αμα μμ. πεο(ζελέν] (Περμέτ.) ϱ. ἐνεργ. Ξ παρηγορῶ τινα (ἐπὶ θανάτου). ο ακκ---- β - η ε β ὡ λ] με ῤ ε. τς περᾶελένεμ: παρηγοροῦμαι ὑπὸ τινος Ρᾶνε πεο τε περζελύερε επῆγσν «καν «δα ποὺς παρηγορίαν' (θανάτου) ἴδ. νγουδουλό]-όχεγ. η! περ(]ελέσε-α πληθ. πεοᾶελέσατε καὶ περάελίμ.-ι πληθ. πεάσλίµετε- ἔλεος εὐσπλαγχνία. πεοζελίμ-μάῦ-δι (Υ)-- πολυεύσπλαγχνος. πεοζελίμ-μάδε-ἶα (Υ) ἡ πολυεύσπλοαγχνος. περ([ελεσετᾶρ-ι (Υ) πληθ. περελεσετάρετε-- ἐλεήμων. πέρᾶελεσετάρε-]α: πληθ. περελεσετάρετε-- ἡ ἐλεήμων' περἀελιμτήρ-ι ἆθσ. περᾷξελιμτάρε-]κ θηλ. πληθ. αφετε ἆρσ., ἄρετε θηλ. - ἐλεήμων. (.-ε) περαελύεδιµ (Υ) περάξλύερδι. (τ) - ἐλεήμων, εὔσπλαγχνος. περιέρεσ-ι ἓ { Ὦ (ἐπαίτης). πέράι] καὶ περα]: περᾶϊῖχεμ. (Σ) Ξ- ιδ. περσίελ-ἴλεμ. (τ)-- καταπίνω "ομιε, περάίτε (Υ. τ. Ὦ) περάίτα" ἐπιρ.Ξ καθημερινῶς ἀίτε περᾶίτε ἡ ἀίτε περάίτα Ξ νγα ἀῑτα (τ)-- καθηµέραν' καθ) ἑκάστην ἡμέραν. (ι-ε) περάίτεδιµ -- καθημ.ερ.νός-η. περαρέδ: μουστέκ]ετες- στρίθω τὸ μουστάκια" περἀρέθ βέδετε-- στρίθω τὰ αὐτιά, περἀρέθ Ὠούζετε (ἐπὶ Χαταφρονήσεως---- ἄντιθ. ὄπερᾶρεθ- ὄπεράρίδεμ. (1). πεο(]ούερ (Ῥοράαπ) ρϱ. ἐνερ. ἴδ. περνᾶόρ ο. -- 519 --- (τε) περοαούερε-τε (ροσ4απ) --τε περνάόρε-τες- µεταχείρισις (.-ε) περαόρεδιμ : -- πρόχειρος. περάύτ: (τυραν.) ϱρ. ἐνεο ἐπανκλομθάνω- «λέγω ἐκ δευτέρου. μα περ- ἀύτ--μα θούε] περ σε ἀύτι περενᾶι-α: πληθ. περενᾶττε (Ριιά1-Ῥοσ 4 απ) --βασιλεία« αὐτοχρατοσία, -- ἄρθτε Περενᾶία Ἱότε -- ἐλθέτω ἡ βασιλείκ σου. Περενᾶ!-α (τ) -- ὁ Θεὸς (μεταγενεστέρως ἔλκαθεν αὐτὴν τὴν σηµ.. δηλ. μετα Χριστὸν ὑπὸ τῶν Χριστιανῶν, οἵτινες ἐνόμιζον τὸν Ἀριστὺν βασιλέα τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, ὅθεν ἐκ τῆς σημασίας Βκσιλεὺς ἔλαδε την σηµ.. Θεός: οἱ Γέγιδες οὐδέποτε χρῶνται τῇ λέξει Περενα!ϊ ἐπὶ τῆς σηµ.. Θεύς, ἀλλὰ λέγουσι 7δτ Ξθεός, Κύριος. Περενᾶέδε-α Ξ-βασίλισσκ: πληθ. Περενάέδχτε (οσά4 αη) κὐτοκράτειοσ 9) Περενάέδε-α (τ)--θεά. περεάό»/-ό] (ή τ.)Ξ βασιλεύω ἐπὶ δύσεως ἡλίου µόνον ἐν χρήσει). ---- περεναόϊ ἀῑελι (Υ.τ.) -- ἐβαπίλευσεν ὁ ἡλιος.--- ο ἱελι νε μάλ]τ (Υ. Μαλεσία) -- ἔδυσεν ὁ ἥλιος: ορ] «ῑελι (Ότι!) -- δύει ὁ Ἅλιος.---- τὲ περενούαριτ ε ἀ{ελιτ(τ) καὶ τε παρενούεμιτ᾽ ε ἀ{ελιτ (Υ) καὶ τε περενζούμιτε ἀίελιτ-- ἡ δύσις τοῦ ἡλίου --- χερχόθα τεχ λ]εν ε τεχ περενβόν.----ι τίλι σ᾿ γ]ένάετε τεκ λ]έν ε τεκ περενάόν.---πε- ϱεν(οἵ σῦτε-- ἐδασίλευσε (ἔδυσε) τοὺς ὀιθαλμοὺς αὐτοῦ (ἐπὶ ἐκπνέον- νά α τος, ὅταν θνησκῃ τις). περενούαρ-όρι (Ῥοσᾷαπ) πληθ. περενιόρετε ο οό περ» ν(ούερ-όρε. περνζόρ [άντὶ περὀρ] ϱ. ἐνερ. µεταχειρίζομαί τι. περγόρεμ. : κά. ὑπό τινος μεταχειορίζοµιαι, περοεπῖτε (Υ)- ἴδ. ρρεπῖτε (Υ) ο περα (Υ Ὀοράαπ) περζξ (τ) [περ-ζᾶ-νι, ζξ-οι]-- ὀποπέμπω, ἀποβόλλω, διώκω, ἐκδιώκω, ἐξορίζω, Χοιν ἴδ, ἀευό], σΏό], δᾳ6], ἀντιθ. πι .. ὃν [ Ἡ 3 με μυ ὁιωχνω (κυρίως δια τῆς φωνῆς) ν τρὲσ ϱ.----ἄορ. περζοῦνα-ε-ι (Υ) περ- ζοὔρα-ε-ι (τ) µτχ. περζᾶνε καὶ πεοζενε (τ). - παθ. περζῖχεμ. (7) πεοζτχεμ. (τ). (ι-ε-πεοζᾶνε-ι-α (. Ριια1) -- ἀποδεδιωγμένος-η, ἐξόριστος, (1-ε)-περζἔνε-ι-α (τ) ἀποθεθλημένος, ἐξόριστος, τε-περζανε-τε καὶ τε περί ζἔνετε-- ἀποδίωξις, περζάα - περζέεν- περζέεν (Ρι11) ἀντὶ περζᾶ-περζἔν-ν) [πε-ζᾶ ρῆμα] ας θΊ α πΦοιν εαν 914 --- Ν , , Ἀ Ξ-- δέχομ, αι, ἆ ἀποδέχομιχι, λαμθάνω, ὑποδέχομαι ἴδ. πρέσ δέχομαι, τν περζανε (Ῥιιά]-Ῥορά απ) - εὐπρόσδεκτος. --- αό Ἀλ]εμόδενε ὅτε μᾶ επερζᾶνε πεπάρα Τίνε-ᾷδτι (Όοσά 1) -- αὕτη ἡ ἐλεημοσύνη εἶνε περισσότερον εὐποόσδεχτος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὦ κ... (ι-ε- περζίε], περζτ] (συνης. Υ.)Ξ- ἀνακατόνω τι’ πεοζτε] γ]έλενε-- ἀναχατύνω τὸ φαγητόν’ προζῖε] Ὀότενε-- ὀχλακγωγῶ, ὑποκινῶ τὸ πλῖῆθος' ἔπα- ναστατῶ, περζιχεμ παθ. ἀνακατόνομαι' 3) συναναστοέφοµκι, κάμνω συντροφίαν᾿ περζτχεμ. µε δόχες- συγκο.νωνῶ, συνκναστοέφοµκαι, µός ου πεοζτ] µε κτάΞ μὴ συναναστρέφεσκι μετ αὐτῶν μτχ. περζίερε (τ) καὶ περ- ζίεμ περζιμ. (1). περζίχετε-- τριτοπρόσωπον ο. µε-τβ-ι περζίχετε--µε-τε-ι βιέν τε βιέλεξ μ µ µε, σε, τὸν ἔρχεται νὰ ξεράση. περζιχεµ. (5) παθ. τοῦ περζᾶ, (1) περζξ (3). (.-ε) περζ]άρρδιµ (Ριάϊ-Ῥοσάαπ) -- πύρινος. περζελ]ίτ - περζελ)έτεμ (Βερά”-.)-- περτσξλό]-όχεμ. ----(τὸ περξελ/ίτ εἶνε ἐμφαντικώτερον τοῦ περτσξελό] ὁ ἴδ.)-- παψαλίζω εἰς τὴν φωτιάν. ο. (5) : Ξπερφλ]ακό]] - ἀῑέκ λ]έσινε « χ]ψε-εναε φλ]ά- Ἠετε. περτσελό] 3) (γενικῶς)-- φεργό] - τηγανίζω. περζϊτεμ. ως πσθ -- περτοελόχεμ; 2) φεογοζεμ.. πεοθα] ο. δν νο υωῦς ερθάζεμ.-- καταζηραίνοµαι ου περθάνε ἀρέγεζατε. περθύε] (Βεράτ.) ο.-- διπλόνω. περ]άδτε καὶ περ]άδτα (ἔπιρ }Ξ έξωθεν’ (συντασ. μετὰ γενικῆς) περ]άδτα ὄτεπίσες- ἔζωθεν τῆς οἰχίας, (ι-ε) περ]άδτεσμ-- ἵδ. (ι-ε) Ιάδτε-ι-α, (ι-ε) ]άδτεσμ.. (ι-ε) περ]έτεδιμ -- αἰώνιος-κ. περίερ (τ. Πεομέτ.) ἴδ. πρίεο" ϱ. π περῖρεμ.ΞΞ ἴδ. πρῖρεμ. (τ). περίντ-ζἷι, πρίνᾶ-ι (τ) περίνᾶ-ι, πρυᾶ-ι () [Λατινιστὶ ΡαΤΘΠΕ-ρ8- Γ6Π{18] -- τοχεύς, Ὑονεύς, γεννήτωρ' πληθ. περίντ.--- περίντ ε πάρε Ξ οἱ πρόγονοι. περκάβε-α (Τυραν.) πληθ. α-τε ἵἴδ, βελ]ένάσε-κ -- σκέπασµ... περκάσ-έτ- έτ, (Υ) (οααΙ- Ῥορά απ) περ κάσ. ἴδ, νγασ-έτ-ετ, [ ἡ ρίζα εἶναι κάσ ἐτ έτ]. ϱ. ἐνεργ.Ξ ἅπτομαι, ἐγγίζω, ψηλαφῶ, πιέκ µε γ]ιτ (συντασ. με γεν.) 2) ὅπαντῶ τινα” περκόπ Χ ετε νε τρᾶτ - ἐνγίζω ρ | 3, . ως αμ Ἰ ὃ ΡΜ μ . . . 4 α την Χεφαλην µον εἰς τὴν δοχόν περκάθα µε ν]ε ν]εοι-- ἀπήντησα έ περκεδέλ] (Υ. Βε; ρὅτ.) ο.Ξ χαϊδεύω τινά’ 3) κολακεύω τινα" καὶ (ζαθ.) αὖ « .. ... λ]εδατ τό] πέρκεδέλ]εμ λ]εδκτόχεμ, παθ. περκεδέλ]ε-α πληθ. α-τε-- χάϊδευμ.κ, δπ ῥ ή δα ο... δ αρ περκεδέχεμ ν οὐδ., ραναγνρίς ὦ᾿ Φφρᾶσις: πεθεχεμ. ε πΕρΥ. .εθεζεμ. Ξγυ ρίζω καὶ ξαναγυρίζ ω, περκέμθεμ : (Βεράτ. )Ξ- ἀοχίζω νὰ περιπατῶ (ἐπὶ νηπίων α τ) ουπερ- ; α ὁ “ΝΔ πεμρεν ἀ]έμτε; 1δ. μρεκαμῬεμ. (Υ. Κροῦ]α -- περκέμῬεμ. (τ) 9 ἂνκ- ο έόω (ἐπὶ ἀρρώστων). (.-ε) περμενάκ]διμ (οιά]-Ροσάαη -- ἠδύς, ἠδεῖκ, εὐχάριστος γΊελε περχενάκ]διμε -- ἤδιστον φαγητόν. περχίτεµ.: παθ. τοῦ περκάσ [τὸ, ν' γίτεμ]. παρκό μι ϱ. ενεργ.Ξ μῬελέθ νΥ ν]ε κόκ]ε νγα νε κόκ]ε' ὀντιθ. σκοκ] καὶ ὄπεοκόκ] ϱ περκόκ]εμ : ο. τοῦ περκόκ]. (ι) περκόρετε (οράα1) -- μέτριος, ὀλιγαρκῆς. (ε) περκόρετε-α-- θηλ. µετρίοα, ὀτιγαρκής' τε περκόρετε-ιτεζ- µετριότης, ὀλιγάρκει». (.-ε-τε) περκόρε (οράαπ) υ]ερί ι. περκόρε µε χάετ-- ἄνθρωπος ὁλι- γαρκῆς εἰς τὸ πώς --με τε περκόρετε-μὲ µετριότητα. περκούερ : ἐπιρ. Ξ μετρίως. ι.. 4 5 Ί . . περχοῦλ/εµ.: (Σ) [ζὸ, μουλ]άρ-ι] ο. οὐδ. Ξκάμπτομαι,---βίδκουλα ε ν]όμε ὰ ὦ α Ἱ | περκούλ]ετε-- ἡ χλω ρᾳ ῥε ογα κάμπτεται.---ἴδ. ἐπεμ.-- ἐνδίδω κάμ- πτοµαι. περκούνα (3. Προῦ]α) ϱ . ενερ Ξ χουνῶ (λεγεται µόνον ἐπὶ κούνιας) -- τούνᾷ ἀιέπενε λες κωδ τὴν κούνιαν. περκῦ) (α0οβα) -- νὰούθ ϱ. ἄόρ. περκέθα-ε-ου μτχ. περκύεμ.. κα . ο , μα περκ)}άρκ {γ. τ), ρρεθ-ε ρρότουλε (τ), ορεῦ (1) ρρότουλε (Σ) -- πέριξ, γύρω, τριγύρω, ----χκ]όρα περκ]άρκ -- γύρω τριγύρω. πβρκρενόρε-[α πληθ, περκοεγόρετες- περικεφαλαία, κράνος, με ναι ” Π η [ | ων Ἱ : - αν υ 9 νο - ο ὃν -- 916 --- περκ]έὸ, κ]εεμ. περ ατὲ (Σ) - περιγελῶ, χλευάζω τινά. παθ. περ »]εδευ.. περ]έδεσ-ι πληθ. περχ]έδεσιτε -- χλευαστής. περα/ῖ-α (Κροῦ]α) πληθ. περκ]ῖτε-- προῖχα.. περλ/α] (Υ) ο.Ξ ἁρπάζω, οοεμε]. Ἆ περλ]εβάόχεμ. (οορᾷαη)-- καυχῶμαι, κενοδοξῶ. ἴδ. μὮοῦορεμ. ϱ. περλ]εκούρεμ {[τ], πεολ]ικοῦρεμ, (Υ) ο. οὐδ, -- κολακεύω τινά, (τουξ ουφερκούεµ. µε λ]εκούρε ποσὶ µάτσε]«) ἵδ. περδπίρτεμ., πεολ]επὶ) (Υ) ϱ. ἐνερ.Ξ καταγλύφω, γλύφω ὅλως διόλου, πεολ]επίχεμ-- χαταγλύφοµαι, περλ}ύε] (Υ. Ὀοράαι) περλ]ο] (συνηρ.) -- νάρά», ὄγρύε], 3 φουλί»] (0δ] µε λ]εκ]ε), πεολ]ῦχεμ. πσθ. (.--ε) περµάλσιμ (Ὀορά απ) Ξ περιπόθητος. περμθᾶ Ξ- κατακρατῶ, ἐμποδίζω, σταματῶ, -- παθ. περρβαχεμ., πει- ἱ μα. η νά η ε ἡ ος δν 3 ψὌα κάλ]ινε-- ἐμποδίζω την ὁρμὴν τοῦ ἵππου.--- περμΏα βέτενε-- ἐγκρατεύομαι. --- ορύμι ι λ]οῦμιτ σ᾿ πεομάχετε -- τὸ ρεῦμκ τοῦ πο- ταμοῦ δὲν ἐμποδίζεται. περμθελ]έΘ -- συμμαζεύω, περμρε]έθ (τ) -- μελ]έθ τε γ]ιθς θαδκε 9) πουδτό], περμΏελ]έθ ἀροῦν ε ρράπιτ-- πουδτό] ἀρουν ε ρράπιςτ. περμθί (Υ) (ϱ) περμβί] (ϱοσάαπ) ποόθ. -- ἐπί. πεομθιέµεν-ι (Σ)}-- ἐπώνυμον κοιν. παρόνυμα. περμὐιδκρόν]ε-α πληθ. α-τᾶς-- ἐπιγραφή. ” : ο 3 περμθράπα (Υ) ἐπίρ. Ξ ὄπισθεν. ’ β ΄ . παν 5 νά "ή α Ἡ : αγ πεομύύσ-ύσ-ύσ ϱ. ἑνερ.Ξ- ἀνατρεπω κοιν. προυμωτίζω, καὶ πιστοµίζω. περμΏύσεμ.Ξ ἀνατρέπομα.. περμύσ-εμ. (Ριάἱ-Ῥοράαπ), παροιμ.. (ἐπὶ ο ισκῳ ζα Ὀούκενε ε πεομΏύσ κούπενε. . ἾἸ β αμ 8 περμθύσ, περμύσ (Ῥιιά1- ποσά απ) ἐπιρ.Ξ πρόμυτα, µπρουµωτα. χεθε] περμΏύσ -- ἀνατρέπω, γυρίζω τὰ µπρούµυτα.--- Ὀίε πευμΏύσ-- πί- πτω τὰ μπρούμυτα. περμθύτε]ε-]αξ- καταχκλυσμὸς (τοῦ Νῶε). (ι-ε) περμεκατενούεδιµ, περμεκκτενούεμ. (141) -- ἁμαρτωλὸς-ή. πεοµελ]έσ-έτ έτ (Υ. τ) Γπερ-μολ]έπσ γραικ.], περὈλ]έσ-ετ-έτ, Ῥουο- Ῥουλέσ-έτ-έτ (Καθ.) πουρρουλ]έσ-έτ-έτ (Βεράτ.) [ῖὸ. µολ]έπα, μολ]ίσ-ἴτ-ἰτ]-- κάµνω τινὰ νὰ ἀρταίνεται. ἝἝ-- ὤε--ε-- τα --ς Π ος ποσο τπτ - Ξ- -ᾱ- Ελ μμ. τι] -- 8131 περµελ]έτεμ (Υ. τ) παμΌλ]έτεμ, Ώουρβουλ]έτεμ, (Καθ.), πουρβουλ]έ- τεμ. (Βεράτ.] Ξ ἀοταίνομ.χι. ---- ουπερμελ]έτδε (Σ) -- ἆρτηθηνα. περμθρένᾶα (Υ)Ξἵδ, περΏρένᾶ« (τ) -- ἔσωθεν περµέντ (5, περμένα (Υ. Ὀιιά1) ο. “πιαναφερώ, φέρω εἰς τὸν νοῦν 3} εἰς την μνήμην τι Ἡ μνημονεύω τινά, --- µος ε περµεντ ατε ν]ερί -- µη ἄναφέοῃς αὐτὸν τὸν ἄνθρωπον.---- περμέντ έµερατ ετε βάέκουσετ -- μνημονεύω τὰ ὀνόματα τῶν νεκρῶν. περμένάεμ (1) πεµενᾶεμ. (τ) -- μνημονεύομιαε, ἀναφέρομκι ὑπό τινος, ι ζιχετ᾽ έµενι µε γό]ε.--- παρμέναετ περ τε μίρε.Ξ- μνημονεύετκι ἐπὶ Ἀφλοῦ.---- περμενᾶετ περ τε κέχ] Ἔ μνημονεύεται ἐπὶ κακοῦ. περµετέσε-α (Ῥορ4 απ) -- ὑπόσχεσις, πληθ. α-τε. πεομεντόν]-ό]-όνεμ-όχεμ (αά1- Ῥοσά απ) Ῥνοπιίονο! ἴδ. ζοτύ]- ὀχεμ.--ὑπόσχομαι, πεοµίερ-πεομῖρ (συνῃρ.) -- Ἀατουρῶ.--- Ώδ] δούρρενε 9) ϱ. ένεργ. Ξ κα- τουρῷ τινα.--- 4έρθ οὐ]ετε, περμῖρεμ-- κατουριοῦμαι,--- ου πεοµόρα νε Υ]ούμετ -- κατουρήθηκα εἰς τὸν ὕπνον, περμίε: (7). τσαπίζω, παρ ερ. σσαπίζοµαι. καὶ πραδιτ-ίτ-ίς, ποασῖτεμ. παθ.Ξ- μὲ τὸ τσαπὶ σκαλιζω. περμ)άλ]τ-τ. (Υ) ο. ἐνερ.Ξ- αμΏελ]σό] () δύνω, περμ]άλ]τεμ παθ. -- εν) 5 . ἁμρελ]τσόχεμ. (). ἡ .. 3 β ο : , .. ιὸ (1-ε) περµόρτδιμ-- λυπημένος-η (ἔνεκα θανάτου θοδος ἴὃ, ι-ε πξο- (Ἰδιμ --ι θόνε ατῖ χ]ε µμΏα ζι περ ν]ον]ε ν]ερῖ κ]ε τ᾽ ι κέτε βἐκούρν. περμύσ (011) ἐπίρ. ἴὃ. περμθύσ ἐπιρ. περμύσεμ (Ριιά!) --ἴδ. πεοΏύσ-εμ. ---- οἆμα.. περνάτε, περνάτα : ἔπιρ.-- καθ ἑκάστην νύκτα" νάτε περνάτε καθ) ε / / ν η εκαστην νύκτα.---ἆντιθ. περᾶίτε. (--ε) πεονάτεδιµ--νυκτερινός- ή. πεον)ιμένᾶ (Σ) περν]ιμένᾶι (Σ) -- ἑκουσίως" ἀντιβ. ποαχιρε -- ἀκουσίως" ε Όανα περν]ιμενά -- τὸ ἔκαμα ἑκουσίως. πεο»)εχέρε (τ. Ὀας]) [περ-ν]ε-χέρε] -- ἐπιρ. χρόνου -- πεον].χερε περν]ι- ζέρας (1) Ξ- ἐν μιᾷ στιγµῇῃ, εὐθύς, παοευθύς, στι) μιαίως., περουδάνε-τε (Ἠλόασ.) -- ατό τέλ]ατ᾽ ε ατό πάρετε ε ατό στολ]ΐτε κε μπι βάρινε νούσετε νε κρύετε. 918 --- πεοπάαλ (Ὀοσάαη ἀντὶ πευπᾶλ) -- ὅπᾶλ-- ἐκμωστηρεύομαι, δημοσιεύω. περπάρα, ρεπαοα (5) -- ἐμποός, ἔμπρο οσθεν κοινῶς μποοστᾶ, πιό, πρίν, πα (9), μοράπ.: () περπάραξι (τ) ρεπάραζι π. Ἡ οσθεν, ἀπ᾿ ἐμποός. πεοπάρε)ε-]α: πληθ. περπάρε]ετε καὶ πευπάρτσε-κ πληθ. πευπάρτσκτε Ξἐμποοστέλλα, ποδιά, [ μ προτερον᾽ ἄντι). πρᾶπα πε αυ πληθ. (Υ) κοινῶς καταθολάδες' (μάρρινε .. ε ζα χρδίο σε οριοες µε δξ ο. νελάσενε νε δξτ) χ]ε τε ορέν]ε τε ϱξ]. ον ῇ / περ αρνάντ᾽ ε ἆσρ δίσε-- αἱ χαταθολάδες τοῦ Χλημ.κτος. περσι, } (Υ) Ξ χαταπίνω" ᾱὐρ. πεορπίθᾶ-ε-ου (τ) πεοπ]νκ-ε- ου (1) περ- πίνχ-ε ι (0. περπίχεμ (Υ) περπίζεμ (5) -- χαταπίνοµαι’ µετοχ. περπίνε () ο... η. περπιέκ; ϱρ. ἑνε εϱΥ, Ξ συγχκρούω, κτυπῶ κατὰ γῆς πεοπιεν ἀούα ορ Ι ῇ εν ροτῷ τὰς χεῖρας' (ἐπὶ χαρδς)' περπιέκ λέμρετε μ)ι αν τοὺς πόδας κατὰ γἌς (ἐπὶ πείσµιατος)' πεοπιέχ κρύετε πας µοῦριτ' ι οι ῥ Α.Α | έ. - | 9) πθπιεχ (Βεράτ.) -- τακό] (), απ (Υ) περπόκ]α με Γ]εργ]ινε μ.ρ᾽ οὐλι τακόδα µε Γ]έργ]ινε μΏ᾽ οὖὐδε-- συνήντησα τὸν κ καθ) ὁδόν, τὸ παθ. πεοπίκ]εμ.: παθ, συ! Ἀρούομαν, Ἀτυποῦμκχι χατὰ γῆς' ουπερπόχ]νε νάε λ]ούφτε- συνεχοούσθησαν ἐν τῇ μάχη ναε 1ξ τρῖμ. ἀἱλ] δεδιτ. --- περπίκ]εμ τε Ὠεν] πετέ πούνε πὀ σ᾿ μούντ' Ξ-ποο- - η ν ν) 3 . , ἔ. σπαθῶ νὰ κάµω τοῦτο ἀλλὰ δὲν δύναμκι πεπίκ]εμ. µες-συνακντῶ' ουπερπόκ]α µε Γ]έργ]ινε μΏ᾽ οὐδε. : -µ μα ῤ Ν περσι)έρε (τ) (εξαρτώμενος). περπ]έτε (Υ. τ.), ρεπ]έτε (5), τερπ]έτε (τ), τερπ]έτε (Ένραν.), τερμᾶ (Έυραν), τερμαλ] (Μροῦ]α), τερµ.άλ]ε] (Ἔυραν.) -- πρὺς τὰ ἄνω κοινῶς ἀνήφουα.----μόρι μάλ]ιν ε κου περκ]έτε,--περπ]έτε μαλ]ντ -----ι γγ]ί- . . - ή . ' ! 1 τεμ. μάλ]ντ περπ]έτε.--- Ώάνι «ύδε περπ]έτε -- ὡδουπόρησεν εἰς τὴν ᾽Ανατολήν' ἀντιθ. τατεπ]έτε (τ) τετπόδτε (Ἠλθαα.) -- πρὸς τὰ κάτω. κατωφερῶς, .µ [ ες κ ᾗἩᾳ ο. Ἅ ι β (ι-ε) περπ]έτεμ (Βεράτ.) -- ὁ-ᾗ ἀνωφερῆς καὶ ι-ε ρεπ]έτε-ι-α.----ε ρεπ]έτο κά εδὲ τατεπ]έτε-- ἡ ἀνωφέρεια ἔχει καὶ κατωφέρειαν κὐ μάλ] ἐδτ' ι ρεπ]έτε-- αὐτὸ τὸ βουνόν εἶναι ἀνωφερές. ια ω Β δ ἀ Ρω ι περπλ]άσ-άσ-άσ ϱ. Ξνεργ.Ξ- κτυπῶ κατὰ γῆς. .. .- : δρ τ αλ. δν περπλ]άσεμ παθ.ριπτοµαι κατὰ γῆς ε περπλ]άσι περοξ Ξ τὸ έρριψε -- 519 --- κατὰ γῆς µος ε πευπλ]άσ σε π ελ]τ τσέτ--μὴ τὸ χτυπᾶς κατὰ γῆς διότι σχσει͵ σχάζει, περπόδ (1) ρεπόδ (τ), πεοπόδτε (Σ}, περ-ρεπόδ (1) Ἰ ῥεποῦ (Υ . τωθεν, ὑποκάτωθεν ζὰ κδγκενε ναλἰτ --ὑψηλά: ζᾷ κἄνκενε πε»-ρεπόδ περπούῦ ϱ. ἐνεο, -- ἴδ. ναράκ, ϱ. --- περπούθεµ.-- ἴδ, νά ράγεμ..----ου ο πούθ--ουδῖ δάλ]εῦ (ἐπὶ Σἰαρροίκο) . περρούα-όϊ (τ) πληθ. πεορον]-τε, πεορούε-όϊ (Υ) καὶ περρούε-όνι (5), πληθ. περρόν]τε, περροῦ-όϊ (συνηο,) πληθ. περρόν]τε -- χείµαριος, οὐοιξ. περσάσ-έτ-έτ (Σ)--ἴδ. πελ]τοάσ-έτ.έτ -- σχσζω, περσέ (Υ. τ. Ῥις]) Ξδιατί: 9) (οράαπ) περσέ Ξ- σεπσὲ -- διότι, περσερῖ [περ-σε-ρῖ) πο , περσερίουτ καὶ περσξρίου, (ορ αι) πέρσε- οἵτοα-- ἐκ νέου, πάλιν, - ἴδ. πράπ ἐπίρ. περσιάσ-άτ-άτ ϱ Ξ«σχεδιάζω τι µε τὸν νοῦν, ἐπαναλαμθάνω τι, περσιάτεμ -"συλλογίζομαι καὶ ξανασυλλογίζ ομαι, σχεδιάζω, περτσίελ ος τυνῃρ.) περττῖλ [περ-σίελ] ϱ. ἐνερ. Ξξεπροοδεύω, --περ- τοίελ µίκουνε-- ξεπροοδεύω τὸν φίλον, περτοῖλεµ: παθ. -- ζεπροοδεύοµαι (ὑπό τινος) [πε;-σῖλεμ]. περσιελ (τ. γ) [περ-σίελ ϱ.]., περτοίελ (Υ. τ), περταϊλ (συνῃ».) περ- ἀπ] (Σ) καὶ καπερᾶῖ] (Σ) -- καταπίνω τι.-- περσίελ Ὠούκενε, καφ- δάτενε -- καταπίνω τὸ ψωμί, τὴν βουκιά.-- ὁόρ. περσύλα-ε-ι, μτχ. περσιελε καὶ πεοσιέλουνε (Υ), περσιέλουρε (τ). περσϊλεµ, περτσϊῖλεμ., περ χε. [. ας ερα ᾿ καὶ καπεοζῖχεμ (Σ))--οὐδ. καταπίνω. περσίπερε (Σ) [περ-σίπερε] ἐπίρ. -- ἐπάνω, ὑπεράνω, καὶ περ-σίπερε περσίπεοι (Ριιά]-Ῥοσά απ), ἀντίθ. πευπόδτε.----ἴὃ. σίπε-ε, τοίπερε [1ὸ, νάλ] -- ὑψηλά]. περσελίν)» (Βεράτ.) ρ. Ξ-ψιθυρίζω. περσενζέσ-έτ-έτ (Υ) | περ-σεναέτ:, περδενάέτ-έτ-έτ (5), περδενόδ-όδ- ὁσ (ἨΠερμέτ.) -- χαιρετῶ, χαιρετίζω τινά. --- ἄόρ. περδενἠέδα-ε-ι, μτχ. περδενάετουνε καὶ περσενἀόσουρε, ἀόρ. καὶ περσενόδα-ε-ι περσενάέτεμ (Υ. τ) περδενὰόδεμ, (Περμέτ.) ἀλλ' στα) -“χαιρετίζομεν ζλλήλους, ----ας οκ ος. -. . -- µας ο ----ᾱ-ᾱ-π--- ο τ πα ο 1. -- ον ο ώ μ.μ |. ἵ ο. ” . Π: ἓμ η] σαν ο --μ -- ὦ9 --- (τε) περδεν([έτουνε (/) -ουρε (τ)- τες χαετισµός. περδι] (Υ) ϱ.Ξ θριµµατίζω.--- Ῥὰ] περδεδ Ῥούκενε-- θεομό]. περσϊχεµ: (Υ) παθ. Ξθριμμιατίζοµαι. [ὸ, σί] -- ἁλωνίζω]. περὀκόκ/ (Υ) [πε;-δκόκ] ο.] Ξ-δισσκορπίζω, Χὶ τασκορπίζω. ἀντίθ. πεοκόκ]. περὀκόκ]εμ: (Υ) παθ. -- διασκορπίζοµαι, κατασκορπίζοµαι. περὀκόν] (Περμέτ.) ο. Ξ ξεπλύνω, ξεθγάζω τὰ ροῦχα. Ξ- ὅκόν] ναεπερ ἀούαρ περ σε ἀὖτι, περδκ]ούα] : (τ) --ἴδ. δκ]ούα] (τ), πε;τὄκ]ούσ] -- ἴδ. τκ]ούα] -- διοκοίνω. (τε) περᾶκ]ούρε-ιε (τ) ἢ τε-περτόκ]ούρε-τετ- διάκοισις. ἴδ. τε-ὄκ]ούα- ρε-τε Ἠ τε-τόκ]ούαρετε. περὀκ]ύε] (τ) περτὸκ]ὐε] (τ) περκ]Ὀ] (Υ. συνῃρ.). ξεσχίζω. περτέ] ἐπίρ.-- πέραν. ἴδ. τξ]. (ι-ε) περτξ]μ, περτξ]εσμ, (τ) -- ἀντικρυνός, µακρυνός, νγα ἄν ε πεοτέ]- µες ἀπὺ τὸ ἀντικρυνὸν µέρος. περτεοῖ] (Υ) [περ-ε-τερί]-- ἀνκνεόνω, περτερ] (Ὀοράαπ). περσερί] (Περμέτ.) [περσερῖ ἐπίο.] ἀόρ. περτερίνα-ε-ι (Υ) καὶ περτερίθκ-ε-οὺ (ϱοσάαπ) µτχ. περτερὶµ..-- ἀντίθ. βιετερό]. (ι) περτερίµ-ι (Υ) ε-πεστερίμε-]α (Υ) -- ἄνανεωμενος-. ( πεοτεοῖχεμ παθ.Ξ- ἀνανεοῦμαι. ἀντίθ. βιετερόχεμ.. τε) περτεοίµ-ιτε (οὐδ.) -- ἡ ἄνανεωσις. πεοτερῖχεμ (τ), πεοσερῖχεµ. (Περμέτ.), κουρ ου περσερὶ χᾶνα (/) πότε ἔγινε νέα σελήνη: ή ν π ἡ β η [ 1 ών περτέσε-α (Ρα) ἴδ. πουρτέσε-αΞ ἡ ὀλνηρία, καὶ περτίµ-ι (τ) ευ. ο πουοτιμι, περτέσεσ-ι (ιά) πληθ. περτέσεσ-ιτες- ὀχνός, ὀκνηρός. μα - 8 3 ι ω μα (ι-ε) περτούεδιµ (Όαάἳ) περτούαρδιµ. (5) -- ὀκν ηρὸς-ά. ἴδ.ι-ε-πουρτούεδιμ.. περτό}: ο.Ξ ὀκνεύω. ἴδ. πουρτό]. ἳ - δν .. τ πεοτύπ (Υ. τ. Σ) [περ-τύπ] (ἶδ,. ὅτύπ) (συγκριν. ἛἝλλην. τυπ-ό-ω) οημ..-- μασῶ τι (τοῖς ὀδοῦσι). περτύπεµ. ϱ.Ξ-μασῶ. ἴδ. πεοτδάπ-εμ. . 4 τν περισέἁ]-ι (Βεράτ.) -- εἶδος σίτου. περτσε]άκ-ου (τ) πληθ. περτσελάκετες-ἴὸ. κουλ]άτὃ-ι (κουλοῦρᾳ ᾧη- μένη εἰς την στάκτην). -- δοἱ --- περτσελόν]-ό} (Υ. τ.) ϱ. ἐνεργ. Ξ καφαλίζω: πεοτσελό] Ὠούκενε νάε . .. Ἆ .. . φλ]άχετ καὶ περτσελῖ]: ἴδ, ὄκρουμό]. περτσελόνεμ-όχεμ' παθ. Ξ καψκλίζοµαν πε)τσελόθα µουστάχ]ετε, βέτου- λατε. -- ἴδ, περξίσ-τεμ. (Σ). πέρτό-ι (Πεομετ.) περτδάκ-ου (Βεράτ.) πληθ. πευτδάκετε δκ]άπ περτὸ ἴδ βάογεσ-ι -- τοόγος βαρθδτο . ῥαργεσ-ι -- τρὄγος βαοθδτος. πεοτόάκ-άκ-άκ (τ) ρ. -- οὐρῷ σπέοµα ὡς ὁ βαρθᾶτος τράγας. περτόάπ (Υ), περτδκπεµ., μΏλατδϊτ (τ), μΏατδίτεμ. (τ) [πει- τδάπε-α]-- α εξ μηρυκάω, μηρυκάζω, μηρυκάομικι-ζομαι ὡς οἱ βόες, τὰ πρόθατα κ.τ.λ. (τε) περτδάπουνε-ιτε-- τὸ μ.ηούκασμα. πεοτόεμό] -- ἐκτιμῶ «διὰ πραγματογνωμόνων) 9) δικθὀλεύομ«ι, πεοτδίτεµ : (ἐπὶ συνουσικαμοῦ τῶν αἰγῶν) -- βατεύομαι, δίτε πετδίτενε. περτοκ]ούα)} (τ) οὔχεμ.- ἴδ. πε)δχ]ούσ]-οῦζεμ. (τ) -- δικκρίνω-ομιαν. (τε) πεοτκ]ούαρε-τε-- ἴδ. τε περὀκ]ούαρετε-- διάχοισις. πεοφάκ] : [περ-φάκ]ε-]α] ὄπεοφάκ], τόφάκ] ϱ. ἐνεργ. Ξ- ἐκθάλλω εἰς τὸ φανερόν. περφάκ)εµ., ὄπευφάκ]εμ., τὄφάκ]εμ.:. παθ. Ξ- φανερόνοµαι. πεοφάκ]ε: ἐπιο, - προπωποληπτικῶς, πεοφάκ]εζε-- ἐπιο.-- φανερῶς -- ἵδ. ναερσῦ-- παροησίᾳ μΏαλαφάκ]ε Σ) «οφ ώῴεοξ-- λα αι πιά ὰ :αρρησις μΏαλαφακ]ε {- . µ [ 3 5 Ξ[μ-αλ-ι, φάκ]ε-]α]. ” κ περφίλ (Περμετ.) ζξ φῖλ (Πεομέτ.)-- μνημονεύω, ἀναφέρω ζξ νγύ]ε.--- νουκ ε περφίλ Ἡ νουκ᾽ ε ζξ φιλ (Πεομέτ.)-- δὲν τὸν βάνω εἰς τὸν νοῦν. (ι-ε) πεοφλ]ακεδιμ (ορ αη)-- φλογερὺς-α. πεοφλιάσ-έτ-έτ-- γαταλαλῶ, κατηγορῷ τινά Ξ φλ]άσ κεκ] πεο κενά. πεοφλ]έσ-έτ-έτ [πε;-φλ]έτε-α] ϱ. ἐνερ.Ξ ψάχνω τὰ φύλλα τοῦ βιθλίου, πεοφλ]έτεμ.: παθ. Ξ φυλλολογῶ, φυλλομετρῦῶ. πεοφλ]ίεµ.: παθ.-- καταλαλοῦμαι, κατηγοροῦμαι. (ι-ε) περφούδετε (Τυραν.) [περ- φούδε-α] -- ἐπίπεδον, ριχό». π. χ. πιάτ᾽᾿ ε πεοφούδετε, κχὶ ι-ε-πλ]άνττε-ι-α (Καθ.) πιάτ᾽ ε πλ]άνττε Ξ πιδτον ριχόν. περφύτ-ύτ-ύτ περφύτεμ. [περ-φυτ-ι] - ζἔ περ φύτι. (ι-ε) πεοἸάνουνε-ι-α (ορ απ) -- σεληνιασμένος, ἐπιληπτικὸς-Ἡ. περ]άπ καὶ πεοχάπ ο. ἐνερ.-- δικνοίγω, ἁπλόνω κοιν. τὸ παθ. περ- ΛΕΞΙΚΟΝ ΑΛΒΑΝΟΕΛΛΗΝΙΚΟΝ 21 ... ο. .. μι -----ᾱ-- ο αμμάη -ᾱ - - - -ὐρ-- κ.α... πμυμω--- , ” Πο. ὝΎ- υ..'' πο --- κ τς . - .- - δι φ Ἴλι μύμά 4ο ἑ ων απαπ.. α8 δαβῤός- ο. α - -- - ο ν.- -- φ --- ν- ωυμώς --- -ᾱ με 4 Ἡ πμ ἷ ᾗ | Φ-- ον - -- ὃλρ --- μις ἃ / κ... 8 μμ 1 ἃ ' ο 4 Ίσπεμ. - διανοίγοµαν. ---- πεοχάπι-- διανοίξατε τὸν ὀρόμον. (ἐπὶ πο λυκοσμίας)! 9) περζάπ ο.Ξ- διαδίδω τὸν λόγον.--- ουπερ]άπ φ]άλ]α Ξ ἔ Ἅ ω δν δό ει ῃ ᾽ η ω 4 μΏε τε χάτο ἄνε-- διεδόθη ὁ λόγος εἰς τὰ τετραπέρατα. --- μὸς ε περχάπ χετ (λ]ε-- μὴ δικδίδεις τοῦ ὃν λόγον {ἐπὶ μυστικό Ἶ ξοχ π ἙΕτε θια, 1Ε -- μ.Ἡ χοιοξις τουτον τον ογον (ἐπι μυστιλο” | πητος). περχάπε, πεοχάπετε (Σ) ἐπιρ. Ξ ἀνοικτῶς, ὅλως διόλου. περχέρε-περχέραΞ πάντοτε, καθ ἑχάστην. ἀντίθ. κούροε. (ι-ε) περχέρδιµ.-- παν τοτεινὸς-. περχιερό] [περ-χίε-]α Ξ ἱε-ρά, θεῖ-α] -- καθιεθόνω. περχιερόνεµ-όχεμτ- καθιερόνοµιαι. πεοχιερίµ-ι: πληθ. πεοχιερίµετε-- καθιέρωσις. (ι-ε-τε) περχιερούαρε (τ) -- καθιερωµένος-η-ον᾽ καὶ περχιερούεµ, περ- Πτερούμ, (συνηρ. Υ). πᾶσε (Υεγ. Ὀορά4 απ) (Σ), πέσε (τ) -- πέντε [πενσε] πῖσε κ]ίντ--πεντο- Κόσια.---πᾶσε µί]ε (Υ) πέσε µί]ε (Υ) πέσε µίλ]ε (Τδαμ.) -- πέντε χι- αν) μα. . .. η ’ Έα. - υπ ι Γι λιάδες. ----πᾶσε μιλ]ιούν] καὶ πέσε µίλ]ουνε (τ) Ξ πέντε ἑκατομμύ- οιο.----πξσξ-α καὶ πέσε-α-- τὸ πέντε. πῖσε-δξτε (5) ἀντὶ πέσε-διέτε (Υ).---- πᾶσε-δίετε καὶ πξσε-διέτε -- πεν- τήκοντα, κοιν. πενῆντα.--- πέσε δίετε καὶ πέσε-διέτε καὶ πέσε-διτε (συνηρ.). πξσε- μῦε-δξτε: ἀντὶ πέσε μΏε δίετε-- πέντε καί δεχα. πξσε-μύε-δίετε, πέσε-μβε-δίετε καὶ πέσε-μΏε-διέτε πέσε μΏε δί ε-- πεντεχαίδεκα, δεκαπέντε κοιν. πεσεμεξα] ἐπίρ.- πενταπλῶς, (Πεομέτ.) πεσεμεζόν] (Πεομετ.) ο.-- πενταπλασιόζω. : π τ μ - μ. -α (ι-ε) πἐσεµεστε-ι-α (ἨΠεομετ.) - πενταπλοῦς-Π. πέσεσ-ι πεντάριον. πξσεὂ (Υ) πέσεὸ (τ) ἐπιρ.-- κατὰ πέντε μερίδας. τμήματα ἕσ1Υ : ο ο το μερισαι τμ ηκατα. πεσίµι {;. τ. Ῥοράαη) πληθ. πεσίµετε -- πάθηµα, πάθος. 9) ἕξις, πάθος,--- πεσίµετε (Ῥοσάαη)Ξξτα πάθη. πεσόν]-ό] (Υ. τ. Ῥαά1-ροράαπ) [Ἑλλην. πάθ-ω) ϱ. οὐδ. - πάσχω, ϱ) παθαίνω (--μοῦ συµδαίΐνει τι) πεσόν] κέκ] (Υ. τ.) παθαίνω κακά. (ε) πᾶστε-ι (Υ) ε πεστε-α (ι-ε) πεστε-ι-αΞΞ πέµπτος-η. πέδε α (Ἠ) πληθ. πεδατες- λιθάριον (τὸ ὁποῖον ρίπτει τις διὰ τῆς χει- -- 9305 --- ρός), γοῦρ-ι (Σ)) --πέτρα βαρεῖα, µεγάλη: 2) βράχος πο γ]ούχενε µε πέδε (Σ)) Ξ πετροθολοῦνταιν, πέδε (Τυραν.) [πεσδό]] ἐπιο. πέδεθι (Ἓλθασ.)--κουρ νγρξ πεοπ]έτε νᾷο- νϊ γ]ᾶ τε οᾶναε µε ν]ϊ ἀόρε α µε τε 40 ἀούαρτε περµέ µάρρε βεὂτ σᾶ ε ρἆνάε ἃδτε' νγρξ πέδε ατέ ἀαδ, παλ]έ σα όκε βιὲν.---“νγρξ πέδε ατέ κοῦ ρροῦδι, παλ]έ σα όκε βιέν.---ρρόκ ατέ ν]ερι περμιεαύζε, ενάέ ε νγρξ πεδε.---οὐτδούε πέδε γ]ΐθε κατούνᾶι (ὡς βαρὺ φερτίον)-- ουτδούε µΏε κᾶμΏε γ]ΐθε κατούνᾶι- ουπερζῖε κατούνᾶι [δ. πεδό]]. πεὔίμ-ι (Υ) πλήθ. πεδίµετε-- ζύγισμα. πεδίμδι (Υ) ἐπιρ. [πεδό]]-- ἴδ. σθάρνα. πέδκ-ου πληθ. πέδχ]-ιτε (Υ) καὶ πίσκ]ιτε (τ) [λατ. ρἱδοίβ] -- ἰχθύς, κουνῶς ψάρι.----πέδκ]ιτε ορίζενες- οἱ. ἰχθῦς βατεύονται ἐπὶ συνουσικ- σμοῦ ἰχθύων). πεὔκατούαρ-όρι (τ) πεδκατούερ-όρι (Υ) πληθ. ε-τεξ-ὁ ψαρᾶς καὶ πεδ- κατοῦρ-όρι (συνηρ.).--- πεδκατόρε-]α πληθ. πεὔκατόρετε θηλ. πεὀκό] : Ξ καθαρίζω, σκουπίζω, πεδό] (γ)Ξ-ζυγίζω τι.----πεδόχεµ.: ζυγίζομαι. πεδτέσε-α (Σ) πληθ. α-τε καὶ πεδτίµ-ι (3) πληθ. πεδτίμετε (ἄναγραμ: ματισμὸς ἀντὶ ὄπετέσε-α, ὄπετίμ.-ι) Ξ γλύτωμα, πεὀτό] (5) ἀντὶ ὄπετό] - γλυτόνω, πετάβρε-α πληθ. πετάθρατε [ἕλλην. πέταυρα]-- λεπτὸν σανίδιον, (σα- νίδι« σχισµένα μὲ τὸ τσεκοῦρι καὶ ὄχι μὲ τὸ πριόνι) [οἱ ᾿Αλδανοὶ μεταχειρίζονται αὐτὴν την λεξιν οὐχὶ δὲ καὶ οἱ "Ελληνες]. πέτε-α : πληθ. πετἀτε-τὸ φύλλον τῆς πίττας.---πέτατ) ε λ]ακνόριτ τὰ φύλλα τῆς πίττας. πέτεκ-ου (Ῥιάϊ) πληθ. πέτεκατε (μ41-ροράαπ) καὶ πέτχ-ου (Υ. Ῥοράαη)-- φόρεμα!" πληθ. πετκατε’ ἴδ. ορόΏε-α. πέτεσ-ι πληθ. πέτεσιτε (Αὐλών- Περμέτ.) -- ὁ πλάστης (δι οὗ πλόθουσι τὰ φύλλα τῆς πίττας (Τουρχ. οκλά]ε-α) πέτκουῦθ-ι (ϱορᾶαΠ) ὑποκαρ. τοῦ πέτκ-ου5- μικρὸν ἔνδυμα. πετουλά] (1) τσ τς πέτουλε-α πληθ. πέτουλατε [ἑλλην. πέταλον] Ξ- τηγανίταις. πετρίτ-ι πληθ. πετοίτετε (Υ. τ.) [συγχρ. πέτοκ] ἴδ. δκ]ιπόν]ε-κ. πετσέλ]-ι (Πεομὲτ.) -- εἶδος γεννήματος. -- --- 994 ---- πιαβέτσε-α (τ) πληθ. α-τε-- ἴδὃ. ουδόν]ε-α. πιανέτσ-ι πληθ. πιανέτσετεζ µέθυσος, µεθύστακας, καὶ ἀε]μαράκ-ου πληθ. ἀε]μαράκετε' τὸ θηλ. πιανέτσε-]α πληθ. πιανέτσετε καὶ 4ε]- μαράκε-]α" πληθ. ε-τε. πιγελίµ-ι (Κροῦ]ο) πληθ. πιγελίµετε--ἴδ, πικελίµ.-ι. πιγελό]-όχεμ (Κροῦ]α)-- πικελό]-όνεμ. πιδαρ-ι (Υ) πληθ. πιδάρετες- αὐ κ]ε ο πιθ. (Τουρκ. ζεµπαφά). πίε-πία (3) πληθ. πίετες τὺ ποτόν. μ 3 - ῃ ῥ / πιέκ --ψηνω᾽ ἄόρ. πόκ]α-ε-ι µετοχ. πιέκε, πιέκουνε (Υ), πιεκουοε (τ) (συντασ. μετ αἴτ.) [ἕλλην. πέπω, πέπτω, πέτω]-- ψήνω: πιὲκ Ώού- κενε-- ψΨήνω τὸ ψωμί; πιέκ µίδωδ' κ.τ.λ. πιέκ: ϱ. ἐνερ. (συντασ. μετὰ γενικῆς) ἀάρ. πόκ]α-ε-ι, μΤχ. πιέχε πιέ- κουνε (Υ) πιέκουρε (τ) Ξ ἐγγίζω, ἅπτομαι, ψηλαφῶ. ---ι πιέκ με γἱότΞ τὸν ἐγγίζω µε τὸν δάχκτυλον.--- ος ι πίκ] ατὶ Ξμη τὸν ἐγ- {ή 3 ῇ ” ο ην . ος ᾗ Υΐζεις αὐτόν.--- ἀικούδ µε πόχ]ι-- κάποιος μὲ ἤγγισεν (Ξ ἠἡψατό µου τις) ἴδ, περχάσ ϱ. ϐ) πιέκ ϱ. ἐνερ. (συντασ. µετ᾽ αἶτ.) -- σµίγω, η [ µ 3 ῥ -. 3 ἑνόνω τινά, ἀντίθ. ἀα]. πιέκ-ου -- ἴδ. ἀδομιάκ-ου. πίελ καὶ πιέλ καὶ πῖλ (συνηρ.)Ξ- τίκτω, γεννῶ (ἐπὶ θηλυκῶν ζώων, καὶ γυναικῶν) καὶ δλ]ό] (Ένραν.) (κατ ἀναγραμματισμὸν ἀντὶ λ]εδό]). πιελάμ-ου καὶ μιλ]ούρ-όοι Ξ- δύο ἐτῶν κριάρι, πληθ. πιελάκετε. (τὸ µιλ- . ι Μι μ 1 .ν απ 5 / / ε δω Ίουρ-όρι ἴσως παράγεται εχ τοῦ μιλ]εςχιλια, δηλ. χελιων ημεοῶν πριάοιογ). πιέπεν-ι (Υ), πιέπερ-ι (τ), κοκοµάρ-ι (Τυραν.) πληθ. πιέπενατε, πιέ- πέρατε, κοκοµάρετε [Λατ. οΠΟΙΙΠΙΙ6 «πεπόνι, ἀγγοῦρι. ἴδ. τράνγαλ-ι. π]έργουλε-ι πληθ. π]έργου]τε καὶ π]έργουλε α' πληθ. π]έργουλατε -- Ἀληματαριά, ἥτις ἀνέρχεται ἐπάνω εἰς τὰ δένδρα Ἡ εἰς τὰ ξύλα, κατασκευασμένα ἐπὶ τοῦτο, ἀναδενδράς. πιέρῦ καὶ πιέρδι ϱ. [ Ἕλλην. πέρδω] κοιν. κλάνω. ἀόο. πόρδα-ε-ι, µ ω | μτχ. πιέρδε, πιέρδουνε (Υ). πιέρδουρε (τ). π]έρρε-α {58 , Μ / πιέσε-α -- µερίδι.ν, µέρος, κομμάτι, πιεσετᾶρ-ι πληθ. πιεσετάρετε, πιεσετάρε-]α πληθ. ρε-τε-- μέτοχος, Κοινωνός, [Τουρχ. ζισεταρ-ι]. ---. 900 --- πιέδκε-α (Υ) πληθ. πιέδκατεξ-ρωδάκινον [Τουρκ. δεφτελῇτ]. πιέὄκεζε-α (Υ) πληθ. πιεδκεζατε-- ὑποχορ. τοῦ πιεσχξ-α. πιέὄκεζε-μίδιε-- πιεσχεζε πλ]ότ µε μι (Ένραν.) πιέσκεζε ὄκλ]έσε (Τυραν.) --πιέδκεζε κ]ε δχλ]ύχετε (καὶ σκ]ύχετε]. π]ετεπόδιε (Ὀοσά αι) καὶ τετπόδτε (ἼἨλλθασ.) [π]ετετ περπ]έτε μαὶ πότε] ἐπιρ. -- ἐκ τῶν ἄνω πρὸς τὰ κάτω. π]ετίσ (ΏίΏρα) ρ. ἐνερ. [πλ]ετίσ]-- πλέκω κάλτσαις. ἀόρ. π]ετίσα-ε-ι, μτχ. π]ετίσουνε (Υ). πίᾳ-δι; πληθ. πίδενατε (Υ) πίδερατε (5) --κοινῶς μουνί. - 3 . ιν 3 8 ϕ -- α ' π] Ἄ πὶ: ο.Ξ-πίνω. ἀόο. πίθα-ε-ου, µτχ πῖμ (Υ) πίρε (τ). πῇ] (Υ) καὶ μῦτ] (τ) ϱ.--ψουδιάζω. ἄόρ. πῖνα-ε-ι μ.σχ. πῖμ, καὶ μβῖρε: .. . ην ἀντίθ. δπί] ()Ξ ξεμουδιάζω. πι]άρκε-α (Σ) πληθ. πι]άσκατε καὶ πιρά]κε-α πληθ. α τετ πάλε-α μαι (διφος). πίκ: (τ) [πελασγικὴ ρίζκ] ϱ. ἐνερ.Ξ πικ-ραίνω τινά. ιθτό]. µε πικου, ι / Ὁ ι .. 3 τε πίχου, ε πίχου,Ξμέ, σε, τὺν ἐπίκρανεν. ἄόρ. πίχα-ε-ου, μτγ. πίκουρξ. ῥ Γ ’ β .. Ἡ ι το πίκεµ: {τ. Βεράτ. Περμετ. Κόρτὸχ, ᾿Αργυρ.) ο. Ξ πικραϊνομικι, λυποῦ- μαυ,---- ν]ερίου πίκουρε(γραικ.) πικραμένος ἄνθρωπος, λυπἈμένος, ἴδ. ζελ]μό]-όζεμ.. ι) πίκουρε-ι, ε-πίκουςξ-α- πικραμένος-η. ιά / ι ῤ α ε [ (τε) πίκουρξ-ιτε οὐὸ.Ξ- Ἡ πίκρα. πικὲ- -α- πληθ. πίκατε-στιγμή. ἴὃ. κ]ούκε-ο.. πίκε-α: πληθ. πίκατε (τ. Βεράτ. Ηβετη Ξε ΙΟΥ στκλαγµατια, στάλα. καὶ τδίκε-α (7) πληθ. τδίκατε.--- πίκατ) ε Οἴουτ -- αἱ στα- γόνες τῆς βροχῆς. : ) ν]ε πικε Ἡ ν]ε πίκεζε ο ο ηανκάκεν λι- γάκι, μιὰ στᾶἄλα. ὃ) πίκε-α-- ἡ ἅπ ποπληξία«. -- πίκεζε-α γαὶ τὸί- χξζε-α : ὑποκοριστ.--- βαθμολογία ἐπὶ ὑγρῶν: 1) κ]αν κλαίει (ἐπὶ ὕδατος) δακρύζει. 3) πικὸν --- τδικόν, γ]ερθὸν Ξ ατάζει, ὃ) ϱροιέθ Ξ ρέει, 4) τόουργὸν Ξ- (ἐπὶ βρύσεως). ὔ) ἀέρδετε -- χύνεται. ϐ) βερδὸν Ξπλημμυρεῖ. πικελίµ-ι πληθ. πικελίµετε- πίκρα, λύπη. ἴὸδ. ζελ]μιμ-ι, πικελό]: (Υ.τ.) Ξ πικραΐνω, λυπῶ' ἴδ. ζελ]μό]. πικελόχεμ-όνεμ ϱ. οὐδ. Ξ πικραίνοµαι, λυποῦμαν' ἴδ, ζελ]μόχεμ.. -- 926 ---- πίκε-ρᾶνε-ι-α (Ἐλβασ.) Ξ- ἀποπληκτικός ατὶ κ]ε ι κ ρὔνε πίχα" (ἐν τῇ φοάσει) αὐ πίχε ρᾶνε ! (ἐπὶ ώς πέκετε: (Αργυο.) ἐπίρ. - ο ἴδ. ίδετε (Υ), ἀΐδουρε (τ). (ι-ε) πίκετε-ι-α ἐπίθ. - πικρὺς-ά. (τε) πίκετε-ιτε-- τὸ πικρόν, ἡ πικρότης' ἀἱάθετε ἄδτε τε πίκετε--τὺ τυρὶ εἶναι πικρόν' ἴδ. ι-ε-τε ίδετε, ι-ε-τέε ᾖάδουρε, πικόν]-ό] (τ), τδικό] (Υ) -- στάζω: ὄτεπῖα πικόν (τ) -- ἡ οἰκία στάζει: ὄτεπῖα τδικόν (Υ). πικλ]ό] (1) ϱ. ἐνεργ. ὄγρΌἱ (Γ)’ µε πικλ]δί καλ]ις-με ὄγρέου καλ]ι.---- πικλ]όχεμ. - ογρῦχεμ. πίκ]εμ; παθ.Ξ- ψήνομαι' ου πόκ] Ῥούκα, µίδι Ξ ἐψήθη τὸ Ψωμί, τὸ κρέας" 3) πῖκ]εμ. -- ὠριμάζω (ἐπὶ ὁὀπωοικῶν) ὡς ουπόκ]ινε φίκ]τε, μόλετε, ἀάρδατε, ῥρούὄτες- ὠρίμασαν τὰ σῦχα, τὰ μῆλα, τὰ ἀχλά- δια, τὰ σταφύλια. --- ι-ε-τε πιέκου]ε (γ) - πιέκουρε (τ) -- ὥριμος' ἀντίθ. ἵ-ε-τε παπιέκουνε-ουρε. πικ]εμ: ϱ.Ξ σμίγομαι, (συναντῶ): βέτε τε πῖκ]εμ. µε ν]ε γἹερι-- ὑπόγω νὰ ἀνταμώσω ἕνα ἄνθρωπον' ουπόκ]α µε ατε - ἀντάμωσα μὲ αὐτόν" µίρε σε ουπόχ]με -- καλῶς ἀνταμωθήκαμεν' κοῦ ἀότε πίκ]εμι νέ- ὅερε -- ποῦ θὰ ἀνταμωθῶμεν αὔριον: 9) ἐνόνομαι, σμίγω" ἀντίθ. ζαχεμ. (Υ) "ἀχεμ (τ) Ὀούρρατε πίκ]ενε µε γράτε -- οἱ ἄνδρες συνου- σιάζονται ὄετα τῶν γυναικῶν' ἴδ. πῖικ]εμ. (Σ) -- πηγαίνω ἐπὶ ταὐτοῦ νὰ σµίζω τινά.--- ζασ (Σ) -- συναντῶ τινας, ἄπρομελετήτως.-- τοχό] -- συναντῶ τινα ἐκ προµελέτης᾽ 2) ἰοσαγο-- ἐγγίζω τινά. πὶλ: ρ. (συνῃρ.) ἰ9. πίελ. ϱ. Ξ- γεννῶ. πίλε-]α: πληθ. πίλετε Ξ- κορίτε γοῦρι περ τε βενε βά] Ὀρέναα. πίλε-α (Βεράτ.) πληθ. πίλετες ἐργαλεῖόν τι μὲ τὸ ὁποῖον κτενίζουσι τὸν λινόν, πιλόν] ϱ. ἐνεργ. (Βεράτ.), πιλόνεμ. παθ. Ξ κτενίζω-ζομαι, πιλ}ανγέλ]δι: (Τνραν.) ἐπίρ. εἰς τὴν φοάσιν, αὐ Φεγό, οὖνε γ]ιμό ε ναἰκ], σ᾿ ι ουᾷ σε πιλ]ανγέλθι, νγ]ερ σα ε ζοῦνα.---ι-γ]ιμόθα ἂνε- μίκου {Ξε ναόκ]α ανεμίκουνε) πίλ]ε µε πίλ]ε ({-- γ]ούρε µρε Υούρμε). πίλ]ε (Ένραν.), βίλ]ε (Καθ.) ἐπίρ. -- ιθοῦνα άρρετε πίλ]ε-πίλ]ε-- τοίπ μΏι τοίπ, μμ ' ο--- Ἔ Βοτ-- πιλ]όζεμ (Τυραν.) ο. οσα. μετὰ μπα ὃν πεο μΏράπα τιέ- τεοιτ, Υ]ιμό] (νάιεκ) τιέτενινε µε ε ζἄνε. --- πιλ]ό]ου περ μΏράπα. πῖμ (Υ) πίρε (τ) µτχ. τοῦ ϱ. πῖ] -- πινω. πίµεσ-ι (Υ) πληθ. πίµεσιτε, πίρεσ-ι (τ) πληθ. πίρεσιτε -- ῥυζανάρικο ἀρνὶ Ἡ κατσίκι’ 2) -- µέθυσος. πινγ]ό (Περμέτ.) ἐπίρ. -- τοίπ. μΏι τσίπ Ξ- ἐπανωτᾶ. πιν]άλ-ι (Υ)-- στηλέτο. πίπ (καὶ πίπι) -πίπ -πίπ, πίπιμ, πίπνι, πίπινε (Κα6.) πιπι] (ἶτα- λο - ᾽Αλδαν.) πυπελ!] (Περμετ.), πιπελ]όν] (Βεράτ. Ἐ πσλη κ όρος πεπλ]ό] (Κροῦ]α) ϱ.ΞΞ φελίζω, ἐκθάλλω σιγανΏν φωνήν, ὥστε μόλις ἀκούεται ὁμιλῶ σιγανὰ [Ἕλλην. πιππίζω]’ µος πιπελ]ό! -- μὸς νᾳσίεο ζξ--μὴ ἐκθάλλεις (τν παραμ.ικρὰν) φωνήν. πιπέκ]-ι (Πεομέτ.) περθελ]άκ-ου (Περμέτ.), κεμβε-κούκ]ε-]α (Περμ.ετ. φελ]]-α. πίπεζε-α (Ἠλθασ.) πληθ. πίπεζατε [Ἰταλ. ϱἱρα] καὶ πιρπίδχξ-α (ε- ράτ.) πληθ. πιρπίὄκατε-- πρε] καὂτεσε γροῦνιτ.----ἴδ, ἀσαμάρε-]κ. πιπέρ-ι Ξ- τὸ πιπέρι. πίπθ-ι -- Ἡ γλωσσὶς τοῦ λύχνου ὅθεν ἐξέρχεται τὸ φιτῖλι. πίπθ-ι, σπίκδ-ι, γοῦδα-κούκ]-ι -- εἶδος πτηνοῦ. πιρά]κε-α (Σ) ἴδ. πι]άρκε-α (Σ). πιρ]άν-ι (Άογυρ.) Ξἴδ, πιανέτσ-ι, πῖμεσ-ι (Υ) -- βυζανιάρικο. πῖρεσ-ι (τ) πληθ. πίρεσιτέ-- ἴδ. πῖμεσ-ι (Υ). πιρασούπ-ι (Σ)) ἴδ. βισέκ-ου -- βίσεκτον. πίρκ-γου: πληθ. πίργ]ετε (Βερᾶτ. Πεομέτ.)ΞΞἴδ, γαρρούµ-ι γαρρου- μουλξ-ν, πίο, πίσ, πίσ, : βερράσανε ώς ---ἀντιθ. τοιτ πίσε-α πληθ. πίσατες- ἡ γάτα (κατὰ τὴν γλῶσσαν τῶν παιδίων): 2) ἡ πίσσα, Ὁ) ἡ κόλασις, πισκ (τ) ἔπιρ. πίσκ. (Τυραν.), πίσκε (Σ. Καθ.) πίτσκε (Ἠχόασ.] πίσκ] (Άργυρ.), νύε (Σ) νύ]ε (ζροῦᾖα) -"χομποδεμένον ὡς λ]{0 πισχ, πίσχε πίσκ], νύε. υό]ε --κομποδέγω᾿ καὶ πίσκ-ου (Τυραν.), πίσκε-α (Καθ. 5.) πληθ. πίσκατε πίτσοχε-α (Ἑλθασ.) πληθ. α-τε, νυε-]ο (5), νυ]ε-α (Κοοῦ]α) κομπόδεμο.. πισκάτ-έτ-έτ (Βεράτ;) ἴδ, στεοπίκ. ρ. η { Ἱ πρ) | η υὴ πι η τα ---πα- - -Ξ . - ----- -- - ᾱ ος ο αν... λωδωλλόο, ΣΣ Ἐγ '- Μι πα. 6 μ.. --- αν, --- 528 --- πισκάτε-α (Περάτ.) ἴδ. στπίχε-α. πισκό] (Υ. τ.) πιτακό]:- ο. ένεργ. Ξ- τσιμπῶ τινά πισκόχεμ.-νεμ., πιτα- κόχεμ.-νεμ.-- ταιμποῦμαι. πισκ]όλε-α (τ. Αργυς. πισν]όλε-α (Υ)--ἴδ. πιστόλ]ε-]α (ἡ λέξις κοιν εἰς ὅλας τὰς γλώσσας). πισκ]ολίσ (τ) ρ.Ξ- ὅτίε µε πισκ]όλε-- πυροβολῶ. πισκόλ]ε-]α (Ἐλέασ,) πληθ. πισκόλ]ετε-- πούδχ᾽ ε γ]άτε περ τε γ]ού- α]τουρε. πιστόλ]ε-]α (Υ. Μαλ]εσία) καὶ τσαλ]ίνε-κ (. Μκλ]εσίκ) πληθ. τσαλ]ί- γχτες ποὐθκ᾽ ε βόγελ]ε. πίδε-α: πλ. πίδκτες- πεύκη, (δένδρον) (Τουρκ. τό«μ) 9) δᾳδίον (τὸ ξύλον τῆς πεύκης) νᾷέα πίδενε-- ἀνάπτω τὺ δᾳδίον’ παροιµ.: µε σύι πίσενε-- µε ἔσθυσε (μὲ κατέστρεψεν)’ δτνι πίδεδε-- τὺ οητινῶδες τῆς πεύχης, πίσκ-ου (Αργυρ.) πληθ. πίδκ]τε--ἴδ. πέδκ-ου ζξ πἰδκ] - Ψαρεύω" ζᾷ πέσχκ] (Υ). πισκατούαρ-όρι (Άργυ».) -- ἰδ. πεδχατούερ-όρι (Υ) - ψαρᾶς. --- πιδχα- τόρε-]α: θηλ. -- ἴδ, πεὔχατόρε-]α.. πίσκ] {Αργυρ.) ἐπιρ.--ἴδ. πίσκ. ἐπιρ. λ]ιθ πισκ] ξ- κομποδένω. πισό] (τ) -- ψιθυρίζω. πιταρ-ι : πληθ. πιδτάρετε (Περμέτ.) -- φεγγίτης (Τουρκ. τδιράκ.). (ι-ε) πίδτε -- ἐκ πεύκης δόγ᾽ ε πίδτε-- σανὶς ἐκ πεύκης. πιστελι]-ἵν-ἵν: ϱ.Ξ ψιθυρίζω" πιδτελῖ]κ νὰε βέδτ. πεστελίµε-α (Πευμετ.) πληθ. κ-τετ ψιθυρισµός. πῖτε (Υ) μΏίρε (τ) ἐπιο. -- µουδικσμένως' ἀἄντιβ, ὅπῖτε (ή) (.-ε-τε) πῖτε, (ϱ) μΌιρε (5) -- μουδικσµένος-η-ον. πιχεμ (Υ) ψΏιχεμ. (1) μΏῖχεμ--ο. µουδιάζω: μ’ ουπῖνε κάμβετε -- µού- δικσαν τὰ πόδια µου. πίχεμ: παθ.Ξ πίνοµαιν: 9) μεθῶ, ἀξζεμ- φρᾶσις : πῖχεμ, ε ἀέχεμ.--μεβῦ. πίτσε-α (Κ26.) πληθ. πίτσατες- μικρὸν κοράσιον, πιτσανγούλ] (Τυραν.) ἐπι.. --με κρύε μ)Ώι δὲτ. ε με κεμὈς πεοπ]έτε - Κατακέφακλα καὶ πιτσινγούλ] (Σ. Κοοῦ]α), κρυε-νγούλθι (Ἐλόκα, Καθ. Βεράτ.) ρα πιτσινγούλθι - ἔπεσε χλτακέφαλα. (ι-ε-τε) πίτσερρξ (Υ) σμικρότατος-η-ον' καὶ {ι-ε-τε ῥότσερε (2). -- 6509 --- πιτσερρό] : (Υ) ο. ἐνεογ.Ξ- σμικρύνω, χχμωμύω κοινῶς μιποχλείῳ' πι- τσερρό] σῦτε νγα ἀἰελι Ξ καμμύω τοὺς ὀφθαλμοὺς ἕνεκα τοῦ ἡλίου. πιτσιµά]ε καὶ πιτοιμά]κ«ὸ (Τυραν.) -- ἐπίρ.--- πιτσιν/οὐλ] (Σ)Ξ-ἵδ. πι- τσανγούλ] -- κατακέφαλα. πιτσ-κάτε-α: (Βεράτ.) καὶ πιτσ-κάτεζε-α (Βερατ.)Ξνίε µίζε ε ῥόγελ]ε κε τε φδίκ µίδινε ατιξ τεκ τε πιτσκόν. πισκατόρε-]α [πισκό]], πιτσκατόρε-]α πιτσκό]] (Υ. Μαλ]εσία, Κροῦῇ2) τή, ο - καὶ πὶτσχεορε-α (5) πληθ. τι Ἡ τσιµπιδα κοινῶς, πίτοκε-α πληθ. πίτσχοτε--ἴὸ, πίδχε-α. πιτοκό]-όν]-όχεμ-όνεμ--ἴὸ, πιδκό]-όχζεμ-όνεμ, Ξ- τσιμπῶ. πίτὃ-ι ὑποκορ. τοῦ πίθ-δι, ὡς κάο-ι καὶ τδούχβ-α (Σλαυϊστὶ πιτόκχ). πιτόάκ-ου {9 (ἐγχειοίδιον, µαχαιράκι) Ὀνὰδάν πιτὸ µαγε-α (Κροῦ]ο) πιτό-μάκε-κΞ- πελ]χούρα κι Όαν μερμάνγκ. πλάγε-α (Αργυρ.) Ξ-- πλάξ: (1ὃ,. ἀεροάσε-α). πλ]άγε-α πληθ. ας (γετε, π]άγετε [Λα-. ρίᾶσα Ελλην. πληγή] (τοοπῇ τοῦ λ εἰς ]) ἴὸ ς αρα. Ελ πλ]αγό]-όχεμ (ὸ) τ- ἴδ. βαρο]-όχεμ. () πλαγόσ-εμ (τ) [λατ. ρ]ασο-αγθ]. πλ]ανίε-α (Υ) πληθ. πλ]ανάε-τες βξδτε-ι -- ἄμπελος, πλ]ανάεσ-ι (Υ) : πλ]εναεσ-ι (τ. Ἄργυρ,), πλ]αντσ-ι (5) π πληθ. πλ]ανας- σατε, (Υ) ο... ὃν τ)-- ἡ κοιλιὰ ποινῶς, ἵδ. ορετσόκ-ου (Σ). πλ]άνκ-γου (Υγ. Ὀπαϊ)-- ἰδιοκτησίκ, περιουσία, κτημα" κά αν κ πλ]άνκ ε ὄτεπὶ : ἔχεις κτήμκτα καὶ οἰκίαν : ἴδ, πάσε]ε-]α -- περιουσια.. πλ]άκ-ου: πλ]εχ]τες γέρων, πρεσθύτεοος' πλ]άκου ΗΝ Ξπλ]ά- μπι [ Χου ιτ θιετ τερς παλαιός ον ποεσθύτ τερος πλ]όκου Ἱ μοτσιμ.Ξ Ξπλ]α- κου ’ βιέτερς παλκιὸς γέρων, πλ]όκου νι λ]άδτες- γέρων ποοθεθηκὼς την ἡλικίαν 2)ς- ἀρχαῖος, παλαιόςτι βιετερε 9) δημογερων᾽ πλ]ά- κου τν χατούνᾶιντ (Υ), κ]εφαλ]ῖα ι φδάτιτ (τ). πλ]άκε-αΞ πληθ. πλ]άκατεξγραῖα. πλ]ακ ε μότδεμε --πλ]αχ. ε βιέ- τέρε, πλ]ακ ε λ]άὄτε' 9) ἀρχκίο, παλαιά, ε βιετερε κ]ίδχ πλ]ά- κες ἡ ἀνχαία ἐκγλησία.--φέ]ᾳ πλάκες ἡ ἀρχαία θρησκείκ.---πλά- Χατε᾽ ὀνομαάζοντχι αἱ τρεῖς ἡμέραι τοῦ ᾽Απροιλίου καθ ὅς (ἴνετκι βαρὺς χειμών' ι θὰ Μαοσι Πρίλιτ, Πρῖλι, Πρῖλι, ιμ.-Ρελᾶ νεμ. ἂν το | α ᾗ .. ἀίτ χοῦα, τε θά] πλ]άκενε µε γ]ίθε τὸ κδ' (σεπσὲ πλ]άκα, κίδτε θενε, Ὠόλα νᾶε µαά]ετ τε μάλ]ντ, ι πὀρ ὃκ νάε Ὀούζετ Μάρσιτ). ο ο μυμαυ-νυνᾳ --.. πε - Σ.., --π.φκκ..ν - σι ο ο ο. το μενα ει... ο. φλανηναθε-α - α----ᾱ-αροβιή--Έ θες ὁ---ᾱ- [ ἱ / --- 500 ---- πλ]άκ-μύλ]άκ (τ) ϱ. ἐνερ. Ξ γηράσκω τινά. καὶ πλ]άκεμ.-μΏλ]άκεμ. (1) οὐδ. Ξ-γηράσκω ἐγώ.----Σημείωσις. --- Τὸ μὲν ἐθνικὸν ὄνομα τῶν ᾽Αλ- ῥᾳνῶν ἦτο Πλ]α», [Πελκογ-ός, Πελαγ-ός, Πλαγ-ός], τὸ δὲ θ2η- σκευτικὀν Σκ]ιπεταρ. δχ]ίπε-]α-- ἀετός], ὡς ὁπαδοὶ τοῦ ἀετοῦ τοῦ συμ.θόλου τοῦ Διός μετέπειτα τὸ θρησκευτικὸν ὄνομα ἔλαθε τὴν σηµικσίαν τῆς ἐθνικότητος, ὡς τοῦτο συμθαίνει πάντοτε π. χ. Χοιστιανὸς καὶ Ῥωμοῖος. Μωαμεθανὸὺς καὶ Τοῦρκος, εἶναι ταυτοσή- µαντοι. ---Ῥὸ ὄνομα ᾿Αλθανὸς εἶναι ἄγνωστον καὶ ἄχοηστον παρὰ τοῖς Ῥκιπετάοαις, ἐδόθ'ῃ δὲ εἰς αὐτοὺς μεταγενεστέρως ὑπὸ τῶν Ῥω- μισιων εἴτε ὡς κατοικοῦντας εἰς τοὺς κλάδους τῶν "Άλπεων, (δη- λαδη ὀρεινοὺς) εἶτε ὡς φέροντας λευκην (81Ώ4Πι) στολήν' ποῶτον οἳ Βυζαντῖνοι χβονογραφοι μετοχειοίζονται τὴν λέξιν ᾽Αλδανός.--- ἡ Πελαγονία (Τονοκιστὶ Μοναστηρ) πόλις τΏς Μακεδονίας. πολὺ πι- (νὸν ἐσήμιαινε κατ ἄοχὰς τὴν χώραν τῶν Πελασγῶν ( Πελα- γῶν), (Κ. Χριστοφορίδης). πλ]άνκ-πρίδεὸ ι (Ἠλδθακσ.) πληθ. πλ]άνκ-πρίδεσ-ιτε-- ἄσωτος, ὁ φθει- ρων την περιουσίαν εἰς ἀσωτίας. πλ]ανόσ-ζι (Ῥεράτ.) [ίδ. πλάνος] -- τεταριχευµένος συκοφάγος, ὃν θέ- τουσιν ἐπί τινος δένδρου διὰ νὰ ἔλθωσιν ἄλλοι συκοφάγοι νὰ τοὺς πιάσωσιν. (ι-ε) πλ]άντε-ι-α (Καθ.) ἴὸ. (ι-ε) πεοφοὐδετέ-ι-α. (Τυραν.) πλ]άσουνε, πλ]άσουοε (τ).--- πλ]άσι κ]έλ]κ]ε]α-- ἐρράγισε τὸ γυαλι. να η ας Ὁ δα... . ἓ : . .- --πλ]ατό] Ξ σκασε! [ἐπὶ ἀρᾶς) ι πλ]άσι Ῥάρκου σε νγρένι δούμε η πό μ 4 ! ) : ψ | κ ὰ [ Ξ ἔσκασεν Ἡ κοιλιά του ἀπὸ την πολυφαγίαν.-- πλ]άσι νγα ιδενίµι Ξ ἔσκασεν ἀπὸ τὴν λύπην.-- τε πλ]άστε Ἴδτι! τε πλ]άτδινε σῦτε] (φράσεις ἐπὶ ἀρᾶς) ---ε Χάμ. ζεμεονε τε πλ]άσουνε-- εἶμιχι χολοσχα- σμένος.---- εμερε πλ]άσουνε-ι-χ Ξ- χολοσκασμένος-η. --- Ὠούζε-πλ]ά- σουνξ-ι-χ (φοάσις). πλ]άσε-α πληθ. πλ]άσατε-- οάγισµκ, σχασίδιον κοινῶς, γ]ασε (Υ) - Ῥοιίοι ἀἱ ἨΠαΙορο. πλ]άτόκε α (τ) πληθ. πλ]άεὄκατε -- τέδε-α πληθ. τέδατε Ξ ρράκ]ε-]α πλ]ασα Ε (ἼἨλλόασ. Τυραν. Κροῦ]α) -- τὰ ἔπιπλα, τὰ κινητὰ πράγματα τῆς 'λέ Δ η νι απ ᾗ .. | κά µ πα κα 3 .. οἴκιας (οὐόεποτε Επι ᾿φων), πλ]άτσχκατ ε ὄτεπίσε- τεζατ ε ὅτε- -- 951 --- πίσε, οράκ]ετ᾽ ε ὄτεπίσε-- τὰ ἔπιπλα τῆς οἰκίας. ---- 2) πλ]άτόνε-κ-- σκουπίδι κοιν. με χννι ν]ε πλ]άτόκε νὰε σῦτς μοῦ μθῆκεν ἕνα σχου- πίδι Ἰς τὸ µάτι ψου.-- µε χῦνι νᾷξ κράνᾷε νὰε σῦτ (}).---- 5) πλ]ά- τόκε-α -- τὸ λάφυρον.---- Ὀδ] πλ]άτόκε-- πλ]ατδχίσ-- λαφυραγωγῶ. πλ]ατοκίσ-ίτ-ίτ (5. Ῥοσά4 απ) ϱ. ἐνεργ. 5 λαφυραγωγῶ. πλ]ατοκίτεμ Ξ- λαφυραγωγοῦμαι' µτχ. πλ]ατόκίτουνε. πλ]άφ-ι Ξ- κοὐβέρτα μαλλίνη γονδρὴ διὰ σκέπασµα. πλ]εκ]ενι-α (1) πλ]εκ]ερῖ-α (τ)Ξτο γῆρας. τὸ γηρατεῖα, πλ]εκ]ερόν] (τ) ο. ἐνεργ. Ξ- Υηροκομῶ τινα’ νι μρᾶ πλ]εκ]ενίνε (Υ) µε πλ]εχ]ερὸν ἀιᾶλ]ι (τ) --μὲ γηροκομεῖ ὁ υἱός µουξμε μϱᾶ πλ]εκ]ε- νίνε ἀιδλ]ι (Υ). πλ]εκ]εσῖ-α (πληθ. ἄχρηστος) ὄνομα πεοιληπτικόν -- ἡ γερουσία, το πρεσθυτέριον, οἳ δημογέρο τες, οἱ κοιταὶ τοῦ λκοῦ ἐν ᾿Αλδανία, πλ]εκ]εσίμ-ι πληθ. πλ]εκ]εσίμετε -- τὸ ἀποφασισμενόν, τό ἐγκεκρι- μένον ἐχ µέρους τῶν δηµογερόντων (πρεῖ πλ]έκ]ετ). πλ]εκ]εσό] !Υ. Μαλ]εσία) -- συγκροτῶ συμβούλιον ἐχ. τῶν πρεσθυτέρων τοῦ λκοῦ.--- κουρ θερρέσενε ἄν τρξ πλ]εκ] α μᾶ δούμε µε βοῦμ. ϱξ ν]ϊ ποῦνε ατεζέρε Βόνε σε ε χέμι πλ]εχ]εσούεμ. πλ]ένκ-γου (Πεομέτ.) -- αἰσχύνη, αἶσχος, ὄνειδος. πλ]έπ-ι: πληθ. πλ]έπατε [Λατ. Ρορα]ά5 πίρτα] 5 λεύκη, αἴγειρος' (Τουρκ. καθάκ) πλ]έπ πας πλ]έπι, πλ]έπ πλ]άκ, πάλ]τσε πάν. πλ]έδτ-ι πληθ. πλ]έδτατε Ξ φύλλα, ψύλλος κοιν. πλ]εῦτό} (Αργυρ.) ϱ.-- κ]ερόῇ πλ]έδτατε. πλ]έχε-α (Βεράτ.- Περμέτ.), πλ]ξχε-]κ (Υ), πλ]έζεν-ι (Έυραν.) τε Κοποῖσι πληθ. πλ]ἔχέτε (Υ). πλ]εχενό] (Υ) πλ]εχερόν] (Βεράτ.-Περμ.), πλ]εζό] (Αργυρ.) Ξ κωπρίζω, πλ]εχενόχεμ. (Υ) πλ]εχερόνεμ., πλ]εζόνεμ (Άργυρ) παθ. πλ]εχούρε-α (τ) πληθ. πλ]εχούρατε [ζὸ, πλέκω]- ὕφασμα, πανὶ καὶ πελλούρε-α (Υ) πληθ. ατε.--- Ὀὰ] πελ]χούρε (Υ) «- ὑφαίνω. ---νΥρξ πελ]χούρε (1) -- αἴρω τὰ πανιά, σΏρεσ πελ]χούρε-- καταθιθάζω τὰ ἱστία' πελ]χούρε μὲ ν]ε πάλ]ε λ]ίσα Ξ- µίτος κοιν. ἁπλοῦν ὕφασμιος" πελ]χούρε µε 4ὐ πάλ]ε λ]ίσα Ξ- δίµιτο. πλ]ίσ-ι πληθ. πλ]ίσατε [συγκο. πλίνθος] -- σθόλος πράσινος. πλ]ίτε-α (Ώ{ρρα) πληθ. πλ]ίτατες- πλίνθος (Έουρ. κ]ερπίτο). -- 5899 --- πλ]όμ-γου (Περμέτ. - Κόρτὸκ) πληθ.πλ]όγ]ετε --ἴδ. κ] ἰπῖ-α -- θηµωνία. (.-ε) πλ]όγε-ι-α (ροσάαπ) -- ἀμελής. (ν-ε) πλ]όγετε-ι-α-- ὀκν ηρὺς-ά βραδυχίνητος, καὶ πλ]όκ-γου, πλ]όγε-α. πλ]ὂτ: ἐπίρ. [Λατ. Ῥ]οο Ἔχρηστον ϱ. ἐξ οὗ τὰ οοπιρ]θο, Ιπιρ]θο, ῥ]δίινα, ΡΙΘΠΙΙ8 κ.τ.λ. --- ὡς καὶ τὸ Ἕλλην,. πλέω ἄχρηστον ἐξ οὗ τὰ: πλήρης, πιμµπλάω, πίµπλημι, πλήθω, πληρὸ Ξ γεμίζω" πλέως-α-ον Ξ πλήρης] Ξ γεμᾶτος' 29) πλὶδτ (Υ. τ. Ὀιᾶ1) - σωστὰ (Τουρχ. ταµάµ).---ν]ε βίτ πλ]δτ -- ἓν ἔτος σωστά" ἀντίθ. μᾶνγουτε (Υ) μἒτε (Ἐλθασ.) μΏούδ πλ]δτ - γεμίζω, γεμ.ᾶτο καὶ μΏλ]ούδ πλ]δτ. πλ]όσκε-α: πληθ. πλ]όσκατε -- [ἐκ τοῦ Λατ. ρί]αβοΒ] κοινῶς ἡ πλό- σκα -- ἀγγεῖον οἰνηρὸν ἐκ σάς ἴδ, τδούτεξ-α. --- καὶ πλ]ότσχε-ος, πλ]όφκβ-ο (Βεράτ.) -- στεοφύτο µε ου]ε.---- πρόφκε-α (Πευμετ.). πλούσκε-α (Άργυρ.) πληθ. α ο εωῦ. φΦλούσκξ-α (Βεράτ.- Περμέτ.) -- φουσκαλὶς-ἴδος. ---- ι-ε όσα - ἐπίθ, 9) πλ]ότε-ι: (ε) πλ]δτε-α πληθ. (τε) πλ]δτετε ες (τε) πλ]ότατε θηλ. ε πλήρης, πωστὺὸς-η. ---- (τε) πλ]δτετε οὐ 0δ, -- τὸ πλήρωμα" ἄντιρ, (1-ε-τε) μᾶνγετε (Υ) (ι-ε-τε) μῖτε (Ἐλθασ.). ---πελ ]χούρ᾽ ε πλγ]δτε-- πελ]χούρ᾽ ε ἀενάουρε. --- χάν ε πλ]δτε (Υ) χεν επλ]δτε (:) -- παν- Ἱ] ῄ | ο] Ἰ ἡΠ | πι ή 4 , Ε ἃν 5... κα α ο. κ σεληνος. ---- ουμΏούδ Ίνα (Υ) -- ουμΏούδ Ίενα -- έγινε πανσέληνος, πλ]ούαρ-όρι (τ) πληθ. πλ]όρετε -- ἡ ὕννις-εως, κοιν. τὸ ὑννὶ τοῦ ἄρό- νι ἴ ' . . | τρου.---πλ]οδερ-όρι (Υ) πληθ, πλ]όρετε, πλ]ουρ-όρι (συνῃρ.) πληθ. πλ]όρετε. πλ]ούμ-δΌι: πληθ. πλ]ούμβατε [Άκτ. ΡΙάπΡαη] καὶ π]ούμπ-Ώι πλ. π]ούμβκτες-μόλνυβδος, κοιν. μυός («-ε-τε) πλ]ούμπτε-ι-α:. ἐπίθ. -- πρὲ] πλ]ούμβι -- µολύθδινος, πλ]ούχουνε-ι (Οα81) (πληθ. λείπει) [συγκο. πλίν-θος], πλ]ούχουν-ι (}) πλ]ούλουν-ι (τ)Ξσκόνις, κοιν. µπουχός.--- δκούντ πλ]ούχουνινε-τι- 4 ιός αρ «ωάΕ ὁ 4 “κα μα μα - . αφ 9 µ-- - -β --- νὰ. Ὁ πο μα] .. δα Ἶ ῃ ναςώ την σχκονιν πι” πλ]ουχουνό{ (Υ) πλ]ουχζουρόν] (τ) ϱ, Ξ σκονίζω τι, πλ]ουχουνόχεμ (Υ) πλ]ουλουρόχεμ (τ) -- σκονίζοµαι, - .. ο-.-κααμμδμῳ ἊἀἊ-ο -ὑυ-λι πλ]ύσκε-α πληθ. πλ]ύσκατε (ΤΓετόθα) -- φράγουλα κοιν. καὶ ἀρέδεζε-α πληθ, ἀρέδεζατε. µόριον τιθεµενον πρὸ τῶν ρημ.. (ἐνεστῶτος, παρατατικοῦ) ὡς: βέτε Ξ“ὑπάγω 3 θὰ ὑπαγω.-- πο βέτε -- ἤδη ὑπάγω. Ξ- Ἰαμ. τούκε βά- - --ᾱ---- ο και κακο οακωσκωως. .. µας. ως. -- 958 --- - / ”Ἡ ν µ : α - 38 / 5 ώ ουςσξ. ο αμα ει) ῤο: φαγω. πο χατ] δι τρωγώ --]μ. του»Ε γρένε. ---χάν]κ-- ἔτρωγον.-- πο ζαν]ς-- ἤδη ἔτε ι ϱωγωνΞ ἰδν]α τούχε νγρένε. ῥ Ἡ α « . , µ ] β 3 η, ; [ πό: ἐπίρ. βεθαιωτικὺὀνξναί, μάλιστα. καὶ ποσι, ἀντιθ. νούχε. πὀ: (Υ. τ) πὀρ (Σ) συνὸ. ἀντίθ. Ξ- ἀλλά, ὅμως.---ι θεµ. πο σ᾿ ἀεγ]όν. Ξετοῦ λέγω ἀλλὰ δὲν ἀκούει. 9) πὸ -- µόνον.---πο πε; τὸ Ξ βετει, περ τὸ] -- µόνον δι ἐσέ.----πο περ κετὲ πούνεζ βέτει περ χετε πούνε α ᾗ δα Ξ µόνον διὰ τοῦτο. ϐ) πο Ἰ ποσὰ Ξ ἅμα.--- ποσά τε χά5δ Ὀουκε, εἷα κετοὺ ἅμα φάγης ψωμὶ ἔλα ἐδῶ.--- πο τε φλ]άσ (Ξ ποσά τε ομέ2) εδὲ ζεμεοόνετε Ξ ὅμα ὀμιλήσω θυµόνει, -- ποσα τδελ]α« σ τῦτε πασε ἀρίτενε-- ἅμα λος τοὺς ὀφθαλμοὺς εἶδον τὸ φῶς.-- ποσα τε θάδτε κὐὠ, εδὲ πούνα Ῥένε] Ξε αμ ἔλεγε καὶ ἐγίνετο.---- ποσα έρδι ο να ούνε-- πόχ]ε έρδι αὖ ἴκα οὖνε-- ἅμα Ἴλθεν αὐτὸς ἐγὼ ὄνεχώρησχ. πό: σημ. χρονικὴν διάρκειαν. πο κεδτού, πο ατού -- πάντοτε ἆχτα τοῦτον τὸν τρόπον, πάντοτε κατ αὐτὸν τὸν τρόπον. --- πο κεὔτοὺ Ὀέρι εδὲ αὖὐ -- ὡσαύτως ἔπραξε καὶ αὐτός --- πο κεστού, πο ᾳδτω Ξ- ὡσαύτως, οὕτω πως. πογανίκ-ου (τ) πληθ. πογανίκετες-ἴδ. φελ]ία -- συµπόσιον τοχετοῦ ποµτοῦα-οἳ {τ. Περμέτ ) ποκτούε-όϊ καὶ ποκτοῦ-όϊ (Υ) ποκτουε -όνι (5) Ξ τὺ πέταλον τοῦ ἀλόγου. πόλ]-ι (5) πληθ. πόλ]ατε ἰὃ. ίνα -ι' πόλ]ατ ε φουστάνιτ -- η (ακτ ε φουστᾶάνιτξ αἱ λόξαις (πτυχαὶ) τοῦ φουστανιοῦ. πολ]εζάν-ι (Περμετ.) -- χαῦνος, ἀδυνάτου κράσεως, ἐκλελυμένος ἐπὶ ζῴων καὶ ἀνθοώπων). πολ]έμ-ι (θοράαπ) πληθ. πολ]έμετεςλ Μον πολ]ίδτ-ι, πουλ]ίδτ-ι πληθ. πολ]ίστατε--ἴὸ. βίσκ-ου. πολ]ίσε-α πληθ. πολ]ίτσατε (Γαλ. ο. πονίτσε-α (Βεράτ.- Περμετ.) βεδνίκ-ου (ἼἼλθασ,) Ξ ἴδ. βερδνίκ-ου. --- βὲ- ὄνιν, ποέ] Ῥάλ]τε. πόπελ]-ι πληθ. πόπελ]ατε [ Ἠλλην. πέπαλον] καὶ πὀπελ]ε-α ζέμοελ- Ἱε-α (ἨΠερμετ.)Ξ γοῦρι μἄάθ. --- µε {όδι ν]ε πόπελ]ε Ἀ µε 1όδι ν]ε πόπελ]ε γοῦρι. ποπό- -- ἴδ. πουπού, ἐπιφών, . “,ς . 4 - . ῥ . πόπουλ- Ι (9) πλ. πύπ του]τε λαός. μὴ. γ]ενάε]ε-]α καὶ λπούσ-ζε, .ωώ ποπουρίδ (Σ) --ἴδ. ὀγερρύσ (υραν.) ϱ. πόρ-πο Ξ- ἀλλά. .. - εν) .. ι .. 5 πορδαδάκουλ-ι (Ἓλθας,) [πορδε-α- δάκουλ-ι] πληθ. πορδα- δάκου]τε καὶ δάκουλ-ι, ὄχκουλίνε-α (Κροῦ]α) -- ἐρ᾽ ε φόρτε-- ἀνεμοστοόθιλος. πληθ. δακουλίνατε. πόρδε-α πληθ. πόρδετε [πιέρθ. ϱ.] --πορδή, κοιν. πορδιά. πορκάβε-α, περκάξέε-α πληθ. α-τες-ϊδ, βελ]ένάσε-α. .--- -. ιν 1 ῥ απ Ξ ν ποροσῖ-α: πληθ. ποροσῖτε -- παραγγελία, ἐντολή.--- λὶᾶ ποροσῖ -- ἐν- τέλλομαι, --- ποροσίσ-ίτ-ίτ (ϱ) καὶ ποροσίτ-ίτ-ίτ (τ)- παραγγέλ- 3 ζ / ω . ω ς ψ ; λω, ἐντελλομαι. --- ποροσίτεµ (αἱ) παθ. -- παραγγέλλοµκαι ὑπό τινος. πορότε-α (Υ) πληθ. πορότετες- 24 ἔνορκοι μάρτυρες" κ]ίτμε-πορότε(-- 24 Ώεετάρε) σε νουκ᾽ ε κξ βρᾶμ. τί ατὲ ν]ερί (θόνε κουρ λ]άχετε, ὅταν ἀθωόνεται κακοῦργος τις ὕποπτος). πορσϊ-α (Άργυο:) ΞΞ ἴἵδ. ποροσῖ-α Ξ ἐντολή. πορσίτεµ (Αργυρ.) ΞΞἴδ, ποροσίτ-εµ. -- ἐντέλλομαι. πορτάρ-ι πληθ. πορτάᾶρετες- θυρωρός: πορτάρε-]α πληθ. ε-τε θηλ πόρτε-α πληθ. πορτατες πύλη, πυλών. [Λατ. ροτία]. πορτοκάλ-ι () πορτοκάλε-]α (τ)-- τὸ πορτοκάἄλιον. πόρρε-Ία (Βεράτ.) πληθ. πόρρετε--ἵδ. γουραλ]έτο-ι. πόρρεζι : ἐπιρ.Ξ-ἴδ. γουραλ]έτσ«δ. πόρρε Ὁ Ἑ Ὁ ἢ πόρρεζεττἢ ΄ γ ο.) 3 / / πορρίσ-ίτ-ίτ (Υ) ο.Ξ- σθύνω ἄόο. πορρίτα" µετοχ. πορρίτουνα. πορρίτεµ (Υ) παθ. σθύνοµαι ὑπό τινος. ποσᾶ, πόσα (συντασ. μετὰ ϱημ.) Ξ ἴδ. πό, ποσᾶ. , , ε. / ο. / / . { ποσί-πόσιξ- ὡς, καθώς, σικούρ, σικούνᾶορε' ποσὶ μβάρι-- ποσὶ πάρι-- κοαθὼς πρότερον, ποσικοὺρ (Υ. Ῥοράαπ) ποσικοῦρ (Ῥαά1), ποσικούρσε, ποσικούνᾶρε, (1) ποσί κούνᾶρεσε (Υ. Ὀιά1), πικουνᾶρεσε - ὡσάν, ὡς νά. ποστάτ-ι καὶ ζαβράτ-ι-- τετράγωνον γῆς ΚαλλιεογΊσιμον, ἀποοσδιορί- Ἡ ε -- ι Ἡ / Ὁ ἳ ὃν στως, τὸ ὁποῖον πρόκειται να Ἀπλλιεργησηῃ ὁ γεωργὸς ἐκ διαλειµ.- μάτων. ποστρξ-]α (Μυζεκ]έ]ο) [πόδτε-στρεχ] (τουοκ. ζαιάτ) ὄτεπῖ-α - οἰχκία, ---- κούλ]μτι-- ὀροφή. --- ὄτοέχε]ε-- στέγη ποστοξ-]α-- χα]άτι, -- 580 --- πόσταζι: (τ) ἐπίρ. - κάτωθεν. πόδτε ἐπιο. τόπου (συντασ. σετά γεν.) Ξ κάτω ἀντιθ. σίπεο, ναλ]τ, λ]αρτ . πὀδτε εὔτ α λγαρῦ : Ξ χάτω εἴνε Ἄ ἐπάνω: χιδ-ε πόδτες- οίψον κὐτὸ κάτω" σ᾿ε ἐπ µε πόδτε- δὲν τὸ δίδει παρακάτω" µΏε ᾱυ βιέτ επύδτε-- ἀπὸ δύο ἑτῶν καὶ κάτω" λ]χοτ ε πόδτεξἐπάνω, κάτω, σχεθὺν περίπου. (ι-ε) πόδτα-ι-α, πόδτευ. (Υ), πόδτε:μ. (1), πόδτρε-ι-α ο. κάτω, ἡ κάτω, παρκκατινὸς-η [Λατ. ροβίδμαπα] τε πόδτατ ε ἂξουτ-- τὰ χατώτατκ τῆς Υῆς.-----ν]ειεσ τα ποὂτεοµ.Ξ- πρόστυχοι σης Γρ ε έπεσε, ΏίΏρ) ε πόδτρε, ἡ "Άνω Δίθρα, ἡ Κάτω Δίβρα" ἀντιρ. (ι-ε) ἐπερε-ι-α.. πότ.ι (Περμετ.) ι θόνε κόδιτ µουλίριτ κ]ε Ἰέδενε ἀρίθεεε Ώρέναά». περ- μὈῖ γοῦρτ τε μουλῖριτ [συγκρ. ἑλλην. ποτήριον] [ Αν . Ρο, Αλ- βαν. ποτὂ-ι.. ποτέρε-]α (Τνραν.), ποτέρε-α (Σ) [έλλην. θόρυδος] (Ῥουρκ. (ὄκματα) Ὀ4] ποτέρε(γ)--κάμνω φωναῖς ποινῶς, ποτσακ]ῖ-α (Υ. τ.) πληθ. ποτσακ]ίτεΞ κκκοπάθεια, κακοπέερασ ποτσακ]ίσεµ. :Ξ-χακοπάσχω, κακοπερνῶ' µετοχ. (.-ε) ποτσσκ]ίσουνε (1) ποτσακ]ίσουρε (τ) πότὃ-ι (Υ) πύότσε-]α (τ) πληθ. πὀτδατε, πότδετες- δοχεῖον, ἀγγεῖον κοινῶς µπότσκ. - πότσ οὔύθουλε- δοχεῖον ὄξους' πότδε ἠἔνε -- δωχεῖον οἴνου.-----ποτδε]α-- ἴδ. βορΏε-]α. κοινῶς τσουκαλι. πουγα] (Υ) πουγαν] (Υ) ϱ. ἐνεργ. καὶ πουγζ] (τ)-- μα αρίζω, μολυνω΄ Φόρο. πουγᾶνα-ε-ι (1) πουγέρα-ε-ι (τ) πουγέ]το-ε-ι (τ) µετοχ. που- γὰμ. (Υ) καὶ πουγερε (τ)' πουγαχεµ. (7) παθ. πουγξζεµ. (τ). πουγᾶνεσ-ι (Υ) πληθ. πουγᾶνεσιτε-- ῥρωμερός 3) µοιχός. πουγᾶνεσε-]α πληθ. πουγᾶνεσετες- βρωµερά, 9) μοιχαλίς' καὶ πουγέ- µεσ-ι (5) ἆοσ. που" ἔρεσε-]α θηλ. πουγανεσῖ-α (Υ) πουγερεστ-α (τ) πληθ. ἱ-τες ἡ βρώµα, 2) µοιχεια. πουὺδ ποῦθεμ’ παθ.Ξ φιλῶ, φιλοῦμαν' ἀσπαάζομαι' ἀἄντιθ. καπσό] ἆἄόο. πούθα, µετοχ. πούθε καὶ πούθουτε (ώ, πούθουρε (τ) -- ποθητὀς, πουδίσ: (εράτ) ϱ.-- προσαρµόζω, πιεχ Ὠσδχε, πιεκ 0 κάφὃκ ὈὨσόκε νε µάε ν]ε. πουθίσεµ παθ.-- προσαρµόζομαι, πίκεμ. Ῥαῦκε ν]ε μρε ν]ε. ! ] | --- 586 ---- πουῦτό} (Υ) πουδτόν]-ό] (Βεράτ. Πευμετ. Κάδ. Ξ σῳσφιγγω: Φρένκ]τ᾽ ι υ. β 6 πανε ρρύΏατε τε πουθτούκρα. πουὑτόνεμ-όχεμ, πουστόνεµ-όχεμ -- σὐσφίγγομιαι" ου πουθτούα νε ν]εοί µε τιέτερινε-- ἐνηγκαλίσθησαν. - --ᾱ, . --.- ο νς νο ο» πουλανἄρε-α (Τυραν }) καὶ πελδνᾶγε-α -- οὐ]ετ'ε φίν]εσε, φίν]ε κουλοῦμε. τἹ 5 ον 5. --ττ ----« ὅ.---..- - πούλε-α: πληθ. πούλατες κοινῶς ἡ πούλα.-- πούλα, πούλα --παρδκλόν. Πουλούμβασ-ι -- χωρίον τι τε Κερράῦας κείμενον εἰς τοὺς πρόποδας τοῦ ὅσους Ἐκουτέοι, εἰς τὴν δεξιὰν ὄχθην τοῦ ποταμοῦ Ἐρζένε, περι- ῥόητον διὰ τὸ ἐν αὐτῷ θχυμαστὸν ἄντρον ὀνομιαζόμενον Ῥπέλα ε Πουλούμβασιτ. πουλούμύ-ι () πληθ. πουλούμβατε καὶ πελούμΏ-ι (οσάαΠ), πληθ. πελούµβατε [λατ. ρα]απβα, ραΙαπιρις] -- περιστερὸς καὶ πεοι- στερά, κοιν. περιστέριογ, πούλ] / πούλ] / πούλ] ! --- νᾶιέλενε πούλ]ατε. πουλ]άσ-δι (Σ) Ξ- τὸ) ζξ ὄτεπια περΏρένᾶκ (Τουρκ, τὄκτ!), πουλ]άδτρξ-νι (Υ) πληθ. πουλ]άδτρέν]τε -- κοιν. ὀρνιθαποῦλι, κοτο- ποῦλι, --- ἵδ. καλ]άδτοξ-νι. πούλ]ε-α πληθ. πούλ]ατε [Λατ. ΡΕ]15]-- ὄρνις, κόττα" πούλ]ὲ ἀέτι Ξ ρἰχε. πούλ]ε-α καὶ πουλ]αμένε-]α -- νόμισμα ὀθωμ. ἀξίας 600 παράδ. --- ν]ε πούλ]ε -- ἑξήκοντα πχράδ. ---ν]ε Ἀᾖιντ πούλ]κ--θ,000 Υζόσικ. πουλ]ῖζε-α (1), πουλ]ίσ-ζι (Ἠλόασ.], µόρραζε πούλ]ε (Ώεράτ.) -- µύορα πούλ]αδ. πουλ]ίδτ-ι: πληθ. πουλ]ἰδτατε-- ἴδ. βίσκ-ου. πουλ]ίεµ (Περμέτ.) -- ἐνεδρεύω. ἴδ. τουλ]ίτεμ. (Βεράτ.). πουλ]κ]έρ-ι: πληθ. πουλ]κ]έρετε-- ἴδ. μόλεζε-α. πούλ]πε-α.: πληθ. πούλπατε [λατ. ρα]ρᾳα, Ἓλλην. πολφύς, πόλτος] Ξε(κοινῶς) ἡ γάμπα. πουµθάκ-ου (τ) Ἀ παμβΏούκ-ου --τὸ βαμθάκιον. (ι-ε) πουµβάκτε (τ) ν-ε-παμβούκτε -- βαμθακερὺς-ή. πούνε-α πληθ. πούνετε (καὶ πούνερατε (:)}) - ἔργον, κοιν, δουλειά, ϐ) ὑπόθεσις, ἀσχολία, ὃ) αἰτία.--- κάμ. πούνε τ ἔχω δωλειά, ---- τὸ πούνε Ῥέρεξ- τί δουλειὰ ἔχκνες: --- πούνε ε τί] ἐδτ ε µάδε -- ἡ ὑπό- / ; μ δν .. ε μ μμ / θεσίς του εἶνε µεγαλη.--- ποὺν ε φδάτιτ- ἡ ὑπόθεσις τοῦ χωρίου. --- | [| ' | ο π-- --- 991 --- τὸ) πούνε ε Ὀέρε κετέι;-- διὰ ποίαν αἰτίαν τὸ ἔχαμες τοῦτο; --- χετε πούνε Ξ- ἕνεχα τούτου, διὰ τοῦτο.---- περ πούνε τ ατὶ νούχε βά]τα ατιέ Ξ ἐξ αἰτίας του δὲν πΊγα ἐκεῖ. -- βεδτρό πούνενε τενᾶε (τ) καὶ δικὸ πούνενε τᾶναε (Υ) -- κύτταζε τὴν δουλειά σου. -πούν ε μάδε--μεγαλοπρεπές, ἀξιόλογον. ---- παπούνε-- ἐπίρ. ἀναντίως. [1δ. Ἑλλην. πόν-ος, πόν- μα]. πούνεζε-α πληθ. πούνεζατετ ὑποχορ. ---- δικὸ πούνεζενεν τένᾶε -- κύτ- ταξε τὴν δουλίτσα σου. πουνε-ῥάρδε-ι-α- εὐτυχής, παλότυχος ἐν ᾧ πουνε-ζϊ-ου, ἄρο. πουνε-ζέ- ζε-ο θηλ. δυστυχής, κακόμαοιρος. πουνέσε-α (Ἓλθασ.) πληθ. πουνέσατε [πουνό]]Ξ ἐργασία, πόνημα.. πουνόν]-ό] [Ἑλλην. πονεω, λατ. ΡΟΠΟ-ΘΥ6] ϱ. ἐνερ. - ἐργάζομαι, δουλεύω.----ἴδ. βεπερό]-- ἐνεργῶ.--- δξου ι πουνούαρεΞξγζ Χαλλιερ- γηµένη.-- ὄξου ι παπουνούαρες ΥἩ ἀκαλλιέργητος. πουνόχεμ-όνεμ παθ.Ξ κατεργάζοµαι, δουλεύομιαν. πουνετούαρ-όρι (1) πουνετούεο-όρι (1) πουνετοὺρ-όρι (συν ῃρ.) -- ἐργά- ν ιν της, δουλευτής, 2) φιλόπονος, φιλεργός, ) µισθωτός.--- ζοῦνα διετε πουνετόοε, τε µε πουνό]ενε βενεότατετ- ἐμίσθωσα δέκα ἐργάτας να καλλιεργήσωσιν τὰς ἀμπέλους μου. πουγετόρε-ΊαΞ Ἡ ἐργάτις, 2) ἐργάσιμος ἡμέρα..--- ἀίτε πουνετόρες- αῑτ ε λ]ιθρούαρε (5). ἀντίθ. ἀῑτ ε κρεμτε, ἀίτε φεστε. πουνετορῖ-αξ- ὁ μινοθὸς τοῦ ἐργάτου, τὸ ἡμερομίσθιον, πουπαγ]έλγ]-ι [πούπε-σ, Υ1ελ]-»] ἐπίθετον ἀποδιδόμενον εἰς τὸν ἀλέ- Ἀ κτορα ὡς περιπατοῦντα πηδῶντα Ὦ σκιρτῶντα. πούπε-α: πληθ. πούπατε, τούφξ-α πληθ. τούφατες, τούφεζξ-α πλ. τούφεζατες- ἡ φοῦντα (τοῦ φεσιοῦ). πούπε-α: πληθ. πούπατετ- πηδημ7 (δυσὶ ποσ), νε ε ζόθεμε ῃ Ἴµετε , .. ὦ ἕ ᾿ . ἑα 3 . 4ψ κέμΏετ περν]»χερε ποσὶ ζαραΏέλ]ι α πόσι λ]επουρν. -"τὸο περι” ' ἳ τς ᾽ πατεῖν ἑνῷ ταὐτοχρόνως ὀψόνει τις τοὺς δύο πόδας, ὡς τὸ σπουρ- γέτιον ἃ ὡς ὁ λαγώς, τὸ πηδᾶν Ἡ σκιρτᾶν μὲ τοὺς δύο πόδας ταν- τοχρόνως, οὐχὶ δὲ ὡς τὸ βηµατίζειν.-- σα πούπα κξ καπεοτσῦμµ.: ! ; ν . .. (Τυρον.) -- πόσα πηδήµατα ἔχεις πηδήσει: ἴδ. γάπε-χ, τδάπε-κ. πούπε-α (Υ. Ἠλθασ.) τληθ. πούπατε, θίλ]ε-]« (Σ)., ῥὲ-ι (Μιρεάίτα). καλ]αβέδ-ι (Ἰάκοθς) Ῥιστάκ-ου, βέδ-ι (Έυραν.) Ξ- ἕνα τσαμπὶ στα- ΛΕΒΙΚΟΝ ΑΛΗΑΝΟΕΑΔΛΗΝΙΚΟΝ η -- πρ δ -- φυλιοῦ. ---ν]ε πούπε ρροῦδι, ντ βίλ]ε ρροῦσι, ν]τ βέδ ρροῦσι, νᾖῖ καλ- Ἰαθέδ ρροῦδι, γ]ῖ Ῥιδτάκ οροῦδι -- ἓν τσαμπὶ σταφυλιοῦ.---- ν]ῖ τσόπε πρέ] Ὀιδτάκουτ -- ἕνα Ἀλαράκι ἀπὺ τὸ τσαμπὶ τοῦ σταφυλιοῦ, πούπεζε-α πληθ. πούπεζατε -- εἶδος πτηνοῦ. πούπεῦι : (Ἓλδας, Τνρ. Εροσ]α) ἐπιρ. -- τὸ πηδᾶν, µε τοὺς δύο πόδας ταυτοχρόνως, ὡς τὸ σπουργίτιον, ὡς ὁ λαγώς, χαραβΏέλ]ι έτσεν πού- πεθι-- χαραβέλ]ι κουρ έτσεν ζέθ τε ἆυ κδμΏετ περν]ιχέρε" ἀἄντιβ. τίνγθι- με έτσουνε µε ν]ε κᾶμρε, τούκε ζόδουνε µε ν]ε κᾶμρε' ἴδ. τδάπεθι, χαπαδαάλ]εθι, πούπελ]ε-α (Υ. πληθ. πούπελ]ατε-- κοινῶς πούπουλον" πούπελ]ατε ζό. Ύουτ - τὰ πούπουλα τοῦ πτηνοῦ (τα πτίλο) ἴδ. πενᾶε-α -- πτερόν. πουπού : -- ἴδ. ουπουπού ἐπιφ. πουρῖ-νι (γ' Ἐλθαςα, Κροῦ]α), πουρῖ-ου (Βεράτ.) [λατ. Ροτγάπ]]-- τὸ ἄγριον πράσον, πουρόν] (τ. ΒεράτἽ) μ.Ώουρόν] (τ) ῥ:ὑπερασπίζω. ---α]ό ἄρε ἐδτ᾽ ε πουρούαρε-- αὐτὸς ὁ ἀγρὺς εἶνε προφυλαγμένος διὰ φραγμοῦ. --- που- ρόν] κ]έντε καὶ ρέὃτ κἱέντε () Ξ σταματῶ τοὺς σχύλους ὅταν ὁρ- μῶσι κατά Τινος.---πουβόνεμ. μΏουρόνεμ. µέσον -- ὑπερασπίζομαι" που- ῥόνεμ, νγα αρμίκ]τε, νγα κ]έντε.---ἴδ.ι ἀάλ] ζοτ Ἔ ποοστατεύω τινά. πουρτέκε-α πληθ. πουρτέχατε καὶ ὄτάγε-α - ράβδος μακρά (περ τε σκούναουρε). πουρτέσε-α πλ-θ. πουρτέσωτε καὶ πουρτίµ-ι -- ὀκγηρίαι. πουρτό] -- ἀμελῶ' πουρτό] τε πουνό]. πούροξ-α (Ἐλδασ. -- χν’ ι γασέτε (ὄνομα περιληπτικὸν πλ:θ. λείπει) ε Μούνα νᾶς πούρρετ [συγκρ. πὺρ-ός] 1ον) πούρρε-α΄ 3ον) ὅπούζε-α. ὃον) προῦδ-ι; 4) θενγ]ί]τε' διαθάθµισις τῆς θερµότητος, πυρός, (ι-ε) πουρτούεδιμ (Υ) πουρτοῦδϊμ, (συνῃρ.) ὀκνηοός-ά. πούσ-ι πληθ. πούσατε [Λατ. Ραϊθιβ] --ϕρέαρ, πηγάδι, πούσ-πούτ.-πούτ (Καθ.) καὶ πουθίσ-ίσ.ίσ (Βεράτ.) -- προσαρµόζω, πιέκ Ράδκε ν]ε µῥε ν]ε. πούδ-ι (πληθ. ἄχρηστος) -- τῷ χνοῦδι' πούδι ι ταὀχεσε ι φέσιτ. πουδίµ-ι πληθ. πουσΐμετε -- ποῦσις, ἀνάπαυσις, πούδκε-α (Υ) πληθ. πούδκετε-- πυροβόλον χκοινῶς τουφέχι' - τὸ πιστόλι Τουρ. τοπάν δα) ἴδ, πιστόλ]ε-]α. -- 9559 --- / Ψ µ πουδκεορρόχετε (05Ξρ. τριτοπροσ. γίνεται φούσκαις, φούσκαις' µέ-τε- πο πιανει μ ουκά πουδκερροῦμ. Υηοῦχα --ἔγινεν ἡ γλῶσσα µου φούσκαις͵ πουδόν]- ὦ [ Ἕλλην. παύω]-- παύω, ἀνχπαύομαι, ἀποακτῶ, σταματω, ἠσυχάζω, καταπραὔνομαι, παραιτοῦμιαι" 9) ϱ. ἐνεογ.Ξ- παύω ἄλλον, σ:αμ.ατῶῷ δικκόπτω" ) -- σιωπῶ, σιγῶ:' πουδό[ -- παῦσον! σιωπή | ᾿ ../ η ἕα - ῆ η . κ, σ πουσόν τούκε φόλ]ε-- δὲν παύει ὁμιλῶν. πουστέτ-ι () [Δατ. Εονσενας] -εἐξουπία, κοώτος" ἶδ, τα τα καμι νιενε πουστετ --εἶνε ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν µου. τὸν ἐξουσιάζω χά πουῦτέτ τε μοαθ-- ἔχει ος ἐδουσίαν' σ’᾿χαµ. πουδτέτ µε Ὠᾶμ. κουρ-γ]ὰ δὲν ἔγω ἐξουσίαν νὰ κάμω τίποτ πουστεταρ-ι: πληθ. πουδτετ ον Ξ ἐζουσιχστής' πουδτετᾶρε-]κ θηλ. (ι-ε) πουδτέτδιμ ο ος - πουστίµ-ι (Υ) πληθ. ο εξω, β’. ἀγκάλιασμα.. πουῦτόν]-ό] ος, υιιά[- Ροσά απ) ποστρού] (τ) -- ἐξουσιάζω, Ἀωοιεύω, : μι ον Δ πατεχω' (Τουρχ. ζαπτό])' πουδτόϊ Υ]ίθε ὀξνε -- ἐκυ μοἵευσεν ὅλην τὴν ΥΤν᾽ να πουδτούανε Υ]ίθε βεν ινε -- ἐχυριευσαν ὅλον τὸν τόπον. --που- στόὶ Υ]ίθε Υ1εν᾽ ετῖς- κατέσχεν ὄπχσαν τὴν πεοιουσίαν αὐτοῦ 9) πουστό] -- πουθτό]. - πουδτό] ορά ἵπινε-- πουθτο] ἆρουν ε ρράπιτ. (ι-ε) πουδτούεδιµ. (ροσάαπ) -- ἴδ, (.-ε) πουδτέτδιμ.. πούτρε-α (Βεράτ.) -- τὸ πόδι.--- πούτ οξ ε κάμβεσε-- πούτρε κξυῬεσε. ---- ἴὃ. ὄπούτε-α (Σ) -- ἡ πάντζα τῶν τετραπόδων. ὃ ε-α (Σ ζα τῶ ραπόὃ ώά ᾳ τα κ τν . ποὐτόκετι-α (Εροῦ]ς) -- ἴὰ. σπερχετῖ-α (Τυραν.), πούφκε-α πληθ. πούφκα-ε--ῖδ. φούσχε-α -- ἡ φοῦσκα. - ἡ Ὑ µ ῥ Μψ υ. Γ. - μας . πρα: συνὸ, -- οὖν, τοίνυν, λοιπόν: (έπεται τῷ ρΏμκατι) πρᾶά αδτοῦ (ια1-Ροσίατ) -- ὧθεν, διὰ τοῦτο, κατ᾽ αὐτὸν τὸν τρόπον. πρα-μὰ γαὶ πρᾶ-με (τ)-- μετέπειτα, κατόπιν. πρά): Ξ- καιπὲ κοιν. πρα)} (Υ) [περ-ανε-α] πρέ] (τ) πρανό] (Υ) ἴπει- ανετα] ρ. Ξ ἠσυχάζω, Ἀατοαποῦνω τινα" 9) παραµερίζω ἵλ. ὄτεμάνκ-γεμ.' 3) περικυκλόνω ὰς ω υ β [ὃ. χ]αρκό]' 4) χλίνω π πρὸς τὸ µέρος τινός, πλησιάζω πρὺς τὸ µέρος τινός' ἴδ, ποῖρεμ, ἆόρ. ποᾶ]τα ()» πρέ]να (τ), μτχ. ποάῄτουνε ( ) ο ομπμ ορ ρδ]τ ἵ) πρε] ρα τε νι µ ιι ρ. ποανόδα, μτχ. πρανουεµ..----τεχ πο λ] ουφτύντε -- ϱ Ν Φα. πρε]τουρε (τ), ἆ Γ 5 ές β Ἶ Ἶ - ο µ ουστετορξι ε τι] ε πρανούενε (Υ) -- ἐνῷ ἐπολέμει Π ιν - π., ἡ - Ἱ Ἡ | Ι | . να | ει ι γ | | ! | | ἀ | | | --- --- από, τὸν δη, γενναῖος πολεμιστῆς οἱ στρατιῶται αὐτοῦ τὸν περιεκύκλωσαν. ιγαρέα πρανὸν µβε τε ἀιάθετ (Υ) -- ἡ ζυγαριὰ κλίνει πρὸς τὰ δε- πι πι ὤν / ιά. ----λ]ιμόνατ᾽ ε πορτοκάλατε σ᾿ πρανό]ενε βερ᾽ ε ἀίμενε (Υ) -- αἱ λεμονιαῖς καὶ πορτοκαλιαῖς δὲν λείπουσι (-- δὲν ἡσυχάζουσι) καλο- καΐρι καὶ χειμῶνα. (ι-ε) πρά/τουνε (Υ), ι-ε πρέ]τουρε (5).---τε πρά]τουνε-ιτε (Υ), τε πρέ]- τουριτε-- ἀνάπαυσις, ἠσυχία. πραχεμ (Υ) πρξχεµ. (5) -- ἀναπαύομαι, ἡσυχάζω. --- σ᾿ κἄμ. τε πρέ]τουρε νατ᾽ ε ἀίτε -- δὲν ἠσυχάζω ἡμέραν καὶ νύκτα. πράκ-ου (Υ) πληθ. πράκ]ετε - πράκ-γου (τ. Ῥοράαιι) πληθ. πράγ]ετε, πράτκε-ου (Καθ), πράφεμ-ι (Τυραν.), πράκ-ου (Κροῦ]α) δκ]έμ-ι (Κροῦ]ο) -- κατώφλιον καὶ ἀνώγλιον. --- πράκου ι ἀέρεσε-- τὸ ἀνώ- Φλιον τῆς θύρας. -- δκ]έμι ι ἀέρεσε -- τὺ Χατώφλιον τῆς θύρας. πραλ]μέντ: (Ῥίβρα) ϱ. ἐνεργ. ἳ ἳ Ἑ -- ὑφαίνω: ἴδ. έντ ρ. πρᾶμα: (άκοβα) ἴδ. μΏρᾶμα (Υ) Ξ- βράδυ. πρανζά] (γ. Ὀοράαπ) -- ἴδ. περανᾶά]. --- πρανβά]τα -- ἵδ. περαναά]τα. πράνε -- ἴδ. περάνε -- πλησίον. ---- άφερ. πρᾶνι (Υ) πρᾶνί (Σ) ἐπίρ. - ἔστω, ἂς εἶναι, ἔννοικ σας. πρᾶνί -- παραμιερίσατε -- ὄτεμένγι µΏε ν]᾿ άνει [πρᾶνι εἶναι προστα- ἁτικὴ β΄. προσώπου πληθ. ἀριθ. τοῦ ϱρ. πρᾶ] Ὦ πρᾶνό] καὶ κατήν- τησεν ὡς ἐπίρρημα]. πράσε (τ. 3) µΏράπ (Υ) ἐπίο. -- παἄλιν. πράπα (τ) μΏράπα (Υ) -- ὀπίσω (συντασ. μετὰ γεν) κούδ Ρβιέν πράπα με]ε; Ξ τίς ἔρχεται ὀπίσω µου; τίς µὲ ἀκολουθεῖ; ἀντίθ. πάρα..---- πράπα µέ]ε, τέ]ε, ατί, νέδ, ]ούδ, ατύνε -- ὀπίσω μοῦ, σοῦ, αὐτοῦ, ἡμῶν, ὑμῶν, αὐτῶν. , πράπαζε (τ) πράπαζι (τ) καὶ πράπαζιτ (τ) ἐπίρ. -- ὄπισθεν, ἀπ᾿ ὀπίτω. πράπε (τ) µΏράπε (Υ), πράπεῦτε (Ῥορᾶαπ) μΏραπὂτ (Σ) -- ἀνάποδα, ἀντιστρόφως' ἀντίθ. µράρε. (ι-ε) πράπε (τ) -- ἀνάποδος' ι-ε μΏράπε ()» ἵ-ε µΏράπεὂτε (Σ), ι-ε πράπεὂτε (Ῥοράαη) ι-ε πράπὂτουνε (Οι14ἳ) καὶ ι-ε μΏράπὂτουνε (οι). ---- ούδ’ ε πράπε-- ἀνάποδον ταξείδιον" 46ρ ε πρᾶπε -- ἀνά- ποδο χέρι’ κέμΏ᾽ε πράπε-- ἀνάποδος ποὺς (ἐπὶ προλήψεως). πράπεια [τ. Ῥεράτ.) ἐπίρ. -- τἀνάσκελα" καὶ πράπεταζι (εράτ.. -- --- 541 ---- πράπετε (Ἔλθασ.) μΏράπετε (Υ). ϱᾶ πράπετα -- ἔπεσεν ἀνόσχελα. πράπετε, υΏράπετε-- ἀναποδογυρισμένα. (σε) πράπθι (τ) σε μΏράπθι (Υ)Ξ ἐκ τοῦ ὄπισθεν. πραπεσῖ-α (τ) μΏραπεσῖ-α (Υ), ψὈΏραπεστῖ-α (Σ) - ἀναποδιά. --- ἀντίθ. μΏαρεσῖ-ο.. Ἆ (.-ε) πράπετε-ι-α (τ), μΏράπετε-ι-α (Υ) Ξ- ἀναποδογυριαμένος. πράπεμ. (Ἴθλθασ.). πράπεσµ (τ) μΏράπεσμ. (Υ) -- ὀπιαθινὺς- ή, τελευταῖος-α' 9) τὸ τέλος, ε / ον / 1- , ’ { 5 ἡ συντέλειακ' ἀντίθ. ι-ε πάρε-ι-α. ---- τε ἄν κέμΏετ᾽ ε πάρα τε καλ- . ε µ η [ Ε -. Η -- |] Ίντ -- οἳ δύο ἐμπρόσθιοι πόδες τοῦ ἵππου" τε ᾱῦ κεμΏετ ε πράπεσµε . ε Ἠμ μα | ῃ - β .. . τε κάλ]ιτ-- οἱ δύο ὀπίσθιοι πόδες τοῦ ἵππου.--- τὲ πράπεμ,σ ε νγ]εφ ν]εοϊ (Έλθασ.) - το τέλος οὐδεὶς γινώσχει. --- τε δόχευς τε πρά- / ᾿ 5 . ΗΤΊ η ῥ ον ε πεμεν ε πούνεσε σε σι 4ο τε ἁάλ]ε Ξ να ἴδωμεν τὸ τελος τῆς υπο- θέσεως πῶς θέλει ἀποθῇῃ. πραπεσό] (Υ) πραπεῦτό] (1) ϱ. ἐνεργ. Ξ-ἀναποδογυρίζω τι’ ὡς βᾳέκς] ε τµ-ότ πραπεὂτόϊ ὄτεπίνε -- ὁ θάνατος τοῦ πατρὸς µου ἀναποδογήύ- ρισε τὸ σπίτι. πραπεσόζεμ (Υ) ποαπετόχεμ. (Ἠ) παθ. Ξ ἀναποδογυρίζομαι. πράπσ (τ) μΏράπ, μΏράπα (τ. Καθ.) µηοάπτό] (Σ) Ξ ὀπισθοδρομῶ Ρα ὃν τινα" ε κθέ] πράπα νγα οὖδα α νγα πούνα. πράπσεµ (τ). μὈράπεμ., μὈράπσεμ. (τ. Καθ.) μΏραπτόχεμ. (Σ) παθ.Ξ ὀπισθοδρομοῦμαι. πρααρόν]-όνεμ (οιι41) --ἴδ. πραρό]-όχεμ. (Υ). 5 π . Γ. ρα πραρό]-όχεμ (Υ. Ὀοράαπ) -ἴδ. περαρό]-όχεμ. (Υ). ν / ον / πραρίµ-ι (Υ) πληθ. πραρίµετε, ἴὸ. περαρὶµ-ι (Υ). (ι-ε-τε) πραροῦεµ () Ξ ἴδ. ι-ε-τε περαροῦεμ. (Υ). ---ι-ε-τε πραροῦμ. (συνηρ.) Ξ-ἴδ, ι-ε-τε περαροῦμ. (συνηρ.). πράσ-ι (Υ) πληθ. πράστε (γ) πρέδτε (τ), πράσε-α (Αργυρ.) καὶ πρεὂ-ι (τ. Βεράτ.) πληθ. πρέδτε -- πράσον τὸ Ἡμερον' καὶ πουοοῖ-νι (5) η ' λα) πληθ. πουρρίνίτε [Λατ. ῬουγΙτη]. πραδίσ-ίτ-έτ (Υ) Ξ ἴδ. περµίή (Σ) πραδίτεμ.-- ἴδ. περμῖζεμ. πρξ-]α (Υ) (ὄνομα περιληπτικόν, πληθ. λείπει) Ξ τὰ λάφυρα, τὰ Ἴσπα- ῥ, ἕ Ἡ μον ο. / ῥ Ἰ ι β΄ ε τ- : Ψψ σµενα ὑπο τῶν ληστῶν (κυρίως ποόθατοι, αἶγες,ροες,ἵπποι,ὄγοι το, ἥτοι ἔμψυχα), ἴδ. πλ]άτόχα -- λάφυρα (ἄψυχα) [Δατ. Ργαθᾶα]- - 545 --- Μ.λ]εσικ) -- τὺ λαφυραγωγεῖν πανστοατιᾷ (ὁδηΥ 9μένου ὑλοκλήοου τοῦ ὑπὸ τὴν σηµκίαν στρατεύματος).--- κουσάρετε κάνε ἀάλ]ε µῃε πι - οἱ λησταὶ ἐξβλβον εἰς τὸ κλέπτειν, λαφυρχγωγεῖν ἄναφαχν- δόν. --- Κουσάρετε ι ράνε µε ποξ ατῖ κοετούνβι -«κουσά,ετε ε Ῥένε πλ]σότόχε «τε φδάτ (τ) - οἱ λησταὶ ἐλαφυραγώγησαν ὀλοκλήρως πρξ: () [πρέσ-έτ-έτ]-- τὸ χλέπτειν ἀναφανδόν.... καὶ Φλάμουρε (ΥεΥ. .] ᾿ 8 Ἱ, .. μα ον Ἶ ; ῥ ῥ Ἄὐτο τὸ χωρίον,---ι ρᾶνε πρξ -- τὸ ἐλαφυοαγώγησαν ὀλοχλήρως.---- ' ρᾶνε φλάμουρε ἡ ε Ῥένε φλά | ούνᾷ -- ελ 2Υ: “του Ῥλάμουρε Ἡ 6 Ὠένε φλάμουρ ατε χατούνα --ϱ κφυραγώγηταν πανστρατιᾷ αὐτὸ τὸ χωρίον (μὴ ἐγκαταλιπόντες οὐδὲν πρᾶγμα. ---- κα ψΏέτουοε φ]άλ]α κεδτού νγα κουδάρετε: χουρ Ἠΐενε νὰε τούφετ τε δένετ πεο τε βιέδουοε ι πρέσενε κούετε άδιτ µε κουμβόρε χ]ι πριν περπάρα τούφεσε εδὲ ε µάρρενε χρύετε νε ἄόρε, ατχέοε ε τέρε τουφ ε ὀέγετ βένε πας ατὶ Χ]ε µΏα κόκεν᾽ ε ἀάδιτ πρέρε. ὅθεν ἡ ιν π- ἳ δ [ή : ι η β β Ἶ ποροιµία: ρᾶνε ποξ -- Χατέχλεψαν ὀλοχλήρως, ὡς ὅταν κόπτωσι τὴν πεφκλην τοῦ χριοῦ οἱ χλέπται τὴν ὁποίαν Ἀρατοῦσιν εἰς τὰς χεῖ- ρας, ἔπειτκ ὁλόχληρον τὸ ποίμνιον τρέχει κατόπιν τῶν Χλεπτῶν, πρέβε-α (τ) κε]ό ὄτεπι ἐδτε νε πρέβετ, Ἰέμι νὰε πρέθετ, να Υ]έν κου- .. , Νε - σᾳ6.---- ἴὃ, βρόµ-ι, πρέβε-α -- ἴδ. βιτόρε-]α, πρεβεζόϊ- δἳ -- δίκτυον. σ-- πρεενάέσε-α (ρα) 299 δα Ἅ ον ψ ϕ ω Ὑ µ ἢ Ἶ -- πρέ) (τ) Ἄ πρεῖ πρὀθ. -- ἐκ, παρα, ἄπό, (συντας. μετὰ γενικῆς). --- πρε] µέ]ε, πρ] τέ]ε, ποε] ατῖ. πρέκ (γ) ϱ. ἐνερ. - ἄπτομαι, ἐγγίζω, πόρ. πρέκα-ε-ου, μτχ. πρέκουνε, ἰδ. περκάσ-έτ-έτ ϱ. "θέμε (τ) μΏρέμε (9) μΏρᾶμε () -μΏρέμε (5) -- βράδυ. (Ε) πρέµτε-ζα (Υ. τ) ε-πρέν(ε-]. (Σ) καὶ ἀίτε πρέμπτε -- Παρασκευή, 1 4 να. πρενζό) (Σ) -- ἴδ. περεν(ό]. πρέσ-έτ-έτ ρ ἐνερ, - χόπτω καὶ (5) ϐ5ρ -- κόπτω (διὰ τῆς μοιχαίρας), ἀφρ. πρέθα-ε-ου. µτχ. πρέµ. (Υ) πρερε (τ). [συγκρ. Ἕλλην., πρίω- πριονίζω]. . ς π ’ πρέσ-ἔτ ἔτ: ϱ. Ξ περιμένω τινά, 9) δέχομαι, ὑποδέχομχι, ἄόρ. πρίτα- ἔτι µτχ. πρίτε καὶ πρίτουνε πρίτουμε (τ). πρέσξ-α (Υ) πληθ, πρέσατε-- ἴδ., πρίτξ-α, --- 545 --- ή Ἅ πρέσε]ε-]α (Ῥεράτ.) πληθ. πρέσε]ετε-- ὁ ἀθέρας ἡ κόφη τῆς σπάθης Ἰ η τῆς µκχαίρας. καὶ πρέφεμε-]α (Ἓλθκα,) ἢ ε-πρέφετε-α (Υ). πρέὃ-ι (Σ)Ξ- κοομμύδιον τὸ ὁποῖον καΐει απειρόμενον ἄνευ σπόοου" καὶ Ἀ]επε-α (Σ) 9) κρομμύδιον τρυφερόν’ χ]έπε-α' λέγουσιν οἱ Σκοδριδ- νοι τὸ κρομμύδιον τὸ ὁποῖον καίει σπειρόµενον, ὅπερ οἱ Πρεμετινοὶ λέγουσι κ]επού]χε. (ι-ε-τε) πρέδτε-ι-α (Αργυρ.) [ἑλλην. πράσ-ινος] τ-(ι-ε-τε ρίµτε-ι-α-- αδ 1. / ((-ε-τε) γ]ελ]Ώερε-ι-α (τ) --πράσινος-η-ον. πρετκόσε-ι-αΞ- βάτραχος πληθ. ποετκόσατε. πρέχ (τ. Σ) πρεφ καὶ πρέφι (Υ), μΏρεζ (Περμετ.), µμποέᾷ (Ριά1) ο. ἐνεργ. Ξ- ἀποξύνω, θήγω, ἀκονίζω κοινῶς, πρέχετε (τ) πρέφετε (γ) Ξ- ἐπιρ. ἀκονισμένως. (ι-ε-τε) πρέχετε-ι-α (τ. Σ.) πρέφετε (Υ) -- ἀκονισμένος: 9) κοπτερός' ὃ) -- ὁ ἀθέοας (ἡ κόψη τῆς σπάθης, τῆς μαχαίρας' ε πρέφετα ε θίκεσε (Υ) Ξ.πρέσε]ε ε θίκεσε (Βεράτ.. πρέχεν-ι(γ) πρέζερ-ι (τ)-- τὸ ἐμπροσθινὸν µέρος τοῦ ὑποκαμίσου ἢ τῆς ΕΕ Τρελρ πο ο ποπ μερος πουν ουρία ἐσθῆτος' ν]ε πρέχερε γοῦρε, πρ; (Υ) Ἄ προϊν] (Υ) ρ.Ξ ποοάγω, προπορεύοµαι (ὁδηγῶ) ἀάδι µε κουµ.- Ὀόνε πρῖν πεοπάρα δένετ - ἀαδι µε χουμβόνε ἐτδεν περπάρα δένετ' ἀόρ. πρῖνα-ε-ι µετοχ. πρῖμ., πρί}ε αξ- τὸ µέρος ὅπου εἶνε φυτευµένα κρομμύδια, πράσα κ.τ.λ. πρί]ε κ]έπεὂ, πρασδ. πρῖλ-ι-- ᾿Απρίλιος μην. πρίντ-αι (υαάϊ-Ῥοράα) --ἴδ, περίντ-ᾱ:. πρίντὸ- δι (Σ) Ξ- προὔντζος (Τουρχ.. τούντὸ- ἀδι). πριὸ [πέρθω, ΡθΓ49] ρ.-- φθείρω, καταστρέφω' 2) ἐξοδεύω (Τουρκ. ζαρᾶ- δό]) ) σκοτόνω κοινῶς χαλνῶ:'4) διαφθείρω (ἠθικῶς καὶ θρΏσκευτι- κῶς).--- πρἰδ βεργ]ιρέσε-- φθείρω, διακορεύω παρθένον. πρίδεµ: παθ. -- φθείροµαι, καταστρέφοµαι' 9) ἐξοδεύομαι' ϐ) σκοτό- ο ο πα. νομών Ὢ νο -) ῬωουσυσεσἩ ᾱν νοµαι" 4) διαφθείροµαι (ἠθικῶς καὶ θρησκευτικῶς).-- ου πρι κόχα -- χάλασεν ὁ καιρός. ---- ουπρίὄνε ἄσετε -- ἐξωδεύθησαν τὰ χρήματα. --- οὐποίόνε αρεμίκ]τε-- κατεδικάσθησαν εἰς θάνατον οἱ ἐχθροί.----ουπρίδ ἀιαλ]ι- διεφθάρη ὁ υἱός,---- µός πῖ βἒνε σέ τε πρίδ-- μὴ πίνεις κρασὶ διότι σὲ χαλνᾶ. ' ] ας δα μα. -------ᾱ--------------- -ᾱπακπτι --ᾱ-------α----ς--ᾱ--αν -ᾱ-- πι αισω. ως µιφμρ ο ο πες ο ας πρίδεστι: πληθ. πρ.δεσιτες- καταστροφεύς, 9) ἐξοδευτής, ἄσωτος, 8) δικφθορεύς (Πθικῶς)' πριδεσε-]ο θηλ. πληθ. πρίὄεσετε. πρίσε]ε-Τα-- χαλασμός, καταστροφή. πρτερ : περιερ (τ) πρῖρ (Γ.συνῃρ.) -- ἐκκλίνω τινά: 9) πρίερ (ἑλληνο-΄Αλ- θχνικὸν)--κθέ].--- κάλ]ι πρόρι ἄνενε. πρῖρεμ (Υ) περῖρεµ (τ. Περμέτ.) πῖρεμ (Έωραν. Κροῦ]α) ρ. οὐδ. -- ἐκκλίνω" 9) (τόχμ. Ἕλληνο-)Αλθανικόν) -- κθέζεµ. πρίρου µβε τε ἀιάθετε" ου προύαρ (τ) καὶ ου προύερ, ουπροῦρ (Υ. συνῃρ.) καὶ ουπρόρα-ε ου- προῦρ (Έυραν. Κροῦ]α) µετοχ. πρέρρε. πρῖσ-ι πληθ. πρῖσιτε-- ὁ προάγων ὁ ὁδηγῶν, πρισε-α (Υ) πληθ. πρίσετε-- ἡ προάγουσα, ἡ ὁδηγοῦσα: ἰδ. ποῖ] (). πρίδ ϱ. ἐνερ. πρίδεµ παθ. -- φθείρω, φθείροµαι, πρίτε-α (Υ) πληθ. πρίτατε |πρέσ-έτ-έτ-- περιμένω] πρίτε-α-- οὐδξ-]α πληθ. ουδξτε-- πρέσρ-α-- ἐνέδρα, καρτέρι’ μικρὺν καλύδιον κατα- σκευχσμένον ἀπὸ χλωνάρια« ὅπου κάθηται κεχρυμμένος ὁ κυνηγὺς πα- ραμιονεύων τὴν θήραν. | πρῖτεμ: παθ. τοῦ ϱ. πρέσ-- κόπτω (διὰ µαχαίρας) καὶ θξρεµ. (Σ) ἀάρ. ου πρέθα-ε-ουπρξ. πρῖτεμ παθ. τοῦ ρηµ.. πρέσ-- δέχομαι, ὑποδέχομαι ἀόο. ουπρίτα-ε ου πρίτ.---νά-' ε µίρε. --πρίτου μίρε (ἀπόκρισις). πριτέσε-α (Σ) --ἴδ. πουρτέσέε-α,---ποιτίµ.-ι-- ἴδ. πουρτίµ.-ν. πριτούεσ-ι (ορ απ) ἀντὶ πουρτούεσ-ι-- ὀκνηρός. πριτό]: (Σ) --ἵδ. πουρτό] πεοτό]. (.-ε) πριτούεδιµ, πριτοῦδιμ, (Σ) --ἴδ. ι-ε- πουρτούεδιμ.-πουρτοῦδιμ. πρίφτ-ι: πληθ. πρίφτενιτε (Υ) ποίφτεριτε (5) --πρεσθύτερος] ἱερεύς, παπᾶς. πριφτενέδε-α (Υ) πριφτερεδε-α (τ) πληθ. α-τες-ἱέρεια, παπαδ.ά πριφτενῖ-α (Υ) πριφτερί-α (τ) -- ἱερωσύνη. πληθ. {-τε. πριφτενίότ (Υ) πριφτερίδτ (τ) ἐπιρ. - ἱερατικῶς. πριφτενό[ (Υ) πριφτερό] (τ) ϱ. οὐδ. Ξ- ἱερατεύω. πρῖχεμ (τ. Σ) πρίφεµ. (1), μρίζεμ. (Περμέτ.) µπρίχεµ. (0141) παθ. (τοῦ πρεῄ-- ἀκονίζω) ἀκονίζομαν, προετοιµάζομαι (ἐλπίζων νὰ ἀπυ- λαύσω τι). --- πρίφεµ. τε λύπι µῦε κᾶμυε -- προετοιµάζοµαι (ἐλπί- ζων) νὰ λάδω βαθμόν.--- µος ου πρίφ--μὴ ἐλπίζεις (Ἠ προετοιµά- -- 945 --- ἵεσαι ὅτι θὰ τὺ ἀπολαύσῃς).--- πρίφ ὀδμρετε (σε κξ µε ἑ νγρᾶνε) ! -- ἀκόνισον τοὺς ὀδόντας σου (διὰ νὰ τὸ φάγῃς)] σκωπτικῶς. πρί]ε-]α [ἀντὶ περ-]τ-α] -- ν]ε χενάέκ. -- περί]ε νίε βένᾶι κ]ε εδτει ορεπῖτε περ τε πρίτουρε οὐ]ετε. (με-τέ-ι) πρίζου : (Περμέτ.) -- µε-τε-ι-έρδι μράρε. ἰδ. πρ] (1). ἃ µε- τὲ-ι βάτε µΏάρε. πρόβε-α [Λατ. ῥτοβιβ] Ξ πεῖρα, δοκιμή. 2) ἀπόδειξις, --- προθό] ναὶ ὅποοθό] [Λατ. ΡΤΟΡΟ]- πειρῶμκι, δοκιµάζω, ἀποδείχνυμ.., προβόχεµ-όνεμ, σπροθόχεµ-όνεμ. παθ. τοῦ προηγ. προθοτῖ-νι (Σ) πληθ.προΏοτίν]τε (Σλ.λέξις) -- ἀδελφοποιητός.ἴδ. ῥελάμ.-.. προδόν: (ϱοσάαπ) τριτοπρόσωπον ϱ. [Ἰταλικὰ ρἶονα (ν1οναγθ)]. πρόζεµ-ι (Σ]--ἴδ. λ]ιδάθ-δι. πρόὀθ-δι (τ) [ Ἑλλην. πρόοδος, Λατ. Ῥτοάπςο, 616] -- ἔσοδον, εἰσό- δηµα, προϊόν. (Τουρκ. μακσούλ]). (ι-ε) πρόδετδιµ. (Βεράτ.) - ὁ φέρων εἰσόδημα, ὁ ἔχων εἰσόδημας. πρό] (Υ. ῬορᾶαἨ) ϱ. ἀμετάθ. (συντασ. μετὰ γεν) Ξ- φροντίζω, προ- λαμθάνω. ----Ἅδτι πρόφτε ! -- ὁ Θεὺς νὰ φροντίσῃ.---- πρό]ι πούνεσε σ᾿ἄτε -- φρόντισον διὰ τὴν ὑπόθεσί» σου’ ι πρό ατῖς φροντίζω περὶ αὐτοῦ. --- προ ο Ζὃτ ! Ξ φρόντισον ζύριε (-- γιὰ τὸν Θεὺν κοιν). πρόμε-α 5 9 Ρ ἴδ. πιροῦ-νι (7). πρόνε-α (ροσάατ) - ἰδιοχτησία, ἀγροκήπιον (Τουρ. τδιφλία): 2) πρύ- νε-α (Ώορᾶ απ) -εἰσόδημα' πληθ. πρόνετε (ροράαπ) -- ἰδιοκτησίαι, γαῖαι, ἀγρόχηποι, --- Ὁ) πρόνετε (θοσάατ) - εἰσοδήματα., ----πρε] πρόνεδιτ -- ἐχ. τῶν εἰσοδημάτων (Ῥοσάαπ). -- πρόνετε. ϕ πρόνετε (ριιάϊ) 5 3 8 (-- ἀποποιοῦμαι, ἴσως κατὰ λάθος ἀντὶ πράνετε-- να τά . δὸ τν ο... / ἀποχωρίζομαι): ἴδ. πρᾶ], πρανό] [περ-άνε-α]. πρόν] (Ῥιᾶ1) ο. ἐνεργ. Ξ- ὑπερασπίζομαί τινα" ἴδ. πουρόν] (5) μτχ. προῦεµ, (Ῥιιά1) καὶ προυέ]τουνε. ---- τούε προνέ]τουνε Ἓάντενε Είδε (Ῥιά!1) -- ὑπερασπιζόμενος την ἁγίαν Ἐλνκλησίαν. κα , . ᾗ πρόνεµ: (0ιάἳ) παθ. ὑπὸ ἄλλου ὑπερασπίζομαι. --- ἴδ. πουρόνεµ, (τ). πρόν]ε-α (Ῥεοάτ.- Πεομέτ.) πρόν]ε-]ο (τ), πρόνε-α (θοράαη)-- εἰσό- ὃημα (Τουρκ. μακσούλ]) (ἐκ τοῦ ρηµ.. προύν] (Περμέτ.)Ξ- φέρω εἰσό- μι ε δημα ὅπεο ϱημ.. εἶνε σχεδὺν ἄχοηστον) [ζὸ, Ὠίε --φέρω' [άόρ. πρου- γο-ε-ι (7), µτχ. προὺμ. (1) προῦρε (5) 1. ἡ) Ι Ι ο) Π ---θλθς- πρὀπε-α.: -- πράπε. πορτοκάλ/-ι, πορτοκάλ]ε-]α: πληθ, πορτοκάλ]ετε -- τὸ πορτοκάλλιον, προφέτε-α (Σ) προφίτ-ι (τ.γ.) [ Ἑλλην. προφήτης] -- ὁ προφήτης. πρόφκε-α (Περμέτ.) -- ἴδ. πλόφχε-α (Βεράτ.) πληθ. πρόφκατε. προυξίσ (Υ), ὄπρουξία (Ὢ, πεοπούσ (Υ. Μαλ]εσία) -- πεοζιε] προύδιν᾿ ε Γιάρριτ' 9) ὄγουρίσ ϱ. ---- πεοπούδ ζἹάρρμινε µε δκουλό]», προύν] : (ΠΠ ερμέτ.) (ϱ. ἀμετόάθ.) -- φέρω εἰσόδημα (τὸν σήμερον σχεδὺν ἄχρηστον, ἀντ᾽ αὐτοῦ μεταχειρίζονται τὸ Ρίε-- φέρω). προύν]: (ρα41-ρορά απ) ϱ. ἴδ. περούν] ϱ.Ξ ταπεινόνω προῦν]εμ.: (Ῥαα1) ἴδ. περοῦν]εμ. -- ταπεινόνοµµα:, (.-ε) προύν]ετε-ι-α (ραά1- Ροράαπ) -- ἴδ, ι-ε περούν]ετε-ι-α" καὶ ι-ε περβοῦτε-ι-α (Ομ61) [πεο-βἒ ϱ.] Ξ ταπεινὺς- ή: τὺ οὐδ. ι-τε, προύν]ετε-ιτε (θα -Ῥοσ4αη) τε πε)βοῦτε-ιτε (ορ απ) -- ταπει- γότης, προύδ-ι ἀρο. καὶ προύδτε οὐδ.-- κοιν. ἡ ἄνθρακιὰ (ὄν. περιληπ. πληθ. λείπει). προυτέκε-α (ῬοράαἨ) πληθ. α-τε: ἵδ. πουρτέχε-α -- βέργοας, ποσέ -- ἴδ, πεοσέ, πσό]-όν], µεσό] (Υ) µπσό]-όν] -- διδάσκω" 2) συνηθίζω τινά, πσόνεμ-όχεμ, μπσόνεμ.-όζεμ., μεσόχέμ. (Υ) - διδάσκομ.αι, συνηθίζω. πσελ]ινόκ-ου (Βεράτ.) -- ἴδ. δελ]ινόκ-ου (Βεράτ,). πσερετῖ/ (τ) [ Ελλ. πτέρω, πτάρνυμκι] καὶ τεσττ] -τν-ἵν (Ἔυραν ), τε- ὅτιν[τν-ἵν -- φταρνίζοµαι, ο πδερτίν] -] (τ. Βεράτ. Περμέτ.) μπδερ- τιν] -- ἀναστενάζω: ἵἴδ. (Ἠλθας.) δαμττ]. πδερτίµε-α (τ. Βεράτ. Περμέτ.) μπσερξτίμε-α -- ἴδ, δαμτῖνε-α -- ὄνα- στεναγμὸς (Ἐλθας,.). πσέσε-α. πληθ. α-τε -- ἴδ. φδεσξ-α., πσετίµ-ι (1) (ἀναγραμματισμὸς) -- ἴδ. ὄπετίµ-ι-- γλύτωμα, πδέχ ϱ. Ξ ἵδ. φδέᾷ β.---πόέχουρα -- ἴδ. φδέχζουρα Ξιχρύφα ποεχεσίρε-αΞ- ἴδ, φδεχεσίρε-α. (τ). πὸι] --ἴδ. φόῖ]. ποίκ ρ.Ξ- ἴδ, φδικ, μι ται ὰ .. ..” ο ή πούιε-α ει. φδίκε-α.---πδίκεζε-α-- φδίκεζε-α., ποῖκεμ -- ἴδ., φσῖκεμ. παθ, ια βλ πδίκ]ε-α--ἴδ. πλούδκε-α, φλούσχε-α (Βεράτ.) -- Ώουσλ]έκ]ε-]α (Καβ.} πέμφνξ, πομφόλυξ, ποίχεμ π«θ. τοῦ πδι] -- σχρόνω, πόίχεμ. παθ. τοῦ πδεζ -- φσο ο. σα” αν 11 |] σοι 'ὅσακις μετὰ τὸ πὸ ἀχολουθεῖ Φων]εν τότε τὸ π τρέπεται ρα. ς φ' ὣς παῖ] καὶ Φδι], πδέσε καὶ τας πδεγ καὶ φδεχᾷ, πσίκ καὶ φδικ, πδίκε κ.τ .λ. Αν ὅ Ώμιὼς ἄκολουθῇ σύμφωνον τότε τὺ π δὲν τρέπε- ται εἰς φ' π. χ. πδτέσ-έτ-έτ, πδτίελ, πο να]. ποτύμε-α, πὂτυμ, κ.τ.λ. α ν .. β ποτέσ. έτ- έτ (Υ. τ.) Ξ- ἐρείδω, ἀκουμθῶ τι καὶ απδτέσ-έτ-έτ, μεῦτεσ-έτ- μπα. ἔτ (Γ) κατ᾽ ἀποβολὴν τοῦ π' ἄόρ, πδτέτα-ε-ι "μετοχ. πδτέτε, πε- ὄτέτουνε (γ) πδτέτουρε (τ) παθ.--- ποτέτεμ, μπθτέτεμ, µεὂτέτεμ, (Υ). ποτίελ (Υ. τ Ῥιας]) µπότίελ, µεδτίελ, μεστῖλ (ὄυνῃρ.) -- τυλίσσω κοι- νῶς τυλίω, Χουλουριάζω, ---ἄὁρ. πτόλα-ε-ι, μετοχ. πδτιέλε, πδτιέ- λουνε (7) πΌτιέλουρε (τ). ποτιέλε-α, μπὂτιέλε-κ, μεὂτιέλε-α (Υ) Ξ- ἀνεμοστρόθιλος, συστροφη ἄνέ- μου 2) ὑδότων συστροφή: (δ. δάκουλ-ι, πορδςᾳ- δάκουλ-ι, ---ποτιελε- ζε-α, µπδτιέλεζε-α, μεὂτιέλεζε-α αλλ. α-τβ.---λέγετκι δεισιδαι.- μονικῶς καὶ έρε λ]ίγε, ζά]ε ου]κ-ου ἐξορκισμὸς τοῦ ἀνεμοστροβίλου, ---Ίά]ε ου]κ ε πδίκα κούκ], [ιμ]άμε, ε Ῥοξούρε (3 9 ἳ -- εἶδος χόρ- του)]. --- λέγ οντες ταῦτα πτύουσι τρὶς ἐπὶ τοῦ κόλπου αὐτῶν. ποτῖλεμ (γ. τ.) μπδτῖλεμ, μεστῖλεμ (Υ)Ξπαθ. τλίσσομιαι. πΌτο]-ῦν} (τ), μπδτῦ]- -Όν], μεστῦ] [Ἑλλην,. πτύω, Λατ. 8ΡΙΙΟ-Θ6Γ6] - πτύω' ἄόρ, πδτύνα-ε-ι (Υ) µετοχ. πδτύεμ (Υ) καὶ πστῦμ. (συνηρ.). ποτύµ {τ. Κζάθ. 3.) ἵπυμ-ι] µπδτυμ, μετ τὐμ. (Υ)Ξ:θυμιάω θυµιατίζω, 2) καπνίζω: ἀὀρ. πδτύμα-ε-ι, μετοχ. ποτύμ (Υ) τε πδτύμ-ιτε ϱ) οὐδ, -- -απεσμα, θυμίαμα. ποτύµε-α. μπὂτύμε-οι μεζτύμε-α (γ) -- πτύσµα, φτύσιμον. ποτύµεμ, μπὂτῦνεμ, μεδτΏχε εµ., ποτυζεμ. (Σ) -- πτύομαι , Φτύνομαι, πυβέσ-έτ-έτ καὶ πῦσ-Ότ-ῦτ -- ἐνωτῶ, νο. περγ]εγ]εμ.. πύκε-α (Βερά:..) πύλ]κε-ο (Τνραν.}, πύκλ]ε-α (Περμέτ.) πύχνε-α πληβ. "τε-.σφῆνα--ν]ε τδόχε ἀροῦ]ε κ]ε βενε νε πλ]άσετ πε) µε τδὰμ. ἀροῦνες σφῆνα., πῦλ-ι (Υ. τ) πούλε-α πυρ) [συγχο. φύλλον]-- δάσος, λόγγος. πῦσ-ῦτ-ῦτ (συνῃρ.) ἴδ. πύεσ-ετ-ετ. πὂτεμ: παθ. -- ἐρωτῶμαι. αι ο | -ρρρμ-μμα / 3 ἳ, . --- Ἱς --- ο. - μμ μονη αρ {-- μμ - η] ο α ώρα --. 4 α Ψ . ο με Ενω, 5.” ἵ------«πσ' ᾱ -.- - τα μμ... ο οὐ - - σ-------ο-ς.--- -- 5948 --- Γ (καθαρὸν ἢ φιλόν) ράδε-α (τ) -- ρριέὄτε-α (Υ). παν ῃ ραδίτ-ίτ-ίτ (Περμέτ.) ϱ. οὐδ. - συχνάζω. ὃ, ρεδπερό] (Υ). 2) ἀραδιάζω ἴδ, οριεῦτό] ()» ορεστό] (5). ραδίτεµ (τ) παθ. Ξ- ἴδ. οριεότόχεμ, (Υ) ορεδτόχεμ. /Σ). ραδοῦα-όϊ (Περμέτ.) -- τὰ πεζούλικ τῶν πετοώδων ὀρέων, πληθ. ρα- δόν]τε' καὶ ραΐὅτε-]α: πληθ, οαἴδτετε. οὰμ: (0ααἱ) µτχ. ἴδ. ρᾶνε (Υ) µτχ. τοῦ Ρίε. θᾶμας: (Υ) ἐπίρ. Ξ πεφτὰ [ῖὸ. Ῥίε-- πίπτω µτχ. ρὰμ]. ράμε-]α-- χαλκὸς (Τουρχ., Ώακερ) πληθ. ράμετε. ράµτε (ι-ε-τε)Ξ χαλκοῦς-Π- οῦν. ραμτούαρ-όρι (τ) ραμτούερ-όρι καὶ ραμιτοῦρ-όρι (Υ) -- χαλκεύς, ---ϱαμ.- τόρε-]α πληθ. ραμτόρετε ἆρσ. ραμτόρετε θηλ. ρᾶνᾶε (Υ) ρένᾶε (τ) ἐπιρ.Ξ- βαρέως, ἀντίθ. λ]έχετε.---με βιὲν ρᾶνας καὶ µε ῥιὲν οένᾷεξ- μοῦ κακοφαίνεται. ρᾶναε, (Υ) ρένᾶε (τ) (ι-ε-τε) ἐπίθ. -- βαρὺς-εἴα-ύώ, ἀντίθ. λ]ξζτε. (τε) οᾶναετε, τε ρένάετε οὐδ, -- ἡ βαρύτης. ---- τε οὔναετ ε δξουτ’ -- ἴδ, μᾶνθ-ι, ρᾶνᾶ-εμ (81) ἀάρ. οᾶνάα-ε-ι, μτχ. οᾶνᾶουνε. ἴδ. ρανᾶό]-όχεμ. ρανΙό] (Υ) οενᾶό] (τ)« βαρύνω τινὰ καὶ εἷἶμαι βαούς. ο1»4όχεμ (Υ) ρενἀόνεμ., -- βαρύνομαι, γίνομαι βαρύς. --- µε-τε-ι ραν(ό- ζετετ- με-τέ-ι βιὲν ρᾶναε (Υ) μ᾿ οὐρανάούα-- μ’ ἐρδι οὔναε. ρᾶνε (Υ) ϱἕνε (τ) οἆμ,. (ιά!) µτχ. τοῦ δἱε. ρᾶνε-α (Υ} ρέρε-α (τ) [Λατ. 8Τοηα]-- ἄμμος. πληθ. λείπει. ραπετίμε-α: πληθ. ραπετίµατε (Ἰταλ. ἳ βἰτορίίο). ρασό] (Ώρα) (Ἔουρκ, τουρθί). οἕ -- ἴδ. ορξ. ---- βὲ-ρξ (Υ) γαὶ ρε-ρξ (τ)-- παρατηρῷῶ. --ε πάδεπο σε βοῦνα ρξ-- τὸν εἶδα ἀλλὰ δὲν τὸν παρετήρησα.---- ε πάδε πο νουκ ε βοῦρα ϱρἳ (τ). ρέ-α: πληθ. ρἔτε (Σ. Ῥοράαμ) -- νέφος, σύννεφον, πληθ. οτε, καὶ ρἄτε (Δργυρ.) (παράθ. Ἓλλην. ρέ-ω). --- 9549 ---- (ε) οξ-]α: πληθ. τε ρᾶτε ἐπιθ. ἴὃ, ι-ρῖ-ου ἐπιθ. -- νέοζ-α., ἄντιθ. ε-θιε- τέρε-α. 9) νέα εἴδησις' ---τοτε σα κζμι; --τί νέκ ἔχομεν; α κέμι 5 -- β 5 .α Ἡ ἔ τι νὰον]ε τε οξ:--ἔχομεν κανὲν νέον; ---ἴψε-ρξ, ]οτ-ρᾶ, ε-οξ]ΧΞ- ἡ νύμφη ” κ 3 μ μου, Ἡ νύμφη σου, Ἡ νύμφη (αὐτοῦ }ἡ αὐτῆς) (οὕτως ὀνομιάζει ᾗ πενθερὰ τὴν τοῦ υἱοῦ σύζυγον). . ή . ἆ ., ρέγ]εµ: παθ. τοῦ ϱημ. ρεκ] -- ἐργάςομαν. . ρεγ]ενι-α (αάϊ -Ῥοσάαπ Σ), περενᾶῖ-κ (6 αἱ) πληθ. ϱε (ἡενίτε--Ἡ βκσιλεί«. ἄρθτε περενᾷϊῖα Ἰότε--ἐλθέτω ἡ βκχαιλεῖα σου” Μον μΏε- ρετεν!. ρέζμ-ι (Ῥοράαη) -- κληρονοµία. ρεζµετᾶρ- ρε η Ἶ - μι. με πα αμ. ι . ἷ κα ἄρα, οεζμε τορε-]κ θηλ. Ξχκληρονόμος. πληθ. εζμετ ἄρετε ἆρσ ετ ε ἄρετε θηλ -- Ἂ ., ε ε ] η ὑπάγω πρὺς παρη- ε ” ν - ἐπὶ ἀποθανόντος). ---παθ. ρεκόνεµ.Ξ-ἴδ. νεκόχεμ.. ζὰ ' ζμ οεκόν/ (τ)Ξ-ἵΐδ. νεκό] (Υ)’ βέτε πεοτε ϱεχο γορίαν (έ τ)- ρεχίμ-ι (τ «νεκίμ-ι (Υ) πληθ. ρέκίμετε. ρέκ]: ο.Ξ-ἐργάζομαι' µετχ. ρέγ/ε καὶ ρέγ]ουνε (Υ). ρέγ]ουρε (τ) ἀόρ. ρέγ]α-ε-ι. ---ρέχ] λ]εκούρατεξ-κκατεργάζοµ.κι τὰ δέρματα. οέμῦε (Ῥορά απ) καὶ οέμΏ]ε.---γ]άρπεν ρέμΏε-- ὄφις χαλκοῦς. -- ἀὖερ οέμΏ]ε-- θύραι µετάλλιναι. ρέµε-α (Ἔλθασ.) πληθ. οέµατετὸ ρεῦμχ τοῦ μύλου χὐλαξ ὕδχτος 6: οὔ]ι κ]ε ὅκὸν νᾶξ μουλῖτ τε ἀρῖθιτ.---- ἴδ. ορύμ.ε-α.. ρεμίτσ-ίτσ-ίτσ: ϱ. σκαλίζω. ρεμό] (Υ), εεμόν] (νά! ), οεµίζ (5) καὶ ρεµίχι ---ἴδ, γερμό] καὶ μιχ.-εεμόχεμ.-όνεμ, ρεμίλεμ.. ον. γερμόχεμ., μίχεμ.. (ι-ε-τε) οέμτε-ι-α-τε (ορ απ) βαν, -ᾱ οένα-ι (Ῥοράαπ), οένάε-α (Υ.)Ξἵδ. βράπ-ι (πληθ. ἄχρηστος). ρένα-ι (ορά απ) -- ἐποχή, χαιρός' ών ρένᾷ τε ἸΙουλ]ιάνιτ (ϱοράαπ) -- νάε κόχετ τε Ἰουλ]ιάνιτ [ὀρθότερον ρέντ-αν πληθ. ρένάετε]. ρένᾶε-α (Σ)) -- φορά, ἀράδα" κβτε ρένᾶε αὐτὴν την φοράν. ρένήε-τα.: πληθ. ο σατὰ τρίφτης.--- καὶ ρένεζε-α (Τνραν.) ἀντὶ ρέν- ἀεζε-α: πληθ. νώος ρενᾶε (τ) ἐπίρ. -- ἴδ. οὔνᾶε (Υ) ἐπίρ. ρενᾶε (ι-ε-τε) ἐπίθ. --οὄνάε (Υ) (1-ε-τε) ἐπιρ, ρεν(ό]-όνεμ (τ) -- ἴδ. ρανάό]-όχεμ. (Γ) -- βαρύνομαι, --.ς μμ. ... μ--- ᾱ--ἕᾱ------ εἰ ας τ κ ͵ ---..᾿.-.--ωτἷτἷτλλ πω ρω... - ---. ------αξτ-- ---- ....... ας τα ρενάό} (Υ) ϱ.-- σπεύδω, ἐπισπεύδω, ταχύνω" ἁπλοελλην, ἀφεντεύω" Ιαρένᾶα -- τρέχα ἄπλοελλην. ]. --- περσξ ρενᾷόν «τοῦ : (/) - διχτί τρέχεις ἔτσοι: - περσξ έτσεν µε ρένᾶε ατού: ἴδ. βραπόν] (τ) καὶ βραπετόν], φεγό] (Τυραν.). ρενζόµ, ρενἀόμθι (Υ: τ.), σε Ὠάδκου καὶ σε Ῥάδκουτ (Σ): ἐπίρ. - όρα- διακῶς, ἰδ. ρέν-ι, οέναε-α -- φορα, ἀράδα, σειρά. ρενε[δάκ-ου Ὁ Ὁ ο πληθ. ρεναδάκετε ρα. σα νου. οἔνε (τ) µτχ. ἴὸ. ρᾶνε (Ύ) µτχ. τοῦ Ὀίες- πίπτω. ρενεγό/ : (ας) ο, Ξ ἄρνοῦμαι, ---- ἴδ. μοχό]. ρεπάρα :’ (Ἀργυρόκαστρον) - 8, περπάρα.. ρεπάραζι (Α ἐγνρόκασες ον) --ἴδ. περπάραζι, ρέπε-α (τ)Ξἴδ, ορίκε-α (Υ) καὶ ρρίλ]χε-α κ (Τυραν.). θεπιέτε (τ) ἐπίρ. -- ἴδ. ὀρεπίτε (7) περρπῖτε (Υ). (ι-ε-τε) ρεπιέτε (τ) -- ἴδ. ἴπε-τε ρρεπίτε (Υ) ι-ε-τε περρπῖτε (Υ). (8) θεπιέεµ-ι (Βεράτ.) (ε) ρεπιέτεµε-]α (Βεράτ.) θηλ. -- ἀνωφερής. --- (1-ε-τε) περπιέτε (Λο Υυρόκαστρον). ρεπόδ, περπόδ ἐπ τἱρ. -- κάτωθεν, ὁπὺ κάτω. ορε (τ) µτχ. ἵδ. οε ρενε (τ) μτχ. τοῦ Ρίε -- πίπτω. ρέρξ-α (τ) -- τδ, οᾶνε-α (Υ) [πληθ. ρέρετε ἄχρηστος] -- ἄμμις. θέσε-α (Υ) [ρούα]] ἀφηρ. -- φύλαξις, προφύλχξις, ἐπαγρύπνῃσις, ---ρέ- σε-α: πληθ. ρέσατε [1ὸ. ρούα]] ι θόνε ατὶ βενᾶιτ νε λ]ούμτ κ]ε ῥούα]νε νάτενε περ τε Ζενε πέὄκουνε κουρ ρρΐᾷετ θεσπερό] : ϱ. οὐδ, -- συχνάζω ρὅὅτ (Υ. 141) ρ. -- ἀποσύρω, ο κρύος τινά, --- ρὲὃτ κ]έντε (Υ)Ξ- διώ- χω, σταματῷ τοὺς σκύλους ὅταν ὁρμῶσιν κατά τινος, ἵἴδ., πουρόν] κ]έντε (τ)' ἀόρ. μόνα ι΄ μτχ. ρέδτε καὶ ρεῦτουνε ). ρέδτει -- παραμερῶ, ἀποσύρομαι: ϱ) ρεότεμ (Τοσκ.) -- σ’ πεζα] (Υ) [ἐκ τοῦ Ἰεὂτ γίνεται ρέὃτ τροπῇ τοῦ Ί εἰς ϱ' ὡς {95ὶ () καὶ ρ0] (τ)] [ίσως ἐκ τοῦ Λατ. ΓΟΡΙΟΞ- παύω, σταματῶ)]. θέτ-ι καὶ οέντ-αι λος ε Σκόάρεσε) -- τάξις καὶ σειρά (λέξις Ῥλουϊκη) μὲ ρέτ - μὲ τὴν ἀράδα, κατὰ σειράν' 9) δικδοχικῶς (Ίουρκ. νορέτ' ἵδ. µε κούρε, µε κούραζε, (.) οἵ-ου πληθ. (τε) ρίτετ- νεος" ἀντίθ. (ι) βιέτε τερξ-ι, {ε) ρέ-]α θηλ. πληθ. (τε) οάτε-- νέα" ἀντίθ. (ϱ) βιέτεοε-α. ---υβδι - (τε) οἴ-τε: οὐδ. --ἡ νεότης' μΏε τε οιτ΄ τ ἸἹμ.ξ- εἰς τὴν νεότητά μου. ---- ε σκόθα τε τι νε ὃξ τε ζούκ]ε-- ἐπέρασα τὴν νεύτητά μου εἰς την ξενιτειάν. οίγε-α πληθ. ρίγατε (τ. Ροράαη) [Λατ. τοχ-σ]ς] -- βασιλεύς. θίζε-α πληθ. ρίζατε (1) Ξ- μανδήλιον ἄσπρον:. 39) οἱζ ε Ὠέρραθετ με Ἀ ΄ 3 -µ . διάµε χε κα πλ]ᾶναεσι περχ]άοκ.. οὔε, ρε, ϱὐε:. θόνε κουρ ναιέλενε ρόσατε. οία-νι (3) πληθ. φικάν]τε -- ροπαχ.-ουΞΞ ἆρσ. πάπια. ρίχε-α: πληθ. ρίκατε Ξ ρόσε-α Ξ ἡ πάπια κοινῶς. --- ρίκε-ο πληθ. ο η αν Π 3 α δω ῥίχατε (Υ) καὶ πούλ]ε ἀξτι -- ἡ ποῦρκος, Οίελ-ι: πληθ. ρίελε-τε (Αργυρ.) Ξ κ]ουμεδτούαρ-όρι (εἶδος χόρτου). ριέπ : ϱ.--γδέρνω. - ἄόρ. ρόποι-ε-ι μτχ. ριέπε καὶ οιέπουνε (Υ) ριέπουρε (τ). ριέπεσ-ι ; ρα. -Ώ γδάρτης" πληθ. ριέπεσιτε. ριέπεσε-]α θηλ. πληθ. ριεπεσετε, οιέπετεε ἐπίρ. - γδαρµένως. οιέπετε (ι-ε-τε) ἐπιθ. -- γδαρµένος-η-ον. οἶμτε (.-ε τε) -- πράσινος-η-ον ἴδ. (ι-ε-τε) γ]ελ]Ώερε-ια. ρίπεµ.: παθ. τοῦ ριέπ Ξ γδέρν,µκι, οίσ-ζι-- ἵδ. ορίσ-ζι -- ἡᾗ ὄουζα, [ ἓ Γὴ οίσκ-ου (Ἐλθασ,) - ἡ τύχη, ἴδ. φατ-ι κοινῶς (τὸ Ἀαλορίζικον). Ἶμα 8 θίστας (Υ) ρἰδταζε (Υ), οἰδτασι (Υ) οίσταζι (Υ) --νεωστί, ἔνχγχος' κά ἄρδουνε ριότοις -- Ἄλθεν νεωστί, ρίστε-Ία. πληθ. ρἱὅτετε-- τραγανὰ (ζυμαρικὰ) ξηρὰ φύλλα ἐκ ζυμαρικῶν. οἵτε (1-ε-τε) (Σ) ἐπίθ. -- ὑγρός-ά-όν. ροῦενί-α (Υ) ροΏεοῖ-α (τ) -- αἰχμαλωσία, σχλαβιά πληθ. ροβενίτε (1) ροΏεοίτε (τ). ροὔῦενίδτ () ροΏερίδτ (τ) ἐπιο. -- κατὰ τρόπον αἰχμαλώτων. ροὐερέδε-α, ρωΏίν]ε-α (τ)-- ἡ αἰχμάλωτος, σκλάβα δούλη, πλ. οοΏς- ῥέσατε, οοβίν]ατε [Σερδικὰ οοβίν]α -- δούλη]. ϱογ/)έ-]α ἵ τ Ἡ πληθ. ρογ]έτε.---ρᾶ ν]ε ρογ]ξ ἂε µαλ]τ.---κόκ]ε ρογ]ξ. ρόδε-α, ρούδε-]α (Άργυρ. τ. Υ.) εἶδος φυτοῦ φυομένου εἰς τὰ χωρά- φια, ὕπερ προσκολλᾶται εἰς τοὺς διαθαίνοντας. --- μ’ ουΡξ οόδε -- ἐκόλλησεν ἀπ᾿ ὀπίσω µου. ρόε (141) ἴδ. ο0ξ, ϱἳ [βξ ορ, βὲ ρὲς- παρατηρῶ]. --- 505 --- ρό[ε-α () πληθ. οό]ατε καὶ ου]ῖ-α πληθ. οο]έτε-- τὸ λαδεοὸὺν κοιν, καὶ ρογ]έ.--- ἴδ, κάνάρε-α (Τνραν.). ρόΐκε-α (τ)-- Ὀλ]έτα κ]ε ἴκεν πληθ. ρόϊκατε. ροΐτ : (τ) ϱ.Ξ φεύγω [ἐπὶ μελισσῶν κατ’ εὐφημισμὸν) ροΐτι μίζ ε Ὀλ]ε- τεσε -- ἀόλ]ι μίζ ε Ὀλ]έτεσε.---- ροἵτι Ὀλ]έτα πρέ] σγ]όϊτ-- ἆόλι α ουτδούςα Ὀλ]έτο, πρε] προς Ῥλέτα πλ]άκε. --(κατ εὐφημι- σμὸν) µος ροΐτε:-- μη ἐσάλεψεν ὁ νοῦς σου: (µος τε ίκνε μνρη, ] (ι-ε) ρόϊτουρε (Περμέτ.) κθίσ α μοῦρ ι ρόἵτουρε-- τοῖχος ἑτοιμόρροπος. ρόκ-ου (οοσ4 απ) [Ίταλ. Ια ἀοίουπιιπαΖΙοπο]. ροµάν-ι (Πεομέτ.)-- ἴδ. δούλ]το-ι πληθ. φοµάνετε. ρόν]ε-α (Υ. Ῥορᾶαπ) [1δ. ρουάν]] ὄνομα περιληπτικὸν 5 φυλακή, | η " | ' ! | ] | Ἱ ι φρουρὰ Ξ οἱ φύλακες, (πληθ. λείπει). ρόν]εσ-ι (Υ. Ῥοσά απ) πληθ. ρόν]εσιτε-- φύλαξ.--- ἴδ. ρούα[τεσ-ι. ρόπ-δι-- αἰχμάλωτος, σκλάβος. όσε ληθ. οός ) πάπια (ἤμερη) ϱ -- (η οιό ρόσε-α πληθ. ρόσατε (Υ. τ) πάπια (Πμερη) ϱοσ’ ε εγρε 5 ἀγριόπαπια καὶ ροτσάκ-ουΞῖδ. ροσάκ-ου, πληθ. ροτσ ράνην οοὔαν] (τ) { Ἑλλην. ούω] ρούεν] (ραάἳ) ϱοῦ] (συνηρ.) Ξ- φυλάττω, προ- φυλάττω.--- ρούα]-νὰ Ἴδτς- ρούε]-να Ἴδτ-- οού]-να Ἴδτ -- Θεὺς φυ- λάξαι.---τε ρούα]τε Ἴδτι, τε ρούε]τε Ἴδτι, τε ρού]τε Ζδτι- ὁ Θεὺὸς νὰ σὲ φυλάξη.---ρούεν]εμε (141) Ξρούε]με (Υ) Ξφυλάττομεν. οοὔᾷεμ: παθ.-- φυλάττοµαι, προφυλάττοµαι. / Ἶ . “9 5 : ω [αι . Γ β 5 ρούα]τεσ-ι ἆρσ.Ξ ὁ φύλαξ, ροὐα]τεσε-]α θηλ. πληθ. ρούα]τεσιτε ἆρα. ρούα]τεσετε θηλ. Ξφύλαξ. καὶ οούε]τεσ-ι ἆρσ. ρούε]τετε-]κ θηλ. πληθ. οούε]τεσιτε ἆρσ. ρουε]τεσετε ο ο Εαν. - θηλικὸν Ξ- φύλαξ. ρούῄτεσ-ι ἆρο. ρού]τεσε-]α θηλ. πληθ. οοὐ]τεσιτε-ετε Ξ- φύλαξ. ρόν]εσ-ι (Σ. Ῥοράαπ) θηλ. ρόν]εσε-]α πληθ. οόν]εσιτε ἆρσ. βῥόν]ε- σετε θηλ. Ξ φύλας. ρουνγγάλε-α ἕ ξ ἓ οούᾷο-ουα (Αργυο.)Ξ- ἀαδ ρούτ -- κριὸς µε μαλλί. οοῦ(ο (Υ). οούτ-ι (Υ)Ξ χακτσαροµάλλης λ]εδ-ρούτλ]εδ ι λ]εμούετε. ρουῦγ]έρ-ι (Ἓλθασ.) - ραγδαία βροχή. οούδγ]ερ: ἐπίρ. --ρᾶ ν]ε δῖ ρούὄγ]ερ-- ἔθρεξε ραγδκίως. οῦ/ (Άργυρ.)Ξ ἴδ. 9] (/) -- εἰσέρχομαι. 3 να. ---υ.- ολ ---- μα α . --- 368 --- (ὑγρόν ἢ τραχύ). ορᾶ-νι (Ἔυραν.) -- λ]ἄνγου ι ορᾶσκεσε κἷε ὅτίενε νε τ᾽ ΒμΏελ]ιτ (ναε ο... Γἰ .. . αι { μα- πρ κ]ουμεστιτ) περµε {νε ἀιάθε (πληθ. ρρᾶν]τε ἄχοηστος). ϱ0αττε πληθ. τοῦ ρρξ-]α καὶ ρρᾶ-]α (Αργυο.)5-ἡ ἕλμινς κοιν, λεβίθα.. ΨΑ α ᾳ ο . . ιὸ, ροεᾷι" πληθ. ρρενχεν]τε (Περμετ.). μαι μ . τι - κ π] ως ο 1. ο 14 ωά Ανκν ορᾶξε-α (γ. Ὀοράαπ}, ρράᾷσε-κ (Σ{ ορεζε-α (τ) πληθ. ρράζατε, ρρά- ἄσστε, ρρεζατε --ἡ ρίζα (κυρίως τοῦ βουνοῦ) οοχζε μάλ]ι καὶ ρρε-ε , ω Ἶ [ ᾿ Γ μάλ]ιξ-ριζοθουνιά, εἰς τοὺς πρόποδας τοῦ ὄρους. ---- ροζ ε μάλ]ιτ καὶ ρρεζ ε µάλ]ιτ ἡ ρίζα τοῦ βουνοῦ. β 5, Π µ . ρρά]ξε-α πληθ. ρρά]ζατε (Σ) -- σκώληξ. καὶ κρύμπ-Ών' ὀνομάζουσιν οἱ Σκοδοιᾶνον µόνον τὸν μετοξυσκώληκα" ἴδ. ορθ-]α ---- (Αργυρόχα- στ ρον). . οράκ]ε-]α (Υ. τ.) πληθ. ερακ]ετε--τὰ εὐτελῆ ἔπιπλκ Ἄ γενικῶς Έπαντα η απ τὰ ἔπ,πλα" [ἕλλην. οἄκ-ος] ἴδ. τέὄκτε (Σ) καὶ πλ]άτόκατε (τ). θάλε Λατ. ΤαΥΙΙΒ] ἐπίρ. -- απανίως 2) ἁρχιὰ (ἁπλοελλην.) πο ο ο.μ.. ράλ᾽ ε πευμδλ. ἀντιθ. 1) ὄπεδ. 9) ἀένάουρ καὶ ἀένάουνε (Υ). τν ράλε (ι-ε-τε) ἐπιβ.-- σπάνιος -α -ον---ᾱρκιὸς -α -όν. τε οράλετε οὐδ.-- ο πσαες Ἡ ἁραιότης. οραλλόν]-ό] ο. ἐνερ.--ἀρκιῶ, ἀρχιόνω᾽ ἀντιθ. ὄπεδό], ἀθντ (1) ἀέντ (τ) ρθαλόνεμ-όζεμ παθ. ἀρφιόνομαι. τρ λημι ο ο Ὁ . . 3 - - .ν α κς πμ. ο ἴν νο 8 ν ρρᾶν]ε-α (Υ) πληθ. ρρᾶν]ατε, ρρεν]ε-κ (τ.) - Ἡ οιοκ τοῦ ὀενδρου. --- [ . ΑΡ κ . έ η ρίζα τοῦ δενδρου.---ζ8 ορᾶν)ε σε ρρεν]ε (τ) {οιζόνω, πιάνω ρίζα. 9) ορᾶν]ε-κ-- καταγωγὴ οοᾶν] ε ε ΡΕΕΝ] ας πμ ρα σπα ρκο. ας ο -. - ατῖ νἹερίου--ή καταγωγη αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου, νγκεκα οράν]ενε;-- πήθεν κατάγεται : οράπ-ι πληθ. ρράπατε καὶ ρρέπετε (Αργυς.)- πλάτανος. η] π. η Ἱ - π Ι .. 3 .. ο μ . Ἱ θθαπίστε -α-ῥεντ µε δοῦμε οράπκ.---πληθ. ρραπίδτατε, ρρασθούα (Ώίρρα) 299 [-- ἐργκλειό, αθλιµέντ. ρθάσε -α πληθ. ρράσατε (ἑλλην. λκκς-λᾶς]--πλὸξ -κός. ΄ ὃν ορασκαπίτεµ ϱ. οὐδ.Ξ- ὑπεργηράσκω. ΛΕΞΙΚΟΝ ΑΛΗΒΑΝΟΕΛΛΗΝΜΙΚΟΝ ΑΗ) - 504 --- ρρᾶσκε -α (τυραρ.)--ρράνε -α πληθ. ρρᾶνατε ϱρᾶνε ἀιϊᾶθι -- πητιὰ κοιν, δι’ ὥς πήζουσι τὸν τυρόν. θθάσκεσε -α (Έυραν.) πληθ. ρράσκεσατε ὑποχορ τοῦ ῥρᾶσκεςμούλεζ ε θᾶτε πρ] κ]ένγ]ι τε κερφῖτε πεο µε ζᾶνε ἀϊάθε, χουν. πητια καὶ ο. δκ]έλ]τσε -α (1) πληθ. δχ]ιλ]τσατε. οραδκ]έλ] -ι (Ἑ)-εν]ι φάρε σφούρκου κ]ι μΏελ]έδινε Ῥαρ. οράδ (Σ) --ρράφὃ (κατ ἀποθολὴν τοῦ φ πρὸ τοῦ ὅ- ρράφὃ ἐπίρ. , ρραφσό]-όχεμ.. ρράδτε -α, ρρᾶὄτ-ι (Καθ.) ρρεὄτε-α (Υ), ορεότενε-α (Υ) πληθ. ρρέὄτε- νατε. -- κόκκαλον, ὀστοῦν. ---- ἴδ. ἀδτε-α, ἐδτε-κ οράφδ-ι (ἠακόθα) ἵἴδ. φούδε-α Ξ- πεδιάς. ορἀφὃ ἐπίρ.Ξ τουρχ. ἀὐστε. οράφ (Υ) ἴδ. ρράχ [σύγκρινον ἕλλην. ῥαπ-ίζω, ρά6-δος] ροάφδ, καὶ οοούε (Σ) ἐπίο.-ἰσοχειλὲς (ἐπὶ γεννημάτων)-μΏουδ-ε ρρᾶἄφὸ καὶ μΏουδ-ε ρρούε (Σ)-γέμισον αὐτὸ ἰσοχειλές. ἴδ, μΏούὃ περ Ὀούζε (ἐπὶ ὑγρῶν). οραφδετίνε-α (Ῥοράαπ) -- ἐπίπεδον πληθ. οοαφδετίνατε. θραφδόν]-ό]-- μΏούδ ρράφῦ (ἐπὶ γεννημάτων καὶ ὀσπρίων), παθ. ρραφ- δόνεµ-όχεμ.-- μΏούδεμ. ρράφδ. οράφεσ-ι (Υ) ἆρσο. ρράφεσε-]α (Ύ) θηλ. καὶ ρράχεσ-ι πληθ. ρράχεσιτε ὀνομάζονται ἐκεῖνα τὰ ψάρια τὰ ὁποῖα βατεύονται, ατά πὲδκ] κ]ε ρρίζενε --τὰ φάριχ ἐν καιρῷ τῆς βατεύσεως.--- “πληθ, ρράφεσιτε ἆρμ. ρράφεσετε θηλ. οράή (Υ. τ͵) (Σ] ρράφ () ϱ. ἐνεργ. -- δέρνω᾽ τσο]απ ι ορόχουρε καὶ το]απ ι ἀρέδουρε (τ)-- τράᾶγος εὐνουχισμένος 2) ρα Ἀταμβόλινε, Μισίρινε χ.τ.λ. ἐμπορεύομαι µε τὴν Κωνσταντινούπολιν, μὲ τὴν Αἰ- γυπτον κ.τ.λ. ϱράᾖ-ου:. πληθ. ροάχετε -- ἴδ. κ]ιλ]ίσμε-α' τσέλ] οράᾷ -- ἀνοίγω κύ- λισμα' κουρ πρέσενε ναον]ε πύλε α ναον]έ ζαβέλ], α νάον]ε βέντ ἀΠέρρ, α νί δκούλ]ενε ρρεν]ατε ε κερτδοὐν]τε, πραμξ ε πουνό]ενε Ῥὲ- Ίενε αρε α βεῦτε. ρράχτσε-α (Σ)-- πουρτέκα ε ποὐὔκεσε πληθ. ρϱράζτσατε. ρράχεσ-ι ἆρσ. ρράχεσετε θηλ. καὶ ρράφεσ-ι (Υ) ἆρσ. οράφεσε-]α θηλ. πληθ. ῥραζέσιτε ἄρα. ῥράχεσετε θηλ. - αὖ, α]ό κε ρρέχ. --- δ6ὔ --- ορξ-Τα (Ἔλλθασ.) ορᾶ-]κ (Αογυρ.), ορέζε (Περμέτ.) πληθ. ρρέχενίτε καὶ Ῥουβάδιτε πληθ. (2). ἡ ἔλμινς-θως κοινῶς λεβίθα., ορεθέδ-ι-- καταστροφή" (Πεομέτ.). ορεγόδτε-α (Σ) -- ἴδ. ορογός-ζι (τ) -- ψάβκ' [ἕλλην. οίψ.]. ορέγουλ-ι πληθ. οοἑγου]τε (Σ) -- τάξις, ορεγ]άκ-ου (Περμέτ.) ἆρα. ορεγ]άκε-]κ θηλ.Ξ-{(ι-ε) πἰτσεροξ-ι-α πληθ. ορεγ]άκετε ἆρσ. ρρεγ]άκετε θηλ. ἴδ. ο. ορέγ/]όν]- ὁ] -όνεμ- ] ν οϱΕγ]έ] (Τυραν.)Ξ- ἀκτινοθολῶ" λ]εδό] ορέζε. πο Ξς τα | τληθ. ρρεγ]ενίτρ' ἴδ, μΏερετενῖ-α, περενατ-α (ομα1). ορεγ)ενό] : ρ. - βασιλεύω.-- ἴδ. μΏερετενό]. ορεγ)ό»]-ό] (Υ. τ.) Ξ- σμικρύνω. ἐλαττόνω. ἀφαιρῶ: ἵδ. πιτσερρό] -όχεμ.. ορεγ]όνεμ-όχεµ: παθ. σμικρύνοµαι, ἐλαττόνομαι, ἄφαιροῦμκι'--σκ τε ορίτετε ρρεγ]όνετε-- ἀντὶ νὰ μεγαλώσῃ σμικρύνεται. ορέδε-α (Σ) ΞΞ ἴδ. οριέδε-α. πληθ. ρρέδατε. ορεδό]-όνεμ (Άργυς.) Ξἴδ. ορεθό]-όχεμ. ορεζξ-]α (Οιιᾶ] Τοσχ.. πληθ. ορεζἕτε [Άκτ. τα] -- ἀκτὶς (ἡλίου) καὶ ρρέζε-]α (Υ. Ὀοράαπ) πληθ. ρρέζετε΄ ορέζετ᾽ ε ἀίελιτ-- αἱ ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου" λ]εδόν ρρεζε ἀκτινοθολεῖ, ορεζίκ-ου : πληθ. ρρεζιε]ετε-- κίνδυνος [γραικ' τὸ οίζικο- ἡ τύχ»]. (ι) ορεξίκδιµ-ι ἆρσ. ε ρρε(ἰκδιμε-]α θηλ. ἐπικίνδυνος. ορεζµίµ-ι (Δυρράχιον) -- τεινεσμὸς πληθ. ορεζωίµετε, οοεζόν] (ριά]- Ῥοσάαπ Τοσκ. οοξ(σό] ()Ξ Ἀ ημνίζω (ἐπι ὶ ἐμ αν. κ χὶ ἀψύχων [ἐχ. τοῦ «ρέζε-α (τ) ῥράζα-α()] ορεζόνεμ., ορε(σόχεμ.(Υ) πα με οοεάσόϊ κάλ]ν, Ύομαρι μούδκα κ.τ.λ.Ξ-ου ορεασούεῦ η να πρ] γομάριτ, πρε] μιούσκεδξ -- ἐκρημνίσθην ἄποὸ -ὂ ἄλογι . Ύομα οι, μουλάρι ουρρξᾷσούε καλ]ιτ ἐκοημνίσθ: ὁ πο μίας μιοῦοι Ξ ἐκρημνίσθη ὁ τοῖχος. ορέὺ-ι καὶ ροεθ-δι (Αργυρ.) πληθ. ϱ άθετε-- τὺ στεφάνι, ὁ κρίκος, πε- ριφέρεια χῦνι (}) χσοι (τ) νᾶε ορέθ τε δύκεθετ-- εἰσῆλθεν εἰς τν κοινωνίαν, ϱρέδ.' ἐπιρ.Ξ- τριγύοω, πέριξ, ὀλόγυρα. ---καὶ ορότουλε, τόροε (Ώκρῦκτὸ) αρχ, ϱ0εθ ε ορότουλε, ρρεθ περ Ἀ]κρα, περλ] σοκ. κ]αρα παβχ]20Ν. 089 ὄτεπίσε-- ορῥότουλε ὄτεπίσες πε, κ]κοκ ὄτεπίσε- πέοις τῆς οἱ- -- ορθ --- κίας.--- βίν] ορότουλεξ βίν] ρρεθ. ε ορότουλε,--βιν] περκ]άρκ-- βιν] -- κ]αρχ περχ]άοχ Ξ τριγυρίζω. ορέδας: ἐπιρ.Ξ κυκλικῶς, κυκλοτερῶς, ορεδόν]-ό] ο. ἐνεργ.Ξ- περικυκλόνω, 9) θέτω στεφάνια εἰς τὰ βαένιο’ παθ. ροεθόνεµ.-όχεμ.-» περικυχλόνοµαι. [ α ορεὺ-πρέσ: ο. ἐνεργ.-- περιτέµνω, πρέσ λ]άφδενε (Τουρκιστὶ Ῥα] συνέτ) β' μ παθ. ϱρεθ πρίτεµ.-- περιτέµνομαι, ----ι ρρεθ-πρξμ-ι (Υ) ι ορεθ-πρερε-ι ω Ἰσαση .... 3 ο -- ο . (τ) -- πβριτετµ.ημένος.----ἄντι). ι παρρεθ-πρξμ.-ι (Υ), ι παρρεθ-πρερε-ι (τ) -- ἀπερίτμητος,. ρρεῦ-πρέσε]ε-]α:. πληθ. ρρεθ-ποέσε]ετες- περιτομή ος ελο νον παν ρε πρασα]σςς λάμα Ε ορξ/ (Υ) γεν]εν] καὶ γεν]ε] (τ) ΞΨψεύδοµαι.---θεµ. ορᾶνα 9) ϱ. ἐνεογ.Ξ ἀπατῶ, ἐξαπατῶ τινά παθ. οἔχεμ. (Υ) γεν]έχεμ. (τ). ορέκ: (Υ) ϱ. ἐνεργ.Ξ κάµνω τινα νὰ κουρκσθῇ, τὸν κουράζω: ε ρρέχα τέπερ ατέ ν]ερὶ νγ]ερσᾶ τ)ι ]α ἅπ-- τὸν ἐκούρασα πολὺ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπον ἕως νὰ τοῦ τὸ δώσω.---παθ. ρρέκεµ. 5 κουράζομαι. . αι ορεκά]ε (Καθ.) ἐπιρ. - ποσὶ ρρεκξ, ποταμ.ηδόν, κρουν ηδόν. α ας ν - κι κ - .. ώμο 8 ο. ορεκξ-α:. πληθ. ρρεκἔτετ-ρύαζ-ακος.--ρά ὅτ ρρεκξς ἔπεσε ραγδαίοι / Ρροχη. ά . πω . . ι - π | 3 : τν .... -. β . α “ ορέκεµ : (Υ. τ.)Ξ πικ]εμ. τέπερε (ἐπὶ ὀπωρικῶν) ουρρέχνε φἰκ]τε. ῥ ορέκ]-γ{ι (141) -- ἴδ, οίγε-α. ορεκ]έδεμ (Ἔλθαςσ.) ο. οὐδ. ἀνατριχιάζω" καὶ τερχ]έθεμ. (Κα6.) κ]έθεμ. (5), νγ]έθεµ. (Βεράτ. Περμέτ.) μ ου ρρεκ]έθ µίδτε- μ’ ου τερκ]εθ μίστεξ μμ ουνγ]έθ µίδτε ορεκ]έδετε (πληθ. ὁ ἐνικ. ἄχρηστος)]-- ἡ ἀνατριχίασις. ορεµάλ-ι (Περμέτ.) ἀρσ.---ρρεμάλε-]α θηλ. --ἴδ. οοἔνεσ-ι (Υ) ε-]κ θηλ. ορέµεσ-ι (τ) ροέµεσε-]α-- ἰδ. ρρένεσ-ι-ε-]α πληθ. ρρέµεσιτε ἆρσ. ϱρρεµε- σετε θηλ. (ι) ορέµ-ι ἆρσ. ε ρρέµε-]α θηλ.-- ἐπιθ.Ξ ψευδής: ψεύστης' προφίτ ι ϱρεµ-- ψευδοπροφήτης᾽ πληθ. τε ρρέµιτε ἄρσ. τε ορέµετε θηλ. ορέµε-{α (τ)-- ἴδ, ϱρξνε-α (Υ)’ πληθ. ρρέµετε. ορέµθατε πληθ. (Ῥοράαπ) - τὰ χουπιὰ []Ίτκλ. Τοπ]. ορεμθέ] [Λατ. ταρῖο ταρίο]-- ἁρπάζω, Περαιστὶ ρουΏαά]α-- ἁρπάζω" ϱ, ένεργ. Ξεἁρπάζω, ὑφαιροῦμαί τι, ορεμθέχεμ παθ, ἁρπάζομαι:. 3) ἀφαοπάζομαι.----μος ου ρρεμΏέ ατού -- --- ο5 --- μή ἀφαρπάζεσαι χατ᾽ αὐτὸν τὸν τοόπον.--Ὠούκα ου ορεμΏύε πρέ] ζἹάρριτ, ----λ]αχνόρι ου ρρεμβύε πρε] ζ]άρριτ. ορειιθέσε-α. πληθ. ορεµΏέσατε καὶ ρρεμΏίµ-ι -- ἁρπαγή, 92) ὁρμὴ τοῦ ρεύμκτος, πληθ. ρρεμΏίμετε [--ἁρπαγή, γαριάαβ--ὁρμητικός, βίαιος]. ορεμὐούλε-α (τ), ρρεμ,Ώού]ε-α (Βεράτ.) πληθ. ρρεμΏούλατε καὶ ορεµ.- Ῥού]ατε-- ἅρπαγὴ (ἐπὶ πραγμάτων) ἴδ, πλ]αάτδχε-κ-- λάφυρον. (1-ε) ορεμθύεδιμ (Υ) καὶ ορέμ.Ὀὐδιμ. (συνῃο.) -- ἁρπακτικὺς-ή.--- ν]ερί ' οοεμΏύεδιµ. -- ἄνθρωπος ὅστις ἀφαρπάζεται, ----- οὐ]ε ι ορεμΏύεδιμ. -- Ἀλεμμένον νερὸν (μαγικῶς) διὰ ἰατρικόν. ορεμύ]έρε-α (Τοσχ.) 338 (ἁρπαγή, λεηλασία). θρέµπ-ὄι (Υ) [καὶ ρρέµ-ι κακῶς] πληθ. ορέμΏατε -- κλῶνος, Χλωνᾶοι, | Ίπαλ. ΤΑΠΙΟ] καὶ ρρέμπ-Ώι (τ), ἀέγε-α πληθ. ἀέγατε καὶ ρρέµπ- ὃν (τ) πληθ. ρρέμΏατε-- τὸ ρεῦμα τοῦ ποταμοῦ -- ρρέμπ’ ι λ]οῦμιτ. - έρδι λ]οῦμι ορέμα θρέμΏα Ξ ἐπλημμύρησαν τὸ ρεύματα τοῦ πο- ταμοῦ.--- φυτύρ' ε ατῖ κ]ξ ρρεμ,Ώας, ορέμΏα το πρὀσωπόν του Ἴτο (θωριαῖς, θωριαῖς) ὡς τὰ ρεύματα τοῦ ποταμ.οῦ. ορέμπῦ-ι καὶ ορέμθύ-ι (αἱ) [κακῶς ἀντὶ ῥρέμπθ-ι] -- κλωναράκε, ἵδ, ρρύμ.-ι (1), ορύμε-α (Καθ.) καὶ Ὠίσκ-ου, --- ν]ε ορέμπθ ουλῖνι -- ἕνα Ἀλωναράκι ἐλαίας, ορενάσάµ-ου (Περμέτ.) ρρενάσάκε-]α θηλ. πληθ. ρρενασάκετε ἆρα. ρρενάσάκετε θηλ. ἴδ. ρρεσάκ-ου-ε-]α -- ππασµέγος (ἐπὶ ἀνθοώπου). ϱρε»σόνεμ (Περμέτ.) -- ἴδ. ορεᾶσόνεμ. (Περμέτ.). (.-ε) ορεναάσούαρε (Περμέτ.) --ἴδ, ι-ε-ρρεάσούαρς, θρξνε-α (Υ. Ῥοράατ) ορέµε-]α (8) πληθ. ρρξνατες- ψεῦ ἀπ) πλαστόν, ως. - ἂν πα ῶ υπ μ] πω κω πμ” αι, ο. ο ο] - Ι ορξνεσ-ι (Υ) ἄρσ. ρρᾶνεσε-]α θηλ. Ξ- ψεύστης, ψεύτρια. πληθ, ρρένεσιτε ἄρσ. ῥρένεσετε θηλ.----καὶ ρρενατσάκ-ου (γ) άρα. ορενατσάκε-ἷα θηλ. πλ. ἆρα. ρρενατσάκετε, θηλ. ορενκτσάκετε καὶ ορεντσάκ-ου ἆρα. ϱρεν- τσᾶκε-]ο θηλ. πληθ. ἆρσ. ροεντσάκετε θηλ. ορεντσάκετε, καὶ γεν- ὰ ει Ελλ. ε.α ιἳ, 1Ξ 5 β 3 ... .φς-- . -- ο, 3 α Β . ͵ Ἰεστάρ-ι (τ) ἆρσ. γεν]εδταρε-]α θηλ. πληθ. ἄρσ. γεν]εδτάρετε, θηλ. γεν]εδτάρετε. -- καὶ ορεμάλ-ι (ΠΠερμέτ.) ἆρσ. ορεµάλε-]κ θηλ. καὶ ορέμέσ-ι (τ) ἆρσ. ρρέµεσε-]α θηλ. πληθ. ορέµβσιτε ἆρσ. ρρέμεσετε θηλ. Ξφεύστης, ψεύστοια" καὶ ορένκ-γου (Υ) ῥρένκ-γου (τ) πληθ. ' ῥρένγ]ετε (Υ) ρρένγ]ετε. ποα-. παρα ασ μα -ᾱ- -ᾱ- μηκών” τε ---- --- ο τ σον . Σαιν τμ μις ο). -- ο βιονν ἡμλινας ως. ο ---ὲ- κ απο. σταρ | -- 908 --- ορενό] (ραά1- Ῥοσάαπ) (Σ) ϱ. ἑνερ. Ξ- καταστρέφω, ἀφανίζω. 2) κρη- μνίζω. ἵδ. ορεζόν]-ρρεᾶσό] [Τταλ. γαπατο] ορενόχεμ. παθ. ορενό] (Σ. Ῥοσάαπ) 3 ρρνό] Ξ ἴδ. ρρόν] ἡ ρρό] --ζῶ. ορενίµ-ι (Σ. Ῥαάἱ-Ῥοράαπ) πληθ. ορενίµετε-- Καταστροφή, 2) γκρέ- µισμα, κρημνός. (τε) ορενούεµετε: πληθ.Ξ-τε ρρεάδούεµετε, ϱ) ἐρείπια, καὶ γερμάδε-α (τ) πληθ. γερμάδατε. ορεν]όσ (τ) ο. 333 ορεν]όσεμ. (τ), δενάέτι ἰμ. ουρρεν]όσ Ξ- ριζόνω. ρρέπετε (Υ. Σκόᾶρα) ἐπίρ. --ἵδ, ορέφετε (Βεράτ.) ἐπι. (ι-ε) ορέπετε (5. Υ) [Δατ. ταρίάι1β) ἴδ, ι-ε ορέφετε. ορεπετόχεμ (5. γ) [λατ γαρίο-θγ6] - ἴδ. ορεφετόνεµ. (Βεράτ.). ρεπιέτε (τ), ορεπίρε (Βεράτ.), ρρεπῖτε (), περρεπίτε (Υ) - ἀνωφερῶς, κοημνωδῶς.--- ρεπιετε μάλ]ιτ. (ι-ε) οεπιέτε (τ) ορεπίρε (Βεράτ.), ρρεπίτε (Υ) περρεπίτε (Υ) ἐπίθ. - κοημνώδης, ἀνωφερής, κατωφερής. -- βέντ᾽ ι ορεπίτε (Υ) Ἡ βένι πεορεπῖτε (Υ) - τόπος κατωφερῆς 3 ἀνωφερής,--μάλ] ι οεπιέτε (τ) Ξ ὄρος ἀνωφερές, χατωφερές, κρημνῶδες. ορεπίνε α (Υ) ορίπε-α (τ)-- ἀνωφέρεις, κατωφέρεια, κρηµνός, πληθ. ρρὲ- πίνατε (Υ) ορίπατε (τ). ορεσόκ-ου (Περμέτ.) -- λωρὶς ὑφάσματος. καὶ ορετσόκε-]κ (Βεράτ.) - οούπα ρόΡεὂ, πελ]χούραῦ.--- οοίσχε-α (Ἠλθασ. Τυραν.) καὶ ρρίτσκε-α πληθ. ορεσόχετε, ορεταόχετε ρρίσκατε ορίτσκατε Ξ- λωρὶς ὑφάσμα- τος. ---- Υ]ϊ ορίσκε πελ]χούοε Ξ- λωρὶς ὑφάσμκτος.----υ]ῖ ροΐσκε δξου -- λωρὶς γῆς. ορεδά]ε-α (Σ) Ξ ἴδ. νεπερχε-α (τ) πληθ. ορεδά]ατθ. ορεδᾶνε (Σ) ἐπίρ. Ξ ἵδ. ρρεὀκ]ᾶνε (ραά1-Ῥοράαπ) ἐπίρ. ορέδζᾷε-α (Περμέτ.) πληθ. ρρδᾶατε Ὑχὶ ορέὂτε-τε () πληθ. «- τὰ σκου- λαρίκια τῆς γίδας τὰ ὁποῖκ κορέµανται ὑπὸ τὸν λαιμόν. --- ϱρέ- ὄτετ᾽ ε δίσε -- τε ἀὐ βάθετ ε δίσε κε ι κᾶ ναενε νόφουλατ. ρρεδέκ-ου (3), ορεδίκ]-ι (Β) πληθ. ορβίκ]ετε καὶ κατσίκ]-ι πληθ. κα- τσίκ]ατε [ῖδ. κοιν. τὸ κατσίκι ἐξ οὗ γίνονται οἱ ἀσκοι]-- ἀσκὸς χοιν. τὺ ἀσκί, ορεδίνε-α (Μιρεάίτκ) -- ἡ οητίνη κου. ρετσίνα [ά9λ. γ]ἔνιτ (Υ) -- ἆρλ'ι ϱγ1ἔριτ (5) ) καὶ ρρεδι-νι (3) ερεδίρε-α (τ. Περμέτ.) δίρε-α (Περμέτ.) -- 909 --- δτ-νι (Τυραν.) καὶ αρθλν-ι, δίν]ε-κ (Έλθασ.) πληθ. ορεδίνατε, ορεδίν]- τε, ερεόίρατε, δΐίρατε, ὄϊΐν]-τε, δίν]ατε. ορεδίζε-α (5) -- ἴδ. ρρεσκ]ίτε-α" πληθ. ρρεδίζατε. -- βέντ ρρεδίζε -- τόπος ὀλισθηρός. (ι) οοξσιμ-ι (πα) ἆρσ. (ε) ορῖδιμε-]α θηλ. ψευδής, Ψεύτικος, πλαστὺς-ή' γ]ούχε ε ρρξδίµε (Ώιά1) -- ψευδὴς γλῶσσα, πλαστὴ γλῶσσα, ρρέὃκ ϱ. ἐνεογ. Ξ ζαρόνω, αὐχμῶ. ορέδκεµ ϱ. Ξ- οὐδ. Ξ ζαρόνομαι. με - η Ι κ. ν | ιο α β κ ἀ α κ Ἔ. ή ι - ορέὄκετε: ἐπιρ. Ξ ζαρώμενως.---ν-ε-τεέ ορέὄκετε ἐπίθ. Ξ- ζαρωμένος-η, 4 |] µ ι] [ α ρω ἩὮ β τα νε δρα, α αὐχμ.ηρὸς-ἄ, ξηρὸς-ά, --- φίκου δδτ᾽ ι ορέὄκετε σε πιέκουνι Ξ- φίκου ἃδτε φόρτ ι πιέκᾳτα. οθέὃκ-ου (Ἐλθασ.) -- ἕξις' µε Ἰέτι ρρέὄχ ἀουχάνι -- μοῦ ἔγινεν ἕξις ὁ καπνός, ορεὐκάν]ε (αά]-Ώοσά απ) ορεδκάν]ας (Γζροῦ]α- Τυραν.) -- ἐπίρ. Ἰϊκεμ, - ρρεσκάν]ε-- ἕρπω᾽ ἴδ, σθάρε (Υ). ρρεὀκ)άσ-έτ-έτ (Σ) ϱ. -- ὀλισθαίνω, κοιν. γλιστρῷ: καὶ ροεὔχ]έσ-έτ-έτ (Ἠλ6.), ἀόρ, ρρεὄκ]ίτα-ε-ι, μτχ. ορεδκ]ίτουνε καὶ ὄκέσ-έτ-έτ (Ἴλ6.) ἄόρ. Οκ]ίτα-ε-τι, μτχ. δχ]ίτουνε, ---καὶ δκάσ-ετ-ετ (τ) δκάσµε --- δκίτνι --- σκάσενε -- ὀλισθαίνω. ορεὑκ]ίτε-α (Ἓλλθας,) Ξ- τόπος ὀλισθηρός' πληθ. ορεσχ]ίτατε καὶ δκ]ί- τε-α, πληθ. ὄκ]ίτατε, ὄκίτε-α (τ) πληθ. δκίτατε. ρρέδτε-α (Σκόάρα- Τυραν.) Ξ- ἴδ. οριέῦτε-α. ρρεὐτό]-όχεμ (Σκ.-Ἔνραν.) Ξ- οριεὔτό]-όχεμ.. ρρέστε-τε () πληθ. -- ἵδ. ορέσἆε-α (Περμέτ.). ρρέδτε-α (Υ) -- ἴδ. ἐδτε-α. ---- ρρὄτενε-α -- ἵδ. έδτενε-α. ορέτε-α [Λατ. τοίθ] οριέτε-α (Ῥοσάαη) -- δίκτυον, ρρέτοκε-α (Πεομέτ.) -- ἴδ, λ]έτσκβ-α' πληθ. ρρέτσκατε. Ορετσκόσ (Περμέτ.) -- ἴδ, λ]ετπκόσ οῇμκ. ρρετοκό/ : ϱ. Ξ ἐχθέτω τινὰ εἰς χήνδυνον, ορετσκόχεµ, ρρεἀσγό]-όχεμ. (Σ), ρριδκό]-όχεμ., ρρισγό]-όχεμ. ϱημ.. Ξ- κιν- δυνεύω. ορετσκίµ-ι πληθ. ρρετσκίµετε, ορεΔσγίµ.-ι (Σ), ρρισκίµ.-ι (Σ), ρρισγίμ-ι (5) πληθ. ρρεἀσγίµετε, ρριδκίµετε, ρρισγίµετε - Χίνδυνος. --. 0) -- ορετσόκ-ου -- ἡ κοιλία τῶν πτηνῶν' καὶ πλ]δνᾶεσ-ι (Σκόᾶρα) Ξ- ἡ χοι- λία τῶν τετραπόδων: ο πλ]σνάεσατε. ορετᾶ- κύθ-ι (Κοοῦ]α) πληθ. ὀρετσ-κύθε-τες- ἴδ. λ]έχ]ετε (Ἴλθασ.]. οε(σγό]-όχεμ (Σ) -- ἴδ. ορετσκό]-όχεμ.. ορεσγίµ-ι (5) - ἴδ. οοετσκίµ.-ι' πληθ. ρρεάσγίμετε. ορεἀσάκ-ου (Περμετ.) ἀρσ. ορεᾶσάκε-]α θηλ ἜΈ ἴδ. ι-ε ορρἀσούχρε ρο (Περμετ.).--- καὶ ς ρενσάκ-ου ἄοσ. ορ ἐνάσάκε-]α θηλ. πληθ. ϱρεν- νί ἀσάκετε ἄρσ. ---- ροενάούκετε θηλ. ορεσόνεμ καὶ ορενασόνεμ, Ξ- ἵδ. ἀεκόχεμ.. (ι-ε) ορεασούαρε χ.αὶ ν-ε ορενάσούαρες- ἴδ. ι-ε θεκούεμ. (Υ)' ἴδ, ορεάσάκ- ου ορενασάκ-ου. ορεἰσίπ-ου (Καθ.) -- ἴδ. ορεζίκ-ου πληθ. ορεᾶσίκετε καὶ ορεἀσίκετε. (ι-ε) ορεᾶσίκδιµ ο ἱδ, ν-ε-ρρεζίκδιμ.. ορεάσό]-όχεμ (Υ) ἴδ. οµε εζόν] -όνεμ.. ορεφάνε-α (Σ) Ξἴδ. ῥέγ]ε-α. ορεφέ-Ία (Σ) πληθ ορεφέτες ῖδ. ερουφέ-]ο.. ορεφέ] [Λατ. το[θγο] -- ὁμολογῶ. ---ϱρεφεζεμ.Ξ- ὁμολογοῦμαι ὑπὸ τινος. ϱ) (Υ. Ῥααι, Σ) ϱ. οὐδ, -- ἐξομολογοῦμαι (εἰς πνευμ.κτικὀν) -- ρρεφε] φά]ετε (πρίφτιτ «. νούνιτ). ορεφίµ-ιξ- ὁμολογία. 3) ἐξομολόγησις. ρρεφύεσ-ι πληθ. ῥρεφύεσιτε- ἐξομολογητής, λννς ατικός' ἴδ. καὶ νούν-ε, ορεφέδµ-ου (Τνο.) ν]ν φσεε Ὀδρι γ]έμα γ]έμα µε λ]ούλ]ε τε Ῥάρδας, εἰς τὸ ὁποῖον προτιμῶσι νὰ χάθηνται τὰ καρδερίνια ὕθεν ὀνομά- ζονται καὶ ζὸκ ε Ρ δεν (Έυραν.). ορεφετόνεµ (εμάς) ορεφκετόνεµ. (Πεομὲτ) ϱ. οὐδ. ἐρεθίζομαι, γίνομαι ὀξύθυμος, ἐξαγριόνομαν. (ι-ε-) ορέφετε (Βερὰτ) ν-ε- ρρέφχετε ε (Περμέτ)-- δριµώς, σφοδρός, ὀξύθυ- µος (ἐπὶ ἐμφψύχων) καὶ ραγδαῖος, ὁρμητικὸς (ἐπὶ ἀφύχων). λ]ούμ’ ͵ ροέφχετε-- ποταμὸς ὁρμ. ἠτικός,---σῖου ι ροέφχετε Ξ βροχη ραγδαίο [Λατ. ταριααβ]. ορέφετε (ἱλερατ.), ορέφχετε (Περμέτ), ορέπετε (Υ)5-έπῳ. οαγδαίως. Ἱ ορεᾷξ (Πεομετ) πληθ. ορεχέν]--ἴδ. ρρξ-]α.. οοἵ Ἡ ορ:/]: ϕε οὐδ, κάθημαι. ἆόρ. αΦάε σε, νέν]ουνε (Υ), νἀέν]ουοε (τ). μα. ---οοῖ μΏε ὃδξ (τ)--κάθηµαι χαμαὶ καὶ ρρι περ ὃξ (1) ροῖ ναε -- 981: Ὀύθεςκάθηµκι (καθιστά), ορ μΏε κεμΏε (τ)--κάθημκχι ὀρθῶς (ἐπὶ τῶν ποδῶν), ορῖ μΏε η Ξ κάθηµαι εἰς τὰ γόνατα. ---ρρῖ κέμρε κρυκ] (/) Ξ-κάθημαι µε τοὺς πόδας σταυρωτά. ---ι οοἳ κούνᾶρε λ]ι- Ύ]εσε--ἀνθίσταμαι εἰς τὸν νόµον. ορἳ οὐρτε-- κάθηµαι φρόνιµα. ---- ἀίελι (ρα41) -- δύει ὁ ἥλιος. ἴδ. περενᾳὸν «ἴελι [ῖδὃ. ἑλλ., νέ-ω .4 ς 9 (τὸ ν εἰς ο). ορῦε-α 5 ρριέδε-α, ορέδε-α: πληθ. οριεδάτε, κ π (Σ) [ὼς τὸ ὃξτε ἀντὶ διέτε] β . µ καὶ ροιέδε]ε-]α πλιθ. ολη ττε, ορύμι-ι (Ἠιλθασ.) πληθ. ρούµκατε . ῥρύμε-α (Καθ.) πληθ ρρύµατες τὸ οεῦμα τοῦ ποταμοῦ. ἵδ, ϱ. ρριέθ. θριέστε-α (Υ. Ῥοράαπ, Ἐλασ) πληθ. ρριέότατε καὶ ο ἷς τε-α (Ἠ) Ἑν- ο Γ Ἱ 3 Ἀ ραν.) ράδε-κ (”)-- στίχος, γραμμη ἀράδκ.--- να έν]νε µε ρἐδτε --ἐκά- θισαν εἰς γραμμήν, ἀράδα. ---- κενὰόθα κάτρε πέσε ρριεόταξ- ἀνέ- .. γνωσα τέσσαρας πέντε στίχους. ---- ζὸ ρρυυθί-α (λέκο) γρ. οριεστὸᾗ (Υ) ορεδτό] (2. .)» οαδίτ (τ)-- παρατάσσω, ἀραδιάζω" .. - ... ” ο. ο οριεδτόχεμ. () ρρεδτόχεμ. (Σ. ἜΤυρ.) ραδίτεµ. (5) --κοινῶς ἀραδιά- ζομαι. 2 Ξ, 5 -- (Ἓλθαςσ. Καθ.) ϱ. ἐνερ.Ξφθάνω (ἐπὶ ὕψους ἀλλὰ δὲν φαίνεται τό- σον ἀκριθῶς ἡ διάκρισις αντ] π. χ. ε ρρῖνι ἄεγεν ε ἀροῦνιτ καὶ ϱ. ἆμετοθ Ξεφθάνω ἐπὶ ἀποπτάσεως. π. χ:. ε μΏεορίνι πρε] ούδεσε ρ.), Ἰαροῇ (ἨΠερμ. ἐτ), μΏερρί] (Ἐλέ. Καθ.) μάς ε ρρίφτε|--νὰ μὴ φθάσ η (νὰ τὸ »άμιῃ)| φοά- : ἐ ών, π . 3 ἔφθασεν ἐν τῆς ὁδοιπορίας. αρρ] (᾿ΑΡΥ α 3 δα 'πὶ ἀρᾶς). ορίκε-α (Υ) ρρίλ]κέ-α (Τυραν.), ρέπβ-α (τ) πληθ. ορίκατε, ορίλ]κατε -- τὸ οαπάνι, ραπανάκι͵ ορύκ)ενε-α () πληθ. ορίκῄενατε -- κρότων, τὸ τσιμποῦρι. -- καὶ ορῖκ- Ἱέρε-α (τ) πληθ. ορίκ]ε]ατε. χκεπούδε-« (Βε ον τ.) πληθ. κεπούόὄχτε. ορίλ/κε-α (Τυραν.) - ἵδ ορίκε-α (Υ) πληθ. ρρί ν ἳ θρίπᾳ-α (τ) -- ἴὃ. ερεπίνε-α (Υ) πληθ. ρρίπατε. ορίσγε-α (Πευμετ.) -- ἡ πελεκούδα τῆς πέτρας" πληθ. ροισγατε. -- --- Ι μ΄ ῥ . μ., ας 5 ον ἡ Ε- μ νδς ΜΑ ΤΕΡΟΟΑΝΑΡΑ., ο ὦ ὤν ᾿ ορίσ-ίτ-ίτ (Υ) ορίτ-ίτ-ίτ (5) -- αὐξάνω, ἀναστᾳίνω (ἐπὶ ἐμφύχων καὶ φυτῶν)' ορίσ ἀ]έμ.-- ἀνατο ἔφώ τέχνα’ ομρρῖτ ἀιάλ]ι εουβξ ι µαθ -- π ο 1 η, : ἔ ἐμεγάλωσε τὸ παιδι ουρρίτ ἀροῦνι ι φίκουτ (Υ), ουρρίτ ἀροῦρι ι ε φίκουτ (τ) -- ἐμεγάλωσεν ἡ συκέα,͵ ο πο Φμμωναμωμα αμ, ο κ -------ᾱ-ατκ--ια Ί - 909 -- ορίσκε-α (Ἓλθασ.) (Τυραν.) πληθ. ρρίσχατε Ξ ἴδ. ορεσόχ-ου καὶ ρρίτ- σχε-α (Ἓλθασ.-Τυραν.) πληθ. ροίτσχατε. οριδγό]-όχεμ (Σ) -- ἴδ. ορετσκό]-όχεμ.. ρσισγίµ-ι πληθ. οοισγίµετε -- {δ. οοξτσχίµ.-ι (Ὦ). οριδκό]-όχεμ (Σ)Ξἵδ. ορετοκό]-όχεμ.. ορισκίµ-ι (Σ) -- ἴδ. ρρετσχίµ.-. πληθ. οριδκίµετε. ρρίτ-ίτ-ίἴτ (τ) -- ἴδ .. θρισ- ἵτ-ίτ (Υ). ορίτεµ :Ξ- μεγαλόνω. ορίφεµ (1) ορίχεµ. παθ. τοῦ ϱ. ϱΧΦ (1) ορ. ----πεδκ]ντε Ἡ πίσχΊντε ορί- Ίενε ορίφενε (Υ)Ξ- οἱ ἰχθῦς συνουσισζοντα». ορνό] (5) Ἡ ορειο] (Σ) --ἴδ. ορο]-- ζῶ. ορόδε-α (τ) πληθ. ρρόΏατε (τ), ρρόΏε-]σι πληθ. ορόθετε (Υ) πέτκ-ου (Υ) πληθ. πέτκατες- ἔνδυμα, φόρεμα, στολή. ρρογόσ-ζι (τ) πληθ. ροογόζατε-- οἵψ-πός, ψάθα.. ορογ]ξ-]α (τ) -- πήλινον μικρὺν ἀγγεῖον' 2) πκεραυνός' ρᾶ ν]έ ορυγ]ξ ναε μάλ] (Άογυο.).---ἴδ. βετετίµε-α ορουφξ-]κ.----πληθ. ορογ]ξτα. ορόδε-Ία (τ) ορουδξ-]κ (1) πληθ. ορόδετε ρρουδέτες- σποροειδεῖς ἄχαν- θαι εἰς τοὺς ἀγροὺς αἵτινες προσκολλῶνται εἰς τὰ φορέματα τῶν διαθατῶν. ϱρό], ροενό], (Σ. Ῥοσάαη), ρονό]-- ζῶ, Ριῶ, διάγω τὸν βίον" ἀντιθ. θ(1έσ ο. ἄεσ (Σ). --ορόφδινε περ Ἰέτε--νὰ ζήσωσιν εἰς τὸν αἰώνα.---τε γ]ά- ο. ἀόρ. ορόθα-ε-ι µετοχ. θρούεμ. (/) καὶ ρρουµ., ρροῦαρε (τ) ἀντιθ. τεν᾽ ε µότιτ (Τυραν.) --εἰς ἔτη πολλά: τε ὀρούεμιτ καὶ (συνῃρ.) τε ρροῦμιτ (1); τε ορούαρι-τε (τ)-- τὸ ην, ἡ ζωή, ὁ βίος, τὸ διάγειν τὸν βίον’ ρρο] γάλξζῶ, διάγω. --σ᾽ γ]άλ νε δὲτ -- δὲν δύναμιαι (ἀδυνατῶ) νὰ ζἼσω εἰς τὸν κόσμον ζωντανός, 00οκ Ἄ θθόκι ο. ἐνεργ.- πιάνω! ἅπτομαι (κωοίως διὰ τῆς χειρὸς ἐπὶ ἀψύχων καὶ ἀκινήτων).---ροχ πε; «ὐρε-- χειραγωγῶ 9Ρ0Χ ναε κ]ά- φετ-- ἀγκαλιάζω: οροκ. ν]ε γοῦρ' ἵδ. καὶ κάπ, ζᾶ () καὶ ζξ (τ) (ἐπὶ ἐμψύχων καὶ χιν ητῶν). ορόκεµ παθ.-Ξἴδ. κάπεμ, ἴἴχεμ. (). οροκόλ (Σ) ἔπιφ. ἴδ. οροτουλίµ. (7) ἐπίρ. οροκουλίµε-α (5) Ξ- ἴδ, ϱρουκουλίµε-α πληθ. ϱροχουλίµατε. ῥροκουλε]-έχεμ (1) ἴδ. ορουκουλέ]- έχεμ.. -- 9605 --- Γρόµεσ-ι ν]ε φδάτ ι Βεράτιτ περτέ] ούρεσε Χασάν-Βέουτ.----Ῥοόμεσι ι . ο” π , α α Ὡ - 3 Ἄ]ελ]θουρε Ἰ/, όρε νγα Ῥρόμεσι κ]ούχετε ἐδὲ Σελενίτσε, (ἡ ἀοχαία ᾽Απολλωνία), αὖὐ βέντ κ]ίτ τυµ. ε άδουλε τε νγρόχετε. . : ᾽ . αν 3 θρόν]εσ-ι πληθ. ρρόν]εσιτε (Ἠλόκσ.), οροῦ-ι (Τ) -- ξυράφιον' ζὃ. τὸ ρῆμα ῥροῦαν]. οροὐίτεµ ϱ. οὖδ. (τ) οροοΏίτεµ νγα πλεκ]ερῖα -- φύδκεμ., ρρούδεµ,, µε βά- ρ8νξ μίδτερατε νγα πλεκ]εοία. ρροσπόν]ξ-α (Ὑπάτι) πληθ, οροδπόν]ατε--σγαᾷχ-νι (Τυραν.). θθότε-α πληθ. ρρότατε [Λατ. τοία] τροχός, κοινῶς ἡ ρόδα. ϱροτοβί]ε-]α καὶ τορροβίλ]ε-α : πληθ. οροτοθίλ]ετε, τορροβίλείτε-- ἡ ζ Ἱ ρόδα, ὁ τροχός. θροτουλάρ-ι (Ὀοσάαπ) ἆρσ. ρροτουλάρε-]κ θηλ. πληθ. ροοτουλάρετε λ α : ῥ ἄρσ. ϱροτουλαρετε θηλ.ξ- στρογγύλος-η. Ξ τουχίσκος] πληθ. ροότουλατες- σπόνδυλος, . ρρύτουλε-α [λΛατ. τοίι]ε σφονδύλι. Ορότουλε ἐπιρ.-- ἴδ. ρρεθ. ἐπιρ. Οροτουλούαρ-όρι (τ) πληθ. ϱροτουλόρετε-- κυκλικός οροτουλοΠερ-όοι (0) καὶ ρροτουλοῦρ-όρι συνηρ. οροτουλόρε-]α θηλ, ς- κυκλική: πληθ. ρο0- τουλόρετα. οροτουλέεα-ι πληθ. ροοτουλέεσιτβ. οροτουλέσε-α πληθ. ρροτουλέσατε θροτουλίμὺδ (1) ἐπιρ. ρροτουλίµ. (Σ), ρροκόλ (5) - μὲ ἄρδουνε πεο χ]αρν πησὶ ορότουλε. θροτουλόν]-ό] [λατ. νοίο, α.θ] τοιγυρίζω τινά, σίελ περκ]άρκ.. ϱροτου- λόννεμ.-όχεμ, παθ. ορότόκξ-α (Υ.τ.) πληθ. ρρότόκατε-- ἀόμκε-α, (Περμέτ.) πληθ. ἀόμκατε, ἀδόμκε-α (Πευμέτ.) πληθ. ἀδόμκατε, ἀδούμχε-α ς(Περμετ.). οροῦ-ι (5) ἴδ. κο | ρρούαν]-ά] (τ) ϱ. ἕνερ. Ξζυρίζω καὶ (Υ) Εροῦς] καὶ ρροῦ] (συνῃρ.) ἀόρ. ορόθα-ε-ι, μτχ. ρρούαρε (3), οοούεμ, (ή) καὶ οροῦµ. (συνηρ.). ορουβᾶ-νι (Ἓλλθαα.), ορουφᾶ-νι (γ), ορουφάνε-ἶσ. (Τυραν.)., φοξ-οι (1]ερ-΄ μέτ.) φρέρεζε-α (Βεράτ.), ορύπτσε-α (Κροῦ]α), καπτσῖ-» (Ένραν. κουρ ι χα κόκ]ετε βέδιτ, ἴδ. βέδι ι οροῦδιτ. ββα ὔδι μετ ορουθᾶνι.---- πληθ. ρρουθάν]τε, ρρουφάν]τε, ρρουφάνετε φοέν]ετε, φρέρεζατε, ρρύπ- τσατε, καπσίτε. ο --- - - Ξοκεςς- α-α Φος κ πϱ--.-- -- ---- ᾱ-- ο οπ ὅπἲῴὔὩ..-...... ρα -- μμ... - πι ΙΙ” ου ὐὉμὉ”μμμαϕμ-- ---ᾱ- αμα -----, μας - 5 ---- - .-.ο Ἐκ μες μι αᾱα«ὉὉ ο ο αξες πας π ο... «ααὐ”ονν «Ἡο. --------- οκ. λωμα ο ου τς τν ας . » κ ο βδὰ --- 0ρουβί-α (Ἐλθασ. --ἴδ. βι-α καὶ ορουθιέὄκουλρ-α (Ἠλθβασ.) πλ. 0ρου βιέζκουλατε. ορούγε-α πληθ. ροούγατες- ἆγυιὰ [κυρίως πόλεως) (Τουρ. σοκάκ]. " 3 ορουγειάρ-ι (Υ) ἆρσ. ροουγετάρε - κ θηλ. πληθ. ρρουγετάορετε ἆρσ. ρρουγετάρετε θηλ. -ἴδ. ουδετάο-ι-ᾶρε-]α. αυ. α πληθ. ορούδατες ζαρωματιά, ουτίς. ορουδξ-Ία (1) πληθ. ρου δέτα --ρρύδε-]α πληθ. ερόδετε, ὁ ἴδε, οροῦδεµ.: ο. οὖὐδ.Ξ-κοιν. ζαρόνω, συστέλλομαι, συμμαζεύοµιαι. 9) ἐπι- σωρεύομαι, καὶ μὮεοροῦδεμ. (Καθ.)-- ουρρούθ γ]εναε]ο -- ἐπεσωρεύ ύθῃ ὁ λκός, ἐσυνάχθη ὁ λαός. ορούδετε, μΏερρούδετε (Καθ.) ἐπιρ. Ξ-σωρηδόν. (ι-ε-τε) ορούδετε, ι-ε-τε μηερρούδετε (Κκα6.) ἐπίθ. σωρευµένος. ορούε:. ἐπίρ. ἴδ. οράφδ. ορούε] καὶ (συνηρ.) ορού] - ἴδ, ορούαν] (τ). ρρούδ, μΏερρούθ (Καθ.) - συμμκζεύω, συστέλλω, --- ορούθ Ῥούζετε Ξ συστέλλω τὰ χείλη. ορούκ [Τυραν.), ορουκουλίµθι (Ἓλθασ. Καθ. Βεράτ.) ἐπίρ.-- περιστρο- φάδην.--- χούδ-ε ρούκ. µόλενε (Ἔνραι.) Ξ χιδ-ε ορουκουλίμθι μόλενε (Ἓλθασ. Καθ. Βεράτ.). ϱρουκουΛέ] (Ἓλλθασ. Καθ. Βεράτ.) ο. ἐνερ. -- Χυλίω, περιστρέφω, κοιν. κυλῶ. καὶ οοοκουλέ] (Σ), τδό] ρροκόλ (1), ορουκουλό] (Άργυφ.) ϱρου- πουλίσ (τ) παθ. ορουκουλέχεµ., οουκουλέζχεμ. ῥρουκουλόνεµ,, ϱ0οχου- λίσεμ.. ορουκουλίµε-α, οροκουλίµε-α πληθ. ορουκουλίµατε, οροκουλίµατεκα- τραχκύλισµα, κυλίνδησις, ορύλ]-ι (Ἔνραν.) πληθ. ορύλ]ατε-- ὁ κάλαμµος τοῦ λάρυγγος. ορύλ]ε-α (τ), Υρόδε-τε (τ. πληθ. µόνον), θιέρρε-α (τ ολ, ἡ φακή. ορούµ-ι (Ἠλδασ.- Τυραν.) πληθ. θρούµκτεζς- καλίου ι µίσεριτ κ]ς ἐδτι δκόκ]ουςξ. ορουμὐουλάκ-ου ἀρσ. πληθ. ορουμβουλάκετε -- στρογγύλος. ορουµθβουλάκε-]α θηλ. πληθ. ρρουμΏουλάκετε Ξ- στρογγύλη. (1-ε-τε) ροουμΏλάκετε ἐπίθ. Ξ στουγγύλος-η-ον. ῥοουμθουλάκ: ἐπίρ. στρογγυλά. ορούµθουλε-α πληθ. ορούμβουλατε [ Ἑλλην. οόμδος]-- στρογγύλη 965 θρουμθουλόν]-ό/ ϱ. ἐν.--κάμνω τι στρογγύλον’ ἑεμρόνεω χα παθ, ρρούδ-ι; πληθ. ρρούδτε -- κοιν. σταφύλι [Διό(νυσ)-ος] -- ὁ διδάξος τὴν ἀμπελουργίαγ" τροπῃ τοῦ ν εἰς ϱ, θρούὄκουλ-ι (Ἐλθασ.-Τυραν.) εἶδος ἄγκαθιου: πληθ. ῥρούδκου]τε, ρρούδν]ᾶδι (Ἐλέασ.) ἐπίρ. -- σθάονα. --- ε τῥιέκ ῥρούσν]αθι -- τὸν σύρω σθάρνα.. ϱρουφᾶ-νι (Υ) -- ἴδ, ρρουθᾶ-νι (Ἐλόασ.) πληθ. ρρουφάν][τε. ορουφέ-]α (γ. Ρα) πληθ. θρουφέτε -- κερχυνός, ὧστ οοπελέχ., θρουφέ]α -- ἔπεσεν ὁ κεραυνός. μα) ι ορύµ-ι (Υ) - ἴδ. ρριέδε-α (Σ ) πληθ. ορύματε. ορύμε-α (Καθ.) πλιβ. ῥρύματα -- ρεῦμα. ροοῦχεμ -- ζυρίζ Ἕομαι' παθ. τοῦ ρροῦαν] (5), ρροδε] (Υ) οροῦ]. ορύμ-ι (Υ) -- ἴδ. ῥρέμπ-ὓι καὶ ρρεμπ-ι (τ) πληθ. . ατα. ορύμε-α (ζαβ.) οέμε-κ (Ἠλθασ) πληθ. ρρύµικτε καὶ ορέματε -- τὸ εἰς τὸν μ.όλον ρεον ύδωρ ἔτι δὲ καὶ ἡ αὐλαξ τοῦ ὕδατο ορύπ-ι πληθ. ρρύπατε -- τὸ λωρὶ (λουρί)’ ορύπατ ε ΤΝ Ξ- τὰ λουρία τοῦ τσαρουχιοῦ καὶ οῬόρδατ' ε Ἰοπίνγεσε(Κρορ]κ), ἄρεθτσατ)ε Ἰοπίνγεσε (Σ. Μαλεσία ε Σιπεομιτε). (:ε) ορυπεῦτ]δεμ (Ένραν.) -- σκληρὸν πρᾶγμα τὸ ὁποῖον δὲν τρώγεται εὔχολα, ρύπτσε-α (Κροῦ]α) ἴδ, οοουθᾶ-νι (Ἠλθαςσ.) πληθ. ορύπτοκτ οώ 7 αἱ αλρ ] 0, ρρωυ ρα 5.9] πλην, 5 Ἱννοςτα, Σ σ᾿ ὅ ρνητικὸν σίγμα. α᾿ Ἰάμ, -- οὖν εἰμί, σ᾿ καμ. δὲν ἔχω, σ᾿ χα δὲν τρ ώγω τιλ. σα ὄἄναφ. -- ὅπος-η-ον ὕσοι-ὅσαι- ὅσα. καὶ μετ ἐπιτάσεως Υ]{θε σ:.---- σα τε οὐαὸ -- ὅσον Ἰ ὅσα θέλεις. ---σᾶ τε (όνι -- ὅσον Ἰ ὅσκ θέ. λετε.--- σᾷ πξο κετὲ πούνε Ἰάμ ι ζότι-- ὅσον δι αὐτὴν τὴν δουλειὰ εἶμαι ἱκανός. σακού: -- ἕως ὅπου, ἕως ὅτου (κοιν. ἐκεῖ ὅπου).--- σᾷ κούτε Ῥέτὸ χτὲ πούνε ας πο Ῥὲν κετὲ -- ἐκεῖ ποῦ θὰ κάµεις αὐτὴ τὴ δουλειά, κά με µ τουτη. --- 966 --- τσ σᾶ Ἄ ποσᾶ -- ἐν ὅσῳ, ἅμα, μόλις. --- σὰ ἀρεχόθα ὄκόϊ ν]ε όρε”- ἐν νσφ πε ιι ϱὲ - πι Ἰ .Ἡ ἐγευμάτισα παρΏλθε µία ὥρα.--- ποσᾶ έρδα οὖνε αὖ ἴκου- ἅμ Ίλ- θον ἐγὼ αὐτος ἀνεχώρησεν.--- σαᾷό: -- ὕσος χἄν, ὅση καὶ ἄν, ὅσον | | ἷ καὶ ἅν. --ὅσοι καὶ ἄν, ὅσαι υχὶ ἄν, ὅσα καὶ ἄν.--- σαᾷὸ τι θούκό . ώ ./ ε) Ἡ - . 4 ἡ 3 αν ῃ σ᾿ τε ἀεγ]όν Ξ- ὅσα καὶ ὢν τοῦ εἴπῃς ὃεν σε ἄκονει. --- σκομός : ἔσον καὶ ὃν δὲν εἶναι, τοὐλάχιστον. -- σκαομὸς νε ποαχίτσε πούνε πό να ε Ὠέν - ὅσον κὸν τίποτε, μίαν μυκρὰν ἐργασίαν μᾶς την κάμνει, σα: ἐπίρ. ἐρωτ. Ξ- πόσος--ον ; πόσοι-χι-α; (ἀναφέρεται εἰς τὸ κσκ]ε) : Ὠ α ὕ τες ) αλα . ἔ Γ : .. 1 4 - σᾷ βελ]έν; Ξ πόσον ἄξιεει; καχκ]ξ”-- τόσον ἡ τόσα.--σᾶ ντ μαι σα ε µάδε: σᾶ τε µάθ; πηλίκος-η-ον (να έρεται εἰς τὸ σᾶ) σα ν]ε ἱ ε ξ μαι Ἰ ος” ἡ “μ ι , ως 1Ε / άμα ια Ἱ . : 5 ... 3 πο. - Αμ μα οράπ -- ἴσος µε ἕνα πλάτανον. --- σαχάκ]ε-χερε Ἡ σα καχ]ε-χερσσ”- παρευθύς, ἐν τῷ ὅμα, ἀμέσως, ἴς τὴν στιγμήν. σαῦξ-]α (Ἐλθαςα,) --σφενδόνη. καὶ ᾖοξ-]α (τ) πληθ. σαθέτε Ἰορέτε.--- 7εθ ζοὺξ--σφενδονίζω.----ἴδ. Ράχε -]-.. σά]να] (ωοσράση) ἀντὶ τε σα]ξαὐτῆς. σαλῥῖ-α (Περάτ.) !Ἰταλ. βα]νΙα] κουνῶς ἀλιφασμιά πληθ. σαληντ καὶ δερρέλ]ε α (Σ) πληθ. δερΏέλ]«τε, σουοβέλ]ε-α πληθ. ατα. 9ε- Δουνίτσε-α πληθ. Ὀεδουνίτσατε (Περμετ.), σφάγε α (Περμετ.). σαµάρ-ι-- τὸ σαμάρι πληθ. σαμάρετΒ. η . . ὦ - πο Ἀ Αα. αυ κ α | Μ ς σαµαρύσ-σεμ: ϱ. ἐνεργ.ΞΞ ΡΕ σαμαρ-- σαμαρονὼ, σᾶνε-α (Υεγ.)5- ξηρόχορτον" (χ]ε Ἰάνε Ὀ2γετίκ) ἴδ. Ὀὰρ ι θάτες- σανός. σανερ}]{]-α (Ῥορά απ) πλ-θ. σαν εογ] {τες τεχνη σερ) ή -α 908 ων 1 1Τε ν αλά, σαποῦ-νι (Σ), σαπούν-ι (Υ) σαποῦ-όϊ (Υ)--τὸ σαποῦνε, σαπουνίσ-εμ : ϱ. ἐνεργ.-- σαπουνίζω-ομαι. σβαρ (Υ. τ.), σθαρὀ] (Υ). σθαρίσ Ἡ σθαρίτ (τ), σθαρα (Πεομέτ.) ἀντιρ. τοῦ βᾶρ--κρεμῶ, ὅθεν αθαρ-- ξεχρεμῶ παθ. σθάρεµ., σθαρόχεμ.. σθκ- ρίτεμ., σθάργεµ.Ξ ξεκρεμ.οῦμιαι. σβάρε (Υ) ἃ σθαρδ: ἐπιρ. ε χόχ]' πβάρε καὶ ταθάρε ((Βεράτ.) σθάρνα α } .. ς “. Ἡ , -- (τ) σκαπουλ]άρε (Ἠλόασ.), ρρεδάνε (3) ϱφεσχ]άνκσ”! (Ἔνραν. Εροῦ]α) ἴδ. όδ ε Ὠράν. Γιά 4 ] / σβραγίσ (ε) -ἴδ. Ώρανίσ ϱ. σβέρκ-ου (τ) --ἴδ. δῖ-νι (/). β τὴ π ι σβέρῦ-δεμ (3) ἴδ, βέοῦ-δεμ.. πες τι ρωσ: σῥεὸ, σᾷεὂ (Σ) (Ῥορραι) ἀντιθ. τοῦ βεῦ ϱ. τὺ παθ. σθίδεµ., σᾳ{δεμ. (Σ) ἀθίδεμ. (Ῥοσάαπ). σβετενό]-όχεμ (Ἠλλθασ.) -- ἴδ, σθετενόν] ο. )' καὶ ν σθετενούεµι | -- τίτλος ἀπονεμόμενος εἰς τὸν διάθολον' καὶ ι πα πιέσι. ι πα οὖδι κ.τ.λ. σῥουγουλόν (Κα6.) ϱ. τριτοπρόσωπον-- σΏαρθ ἀρίτα πο ἀ ουχόία) µμάλ]ετε (Κ«6.)--πο αγόν, πο σΏαρθ ἀρίτα. σύαβίσ-ίτ.{τ (Υ) ρ.-- διασκεδάζω, περιπατῶ' καὶ σραθίτεμ. (τ) τὸ αὐτό,. σθαὺ-- ἐκθάλλω τὰ παπούτσια Ἄ ταῖς κάλτσαις' καὶ σἀάθ. -- ἀντιθ. μβαῦ. ---- σΏαθ κεπούτσετε-- ἐκθάλλω τὰ παπούτσια σΏ«θ Ὀρέκετε, σΏαθ τόκράπετε-- ἐκθάλλω τὰ ἐσώδρακα, ταῖς κάλτσαις, σθάδεµ, σἀάθεμ. (Σ) ἀντιθ. τοῦ μραθεμ.. σφάδουνε καὶ σρΏάθουρε μτχ.Ξ ξεπόλυτος, χωρὶς παπούτσια χωρὶς Κάλτσαις. 9) ξεθράκωτος' χωρὶς ἐσώθοακα. σθαρδουλόχετε (Καθ. |--ἴδ. τοΏαρδελόνετε (Βεράτ.). σύαρδούλ]ει (Υ.). ϱ. κοιν, ξεθωριάζω (ι-ε-τε) σθαδούλετε ἐπίθ. -- ξεθωρικσμένος-η-ον, ἔε εθαμ.µένας. σύαρῦ ϱ. ἐνεργ.Ξλευκαίνω, ἀσπρίζω: ἀντιθ. να], σθάρδεµ. ο. οὐδ. -- ἀσπρίζω Ῥενεμ. Ὠαάρδε ἀντιθ. νασιχεμ.. --- µ΄-τ Ἱου- σΏαρθτε φάκ]ε]α -- ἀξιότιμος.---πελ]χούρ᾽ ε σβάρθµε. σβαρνὶσ--ἴδ. Ώρανὶσ ϱ. σοξ] (Υ) καὶ σΏε] (τ) ο. µεταθ.---ἴδ, σρξχεμ.. σθξχεμ (Υ. τ.) ο. οὐδ, ΞῬάχεμ ι βέρδε ποσὶ ι βάέκουνι χουρ ι Ίκεν Ὑάκου.--- ουσΏξ φπάκ]ε]α--ι ου Ὡξ ποσὶ 40λ' ι βέρδς, (.-ε-) σὐξτε (Υ. αλλο µε φάχκ]ε τε σΏξτε. σῶξτε ἐπίρ, -- Χίτρινο.. σθελ]έδ ϱ. ἐνερ. ἀντιθ. µμΏελ]έθ. σθελ]ίδεµ. παθ. ἆντιθ. μβελ]ίδεμ. σὐερδούκ]εμ ο. οὐδ.- µε-τε-ι ελ] Ρό]ο--ξεθωριάζω" τὸ ρμα σράρδεμ. Ξ- ἀσπρίζωΞξΏαχεμ. κρε]τ 20568, (.-ε-) σθερδούλ]ετε ἴδ. ι-ε- σΏκρδούλ]ετε. σθερθέ] ϱ. ενερ.-- ξεκαρφόνω. 9) δεθηλυκόνω:---μΏερθέ] ἀντίθ. σθερδέχεμ παθ. ἀντιθ. μηερθέχεμ. σθόκή-ι ι (γ.τ.) ὁ ἰχώρ. ---(Ἡ εἰς τὰς κεφαλὰς τ βρεφῶν γινοµένη πιτυ- οἱὃςι) ΧΟΙΥ πιτουρίδα. -- 2605 --- συο] (τ) ἴδε ἀερό]. σθόνεμ --ἴδ. ἀερόνεμ, βάόνεμ. σθοράκ-ου--εἴδος πτηνοῦ |εΧ. τοῦ Ῥόρε-α καὶ σΏόρε-α). σὐουκουρό]-ς καλλωπίζω: Ὠδ] τε Ὠούκουρε. σὺουκουρόχεµ-όνεμ--εὐτοεπίζομαι, γίνομαι, ὡρατος. σβουλ]ὸ]-- ἀποκαλύπτω, Ἀοιν. ξεσχεπάζω" ἀντιθ. μΏουλ]ό]. σνουλ]όχεμ-νεμ παθ. ἀντιθ. μρουλ]όχεμ., σθουλ]έσε-α: πληθ. σΏουλέσατε- ἀποχάλυψις ἀντιθ. μΏουλέσε -αι. σύουσ-ούτ- ούτ: ϱ. ἐνερ.--μκλακόνω, 3) ἡμερεύω. ἀντιθ. ἐγερσό]. ----τὸ παθ, σΏοῦτεμ. οὐδετέρως: ἀντιθ. εγερσόζεμ.. σὺρέν] ()--ξεζευγόνω ἀντιθ. μΏρέν]. σθρέσ- έτ-έτ ο. οὐδ. καταθαίνω 9) κατκθιδάζω καὶ σἀρὺπ καὶ σθρύπ' (Υ) [εκ τοῦ σ-ριπ, ἀντὶ σᾷ -ζίπ τροπῇ τοῦ χ εἰς ϱ ὡς χυἱ καὶ 3 η Ξ ιο8 . 3 ϕ η νο " - μ. "| ὃν αὶ - ου]1. Μο σαριπ λα. ν σᾳοϊπι, σςεομ.ο] ΟΕ], ἀευμο] (Α)γυρ., σαε;- . μόν] (τ) ἀντιθ. ᾖῑπι -- ἀναθαίνω᾽ -ὅθεν σεομόν]--καταθαίνω βιαίως, Ἄ καταθαίνω ἐξ ύψους, ---- ν σΏρεςσ μάλ]ντςι οὐλ]εμ καλ]ιτ-κατα- βαίνω ἀπὸ τὸν ἵππον.--- σΏρὲσ πάγενες- καταθιθάζω τὸν µισθόν.----- ν]εοῖ ι σΏοίτουνε-- πεπαυμένος ἁπὺ τὴν θέσιν. (τε) σθρίτου»ε-ιτε, τε σάρύπουνε- τε, τε σερυμούκρε-ιτε καὶ τε 4ερ- ομούαρε - ντε (Αργυρ.)Ξἡ χατάδασις σὺροῦ/ (Ἓλθαα.) ο. ἐνερ.- σΏουσ- ούτ-ούτ, σκ]άκ] ϱ. ε σΏροῦνα σε µ . - α ας -ᾱ- ιν οράφεμιξε σκ]άκ]α σε οράφεμιτε σΏοῦτα σε ρράφεμι, .. ι π ᾿ . σθρυῦ-δεμ, (Κόρτος) γχὶ τοΏρυθ-δεµ(Κόρτ.)κοιν.παραψἠνω(ἐπιὶ ὁπωρικῶν). { ξ ο Ἡ Γι (ι-ε-τε) σθρύδουρε καὶ ι-ε-τέ Ὡρύδουρες-παραφημένον, πάροπτον --- α᾿ Ἰάνε τε τοὈρύδουρε ἀάρδετε, µόλετε κ.τ.λ. καὶ ι-ε-τε νούλ]κετε Ἆ / (Τυρ.) ι-ε-τε τοΏρύδετες πάροπτον, παραψημενον. σθυὺ. ϱ. ἐνερ.-- ὀπισθοδρομῶ τινα. σὐύδθεμ-- ὀπισθοδρομῶ, ὑποχωρῦ. σθύλ (Καθ. ϱ. ἐνερ. ἴδ. τδελ] -- ἀνοίγω' ἀντιθ. μβύλ’ ϱ. σγα(]ᾶ-νι (Τυραν.) πληθ. σγκααν] τες ατὸ γρόπατ; κὶε Ἰάνε Ὀρέκτ τε λ]ούμιτ, νγρᾶνε πρέ] οὐ]ντ. : ὃν .. σγάκ]εμ (5)Ξ-ὸ. σγαφουλοχεµ.. σγαλ]ίτι (Ἓλδας.) τριτοπρ. ϱημ..Ξίτδελ]ι κόχα’ κουρ Ὀίε ὅτι, πραµα κ πεοάχενε ρἔτε εδέ τδελ] κόχα, θόνε σγαλ[!τι. -- 969 --- . ἃ Ἡν σγάουρε-]αξ- κοίλωμα (ἐπὶ ὀρέων καὶ δένδρων) πληθ. σγάουρετᾳ. ῥ / λ Ἶ] : . . . . .. ) α σγάρθουλξ-α (ἨΠερμέτ.)-- ν]ε ἀροῦ κ]ε ἐδτε Ύβενε «εμερα περΏρεναα σὶ οράπι κ.τ.λ. σγαφουλό/" ϱ. ἐνερ. σγαφουλό] Ἀραχανόρινε, (σγαφουλόχεμ.’ ϱ. οὐδ.). σγάχεµ καὶ τογάχζεμ. (1Περμετ)--χκυνόνοµαι µε κεπούτετ φουχ]ῖα --- ἄόρ. ουσγα]α καὶ ουτσγά]τα' µετχ. σγά[τουρε καὶ τογά]τουος’ ι-ε-τε σγά]τουρε κεχαυνωµένος-η-ον, ΓΡ ο -µ ε . .. .Ἀ (Δργυρ.) ἡ κουφάλα.---σγεοΏόν[᾽ ἀροῦριτ-- ἡ πουφάλα τοῦ δένδρου. σγερδι) () ο. ἐνερ.---- σγερδι] δάμρετε. σγεοδίχεµ (Υ. τ.) ϱ. οὐδ. ---ουσγερδίνε φίκ]τε πρε] δίουτ. σγεροόπεµ: ϱ. µ ουσγεορόπ Ὠάρκου σε πανγρᾶνι-- Ώάρκου μ’ ουρᾶ . Υρόπε πρε] τε παγρᾶνι, σγερθόν]ε-α (Τοσκ. Βερατ-Φοάδερι) πληθ. σγεὈόν]ατε καὶ γούφε-α σίδ Ἡ γίδ: ϱ. ἔνερ.Ξ λύω’ 9) χαταλύω (ἐπὶ νηστείας): Ὁ) ἐξηγῶ, -- σγίδεμ, ἡ γίδεμ.: παθ. σγοίπ-ι (Υ) ἄκρα: μὸς ορῖ ναε σγριπτζµη κάθησαι -ς τὴν ἄχκραν. --- ναε γρίπτ τε σκδμΏιττείς τὴν ἄχραν τοῦ βράχου ἵδ. κάντ-ᾶ:, σχαν]-ι. σγ)). ϱ. ἐνερΥ.ΞΞχγαυνόνω τινά. ----αγ]ᾶχεμ.-- χαυνόνομιαν, σγ)α] (Υ)Ξ Ὀα] τε Υ]νε καὶ σγ]έ] () τογ]ε] (τ), σγ]ανόῇ, σγερό] Ξφκοδύνω, πλατύνω. --- παθ. σγ]ανόχεμ., σγερόνεµ., --φκρδύνοµαι. σγ]άσ-άτ-άτ-- μακρύνω -- Ρα] τε γ]άτε καὶ σγ]ατό] --μακρύνω. σγ)]άτεμ καὶ σγ]ατόχεμ-- Ὀχεμ ι Υ]άτε--μακούνομαι: ορΐτεμ. ε Ρα 7εμ. ι γ]άτε. σγέδε-[α (Υ. τ.) σγεΏξ-]α (ιά) πληθ. σγέθετε καὶ σγερέτες λέπρα, ἡ ψώρα (επὶ ἀνθρώπων) καὶ ὄτρόχε-α, πληθ. ὄτρόκατε (ἐπὶ ζῴων) ἵδ. καὶ τέν]ε-α (διὰ τὴν σημ.. τοῦ Ριι1). σγεῦόσ ϱ. ἔνερ. ΞΨωριάζω τινα.--- σγερόσεμ.--ψωριάζω (ἐγώ). σ)έδε- α πληθ. σγέδατε σγέδε -ἷακ πληθ. σγέδετε, λ]άδρε-α (5Σ) (ἶδ.ς, λ]αθρό]) πληθ. λ]άθρατες-ζυγός. σγέδ. ρ.Ξ ἐκλέγω" 9) ξεχωρίζω τὰ γράμματα, συλλαξίζω" ὕθεν γκὶ ἀναγινώσκω, ---σγίδεµ. παθ. τοῦ σγ]εθ. σγέρύε- Ία (1) καὶ σγερρξ-]κ (11) πληθ. σγέρρετε καὶ σγε μή Ώέτες-βότους ἴδ. τέν]ε-α. ΛΕΞΙΚΟΝ ΑΛΒΑΝΟΒΛΛΗΝΙΚΟΝ 4. οὐ -- Β η] [ πο τπτ -- ; 3 ε, ον ο - - ᾱ-- ας -- Ἕτττς- τ-- -- 910 --- σγέδ. ρ.Ξ- λύω τὴν ζώνην, ξεζώνω’ ἀντιθ. νγέὂ--ζώνω. σγίδεµ: ξεζώνοµαι ἀντιθ. τοῦ νγ]{δεμ. σγ]όν] (Περμέτ.)--ἴδ. σκ]όν] (Βεράτ.). σγ]όν]ε-α (Περἄτ.) πληθ. σγ]όν]ατε--παρωνυχὶς καὶ κ]ένεζε-α (Ἕλθας.) πληθ. κ]ένεζατε. σγ]οῦα - όἳ (τ) πληθ. σγ]όν]τε, σγοῦε - οἳ (Υ) καὶ σγ]οῦε -νι (1) σγ]οῦ - ὁἳ (Υ. συνῃηρ.) Ξ- ἡ κυψέλη κοιν. κουθέλι. σγ]ύρε-α πληθ. σγύρατεἡ λάδα, ἡ σκωρία ἡ ἐκ τοῦ πεπυρακτοµένου σιδήρου προερχοµένη. σε]άσ- άτ- άτ (Ἓλθας. Ὀορᾶαη) ϱ. ἐνερ.Ξ- δίδω θάρρος, δίδω ἐλευθε- ρίαν ἐκθάλλω τὸν φόδθον, την συστολήν τινος ἀόρ. σᾷάτα -ε-ι, μετχ. σᾷατε καὶ σᾳάτουνε ---μος ε σἄτ Διάλ]ενε σε Ὠᾶν «ἀδμ.---- ζοτενία σ᾿ ἀούχετε µε ε σᾷάτουνε δερΏετόρινε σε ι χΐπεν νᾷε κάφετ' ἴδ. ἄπ σὺ ε φάκ]ε. σ[ερβέκ-ου (Κροῦ]α) (διεφθαρμένη λεξις ἀντὶ σ6ερκ- ου ἴδ, καὶ λΊουγουι κ]άφεσε (5). σάεργ]άχεμ (ἨἘλθασ.- τεντόνοµαι παρὰ τὸ σύνηθες, ἀσυστόλως (ἐν ὥρα μὴ ἀπαιτουμένῃ), ἀλλοῦ ἐξαπλόνω τὴν χεῖρα καὶ ἀλλοῦ τὸν πόδα ἀπρεπῶς' δΐχ σι σᾷεργᾶζετ αὐ ἀ]άλ]ε περπᾶ πλ]εκ]ο, περπάρα τε μεδέν]ό-- ἰδὲ πῶς τεντόνεται αὐτὸ τὺ παιδί (ἀσυστόλως, ἀπρεπῶς) ποὺ τῶν γερόντων. σάρεμό] (τ.) ϱ. οὐδ.Ξ καταθαίνω βιαίως. σεερρίτ (Περμέτ.) ϱ. ένερ.Ξ ἴδ. τόθουρ. ϱ. σερρίτεμ. ἴὃ, τόθοῦρεμ.. σεράμε-α (Υ)Ξ ἡ ἐπὶ τῆς ράχεως πληγἩ τῶν φορτηγῶν ζῴων ἕνεκα τοῦ σαγµ.αρίου, πληθ: σἀράματε. σήρίπ καὶ σθρίπι (Υ) (Όπαϊ - Ὀοράαη), ἀρὺπ καὶ σἀρύπι () ἀρὺπ καὶ ἀρύπι (Υ.)---ἴδ. σὌρεσ ϱ. σρούκ-γου καὶ ὑποκορ. σἀρούκθ-ι-- ἐργαλεῖων μὲ τὸ ὁποῖον ροχανίζουσι τὰς σανίδας' πληθ. σάρούγ]ετε. σάρουγό]-όχεμ-τ- ροκανίζω-ομαι. σε σύνδεσμος εἰδικὸς (μετὰ οημιάτων) -- ὅτι" 9) αἰτ.ολογ.ΞΞ διότι. ---σε δὲ -- ὅτι ἔδωκεν. (συγκριτικῶς μετὰ ὀνομάτων καὶ ἀντων.)]--παρά, ἀπό, µε ι Ῥούκουρ σε ν]εοίουΞ- ὡραιότερος ἀπὸ ἄνθρωπονσε ι Ῥάρδε, σε τε Ῥάρδινε-- παρὰ ὁ λευκός, παρὰ τὺν λευκόν.---σε ούνες- παρὰ » , Ἡ- ο ψ ῇ . " ..Ἡ .. ας 9 ΣΥΦ. σε τυ--παρα σὺ, σε αὔ-- παρὰ αὐτὸς χ.τ.τ.--Ά--τὸ ὄμτι (ἆνα- 5 ᾗ . ., ῃ Ἆ 8 β ν ν Ἴ Ε / φορικΏν) µος 4εγ]ό σε τὸ) θόνε Ὀότκ-ε-μη ἀκούεις τὸ τί λέγει ὁ κό- σµος.---68 σι-- τὸ τί-- τὸ πῶς. --- α᾿ ἀι σε σἱ (ο τε Ῥεζετε-- δὲν γνω- οίζω τὸ πῶς θὰ γΐνῃ, σ᾿ αι σε κ]ύσ ἆο τε Ῥέχετε, σ᾿ ἀί σε σί (ο τε θέμ, -- δὲν γνωρίζω τὸ τὶ νὰ εἴπω.-- 4) κ]ε - ὡς' θόνε σε βιέν μηε- τν, Π . ᾿ Ψ .. . [ γα μα 5 ο 5 -- - ος ρετι ()ΞΞθόνε κ]ε βιέν μα βρέτι κεοτοῦ σε θὲ -- κεδτοῦ κ]ε 0ξ (τ). -- μα. Μ µ Ε ι βΦ8 Ε ο | »- ᾿ ο σε το "το τι νουκε αἱ σε τι θάδε -- δὲν 6εύρω τὸ τὶ τοῦ εἶπα. α 4ἱ σε τὸ” τε Ῥέ]ὸ :--ξεύρεις τὸ τὶ νὰ κάμῃς; β’.) πόσον.---σε τὸ δκρούχν η α α ει η ..Ἡ ] ι ω 3 ΕΕ πόσον Ύραφει καλα’ Υ’) Ξ κᾶτι.---σε τὸ (ο τε τε θεµ.-- κἄτι τι θά σε εἰπῶ' σε τὸ νκ Χᾖενεχ κ (Υ. τ.)Ξ-εἶδες τὸ τὶ εἶναι : σε] --ἐν ὕσῳ' σε] τε ρρό]ὅ, τε πουνόὂ -- ἐν ὕσῳ ζῆς νὰ ἐργασθῇς, --σε] Ίετα -- εἰς τὸν αἰῶνα ἐν ὅσῳ ὑπάρχει ζωή. Υ19ε σέ] (Ἠ. Ροράαμ) -- ὁλοτελῶς, ἀχριθῶς, ἐντελῶς, ὀλοκλήσως, (ι-ε) σέζτρε (Περμέτ.) -- ἐκ τίνος εἴδους' ε σε]τοε εὔτε κε]ό οούΡε; ἐκ τίνος εἴδους εἶνχι τοῦτο τὸ Φόρεμα : (δηλ. μάλλινο, Ἰ βαμθβα- κερό :) σελ](]-α (Ῥορ4 απ) -- θρόνος" πληθ. σελ]ί]τεα. σεμούνᾶε-α.: πληθ. σεμούνᾷατε -- εἶδος ἐντόμου διὰ τὸ ὁποτον ὑπάρχει πρόληψις ὅτι ὃν σε ἐγγίζη θέλεις ἄρρωστήσει, σεμούνᾶε-α καὶ Λ)ενγ]ύρε-α (Ἔλθασ.) -- ἀσθένει- 9) ἰδίως ὁ τῶφος' πληθ. λ]ενγ]ύρατε. (ι-ε) σεμούνζε-ι-α (Ὀορά απ) -- ἄρρωστος: ἀντιθ. (ι-ε) δενάόδε καὶ (ι-ε) σεμ.οὐνε-ι-α (Υ) σεμούρε-ι-α (τ), σεμούτε-ι-α (Σ). σεμούν] ἢ σεμοῦ] (Υ) σεµοῦο (τ) ϱ. ἐνεργ.Ξ- ἀρρωστῶ τινά. ἀντίθ. δεν- ἀοὅ, δερό] ἀόρ. σεμούνα-ε-ι (Υ) σεμούρα-ε-ι (τ) µετοχ. σεµούνε (1) σεμούρε (τ) µε σεμοῦν. ποῦνκ (Υ), µε σεμοῦρι ποῦνχ (τ)--μὲ ἀρρώ- τησεν Ἡ ἐργασία" παθ. σεµοῦχεμ. (Υ) σεμοῦρεμ (τ) ἀντίθ. δεναόδεµ, (1) δερόνεµ (τ). σέντ-ι πληθ. σέναετε (ὄρχαιία λέξις ἐπὶ ἀψύχων -- πργμ.κ)) ὡς νέ . η. ἄ .. ... ὃν .- 5 { τὸ / ν Ἠξ σεντ “κάτι τι.---γ]δε τὸ φάρε γ]ὰ]ε -- κάθε εἶδος πράγματος ἃ " ῃ . ῃ ᾿ . α. . η Ἡ ” δό -- ἑ Ἡά τε τ απ υν]ε σεναι ἢ ν]ε γε σένᾶι -- ἔλα νὰ σοῦ δώσω ἓν κάτι τι πρᾶγμα, --- τοά σένᾷε -- χἄτι πράγματα (κάμποσα) μερικοι πρἁγ- µατα ν]ε σεντ κε σ᾿ τε βιέν µός ε κερκό. --- τὸ {ο σέντ-- κάθε πρᾶγμκ.---ασν(]ον]έ σεντ Ἰ αανον]έ «ἰέ σεντ-- οὐδὲν ποᾶμικ μάγμα. --ασνθον ἡέ Ἠέ αοντ οὐδὲν πραγμα. μα ως ι κο. πως σπα ε-βδτ-ας -----ο ο ο Ἅσ Ὅ Ὁ ο ο ᾱ- το... --.. --- 512 --- σενεούκ-ου πληθ. σενᾶούκετε [ἕλλην, σάνδυζ-κος] (Ῥοράαη) αρκε-α (Τουρκ. σενάοῦκι ἐχ τοῦ ἑλληνικοῦ). σεπάτε-α (τ) πληθ. σεπάτατε --ἀξίνη. ἵδ. σοπάτε-α (Υ). αν ὃ ᾿ . .. δή ὃ Αρα / . Ὦ ἡ ασ ᾿ σεπσέ: συνὸ. αἰτιολ. Ξ- ἐπειδή, διότ.. --- περ σεσ ε Ώερε ατε ποννξε; διατί δὲν ἔκαμες αὐτὴ τὴν δουλειά: --- σεπσὲ σ᾿ πάτὸ νγξ-ς- διότι να " µ “4 Ἶ . .. η / εν ὃν Ἡ δὲν πὐκαίρησα" Ὢ σεπσε ἀεγ]οθα σε ε χι Ῥερε τιάτερε -- ἐπειδὴ ϕ κ Ἰ Τ ψ 1 ἤκουσα ὅτι τὴν εἶχε κάμει ἄλλος. σέρε-α-- ἡ πίσσα (Τουρκ. ζίφτ) 2) "Αδης, κόλασις. σέσ-έτ-έτ (Υ) ο.Ξ- κασκινίζω µε τὴν σήταν’ ἴδ. σιτόα. σέτεµ χκοὶ σίτεµ (Υ) παθ. τοῦ προηγ. μὈ [ ι µ 3 ας ι ας σέτε-α (Υ) ἵδ. σίτε-α (τ) [ἴσως ἐκ τοῦ Λατ. ία -- μήρυγξ τραχεῖα θρίξ, γουρουνότριχα] πληθ. σέτατε. σεμθόν (Περμέτ.) τριτοπρος, ϱ. καὶ μΏελ]σόν (Βεράτ.)Ξ- µε-τε-ι χεσέν (ἀπὸ κρυολόγημι«). Σερθῖ-αξ- ἡ Σερθία.--- Σερριὂτ Ξ Σερθιστί.--- Μερρίδτε-]α -- ἡ Σερθικὴ (γλῶσσα).---Σέρπ-Ών--ὁ Ῥέρθος.---- Σέρπκξ-α-ἡ Σέρθα πληθ.Σέρπκατε. σέρε-αξ σειρᾶ, ἀράδοα (τ). Ἡ .. . .{ ν ι . σερρίκ-ου: ιν θόνε ατὶ δερίτιτ κἷς λ]ίδινε γράτε φέσιν ε βόγελ]ε νε µά]ετ τε κρέσε. β 4. ι η .. ος ε- ή 3 ως Ἡ- υ, Ἶ α ἴὴ σί: ἐπίρ. χρόνου Ξ ἄφοῦ.--- σιτε βέτὸ ατιὲ -- ἀφοῦ ὑπάγεις εχεῖ. ---0. πασσί, μᾖασσί. σί: ἐρωτ. ἐπίρ.-- πῶς; τί; σι ]έ; - πῶς εἶσχι: σι εὔτε:-- πῶς εἶνοι : ---σί: ἐπίρ. ἆναφορ. Ξ- ὡς καθώς. -- σι υ]ερὶ -- ὡς ἄνθρωπος.---- σι η ε Ἶ ᾗ Ἶ ψ . . { ᾗ η ! ψ αὐ -- ὡς αὐτός.--- καὶ ποσί.----Ὠᾶν σί τε θότε--καμε χαθὼς σὲ λεγει. Ῥεν σί τε ἀοὐαὸ-- κάμε καθὼς θέλεις. σικούουο καὶ ποσικούουρ (Ρ141) Ξ ὡς καθώς.--- σικούνἆρεσε καὶ ποσι- κούνᾶρεσε (ρα), σικούνᾶρε -- καθώς.--- σικούρ Ξ- δᾳθεν, κοινῶς σαν- μάτι, σικούρσε, σικουρσέ’ παδε ν]ε ὄναερρε σικοὺο (3 σικουρσε) µε βράνε «- εἶδον ἓν ὄνειρον σανμ.άτι μὲ ἐσκότωσαν. ---- περσὲ κἱὰ» κε- ας ῥ 4 -- .ο / πι οσα Ἡ .. , ὅτού σι κούο σε τε ῥράνε; Ξ- δνατι χλαίεις οὕτως ὥσαν να σε εσκθ- τωσαν; ---- σικούρ µε Ἀ]ενες σανµάτι νὰ εἴναι.---- σικοὺρ ῥερτέτς- ὡς ᾷζθεν ἀληθῶς.--- σιᾷὸ -- ὅπως δήποτε, ὅπως καὶ ἄν.--- σιαὸ µε Ἄ]ενε ΙΡ ιά Ἀ Ἆ μα η ᾗ ι) : πού να ὕπως καὶ ὃν έχη το πρᾶγμυ.--- σιὰὸ τε θότε σ᾿ χαμ. περτε ἀεγ]ούαρε-- ὅπως καὶ ἂν εἴπῃ δὲν θὰ ἀκούσω. σι σος ' : σιβιέτ -- ἴδ. σιµβιέτ.---ι-σιθιέμ.-ι ἄρα. ε-σιθιέμε-]α (τ) θηλ. ἴδ. ι-ε-σιμ.- θιέτὄεω.-ι-με-]α -- ἐφέτος, ἐφετεινός. σιγουρῖ-α.. πληθ. σιγουρίτε-- ἀσφάλεια., σιγουρό}: ρ.-- ἀσφαλίζω, ἐξασφαλίζω, παθ. σιγουρόχεµ.-όνεμ.. σῖλ (Υ. συνῃρ.) Ξ ἴδ. σίελ. σῖλ-ι: πληθ, σίλετε, σίλε-α-- πρόγευμα, (1-ε) σίλι-α πληθ. τε σί]ετε ἆρα. τε σί]ατε θηλ. (ορ απ) -- ὕστις, ή ΜΕ Γι ψ ” Ἁ κ μμ Ἡ ἕ 5 τις, οἵτινες, αἵτινες.---- τε σίλετε (οὐδ,) - τὸ ὁποῖον.---- καὶ ι τσίλ]ι πληθ. τε τσίλ]ετε, ε-ταίλ]α τε τοαίλ]ατε, οὐδ. τε τσίλ]ετε. σίελ (Υ. τ) καὶ (συνηρ.) σῖλ -- στέλλω. ϱ) ρπτω. --- σελ μὲ γούρε-- πετροθολῶ. --- σίελ χέλινε-- τοιγυρίζω τὸ σουθλί. ---- σίελ βάλενε -- σύρω τὸν χορόν. ἀόρ. σδλα-ε-ι, µτχ. σιέλε. παθ. σῖλεμ..--- σἴλεμ. «ν- ἀέ] - Αν τα ε µ : ιο. ἡ Ἶ ὸ λ]ε μή λ]ς ῥ . 15] Εξ Ἀετε]--π' ῥιφερύµια, τριγυρεωώ, Ἐνουμιο ντ το, 10υΕ]. ]ουσ]. σίελ καὶ (Υ. συνῃο.) σἵλ. ϱ. ενερ. Ξ ἀργοπορῷ τινά, ἄὐρ. σὔόλα-ε-ι, μτχ. σιελε.--- σῖλεμ -- μένω, ἀργοπορῦ.---- ἴδ. μενό] () κ]ξλ (ἼἨλ6,) µος ουσίλεξ μὴ ἀργῆς. σιµβιέτ () σιµΏιετ (Σ. Κροῦ]α) σιθιέτ (τ) -- ἐφέτος, αὐτὴν τὴν χρο- νιάν, ἀντίθ. βιέτ-- πέρυσι, (.) σιμβιέτόιµ-ι (7) Ἰ ι-σιμβιέτδεμ.-ι-- ἐφετεινός. ἀντίθ. ι-βιετδιμ, (ε) σιµβιέτδιµε-]α (Υ) Ἠ ε-σιμβιέτδεμε-]α Ξἐφετεινή. ---- ιτ αιμΏιέτδιμ.-ι -- αι 3Α .. αρ κ ΜΗΝ .. -ᾱ., αι, ] αἃ Ἀ (3. Κροῦ]α) Ἄ ι διµβιέτδεμ-ι, ---- ε σιµβιέτδιµε-]α (Σ. Κροῦ]α) ἢ ε διμΡιέτδιµε-]α γαὶ ι σιθιέμ.-ι (τ) ε σιθιέµε-]α Ξ φετεινὺς-ή. - . ο -- . . ῥ ΕΕ 4η Μ µ σιν]εν)έ (τ) συν]ιν]έ () ἐπίρ. -- ἐξ ἴσου, παρόμοια. β ἱ ψ -- τς μ / τα Ώ ια μά Ἡ σίσε-α πληθ. σίσατες- κοινῶς βυζί.---ι ἄπ σίσε φόδν]εσε-- βυζαίνω τὸ δὶ Ψ , - αἷα ἔλ.... ἳ , πιά ῃ (παιθὶ) βρέφος.---- πῖ σίσε φόδν]ε]α -- τὸ βρέφος βυζαίνει. σίτ-σίτ-σίτ (Σ) --ἵδ. σέτ-σέτ-σέτ. --ἴδ, δύδ ϱ. σῖτεμ (5) ἴδ. σέτεµ., ἴὸ. δόδεμ.. σίτε-α (5. τ) σέτε-α (Υ) πληθ. σίτατε, σέτατε--ἴδ. δόδε-α-- ἡ σῄτα.. σι-τοίλ]ι, σι τσἰλ]α, σι τσιλ]ιᾷό, σι τσιλ]αςό, ι τσιλ]ιάό (ορ απ) ε τσίλ]αᾷό, σι ι ταίλ]ι (Μάτια) σι ε τοἰλ]α (Μάτια), ισιτσίλι ε σιταίλ]α, ι σι τοιλ]ιὰό ε σι τσιλ]αᾷό -- ἕκαστος, ἑκάστη” ἵδ. γΊῖθε σε-τοίλ]ι, γΐθε σε-τοίλ]α, Υ]ΐθε κούδ ἢ γίθε κούδι. σίπερε [.λατ. 8ΙΡ6Υ, 8ήΡ6Υα8, Βργα] σίπρε [ Ἱλλην. ὑπέρ], σίπρι η Ν. ει ο η ὰ { { σιπραζι -- ἄνωθεν, ἐπάνωθεν, ὕπερθεν: ἴ8, περσιπερξ, περσίπρε. | ή --------ᾱ- ---αμμμμι -- δτ4 --- ()) σίπερµ.ι, ε σίπερμε-]α -- ὁ ἄνω, Ἡ ἄνω' ἐπίθ. πληθ. τε σίπερ- µιτε ἆρσ., τε σίπεοµετε θηλ. ἴδ. ιν έπερε-ι, ε ἐπερε-α (Υ). -- ἀντίρ. ι-ε πόδτρε-ι-α.. σ]άπ-ι (ροσάαπ) πληθ. σ]έπετε ἴδ. σκ]άπ-ι πληθ. σκ]έπετε' ἴδ, τσ]άπ-ι (τ). σιέλε: ἐπίρ. Ξ ἆργα.--- τὸ κόχε έρδε; τί καιρὸν ἦλθες :---- ἀιέθινε σιέλε Ξ χθες ἆργά. σ]έτουλε-α (Βεράτ.) (Άργυρ. Ὀιά1) ἴδ. σκ]έτουλε-α" πληθ. σ]έτουλατε. σκ]άν]-ι (Υ. ὈῬορά απ) πληθ. σκάν]ετε-- ἡ ἄχρα.. σκάνδαρ-ιξ- σκάνθαρος, κοινῶς μαμοῦν., σκαρτδί-ου (Ἠλδασ.) πληθ. σχαρτδίτε - ἄσωτος, μοσχομιάγγας. σκαφουλ]άρεὂ-ι (Τυραν.) -- ἴδ. ὄκαπουλ]άρεῦ (Ἐλόασ.). () σκενάέε]μ-ι (01) [Ἴταλ. οὈτίοβο]. - εσκεναξε]με-]σ θηλ. σκερφύλ-ι (Ἠλθκσ) πληθ. σκευφξ]ετε καὶ τοκεοφῦλ-ιΞ γουρρμάζι κ]ε ἐδτε νγΊέτουοε µε μουδκερῖτ ε Ῥάρδα.. σκίλ]ε-]α (Μέση ᾽Αλθσνία) πληθ. σκ{λ]ετε -- ἴδ. δέλπενε-α [σκύλ-ος]. σκιφτέρ-ι (Άνγυρ. Ένραν.) ἴδ, σκ]ιφτέρ-ι πληθ. σκιφτέρετε. σκλαβϊ-α (πληθ. λείπει) -- ἡ σκλαθιά. ἴδ, ροΏενῖ-α., σκλαβόσ-εµ. Ξ- σκλαθόνω-ομαι, σκλάπε-α -- ἴδ. χλάπξ-α, χἱάπε-κ' πληθ. σκλάπατε. σκλάφ-βι πληθ. σκλέφτε (τ) καὶ σκλάδετε -- σκλάθος ἴδ. ρόπ-Ών. σκλέπε-α (Βεράτ.) - ἰδ. τδκλέπε-σ, γελ]έπεα' πληθ. σκλ]έπετε. σκλ/ιφτῖρ-ι (Πευμετ.) ιδ, σχ]ιφτέο-ι πληθ. σκλ]ιφτέρετε. σκολ]ι-α /(τ) σκόλ]ε-α (1), δκόλε-α (Σ) -- τὸ σχολεῖον' πληθ. σκολ]ίτε σχόλ]ατε, δχόλατε. σκ]ίμε-α -- στολισµός' πληθ. σκ]ίματε. σκ]ιματάρ-ι Ξ- ὁ ἀγαπῶν τὸν στολισµόν, ὁ κομφευόμενος' τὸ θηλ. σκ]ι- ματάρε-]α, πληθ. σχ]ιματάοετε άρα. σκ]ιματαάρετε θηλ. σκ]ιφτέρ-ι (Ἓλθκσ. - Βεράτ.) --ἱέρας κοινῶς διφτέρι, γεράκι καὶ σχι- φτέρ-ι (Άργυρ.-Ἔυραν.) σκλ]ιφτέρ-ι (Περμετ.) [Λατ. ας - οἴρίίοι] καὶ σκυφτέρ-ι (Σ). σκ]άκ] ο. ἐνεργ.Ξ- χάμνω µθλαξν]εγίεκ]ε ἐδτε ε ὄτεργούτε ε σΏούσ ε Ὠδί τε Ὠούτα. -- ἀντίθ. τοῦ σκ]άκ] εἶνε τὸ αρθάνκ. ο. σκ]άκ]εμ παθ. ἀντίθ. κοδάνγεμ. Ξ κάμνω µαλακόν, «ε βµ--- (ι-ε-τε) σκ]άκ]ετε ἐπίθ. ἀντίθ. ι-ε-τε «ρδάνγετε. σκ]άπ-ι (γ.τ.) πληθ. σκ]έπετε-- Ῥουτούκ |} σχ]άπ µοτάκ ι παᾶρέδε. σκ]έπ-ι (Σ. Καθ. Βεράτ.) -- ράμφος, σχ]ούπ-ι (Ἴλδας.), κ]έπ-ι (Αργυρ)) τόούκ-ου (Περμέτ.). σκ]έπ.ι; πληθ. δκ]έπατε. --- ὄκ]έπ) ι ρρόὔεσε -- ἡ ἄκρη τοῦ ἐνδύματος, σκ]επάρ-ι καὶ τέσκε-α (Υ. Μαλ]εσία) -- σκεπαρνος, τὸ σκεπάρνι, σκ]επτόρε-]α (Σ) ἡ µπεχάτσα. ---ἴδ. δαπτόρε-]ο.. σκέρθουλ-ι ὁ ὸ 9 σα]έτουλε-α (1) σιέτουλε-α (Βεράτ.) πληθ. σκ]έτουλατες ἡ μασχάλη [Πταλ. βοαίιι]α -- θήκη]. σκ]όλ-ι (Σ) -- νεοοχύτης, σα]ότε-α (Υ. τ.) πληθ. σκ]ότατε-- έρε µε ὅἳ, πουρ φρῦν έρε ε Ῥίε ᾱτ (κ]ε ὅτίε ὄΐνε νάσπερ πεναδέρετ, ε ἀύεοτ). σκότε-α (Ἓλθαςσ.) πληθ. σκότατες γενεά, φυλή, γένος" μὸς ουνγ]άλτε Χε]ό σκότε | χούμπτε χε]ό σκότε | πρε] τὸ φάρε σκότε στ αὖ : σκοπέτσ-ι (Υ. τ.) πληθ. σκοπέτσετε-- σκ]άπ ι ἀρέδουρς. σκουλῖ-α {δ. τοκούλ] πληθ, σκουλίτε, σκουναᾶῖλ-ι (Υ) σκουνᾶῖ-νι (Ῥοράαπ) -- τὸ κράσπεδον. σκ]όν] (Βεράτ) σγ]όν] (Περμέτ) ο. ἐνερ.-- ἐξυπνῶ τινα ἴδ, κ]οὶ (Ἠλβ.) σκ]όνεμ (Βεράτ.) σγ]όνεμ (Περμέτ) ο. οὐδ. ἐξυπνῶ ἴδ. κ]όχεμ (Ἐλθ.) σκούτε-α (Τδερμενίκα) πληθ. σκούτατε [Λατ. βιιοαπ1] καὶ σκουτίνε-α Ῥ Ώρα πληθ. σκουτίνατε--ποδιὰ {δ, πεοπόρε- ]α [Ῥουλγα- ριστὶ σκούτινα). -σκουτίνε-α (Περμέτ)--κωλόπανον. σκουνῶτ-νι: τὸ κράσπεδον καὶ σκουναῖλ-ι.--- µε πρέκουνε σκάν]νε ε σκουναἴνιτ' (Ῥοράαπ) - ἅπτεσθαι τῆς ἄκρας τοῦ κυασπέδου, σκούτε-α (Σ) Ξ (Τουρν. Ώου δάκ). σκουτέρ-ι (1) -- ἀρχιποιμὴν Ξι ζότι δένετ ει στάνιτ ι ταϊλ]ι βε Ῥαρί ψῆι ατό, ε νγρέζ στάν.-- πληθ. σκουτέρετα. 2κουτέρ-ιζ-μάλ]ι ι Ἀκουτέριτ νάε ΚεοαΏενίτ τε Ελ]βασάνιτ ε τε Τιράνεσε.--- Αὐτὸ τὸ ὄρος έμει ἀπολελιθωμένων ζῴων. σκ]όκε-α (Ἓλθκσ) -- σκ]ούκε-α (Τυραν.), κ]όκε-α (Βεράτ.), κλούκε-α.---- Ἀλότὄχε-α (Βεοάτ.) πληθ. σκ]όκατε, σκ]ούκατε, κἱόκατε, κλούκατε, κλότόχκατε-- ἡ κλῶσσα., σκ]ούκε-α (Τυρ.) ἴδ, σκ]όκε-α πληθ. σκούκατε. κ | Ἰ Ἱ Ἡ] πι | ἡ α |. 4 | ' Ι | Πα Ἱ---- . -- 516 --- σκ]ούσπ-ι (Ἠλθασ.)-- ἴδ. σκ]έπ-ι: σχ]ούπατε σκ]ούφουρε-ι (Ἐλθασ.)--ἴδ. σούλφουρ-ι (5. Ἡροῦ]α). (ι-ε-)΄ σκ]ούφουρτε: ἐπιθ.Ξ-ι-ε- σούρφουλτε (5. Ἐροῦ]α). σκύρε-Ία (Μυζεκ]έ]α), σκυρξ-]α (Αργυρ.)Ξ πήλινον πιάτον βαθουλό, σκύτ-ι (Σ) Ξ- ἀσπις. σµαδό] ----όχεμ. (Σ) -- ἴδ. μαδό] ----όχεμ.. σµίρο-ι (Υ). σµίρρ-α (Υ) σµιρ-ι (ραἳ, ζελ]ϊ-α (Ἠλθασ.) πληθ. ζελ]ίτε-- φθόνος, ζηλοτυπία, κοιν. ζούλαα. ---- κάμ. σµέρρ-- ἔχω φθό- νον, φθονῶ. σµίρο-κέκ/-ις- ζπλότυπος, ζηλόφθονος, φθονερύς' πληθ. σμιροκέχ]ετε.---- τὸ θηλ. σµιρο-κέχ]ε-]α πληθ. σμιροκέχ]ετε. σοβάλ/-ι (Ἔλθασ.) -- εἶδος ὄφεως μεγάλου, ὅστις τύπτει τὸν ἄνθρωπον διὰ τῆς οὐρᾶς.--- ἴδ. καστρίκ]-ι (Βεράτ.). σοβάϊκε-α (τ) πληθ. σοβάϊκατε Ξ- κερχκὶς ἴδ. ἀρούκ-γου. σόᾷ (Ῥοσάαπ--- Τύραν) ἐπῳ.Ξ {δ, σότ [Λατ. Ποςῖε]. σοε]άσ-ίτ-ίτ (Ῥοράαη, Μιρεάίτα) ϱ. ἐνερ. ΠΙΤ4ΤΘ, µε ι νγούλ]ε σῦτε ἀόρ. σοβίτα-ε-ι' µετχ. σοίτουνε, σό]τ (Υ. Μαλεσία) - ἶδ. σός. σογορί]-α (Ὀοσά απ) -- ἀγέλη (Έουρχ. συρί) πληθ. σογορί]τε..--- σογορί] νἱέρεζεῦ -- ἀγέλαι ἀνθρώπων. Ἔουρ.. συοῖ). σόγ]ε-]α (ϱοσά απ) πληθ. σόγ]ετε -- πύργος Ὁ) φυλακη (Έουρκ. παρα- κόλ) ἴδ, οόν]ε-α. σογ/ερί]-α Ὀοράαπ) κοιν. µάνδρα Ἰπαλ. ΙΠΔΠ4ΓΑ. σογ]ετᾶρ-ι (0οσ8απ) -- φύλαξ πληθ. σογ]ετάρετε, σοκελάσ (Αργυο.) σοκελή (Βεράτ.) -«χραυγάζω, φωνάζω μὲ μεγάλην φωνήν, θερρέσ µε φουχ]Ά. σοπελίµε-α (Αγγυρ. Βεράτ.) πληθ. σοκελίµατε-- κραυγή. σοκελίµε-α, σοκουλίµε-α (Ώιια]) -- βρυγµός, τρύµος ϱ) σοκελίµε-α (Σικελο- ᾿Αλθανικόν)-- σεισμός" ἀρίθμε-ε σοχελίµ.ε- τρόμος καὶ βρυγµός' πληθ. σοκελίµατε σοκουλὀνί (0141) σοχελόν]: ο. ἀρίδεμ, σείω, Χλονίζο- μαι.---τρέμω. σοµάρ-ι (Ἠλθασ,) ἴδ. σαμάρ-ι πληθ. σομάρετε. σόνετε (Ώιιά1). σόντε, σούντε (Σ) -- ταύτην τὴν νύχτα, ἀπόψε.---ἀντιθ. μηρᾶμα (Υ. --- τῇ --- σόπ-ι, σοπάτε (Υ) πληθ. σοπάτατε καὶ σεπότε-» (1) πληθ. σεπότκτε-- ο ας ρι ἔ ς ] . ν ’ [ 5 μ - ' ΙΕ . ἀξίνη, πέλεχυς, λ]άτε (Περμέτ.) καὶ λ]κτόρε-]κ (1) μ8δ ε βόγελ]ε σε ἥ 1 . Γ. Γ ς ν σεπάτα [1ὸ, λ]ατό]] καὶ τσακόρε-]κ (Ένραν.) [--χοιν. τσεκοῦρι] καὶ ναγάτσε-]α μᾶ ε βόγελ]ε σε λ]ατόρε]«.. σορολάσ-άτ-άτ (Ένραν.), σουρουλάσ-άτ-άτ (Ἄλθασ.) -σίελ περκ]άρχ ο δ ν γ.. Μα σι . κά κο ψ , 4 ῥ.. ο [Τουρκ. συρερεµ.Ξ-τριγυρίζω] ἴδ, σουρέλ], σουρουλας χελιν ε µίδιτ-- γυρίζω τὴν σοῦθλα, σορολάτεµ (Έυραν.) σουρουλάτεµ. (Ἓλθασ.) παθ. σῖλεμ, περ κ]άρχ.. α 3 ιν .... έ 4 µ 3 ε ! ( . σορᾶκ-ου ἄρσ. σορᾶκε-]α θηλ. πληθ. σοράκετε ἆρα. σοράκετε θηλ. ὅμοιος, ὁμοίᾳ τῇ κώρώνῃ (τῇ αλ]σκούδα)" γλευκστικόν, σόρρε-α.: πληθ. σόρρατε-- ἡ καλ]ακοῦδα: ἡᾗ κωρώνη. σος (τ)Ἔ-µος-- μήπως. ---σος α᾿ χίδτε-- μὺς σ᾿ κίδτε Ἔ μήπως δὲν εἶχε᾽ : .- [ τι σος σε σ’ κἰὅτε-- μήπως δὲν εἶχε. σόσ σόσ σόσ (9) ο. Ξσφζω ιδ, απετό], ἴὰ, χαρριν]: 2) σημ. φθάνω" ὃ) τελειόνω ἵὸδ, μρορό] (θα) σόσεν] σόσεν σόσεν.---παθ, σύσεμ., σότ, σοᾷ, (Έωραν. Ῥοράαη, Ῥις1) σό]τ (Υ. Μαλ]εσία -- σήμερον. ---- σότ ε περπάρα (Υ) - ἀπὺ σήμερον καὶ ἐμπρός. ---- σότ πεοσότ -- διὰ σΏμερον.--- σι σύτξ- τὴν αὐτὴν ἡμιέραν [(σὰν σηµερα).----σι σότ τέτε ι η . ῥ . - ᾗ " δα ον ἀῑτες πρὸ ὀχκτὼ ἡμερῶν.----σι σότ ν]ε Ἰάθε-- πρὸ μιᾶς ἑθδομάδος.---- 3 ' / αμιι ἔ - ι . μ / Ἶ Γ ” ! / σι σοτ Υ]ε μούσα]. ----σι σότ Υ]ε βίτ -- πρὺ ἑνὸς ἔτους, --- σότ μΏε σότ Ἡ σότ µε σότ -- τὴν παροῦσαν Ἠἡμέραν, ἐποχήν.--- σότ ε τούτ]ε -- [ φ. ι 3 εδ αι ’ μ ι 8 σὸτ 6 μβασκενδά] (Υ) -- εἰς τὸ ἑξῆς.---τε βίτὸ σότ τετε ἄῑτε -- νὰ ” ἠ. " η η κ ψ Εεῆ μι. .΄ δε Γ ' . 6 ε 5 : Μ . ἑλθῃς µετα ὀκτὼ ὔμερας.--- τε βιν]τὸ σότ νι ]σ6ε, σότ ν]ε μούσα] -- Ἰ. Να η } µ ῥ ὢ . να Έλθῃς μετὰ µίαν ἑθδομάδα, μετὰ ἕνα μηνα. (ν) σότµ-ι (τ) ἐπίθ. -- σηµεοινός, ε-σότμε-]α (τ)Ξ-σημερινή. ---ι σύρμ.-ι (5) ε-σόρμε-]α, ι σότδιμ-ι (Υ) ε σύτδιμε -]α.. σουκαλ]έν-ι (Πίθρα) Ἡ τἳ -- συύλγ]το-ι καὶ κρουκαλ]έν-ι (Ώ1890ρο) 113 . σούνκ-γου (Κα6.) πληθ. σούνκ]τε ἴδ. δρῖ-α. σούκατε (θα41) πληθ. µόνον -- Ὀρέγ]ετ' ε µάλ]ιτ. [ . μη ./ σούπουλθ-ι (Έυραν.) πληθ. σούκου]τε -- οάκος ἵδ. λ]έτοκε-α. σοῦλ]εμ (Βερατ.) ϱ. οὐδ.Ξ- ὁρμῶ' ἴδ. τοῦρρεμ.,---- ουσούλ] κ]ένι, εδέ ε ι η 3 .α κ ζ ζ : µ ι] δι δα ) Ὑαφσοι Ξ- ὦρμησεν ὁ σχύλος χαὶ τὸν ἐ ἄγκασεν, σούμβουλξ-α πληθ. σούμΏουλατε -- κομδίον σφαιροειδές, κ, σούντε (2) -- ἴὸ, σόντε, αρ» σούπ-ι; πληθ. σούπετες ὁ ὠμος. σουρδό] (τ) ἴδ. σούρπ. ϱ. σουρβόνεµ.Ξ- ἴδ. σοῦρΏεμ. παθ. σουρθέλ]ε-α (Έλθασ.), σφόγε-α (Περμέτ.) καὶ Ῥεάουνίτσε-α (Πευμετ.) πληθ. σουρβέλ]ατε, Ῥεάουνίτσ«ατε ἀλιφασκιά, ἐλελίφασχος, (.ε) σούμῥουλε-ι-α καὶ σούρθουλε-τε (Ἔλόασ.) -- νερουλός, ροφητὸς ξ ε σούρρουλετες- ῥξ ρρούφκε (Περμέτ.) -- αὐγὸν νερουλόν. ---- καὶ ορούφχε-α πληθ. ορούφχατε (Περμετ.). σούρπ καὶ σούρθι (Υ) σουΏόῇ (τ)5-ροφῦ. σοῦρῦεμ (Υ) σουρβόνεµ. (τ) παθ. τοῦ προηγ. σουρουλάσ-άτ-άτ (Ἐ]λέασ.)--ἴδ, σορολάσ-άτ-άτ (Τυραν.). σουρουλάτεµ (Ἐλλθασ.) -- σορολάτεμ. (Έυραν.). σούρφουλε-ι (Σ-Εροῦ]α) καὶ δκ]ουφούρ-ι (Ἐλθασ.) [Λατ. δα α1-1β]-- θεῖον κοινῶς θειάφι. (). σούρφουλτε-ι-α (5 -Κροῦ]ς) καὶ ι ὄχ]ούφουρτε-ι-αΞ- πρε] σούρφουλ». σουρρίκ-ου (Εροῦ]«) Ξ κοτέτοι, καὶ κ]υμέσ-ζις- ατύ κου φλ]ένε πούλ- Ίατε. σουρρίλ/-ι Ξ κάνουλα τοῦ νεροῦ. σουρρίλ/ (Τνραν.) καὶ σουρροὐγ]ατε (Ἐλόασ.) ἐπίρ. -- μακρουλῶς. σούτε-α πληθ. σούτατες ἡ ἔλαφος (θηλυκ η) ἴδ. ἀρξ-νι. σπάκ-γου (Σ), σπάνγε-κ (Ἓλθασ) πληθ. σπάνγατε -- σπάγγος. σπελ]κ]ῖ-νι (Ἓλθας,) ἴδ. πεκ]ῖ-οι (Περμέτ.) -- τὸ κράσπεδον' καὶ σπεν- γῖ-α (Καθ. Τυραν. Κροῦ]α) πληθ. σπενγίτε. πικ]ῖ-α πληθ. πικ]έτε, πεκ]τ-ρι (Πεομέτ.) πληθ. πεκ]ν]τε. σπερἀρέδ (Υ) ϱ. ἐνεργ. Ξ- ἴδ. περᾶρεθ, σᾷρεθ (7). σπέτσε-α: πληθ. απέτσατε -- πιπεριά 3) κόκκινο πιπέρι. σπίδε-α (Περμέτ.) Ξ κούρέε-α Ἄ μᾶλλον ἡ ἔχουσα ἰδιώματα µοιχα- λίδος, σπίδ-ι (Τνραν.) - ὑδρωπικιά, σπίκὺ-ι ἴδ. πίπεθ-ι, γουδακούκ]-ν. σπίν]ε-α (τ) ἴδ. ὄπίνε-α--ἡ ράχη πληθ. σπίν]χτε. σπιλ]άρ-ι (Τω:.) πληθ. σπιλάρετες- εἶδος δικτύου: σπίλ]τσατε (Σ) --ἴδ. ὄτ]έκεζατε. σπινάκ]-ι--τὸ σπανάκιον’ πληθ. λείπει, β ιά Ἰ . σπίτσε-α: πληθ. σπίτσα-ξες μικρον σουθλί, πι δι Ὁ-- σποβίσ (Αλθβανο- Σικελικὺν) ο. ἵο. νγόρθ, τσὀφ. ---µε σποβίσι καλ]ι-- ἐφόφησεν ὁ ἵππος μου. σπούτετ (ε Ἰοπίνγεσε) (ῴκοᾶρα Μαλ]εσία ε πόὄτεμε) ἴδ. ρρύπατ’ε ᾖο- πίνγεσε. στάβε-α (τ) [Ἰταλ. να] κοινῶς ἡ στίέα ἵλ. τούροε-α ν]ε στάθε ἀροῦ -- ν]ε τούρρε ἀροῦ: πληθ, τούρρατε. στάν-ι; πλ. στάνετε κοινῶς μανδοί, στάπ-ι πληθ. στάπετε Ξράθδος, στέλ]ε-α πληθ, στέλ]ατε-- ἡ φωλεὰ τῶν θηρίων. στέπ-ι-- ἄχρα.. στέπεµ.. ϱ. οὐδ. () -- κεθέχεμ. νε τόαπε πράπα« (τε ὄκό]ε τιετερι). στερβίνε-α (Σ) πληθ. στερθίνατε-- ἴδ. νγορδεσίνε-κ --ψοφίμι; αὶ κβρµε-ο. πληθ. κέρµατε (τ)--πτῶμα, ψοφίμι, στερβί (Μυζεκ]έ]α) [στερ-θίτ-ι] ο. ένεργ. Ξ ἐκπαιδεύω, γυµνάζω τινὰ (κυρίως ἐπὶ ζῴων, ὅταν γόνωνται ἑνὸς ἔτους τὰ γυμνάζουσιν ὡς τὰ ἄλογα (µαζετε) εἰς τὸ περιπατεῖν, τοῦς µόσχους εἰς τὺ ἄροτρον, τοὺς σκύλους εἰς τὸ κυνηγι κ.τ.λ. τὰ παιδία εἰς τὸ γυμνᾶσιον παν- τὸς εἴδους γυμνασίου, ἐν γένει γυμναάζω ἐκπαιδεύω), ---στερθίτ µεζινε -- γυμνάζω τὸ ἄλογακι' μέζ ι στερθίτουρε-- γυµνασμένον ἀλογάνι" ἄντιθ. μεζ ι πα στερθίτουρε-- ἀγύμναστον ἄλογάκι. στερβπεµ; ποθ. -- γυμνάζομαι, ἐκπαιδεύομαι. στεργ]όδ-ι--ι ἅτι Υ]ύδιτ -- πρόπαππος πληθ. ὅτεργ]ύδατε. στεργ]ύδε-Ία--ε ἐµα εγ]ύδεσε πλ.θ. στεργ]ύδετε.--- φράσ.---γ]ύδ στεο- γ]ύδι ε κάτρεγ]ύδι-- πάππων ποὺς πάππων. στερκ]όκ-ου (Υ) ἆοσ. πληθ. στερκ]όκετε, θηλ. στερχ]όκε-α Ξ- κωρώνη, στιεράίεµ (Ρέκ) ε έπερε) ». -- συναπαντῶ, (ἀπροσδοκήτως) καὶ ᾖασ (Σ). ουστερᾶίτνε (ΏιΏρα) -- ζασνε -- ουπερπόκ]νε μΏ)ούδε (παπρίτουρε).----- 9, πικ]εμ. Ξἐπὶ ταυτοῦ συναντῶ τινα, στεπμθέσε-α Ξ-ἐγγόνη-- Ρέλ] σε µΏέσεσε πληθ στερμῬεσατε. στερδᾶμαπ-ΕΒι (Υ) - κουρ 4ελ] νάον]ε δδμπ ιὔτρέμΏερ Ἰ]άδτε οριέτεσε πκὶ σ-ε2δεμπ-Ῥι (τ). στερκούνγουλ-ἵ -- εἶδος ἀσθενείαε πληθ. σλερκούνγου]τε. στερνύι-ι -- ἔγγονος (ιΏῖρι τε νίπιτ) πληθ. στεονίπενιτε (Υ). στερπίκ (Σ) ϱ. -- ραντίζω [στερ-πίκε-α] στερκίσ-ίτ-ίτ (Ἐλθ). σπερκάτ --- 980 --- έτ-έτ (Περμέτ), πισκάτ-έτ-έτ (Βεράᾶτ.) ἱστευχατ] καὶ στερκό] (Καθ. στερπίκεµ (Σ) παθ. ραντίζομαι, στερκίτεµ., σπερκάτεμ. [στερκάτεμ.] τσερκόχεµ. (Καθ.) σπικάτεμ.. στερπύκε-α (Σ) στερκίτε-α (Ἠλθας.) Ξ ρντισμα πληθ. στερπίκατε, στερχίτατε. στερφλ]όκ (Υ) ϱ. ἐνερ. Ξ- πριό φλ]οχετε νγκτετοό] φλόκετε (ἐπὶ τριχοει- δῶν πραγμάτων) στερφύτσ-ι (Ἠλ βασ.) πληθ. στειφύτσατε-- σύοιγξ. τεοφύτσ-ι (ζοβ.) πληθ. τεφύτσατε.-- κελ]τσατεσε-α (Περμέτ.) πληθ. χκελ]τσατεσατε Ξστευφὺτσ κᾖε κελ]τσέτ στερτοχξ-α (Περμέτ.) -- στερφυτ µε οὔ]ε. πληθ. στεοτσκατε' φιλ]άσκε-α (Ἡρο]ικ) πληθ. φιλ]άσχκατε. στ]έγουλε-α {88 πληθ. στ]έγουλατε Ἐττ στόλ]-ι (γ. Μαλ]εσία) Ξύλινον σκαμινὶ μὲ τρεῖς πόδας. στολ]:-α -- στολισμὸς πληθ. στολ/!τε. στολ]ίσ: ϱ. ἐνερ ατολίζω᾽ στολ/ίσεμστολίζομαι. στοπἀν-ι (τ) πληθ. στοπάνετε -- τυροκόµος. αὐ κ]ξ τούντ κ]ούμεὂτιωε ε δεν γ]άλίπε ε ἀϊᾶθε, ε γ{ίζε, ε οὐ ἐπ Ρούκε Ὀαρίθετ, ε κ]ένβετ ἴδ, Ῥάάδο-]α (περμὲτ) τκκμάδ-ι (Τυρ2».) στρᾶλ-ι (Άργυρ.) πληθ. στράλετε, κοιν. σ) ουονάριΞΞ γοῦρ ὄχρέπεσ-ι (ϱ. στρανίτσε-α (Περμέτ.) -- οράσατ ε βάροιτ, περμὈί τε θέκουρινε νάενε δξτ. 9) γοῦρ µε κρύκ] κ]ε βίχετε µε κέμρε πευμὈῖ βάρρτ. πληθ. στρανίτσατε. στράτσε-α (3) - ἴδ. τράστε-α (τ) πληθ. στράτσατε καὶ στρᾶ]τσξ-α πληθ. στρά|τσατε. στρξχε-Ία (Σ))--τὸ' ἄδτε περ]άδτα ]άσ-ζι (Σ)-- τὸ κά ζὲ στεπία περ στρξχε-]α (Υ) --ἡ στέγη, νάενε στρέχετ τε στεπἰσε-- τῆς οἰκίας. στρόκε-α-- λέπρα, ψώρα (ἐπὶ ζῴων) ἴδ. σγέρε-]α, πληθ. στρὀκατβ. στρομδουλᾶρ-ις- ατύλ ε λ]ᾶμεσε κ]. λ]ίδινε κάλ]ινε κουρ ὄτ]ενε πληθ. στρομΏουλάρετε.--- ἴδ, στοουμβουλΆρ-ι. στροῦκεμ (Σ) ϱ. οὐδ.--συστέλλομ.αε, Χοιν. μιαζόνομ.αι (ζόγου κουρ μΏερ- δίφ οούτετε ε πεομθλ]ίδετε τρούπινε. --- ἄορ. ουστρούχκα-ε-ουστρούν, μτχ. στρούκουνε. -- 68] --- στρουμθουλᾶρ-ι καὶ στρομθουλᾶρ.ι-- ξύλον εἰς τὸ μέσον τοῦ ἁλωνίου" πληθ. στρουμ.Ώουλάρετε. στρουμθούλε-ι (Βεράτ) -- τοποθεσία, στρούμΏου]τε πληθ. σῦ/ (Τνοαν.) ἐπιφ. θαυμαστ. ὅτε ν]ε σκ]άπ ιµκαθ σῦ]--σκ ν]εγομάςρ. --- ἰὅτε ιγ]άτε σῦ|--σα ν]ε κ]ιπαρίς--ἦτο μακοὺς ἴσικ μὲ ἕνα κυπαρίσσιον. ή 3 ιν συ-θάρδξ-ι-α ἐπιθ, γαλαν,μάτης -το.. σ-οϊ-α αἩ κ]ε κᾶ σύτε ποσὶ δτ, σΏζετε: πληθ.-- τὰ ὀμματοῦαλια κοινῶς. σῦ-ξτ-ου πληθ. συζέστε-«μκυροµάτης, σὺ-ζέζε-α θηλ. συδ-ι (Ἠλθασ.) πληθ. σῦθετε-- θηλιὰ ἵδ, λ]άκθ-ι καὶ κατ᾽ ἄναγραμ- ματισμὸν θῦσε-ο (Τυραν.). σοι)λ-ι (Υ) (ἐπὶ δένδρων) πληθ. σὔθετε' ὅταν ἀνοίξωσι τὰ λένδρα., πρῶ- τον χάμνουσιν ἕνα σπορί, ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἐθγαίνει τὀφύλλον, τὸ ὑποῖον τότε ὀνομάζεται κοάνζ-ι, ἀφοῦ δὲ αὐςησῃ τὸ πράνα λέγεται Υ]έθε-]α ἡ φλ]έτε-α. συ-κ]ένεζε-α πληθ. συ-κ]ενεζατες- χυνώπης, σ της ͵ ος σ 9 ν (ηλ Ε.Σ 3 ἱ [ υὃ ν Ίρι π 3 ριν] Ὅτ)ουτε-ι: ἄρσ. συ-κ]οῦτε-α θηλ. Ξ εὐφυής. [ζδ. κ]ουε] καὶ κ]ου] (Υ)]. σύλ-ι ἄρσ. σύλε-]α θηλ. (Έυραν.) - παραθλώψ. -- ἴδ. ι-ε-ῥάνγετε-ι-α' πληθ. σύλετε θηλ. συλ]άρ-ι σὔλ]αρε-]αέἐπιθ.-- αὐ α αἷό κ]ε ι κά σύτε τε λ]αρε καὶ συλ]α- .. μή | [- ρδ-ι, συλ]αρόδε-]α θηλ. πληθ. συλ]αραδετε θηλ. συλ]τῖ-νι (Σπατ.) πληθ. συλ]τίν]τε--πέν] λ]έδι τε ἀρέδε. σὺ-νι (Υ) σὔ-ρι (τ) σῦ-ου (Ἓλθαςσ ) πληθ. συτε-- ὀφθαλμὸς' σ’ κδμ, σὔ γα 8 ῥ ιν 1 ! . ι Ἶ α } ἃ - ε φάχ]ε (τε ἀάλί πεπόάρα) φρᾶπις (ἐπὶ αἰσχύνης) µε γ]ίδ σὺ ε φάκ]ε (υαά1) --με τὸ σῦ ε φάκ]ε (τε οῦκεμ.).----νγόκλ] σὔτε-- ἀτενίζω, --“Υγοῦλ] σῦτε νε κίελ-- ἀτενίζω πρὸς τὸν οὐρᾳνόν. ---- ν1Ερ σῦ ( } ἐπιρ. -- ἐνώπιον ῥρησίᾳ' ἀρίτ᾽ ε σῦνιτ (Υ) ἁρίτ ε σῦοις Υ: τ.) ἔπιρ.-- ἔνώπιον, παρρησίο ρίτ ονιτ (Υ) ᾱ- οι (τ)-- ἡ κόρη τοῦ ὀφθαλμοῦ: ε χά σῦνε περτε ἴκουνε (γ)--ε κά σύνε περ τε ἴκουρε (τ) -- σκοπεύει νὰ ἄνοχωρήσῃ. ---ι Ῥίε νᾷερ οὗ (Υ. τ.)-- τὸν προσθάλλω. -“ψαρο Υ]ε συ γ]ούμες-κοιμῶμαι ὀλίγην ὥραν. ----- ' µΏετι νᾷε σὓτ -- τοῦ ἔμεινε ςτὺ µάτι«- τοῦ ἔκαμα ἐντύπωσιν. ---ι Ρα] µε σὺ --γεύω, τοῦ κάμνω νεῦμκ' ε µάρρ µΡε σὺ (Υ) ε µαρο µ)ε . -- ον -ᾱ ο ῃ . κ πα καν Αν ά ὮὉ σὺ (τ), ε υαρρ συσ(γ) σῃὸ (τ)-- βασκαίνω αὐτόν, καμ. σὺ ε φάκ]ε -- ἔχω παρρησίαν, ἀντιθ. σ’ κάμ. σὔ ε φάκ]ε. μμ... | Γι η. ι Ι λ π] ι . | 1 . ἃ 1 | δω ανν µε θλμμως αν . -- 585 --- συνερῖ-α (Άογυρ.) πληθ. συνερίτε (ἑλλην. ἔρις -ιδος) Ύραικ. συνέρια.. --. κά συνερ µε τὸςο ν]ερῖ- ἀαλὶ περπάρο-- συνερίζεται. --- βὲ συνερῖΞ- συνερίζοµαι. σῦ-δάκδ-ι (Σ) (Τουρ. λέξις)-- ἀλλοίθωρος | ἴδ. βανγόδ-.. σύτὸ: (Ἓλθασ.) καμ. σὐτό-- κἈμ. φείκε (Τουρκιστὶ ὄνρεᾷ-- βεσθεσε)} συ-χζαπετε-ι ἄρσ. σὺ-ζαπετε-α θηλ. καὶ συ-ζαπουρε-ι-κ (5) -- ἄνοικτο- μάτης. σφούρκ-ου πληθ. σφυύρκ]τε καὶ ταρφούρ-ου (2) -- διχάλο; 3) σφούοκ-ου (Τουρχιστὶ ἀκρεπ) πληθ. σφούρκ]τε-- σκορπιός. σφουγγάρ-ι { Αργυς.) ὄπούζε-α (Σ) πληθ. σφουνγάρ ἄρετε-- ὁ σπὀγγος. σφύνε-α (τ) ἡ σφῆνα ἵδ. πύκλ]ε-α καὶ πύλ]κε-α. σφυνόσ (τ.) ϱ.Ξβε πύλκενε. σφυτύρῖ] (Ἠ]λθκσ.) [φυτύρε-χ] ϱ.ς- φρυάσσω, µουρμουρίζω, γογγύζω καὶ μουρμουρό] (3) ----χυνε ἀελὶ ε σφυτυρῖν. σφυτυρίµ-ι πληθ αφυτυοίµετες- φρύκγµα, γογγυσμός. .. π ὄκράν-ι (Ὕδου) Ξν]ε τόπε λ]ιτᾶρι κ]ε ε βενε πεοπὀὸδ θέσιτ περ τε πεδούαρε. ὄσγέρτ-ι (Σ)Ξ μαβητης (Γουοχ. τδιράκ). δὰ (Πεομ.-Φοαδάρι) πάδα (1) --μόριον ὁμοστικόν. --- ὅκ Ἰόνε--περ 14- τινε: πάδα Ἰότινε (Σ).-- ὅς ἀ]έμτεςμα τὰ πχιδιά. --- Μο] Ώου- (οὐλ]ε ὅα Ὀκ[ράνε. (τ ετ-ατεεις τὸ κεφάλι τοῦ πατρός σου). Με 4ο Ὀούρρινε α Ἱαράνει (-- τὸν ἐραστην). δᾷ] ο.-- ὑθρίζω, ὀνειδίζω: ἀόρ. ὅδθα-ε-ου μτχ. σᾶμ.. (Υ) σᾶρε (τ). -- δδᾗ (5) ἀντὶ φδᾷ] κατ᾿ ἀποθολὴν τοῦ φ πρὸ τοῦ δ' παρα Σκοδριάνοις ὄδχεμ. παθ. δα]άκ-ου -- μάλλινον οσο) λευκόν᾽ δα]ὰκ ι θόνε κοὺρ ἄδτε τς χά- τερε λ]ικ], θδὲ δεγούνε ν θόνε κουρ δτε µε ν λ]ικ]. --δα]όκου ι ὅκάλ]ουνες-κατειργασμένον | μάλλινον ροῦχον, δα]τίμ-ι σον το ϱ πληθ. σα]τίμετε.---τε ράφτε δα]τίμι ἱ--(ὡς νὰ εἴπη τε ράφτε πίχα!) ---τε δά]τούαρε Ὁ τς . -- 5δδ --- δάκε-α (Σ) -- σκύλα. ἴδε κ]ένε-]σ.. σαμλαθάν ι (5) πληθ. δεκλαβάνετε-- φλύαρος, πολυλογδῖς- --ατί κ]ε σι πουσὸν γό]α. σάκουλ-ι πληθ. ὅάκου]τε [ἐκ τοῦ σαᾳκκοῦλα εἶναι ὄρχαικ "Ββραϊκὴ λέξις] . θόνε λ]ικούρεσε κ]ι βενε ἀιάθινε μΏρέναο..--- 4]αθ δάκουλι-- τυοὶ τουλουμίσιο.---δκκούλβ-ι-- λ]ικούρε πξρ µε ᾖβοῦμ μβοένᾶ» τε λ]ύνε, ι. ἀιάθε, ι δάλ]τσε, ε κ]ούμεὂτ, ε δᾶλετε [λΛατ. βαοσιις-- σάκκος καὶ ΒΗΟΟΙ118 -- σακκίον]. δάκουλε-ι (Τυραν.)-- ἀνεμοστρόθιλος ρε φύρτε' καὶ δακουλίνε-α (Κεοβ]α) πληθ. δάκου]τε, δακουλίνατε, ---ποοδαδόκουλ-ι πληθ. πορδαδά- που]τε (Ἐλθας.). δαλ]αβρίκ-ου (τ.) 233 πληθ. δαλ]αθρίκετε. δάλ]ε-α πληθ. ὄαλ]ετε -- τὰ σκέλη. --- ε κοβίτι πλ]οῦμΏι νε δάλ]ετ τε ἀιάθετ ---ι δκόϊ πλ]οῦμΏ νάεπερ σάλ]ετ. 9) τὺ ἐφίπ- πειον Χοιν. ἡ σέλλα [Λατ. βθ61α] σαλ]᾽ ε κάλ]ιτ- ἡ σέλλα τοῦ ἵππου. σάλ]ε-γ]άτε-ι ἆρσεν. δάλ]ε-γ]άτα----ἐπίθ. --αὐ α ἀὺ κ]ε κᾶ δάλ]ετε τε γ]άτα. δάλ]ε-στρεμθερε-ι-α-- αὖ α α]ὸ κ]ε κ δάλ]ετε τε στρεµβετα. σάλ/ε-ὄκούρτενε-ι-α--αὐ -α α]ο κ]εκᾶ δάλ]ετε τε σκούρτενα" καὶ δά]ε- σχούρτερξ-ι-α (τ) αὖὐ α αἷό χ]ε κᾶ δάλ]ετε τε δκούρτερα. σάλ/κ[ι- (λ]ὰπ)--ἴδ. σελ]κ]τ-νι, σαλ]ό] ρ. ἐνερ. -- σελλόνω τὸ ἄλογον. --- παθ. δάλ]όχεμ-όνεμ, (τ). δάλτσε-α (πληθ. ἄχρηστος σάλτσατε) (Υ. τ.) [Λάτ. 848115] --κόσ ι σελῖτε, κόσ µε χρίπε. καὶ ὅτάλγ]πε (Περμέτ.) ολ]έρ-ι (Άργυρ.). δαμῖ-α πληθ. δαμίτε--μανδηλι, σαμτῖ[ (Έλθασ.) φδα] (Υ) ὅᾱ] (Ψκόάρα κατ᾽ ἀποθολὴν τοῦ φ ποὺ τοῦ ο). ποστοετῖν] (Πεομέτ.]-- ἀναστενάζω. σαμτίνε-α πληθ. δχµτίνατε, (Ἓλδας.) πδερτίµε-α (Περμέτ.) φδκνετί- με-α (Ῥια41) πληθ. φσανετίµατε-- ἀνκστεναγμός. ὄᾶνε-α (Σ)) -- κάδτ)ε μίσεριτ. σαπακότ-ι πληθ. σᾳπακότετε (Υ.)-- λίθιος ἴδ. τορολάκ-ου. σαπερτόν) (Περμετ) ο. ένερ. --νγοὺλ] τε τερε νὰε Ράλ]τετ.----ουδαπερ. τούα νε Ράλ]τετ --κατεχώσθη εἰς τὴν λάσπην. » βλ δαπετόρε-]α καὶ σκ]επτόρε-]ακ πλην. δαπετόρετε σκ]επτόρετε-- κοινῶς ἡ µπεκάτσα, δαπῖ-ου (τ) ἴδ. ζαπῖ-νι (Υ). δαραμανζούκ (Ἠλδασ.) ο. ἐ άρρε-α πληθ. δάροατε Ξ πρίων, πριόνιον. - Ν Ἀ .. επ νεργ. - καταμιαδίζω. --- ὄαραμανάσῦκεμ. παθ. / ᾽ αμα β ν . σάρζ-κὸς] -- μῖδι ι ατύρε πέµεθετ µε ν]ε Ώερθάμε, αι άρρα, πιεδκεζα, Ὠα]άμεία κ.τ.λ. δάρκε-α (Περμέτ.) -- ἐπανωφόριον' ἴδ. φλοκάτέ-ο. δαρκ]τ νι (5) -- ἴδ. δελ]κ]ῖ-νν. --- πληθ. δαρκ]ᾖν]τε. 3 .. λος .. 2 οβ ιν ὃ σοι με. (ζ σαοούῇ ' θ, 1. -- τεμ, Μπο μυ, τε ΟΥ) (ὐ, ἐ .. [ι Ι .. δι . 5 - -- εορό] καὶ ὅκροόνεμ. παθ. σι ὄκορὀῖ κυὶ ν]ερ -- πῶς ἅπω- κ Ἶ δαροό] Ἡ 6 λέσθη αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος. --- δερρόθα πεοτε νγρᾶνε - νγόρδα περτε νγρᾶνε (Ἓλθασ.) -- ἀπέθονα τῆς πείνης. δαρτέσε-α (Υ. τ.) πληθ. δαρτέσατε Ξ μβύλισσμα' ϱ) δένδρον ἐμέο- λιασμιενον. δαρτό]: ϱ. ἐνεργ. Ξ- ἐνοφθαλμίζω (δένδρα) µπολιάζω' τὸ παθ.-- ὅκρ- τόχεμ. (Υ) δαρτόνεμ. (τ). δάτ-ι (τ) πληθ. δάτατε καὶ δάτε-α-- κ]ε πρέσινε δὲνε. δατερῖ-α, ατέρε-α (0ορᾶ απ) πληθ ὄατερίτε [Ἰταλ. ρορσίο, Πραρρ]]. δατῖ-νι (άκοθα) πληθ. ὄκτίν]τε Ξ ὁ χην᾽ ἴδ, πατόκ-ου. δαό τρ. ὃ δατόρο-ι } δατόρ-ι πληθ. ετε-- σκηνή" ἴδ. τένάε-α δάᾳ (1) 23 3 -- μβέτεμ δάχ. -- µεᾶετ ο ἀερθεναγὰ τε µ)ένε τρῖ- µατε δάχ. -- δάᾷ ἀΙεμ. --- ὅάᾷ Μίτρο, ὅσχ Ώαθαί. ὅάχζεμ παθ. τοῦ δα]. δαχεράμ-ου ἆρσ.---- δαχεράκε-]α θηλ. Ξ- ὑθριστὴς πληθ. δαχεράκετε ρα. δαχεράκετε θηλ. ὄγάδε-α (τ), ὄγαθόν]ε-α (τ) πληθ. ὄγάρατε, ὅγαΏόν]ατε--ἴδ. δκάρε δκαβρόν]ε. ὄγερρύσ-ύτ-ύτ (Έυραν.) ο. ἐνερ. καὶ ὄγουρίο-ἰτ-ίτ, καὶ γερθίὃτ (1Περμ.), ποπουρίό-ἰὂ {ὅ (Σ).--- πούλ]α ὄγευρύτ µε κᾶμρες πούλία ὄγουριτ µε κάμρε-- πούλ]α γερθἰὃτ µε κέµρε - πούλ]α ποπουρίό µε κδμ.ε. --- μτχ. ποπουρίδουνε. ὄγεροῦχεμ, ὄγερρέζεμ., ὄκρῦχεμ. (11ερμ.) σκρῦχεμ. (5) ὄγῦχεμ. (Ἠλόασ.)Ξ 9 ας ο --- πίπτω κατὰ γῆς κχὶ λερόνομχι μὲ τὸ χῶμκ. ἵδ, ἔσχεμ. (Ένρον.). ὄγεορῦ], ὄγερρέ], ὄκρο] (Περµ.) δγου] (Ἠλόκα,) ὄκρο] (Σ) --ἴδ, ζσ]. (ιν) Ὀἠεοβιάλύεσο-ι ι(Σ) ἐπιβ. -- ἐπιτήδειος ἐπιδέξιος καὶ θηλ. ε-δαε]δελ- Ἱέρε-α. σᾷιέργουνε (Σ)). ἄδτε ὅτιέργουνε (Σ) -- ικᾶ οὔνε μούλκ. δε: ἴὰ, δεν (κατ ἀποβολὴν τοῦ ν πρὺ τοῦ μ.) ι δε- Μίτριξ ὁ ἅγιος ΔΛ- μήτριος, ι ὅε-άρχίλι, ε σε-Μερί«. δέγε-α: πληθ. δέγετε -- τὸ οόδον ἡ ουιᾶ, δεγούνε-«κ (Υ.τ.) δεγοῦν-ι (Σ) -- μάλλινον, Φόρεμκ, πανὶ μάλλινον" ανα ι θόνε κουο αὅτε με ἄν λ]ικ] έδε ὄκ]σχκ ι θόνε κουρ αὔτε µε κάτρε λ]ικ]. δεγέρτ-ι (Σ)) -- ἴδ, ὄαγέρτ-ι, σεγ]έτε-α (τ) πληθ. δεγ]έτατε [Λατ. ρασ]{{α] -- βελος, σαΐτκ σεγ)}έτουλε-α (τ) πληθ. δεγ]ίτουλατε [Λατ. ραρήπ]α] 2) εἶδος ὄφεως ἰωθόλου ἔχοντος τὴν ἰδιότητα τοῦ οἵπτεσθχι ὡς βέλος καὶ σι/]ετε-», πληθ, διγ]έτατε, διγ]έτουλε-α πληθ. διγ]έτουλατε ἵὃ. Ὦ ρόν]ε-α. (Ἓλδας. Βεράτ.). δεγ)ετἍρ-ι (ϱ) [Ἀκτ. βαρἰαγίας] καὶ διγ]ετάρ-ι (Υ) πληθ. δεγ]ετά- ρετε, διγ]ετόρετ εξ-τοξευτης, τοξύτης, ὁ ριπτων βέλη. σεγ]ετό] () διγ]ετό] (Υ) [Λατ. 8 δασ1({ο]-- τοξεύω, οίπτω βέλη ἀπὸ τόξου, σχϊτεύω: π«θ. σεγ]ετόνεμ, (τ) διγ]ετόχεμ (Υ). ὄξ] (Υ) ὄξχεμ. (γ) Ξ-ἰδ. δὲν] (τ). (τε) δε]ούμετε (Ἔνραν.)--τε δίµτουνατε (5). --ν κίδινε ρᾶνε τε δε]ου- µετε (Τυραν.)Ξι πίδινε ϱᾶν τε δίμτουνατε (5) -- εἶναι πλευριτω- μένος. σέκουλε-ι (Ῥιαϊ Ἑ) [Λατ. βδοΠ]τῃ ς- σἰών, ὁ Ἀόσμος πχοχ τοῖς ἐκ- Ἀλησιαστικοῖς ἵἴδ. Ώότε-α πληθ. σεκου]τε. δέκ]ε-Τα (γ)ζ-μικρὴ µαστέλλα εἰς τὴν ὁποίχν τρώγουν γάλα οἱ ποιμε- νες καὶ δέκ]εε-- (τ) πληθ. δέκ]ετε.--- ἂνε πε µε Ῥουμ, μΏρενᾶς Ώυλ]μέτ, αὔτε μᾶ ε Ρόγελ]ε σε βεᾶο:.. ὄεχροῦεμ (ὐοσά απ) μτχ. Ξ0οηπβασγαίο Ἰτκλ. δελ]ὐό]-όχεμ (5) - ἴδ, ὄπετό] [Λκτ. εαἱ ψο]--σῴζω, λυτρόνω, ὀυμαι, δελ]θίµ-ι (Ὦ) δελ]Ὀέσε-κ: ληή. δελ]θιμετε, δελρέσκτε-- τὴ, δπετίω-ι, ὄπετέσε-α. ΛΕΞΙΚΟΝ ΑΛΒΑΝΟΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ος μμ δελθούεσ-ι (Ῥοράαπ) δελ]Ώούσ-ι (5, συνηρ.) Ξ- σωτήρ. πληθ. δελ]- Ῥούεσιτε δελ]Ώούσιτε. (τε) δελ]δθούεμ-ι, ε δελ]Ώούεμε-]α (Σ) οηματικὸν ἐπίθ. τοῦ δελ Ρό] ἀῑτ᾽ ε Σελ]Ὀούεμιτ -- ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῇρος, δελ]έκ-ου (τ)Ξ-ἴδ. ἀδελ]έκ-ου πληθ. δελ]έκετε. δελ) (1) [λατ. 881], 88] Ἕλλην. ὁ ἅλς, 88]]ο καὶ βα]ἱο-ἶγθ] -- ἁλίζω, ἁλατίζω.---δελῖχεμ. παθ.-- ἁλατίζομαιν. (ι-ε) δελῖτει-α τε δελῖτε οὐδ,-- ἀλμυρὺς-ὰ-όν, ἁλιστὸς-η-όν. (.-ε-τε) δελίδιµ-ι-ε-/α, τε δελίδιµ-ιτε-- ὃ, ν-ε-τε νγ]ελ]Όετε (Τυραν.). δελίνε-α (Υ Σ.)Ξ δελίρε-α (τ) σαλαμοῦρα κοινῶς (πληθ. ἄχρηστος). ελ: (Υ)Ξ ο. ἐνερ. βε νάε δελίνε, ε Ὀδ] τε Ἀρύπουνε.----δξλιχεμ.(Υ) παθ. ὄελ]ινόκ-ου (Βεράτ.) πδελ]ινόκ-ου -- μελισσύχοοτον. δέλ]κ-γου Ξ ἰτέα' πληθ. δελ]γ]ιτε, δελ]κ]ετε. δελ]κ]ῖ-νι (ΥΓ) πληθ. δελ]κ]έντεςτὺ καρπούζιον καὶ ὄκλ]κ]τ-οι (Λ]άπ), δερχΊτ-νι (1), σαρχ]ῖ-νι () πληθ. δᾳλ]κ]ιν]τε δερκ]έντε, δαρκ] τν] 28. δελ] κ)ίδτε-α (Υ)5- βενάι κ]ε ἃδτε µβιέλε δελ]κ](ν]' πληθ. δελ]κ]ίὅτατε, ὄεμ: ἴὸδ. δεν (τροπῇ τοῦ ν εἰς µ πρὸ τοῦ Μ) δεμ.-Μιτοι, σευ.-Νιχέλ, Ξεό Άγιος Δημήτριος, ὁ "Ἅγιος Μιχαήλ. --- ὅεμ-Μερία -- ἡ Αγία Μαρια, δεµ. Μάρκου-- ὁ "Άγιος Μᾶρκος κ.τ.λ. ὄεμθελε-α (Περμέτ.) Ξ ὁμοίωμα, ὁμοιότης, ---ἴδ. δεμΏελέσξ-α ταδτι έρδι µΏε ὄεμΏελε-- τόοα ὁπωσοῦν ὁμοιάζει, δηλ. εἶνε ἐπιτυγημένον. σεμύελέ] ο. ἐνερ.Ξ ὁμοιάζω (συντ. μετὰ γενικῆς) µε δεμΏελὲν µού« (τε) σεμθελέν το] . ὄεμρελεν ἀτῖ-- μοῦ-σοῦ-τοῦ ὁμοιάζει, ---- ἀ]ιάλ]ι ι δεμθελέν τ᾿ ετ, σ᾿ ἄμεσες-- τὸ παιδίον ὁμοιαζει τὸν πατέρα, τὴν µητέρκ. εμύελετόρε-Ία (Ὀαά1) καὶ δεμΏελτόρε-α (Ῥοράαι 2) -- ὁμοίωσις παροµοίωσις, εἰκὼν 9) παράδειγµα. δεμθελίµ-ι, δεμΏελέσε-α [λατ. βἰππ]]ς, Ἱλλην ὅμ-οιος] πληθ. δεμ.- Ῥελίμετε, δεμΏελέσατες- ὁμοίωσις, ποαρομοίωσις, δεμθόσ (ἨΠεομετ.) ϱ. ἐνερ.--- δεμΏόσα κεμΏενε-- βράθα πάκεζε κέμΏενε το ἀφῃρ. οὐσιαστ. Ξ- δεμΏίμ-ι πληθ. δεμίµετε--τε δεμ.Ώόσουςς. δεμεν]έ] (0141) Ξ ὁμοιάζω 9) σηµαίνω, ἐννοῶ, οὖδ. --- δεμεν]έχεμ.: παθ. ἴδ. δεμρελέ]-έχεμ. πέι - - . ὃ ε .”., . . ὃ Ἶ μα ώ δν ι κ. . « .-...5 σέµερε-α-- Ἡ ὀξευτερα σύζυγος Ἡ δευτέρα γυνη ζώσης τῆς πρώτης, (κατὰ την πολυγαµίαν τῶν ὀθωμανῶν) πληθ, δεµεοατβ. -- ὁ8] --- δεμό] (Υ) ϱ. οὐδ. Ξ- µάρρ φρύμε ὅπέὃ πο ϱὲ] σε λ]όδουσιτ, καὶ δουμόν] (Βεράς.) γουλ]τδόν] (:). σέµσι (Υ. τ) ϱ.ΞΞ βουλιάζω, κρημνίζω, (Επὶ ἀφύχων) ἵδ, ορεζό]. σέμθεμ (}. τ) παθ.--- ούδεμπ µοῦοι -- ἐθούλιαξεν ὁ τ ἴχος. καὶ ὅουμ- πο ών τό], ἀντίθ. σΏουκουρό]. σεµτόνεµ (τ) παθ. δεμτόχεμ. (Υ), ἀντίθ. σουκουρόνεμ., (ι-ε-τε) δεµτούαρε ἄσχημος. καὶ τ-ε-τε σεμτούετε (Υ).-- ι-ε-τε δει.- τούτε (Υ. συνηρ.)Ξ- ἄσχημος. σεν (. τ.) δυν (Υ) δει (ποὺ τοῦ µ τρέπεται εἰς µ. ὡς σεμ: Μίτρι, σευ.- Μάρκου σεµ-Μερί« ἀπαντῶσιν µόνον ἐν συνθέσει, ὡς δεν Γ]έργ]ι, καὶ , δεν Πέργ]: (θιά1-Ρορά απ) -- ὁ " Άγιος Γεώργιος" σε)-Πιέτοι καὶ ι ὅεν Πιέτρι -ξ ὁ "Αγ.ος Πέτους, ὅεν Γ]όνι καὶ ι ὄεν- ΓΗόνι κ.τ.λ. δενβέντ-ἄι-- τὰ ἅ ἆγια τῶν ἅγίων τοῦ Ναοῦ, σενζέτ-ι [Άατ. 88ΠΙΙ8- -ΒαΠΙ{88/]-- ὑγεία πληθ. δενάέτνκτε ἀντὶ δενέτ τοπ. τοῦ σονο ϱἆ συνήθως παρ ᾿Αλθανοῖς]. --- δεναέτ ! -- ὑγεία ο σου | δενᾷέτ πάτο (άποκρ) --ὑγείαν νάχης. ----με θενθέτ-ε μὲ τῆς ὑγείας σου Ἰ με ὑγείαν. --- φάλ] με σενᾶέτ--π οσκυνήμ,κτ ο, ἀσπασμούς. --- ι φάλ]εμ. µε δεν ετ -- τὸν ῥοσκυνῶ, τὸν ἀσπάζομαν, σενα]όσ : (ριαἱ γ.) [λατ. Β4ΠΟ- αγθ] - ον. ὑγισζω ἰᾳτρεύω τινά, -- δεναόδεμ ποθ, ἐνδυναμόνομαι, ἱπτρεύομαν. δεναόδε -- ἐπιο. -- ὑγιῶς 9) σφως, ἀθλαθῶς. ---(ι-ε) σεναόδε-ι-α: ἐπιθ. -- ὑγιής, γερός, 2) σφος, ἀθλαθδης. δεναρίσ-ίτ-ίτ (Ἑλθάσ. Κροῦ]κ) δετία (Σ) 5 ὑπάγω εἰς περίπατον, περι- πχτῶ, τριγυρίζω (Τουσκ., γ]εσαισ). ο... Ὀότενε µε δενᾳοίτουνε νούχ᾽ ε γ]έν κετε. -- πο ἆαλ] µε σεναρίτουνε-πο ἀκλί -ε πΣμ, µε σῦ,---πο δενἀρίσινε αλ]ιπσάνενε, κρύχ]ινε Ξ- νω τοιγυρίζουν τὸ λεί- ψανον ἁγίου τινὸς Ὁ τὸν σταυρὸν εἰς τὰς λιτανείος). σενα ρίσ-ίτ-ίτ (Σ) --ἴδ. ναρίσ-ίτ-{ε. σεναρίεµ (Σ) -- ἴδ. ναρίτεμ.. δεν {ριτάτ.ι (οια1- Ῥοράαπ) ἃ, διναριτάτ ι (Υ). (9) δεναρίιδεµ-ι (5) ἀρσ. ε σενἀρίςδεµε-]κ θηλ. -- ἴδ. (ι-ε) νὰ»ίτδει- ι-α έπιθ, σενίκ-ου : πληθ. δενίκετε [ Ἑλλην, χοῖνιξ-κος]-- µέτρων χωρητίκότητος-- 100 ὀκάδες (ἐπὶ γεννηµάτων) 4 κοιλά, το” σσ. πι ντ πο νο πε . . α--ᾱ--ᾱ κκ στην φ μερα Ὅσωςα 9 . . ον -ὰ --- ὧδδ ---- Σεναρξ-ου: ὁ "Άγιος ᾿Ανδρέας 2) ὁ Δεκέμδριος μήν. ὄενό] [Ἑλλην. σῆμα, Λατ. 5ἱσΠΟ-816, ᾿Αραθ. νιδάν]' ϱ. ἐνεργ.Ξ ση- μειῶ, σηµαίνω, σηµαδεύω, 9) σκοπῶ χατασκοπεύω;' δενόζεμ, παθ.Ξ- σημ.ειοῦμαν. σημαδεύομιαν, σκοποῦμαι, κατασγνοπεύομαι. ”. (ι) σενούεδιµ-ι Ἡ ι δενούεδεµ..ι (Υ) Ξ ἐπίσημος. (ε) δενούεδιµε-]α Ἄ (ε) δενούεδεµε-]α καὶ (Υ. συνηο.) (ἱ) δενοῦδιμ-ι () σενοῦσεμ-ι, (ε) δενούδιµε-]α ἢ (ε) συνούδεμ.ε-]α. (ι-ε) δενούεµ. καὶ (ν-ε) δενούµ. (Υ) (.-ε) δενούαρε (τ) -- σημειωμµένος. ἄέν]-ι (Ῥορσ4αά 5) πληθ. δέν]ετε [Λατ. ΒἱσηΏΙΙτη ἑλλην. σημα]. δέν[ε-α (}) πληθ: δέν]ατε καὶ δεν]ε-κ. (τ) καὶ διν]-ι (141) σημεῖον 2) σκοπὺς (Ξσημεῖον πρὸς ὃ σκοπεύει τις). δέν]εζε-α γαὶ δεν]εζε-α: πληθ.---ἵατες- ἀστερισμός. ὄξν] (τ) δὲ] (Υ) ϱ. ἐνεργ. ὄξχεμ. παθ. ἄξελι ὅξν (τ) πέµετε καὶ ἀἴελι ὅξν πέµετε (Υ).-- ουᾶξνε πέµετε α μας --ἀγχτιωοδβολῷ. ὄεν]ετάρ-ι-ε-Ία (Αργυρ.) Ξ ὁ ἀκτινοθολῶν-οῦσα" πληθ. δευ]ετάρετε. θ σεν]ό]: (Αογυς.) δέντ-ι (Υ) δεντ-ι (τ), ὄιντ-ι (θιιάἱ, Ἔυραν. Καθ.) πληθ. δεντόρετε, δεντόρετε δέντενιτε καὶ ὄἵντενιτες- ἅγιος ἱερός' (Λατ. 5αποβ]. -- δεντενέδε-α (Υ) πληθ. δεντενέσατε-- ἁγία, ἱερά' καὶ δεν]τερέδε-α πλην. ατε. διντενέδε-α (Κα6.) πληθ. διντενέδατε, ὄνντε-]α (Ώιι1) πληθ. ὄιντετες ἁγία, ὄεντεγῖ-α (Υ) δεντενῖ-α (Καθ.), δεν]τερῖ-α (τ) πληθ, ἄχρηστος ἡ ἁγιό- της, ἁγιωσύνη. --- δεν]τενία Ἱότες- ἡ Ὑμετέρα ᾽Αγιότης (πρὸς πρό- σωπον ἱερωμενον]). ( δεν/τενούεδιμ-ι (1) Ἡ (ι) δεν/τενοῦδεµ-ι-- ἄγιος, ἵερός' καὶ (συνῃρ. (1) δεντενοῦδιμι-ι Ὢ (ι) σεν]τενοῦσει-ι, τὸ θηλ. (8) δευ]τενούεδιμε-]α (ε) δεν]τενούεσεμε-]α καὶ (συνηρ.) (ε) δεντενούδιµε-]κ Ὦ (ε) δεντενού- ὄεμε-]κ.----(ι) δεν]τενοῦδιμ. καὶ (ι) δεντενοῦδεµ. (ε) σεν]τενούδῳε-]α καὶ [ε) δεν]τενουδεμε-]α καὶ (.) δεν]τερούσρδιμ.-ι (ε) δεν]τερούαρδι- µε-]α (τ)- (ι-ε) δεν]τενούεμ-ι-με-]α (Υ) καὶ ι-ε-δεντενούμ-ι-ε-]α (Υ. συν ῃρ.) καὶ ι-ε-σεν] τερούαρε-ι-α (τ)Ξ ἡγιασμένος- δεν]τενό] (Υ) δεν]τερό] (τ) - ἅ ιάζω, --- δεν]τενόχεμ. (Υ) δεντερόνεμ. (τ) Ξ ἁγιάζομαι, - 98 ---- σεν]τενίµ-ι () δεν]τείμ-ι (τ) -- ἁγικσμός, πληθ. ετε.-- δεν]τενόρε-]α (Υ) δευ]τερόρε-]α-- τὸ ὅἆλ ιαστήριον, πληθ. ετβ. δεπούλε-α (Ώρα) -- ράπισµα (μὲ τὴν παλόμ.ην), ἵδ. δουπλ]άκε-ο.---- ι ρσδε ν]ε δεπούλ]ε-- τὸν ἐρράπισα. πληθ. δεπούλ]κτε. δερθέλ/ε-α (5) ἴὃ, σουορέλ]ε-α (Ἠλδασ.) πληθ. δεορέλ]ατε. δεοδέ; (ρααἱ, Ῥοσάαηπ γ. τ) ϱ. ἐνερ, Ξ ὑπηρετῶ [ Ἑλλην. θεραπεύω Λατ. Β0ΥΥΙΟ-ἴγϱ] παθ. δερρέχεμ.. σερθέσε-α πληθ. δερΏέσατε (ιαά1-Όορᾶ απ Υ. τ) Ξ ὑπηρεσί; σία, θικκονίος, λειτουργία. δεοθετύρε-α (Ὀιιά1) -- δουλεία, κοινῶς σχλαδιά. πληθ. δερΏετύρετε (Υ. τ) ἀρσενικῶς, σερθετούαρ-όρι (τ) [Ἑλλην. θεράπων, Λατ. Β6ΥΥΙΙ65- ὑπηρέτης, διᾶ- ονος, θεοᾷπων, λειτουργός, οἰκέτης. καὶ σεΏετοῦρ-όρι (Υ) δεβε- τούρ-όρι (συνηρ.). σερθετόρε-]α θηλ. πληθ. σερΏετόρετες- ὑπηρέτοιος, τι σερεγ]ύερ-ι (Ώορά4 απ) -- ὑποκοιτής, σερρεγ/ί]-α (1) -- τέχνη, τέχνασμα πληθ. δεορέγ]]τε. σεορέγουλε-α (1), διλ]οῦρ-ι (Καθ. Κροῦ]κ) κουναλ]τ-α (Αργυρ) κο- ζέλ]-ι (ήΠερμετ.) (Ἔουρκ. σχνάδάκ). λ]ό]με ὄξρέγουλε (5) [1δ, δε Γι : σκουνᾷ]. 9. ν .. µ ης - δι. α ( ἷ- α σερίµ-ι: πληθ. δερίµετε - ἡ ἰατρεία, θεραπεία. σερὀν] Ἡ δερό] (τ) [ἐν τοῦ Λατ ΦΗΠΙ8. σάος -- ὑγιής], νγ]1λ καὶ δενᾶόσ (Υ) ἀντίθ. σεμοῦ] (Υ), παθ. δεόνεµ, (τ) -- ἰστρεύομαι, νγ]ὰ- 9 κ. ε δὴ λεμ, (Υ) δενάόσεμ. (Υ). .. α΄ αλ δὲ ρε 3 : ἑ μα Ρα πα μι / σερρό] Ὢ δαρρό] (Υ): ἐν τῇ φράσει ὅδερρό] πε; τε νγρᾶνε-- ἀποθνῄσκω 3 Ἰ απ μοι μα. . μας τῆς πεινης.--- ουδερρόθα πεοτε νγρᾶνεξ-νγόρὸκ περτε νγρᾶνε. σεοµένάε-]α (Υ) πληθ. δευμένᾶετε-- δχάρπε-α πληθ. ὄκάοπατε (Βερά-.) [Ἑλλην. κάρφ-ος] -- φρύγανον. σέρπ-ι τε 8 ο π. ῥ ΄ 0 ώς η Ἡ . ο κα μα... ../ σεσ-ἔτ-έτ ϱ. ἐνεργ.»: πωλῶ ἄντιθ. Ῥλ[ξ] ἀάρ. δἵτα-ε-ι µετοχ. δΐτουνε |) (Υ) δίτουοε (τ). δέσιε-α (οσα) -- διαθήτης. β΄ ἂν .. ι 4 3 .Ἡ η ο 3 3 ἡ -ᾱ ᾿ .. σεσ, ρραφό (Υ) ἐπίρ. -- ἐπιπέδως' καὶ ορχὸ (κατ ἀποθολὴν τοῦ φ ποὺ ὅ συνήθως παρὰ Σκοδριάνοις]. πα «ο αμήν μαω-κ--ε.-. ο - μ κ. ι --θθ -- -τ--α-.. | -------- κα ο φφμμε. “ - ο --Ὁ-βήΛου -- - ῃ κια ελ ι μα λς ως. --- -..- -οκωπισε κο. ιτ π-ᾱ---ακκκκκας πα. αμα... ο. ο. -μ--ᾱκακαας. ας ας παταω ος παπα. κρατος τν ποτών..." - ο--ὤποος - ᾿ πεις π- κ ο -ππσα-Ἡ--------ᾱ--π-ᾱε --ᾱ- μας τω. κ ἠαθπωάσις-----ἷω Ἆ πο, Ὁ ού ο”. ττ -Ἡ μα ὃν δω κ - ' 5 σον τσ πι σε αμε--ετωπκπεωμαςς- ο νφς. . --- νεος ὰ μα) - .» αδο01 ονομα -.--- πο ο.) τετ .- ..- ... κ ο Ἕ- πε. ος δεῦ-ις- τὸ ἐπίπεδον µέρος τῆς ἐπιφανείας σῆς γῆς πληθ. δέδετε. σεῦ καὶ δεδό} οραφδό] (Υ),οραδό] (Σ) -- κάµνω ἐπίπεδον.---- δεδόχεµ.-όνεμ., (5) ϱραφδόχεµ. (Υ) ρραδόχεµ (Σ) π.θ. δέτξ] (Αργυρ.) πτερνίζοµαι' ἴδ, τδεδτῖ] (Ἓλθασ.) τεδτῖ] (Τυραν.) τέ- δεµ, (Σ) εδετῖ] (Βεράτ.). (2) δετούνε-α πληθ. τε σετούνατε [Άκτ. δαίατης-- Κρόνος] [Ἑλλην. Σάτυρος]-- Σάβδατον. δεφρέ; {τ. καὶ γ.) ϱ. οὐδ. ἀνασκίνω, ἀναπνέω, πέρνω τὴν ἀναπνοήν μου, --- ροῖ ε δεφρέ-- κάθησαι νώ πάρῃς την ἄναπνοήν σου.----) κοι- νῶς ξἐθυμκχίνω, ἐκβάλλω τὸ άχτι µου ἴὃ, [σ-φρῦ]] σεφρξ] (Όιιά]) ο.-- ὑποφέρω (Λατ, β116γο) ἴδ, βούα]. ὄϊν-ι (Γύραν.) καὶ αρσίν-ιΞῖδ. ρρεσίνε-α. 6ϊ-ου πλ-θ. σίνατε (Υ) σίρατε (τ) - βροχή. --- οημα. ---- Ώιε δι -- βρέχει, Ὀίντε ὅτι -- ἔβρεχε, ρα ὅ.-- ἕθρεξε κά ρᾶνε ὅι--ἔχει θρέξει, κίδτε ρᾶνε ὅι Ξ- εἶχε βρέξει, δίδε-α (Υ. τ.) µόνον ἐν τῇ φράσει σίθα | ὅταν πτεονιζεταί τις ἀντὶ νὰ τοῦ εἴπωσι δενᾶξετ. διγ]έτε-α (Υ) --ἰδ. δεγ]έτε-α πληθ. δεγ]έτατε. δι/}έτουλξ-α (Υ)Ξ ἴδ. δεγ]έτουλε-α πληθ. δεγ]έτουλατε δι ]ετάρ-ι-ε-]α -- ἴδ. δεγ]ετάρ-ι: πληθ. διγ]ετάρετε. δυ]ετό]-όχεμ -- :δ. σεγ]ετό]-όνεμ (τ. διουλό] : (υ1ά1) -- ἀρίδεμ, (οὐδ.) σείω.----γ]ΐθε δξου διγουλόϊξ ἅπασα ἡ Υ2 ἐσείσθη. στ} () ο} (τ) ἁλωνίζω: ἀάρ δίνα-ε-ι (Υ) µετοχ. σιμε (Υ) ὄτρε (τ). ὅι]ε-α (. τ.) (Ῥοβάαη)Ξ νοστιµάδα, γεῦσις, ἠδύτης κε]ό γ]έλε κα δί]ε -- τοῦτο τὸ φαγητὸν ἔχει νοστιμάδα (πληθ. δΐ]ατε ἄχρηστος). (9) σίεδιµ-ι, (ε) δίεδιμε-]αξ- νόστιµος, εὔχυμος, ἠδύς. σι]όν] (τ) καὶ δι]ό]: ο.Ξνοστιμίζω. δι]όχετε τριτοπροσ.Ξ µε-τέ-ι-να-ου-ου δι]όχετε -- νοστιμεύομαι-σαι-ταε, νοστιμευόμεθα-σθε-νται. ὄίν]ε-α (Ἓλθας.] ἴδ. ρρεῦινξ-οι (πληθ. διν]ατε ἄχοηστος) δικό] ρ. ένεργ.-- παρατηρῶ, σικ]ό] (3) κουνῶς χυττάζω, δικόχεµ., δικ]όχεμ, (Σ) καὶ βεζτρό]-όνεμ. (τ)-- παρατ'ρῶ, βεσγό], ῥεσγόχεμ. καὶ βεδγόνεμ (Υ. τ.) --παρατηρῶ μετὰ προσοχῆς, ἐξετάζω, παραµονεύω' καὶ βξ ο (Υ)-- --- 50Ι --- παροατηρῶ, Ρὲ ορξ (Υ) βξ ϱξ (τ)' παθ. βῖχεμ ο (Υ) βῖχεμ. ορξ (Υ). Ρῖχεμ. οἳ (τ). διν (Υ) Ξἴδ. σεν. διναριτάτ-ι () δενᾶριτάτ-ι (Ῥαάἱ- Ῥοσάαπ) [Ἰτάλ. Βαπ-(Ιπῖ{α --ᾗ Ἁγίια Τριὰς] ἡ Μεταμόρφωσις. σινάενό]-όχεμ (Ὀιιά]) -- ἴδ. σεν]τενό]-όχεμ. (Υ). σίν]ετε: πληθ. (θι41) --ἴδ, δέν]ετε -- τὸ σημ.εῖο., δν] -ι (θαςἳ) -- ἴδ δέν]ε-α -- σημ.εῖον. διντενῖ]-α (Ῥιιά1) -- ἴδ. σεν]τενῖ-α (πληθ. δεν]τενίτε ἄγρηστος), σιντ-ι (Ὀιιάϊ Τυραν. Καθ.) πληθ. ὄνντένατε-- ἴδ, δέν]τ-ι. δίντε-Ία (Ρ141) --ἴδ. δεν]ενενέσε-α πληθ. ὄνντετε, σιντενέσε-α (Καθ.) πληθ. ο. (ι-ε) διντενοῦσιµ-ι- ά, (Καθ.)--ἴδ. (ι-ε) σεντενοῦδϊμ,-ι-ε-]κ. σίρε-α (Πευμέτ. --] τὴ οε-α (Πεομέτ.). σίσε-α (3) πληθ. δίδχτεζ-φσισε-α (κατ) ἀποθολὴν τοῦ φ πρὺ τοῦ ϐ) {δ, φδέσε-α. οἵτεμ.: παθ. τοῦ δέα ϱ. Ξ πωλῶ-οῦμαι, ὄίε-α (Σ) --ἴδ. δουπλ]άκε-α. σπόχεµ (Σ) -- ἴδ. σουπλ]άκεμ.. σίχεµ (Υ) διζεμ. (τ) παθ. τοῦ ὅτ] Υ. τι, σιχεµ (τ) δΐφεμ () παθ. τοῦ δὀφ Ἠ σόχ. ὄκάθε-α (τ)--ἴδ. δκ]ίπε-]α πληθ. δκάθατε. σκαθόν]ε-α (τ) - ἴδ, σκ]ιπόν]ε-κ: πληθ. σκαβόν]ατε. καδίσ-ίτ {τ καὶ δκαδίτ-ιτ-ίτ [1ὸ, κάδε-α] -- κλαδεύω. σκαδίεµ παθ. τοῦ προηγ. σκάὺ-δι (τ)-- ἰσχάς, ξηρὸν σῦκον. ὄκάδεμ: ϱ. οὐδ. [ἴσως ἐκ τοῦ ἐν-κάθ-οµαι ξε-κάθ-ομαι] ἀντίθετον νγάθεµ.. σκάδειε: ἐπίρ. ἀντίθ. νγάθετε. (ι-ε-τε) δκάδετε: ἐπιθ. ἀντιθ. ι-ε-τε-νγαάθετε. σκάκ-ου (Υ. Ῥαάϊ-Ροράαπ) δκάκ-γου (Ριι4ἱ) καὶ ὄχ]άκ-ου (5) -- ἄφορμή, πρόφασις' πληθ. ὄκάκ]ετε, δκαγ]ετε. σµάλξ-α [λατ. 5οα]α] -- βαθμὶς-ίδος, σκαλοπάτι, ϱ) βαθµός, ἀξίωμα, Ἱ ὃ) κλεισοῦρα, ἔνθεν δύναταί τις νὰ διαθῇῃ το Όρος Ὢ τὸ βουνόν, --- . - ... -- .- - αν -- Ὁ ο Ἱ.-- . ας αμα υ- α. ο | ο ρν8 α΄ μα αρ -. λ.λ ἀ - 52: ....-- . -- 992 --- ἄκαάλ ε µάλ]ι:, ὅχκάλ᾽ ε Τού]ανιτ, ὅκάλ᾽ ε Πείὄκεσε. --- ὅκάλετε πληθ. Ξ ἀναθάθρα, κλίμαξ. ὅκάλε-α (Τνοαν.) ἴδ. τοκλάτε-α πληθ. ὄκάλετε. καλό] -όν] ϱ.5- γίνομκι ἔδω φρενῶν, -- λ]ούκ] μέντᾶ καὶ νάερκρέχεμ. (Περάτ.) 2) (Υ. τ)- ἐκπίπτω τοῦ βαθµοῦ, τοῦ πλούτου. σκαλμόν]-ό] (Υ. τ.) ο. ἐνερ.-- ξεκαοφόνω. ἀντίθ. νγαλμόν]-ό]. ---- ὅκα- λεμόνεμ-όχεμ, παθ., ὄκάλ] (τ) [λατ. «8]θο-- πατῶ] καὶ δουπλ]άκ. () ϱ. Ξ σκιοπατῶ τινκ (κούρ τε ὄχέλ] χιέ]α) καὶ διτό] (5). σκάλ]εμ (τ), δουπλ]άκεμ (Υ), διτόχεμ, (Σ) παθ Ξ- σχιοπατοῦμαι, δκέλ- |εμ. νγα ᾖΚίε]α.--- ἀντίθ. νγάλ]εμ.. δκάλ)ετε ἐπίρ. ἀντίθ. νγάλ]ετε. (1-ε-τε) κάλ]ετε: ἐπιθ. ἀντίθ. ι-ε-τε νγάλ]ετε. (ι-ε-τε) δκάλ]ουνε (Σ. Τυραν.)-- δα]άκ ι πουνούαρε (κατειργασμένος). ὄκαμπ-ὖι (1) ὄκξμπ-Ών (5) πληθ. δκέμῬετε (/) δκεμὈέν]τε (1) -- βρά- χος, 32) (Υ. Ῥοράαπ)--θρόνος, κοινῶς σκαμ»ή. δκάνάουλε-ι πληθ. δκάνἀου]τες- σκάνδκλον. ὄκαπεραα/ (Υ) ο. ἐνερ. - διασκορπίζω ἐδῶ κ᾿ ἐκεῖ, ὄκαπεραάχεμ (Υ) παθ. ἴδ. ὅπεράα]-άχεμ. δκαπερασέν]-ένεμ (Βεράτ.) -- ἴδ, καπερσέν]-ένεμ.-- ὑπεοπηδῷ. σκαπουλ]άρεσ-ι (ἛἜλθασ.) -- ὠμοπλάτη: καὶ ὄκκφουλ]άρεσ-ι (Τυραν.) Ἰόκ]α πρε] δκαπουλ]άρεῦ (Ἐλθας 19 ε χόκ]α περ ὄκαφουλ]ά (Έὔραν.)Ξ- τὸν ἔσυρα σθάρνα, (ἀπὸ τὰς ὠμοπλάτας). σκάρδε-α (ἨΠερμέτ.) ιθόνε ασα] ἀρούσε κ]ε ι λ]ίθν]ενε κ]ένιτ, χὶε τε µος αφρόνετε ε τε ζά]ε ατὲ κἱεε χὲχ] : πεο ἆροε. ὄκάρε-α (τ) µτχ. τοῦ ὅκάσ-- γλυστρῶ, ὀλισθαίνω, κ ὅκαρεζένεμ-έχεμ (Βεράτ.) (ἐπὶ τεταπόδων Ἀνλιομένων) Ξ ορ:υκουλέ- Ἰεμ. νᾶε περ πλ]ούχουριτ (ὡς ὁ ὄνος, ὁ ἵππος κ.τ.λ.). ὄκάρδι [ἱὸ. ὅκάσ ϱ.] χῖθι (9, κι] ].--- ε-πρέου περ σε ὄκάρθι-ε πρέου περ σε χῖθι-- τὸ ἔκοψε πλαγίως. δμαρκό»]-ό]-όνεμ-όχεμ Ξ- ξεφοοτόνω μας” ἀντιθ. νγαρκόν]. ὄκάρπε-α (Ῥεράτ. Περμέτ.) πληθ. δκάρπατε, κάρθελ]ε-α (Πεομέτ.) πληθ. καρθελ]ατε, κάοθε]ε-α πληθ. αμα: (Περμέτ.) καρθι-α (Ἐλόασ.) πληθ, καρθίτε, λ]εμίδτε-]α (Ἓλθασ. Πεομέτ.), πράνε- --- 995 --- α [Ἑλλην. κάρφος, πα οποτε ζύλον ἢ χόρτον]. --- ᾳροῦ ” Εν αν ον- ᾖόλα ε τε θάτα πετε ναέζουρε ζάροινε -- σκουπίδια, μικρά ζυ- λκοάκια.. -- {δ βί ὄκαρραβίτεμ (Σ) --ἴδ, ξαρραδίτεµ. | α - ο , .ῥ ΄ , ὄκάσ-έτ-έτ (τ. Βεράτ.) ϱ. οὐδ. γλιστρῶ ἵδ. ὄχ]έσ-έτ-έτ, ορεδκ]εσ-ετ-ετ. νγατερρό]. ας σκατερρόχεµ () δκκτερρένεμ. (Περμέτ.) -- ξεμπερδεύομαι' ἀντίθ. νγκ- τεορόχεμ.. σκέλ]) [λατ. 68186ο Ξ πατῶ] καὶ ὄκελμόνὶ (Περμέτ.) -- πατῶ με τὸν ἴ } πόδχ" 9) καταπατῶ. ---σκελὶ Ὠούκενε ε πεμΏύσε κούπενε ἅπι ἄγνωμοσύνης): 5) συνουσιάζοµαι (ἐπὶ πτηνῶν) γ]ελ]ι ὄκελ] πούλ- ή Ίενε.---- ζόμ]τε ναίν]ενε -- βατεύοντκι. ---ἴδ. ναικ]εμ. (ἐπὶ ζῴων) κε] (ἐπὶ ἀνθρώπων): ἴὸ. ὅκάλ]εμ, δχέλ]εμ παθ. -- π 'τοῦμκχι' 2) κατα- πατοῦμιαει' 9} συνουσιάζοµαι (ἐπὶ πτηνῶν). (δ. νατκ]εμ., ἴς ἴδ, ὅ σκάλ]εμ.. κ. 38 . δρ σκεμθέν]-έ} (τ) ϱ. ἐνεργ. Ξ ἀνταλλάσσω τι (δίδω τοῦτο τὸ πρᾶγμκ καὶ λαμθάνω ἄλλο ἀντ αὐτοῦ): καὶ κεμρέ], κε ευ] (): ὄκειιὈέ] µόλε µε ἀάρδα -- Ξ ἀντκλλάσσω μήλα µε ἅπ ίδια. --- σκευ.Όενεμ, κευθένευ, παθ. ὄκεμθέσε-α (τ) πληθ. ὄκεμβέσατε -- ἀντάλλκγμκ, λύτεον, ἀντίτιμον, ὄκελ])έκ]εν]-ε] (Υ. τ.) ϱ. Ξ γυιαλίζω: 9) λουστράρω. ὄκελ)εκ)έχεμ. ένεµ. παθ. [ῖὸ, κ]έλκ]ε-α Ξ- γυνκλί]. σκελ]κ]έσε-α καὶ ὅκελ]κ]ίμ-ι -- γυιάλισµα" πληθ. σοιτε-μετβ. ὄκελ]κ]ύετε καὶ (συνηρ.) δκελ]κ]ύ-ε ἐπίο. -- γυκλιστερά μἩ κ] : -. ΛΤΗ.] μα ἂν τἡ. Ἱ . πως, . ι µ (-ε-τε) ὄκελ]κ]ύετε καὶ (συνῃρ. σκελ]κ]ύτε ἐπιθ. -- ο ως ) Ὁ ὄκέμπ-δι (τ) -- ἴδ. ὄκάμπ-Ώι (Υ) πληθ. σκειΏέν]τε ὄκεναέ] (Αργυρ.) -- ἴδ. ὄκενάίσ-ίτ- σκεναίσ-ίτ-ᾶ (Υ) ὄκεναίτ-ίτ-ίτ (τ. να. Περμέτ.) -- σπινθηροθολῶ, στίλδω. σκενάίλ]ε-α, ὄκεναάί]ε-α Λατ ΘΟΙΠΟ1]8] -- σπινθηρ, ζώπνρον, ΧΟιΝ, κ σπίθα": ἴδ, ἀσίάσε-α. ---πλιθ. ὄκεναιλ]ατε καὶ ὄκενά{]χτε. ζ18 η ... ω κ. : Ἰ " να Γ α ὄλόπι (ὀρθότερον ὄκρέπ) τριτοπρόσ. ρμα παρομοιάζει, (ὀλιγον τι ὁμοιά- ζ " ού ιοῦ δμοιαίει. -ε ὅχε τὸ Ξ- σοῦ ὅμο ἴει ζει) µε ὄχέπ µούα Ξ μοῦ ὁμοιάςει, τε ὄκεπ τῦ Ξ σοῦ ὁμοιάζει, ι Γ - Γ δχέπ ατῖ-- τοῦ ος τι ὄκεπ τ έτ-- ὁμοιάζει τῷ πατρί, ι δχέπ ! Ἡ παπα σα α -------.. κ σπα ιν οι νεο λριά ο οκωλῶ ὅσα ονώιωδο δω... ες Φε ἤρχισε νὰ κλαίῃ, νὰ γελὰᾶ (ὀρθότερον: Ία ὄχρέπ. τε χ]άμιτ, γάζιτ). ὄκέπ-εμ (Σ) -- ἴδ. ὄκ]έπ-εμ. -- ξηλόνω. ὄκέπετε (Σ) Ξ (ὃ, ο. το ἑηλωμένον, (ι-ε-τε) ὄκέπειε: ἐπίθ. -- ι-ε-τε ὄχ]έπετε -- ζηλωμένος. (ι-ε-τε) δκέπετε (Σ) εκώ, Ξι-ε-τε ὄκ]έπετε (ϱροσ4 απ) Ξ- κουτσὺς-η-όν. ὄχέπετε (Ἓλθας }), ὅκρ νο. τέχετε (Ἠλθασ.- Βεράτ.) µε-τε-. ὄκέπετε Ξ µε-τέ-ι αι ετε Ξ κοιν. μοῦ βουλήθηκε. ὄκεπετῖ; (/) ἵδ. δκρεπετῖ] " ). ὄκεπετίμε-α (Όιιά]) σκεπετίνε πετίματε, ὄκεπετίνατε. ὄκεπό] (Σ) ἴδ. ὄκ]επό] (Ῥοσάαη) -- κουτσαίνω. ὄκεοδύθεμ (Τυραν.) -- ἴδ. ὅπερΏύθεμ. (Ἐλθασ.). .. [ . 3 ι, κ - μ ιὃ . ρα Ἡ δκερδέ]; ο. Ξ- ἐκπορνεύω, χαταισχύνω, χαταπορνέύω τινα" ἴο. κ]τ].--- τιε-α (Υ) -- ἴδ. ὄκρεπετίνε-α (Υ) πληθ. ὅκε- μτχ. ὄκερδύερε (τ) δκερδύεµ. (1) καὶ ὄκεούμ. (συνῃο.) κε]ό γουῦο έδτε ὄκερδύερεξ-αὔτη ἡ γυνη εἶναι καταγαμ.ημένη: ὄχερδέχεμ. παθ.--- κ]έχετ᾽ε ὄκερδέχετε. σκερδέτσ.ι (Υ) - {δ, μουτῖ-νι Ξ τιναρ κ]ε ρράχενε κ]ούμεῦτινε. σκεορόχεμ (Υ) Ξ- σκουρρόχεμ. ὄκεορύχεμ (Σ) -- ἴδ. ὅνερούχεμ, (Περμετ.). ὄκέσ (Υ) -- ἵδ. ὄκούεσ-ι (Υ). ὄκέτσ: ϱ. -- ξεσκαλόνω" ἀντίθ, νγέτσ. ὄκεφ (ΧἈειμάρα τὸ, σκάφ-ος]) ἐν τῇ φρά πει : βελεζε; τε ἀαλ]ε νγα ν]ε ὄχκεφ-- πρε] ν]ε Ὠάρκου. δσεῖρ-εμ (Σ) (Ἔνραν.) -- ἴδ. σκ]ῖρ-εμ. (Υ. συνηρ.]. ὄκίσ-ίτ-ί (Υ) ὄχιτ-ιτ-ίτ (τ) - ξεκολλῶ τι, ἀντίθ. υγ]ϊσ-ίτ. ----παθ. μα σκιτεμ.. ὄκίτε-α πληθ. ὄκίτατε (τ) [δκάσ-έτ-έτ] -- ἴδ. δχ]ίτε-α (Ἐλθασ.). 2Σκ]ά-ου Ξ Σκύθης, Ὑλαδος, Βούλγαρος, πληθ. Σκ]έτε. ὄκράρ-ι (Σ) πληθ. ὄκ]άματε, δγάρθ-ι, δχέρθ-ι (Σ) -- σκίουρος" [εἶδος ζῴου οὗτινος τὸ δέρµα εἶναι πολύτιμον) πληθ. ὄκ]ά άρδετε. δκ]έκεσε-α (Υ) πληθ. ων ο ος ε Ὠόστιτ, ὄκ]εκεσατ ε Ῥόστιτ.--- ὄκ]έχεσ᾽ ε δεγ]έτεσε. ὄκ)έλ]μ-ι πληθ. ὄκ]ελ]ματε Ξ χλωτσιὰ κοιν. καὶ ὄκ]ελ]π-ἒΏι (Έυραν. ᾿Αλθανοσικελικὸν) πληθ. σκ]ελ]θετε. -- 990 ---- σκ)ελ/θό] (Τυταν.) δκ]ελ]μόν] -ό] (Περμέτ.- Ἐλθας.) - ὅτίε µε ὄκ]έλ]με -- Ἀλωτσῷ, σχέµ-ι (Κοοῦ]α) -- τὸ ἀνώφλιον" ποάκ-ου -- τὸ κατώφλιον. ---- τν ν ἄερεσε -- τὸ ἀνώφλιον τῆς θύρας. --- πρᾶἄκου ι ἄέρεσε -- τὸ χκτώ- φλιον τῆς θύοας. σκ)έτε: πληθ. τοῦ Ῥκ]α-οῦ. δκ)έμε-Ία πληθ. ὄκ]έμετε. --- ὄκ]έμεζε-α πληθ. ὄκ]έμεζατη: πσροιμ.. τὸ ι Ῥεν δια ὄχ]έμεζεσε, ]α Ὀεν ὄχέμεζα λ]εκούρεσε (ἐπὶ ἄντεκ- δικήσεως). 2κ]ενῖ-α (Υ) ὄνομ. περιληπτ. καὶ ὠκεοῖ-α Ξ-- οἱ Σκύθανι, οἱ Ἀλαδοι, οἳ Βούλγαροι. 2]ενίοτ (Υ) ὄκ]ε 2α)ενίδτε-]α (Υ) Σκ]ει ερῖστ ῥ τν -- κυθιστί, Σλαυνιστι, Βουλγαοιστί, - α (τ)-- ἡ Σκυθική, Βουλγαρικὴ (γλῶσσκ). δκ]επάρ-ι -- ἴδ. δχεπάρ-ι .. ὄκεπάρετε. σχ)έπ ϱ. ἐνεργ.-- κοιν. ξηλόνω, ξερράφτω” ἀντίθ. κἱέπ.--- παθ. δκ]επεμ., ὄκ]έπετε καὶ ὄκ)επίν]τε πληθ. τοῦ ὅχόπ [ Ἑλλην. σκΠπ-τρον]. σκ]έπετε . ἐπίρ. - δηλωμένον, ---ι-ε ὄχ]επετε ἐπίθ. -- ξηλωμένος-η. (ι-ε) ὄκ]έπετε (θοσάαπ) Ξ- χωλὸς-Μ, κουτσὺς ή: ἴδ. τοάλ]-ι, ὄκ]επό] (Φοράαπ) ϱ.ΞΞ"κουτσαίνω. --- ἴδ. τδκλ]ό]. ὅκε/πό/ (Σ) ϱ. ἐνεργ.Ξ- γυοίζω τὸν λόγον, µεταθάλλω τὸν πρῶτον λό- ον.--µός ὄκ]επό φιάλ]ενε κ]ξ µε 0ξ περπάρκΞ μὴ ἀνκιρεῖς τὸν λό- γον τον ὁποῖον μοῦ εἶπες πρότερον. ὄκ]ερῦ-ι--ἴὸ. ὄκ]άρθ-ι. σκ]έρρε-α. πληθ. ὄκ]έρρατε [1δ. δκ]ιέρ]-- σχίσμα, σχισμ.η. σκ)έρρατε Ἄ στ]έρρατε πληθ. τοῦ χ]ενχ]-γις τὰ ἄρνιά. ὄκ]ερρῖ-α ο... Ἀγενῖ-α (Υ). ὄκ]ερίοτ (τ) -- ἴδ. Σκ]ενίδτ () σκ)ερίότε-α (τ η Σκ]ενιδτε-]α (1). ωμά -έτ-.έτ ο) )--ἵδ. ὅκάσ-έτ-έτ (τ) καὶ ρρεδκ]έσ-έτ-έτ (Υ. Ἐλδασ.. τ -. αᾳἩ .. ης ο ας .ἲ πο] Ὅ πας, ο. μοι : Ν οσο ο Ι ν ως [αι ταν - -ν ἡ [εσχίζω.. -ὄν]αι ῥρόΏετε (Υ ιός τὰ φορέματα, ος ορόβατε ϱ. ὄκ]όρα-ε-ι (Υ) τό]όρκ-ε- ολ ματοχ. σν σ]ε ] (ε).----ξ τδ]όρι µάτδε]αι (τ) -- με γεροΐτσι µάτδε]« (Υ)--μ’ ἐ -- 996 --- ὄκ[ιλ]τσε-α (Σ) ἴδ. οράδκεσε-κ: πληθ. ὄκ]ᾖ{λ]τσατε. (ι-ε) σκ/)ίµετε-ι-α πο (ἄγνωστος ἡ σημ.χσίᾳ) λέξις ἀπ ηοχσιωμέν η΄ ἐν τῇ φοάσει (ν) σχ]ίμετι ἳ (ε) δκ]έμετα | (ἀντιστοιχεῖ μὲ την όθωμ.. λέξιν ζάδαλι )). Σκ]ίνκε-α πληθ. Ῥκ]ίνκατε θηλ. τοῦ Σκ]δ-ου. Σκ]ίπ ἐπίρ. - ᾿Αλδανιστί, ᾿Αλθανικά. ὄκ]ίπε-]α πληθ. ὄκ]ίπε-τε, ὄκ]ιπόν]ε-α πληθ. ὄκ]ιπόν]ατε' ὄκάβε-α : πληθ. ὄνάβατε (τ) δκαὈόν]ε-κ πληθ. ὄκκβόν]οτε.---- ὄγάθε-α πληθ. γόβατε (τ), ὄγκΏον]ε-α πληθ. ὄγαβόν]ατε πετρίτ-ίτι πληθ. πε- Σκ]σενῖ-α (Υ) Σκ]νπερῖ-α (τ) Ξ ἡ ᾽Αλθονία. Σκ]ιπετάρ-ι-ε-]α πληθ. ἆρα. ετε θηλ. ετε - ὁ ᾿Αλθανός, ἡ ᾿Αλθανίε Σκ]ισπενίότ (:) Ῥκ]ιπεοὃτ (τ) -- κατὰ τρόπον, ἔθιμον τῶν ᾿Αλθανῶν. ὄκ]υτενό] (Υ) δκ]νπερό](τ) -- εξαλθανίζω.----παθ. δκ]υπενόχεμ (1) ὁ όνεμ.(τ). δκ]υιό]-όν]: ο. Ξ ἐννοῶ, χατκλαμθάνω α ο μπιν σε τὸ τε θέμ..Ξ ἐν- .. νοεῖς τὶ σοῦ λέγω :. ὄκ]ιπόν] ατὲ γ]Ίουχζε πο σ' μούνγττε φλ]ασ-- ἐν- νοῷ αὐτὴν τὴν "λῶσσκν ἀλλὰ δὲν δύναμικι νὰ τὴν ὁμιλήσω. Ι ὰ. ὴ ὄκ]ίο (Υ. συνῃρ.) τδ]ῖρ (Κ«6.) ἵδ. ὄκ[ίερ, ἴδ. ος ὄκ]ιράκε-]α (Μυζεκ]έ]κ) πληθ. δχ]ιράκετε -- ὄρνις-ιθος' (λέγετα. πρὸς ᾱ Ν ι μα. . .. διάκρισιν της κούρχας)᾽ πούλ]ε δχ]ιράκε -- ὄρνις, -- πούλ]ε ἀέτι- ΧοῦρἩΧ. ὄκ]ίρεζε-α (Βεράτ.) Ξ- θελεζ᾽ ε φούδεσε: πληθ. ο ρεζατδ. ὄκ]ίρεμ (Υ) παθ. τοῦ ὄκ]τερ ὄκ[ίσε-α (Ὀιιάϊ-Ῥοράαιπ Σ) [Λατ. 5619-ἴγ6 -- οἵδκ, γωώσκω] -- νόη- ”β σις, αἴσθησις. τόιρεμ, παθ. τοῦ το]{ερ. β ὅκ/ίτε-α (Ἴ.λδαα.) Ξ ὀλισθηρὺς τόπος᾽ (ὃ, ϱ. δχ]έσ-έτ-έτ. --- καὶ σει- τὲ-κ (τ) πληθ. ὄκ]ίτατε (Ἔλθας,) ὄκίτατε (τ). ὄχ/ίτεσ-ι Ξ- ὀλισθηρός πληθ. σκ]ίτεσιτε. ὄκ/όπε-α Λατ. β6ορα Ξ βοτάνη τις, ἡ σάρος, τὸ χἠνοπόδιον] εἶδος χαμοδένδρου. --πληθ. σκ]όπετε. ὄκ]ούαν]-α] (τ) δχ]ούε] (1) καὶ (συνῃρ.) δκ]οῦ] -- διακρίνω, ξεχωρίζω: παθ. ὄκ]οῦχεμ.. (τε) ὄκ]ούαρε-τε (τ) τε ὄκ]ούεμιτε (Υ) τε δκ]οῦμιτ -- διώκρισις, ὄκ]ούφουρε-ι -- ἴδ. σκ]ούφουρξ-ν. 50ἳ --- σκ}ύε] [ Ἑλλην. σκαλ-ω-σκαλίζω] ὄκ]τὴ (Υ) δελ]ύε] καὶ δκλιύ] (Έυραν.) ο μις Ρ.. ρω μμ Ἡ α ἃᾱ . ῥ ος τή ' Ἑκκοπτω, σχίζω. -- δκ]ύε] ἀέγενε νγα λ]ίσι -- σχίζω τὸν κλάδον ἀπὸ τοῦ δένδρου. (τε) ὄκ}ύερε- ας (5) οὐδ., τε σχλ]ύεμ.-ιτε καὶ τε ὄκλ]ύμιτε, τε σκ|ύεμ- τε (ή) καὶ τε ὄκ]ύμιτε (συνῃρ.) -- τὸ σχίσιμον. Σκ]ύπ (Σ) -- ἴδ. μη. ὄκ]ύπε-]α -- 1δ, ὄμ]ίπε-]α -- ἀετός' πλ.θ. δχ]ύπετε. 2χ)ύπε-]α (5) -- ἴδ. Ῥχ]ίπε-]α. κ τα ὄκ]υσπεν.-α Ξ- ἴδ. Ὦχ ]υπενῖ-χ. 2α]υπενίοτ (2) --ἴδ, Ῥκ]ιπενίοτ. τν : : ὀκ]υπετάρ-ι -- τὰ. Ἀκ]ιπετάρ-ι πληθ. Σγ]υπετάρετε. σκ]ύρε]ε-α (Περμέτ.) -- π]ιάτ ε Ὠάλίτε ε Φαρφουρίτε. ὄκ]υχεμ, δκλ]ύχεμ παθ. τοῦ ὄκ]ύε], ὄκλ]ύε]. σκλ]άσ-έτ-έτ (5) -- ὄκέλ] ο. σκλ]έσε-α (Γυραν.) -- σχίσμα, τὸ σχιημένον, πληθ. δκλ]έσατε. σκλ)}ύε] καὶ ὄκλ[ύ] (συνηρ.) -ἴδ, ὄκ]ύε] καὶ οκ]ὺ]. . ΄. μμ .. α α σκλύχεμ παθ. ἴὸ,. ὅκ]ύχεμ., .. ν να, .. ϱ .. " ’ .. σκόξε-α:. εἶδος ἀκάρπου δένδρου, πληθ. δκόζατε.--- δκόζ ε εὖρε, δκός᾽ Ε Ῥούτε. ος νο οὖν ον ο Ἕπν ενα. σκόν]-ό] ο. οὐδ. Πγμβπρετεύκόγω, πηγαινω: 9) διέο οχομαι, περνῶ ν ουν πι λικθαίνω εἰς τὸν δρόμο. σοι σκό] ούδεσε -- διέο ρχομιαι διὰ της πα τς ὁδοῦ, θικβαίνω εἰς τὸν ὃ ον, κοιν, περνῶ εἰς τον λάιο.. ὃ) δικ- ο. ένερ. ὅκό] φί]ενε γ]υλ]πάνεσε, ι δχόϊ πλ]ούμβι μεσ-περ- μες -- τὸν αμ. ο να με, τα. ο διάγχω.- ἐξέγω, . Ὃα. ὑπορβαίνω, ἴδ. πο ο] κύ µ ὄχόν ατῖ οί κα- Π ] " . α., Π | Γ ϕ πεοσεν οτε) νε ἀιτουοὶ Ξ- τὸν ὑπ περτερεῖ εἰς τὴν µάθησιν, σοφίαν. ϕ αχ : ο ι . Γη ο. : ρα. τα - ζλ - σα [ ος -- το οομ., σεοί οτε μ.Ε γουστινε -- παρη εν Ἑσπυ- σων συν τῷ Αὐγούστῳ. --- ὄκόϊ κόχκ -- παρῇλθεν ὁ Ἀαιούς. --- σμόϊ / /. ρα β ε .. βνν α ἕ Β ο ἀῑτα, νάτας- παρΏλθεν ἡ Ἴμερα, ἡ νύξ.--- δκόῖ σι κ]ένι νε ορούστ μα π / β.α ιν Ἱ παοῇηλθεν (ἐχάθη) ὣς ὁ σκύλος εἰς τὰ σταφύλια (παροιμ..) (9πλ ἳ ὁ σκύλος ὑπὸ τοῦ ἀμπελοφύλακος). ισα] Ἡ ἄξ περ μα ἐχάθη φονευθεὶς Δούαρζ- µεταχειρίζοµαι.--- ὄκό]ενε µίρε δόκ] µε δόκ] -- διάγουσι κα- μω α .. “6 4 δ΄ αν « η ο α λῶς µεταξύ των.--- δκόθα Ἱέτε τε κέχ]ε-- διήγαγον κακὴν ζωήν, ε ἕωπεεα δν αῦ ή. νι 4 ν ιο, αν Ἡ κ... δ. ο --ᾱ --ᾱ λα κΑ. --ᾱ- μονό --- Μωνσ . ο. 3 ο ους ρε --- ᾱ ως ο-..... κ-- . πκτασ-α- ο- ὃν -- 998 --- .. “ ἕ Ἡ ἃ- 5 μα . ., 3 ἓν / " σκόκ] -- εν] κόκ]ε, χόκ]ε. ---- δκύκ] πάρετε κάμνω λιανωμµατα τὰ χρήματα, κάμνω ψιλά.--- ὅκόκ] μσερινε. --- ὅκόκ] Ὀάρχκουνε ε φικ]- βετ ών ἀντίθ, περχόκ]. ὄκόκ]εμ παθ. Ξ Ώενεμ. κόκ]ε, κόκ]ε, ἀντι). περκὀν]εμ..---ι-ε-τε ὅκό- κ]ετε μά (---τε δκόκ]ουνατε(γ) τε δκόκ]ουρατε (τ)--τὰ λιανὰ χρήματα. ὄκόλε-α-- ἴδ. ὄκολῖ-α πληθ. ὄκόλατες σχολεῖον. ὅκόπ-ι πληθ. ὄκ]έπετε [ Ἑλλην. σκΏπτρον] -- ράβδος, βακτηρία.. δκοπῖ-νι πληθ. δχοπίν]τες- ξυλάκιον. ὄκόρῦ ϱ. ἐνερ.ΞΞ ξεφουσκόνω [κόρδε-α ἀντίθ. νγόρθ. --- ὄκόρδεμ, παθ. ἀντίθ. νγόρδεµ. .. Ὁ ' μὴ Γ .] ῥ .. 8 ά ὅκόρδετε: τριτοπρόσ.Ξ- ξεφουσκόνει, ἐμπίπτει. --- μξ-τε-ι ὄκόρδετε-- ξε- φουσχκόνει, ἐκπίπτει.--- μ’ ουζκόρθ χποι ξεφούσκωσεν ἡ ψωλή μου. νίῇ "ουν όοθ χσι-- ἐφυύσ] εν ᾗἡ φωλή μο ἀντιθ. μ. ουνγόρθ Χάρι: ἐφούσχωσεν ἡ φωλῆ µου. .. µ ς 3 , ο Γ . ἨἘ ὄκόρδετε: ἐπίρ. ἀντίθ. νγόρδετε. (ι-ε-τε) δκόρδετε ἐπίθ. -- ξεφουσχωµένος--ον, ἀντίθ. ι-ε-τε νγόρδετε δκόστρε-α Έδσ δκούαρε]ε-]α πληθ. σεαναιε]ρεκ-Ἡ διάδασις, κοινῶς πέρχσις. 9) ἐξό- δευσις, 9) συνανκσ τροφή. -- καὶ τε ὄκού ο άο, () τε σκοῦμιτε. ὄκούεσ-ι (5) πληθ. δκούεσιτε [ῖὸ. κό] -- ὑπάγω] καὶ ὄκοῦσ-ι πληθ. 1. η Ἕ ( " ά σχούσιτες προξενητής, ηλ. σκούσε- κ-Ξ-προζενιτρια, (.-ε) δκούεδιµ-ι (Υ) καὶ ν-ε-δκούδιμ. (συνηρ.) -- κοινωνικός. 9) ὕποφερ- τός.--- υ]ερῖου ι. δκούδιµ. Ξ- χοινωνικὸς ἄνθρωπος. --- 1έτ᾽ ε παδθκούε- ὄιμε -- ἀνυπόφορος ζωή. κα ; Φ Ἡ ι ζ ω 6 .. Ρ. - 5 μα σκουλό]ε-α (Υ. Μαλ]εσικ) πληθ. δκουλό]ατε Ξ γ]ύ με αχ ε περ µε νγρίτουνε τδερέπιν᾽ ε Ὠούχεσε, ε κεοτσούν]τ᾽ ε ζ]ά: ὅκου]άέσεμ ϱ. Ξἴδ. "οκου]αέσεμ (τ). σκούλ] ϱ. Ξ ἐκοιζόνω, ξεριζόνω. ἀντιθ, νγούλ. σκούλ]εμ παθ. αροα νγοῦλ]εμ.. ὄκούλ] ἐπὶρ. οὐ]ετε ἄδτε δκούλ]-- τὸ νερὸν εἶνε ζεματιστό, θερµότα- τον, --- οὖ]ε ὄκούλ] Ξ- ζεματιστὸ νερό, θερµότατον. --ε περθελ]όθκ µε οὐ]ε δκούλ] - τὸ ἐζεμάτησα μὲ ζεματιστὺ νερό. .. κ 5 ε! ν [α .. . δη . .. . ο πα σκούλ]-ι (Σ) ἕνα µάτσο µετάζης (Έουρχ. τδιλ]έ) ν]ε δκούλ] μενάάφδι -- ἕνα µάτσο μετάξης. «Ἔ - - Τη η περ ᾿ α ὀκουμθϊ-νι (Υ) Σκουμβῖ-ρι (τ)-- ποταμὸς τοῦ Ἠλδασανίου, ο πο -ᾱ σκούμε-α (Υ. Βεράτ.) [λατ. βριιπια] πληθ. λείπει καὶ σχκούμρε-α β ε (Περμετ.) Φφούς᾽ (συγγενὲς τᾷ λέξει ταύτῃ δοκεῖ τὸ κυμκ). ὄκουμεζόν]-ό] (Υ. Βεράτ.) ὄκουμό] (τ)-- ἀφρίζω [λατ. «ριπιο]. σκούντ [ζὸ, Γραικ. σκουντῶῷ, κουνῶ] ο, Ξτινάζω, ξετινό΄ω, κλονίζ ζω, δκούντ ορόβατε--τινάζω τὰ φορέματα ὄκούντ ουλινίτε-- τινάζω τὴς ἑληαῖς, σκούντ μάνινεξ- τινάζω την συκαμιινις. σκουναελίµε-α. πλιθ. σκουναελίματε [Αλδα”ο-αικελικὸν] ---σεισμὸς ἴδ. τερµέτ-ι, σκούναεμ παθ. τοῦ δκούντ. δκούνᾶεσ-ι πληθ. δκούνᾷεσιτε-- ὁ τινάζων (ταῖς ἐλησῖς). σκούρρε-}α (Ένραν.) πληθ. δκούρρετε καὶ ἀοὐδνεζε-κ πλθ. ἀουδνεζατε (Πευμέτ.) -- χαμόδενδρον πυκνόκλαδον 2) (Κροῦ]α) πολ ι ίµετε-- μι- κρὸν δάσος ἀπὸ πυκνόκλκδο, οοροείος (ϱ) ν. Ξ ἐξαντλοῦμαι στειρεύω (ἐπὶ ὑγρῶν): κουρ ἀέρδετε Υ]ίθε σα σ᾿ κουλὸν μᾶ ας ν]ε πίκε (ἐπὶ ὑγρῶν) κυρίως καὶ μετοαφο- ρικῶς παντὶ πράγματι). κούρτ-ι Φεθρουάριος μήν, φροῦερ-όρι (Υ) καὶ (συνῃ πρ.) φροῦρ-όρι, φροῦ«ο- όρι (τ). σκούρτ ἐπιρ.Ξ βραχέως, συντόμως, κοντῶς 9) σχεδόν, τέλος πάντων" σκούρτ µε θδνε-- βοαχέως εἰπεῖν, τέλος πάντων. σκούρτε-α.: πληθ. δκούρτατε-- ὀρτύκιον γαὶ ὑποκοριστ. δκούρτεζε-α πληθ. δκούρτεζατε, σµούρτεζε-α-- ὁ λαχνὸς ὁ Ἀλῆοος᾽ δτίεμε ὄκούρτεζενε κου]τ τι Ῥιερε-- βάλλομιεν λαχνὸν τίνος νὰ πέσῃ, (.-ε) δκούρτενε (Υ) δκούρταρα-ιο (τ) Ξ- κοντός, βραχύς, σύντομος. σκουρτόν]-ό] ϱ.Ξ- συντέµνω, βραχύνω, κονταίνω --“Οκουρτόνεμ-όχεμ.παθ. ὄκοῦσ-ι.; ἴδ, δκούεσ-ι πληθ. σχούσιτε σκούσε-α (Σ) µεσίτρια πληθ. δκούσατε. σκουσϊ-α (5) ποοξενιά, μεσιτεία' {δ., λ]αμεσῖ-α" πληθ. δκουσίτε. σκράπ-ι πληθ. ὄκράπατε καὶ δκράπ]ε-α πληθ. σκράπ]ατε ω.ς )λοαυϊχ η λέξις ὄνραπλ] Ξ- σκορπιὸς -- ἱδ. σφηύρχ-ου. ὄκράκιόκε-α (Ώιρρα) ὄκρέχεσε (Μυζεκ]έ]κ) [ὄκρέχ ρ.] πληθ. ὄκεατὸ- κατε, δχρέχεσατε ἴδ. Ῥετίμε-α, δχρέπ-ι (Υ) πληθ. θκρέπατε, κρέπ-ι (Μιρεάίτα), ρρενίµ.-ι (5) γοεµίνε-α εις. κ) κα. α ο ιν 3 (Βεράτ. Περμέτ. πληθ. γρεµίνατε Ξ- κρημνός, βράχος" ὄχρεπατ εµα- λ]ιτξ-οἳ βράχοι τῶν βουνῶν. Μα [ . | .. ι . ὄκρέπ (Υ. τ.) τοπκτίζω 9) ἀκτινοθολῶ' ὄκρυπερόνι (Πμέτη δκρέπι ἀίελι νᾷε μά]χτε εν πε ὁ ἥλιος εἰς τὰς κορυφᾶς ή . { τοῦ ὄρους.---ρ. ἐνεργ.Ξ- δχρέπ χουν ε ζ]άρριτ (Υ)-- τσινγρὶσ ]άροε Ἶ . ν .. .. Φ ιο ἡ Ἱ (τ).---δκρέτ πίδενε ὄκρεπ γούρινε µε ζουνόρινε.-- ὄκρεπι εν ἐν (Ῥος- απ) Ξ- ἀἶελι ὄκοέπεν (ροσάαπ) Ξ ὁ ἥλιος ἀχτινοβολεῖ. δκρέπ (5), δκρεπετῖ] Ἐλαα, ) ὄκεπετῖ] (Υ), βετόν (Σ) τοιτοπροσ. βε- ή 3 τετίτ (τ), βετετίτ-ίτ-ί-, (τ)-- ἀστράπτει. --- ὄχοέπι µότι (Μαλ]σσία ε Σκόᾷρεσε) -- ἤστραφε' πο δκρέπ µότι- ἀστράπτει ἀἴλου ὄκρέπι μότι- ἀίκου ὡς ουφξ' ον κόκρ᾽ ε µότιτ. Π ὄκρέπεσ-ι: γουρ ὅ ο τος πετρα, πληθ. ὄκρέπεσιτε. ὄκρεπετίμε-α ὢ- στραπὴ πληθ. ὄκρεπετίματε, δχεπετίµε-α (Ῥιιά1) πετ πλιθ. ὄχει χτε, ὄκεπετίνε-α (Ἓλθας, πληθ. δκεπετίνατε, βε- τίµε-α (ὸ). . βετίµατε, η (τ) πληθ. βετετίµατε (τε) ὄχρέπουνατε ᾳ) (τε) δχρεπουρατα (τ)-- τααχμακόπετρα. ὄκρέτ : ἐπιρ.Ξ ἐρήμως) (ι-ε) δκρέτε ἐπιθ.Ξ- ὁ, ἡ ἔρημος. πρσρη-ο), ὄκρετετόν] --ἐρημόνω.--- ὄκρετόχεμ. όνεµ, ὄκρετετόνεµ. παθ.Ξ Υΐνομκι ἔρημος. ὄκρετῖ-α (5) πληθ. ὄκοετίτε Ξ ἡ ἔρημος, Ἡ ἐρημιά. καὶ (θα41-Ροβ- ἀαπ).--- δκρετετί]-α: πληθ. ὄκρετετί]τε, δκρετίνε-α (Ἔνραν.) πλ. ὄκρετίνατε ὄχρετετίρε-α (τ) πληθ. ὄκρετετίρατε. ὄκρέχ (5. τ) ο. ἀντίθ. νγρέχ-ὄκρέφ (Υ) ἀντίθ. νγρέφ (Υ). ὄκρέχετε (3. τ) ὄκρέφετε (Υ) ἐπίρ.-- ἀντίθ. νγρέχετε, νγρέφετε. ---ν- ε-δκρέχετε (Σ. τ) ι-ε-ὄκρέφετε (Υ) ἀντίθ. ι-ε-νγρεχετε, νγρέφετε. ὄκρέχεσε-α (Μυζεκ]ε]α) δκράτὄχε-α (Όρος) ἵδ,. Ὀετίμε-α πλ. δχρέ- Ἰέεσατε, σος ὄκρι) (Υ) δκρῖ] (τ) ϱ.Ξ- ἀνκλύω (ἐπὶ ὑγρῶν) ἀντίθ. νγρ (1) γρ (2), παθ. λείπει.--- δκρῖνι ού]ετες- ἕλνωσε τὸ νερό, ὄχρῖνι βό]τε-- ἔλυωσε τὸ λάδι: τὸ τρέο-έτ-έτ (ἐπὶ µε-άλλων) τρεσ ἄρινε κγ]έναινε, πλ]ούμβινε κ.τ.λ. ὄκοῖτε (Υ). ὄκρῖτε (τ) ἀντίθ. νγρῖτε. ---ι- -ε-όχριτε ε) ι-ε-δκροῖτε (τ). ἀντίθ. ι-ε-νγρῖτε (Υ) νγρῖτε (5). -- δκρῖχεμ, δκρίφεµ.: παθ. τοῦ ) ἴδ. ὄκρέχ, δκρέφ.--- ὄκρι! (Σκόᾶρα τρέσ-έτ-ετ ἀναλύω, -- 401 --- ὄκρῖχεμ: παθ. ἴδ. τρέτεμ.. .. φον ! Ἡ ῄ ΓΑ αι ωμο ν κὝ Ἡ ι π οκ Ὦ τι, Γ ε. σκρόν]ε-α.: πληθ. δκρόν]ατες γραφη, γιάμµα.--- Σεν]τε]κ Σκρόν]ε (Υ) μι αν - κ. Γ Γ τα) . ρ Ίος α ΤΗ κά 8 4 - ο ὰ Σκούν] ε Σεν]τερούκρε (τ)ξ ἡ Αγία Γραφή. --- ὄκρόν]ατ ε ἄλφα θίτεσε-- τὰ γράμματα τοῦ ἀλφαθίτου. ὅκρόν]ε-βάρδε-ι-αξ εὐτυχής, αλ, ὄκρόν]ε-ζϊ-ου. πληθ. η σ τσ» δυστυχής, καλυµοιρης.---- σκρόν]ε- ζεζε-α θηλ. πληθ. ὄκρόν]εζεζατε. .. ρ δκρόν]έσ-ι πληθ. δχρόν]εσιτες- γραμματεύς. σκρο»]ετούαρ-όρι (τ) Ξ ορ ὁμ γ) καὶ (συνῃρ.) ὄκρον]ετούρ- ὄριξ-ὁ γραμματικός, ὁ αυντάττων Γραμματικήν. ὅκρον]ετόρε-]ας ἡ Γραμωκτνκη.--- Σκοουν]ετόρε]ᾳ ε Σκ]ίπεσεξ ἡ Τραμ- : Ἰ . α µατικη τῆς Αλδανικῆς. ὄκρούαν] (τ) δκρούε] (Υ) δκροῦ] (Υ. συνηρ.) [Λατ. 8οΓΙΡΟ] ϱ.-- γράφω, παθ. δκροῦχεμ.Ξ γράφομαι. ὄκρουαθόν]-ό] (γ. τ.) ϱ. ἐνερ.--καφαλίζω, ὄκρουμΏεζόν]-ό]. - ὄκρουμ- Ῥόνεμ.-όχεμ., ὄκρουμ,Ώεζόνεμ.-όχεμ, παθ. --- πίκ]ε µίρε χκάφενε μὺς ε ὄκοουμβό Ξ ψῆσε καλὰ τὸν χαφὲν µη τὸν καφκλίσῃς. - τν ν δκροῦμπ-δι (γ.τ.) πληθ. ὄκρούμβατε ἄχρηστοςΞ καψάλισµα, τσικνᾶδ«. ὄκρύῦδ (Υ) ρ.Ξκάµνω ἀφοᾶτο.--- ἴδ. κρυθ. ϱ. ὄκρύδεµ, παθ. ὄκρύδετε: ἐπιρ. .. ῥ 3 -, κ... .. { (ι-ε) δκούδετε- ἀφοδτος- η. -- φτόοὶ ι ὄκρυὸξτε. .. µν 8 / ο ἂν .. -- ὄκρῦχεμ (περµετ) ἴὸ. ὄγερρῦχεμ.. ὄκ]ύε] (5) καὶ συνῃρ.) δκ[ύ]. ἴδ. ὄκ]δει καὶ δκ]σ]. σλ]ό]: (άναγρ ραμμιατισμὸς ἀντὶ λ]εδό]) (Ένραν.) -επίελξτίκτω. δό]-δόκ] ὀνομ.. γεν. δό]-δόκ]ιτ, αἰτ. δο]-δόκ]ινε, ἀντὶ δόκ]ι δόχ]ντ, σδόκ]ι δόκ]ινε.---σ) ἆούακνε δο]-σόχ]ινε-σ᾽ ἀοὐσνε δύχ]. σόκ]ινε κά γα ή Ἶ "ΡΕ [ | πι ο] . Μ 38 δὲν ἆγαποῦν ὁ εἷς τὸν ἄλλον. ---φόλ]νε δυκ] µε δοκ],ςσυνωμελη- . .. . .. . 1 κά Ἁ σαν ἀναμεταξύ των.-- ιν θᾶ σύχ]ι-δόκ]ιτε-εἶπε" ὁ εἷς τοῦ ἄλλου, -- µας ουΏεν δοχ] ι ατῖς-μη γίνεσαι ὅμοιός του. δόᾖτε (Τδκμ.) πληθ. τὰ τσαρούχια. ἴδ. οπίνγαντε [Λατ. βο]θαζσαν- δάλιον] ἴδ. δούκλ-ι, δόλε-κ .. ..ϱ αν. ψ . ο - σδόκ-ου: πληθ. δόκετε [Λατ. 80ΟΙ118]--σύντουφος, συνεταῖρος, δόκε-α (ή ακόθα)--ἴδ,. Ὡρέσ-ζι-ζωνάριον. δόκ]-ε-όμοιος πληθ. Ἡ Ὁ--- δόκ]ι νµ.-δόκ]ι υτ, δόχ]ι ατῖζὑμοιός µου, ΛΕΞΙΚΟΝ ΑΛΒΑΝΟΕΛΛΗΝΙΚΟΝ 26 νο λε. - μη ο ο ιο, υπ ο ας δι α ----- κ κας. ας πα πκαο παπα αακακας--πκαππααα --- -----πατσα πας. - πι -----τ-- --- 405 ---- Γ ε ιά µ ω .. Γ ι ..α{ αν . Γ.’ , ομ.οιός σου, ὅμοιός του.---- ἐμ.-δοκ] (α)ξιμ-δόκ] (τ]-ὸ σύζυγος µου. --- ὑτ δόκ]--ό σύζυγός σου, ι δόκ]ι-ό σύζυγος αὐτῆς' δόκ]ε-ἷκ: πληθ" δόχ]ετε--συντρόφιασα, ὁμοία. έµε-δόκ]ε () ἴμε-δόκ]ε (τή σύζυγός ου.----]οτ δόκ]ε--ἡ σὐζυγός σου.-- ε σὀκ]ε]α--ὴ σύζυγος αὐτοῦ.---- ψ ] ] ὖή σόχ]ε]α στη ὁμοίᾳ µου, ὄόκ]ε]α Ἱότε--ὴ ὁμοία σου, δόχ]ε]κ ε ασᾶ]ξ-ἡ ὁμοία της.---σόχ]ετ ε ατύρε κτλ. ἀλλὰ καὶ ἡ σύντροφός μου, Ἡ σύντ τροφός σου, Ἡ σύντροφος αὐτῆς, στι / Ε / .. σοκ])ενι-α () σοχ]ερῖ-α (τ) τ.: συντροφία, Ἀοινωνιία, Εταιρία. πληθ, σοκ- Πενίτε, σοχ]ερίτε. σοκ]ενίστ (Υ) δοκ]ερίδτ (1) -- συντροφικά, δοκ]ενόν] (Οιιά1) [Λατ. βροο] ϱ, δανασερισήμαε, συμμετέχω, χοι- νωνῶ, συγκοινωνῶ, μάρρ πιξσεξ παθ. δοκ]ενόχεµ- μμ σμ ---μος δύχ]ενό µε ν]ερς τε κεκ]τ] Ξε μη συναναστρέφεσαι με κανοὺς ἀνθρώ- πους. σόλε-α [Λατ. βο]απα] πληθ. σόλετεξ- πέλμα, κουνῶς ἡ πατοῦνα, (τοῦ ποδὺς καὶ τοῦ ὑποδήματος), 2) Ἡ σιόλα κοινῶς,--- δόλ᾽ ε κέμρεσε-- τὸ πέλμα τοῦ ποδός,-- δόλ᾽ ε κεποὐτσεσε-- κοιν. ἡ σιόλα.---- 1) κὀ- φσ ε χκδμβρεσε -- ὁ µηρός, ----- 2) Υ]οῦνι ι κᾶμρεσε Ξ- τὸ Υόνυ.---- ὃ) [ Λ α πούλ]πα ε κᾶμβεσε-- τὸ Κρέας τῆς χνήµης.----4) Χεοσί« ε κᾶμ]εσε-- τὸ ὀστοῦν τῆς ον ----ὃ) νύελι ι κἂμρεσε -- ὁ ἆστρ πε οκμσα ας τρίνα ε κᾶμβεσε - ὁ ὑπὲρ τοὺς δακτύλους µέρος τοῦ ποδύς.--- Ἱ θέμΏρα ε ο νμο Ἄτέρνα τοῦ ποδός,---- ϐ) πούτρα ε κᾶμρεσε ὁ κ οὺς ἀπὸ τοῦ ἀστραγάλου καὶ κάτω. --- 9) λ]εκ]ετ᾽ ε κᾶμρεσε -- ἡ ὄπισθεν τοῦ γόνατος χλείδωσις τὸ κοίλωμα.. --160) κᾶμβα νὰ καὶ τον (τ) -- τὸ ὑπὲρ τὸ γόνυ µέρος (ὅθεν ἄρχεται ὁ µηρός).---- 11) σύλα ε κᾶμ[εσε-- τὸ πο ο ποδός, (εἶνε µέρη ποδός) δόρτε-α [λατ. ΒΟΤΑ-ΡΟ1' {15], δόρτε -Ίοι, ὄύρτ-ι λαχνός, κληρος, --- Τ ὑᾗτ τ’ ι Ὀιέρε-- βάλλομεν ἈλΏῆρον τίνος πέσῃ.--- πλ. σόοτε κο ας . . , / ἂν μ / η σύρτατε, σὐρτετε. 2) (Ἔνραν.) Ξ µερίς, µερίδιον. ἴδ, πιέσε-α. ὃ) µάντευμκ, χρησμός. σορτετάρ-ι (α41-ρορά απ) πληθ. δορτετ ἄρετε-- συμµέτοχος. 3) µάν- τις, δ. δκουοτέζε-α (Τουρκ, φαλάᾷσι). σορτετάρε-]α θηλ. -- ἡ συμμέτοχας, ἡ μάντις, γδ. πιεσξτάρ-ι πιεσε- Γι . τάρε-]α. παμδε-- δόδε-α (Υ. τ) πληθ. δόδκτε κκὶ δόδε-]κ (Άργυρ.) πληθ. δόδετε-- κὀ- σχινον. σόδ καὶ δόδι ο. -- κοσχινίζω (με δύὅϱ) παθ. δόδεμ., δοτάν-ι (1 ἄκοθκ) υὃ, ουσάκ-ου -- ὁ πάπας (άρσ. πᾶπισ) πληθ, δοτά- νετε. --- δότε-κ (1 σκόθς) ἑόσε-αΞ- ἡ πάπικ πληθ, ὅότατε. σόχ (Υ. τ) δόφ (Υ) οϱ.--βλέπω (ἁπλῶς). δούα] (τ) καὶ δούκν], σούε] () καὶ (συνῃρ.) δορ] () φίκ (Υ) πορρίσ- ἱτείτ (Υ) ο. Ξ σδύνω, ἐσαλείφω, (Τουρκ. ο. ουθὀφδ ε µος μΏέτο |! -- νὰ χαθῆς καὶ νὰ υὴ ὑπάσξῃς. ---- τε ὦτε ᾖδτι -- νὰ σὲ πτοξ : ρολ. .“. 3 ἡ θες .. κ κ ο. [ καταστρεψῃ ὁ Θεός.----τ ουδόφτε φά, χι Ξ γά γαθῇ ἡ γενεά σου.--- µε δόἱ πίδενε-- μὲ ἔσθυσε (μὲ κατέστρεψεν]. δοῦαλ-ι πληθ. δούα]τες- κοιν, ἡ σιόλα. ούατε (τ), δούετε (Υ) καὶ (Υ. σ ὄ (ι-ε) δούατβ-ι-α (τ) καὶ ι-ε-δούαρξ-ι-α, σούετε-ι-α (Υ) καὶ δούτε-ι-2 β υνηρ.) δοῦτε-- σθυστά, έπιο, (συνῃρ.) Ξ«σθυσμένος-η, δυστυχής, δούκ: ἐπίρ.---ε μποτόλα δούκ δούκ-ου οὐσιχαστ. 293 δουκόν] (0π81-Κό.τὸκ) {δ, σικό] πο ατηρῶ, κυττάζω. .. . κ. Ἀ .. ι ῤ σουκόνε πκ«θ --Ιὰ, σικόνευ.-όχεμ.. .. . 3 3 β μμ, Ε . Μ μή Τ] µ Γ ε αρ να σούλ]: ἐπίο.Ξ τσ --- μη ἔτσεν σουλ] Ξ-- ὁ κάθουρας περιπκτεῖ λοξά,---ι ορἳ δούλ] κἄλ]ιτ-- ζίπουνε κάλ]ι- µῥβε ν] άνε α γρώτε ἅρκ γ]ένάετε δούλ] ούδεσε-- λοξὰ εἰς τὸν δρόµον. δούλ]-ι (5. Τυραν.) πληθ. δυύλ]ετε-- κοινῶς ὁ σύρτης τῆς θύρας, μοχλός, σούλ]τσ-ι (Ἴλθβκα, ) πληθ. δούλτόχκτε, σοὐλ]’ ι ἀέ-εσε, δούλ]το ι 4- ρ8σε-- ὁ μοχλὸς τῆς θύρας.--- χκὶ λόσ-ζι (εράτ.), ροµάν-ι (Πεομ. μοναάλε-κ (Κ:6.) ἴδ, ᾖκνὰς «τι. ----λόζ ι ἀέρεσε -- οοµάν᾿ι ἆ ) οξ σουλὰ-γι (0) δουλξ-οι (τ) [Λατ. 5ο]-ἵξ -- ᾗ ἵι-ος] κοινῶς τὸ προωσήλιον (µέρος ὑπήνεμον). ----ν]ε βέντ κ]ξ ε {ὅ ἀίελι, ἀντίθ. ζιετίνε-« (Υ) Ἰιεσῴε-α (τ).--- (νάε βερε ροἵνε νενε ζίε, ε νε ἀίμειε νὰε δουλξ). πληθ. δουλάν]τε ἄχοηστος, δουλα] (), δουλε] (τ) Ξθερμαίνω τινά διὰ τοῦ ἡλίου, π προσηλιάζω" με ὄουλανι (Υ) με ὄουλεοι (τ) αἰελι -- μὲ ἐθέυμανεν ὁ ἦλιος, σουλᾶζεμ. () ρ.--προσηλιο ὄζομαι, θερμαίνομ.χι εἰς τὸν ἥλιον, --ὄουλοε εμ, (Τοδκ. Πεομέτ]. απ στο ει -ᾱ-ᾱπακκ-ᾱε-- ὁ- -ᾱ- ---- «πες -ᾱ- ---------α ον -----τ- ὁ1---τ .. ᾷ « τ- 3 Ἱ - μμ νν ων, » --υῦ ο ου µμλ------ --. α. ..Φ .. κ-ὼν. : μα. --- 404 --- .. αν μι η . ΄ / ο .. 5 : μα σουΛ]όν]-ό}: ϱ. ἐνεργ.-- κάµνω λοξόν, στραθόνω ε δουλ]όθα« ἀροῦνε - εὔτρεμΏερόθη ἀρούνε, ε κθέόκ µε ν]᾿ ἄνε. -οσλ]ονεμ δη παθ, δουλ]όν] (Πεομέτ.) ο.-- κόπτω τὰ δένδρα καὶ πίπτουσι κατὰ γῆς Ῥεν] ψα ἄ ] δούμε ἐπιρ. [λατ. ἐπιο. ΒΙΙΠΊΤΠΘ]-- πολὺ ἀντιθ. πάν. μας ὅουμε (Υ} ᾱ- Ἱ. μα ” η υπ µε σουµε (τ)-- περισσότερον. ---ὅουμ’ ε περ λ]ούμε πχροιµ.. (ἐννοεῖτοιι τὸ πεοισσόν) (.-ε) δούµε-ι-α πληθ. τε δούµετε πολλή, οἳ πολλοι, αἱ πολλαὶ ἄοσ. τε δούματε θηλ.Ξὁ πολύς, ἡ (τε) δούµ.ετε οὐδ. Ξ τὸ πολύ. --- καὶ (ι) δούµετε-ι, (ε) δούµετε-α . λα, /) πακ-ου, (ε) πάκε-α' (τε δούµετε-- οὐδ. Ξ- τὺ πολύ: ἴδ. δουµιτσε-α παροιµ.. (ιν) δούµιι σι λ]ούμι, ι πόάκου σι γ]άκου, δουμίτσε-α:. πληθ. δουμίτσατε (Ῥοσάαηι Υ.) Ξπληθνυσμός, ἄφθονις ἄντιθ. πακίτσξ-α. σουμόν]-ό] ϱ. ἐνεργ. -- πληθύνω, πολλαπλασιάζω. --- δουµόχεμ.-όνεμ. παθ. ἄντιθ, πακεσό]-όνεμ. δουμόν] (Βεράτ.) ἴδ. δεμό] (Υ). σουµτῖ-α (Υ) δουμτίμ-ι: πληθ. σουµτίτε, δουμτίμετε-- ἀσχημοσύνη ἀντιθ. Ὀουκουρί-α σουμτό»]-ό] (Υ) ο. εκ ἀσχημίζω ἀἄντιθ. σΏουκουρό]. .. β α β κ] ϕ Ἶ ευ σουμτόχεµ-όγεμι παθ. ἆσ πχ ημίζομαι ώς σρουκουρόχεμ.. Ἡ μ. β .] ., ϕ , η .. δουµτούετε (Υ) ἐπιρ. Ξ ἄσχημα, ἀντιθ. ). Ὠούκουςξ' καὶ (συνηρ.) ὅουμ.- Ξ .. / τοῦτὲ (γ) δουµτούαρε καὶ δεμτούαρε ο (.-ε) δουμτούετε (Υ) ἐπιθ.-- ἄσχημος, ἀντιθ. {ι-ε) Ὀούκουρε καὶ (ι-ε) δουμτούτε (συνῃρ.) (ι-ε) δουμτούαρε γκὶ (ι-ε) δεμτούαρε (τ). δουπλ]άκξ-α: πληθ. δουπλ]άχχτε καὶ δεπούλε-α (Ώίρρα) Ξ μπάτσος, [ 4 . Ε σπάλιαρος' ρα ν]ξ δουπλ]άκε-- τοῦ ἔδωχε μια σπαλ]θρο---- πληθ. . [η ΜΑ σπα . δεπούλατε ἴὸ. παραθεδε-]α. αλσ ολ πας / ῥ , - σουπλ]άκε-α καὶ σιτε-α (1) -- τὸ ἐκ στοιχείου λόδωμα: µούερ (μοῦρ) μ. . .] ει, 5 3 Π ς : - ἳ δουπλ]όκε-- ἐλκθώθη ἀπὸ στοιχειό. .. . δὰ ξα Ἶ --- ὦ η β τν ο οχεμ. ος Ξ κοινῶς λαδόνομιαι οκ κο ειό" µάρο ὅου- υ .. ᾠ .. πο ’ ι ς Γ η δούρδέσε-α πληθ. ο. ἱ ή ατί λ]άνγουτ κ]ε κουλὸν νγα πλάγα, -- 405 --- δουρδίµ-ι; πληθ. δουρδίμετε Ξεχωφότης. .. . - .. ρου ε . .. ας δουρδό]-όν], δε; δό]-όν] (τ) [λατ. ΒΗΥ4Θ86Ο-ΘΓο]-- κωφῶ, κοινῶς κου- .. Ἀ οπίνω τινά µε δουοδόϊ βεδξτε τουκ) ε κουβεντούκοε (τ) { .. ἡ ! ᾖεμ-όνεμ,, δε:δόνεµ., σούρῦ-δι (Υ. παθ. δουρδό Ροσάαπ) [Λατ. διγάτιδ]-- κωφός, κοινῶς πουφὺς πληθ. δυύρδατε, ὄουρδενιτε (υοσάαπ) ὄουοδε-:, .- . / πληθ. δούοδκτες κωφη. δούροξ-α (πληθ. στις πό. οὔρον ποινῶς κώτουρον, ---Ὀδί δούρ- ρενε (Υ) Ὀε] δούρρενε (τ)--περμίερ (πεομῖ ϱ)Ξ- πατουρῶ. σούρρε-ζένε-ι (1) [δούρρε-α-ζἕνε µετοχ. τοῦ ζξ-- πιάνω]. δουσάλε-α πληθ. δουδάλατε (Αργυρ.) Ξ κατσαρρούµ. µίσετι ]ενε κὐκ]ετε' δουδάλε-α 9 9 μέ. Ἱ 3 Γ Ἶ νι .. .. .. ο ο) ώς ΙΞ- δικσκοοπισµός, Ἀχτοασκοοπισιός' (ι) δάδε δουδά- 3 |. ῥ ': ὁ ε)ά6» μΏ ατ΄ ἄνεε µΏε κετ ὄνε. δουδάσ. άτ..άτ τ ζδυυζδατ-ἅτ-άτ (τ), δουδουλάσ-ατ-ατ ος) ϱ. ένεο' : 4 κ. κ.α } : μ. Ἰουσάτεµ. (Υ. τ }) ὅουδοι »λάτεμ, . (Υ) ξανκμωρκίνομ.κ . Ὀιτεμ. κουῦ πλ]άκετε δουδάτετε-- ὅστις Υ ηράσχκει Ξανκμωραίνετα.. (ι-ε) σουδάτουνε (ϱ) (.-ε-τε) δουδάτο υρε (τ) Ξ(ι-ε-τε) Ζκθίτουνε (ϱ). σουσάχε-α τ Ὁ Ὁ ξ. ζαλι ομαι, χκ- .. .. η ῥ .. .. β ι Εμ μά .. σονυσουλάσ.-άτ-ἄάτ (Υ) σουσουλάτεμ. (Υ) ιὰ, δουδάτ-ατ-ατ-εμ.. σουσούν]έ-α (Ἴλλθκσ) πληθ. σουσούν]ατε-- βδέλλα, σουσούν]εζε-α (Υ ον) πληθ. [" ως δουδούν]είατε, δουδόν]εζε-α (Υ) πληθ. δουσόν]εζατε, πικβέτσθ-α (τ) πληθ. πικβέτσατε. σούφρξ-α πληθ. δούφρατε κοινῶς 3 βεργα καὶ θούπρε-α (5) πληθ. θούπρατε. --- δού πούὐὄχεσε (Σ)]Ξ ἡ θέογα ε ο ἴ 1. (με ε βόγελ]ε σε πουρτέχκα’ 4 ϐ { ον ... υφρ ε ποῳσκεσεζ Ὀούυπο ε τοῦ τουφεχιοῦ., σοῦχεμ παθ. τοῦ δούαν], δούε] καὶ (συνῃρ.) δοῦ] (1) ι . ὅπᾶ-νι (Τυραν.) ι θόνε ατὶ νηης κε ζξ γ]ύμι περμέρένᾶα νας φουντ πρε] οὐ]ιτ, πρε] σε ζμιτ οὐ]ιτ. --- πληθ. ὅπάν]ιτβ. σπαθέσεµ, ἀσλ] παρεσε, θήε] Ὀέσενε, Γ β 3 ΟΕ νν τος οι τεμ, Ῥ2χεμ. ι παθέσε-- παραθχίνω | ιά 4 α Π . Ξ - ῥ - ι ε Π] Γ την συνθΏκην. μ ουπαβέσνε μίκ]τες με ἀούαλε τε παθέσε μἰκ]τε, Ε ευ ο] ποϊὄνγε Ῥεσενε. β.4: µ . ; Γ ή ολ. Ἱ π νο, σπαγουα»]-α/ (τ 3 ση τκΥ οὐε] Υ). σπαγοὶ ρ] [σ ΣΟΥ Πο. ], ζεπλ προνῶ, αστο- . ο] . ποδίδω, ἀνταμείδω.--- "σπαγοῦχεμ, να. ΙΙ .. ψ τμ Ξ Ἶ .Ἡ η σα εν Μα ᾗ ο ῃ σπαγίµ.ι. σπα «γεσ ε-ο Ξ ζεπληρωμη, ἀνταπύθοσις, αν τχμιοιθη πλ ηθ . --λννοτ τιν -- - πο ον ακ--ᾱ - - - . ο... κ. -.- -- 406 --- .ρ .. τα ὁ να ο. ψ ο δίος ] ή [ωρες δο .. ον σπαγί ίμετε, σπ πχ έσατε. απ σποαγιμ, Ξ- αν ταποδίδω, μισο στι κΥἰμ. -- ἐκδικοῦμαν. . π . .. ’ Ἡ ψ σπαγεσετάρ-ι -- αὐ κίε σπογουχν Ξ ὁ ἀνταποδότης, ὁ ἀνταποδίδων. ὄπαγεσετάρε-]κ. θηλ. σπαγιµτάρ-ι, σπχγιµ.τάρε-]α θηλ. πληθ. σπογεσετάρετε, καὶ σπαγεσετάρετε, θηλ. σπαγιµτάοετε, ἆρο., δπαγιμτάρετε θηλ. ὅπαλ [σ-ςπΎλ] νᾶσίερ (τς ξεμυστηριεύω τι, --- καὶ ὅπερ- φ]χλ]ό] (5) [πε ε λε-χ] παθ. σπᾶλεμ.. περοσλόχεμ.. ὅπαλεσ-ι πληθ. ὅπα σπαλ. --- πλ ιαληοος (5) πληθ. σπ εοράλεσιτε. σπάρε (Υ) ὅπάρθινε «0)σεπῳ. Ξἶδ, π ὅπάορ ι-- εἶδος αγρίου δένδρου, ο οπήτε-α; πληθ. ὅπάτ «τε [ λλην. ὅπάτουλε α [λατ. αρα{ι]α, μις. (σπάθη)! δκοα τη κοιν, κουτάλα, πληθ. ὅπάτουλατε. ὄπξζε-α (Ἠλβασ.) πληθ. ὄπέζετε -- ἴὃδ, ὄπέσ-ζι, .. ρ. ή η / ε πι] ο ῥ .. δα. σπῶτ; ἔπιρ."“Ύρηγορα 2) (τοσκικῶς) -- ἐνω-ὶς ἵδ. Ἱερετ. '.-ε-τε δπέ]τε- ---α Ξ ταχὺς, γρήγορος. σπε]τόν]-ό] [Ἑλλην. σπεύδω] -- τοχύνω, ἐπιτ αχύνω σπεύδω, τρέχω μετὰ σπουδῇς, σπέ]ε-α (Ἠ. Ροράαπ) πλ'θ. ὅπέλατε--σπήλκιον. ὄπενγό/-όχει ἀντίθ πενγ ὐν]-ό]-πενγόζεμ-όνεμ ) / γ . » ων Γ) ] ] π ] 3 ! ”. ὄπενγούαρε (τ) έπιο.Ξ ἀνεμποδίστως, ἐλεύθερα. ἀντιθ. πενγούαρε. ι-ε- τε σπενγούκρε (τ) ἐπιθ. σπεν(]-ι (ὀρθότερον σπεντ-ζι) πληθ. δπέναετε-- π σπξσ-δι (Μηρεάίτκ), ὄπξζε-α -ληθ. ὄπέζα- (Κα6.) σπέσε-α (τ) πληθ. δπέσατε. κ. β .. μ ν μ .Ἡ σπἐνάρε-α: πληθ. ὄπένάρατε (ΜΠερμέτ) εἶδας χόρτου κοιν, τὸ βοῦζα, ὄπενέ, (Σ)--ἴδ. ὅπερέ], σπ τενεσό] (Σ) --ἴδ. ὄπερεσό]. ὄπεγέσε-α (Σ)) --ἴδ. ὅπ ερέσε-α. (πληθ. ὄπενέσατε ἄχρηστος). σπενέτκε-α (1) ὄπερέτκε-α (τ) [Ἑλλην. σπλἠν] κοινῶς ἡ ππλῆνα πληθ. σπενέτκώτε, ὄπερέτκατε. ὄπεοβίελ] (5) 1δ. περθεδ ο. σπερβίλ/εµ (Σ) τὸ, περθίδεμ., ο ος ---- οπεοθλ]έ]-έχεμ -- ἐξαγοράζω, λυτρόνω, ἐξ ξογοράζοµ.χι---λυτ ρόνομικν, ὄπεοῦλ, έσε-α, δπερὈλ]ίμ,-ν: πληθ. ὄπερΏλέσατε, ὄπεοὈλίμετε-- ἑξα γορᾶ, λύτοωσις, δα λγεσετάρ-ι ρα. «πο υλεσρταρς.]α θηλ. ς- λυτρωτής. καὶ ὅπερ- πι Ῥλ]ιτάο:ι ἆρσ. ὄπε: οὈλ]ιμταρε-]κ θηλ. --- πληθ. ὄπεοῦλ]ιμτάρετε Ἡ η. 1ο θηλ. καὶ ὄπεουλεσετάρετε ἆτσ. ὄπεοὈλ]εσετόοετε θηλ. ----ἔτι ὃ ὄπερΏλ]ύεσ-ι (Υ) πληθ. ὄπερΏλ]ύεσιτε ἆρσ. καὶ ὄπερρλ]ύσ-ι (Ύ. συ- νηρ.) πληθ. δπεοὈλ]ύσιτε -περθλ]έα:ι (Ύ- αι) πληθ. ὅπερ- Ῥλ]έσιτε ἆρσ. ὄπερθύδ: (Ἓλθας.) ἴδ. πεορύθ.-ὄπερὈύθεμ --ἴδ. π περΏύθεμ,. καὶ ὄκες- Ῥύθεμ. (Ένραν.). σπεργετῖ-α, (Τυραν.) ὄπεοκετί-α πουτσχετῖ-α ο οὐοθ-ι (Ἠϊλόασ.) Ξ λειχήν, ἔρπης. πληθ. δπεργετίτε, περκετίτε, πουτσχκετίντε, ὄπερζά]-άχεμ (5) ἴδ. πειάἁ]-άχει. ὄπερᾶρές (5) -- ἴδ, περᾶοσέθ. --- ὄπειάσίδει, -- ἵδ πεοζείδει,, πα .. .. Ἡ Ἡ Ἱ Ἱ ἡ |, ι ο ῥ ὅπερᾶρέῦδ ο. ἐνερ.Ξ ξεκλώθω, χαλνῶ τὸ Χλωσμενον" ἀντίθ. περάρεθ - ε χλώθω, αρα ὄπερᾶρίδεμ, ἄντιθ. περᾶρίδεµ., σπερέ] (Υ. ὈῬοράαη) [Λατ. 8ροτο-αῦ6] ὄπερεσό] -- ἐλπίζω, ποοσ- δοκῶ. ----δπερέ] μΏε Ἴδτινε-- ἐλπίζω εἰς τὸν Θεόν. ὄπερέσε-α [λατ. ϐρος-1] Ξξ ἐλπίς, προσδοκία (πληθ. ὄπερέσατε ἄχοη- ατος]. ὄπερκόκ] -- δικσκορπίζω ἕνα απ υοἱ ἐδῶ κοὶ ἕνα ἐκεῖ, πκθητ. ὄπερκό- κ]εμ., ὄπεομενάί-εμ παθ.Ξ- σπερά] (Υ) ὄπεραά] (τ) ὅπεάάχεμ (). σπερλ]ᾶ] Ὃ ας, τοπερλα] (Περμετ.) ὄπελα] (τ) ὅπλα] (Υ). ὄπερλ]5χεμ. τὄπεολ]άχευ., ο. ἔμ, σπλᾶχεμ. (Υ). (ε) ὄπερνγούλ]εμε-]α (Υ) καὶ οὐδ. τε ὄπεονγούλ]ουνιτε-- µετοιχεσία, σπερνΠερόν]-ό] -- ἀτιμάζω τινά. ---ὄπεοναερόχεμ-νεμ, παθ. σπερφάκ] (Υ) τδφάκ] (τ), τφάκ] (Πεομέτ.) ο. ἐνερ.Ξ νασίερ περφάκ]ε, φανερόνω, παοουσιάζω, ἀποκαλύπτω τινά. δπερφάκ]εμ παθ. καὶ μέσον, τὀφάκ]εμ., τφάκ]εμ -- φανερόνοµκι, πκ- ρουσιάζοµαι, ἀποχαλύπτομαι. ὄπξσ-ζι (Μιρεβίτα) καὶ ὄπέζε-οι (Ἠλθέαςσ.) -- ἴδ. πένα -ι. -- ὄπέσε-α ἴδ, ὄπξζε-α (Ἓ]λδασ.). πα .Ὅ ου ο μμ 2. ἑδίν - πα ἳ --ακ-- ος θιάρ-α-ᾱ- εδω ο ἂν ἡς Ὦ, «λα σπα ι ο υυ-- -- μ-ας-δᾱ- μμ ο- μμ... ανα --...--ᾱ 3 ΕΣ μμ --αὸ ασ ----- πι πεδ πο ας νους υνωμα αρα... α δπέδ ἐπίο. Ξ συνεχῶς, συχνάκις, θαμιά᾿ κοινῶς συχνα, πυχνῶς. ----γ]αν κ. Β ο ε [ι / 3 [ κ. δα Ἶ [, ὅπεῦ -- συμθαΐνει συχνά.-- οράλε ἀντίθ. ι-ε-τε ὄπέδε-ι-α-τε ἐπίθ. -- συχνὺς- η-όν, πυχνὸς-η-όν, ἀντίθ, ι-ε-τὲ ρράλε-ι-κ-τε. ὄπεδόν] ο. ἐνεο. καὶ οὐδ. -- συχνάζω, θχµίζω, πυκνῶ τι.--- πο ὄπεδό- Ίενε γ]έλ]ατε-- (ου ὄπεδό]ενε γ]έλ]κτε) κουρ κεναό]ενε ὄπεῦ γ]ελ- Ίστε ψΏε τε γεδιµ. (τ).---- δίνατε ὄπεδό]ενε νᾷε βιέδτε-- αἱ βροχαὶ θαμίζουσι τὸ φθινόπωρον, ἀντίθ. ρραλόν]-ό]. ὄπετόν]-ό] ϱ. ἐνερ.Ξ σῴζω τινά, 9) οὖδ. Ξ γλυτόνω. ---- ὄπετόθα νγσι Υ6] ε οὐ]κουτ.----με ὄπετόϊ ν]ε πόρδε' παροιµ. µε ὄπετόϊ ζόγου νγα ἀόρα (έπι ἀνικανότητος). ὄπετίµ-ιτ- σωτηρίχ’ πληθ. ὄπετίμετε καὶ ὄπετέσε-α πληθ. ὄπετέσχτε. ὄπετεσετάρ-ι Ξ- ἐλευθερωτής' πληθ. ὄπετεσετάρετε. -- ὄπετεσετάρε-]ς θηλ. πληθ. ὅπετεσετάρετε' καὶ δπετιμτάρ-ι ἆρα, ὄπετιμτάρε-]ο θηλ. πληθ. ὄπετιμτάρετε ἆρσ. ὄπετιμτάρετε θηλ. οσπίε (τ. Ὀοσάαη) ἀεργόν]-ό], τδόν]-ό] (Υ) [Λατ. προ ο] ο. ένεο.Ξ- στέλλω, πέµπω (δὲ ἄλλου) καὶ ἅἁπλοελλην. τὸ πηγαίνω (ἐγὼ ὁ ω .”. μά πα Ἡ 8: ἴδιος-- ὅπιε) μτχ. ὅπούουµ, (Ῥοσ6 απ) ε ὅπούου νᾶε ὄτεπιτ (ροςσ- 48η) -- τὸ ἐπῆγεν εἰς τὸ σπίτι’ τὸ δπίε δὲν ἔχει παθ. φωνήν. πι]: ο. Ξ ξεμουδιάζω: σπῖχεμ, οὖδ. Ξξεμουδιάζω, ---ἀντίθ. πῖ]-πῖχεμ. ὄπίνε-α (Υ) λεν. ϱρῖπα] -- ράχις πληθ. δπίνατε. --- µίκου µε κθέου ε. η ο η. | ζ / ... ὁ 3Ἡ μα [ . σπίνενε Ξ µ ἐγκατελειψεν ὁ Φίλος.--- ὅπιν ε ὄτεπίσε -- τὸ ὄπισβεν 5 ἃς οἰχίας.---- ἀντίθ. φάκ]ε] ε ὄτεπίσε -- τὸ ἔμπρασθεν τῆς οἰκίχς.--- δ. ὄπίν]ε-α, κουορίσ-ζι, ὄπίρτ-ι ι(. τι) πληθ. ὅπιρτ καὶ ὄπιοτετε [Λατ. αρ 15] -- ψυχή. 9) ἄτομον, πρόσωπον. πληθ. ὅπῖρ ῥτενιτε (μά]- ροσά.) ἴδ. βέτε.---ἴδινε µε τέπερ σε ν]εζέτ δπίρτ Ξ ἴδινε µε τέπβρ σε ν]εζέτ βέτε. --- δὰ μαὰ | ὄπίοτινε-- ἐξεφύχησεν. ὄπίρρε-α (Υ) λατ. 8ΡΙΤΟ-ΑΓΘΞ πνέω]-- ὄσθμα. ὅπίφ (Υ) δπίχ (τ. γ. Μαλ]εσία) -- ἐπινοῶ, ἐφευρίσκω τι (ἐπὶ ες Τουοχ, 1] ιάδάτ', μηχανεύομαί τι τὸ ὁποῖον ἄλλοτε δὲν ὑπ ρχ 2) συκοφαντῶ, δημιουργῶ ἀνυπάοκτους λόγους διά τινα. τδπίι με µεντ (τ) ὅπίφ µε µεντ (Υ) Ξ μηχανεύοµαι. ---- ὄπίφεμ.--- ὄπίχεμ. ϱ. οὐ. ἐφευρίσχομιαι, ἐξέρχομαι εἰς τὸ μεσον αὐτομάτως νΥ3 ουδπίφ κυ] ν]ερῖζνγα ἆόλ] κυ] ν]ερῖ; πόθεν ἐφανερώθη, -- 309 -- σπίφε-α (1) πληθ. ὄπίφατε, ὄπίχε-ο (τ. Υ. Μαλ]εσία - Ῥιιάϊ) πλ:θ. ὄπίχατε Ξ- συκοφαντία, πλκστὸς λόγος. ὄπίφεσ-ι (Υ), ὄπίχεσ-ι (τ. γ. Μαλ]εσία) -- αὐ κε δπίφ Ξ- συκοφάντης μηχανοροάφος. πληθ. ὄπίχεσιτα. σπόν]-όνεμ (Περμ..) -- ἀεκό]-όχεμ.. .. β : 5 3 ψ . ” ἀ µ σπόρο (Υ. Ῥιας1) ϱ. ἐνερ. ἀποπέμπω, ἀποδιώνω, ἀπομαχκούνω. κοιν. -- η 1. πἩ Ἰ .ε Γ Με : ξεκουμπίζω [ῖὸ, Ἡλλην. πόρρω] ὅπόροεμ, Ξ ξεκουμπίζομαι, οπόρρου κ... Ἡ - β .. [ - . μή γα συτ εμῖ - φύγε ἀπ᾿ τὰ μάτια µου] Οπόρρου πρε] χεναέ] -- ξε- α . ὃὁ ρω χουμπίσου ἀπ᾿ ἐθῶ. ὅπόρτε-α πληθ. ὄπόρτατε [Λατ. βροτία, "Ἕλλλην. σπυρὶς; καὶ κα- τοιλ]ε-]κ πληθ. κκτδίλ]ετε (ὁοθῶς καδιλ]ε-]κ) [ Ἑλλλην. κάλσθος] κάλαθος κοιν, κκλάόθι,. δπούξε-α (Σ) σφογγόριον. σπούζε-α (Υ. τ.) (πληθ. ἄχ ι) ϱηστος) [ Ἑλλην. σποδὺς] Ἡ χόδολη (ζεστὴ στάχτη καὶ προύδ-ι (Ύ. τ.)Ξθενγ]]) τε νάέζουρε, | ὄπούρε-α () κοιν. σποοιά. σπούτε-α (5) καὶ πούτρε-α (Βεράτ) πληθ. πούτρατε Ξ πάνδε-κ (τὸ πόδι τῶν τεταπόδων ζῴων). ὄπρίσεμ ρ. οὐδ. Ξ- τοαβῶ τά μαλλιά, τὰ φορε ὄπροβό]-όχεμ -- 'ὃ, προδό] -οχεμ., ὄπρόχε-α (τετράγλωσσον) δ/όκων. ματα, θρηνολογῶν. δπρουξίσ-ίτ-ίτ (0) ε. ἐνερ. Ξ πεοζίε] προύδινε καὶ ὅπουζίσ-ίτ-ίτ (Υ) -- περζιε] ὄπούζενε. στάγξ-α (Υ. ΏῬοσάᾶι) -- πουοτέκ) ε γ]άτε Χ]ε δκούνᾶννε ουλίνίτε, ἄρ- οξτᾶ Χ,τ.λ. στάζε-α, (1) ὅτάσε-α (θαάϊ Ῥοσά αι) πληθ. ὄταζετε, ἅτασετε -- ζῷον, τάλ]πε-α (Πεομέτ) -- ἴὃ. δάλίτσε-α, δταμύε-α { Ῥορᾶαι) πληθ. ὄταμῦατε, ὅτερε-α (τ) πλ. --- ατε ὄτάμνε-α, (Περμέτ.), κοντρόθε-]α (Τυραν) πληθ. ετε κόχμε-]α -- κουτρόθε τενεχ]έ]ε α. τοῦνάδι ο χαλά]ι πλ:θ. κόχμετε. ὄτεμθάρ-ι (τ) κεραμεύς, Ἰουτροθεᾷσί-ου (Υ) Ἠ κουτροθαᾷσί () (μὲ χατάληξιν ὀθωμιαν). ποκμε(σί-ου Ξ κεραµεύς. “.α αν : αά .) β - ν ... ξ ἑ να .. Ε στάνκ (Υ) ϱ.5-ξεπαγιάζω, ἀναστηλόνομαι πσέ ἄτανγ αδτού: όρο, ὅτάν- γα-ε-ου, μετοχ. ὄτανγε' .ὃ, δτάνκ-γου. . πω «Ομ ρα... ---ᾱ ο -- ταση ατοππππππβν-ᾱν τας αν ος ο -- --. νι -- ου ια ἵ----- τὰ Ὅπς τς επ ᾱααακακκκκκ κ κε. πκκκ- κκ... -ρ ος - -- ”. -. -αε οὐ .ο9 - ο ὅὅυ υὅ“'' μωῶ- -- 4160 --- δτάνγεµ.: παθ.-- ἀνομερῦ. ὅτάνκ-γου (Τυραν.) πληθ. ὅτάνγ]ετε. --- ὅτάνγου ι ὄιγ]ττεσε (Έυραν.) -- ι θόνε ατῖ] θούμβιτ ζέκουσιτ χ]εε ας ναε µά]ε τε διγ]έτεσε ἐν τῇ φράσει ἃδτε νγρίµ. ε ἃδτε Όδμε ὅτάνκ «(ὅταν τὶς ξεπαγιάζη ἐξ αἰφνιδίου φόθου). στάρε-α εἶδος χόρτου [Ἴταλ. βἰγαπιοΠΙΟ].--- παροι. «]όφ Ε ὅτάρε εδέ πεοδέδι, σε νέθε Ὠούζα σ’ να κ]εδι.--- (λέγεται ὅταν ἡ ο. τῶν ποοσκεμλημένων γίνεται ἐπὶ ζημία μᾶλλον τῶν προσκεκληµένων). --- ὡσκύτως ἐπὶ τῶν ἀώρων ὁπωοικῶν τὰ ὁποῖα δὲν τοώγονται π. χ. κ]ένκεχα ὅτάρε ἀάρδα, φιόῖ-- σ’ ουχζάνγρεκα κ.τ.λ. .. ὄτράτ-έτ-έτ (5) πληθ. ὄτοάσιμε ὄτρίτνι ὅτιάσινε ἆόρ. μες ε-ι (ἐπὶ φα.- γητῶν) ὄτράσινε κ]έπετε, πουρρίν]ετε λ]άχνατε (ἐπὶ λαχανικῶν). τᾶσε-α (ριιά1- Ῥοσά4 απ) ἴδ, ὄτᾶζε-α (ὴ). ὅτάτ-ι (Υ. τ.) [Λατ. ο. Βίο] πληθ. ὅτάτνατεξ ἀνάστημα, φυή, τὸ μήκος, τὸ μέγεθος τοῦ σώματος" λ]εσό] ὅτάτ-- Ρᾶχεμ. ὅτκτ γ]άτε. .. - 1 ἵ ἔ 3 ω 3 ὅτατ-γ]άτε-ι-α ἐπιρ. --μεγάλου ἀναστήμκτος ὄντι). ὄτατ-κούρτενε-ι-α .. / ] ψ (9) στατ- δχούρτερε-ι-,:5- βραχύσωμος, -.α ῥ β η .. β ι ῥ τ. β .. υ δτάτε-- έπτα. ---ὅτάτε « Ξ τὸ ἑπταά. --- (ι-ε) ὅτάτε-ι-κΞ ἔβδομος-]. ὅτατε-δίετε καὶ ὅτατε-δῖτε-- ἑθδομήκοντ:. ὅτατε-μθεδίετε καὶ ὅτάτε-μβεδῖτε -- δέκα ἑπτά. ὅτατε µεζά] (Πεομετ.) ἐπιρ. Ξ ἑπταπλῶς. ὅτατε-μεζόν] (Περμετ.) ο. ἐνεργ. Ξ χάμνω ἑπταπλοῦν, (ι-ε) δτάτεµεστς (Περμέτ.) ἐπιθ. Ξ ἑπταπλοῦς-Π. ὅτατεδε ἐπιρ. - ἐπ- αχῶς. ὅτατεσ-ι-τὸ ἑπτάριον. ὄτέκ-ου καὶ ὅτέκ-γου (τ) πληθ. ὄτεκ]ετε, ὄτέγ]ετε κοινῶς ἡ αΏασιά: ὄτέχου ι κὀπεῦτιτ (Υ)Ξ ὄτέγου , κόφστιτ (τ). στέκγου (Ώ1ρρα) πλ,θ. ὄτέγ]ετε-- ἐμπόρευμα ϱ) ἀγορὰ ἴδ. τρεκ-γου. ὄτεκτάρ-ι (Υ. Μαλ]εσίκ Ῥιιά1) - ὁ ξενιτευμένος (Τουρκ. κουρθετόδί). ὄτεκτάρε-]α--θηλ. πληθ. ἆρσ. ὄτεμτάρετε, θηλ. δτεκτάρετε. .. . η δή ’ . - ο αν. ὄτεκτάρε-]α-- ὕταν ὁ πόνος δὲν στέκεται εἰς ἓν µέρος τοῦ σώματος, ἀλλὰ µεταθαίνει ἀπὸ τὸ ἕν εἰς ἄλλο µέρος τοῦ σώματος (ἐπὶ ρευµα- ρω Ά ιν τν τισμοῦ Ὢ πλευριτιὸος). ὄτεκταρ-ι (ΏἼΏρα) -- πραγµατευτής, µικρέµπορος πληθ. ὄτεκτάρετε, ξέ- ο Ι νοςΞ (ι ο πρε] νε τ'έτειε ὃξου)' θηλ. ὅτεκτ ἄρε-]ακ πληθ ὄτεχκτάρετε δτεμτόν] Ῥαἡ ο. ϱὐδ, Ξ ταξειδεύω" ξενιτεύομχι, ὑπάγω εἰς τὰ ξένκ (Τουοκ. 91] νέο δκο] νε δξ τε χούα]ε. στελίσ (. Ἔλθας.) ἐκτυωλίσσω κοινῶς ξετυλίζω. --- το-τελτ] (τ) τδ-τίελ ασὶ τὂ-τιέλ (τ)., δτιλεί «ὀν] (11εϱ.) [ἶὸ, ἐλλην. τυλίσσω] φτιλ]ό] (Κ:4. Τυταν. Κροῦ]κ), φτιλζό] δαν, ) ὄτελίσ πελ]λούρενε. -- τὸτ ἴλεμ (τ) στιλεζόνεµ, (Βερά-.). φ Φτιλόχεψ, (Κά6. Τὸ:. Κτου]ς κ) Φτιλζόχεμ, (Τυο.) [19, Ἕλλην, τίλλω]. στελούνγε- Ξ ξεφτιλισµέ ἔνον μκλλὶ ἀλλ᾽ ὄχι καὶ Ἁλωσμένον' λ]εδ ι φτι- λ]ζοῦμ πο Ίο εδὲ ι τιξορε, ---ν]ε ὄτελούνγε λ]έδι--πόκος μαλλίου" πληθ. στελούνγατε. στειάνκ-γου (γ. Ροράαη-Ρι41) ὄτεμένκ (5) ρ.Ξ ἀποσύρω: ὄτεμδνγεμ., (τ) -- ἀποσύρομαι, ἀνοαμιερίζομιαι, (.-ε) ὄτεμάνγετε (Ῥιιᾶ1) ὅτ εμ.αν]τε (Ῥοσάατ) -- ἄριστερύς-ά: ἆορε ὅτε- μ.ανγξτε-- ἀριστερὰ χείο. Ε . "8 ια Ψανγοσ-ι η στενγε-α ᾿ δτένκ-γου ὧρσ. πληθ. ὄτένκ]τε (Αργυρ.) (Αργυρ.). πληθ. ὀτέγγατε ιε στενγ]ετε-ι-α Ξ- ι-ε βένγεε-,-α. --- ἴδ, βανγόδε-ἶα ͵ νά . ξ"] -. στέπε-α 9 9 Ὁ ὄτεπᾶ-νι (Ἓλθασ.) πληθ. δτεπάν]τε -- στοπάν.ι -- τυροχόµος, ὄτεπῖ-α πληθ. ὄτεπίτε [λοατ. ΠοΡΡΙΠΗΠΗ] -- οἶκος, οἰκία, ὁσπίτιον κοινῶς σπίτι στεπῖ-περδέτσκε-]α (Ελόασ.) -- κα τώγειον {-- ὄτεπῖ πε ο µῃΏε ἂξτ πα τσαρδάκ). ---- ὄτεπι-περδέσε-α (Τυραν.), ὄτεπι Ἱερεθί (Τουρ... ]έν-- τόπος). ---- στεπῖ-κρεθέτ -- ὄτεπ' με ἀυ-τρῖ ὅκαλα πε; µΏε δὲτ. --- στεπῖ ε "αλ]τε (ϱ Ἀ ὄτεπι ε νγρίτεμε (Υ) -- ὄτεπί µε τσαρδάκ. -- ὀνώγειον.--- ὄτεπϊ] ε συνάζεἵζε (Τουρ. καφάσ ζαοφ) ὄτεπὶ ε θύεμε στης 8 -- ] ιν” "µ δα. .. (γ. οκα ἴκ) -- ὄτεπι ε βιέδε 3 ε ὄκέλ]ε πο] ουσάρεδ (δηλ. ἄσυλον βεβιασμένον) α πρε] σ.εμἰκὸ. Ἱ, .. .. .. : ι . , -. ο, μα στεπιοαχ-ου (Σ) ἆρσ. ὄτεπιάχε-]α θηλ. πληθ. στεπιάχετε .. . Ε ρα. στεπιάγετε θηλ. Ξ Οἶχιο. ος, ο νοακης καὶ ὄτεπιάκ ΕΤ! μα] ών πληθ. ὄτεπιάκεσιτε, ὄτεπιάκεσε-]α πληθ. ὄτεπιάχεσετε, ὄτεπιάρι πληθ, ὅτ τεπιάρετε θηλ. ὄτεπιάρε-]α πληθ. ὄτεπιάρετε. μου στο πττο» τα Αλή ΗΕ; 44 ο---μμμρ-α --- 419 ---- .. ῥ Ἴ μ ἵὃ .. α οτεπίµ-ι (ἀνκγεαμμ.ατισμὸς) -- ἴὸ, ὄπετιμ.-ι. ὄτεπό] ο. Ξ- ἴδ. ὄπετό]. ὄτεπό], ὅτερπό] (Αεγυρ.) ἓ Ὦ Ὦ «στειεύω ἐπὶ ὑγοῶν). ὅτερ (Ἔλθασ.) ὅτερό] (Ένραν. καὶ τερπό], ὅτρόφ (Κα6.) μἒ] (Κροῦ]) .. αᾷ Ὁ Π . ο - .. . - Ὠ ια ωξ Ῥ υ ος ΕΦ: ὅτοόν] (Περμετ.) (κατὰ συγκοπην ὅτερόν]) ο. Ξ- στειρενω ---στερ- πο Ι |] δν) .. : πούνε ὄεντε (Τυραν.) Ξ ο ο δέντες- ποὺο νούκε κάνετ δαβελ]ε.--- .. μ α [ .. ἕλι ο ο . 4 βκς μας βνε ο ε, ὅτεοι λ]ούμι, στε:οἳ λ]οῦμι κ.τ.λ. --- στερι κροῖ στευποῖ κροῖ -- µ | . Ἡ υ |] Φωνη λείπει). ο αν κ. μα μμ ορ -- ᾿ οὖ « ϱ τοόφι χκρόῖ, μῖνι κρόϊξ- ὅτούϊ κρόϊ Ξ ἐστείρεφεν Ἡ ῥρ ὅτεργάτε-α-- οαυδαίκ Θ0ογἡ -- ὅτι µε έρε τε μάδε κα χ]ένε ὄτειιάτε κο) οτε ραγύσας νροχη τ- σι µε ερε τε | Ἴ ο σσ Γονῃ ἵμά ῥὁ ῥ ι. β -- [ ἡ σεν ρχαγδχία βροχή. - το ἀῑτε πάρα, το ἀῑτε μὈράπα, νκ Θιὲν Ζόνίκ (Ξ ἡ Παναγία). µε ὅτεργάτα' (ἐννοεῖτχι ὅτι περι τι 15. Δὐγούστου, ὃ ἐστὶ τῆς Παναγίας, πάντοτε συμβαίνουσι ραγδοῖσι βροχαί. ὕτεργόν{ (Πεομέτ.) ϱ. οὐδ.-- ὄτεονγόχεμ. µΏε τε ἀάλ]ετ ]άδτε (ἕνεμα δυσκοιλιότητος) ἴδ, ορεζµίμ.-ν. ὅτέρπε-α :} πληθ. ὄτέοπχτε (Υ. τ. Ῥορᾶαν) [ Ἑλλην. στέριφος] -- ο . .π [ τν Ἵ στεῖρα, ἀελ[ε, ὃτ, λ]όπε κε νούκε πιέλ. ἀντίθ. πελξ-]α.--- ἀελ]ε . μεν δ τέοπε, λ]όπε ὄτέρπε χ.τ.λ. (ἔτι καὶ ἐπὶ γυναικῶν) α]ὸ ο0ῦ κ η β . η ἡ Υ) πληθ. ἁταρηες ασ (ἐν γένει ἅπαντα τὰ ἔρπετά, Γι νι . ὡς ὄφις, σαύο « ιτ, καὶ οτεοπί-οι (τ). τν στερπῖ-νι μ. .. .. ω .. Ἱ ' ϕ δτέοτο-ι (Υ. τ) λος. ὄτεοτδόε-κ θηλ.Ξ παλ τον πχκληόγοπα, ὑπερ- Ὁ / . Ἅ Ν µ .. -. . γἼρος λίαν γηραλεος-α, (ἐπὶ κακῆς σημασίας) ὡς εἰπεῖν ὄτρικ-γου ἆρσ. ὄτρίγε-α θηλ). ὅτέρτσκε α (Πεομέτ.) πληθ. ὄτέρτοκατε-- ὅτερφύτο µε οὔ]ε. ὅτερπό] {Αργυρ.) Ἰδ, ὄτεπό] (Αργυρ.. ὅτερρενῖ-α (Ώορᾶαπ) - στείρωσις, Ἰταλ. βἴθτ]ί]α καὶ μεταφορικῶ ἀγονίοα, ἀκσοπια, πληθ. ἄχρηστος ὅτερρῖ-α (Υ. Μαλ]εσία) ὄνομα περιληπτικὸν ς- ἀρνία καὶ κατσίκια ἄνοι ατωµένα. δτέσε-α ο ο Υ) -- πρόσθεσις, αὔξῃσις, πληθυσμός. πληθ. ὄτέσατε, 9) ὅτεσα ε Βαγετίθετ -- ὁ πληθυσμὸς τῶν κτηνῶν, ὡς -- 415 --- προβάτων, αἰγῶν, βοῶν κ.τ.λ. ἄπ ἀέλ]ετε, κ δίτε, α λ]όπετε µε ὄτέσε, ἆο µε θένε ατὺὸ ὄκ]ειρκ α ατὰ κἐτδ α κτὰ βίτὸκ κ]ε τε πιέλενε πελῖτε τι µάρεε ι ζότι δένε. στίε, ο. ἐ ” Γι κ.α ὁ δα. νερ. ὅτῖ (συνῃρ.) Ἡ Ξρίπτω, κοιν. ρίχνω. --- ὅτιε ὅτ ... τε-- ἅτε- δν, τεύω, ὅτιε πούσκε ευ. πυροβολῶ, δτιξ χάλο τρ αε-- τὸν συχς ροσᾶ.-- δν νάερ μεντς βξ νὰερ µεντ. --- δτίε Φοίκε-- φοθερίζω, μπ τνέω φόδθον, - ὅτίε νᾷε δξτ--θάπτω.- -δτίου μ.ρ᾽ ατε, πο νούκ᾽ ε χοᾶίτι πλ]ούμβι -- ἐπυροβόλησεν ἐναντίον του δὲν τὸν ἐπέτυχε τὸ μολύδι. -- ὅτίε ὄυύρδα χτετ- χάμνω τὸν χωφόν. --- δτίε -- ἀποθάλλω (ἐπὶ ἐγκύου γυναικός). ----Ἴδτι ι ὅτιν ἐνγ]ουλιν ε µίρε (Υ) -- ὁ Κύριος τὸν ἐνέπνευσεν εἰς τὸ καλόν. ἀόρ. ὄτίθα-ε-ου, μτχ. ὄτίμ, (|) ὅτιρε (τ). δτιέλε-]α (Ἠλθκο.) -- κοιν, τὸ ἀνεμι. πληθ. ὅτιέλετε καὶ ' Υ]εροτόρε-]σ (Καθ) πληθ. ΥἹερατόρετε, ἐλ]εμίνε-]α (Ένραν.) πληθ. ἐλ]ε μίνετε, ανεμ]-οι (Σ) πληθ. κνεμῖτε.--- ὄτιελε-]κ (Ἓλδαςσ.) πληθ. ὅτιέλ ετε-- ᾿ / - κ. μα ι η ᾿ Μ µ Ἡ του μι τι του υΕοΟὮν τον γυρίζη το νεος σι ηματ τίζει 5να μοετι ο) την µεσην. ι) δτὶµ-ι (θοσάαπ ε-δτίμε-]κ-- ὑποκεχουμιμένος-ῃ. θαλιένος-' 1, ΐ , Ἑ-σοτίμε-.ςτ υπο ρυμμενον- η, Ρλμενος-η. ι] (τε) στίµετε -- τὸ ουπτει ὅ ᾱ ν. -. " - . ". Γή [ι τίρεμ (Υ. τ) ὅτίχεμ. (5) πκθ. τοῦ ὅτίιε,--- στιρεµ. σι ι µάροες- ὑποχρί- Ἶ - / / ” ὁ νομαι τὸν τρελλόν.--- ὄτίρετε, τοιτοπρόσωπον Ξ- ὀρέγομαι.---µε-τε-ι . 11 -- --- - τ] 1η -ο π. επ [ο] ὰζ μα ο «ούμοοτ. σ ος πληθ. ὄτίεσιτε (Τουον, ο πρ στίεσξ-α θηλ. (Περμετ.) (Τουρ. φαλάδόρε] -- αἱὸ κἱε δτίε δύο στίζε-α (1) [ι. ἛἝλλην. στίζωΞ κεντῶῷ] πληθ. δτίίατε (0. στί]έ-α πληθ. δτί]ατε- λόγχη. στί)]εζξ-α (Πεομετ.) ὑποχορ. [ίὸ. ὅτιε, στῖ .. στῖζε-α: πληθ. ὄτίζατε (}) Ξ- καλτσοθελόνη, [ὼς τὸ ἑλληνικὸν βέλος καὶ ἁπλοελλην. βελόνι]. δτίεσ-ιξ αῦ κ]ε ὅ στί]ζε-κέκ]-ι (Ἔνραν. ) -- συκοφάντης, χὺ Χ]ξ ὅτιε κε] μ.ξ φιάλ]ε περ τιξτεοινε.--- δτί]ζε-κέκ]ε-]κ θηλ. ὅτι} (Πεομετ.), ὅτιρ (Βεράτ.) -- ὅτύρ (Υ). δτιλεξόν]-όνεμ (Βειάτ.) --ἴδ. ὄτελίσ-εμ,. (Ἠλθασ.). ------ᾱ-ᾱοπε κατ ππα--ν. «πας ια ες .. « πα ------ααπε πεπι--μαν ήν --- δα - 414 --- οτ]έκεζάτ᾽ ε Ὀατίνεσε (Τυραν.) -- ὄπίλ]τσκτ᾽ ε Ὠάτιτ (5) -- ὄκ]επίν]τε κ]ε νγρέχενε Ὀετίμενε. ὄτ]έρρατε (Υ. τ. Ὀιςί) -- ἴδ, δχ]έουκτε. στ) (1) ϱ. ἔνερ. σπρώχνω, παρακιῶ, στο] (τ) ἀόάο. στύνκ-ε-ι () ὄτύρα-ε-ι (τ) µεχ. ὅτηυμ (Υ) δτύρε (τ) παθ. ὄτολε εµ, (Υ) τόχεμ, (1) Ξ σπρώχνομαι, παρακινοῦμιαι. --- κουὸ τε τύρι τε Ὀεν]τὸ κετε πούνε; τὶς σὲ παρεκίνησε νὰ κάμῃς τοῦτο; στύλε-α πληθ. ὄτύλκτε Ξ στῦλος, ᾿Ἓλλην. στῦλος]. ὄτυπα- δκρόν]ε-α-- παπογρωνία. πληθ. ὄτυπαδκοόν]ατε. ὄτυπα- δκρόν]εσ:ι -- τυπογράφος πληθ. ὄτυπα- ὄκρόν]έσιτε στυπ Ἱ δτύπι, -- κοπανίζω, τσχλαπατὼ, χαταπλακόνω. ὄτυπέ] (Άργυς.) τε δτύπεµ: παθ. -- [δ. Ἑλλην. τυπῶ, ἴδ. πεοτύπ]. ὄτύπεσ-ι -- τὸ γουδοχέρι πληθ. δτύπεσιτε. .. ͵ - η] οτυπέτα-ι - τὸ γουθι Χοιν. .. οτῦρ (1) Ξ δι «θ νω τὸν ποταμὸν, ὅτῖρ (Ῥεράς.), τῖ] (Περμέετ.) ὡς ὅτορ λ]ούμενε -- ὅτιρ λ]ούμενε, ὅτι λ] ούμενε -- διχδαίν ὂν πο- τωρ Α1Όυμενε τιο ]ούμιε ] ] Ἕ- Οιπκοσινώὠ το ; ταμόν. οτύρετε ο. ποπ ο ὄτιχετε |Πεοπέτ.). ---παθ. νούχε ὅτύ- ΕνεΞΞ νούκε δτίρετε λ]οῦμι νᾶε ἄἴμερε Ξ- νούκε δείχετν λ]οῦμι ο. αίμε οξΞ- δὲν εἶνχι δικβατὺς ὁ ποτ. μὸς τὸν χει- μῶνσ. κ τρ ᾱ δα .. η -. καν . : ο { .. Εν ῃ ) τόν]-ό] δτόνεμ ϱρ. κ - αὐγατίζω, προσθέτω. πάθ. ὅτόχεμ-όνεμ. ὅτόκ-γου: πληθ. ὅτόγ]ετε: κοιν. κουφοξυλιά, στούπε-α [ Ἠλλην. ὄτύππη ο. στύπ] -- τὸ χονδρὸν κλῶσμα Φλοιοῦ ᾗ ο "4 6 : ο ν .Ἔ μ, ο μα ” στελέχους Ἄϊνου Ὦ χανάθεως, τὰ σωντετριµµενα τοῦ δυλοειδοῦς µέ- βους αὐτῶν 2) τὸ εἰς τὰ σταµνία χκοὶ ταῖς ο τιθέμενον ϐ α " .. . στούπωµα πληθ. ὄτούπατε' καὶ δτουπῖ-ακ πληθ. ὄτουπίτε. στουπό]-όχεμ (Υ. Σ. Ἔνραν.) ρ.-- στουπόνω-ομιαιι. ὀτούφ-ι: πληθ. ὄτούφατες- εἶδος αλα ὅτούφ-ι ι. κράχιτ Ἀαὶ τοπούθι ι κράχντ (]άκοβα) --ἡ ὀμοπλάτη, ὄτράξε-α (0141) ἴδ. ρόν]ε-κ [Ἑλαυϊκὴ λέξις] πληθ. ὄτράζ«τε. τραζειάρ-ι (0141) ἴδ. ρόν]εσ-ι [1 )00λΥ. στρατ ταργιπεφύλαξ] τὸ θηλ. .. " στραζετάρε-]α -ἵν. οόν]εσε-]ς πληθ. ὄτραζετά,ετε ἆρο. ---- ρετε θηλ. --- 415 --- στράτ-ι πληθ, ὄτρέτετε -:στρᾶμα] καὶ ποιητικῶς λίνη-- κράθό-τος, κοινῶς κρεθθάτι, κλίνη: 9) κοίτη" 9) τὸ ἀνδρόγυνον: 4) ἡ μήτρα” ὄτράτι ιΏάρκουτ' ὃ) τὸ ἀκολοῦθι ὅπερ ἐξέρχεται μετὰ τὴν γέννησιν. ὔ ες .. β β β κ { --- ΛΑ σ ο ιἡ ρα - -ἳ -ὖ δω Π . ων Ἡ ” . . 4’ εἰ ν μ στράτ-ἔτ. ἐτ (1) πληθ. ὄτράσιμε ὄτριτνι ὄτράδινε. ---«κ]έπετε, που- ντε κ . λ]άκνατε, Ὀκρίδτατε κ.τ.λ. [έκι λαχανικῶν). --- ἀόρ. τέρα-ε-ι (ἐπ φαγ ητῶν). στρεμθενό} (Υ) ο. ὅ τρεμΏερόν] (5), ὄτρεμΏό] (Αργυρ.)Ξ-στραβόνω, ἄντιθ, Ερεἱτόν]-ό] ---πας. ὅτοεμΏενόχεμ, (Υ) ὄτρειβε)όνεμ (τ) δτρέμ- Ῥόνεμ, (Αργυρ.). .... .. 3 ν στρέµῦετε (1) ὄτρέμρειε (τ)-- ἐπιρ. Ξ στραβά: (--ε-τε) ὄτρέμβετε (Υ. υιάϊ) [Λατ. δί΄αΡρις, Ἕλλην. στραθὀς] {ι-ε-τε) ὄτρεμΏερε (τ): ἄντιθ, [ι-ε-τε) ἀρε[τε. τθγό)- όν) [λατ. β]πσο-θτο Ἓλλην, στ βόγγω] ϱ. ένεργ.Ξθλίέω, σφίγγω, πιέζω, στενοχωρῶ, 2) ἄνκγκσζω, βιάζω [1ὸ, ὄτειν]τ, στρεντ ἂνε τι, λ]ιρό]-χεμ. στρενγέσε-α͵, στοξνγίμ.-ι, στρενγάτε α πληθ. στρενγέσατε, στρενγίμετε, στοενγάτατε-- πίεσις ιγµός, στενογωρσία: ϱ) ἀνάνγκη, βίκ' Ὦ) αἱ "κκ ( . μας 34 σῷ νο . χ ὰ . Γή - ΜΤ1 μις Ὁ) αλ) στηρότης' κάμ ὄτρενγίμ - στενοχωροῦμιαι, ο] ; άμι ώ, 1 ῶ κα, πμ η : να μα μ- μα λέι, Ξ Ε (ι-ε--ε) ὄτρενγούετε () ὄτιενγοῦτε (γ. συνηρ.) ὄτρενγούαρε (τ) Ξ-αφι- ἁτός-ή-όν, συνεσφιγµένος-νη-ον, στενόχωρος 3) ἂνγκκσμέγος, βεβικ- σµένος᾽ Ὁ) αὐστηρής' ἀντ'θ. ι-ε) λ]τρε (1-ε) ὄτρενγούεδιμ (Ἠ) κκὶ (ι-ε) δτρενγοῦδιμ (Υ. συνῃρ. ) Ξσφικτός-ή-όν. φειδωλός-ή-όν. στρενγούετς () ὄτρενγοῦτε (συνῃρ.) ὄτρενγούαρε (τ) ἐπιρ. σφιχτά, στε- νόχωρα, 2) οὐστηρῶς, ) ἀναγκκστικῶς' ἀντιθ. λ]εοε. στρεγγούεσ-ι Υ) Ξαὐ κ]έ στρενγόν πληθ. ὄτρενγούσιτε, στρενγεσετάρ-ι στρενγεσεταρε-]κ, ὅ τρενγιµτάο-ι-ε-]α πληθ. στρενγεδετάρετε ἆνα, | .. κ. κ 11 / τ .. .ω . ὀτρενγεσετάρετε, ὄτρενγιμτάρετε ἆρο. στρενγιμιτάρετε θηλ. στρέν]τ (Υ) ὄτρέ]τ (τ), ὄτρίν]τ (Ἔυρον. Κάθ. Ριιά1), δτρῖτ (ζα6.) έπιρ.-- ἀκριθῶς, ἀκριθά. ---- ἀντιθβ. λ]ιρς. (.-ε-τε) ὄτρέν]τε (Υ)» δτρέ]τε (τ), ὄτρίντε (Τυρ. Καθ. Ὀιαἳ -- ἐπιθ, -- ἄχρι- θἠς-ές, στρεν]/τόν]-όν] Ύ. Ἓλόας. ---Καθ.) ο. ἐνεργ.Ξ-δτοε]τ ο) (τ. ΠΗερμέτ.) στρεντσό] (Αργυς.) στριντό] (Ἠυραν.) -- ἀκριθκίνω τι ἀντιθ, λ]ιρό]. -- ου .- -- - τε ᾱ- τ-ᾱ- ------------παπαςκκωω. κ... - -- ππ-- τη πουν ν . Φ. ο ο ανα" , ο .9 Ν 8) αλ .» ” ο... - - Ἡ ο ο ε.α ο ν9. ν ν μαι ο - εαν -- τ--- ποδος ο νο η -.. γι - -- - 3 σα ἳ - - . .. , ἳ υπ σ 5 οκ -υ--ἷ-ι ποπ πως οπώτρας Ὁ----ω--τ-- -- - ο ---Ὅ----ἷᾱ-, .-- --- 416 --- ὄτρεν]τόχεμ-όνεμ παθ. ὀντιθ. λ]ιρόνεμ-όχεμ.. --- ὄτοεντσόνεμ, (Αργυο.), δτοιντόχεμ. (Τνρ.). δτρέπ-δι άρον ) πληθ. ὄτρερατεξ κρύμΏατε κ]ξ ζξ ἄικθι. δτρέτε ἵδ. ὄκρέτε -- ἔρημος. στρί]εμ (Έυραν νι [δ. ὃ ὅτουκ]εμ.. η στοῖ) (Υ. τ.) ϱ. ἐν Γιά ῥ πν , ό .. -- 1 .. ην ῄ ἳ ἐξαπλόνω τὰ πόδιχ, τὰ χέρια. ---ᾱόρ. ὄτρίνα-ε-ι (Υ) ὄτρίτα-ε-ι (1) υπ η .. -3 - β αγ, ἁπλόνω, αλ. ὅτοι χευΏετε, ἀούὐκοτες παθ. ὅτοῖχεμ. (Υ) ὄτριχεμ (τ). οι ὅτρι)ἂ-νι (5)) ἴὸ, τιν «ου πληθ. ὄτρίνγαν]τε,---- ὄτρίκ-γου ἄρα. πληθ, 1 ὄτοχ]τες ὑπε ἐϱΥ ηρ ρως, Γ] υ [, µ |μ ω ὄτρίγε-α θηλ. [Βλλ. στρίγξ-γος] εἶδος κόρακοςΞξνυκτοχόρας ὑποτιθε- 3 .{ . " μ / ὴ ειε ν ὅ ῥ δι Ξ ἡ ον µενος ὀλεθριος εἰς τα βρέφη, 2) οἱ ὑπεργηράσκοντες οἵτινες κατα την ν ν α ο ᾿ µ δημώδη ἰδεσν μεταμοοφοῦνται εἰς σ τριγλαν. κοινῶς στ οἴγλος, στριγλα. .. Γ . . Ε . ω ὰ µ ὅτρο-έρε-α (ἨΜυζεκ]ε]α) -- τόπος μ.ὴ ἐκτεθειμενως εἰς τὸν ἀέρα. (ἀδιά- Φοσον ὃν εἶνε Ἅλιος Ἡ σκιά]. ὅτρόν]-ό] [Ἀστ. 5ί6ΓΠΟ - Ἕλλην, στορέΊνυµι, στρώννυµι παθ. ὅτρό- νεµ,-όχεμ. -- στρώὠνω. 3) ὑποτάσσω. --- ὄτρο] ὄδξνε -- ὑποτάσσω τὴν γἍν. --- δτρό] τρουθέζενε -- στρ ώνω τὸ τοαπέζι, χντι. ρρισ ϕ ρου τ (τ) τρουθέεζενε Ξ- τηκόνω το τραπεζι. ὄτροόκουλε-α (5) πληθ. ὄτροόκουλατε, ὄτοόφκε-α τς τῶν θηρ.ων. πληθ. ἄηόφκατε, ὄτρόφκουλε-α (Βεράτ.)]--ε κά πα Ὀΐδενε νας ὀὄτρόφκετ. ---- ὄτροφάκ-ου (Αργυρ.). ---- ἀῑτεν ε δεν-ασιλ]ντ κετσέν ἀίτα σά ἀρξοι νγα ὄτροφάκου.---- πληθ. ὄτρόχουλκτε, ὅτρο- φαχετε. ὄτροφ-εμ (Κκθ.) ἵδ. ὅτξρ-εμ.. ὄτροῦκεμ (Πεομετ.) Ξ ἐν νωρ ζαρόνω .. Ἱ ὁ να τρούνγε-α (Υ. τ.) - τεχ. βένε ὄδεντε περτε µΏιελ]ε πληθ. ὄτρουν- γατε. ὄτρυδ. ϱ. -- στραγγίζω --- ἀντιθ. νάρύθ. ὄτρύδεμ παθ. ἀντιθ. νἀρύδεµ.. ὄτρύκ]εμ (Υ) ὄτρυνγ]εμ. (Πο αν.), ὄτούδεμ. (Περμετ.) δτοίγ]εμ. (Τ»- ον.) ὅτοῖχεμ. μι... τανιοῦμικι, ξηροτανιῦμικι, ἄντιθ. νάρυκ]εμ.. ὄυτ: ἐπίρ. Ξ- ἀκρωτηριασμένως. -- 411 --- δύτ-ι, ἄρσ. δύτε-α θηλ. πδν ἀκρωτηριχσμένον ποδγµ.κ χοιν, ὁ δοῦτος ἡ δοῦτα. --- ἀέλ]ε δύτε-- ἀέλ]ε πα Ὀίν]. ----δι δύτε -- δι πᾶ Ὡρϊν].---- ἀσό. δύτ-- ἀκὃ πα Ὀρὶν]. ---- ὄτᾶμΏε δύτε Ξ ὄτᾶμΏε κ]ν ι ουκᾶ θύεμ χ]άφα α βῥέγ]α. δυτόν] -ό]- όνεμ-όχεμ -- Δερωτηριάζο»ζομαι. σφρῦ) (Υ. τ.)ΞΞνᾶσίερ φρύμενε -- ξεφουσκόνω τι.---- σφοῦ] τορλ[ωοσνε.. ξεφουσκόνω τὸν ἀσκόν. --- ὄφρῦ] ζούνάετε -- νᾷσίερ κ]ύρρατε πρέ] Ἰοὐνᾷεδ. --- ἀντίθ. φρῦ] (Υ) φρῦ] (τ) -- φουσκόνω. παθ. ὄφρῦχεμ. (Υ) σφρῦχεµ. (τ) -- ξεφουσκόνω, ξεθυµόνω, ἀντίιθ. φρῦχεμ, (Υ) φοῦχεμ (2). 1. τά (. τ) ἀρσ. πληθ. τοῦ τε (τ) καὶ τὲ (Υ) καὶ τᾶ (ρορά απ) -- αὐ- τοί, ος τὰ Ξ εἰς αὐτούς, µΏι τὰ -- ἐπ᾽ αὐτούς. κετᾶ (ϱοράαη), ατὰ (ροράαπ). ἴδ. τέ (τ) τὲ (). ταγάρ-ι καὶ σι (5) πληθ. ταγάρετε, τανγάρετ ες μαγκάλι. ταῖρε-α (Υ)Ξ χ]ε]α ε Ὠούκεσε κ]ι ῥἒνε Ὠούκετε νᾷε φούρρε, καὶ τονούρ-ι (Υ) ἱὀρθότερον τανουρ-όρι] πληθ. τανόρετε. τακό] (7) ρ. µεταδ. [Ἴταλ. ἰίοσαγε]-ἴδ. χάα, πίκ]εμ. τακσέσ-ζι (ΆΑργυρ.) πληθ. τακσέζετε.---με βιὲν τακσέσ -- µε βιὲν τε εὔτερε (Ἐλέασ)). τα] (Υ. τ) -- δικσκεδάζω τινά, ---- τᾶλεμ.-- δικσκεδάζω, χορατεύω. --- τάλεµ, µε φόδν]ενε. ταλαγάν-ι (τ)-- ἡ κάπα καὶ ταλαγάνε-]οα πληθ. ταλαγάνετα. ταλάσ-ζι [ Ἕλλην. ὁ σάλος, λος: ΒΕΙΙΠΙ] -- τὸ σάλευμακ τῆς θκλάσ- σης, (ἐχ. τοῦ θαάλκσσα).---- Ὀᾶν ταλὰς -- κάμνει θόλασσχν. τάλε-α ({άκοθο-Πριζρένι) --καλάμι ι µίσεριτ -- ρρούµ-ι. τάλ]ετε (Ἓλθας.) πληθ. Ξ ᾽Αλϕκθητάριον (βιβλίον). τάλ]ερ-ι:. πληθ. τάλ]ερετε--ἴδ. τινάο-ι. ταλ]ούρε-]α -- κοιν. πιάτον. πληθ. ταλ]ούρετε, καὶ ταουλ]άρε-]α (1) πληθ. ταουλ]άρετε. τᾶμε-α (Έυραν.) -- πηγη (ὅπου βρύει τὸ ὕδωρ) ἴδ. γούρρε-α, Κάιν. ἢἡ ΛΕΒΙΚΟΝ ΑΛΒΑΝΟΕΛΛΗΝΙΚΟΝ 2 -- 418 --- µάνα τοῦ νεροῦ. πληθ. τᾶμετε. --- μΏε τᾶμετ᾽ τ οὐ]ιτ -- εἰς την µάνα τοῦ νεροῦ. τανγαρ-ι (Σ) --ἴδ. ταγδρ-ι πληθ. τανγάρετε. τᾶνγε-α (Υ), ἐν τῇ φράσει: ε κάμ τᾶνγε-- χοιν, τὸ ἔχω ἄχτι. --- μέ- µμΏέτι τᾶνγε (ἐπὶ ἀποτυχίας, παράπονον). ι µΏέτι τᾶνγε -- ιν μΏέτι πίκ, τ’ ἄνα (Υ) ἂρσ ἀντων. Ξ σοῦ. τέντ (τ) ἆρσ., τᾶνᾶς (Υ) θηλ. τένᾶε (τ) - σοῦ τ’ ἅτ (γ. τ) τάτε (Ἐλθας.) Ξ τᾶνᾶε --σός. τᾶνᾶι (Υ) ἀρσ. Ξ ὁ σός, ὁ ἰδικός σου.---- τένᾶι (τ) τάναε]« (Υ) θηλ. τέν- ἀε]α (τ)Ξ ἡ σή, Ἡ ἰδική σου. τ᾽ ἄτνε, τ᾽ άτινε: αἰτ.Ξ τὸν πατέρα του. ---ι ἅτις ὁ πατήρ ου. (Ἔλθασ. τε Ἰάτινε, ἐσφαλμένως). τ' άνε (Υ) τ᾽ ένε (τ) ἄντων. ἵδ. έμι () {μι (τ). (ι-ε) τᾶνε-ι-α (Υ) τε τᾶνετε (Υ)-- ὀλόκληρος, καὶ ι-ε-τέ τέρε-ι-α-τε (2). τανί (Άργυρ.) «ἴδ. ταζί. τανούρ-ι (ὀρθότερον τανοῦρ-όρι) πληθ. τανόρετε. (ὃ, ταῖρέ-α. ταουλ]άρε-]α (Υ) ἴδ. ταλ]οῦρε-]α, πληθ. ταουλ]άρετε. ταράτσε-α (τ) []ταλ. (αταΣπα] πληθ. ταράτσατε. τάρε-α 99 ἵἴδ, νᾶάρα., τάρε-Ία:. ἴδ. ἀάρε-]α, πληθ τάρετε. [ταρθόρεσ-ι] -- παραθλώψ, ἀλλοίθωρος. ταρκάτδε-]α (Ἠλόασ.)- ταρκάτδε λ]εκούρε κ]ε βένε Ὠούκε Ὀρέντα Ῥα- ρίτε, πληθ. ταρκάτδετε. ---- καὶ ταρχαθδίκε-]α (Περμέτ) (μὲ κατάᾶ- ληξιν Τουρκ. ἀδίκ.) πληθ. ταρχαᾷδικετε. ταρταρόσ (Υ) ϱ.ΞΞἴδ. θαρτό]. ταρτίσ: (τ) ϱ.--- µτχ. ταρτίσουοε ἴδ. τάρε-α. τᾶρρ-τάρρ-ταρρ (Περμέτ.) ἴδ. τζάρο (Βεράτ.). τάσ-ι [Ἴταλ. ἱ8πσᾳ8]Ξ ἕνε περ τε πίρε ού]ε. τά (5) [συγκρ. Ἓλλην. τάχ-ος, ταχύ, θᾶσσ-ον] ἐπιρ. Ξ νῦν, Ἴδη.--- ταδί (Κόρτδα) -- κοιν τόρα, ταδτί (Έυραν. -Κροῦ]α- Πεομέτ.) ἴδ, ν]ιμέναι (τ), νάαδτὶ (Ἐλθ. -Βεο.) :δ. ν]ιμξ (ἼἨλθ. -Τυρ.- Κροῦ]α). ταζί (Υ. Μαλ]εσία), τανὶ (Αργυρ.) (ἀντὶ ταζὶι κατὰ τροπΏν τοῦ χ εἰς ν ὡς {δρα καὶ ρὔρα (τ) (Ξ εἰσῆλθον) ἀντὶ χύνα (Υ), καὶ νανι (Ὕδρα- Ὑπέτσαι) [ Ἑλλην. νῦν, Σλαθ. νε]. -- 419 --- τάδκε-α (Περμέτ.) -- χάλκινον πιάτον. πληθ. τάδκατε. τ) άτ ἴδ. τ ὃν () τ) ἑντ (τ) ἄντωνυμ.. θηλ. τ᾽ ότε-- ἴδ, τᾶνᾶε (Υ) τένᾶε (τ). τ’ άτ οὐδ.-- ἴδ. τ) ὃτ οὐδ. τάτε-α [λατ. ἰ8ία] τέτε-α (Κροῦ]α) -- ὁ πατὴρ (κατὰ τὴν γλῶσσαν τῶν παιδίων). δν ἔ ἃ-. β ι . / .ο. τετποστᾶ επ... προς τὸ πας, ἵ- τατπιέτε, τατεπιέτε (Βεράτ.) ἀντιθ. πεοπιέτε ταπιέτε-α-- κατήφορος. ΑΦ : α / ι 3 (ι) τατεπιέτεµ-ι (Βεράτ.) ἐπιθ. -- κατήφορος πληθ. τε τατεπιέτεμιτε΄ ἆρσο. ή. . ϕ . μα ε τατεπιετεµε-]α (Βερατ.) θηλ. πληθ. τε τατεπιέτεµετα. ο αξ- : ᾗ ! Ἆ ο. , ο. 5, / ) / τε µόριον τελικόν, τιθέµενον πρὸ τῆς Ὑποτακτικῆς--ἵνκ νά, διὰ νά, τε πουνό] τε πουνό]ὸ, τε πουνό]ες-νὰ ἐργασθῶ-Πς-Π' ἔτι πρὺ τῆς µτχ. ἐκ. α / ία. Ἡ ὃ ὴ 94 τα Αν 3 α / ς - ὡς:περ τε Ρερε (τ)ππε µε Ὀᾶμ, (Υ)--διὰ τὸ ποιεῖν, διὰ νὰ κάμω-ης-ῃ, διὰ νὰ κάμωμεν- ητε-ωσιν. τε ἄντων. --σοῦ. σε. ----τε χερκό] τε κερκόν Ξ σε ζητῶ, σε ἵητεῖ. ---τε κερχοῖμαε, τε κερκό]ενε--σε ζητοῦμεν, σε ζητοῦσιν. --- ἄντων. γεν. τξ (5) καὶ ατέ ἐπὶ μκχράν δείξεως, καὶ κετέ (τ) ἐπὶ πλησίον. --- τὲ (1) α. Ἡ ' - - ' ατξ (Υ) ἐπὶ μακρὰν δείξεως τᾶ (Ῥοράαη) ατά (ἐπὶ μακρὰν) χετὰ (υοσάαπ) ἐπὶ πλησίον’ Ξ τοῦτον, ταύτην, τούτους, ταύτας' πληθ. τά καὶ ατά (ἀρσ.) ἐπὶ μκκρὰν κειμένων, χετὸ ἐπὶ πλησίον: ἁπλῶς µε τά--εἰς αὐτοὺς τὸ θηλ. ατὀ, κετό : μΏε τό εἰς αὐτοὺς, τε, ἄρθρον ἐπιθετικόν Ἡ προτσαχτικὺν (15. Γ Γραμμ.ατικ ἣν Χριστοφορίδου σελ. 24). τε (τ. Σ.) πρόθεσις συντασσοµένη μετὰ τὸ ὀνομ. τ), του (Σ) ή ο Ὅω . « ῶ, 1ο χε (Υ. Ἓλθασ. Τυραν. Κροῦ]α, Ὀιά!): γ]ερ τέ ἀέοκ-- ἕως τὴν θύ- ρων' γ]ερ τε ΙΓΓΠέργ]ι-- ὑπάγω ἕως τὸν ΙΓ εώργιον, µέχρι τοῦ Τεωρ- ίου᾽ βετε τε ιµ-άτε--ὑπάγω πρὸς τὸν πατέρα µου" τε ὄτεπῖα -- εἰς την οἰχίκχν. --τε οὖνε-- πρὸς ἐμε' τε τί πρὸς σε΄τε αὔ Ἐπρὺς αὐτόν᾽ τε νὰ Ἡ τε νέθε--ποὺς ἡμᾶς, τε Ἰού πρὸς ὑμᾶς, τε ατά- πρὺς οὐ- τούς" τε νἹέρεζιτε-- ποὺς τοὺς ἀνθρώπους. τεβλ]ίε-γου : πληθ. τεθλ]ίγ]ετε (Αργυ;.) ἵδ, κουλ]: ' σν1εὺ ” κ 3 υ Υ]ε οτε, ή ” τεζοῦρ-όρις- θησαυοὺς πληθ. τεζόρετε ἴδ, θεσάρ-ι. -τ κε, « . ωῖὃ αυ ας -- -. -- --- Σε] ἵ- -- οκ... ο. μμ. συ. ὧυΜ -.--.. --- 420 --- τ], περτέ] [ Ἑλλην. τῆλε] ἐπιρ.Ξ- πέραν, μακρὰν (μετὰ γεν.) καπετόθα εξ] ε περτξ µαλ]ιτ, λ]οῦμιτ, γάρδιτ κ.τ.λ. διέθην πέραν τοῦ βουνοῦ, τοῦ ποτχμοῦ τοῦ φράκτου. --- τε] µέ]ε--μακρὰν ἀπὸ µε, τξ] ατὶ--μακρὰν ἀπ᾿ αὐτὸν τξ]ε περτέ] -- πέρα καὶ πέρα.--μᾶ τί (Υ) μες τε] (τ)- πάρα πέρα" βάτε πάχεζε μὲ τξ]-- ἐπῆγεν ὀλίγον 'παρ᾽ ἐκεῖ. ---τἒ] μΏ᾽ ατ’ ἄνεξ πέρα εἰς τὸ ἄλλο µέρος. ἀναξ] (Υ) κενάε] (Υ). (ἱ) τέ]µ-ι ἐπι). ε τξ]με-]α-- ὁ πέραν ἡ πέραν’ πληθ. τε τέΊμιτε ρα, τε τέ]μετε θηλ, ἴδ, ατξ], κετξ], τε (τ. Σ) µόριον (τιθεµενον πρὸ τῶν ϱἩμ.) -- ὅπου κοινῶς νά’ τε ἐδτε-- νά ὅπου εἶναι,---νᾶεχ (τ), τουκ (Σ), κοῦ (Υ) κε (Υ): να τεκ έρδι ἐνγ]ελι ι Ζδτιτ -- ἰδοὺ ἦλθεν ἄγγελος Κυρίου. ----να τεκ ἀρθτὸ -- ἰΔοὺ ὕπου Ἴλθον. ----τέχ τε βέτὸ τι ἀότε βέτε εδέ ούνε (τ)-- ὅπου ὑπά- εις σύ θὰ ὑπάγω καὶ ἐγώ.---καὶ ατιέ κου τε βετὸ τί, ἀότε βέτε εδέ ούνε (Υ)--εκεῖ ὅπου ὑπάγεις σὺ θὰ ὑπάγω κἀγώ. ---τέκ σ᾿ κά πούλ]ᾳ µος Ώεν χιδ' παροιµ.. ----τέκ ἀέλΙ τομ’ ετεκ λ]εν κ]έν. τέ]ε-α (Σ) ἴδ. τέν]ε-α (γ), κοπίτσε-α (τ) πληθ. τξ]ατε. τέκετε (Υ. τ. Ἐλθασ.) τριτοπρόσωπον οἵμα ἴδ. ὄχρέπετε (Βεράτ.) µε- τε-ι τεχετες- μοῦ-σοῦ-τοῦ βουλήθηκε κοινῶς µουτέγ, περ ατέ Υ]έλεΞ μοῦ βουλήθηκε δι αὐτὸ τὸ φαγητόν' κβτού μ’ ουτέχ τα Ῥέν] --ἔτσι μοῦ βουλήθηκε νὰ τὸ κάμω. τεµέλ]-ι (Σ. Ῥορά αι) ἴδ. θεµέλ]-ι (1), θεμελ]τ-α (3). τεµόν-ι, τιμοῦ-νι (5) πληθ. τιμούν]τες- πηθδάλιον. τέµπουλε ει ναὺς πληθ. τεµπουλατε [Λατ. (οπιρ]απα]. τεµτόν] (01141) ἵδ. τενᾷό] (Σ. Ὀοσά4 απ) ϱ. ἐνεργ. ---τεμτόχεμ. (Ρα Ἡ ἴδ, τενᾷόχεμ, παθ. (Σ. Ῥορ4απ). τεμτίµ-ι (ΌαΚ1)-- ἴδ. τεναίμ-ι πληθ. τεμτίµετε. τένα [λατ. ἰοπάο, Ἕλλην. τεν-]ο τείνω -- ἐντείνω, ἐκτείνω" πκ«θ. τὲν- ἄεμ.-- έντείνομαι, ἐκτείνομαι, καὶ τενξ-α πληθ. τένάατεξ-σκηνὴ Ιδ. δατόρρ-ι (Ῥοσάαπ). τεν(ζελ/ίνε-α, τρεν(ελ]ένε-α (Αογυρ.) -- εἶδος ἀγρίου εὐόσμου χόρτου μὲ τρία φύλλα κίτρινα, συνήθως αἱ γυναῖκες τὸ συνάζουσι καὶ τὸ θὲ- τουσιν εἰς τὰ κιθώτια.----πληθ. τενἀελ]ίνατε τρενάελ]ίνατε. τένᾶι (τ) ἴδ. τᾶνᾶι (Υ).--- τενάε]α (τ) ἴδ. τανᾶε]α (Υ). --- 451 --- τεναό] (5. Ῥοράαπ) 0. ἐνεργ.-- πειράζω (ἐχκλησιαστικὴ λέξις) με τεν- ἀόν ἀρέχ]ι-- με πειράζει, ὁ διάβολος: (ὁ πειράζων τοὺς ἀνθοώπους)" τενάόχεμ. παθ.-- πειράζοµαι. τεναίμ-ι-- πειρασμὸς πληθ. τεναίμετε. τ’ ένε (τ) ἴδ, τᾶνε () ἄντων. τ) έντ (τ) ἴδ. τᾶνᾶ () ἄντων. ἄρσ, τενᾶε (τ) ἰδ, τᾶναε (1) θηλ. τεγ/άσ (τ) ϱ. --- κε]ό κ]άρτε µε τεν]άσ (τ) παθ. τεν]άσεμ µτχ. τεν- Ἰάσουρε. τέν]ε-α (Υ), τέ]ε-α (Σ) πληθ. τέν]ατεα, τέ]ατε-- κρύμΏι κε Ρρὲν α Υρῖν πέτκατε, Ἡ κουτσουπίδα. ἴδ. κοπίτσε-α. τέπε-α (πληθ.) ἄχρηστος) -- εἶδος δημ.ητριακοῦ σπόρου. τέπερε [Ἠλλην. περιττὸν, Ἰταλ. ἵπΟΡΟ (ἄναγραμματισμὸς)] ἐπίρ. --περιττόν᾽ μᾶ τέπεοε (Υ) καὶ µε τέπερε (τ) Ξ- περισσότερον. ἀντιθ. μῖτε (Ἓλθας,) μᾶνγοτε (Σ). (ε-ε-τέ) τέπερε-ι-α ἐπιθ. Ξ- περιττὺς-ἡ-ὸν ἀντιθ. ι-ε- τεμἔτε (Ἠλθασ.) ι-ε-τξ μᾶνγουτε (Σ). ιά τεπερίσε-α (Ῥοράαη-γ.) πληθ. τεπερίτσατε -- περίσσευµα , ὑπόλοιπον, κατάλοιπον, τεπερό»] Ἡ τεπερό], τεπρόν-ό] ϱρ. ἆμεταθ. --περισσεύω. τεπόρε-]αΞ- ν]ε ἄρε κε κἄ κ]ενε ψΏιελε τέπε. τεπόστε-(Σ) τετπόδτε, τερπόὅτε (Τυρ. --Ιοοῦ]α- Καθ), τερπόδ (Τν- ραν.), τατεπιέτε (Βεράτ), π]ετεπόδτε (0οράαπ) - ἐπιρ.Ξ- πρὸς τὰ κάτω, κάτωθεν. | τεο: ϱ. ἐνερ. ἡλιάζω. ----τερ ρρόΏατε νε ἀίελ, νὰε Πάρο. τέρεµ. παθ. Ξ ἡλιαάζομαι. --- ναέν] ορόΏατε νὰε ἱελ τε τέρενε-- ἁπλόνω τὰ ροῦχα εἰς τὸν ἥλιον νὰ στεγνώσουν. τέρ-ι (ζα6.)-- ταῦρος. --- μουζάτ τὲρ-- μουζάτ ι παζοέδουρε µουζέτεν τᾶρς-μουζέτε τε παᾶρέδουρε. τεοβίτ (τ), τερθίτι (τ), παρθιέτ (Γ) -- προπέρυσι. τερθόν]-ό] ο. ἐνερ.Ξ λυσσάζω τινά, τερΏόνεμ.- λυσσῶ (ἐγὼ) (-ε-τε) τερθούαρε (τ) ι-ε-τε τερΏούετε (/) καὶ τερθοῦτε (Υ. συνηρ.) ἐπιθ. -- λυσσασμένος-η-ον, λυσσαλέος, τεοὐούαρε (τ) τερρούετε (Υ), τερΏούτε (συνηρ.) -- ἐπ απ ϱ. λυσσωθῶς, τερθίµ-ι; ἆφηῃρ. ἡ λύσσα, πληθ. τερΏίµετε. Μπ νου νμμμμφηαι . ἑ- --- . Φ | | τα -ᾱ--- ας ----- -- ω..-- π--- στι --- - κ τ σι ια αριαιν - πι ο πο πα. ---- ᾱ- . α ---. στ. τα υ ---- νπωρωςο- ετετ----φ ενα 5 -ις μερα μα, | | μ.. μμ. .. | | πας ᾱ ΕΕ 3 μες (ι-ε-τε) τερε (τ) ἴδ. ι-ε-τε-τᾶνε (Υ) ἐπίθ. τερεζι-α (ἀοράαη-γ. τ.) πληθ. τερεζῖτες- ἡ ζυγαριὰ κοιν. τερθόρε-Ία (Μιεάίτα, Πούκα, ζακόθα)Ξι θόνε ατί βενάντ κ]ε ἄδτε ϱ0εθ ε ρρότουλε πε)κ]άρκξ περιοχή. 3) Ἐπαρχία. πληθ. τερθόοετε. τερθόρι: (Περμέτ,) ἐπίρ. - ὁριζοντίως, εὐθύ. --- εὔτε τεοθόρι (Περμετ). Ξ εὔτε ἀρέ]τε. (ι) τερθόρδιµ ι-ε τερθόρδιµε-]α (Πεομέτ.) ἐπίθ. -- εὐθὺς-εἴα. οὐδ) ε τερ- θάρσιµε -- εὐθεῖα ὁδός, --- θάλε ε τεοθόρδιµε -- χορὸς ἴσ]ος, τερθούερ-όρι καὶ (συνηρ.) τερθοῦρ. (Μιρεάίτα, Πούχα, «Γσκόθα) ἐπίρ. Ξ ἀρε]τε περκ]όοκ. τερκούζε-α (Υ. τ.) πληθ. --- ατε-- τριχ]ὰ (κυρίως ἀπὸ μαλλὶ καὶ λ]ι- τὰρ ἀπὸ λινόν). τεοκ]έθεμ (ζα6 )--ἴδ, ρρεκ]έθεμ., τερμᾶ (Τυρ.) ἴδ. τερ,νιέτε, τερμάλ] (Κροῦ]α) τευμαάλ]ε] (Τν5.) τερµέτ-ι [Λατ ἴθγγαςθ-πιοίις] - σεισμὺς γῆς τερµέχ-ου (Σ-Κροῦ]α), τευμένκ-γου (Καθ.), ρᾶ τερµέτ-- ἔγεινε σεισμός. τερνάίσ-ίτ-ίτ. (Βεράτ.) ϱ. Ξ- σείω, κουνῶ ἴὸ, τούντ. τερνάίτεµ: παθ. ουτερνᾶ!τ ὄξου -- ουτούντ ὄξου -- ἐσείσθη ἡ γἼ. ί9, τοῦναεμ, τεοπιέτε: ἵδ. περπιέτε ἐπίρ. τερπλ]ότε-]α (5. Κροῦ]α-Ώίδρα) πληθ. τερπλ]ότετες- πτυάριον (κυρίως ξύλινον, Τουρχιστὶ κ]υρέν) ἴδ, λ]οπάτε-α. τεοδάνε-α (Υ) [τερ-δάνε-α], τερδέρε-α (τ) Ξ- βρίζα (εἶδος κοιθῆς). τεοδανόρε-ἷα (Υ) ν]ε ρε κε κ κ]ένε µΏιέλε τερδερε' πληθ. τερδα- νόρετε. τερφύτσ-ι (Καθ.) ἴδ. ὄτερφύτο-ι: πληθ. τερφύτσατε. τερχέκ, τερχιέκ (Τυραν.) ἀόρ. τευζόκ]α, µτχ. τερχέκε, παθ τερχίκ]εμ. (Τυραν.) ἴδ. τχζέ - τζίκ]εμ.. τεοχοῦ (Τυραν.) ἴδ. τετζοῦ (Ἠλθασ. Ἔυραν. Ἐροῦ]α). τέρρ [λΛατ. ἰατᾶο, ατθ], τερρό] (Σ), τερρετίσ (Σ) ο. ἐνεργ. ἵδ. έρο σχοτίζω, αμκυρόω’ παθ. τέροεµ. ἴδ. έρρερ τερρόχεµ. (Σ) τερρετίσεµ. (Σ) -- σκοτεινιάζω, ἁἀμαυροῦμαι ζοφοῦμαι. τερρεσίνε-α (Υ) πληθ. τερρεσίνατε' δ, ερρεσίνε-α (γ)Ξ σκότος, ζόφος, ἀμοαύρωσις, -- 425 ---- τέρρετε (Υ) ἐπίρ. ἴδ. έρρετε ἐπίρ. -- σκοτεινά. (ι-ε-τε) τέρρετε (Υ) ἵδ. ι-ε-τε έρρετε ἐπίθ. Ξ σκοτεινὸς-ᾖ-όν, ζοφώδης, ἀμαυρός. τεστί]ο (Ῥοράαη - Ἐλόασ.). -- ἄπ τεστί]ρ -- δίδω ἄδειαν. τέδε-α (Σ) πληθ. τέδατε' ἴδ. πλ]άτόχε-α (τ), ρράκ]ε-]α (Υ). τέδεµ (Σ), τεδτῖ] (Τυραν.), εδετῖ] (Περμέτ.) -- πτερνίζοµαι. τεζτίνε-α (Τυραν.) πληθ τεδτίνατε -- πτέρνισµα" µε έρδι τεδτίνε-- μὲ ἦλθε νὰ πτερνισθῶ. τέτε -- ὀχκτώ, τέτε-α Ξ τὸ ὀχτώ. τέτε-α (Κοοῦ]α) -- ἴδ. τάτε-α. (ι-ε) τέτε-ι-α Ξ ὄγδοος-η. τέτε-διέτε (τ) καὶ τέτε-δίετε (τ) - ὀγδοήκοντα" τέτε-δῖτε, τέτε-μῃε- δίετε, τέτε-μθε-διέτε (τ) καὶ τέτε μΏε-δῖτε (Υ. συνῃρ.)-- δέκα ὀκτώ. τετε-μεζά] (Πεομετ.) ἐπίρ. ὀκταπλῶς. τετεμεζόν]-όνεμ ϱ. Ξ ὀκταπλασιάζω-ζομαι-- χάµνω ὀκταπλοῦν. (ι-ε) τέτεµεστε (Περμέτ.) ἐπίθ. Ξ ὀκταπλοῦς-. τέτεὸ; ἐπίρ. Ξ ὀκταπλῶς. τέτεὂ-ι Ξ τὸ ὀκτάριον. τετπόδτε -- ἴδ. τεπόδτε ἐπίρ. τετχοῦ (Ἔλθασ. Ἔυραν. Ἐροῦ]α) ἐπίρ. τερχοῦ (Τυραν.), τζοῦ (Βεράτ.), τεχοῦ (τ]' αφρόου τετχοῦ (Έλθασ.) -- πλησίασον ποὺς τὰ ἐδῶ. --- αθίτου τερχζοῦ (Τυραν.) κάσου τχοῦ (Βεράτ.). τί, τίνε (Υ. Μαλ]εσία) -- σὺ ἄντων. β'. προσώπου. ----ν-τι Ἄ ι-τῖ], ε-τῖ ἡ ε-τῖ]: κτητικὴ ἄντωνυμ. Ξ ἑαυτοῦ-ῆς [ἱὸ, Γραμ. σελ. 64]: ἴδ. καὶ ι-θέτ, ε-θέτ (Υ). τιάτερε-ι Ὢ τιάτρε-ι (τ) ἆρσ. πληθ. τε-τιέρετε, τιέτερε-α Ἄ τιάτρξ-α, πληθ. τε-τιέρατε, τιέτερε-ι-α (Υ. τ.) Ἄ τιέτρε-ι-α, τιετρε κύ] (Υ)Ξ ἄλλου τινός.---- ]άτερε-ι-α [ Ἑλλην. ἕτερος, θάτερος] Ξ- ἄλλος-η. τιάτραζι (τ) τιέτραζι (γ. τ.) ἐπίρ. Ξ- ἀλλέως, διαφορετικά’ [ἴδ. ναρύδε Σλαυϊκ.). τιέγουλε-α (Υ) πληθ. τιέγουλατε [Λατ. {θσα]α] -- κεραμὶς - ίδος. τιεγουλάρ-ι: πληθ. τιεγουλάρε ε’ τιεγουλάρε-]α θηλ. πληθ. ετε. τίερρ Ὢ τίερ Ἂ τῖρ (συνῃρ.) ϱ. 5-- γνέθω’ ἀάρ. τόρα-ε-ι µετοχ. τιέρρς: παθ. τῖρομ. -- ι-ε-τε τιέρρε μτχ. ἐπίθετον, --- --- - --- - - - .. τ βκωνά ο µ - - - --- ] / | ῄ ι ια ο. - - --..----- --- -ᾱ- 4.σδο- αμσαοε ᾗ ο ώς. ὖ -- 424 --- (ν) τίλε-ι-ε τίλε-α" τε τίλετε τε τίλατε [Λατ. (α]6] -- τοιοῦτος - τοιαύτη, τοιοῦτοι - τοιαῦται ἵδ, ι-ε-τε ατίλέ-ι-α, --- ι-ε-τὲ χέ- τίλε-ι-α. (8) τίνα! (Ῥοράαπ) ε τῖνα]" ἴδ. ι-ε τὶ Ἀ ι-ε τῖ]. τινάρ-ι πληθ. τινάρετε καὶ δέκ]ε-]α (Σ), πληθ. δέκ]ετε-- ληνὸς μικοὺς περιέχων ἕως ὔθ ὀκάδας' ἴδ. τάλ]εο-ι. τίνε -- ἵδ. τι -- ἀντωνυμ. δευτέρου προσώπου. τίνε-α (1) (ι-ε-τε) τίνε (Σ) ἐπίθ. -- ὑγρὸς-ὰ-όν. 1 ρ8-ας (τ) πληθ. τίνατε, τίρατε Ξ- Ἄηνος 500 ὁκ. (ε-ε-τΈ) τίνε (Πεομετ.) Ξ οὖ]ε τούρβουλε, Ώάλίτα κ]ε Ῥίε νάενε οὐ]ετ' [Βουλγ. τίν]α Ξ- ού]ε τίνε -- θολὸν ὕδωρ'. τίνεξε (Υ) τίνεσ (Υ) [Σλαυϊκη λέξις] ἐπιρ.-- κρυφίως. ἴδ, φδέχουρε (τ) καὶ τινεζᾶρ-ι τινεζάρε-]« [Σλαυϊκ, ρίζα] ἴδ. φδεζεράχ-ου (τ) τδέ- φας (Υ), φδεχεράκε-]κ (τ) πληθ. τινεζάρετε ἆρσ. τινεζάρετε θηλ. Τιεξὃτ γεν. --- αἴτ. Τινεζόνε (Υ. τ. Ὀαάϊ-Ῥοράαπ) -- τοῦ Γυρίου ἡμῶν, τὸν Κύριον ἡμῶν. τίνἥ : ἴδ, τὀοράπε-]α, τδουράπε-]κ. τιπάρ-ι πληθ. τιπάρετε [τύπ-ος]-- χαρακτηριστικά. τιρ--ἴδ. τίερ ῥ.---- τῖρεμ.. παθ. τοῦ τίερ ο. τίρχκ-ου πληθ. τίρκ]τε [ῖδ. τίερ, τῖοεμ] -- περιχνημὶς-ῖδος, σκέπασµα τῆς κνήµης (Τουρχ. τοζλούκ), τµέρι [(τ) τµέρι-α (0οσ6απ) - τµέρ--φύβος καὶ τρόµος.--- τµέρια ε ἀρύε]α ε Τινεζδτ (ροράαπ)- φόθος, τρόμος, ἔκπληξις. -- φρίκ ε ὁ φόθος καὶ τὸ σέθας ποὺς τὸν Θεὸν [Λατ. ΠΠπΙοΓ-ογ]β-- φόβος]. τµερίμ-ι-- ἔκπληξις, θαυμασμός. πληθ. τµερίµετε τµερόνεμ-όχεμ (Υ) - ἐξίσταμαι, ἐκπλήττομαν. τµερόν]-ό] οϱ.Ξ ἐκπλήττω, κοιν. ξιππάζω τινά (1) τµερούεδιμ-ι (ϱα41-Ρορά απ) - θχυµαστός, τρομερός. ---- ε-τμερούε- ὄιμε-]α θηλ. ι-ε-τμερούῦιµ-ι-ε-]α (συνῃρ;). τό; πληθ. τοῦ τε (τ) τὲ (Υ) τὰ (Ῥοσάαη). το]τ]έ (Τυραν.) ἴδ. τοτ]ὲ (Τυραν.). τόκ (Ἐλθασ.) τόκ, τόχ, ϱ. ἐνερ. ἀόρ. τόκα, μτχ. τόκε καὶ τόκουνε-- λειανίζω τὸ κρέας ἐπὶ τῆς σανίδος διὰ κεφτέδες. τόμ: [τ. Βεράτ.) ἐπίρ. Ξ- σωρηδό", ἅπαντες ὁμιοῦ. -- δκό]με-τοχ τε - 405 --- ΥΊΐθε - ὑπάγομεν ὅλοι µαζί.---- δκό]ενε τόγ]ε, τόγ]ε-- ὑπάγουσιν σω- ρηδὸν (Τουρκ. τόπ). τόκ-γου (τ) πληθ. τόγ]ετε-- σωρός. τοκά-]α (Βεράτ.) ἴδ. φόλε-α πι πλ, τόκξ-α (Υ) Ξ Ίπει ρος, στερεά. 9) γῇ, χῶμα πληθ. τύκατε. τόκε-α (τ) -- τὸ σήµαντρον πληθ. τόκατε. τοκό) (Υ) Ξ ίοσ8Γο Ἴταλ.-ι πιέκ (µε γ]ίὅε) -- ἅπτομαι. τοκόν ϱ. τριτοπρόσωπον - ἄνήκει. ---- µε-τβ-ι τοκόν Ξ μοῦ-σοῦ τοῦ ἄνή- »ει. ἴοσα α Τῃθ, α ἴ6, α Ἱ]. ι Π ν η ᾿ πι υπ Τομόρρ-ι τὸ Ἱόμαρον ὄρος, --- ἡ γενική ἰδέα κατὰ τὴν παράθοσιν τῶν ἄρχαίων ἐστὶν ὅτι τὸ μντεῖον τῆς Δωδώνης ἣν επὶ τοῦ Τομάρου ὄρους, θεωρεῖται δὲ τὸ Τόμαρον ὄρος ὡς ἱερὸν, καὶ κα 2ουΧ η Ἴριον τοῦ Θεοῦ τῶν Πελασγῶν (Πλ]ακ), τοὐτέατι τῶν ἄρχφίων Ῥκιπετά- ων, ὅθεν κατ’ ἔτος τρέχουσιν ἐπὶ τοῦ ἱεροῦ ὄρους πρὸς ἐπίσχεψιν χάριν εὐλαθείσφς, Ὀνομάζουσι π πρὸς τοῖς ἄλλοις τὸ Ἱόμαρον, μάλ]ι ι Τε-μίριτ Ξ τὸ ὄρος τοῦ “Ἱεροῦ (ΞΞ-ζίε -- ὁ Θεός) ὅθεν καὶ οἱ ἱερεῖς τοῦ μαντείου τῆς Δωδώνης ὠνομάζοντο Τομοῦροι, Τομορίτσε-α ἐπαρχία τις παρὰ τοὺς δν λν- τοῦ Τομάρυυ ὄρους, Ίομορριτσαρ-ι ἆρα. Ῥομοριτσάρε-]κ-- ὁ-ᾗ κάτοικος τῆς Τομορίτσης. τοµοῦα οἳ ΟΕ πληθ. τοµόν]τε. τόνα, τόνε ἄντων. ἴδ. ἐµε-]κ () ο. (τ). τορίστε-α (1 χκόδα, Ἰπέκ, Πιζρένᾶ) :δ. βάθε-κ, πληθ. τορίδτατε, τόρ-κου. πλιθ. τόρκ]ετε [Λατ. {οταιιθο-θτο] --' στροφεῖον. τορολάκ-ου πληθ. τορολάκετε, τοολάκε-]κ πληθ. τορολάκετε [ῖὸ. τορ- ρυ-ουας (Κόοτδα)]-- ἠλίθιος βλάξ., ---(Τουρκ, λεξις). τοροΛ]έτσ-ι εἶδος ἀκρίδος μικρᾶς πληθ, τορολ]έτσατε- μ , Ὀούσκθ-ι, καρκαλ]έτσ-ι, τορολ/]ίσ-ίτ-ίτ (Ἐλλθασ.) ο. ένερ.Ξ χαϊδεύω τὰ μικρὰ παιδία. τορολ]ίτεµ: (Ἔλδας,) -- χαϊδεύομαι. τορορίσ () ϱ. ἐνερ. Ξ ναναρίζω. τορορία, ἀ]άλ]ενες- ναναρίζω τὸ βρέφος, το ..... --- τορορίσεµ. (τ) παθ. τορολ]ίσεµ (Βεράτ.) ϱ. οὐδ. Ξ κοροϊδεύω (Τουρκ. μα]τάπ εαερεμ)). τορούα-όϊ (Πεομέτ.) -- ἴχνος, ἴδ. βάδᾶε-α πληθ. τορὀν]τε. ε τόρτε-α πληθ. τόρτατεν]ε ε ορουμΏουλάκετε. --- τόρτατ᾽ ε Ὠύθεσε -- -- 426 --- τὰ χωλοµέρια 9) (Αὐλῶνα) Ξ- κανίστρατ᾽ ε μουλῖριτ βά]ιτ. τόρτετε (ρορά απ) -- τὰ σχοινιὰ, λ]ιτάρετε. τορρατδ(λ]ε-]α- τροχὸς πληθ. τορρατδίλετε. τόρρε (οἱ ἐν Ελλάδι ᾿Αλθανοὶ) ἐπιο. ἴδ. ρρεθ ε ρρότουλε, περκ]σοκ. τόορο-ου Ἄ τόρρο-Ία (Κόρτὸγ) -- ἠλίθιας, βλάξ, ἀγαθὸς (δηλ. ἁπλοῦς). τορροβίλ/ε-]α: ἴδ. οροτοθίλ]ε-]α. πληθ. τορροθίλ]ετε. Τόσκε-α-- Τόσχετε-- Τόσκας, Τοσκενῖ-α (Υ) Τοσκερῖ-α (τ)- ἡ Τοσκαρία, Τοσκενίδτ (Υ) Τοσκερίστ (τ) Ξ- Τοσκιστί. Τοσκενίδτε-]α, (Υ) Τοσκερίδτε-]α- ἡ Τοσκικὴ διάλεκτος. τοτ]έ, το]τ]έ (Τυραν.) ἐπιρ. -ἴδ. τουτ]έ. τότο-ουα (Αργυρ.) τότο-]α (Τδαμ.,)--παπᾶς ἱερεύς [ἴσως ἐκ τοῦ Τδα- μικοῦ τάτο-]α Ἑ πατήρ]. --- τότο-Γ]εργ]ιςὁ παπα. Γεώργης, τότο- Ἰάνιξ-ὁ παπα- Γιάννης. τοτὸ-ιΞ (φιάλ], ε δπίφε) ὣς νὰ εἴπῃ ἠλίθιος ἐπὶ παταφρονήσεως καὶ τοτδ-ι (Υ) ἀοτδ-ι (Βεράτ.) πληθ. τότδκτε, ἀότδατε. του (Σ) ἵδ. τε (τ), κε (Υ). τοῦν-ι (Υ) πληθ. τούν]τε καὶ χ]ύτε-α (Υ)Ξ κρύετ᾽ ε σοπάτεσε, λ]ατό- ρεσς, ὄκτιτ Ἀτλ. µος ν Ὀιέος µε τε πρέφετιτε, πὀ ῬὈιέρ-ι µΏε τοῦτ α μΏε χ]ῦτ τε σοπάτεσε. | τούδε-α (5) --ἕν µέρος τῶν προθάτων (μερικὸν) ἓν µέους ἀγέλης καὶ τούφξ-α (Σ) Ξποίμνη, ἀγέλη (γενικῶς). τού (Σ)-- ἵδ. τέκ. (τ). τούκε (τ) τουε (Σ) τύε (Ἐλόασ.) µόριον τιθέµενον ποὺ τοῦ γερουνδίου’ τούκε φόλ]ε (τ), τούε φόλ]ε (Σ), τύε φόλ]ε (Ἐλθάσ.) - ὁμιλῶντας. τούλε-α πληθ. τούλατες- ἡ τοῦθλα χοινῶς,. τούλ]-ι-- ψιζ-χός, κοινῶς ψαχνὸ (πληθ. ἄχρηστος) ι-ε-τὲ τούλ]τε ἐπιθ. ἀπὺ ψίχα. τουλ/ίτεμ. (Βεράτ.), πουλ]έτεμ. (τ), κουκουλόνεµ, (5) ϱ. οὐδ., τουµθάκ-ου: πληθ. τουμβάκετε -- εἴδος μετάλλου. (ι-ε-τε] τουμθάκτε: ἐπιθ -- πρε] τουμΏάκου. τούνῖ (Υ), τούντ (τ) περκούνᾶ (1) ϱ.Ξ- κουνῶ ἴδ, λ]εκούνᾶ ϱ. τουνᾷ ἀ]έ- πενε -- περκούνᾷ ἀ]έπενε-- κουνῶ τὴν κούνια" τούντ χ]ούμεὂτινε (τ) Χτυπῶ τὸ γάλα (διὰ βούτυρον). - Φρᾶσις ; ουτούντ ὄξου-- ἐσείσθη ἡ -- 421 --- ΥΠ.---τουνᾶ μάνινεςκουνῶ τὴν συκοµορέαν' παθ. τοῦνάεμ, περ- κούνᾶεμ.. τούνᾶεσ-ι (Υ) πληθ. τούνάεσιτε-- ἴὃ,. ἀυβέκ-ου. του» ελό/ (Υ) ϱ. ἐνεργ.Ξ-τουντ φόρτ, τούντ µε φουκ]ῖ-- κουνῶ δυνατά. τουνάσλόχεμ. (Υ) παθ. τουπλ]ι-νι (Υ) τ τ ἳ πληθ. τουπλ]ίντε. τούρθουλε ἐπιρ. [Λατ. πἼρα, Ἕλλην. τύρθη] -- θολερῶς, (ι-ε-τε) τούρθουλε ἐπιθ. «:θολός-ή-όν, τουρθουλίμ-ι: ἄφῃρ. πληθ. τουρβουλίμετε-- θόλωπις. τουρθούλόν]-ό] ρ. [Λατ. ίΙΓΏΟ-816] θολόνω, συγχέω. -- τουρΏουλόνεµ.- ὀχεμ. παθ. τουρθουλίνε-α (Υ) πληθ. τουρβουλινατεζθολότης, 9) θαλαασοστρόθιλος. τουρῖ-νι (Υ) τουρῖ-ρι (τ) καὶ τουρῖου (τ) πληθ. τουρίν]τε-- ρύγχος κοινῶς μοῦτρον, μούρη (ἐπὶ ζῴων) καὶ φάκ]ε-]α (ἐπὶ ἀνθρώπων. --- τουρὶ Ῥέρρι, τουρρῖ γομαᾶρι, τουρῖ κ]ένι, τουρῖ ού]κου) τουρ]έλ]ε-α ἵδ. τρου]έλ]ε-α πληθ. τουρ]έλ]ατε. Ἰούρκ-ου.: πληθ. Ῥούρκ]ντες Τοῦρκος 9) Μωαμεθανός. Ίούρχε-α πληθ. Ῥούρκατες Τούρκισσα Μωαμεθανή. --- Ῥουρκέδε-α. πληθ. Τουρκέδατε. Ίουρκ]ενι-α (Υ) Τουρκ]ερῖ-α (τ) ὄνομα περιληπτικὸν-- Τοῦρκοι 9) Μωκμεθανοί. Ἰουρκ]ί-αΞ ἡ Τουρκία Τουρκ]ίὅτ-- ἐπιρ.Ξ- Τουρχιστί. Τουρκ/ίδτε-τα -- ἡ ΤῬουρκικὴ γλῶσσα. τούρμε-α (τ), τρούµε-α (1) [λατ. (1Τπια] κοινῶς κοπάδι-- ἀγέλη, 9) σωρός' πληθ. τούρµατε, τρούµατα. τούρπ-ι, τούρπε-]α [| Ἑλλην. τάρθος, Λατ. (ατρίς]-- αἶσχος, αἰσχύνη, αἰδώς, ἐντροπὴ ὄνειδας. --- κάμ. τουρπ Ξσυστέλλομαι. ---πληθ. ἄχοη- στος" φράσεις : ποτσ τούρπ ε φά) χ]εν ε ζεζε[ - αἰσχύνη εἰς σε | (.ι-ε) τούρπδιµ-ι-ε-]α Ξ- ἐντροπαλὸς- ή. ---ἀντίθ. ι-ε πατούρπδϊμ.-ι-ε-]α. τουρπενό] (Υ) τουοπερό] (γ)ζἐντροπιάζω τινά, Καταισχύνω, ἀτιμαζω.--- ἵδ, µαρρό] (Υ). ---παθ. τουςπενόχεμ. τουρπερόνεµ (τ) Ξ- καταισχύνοµαι, ἀτιμάζομαι' ἴδ, µαρρόχεμ. (Υ). τουρπενῖ-α (Υ) τουρπερῖ-α (τ)--χαιταισχύνη, 2) ἀτιμία -- ἴδ. µαροί-α" --- 428 ---- πλιθ. τουρπενίτε (Υ) τουρπερίτε (τ). --- ι-ε τουρπερούαρετ- κοιτ- σχυμμένος. τούρρε-α πληθ. τούρρατε Ξ- κοιν. ὁ στρόµπος. τούρρε-α (Αργυρ.) πληθ. τούρρατε ἴδ, τούρτουλε-. καὶ τοῦρρο-ουα (Άογυρ.) (ὡς ἐκ τῆς φωνῆς τουρρ-τ ύρρ). τοῦρρεμ (Υ), δούλ]εμ. (τ) -- 1ΐδεμ -- ὁρμῶ, τούρτουλε-ι: πληθ. τούρτου]τε [Λατ. {αταγ-ἴβ] -- ἡ τουγών. τουρφουλό] (Σ) τὄφυτυρϊ] (τ), {ινγελῆή (Υ) ϱ.Ξ χρεµετίζω. --- κάλ]ι τουοφουλὸν Ξ- κοὺρ φρῦν µε Κζούνᾶε, καλ]ι Χινγελιν Ξ-- κοὺρ Βεορέτ τουτ]έ (Ἓλθας, Εροῦ]α) τούτ]ε (Βεράτ.) - πέραν, πρὸς τὰ ἐκεῖ, ---- ῦ . ἑ . . ιο ν .α . ο. ω ο τούτ]ε µάλ]ιτ, λ]ούμιτΞς πέραν τοῦ ὅσους, τοῦ ποταμοῦ. - ἵκτουτ]ε ” τούτ]ε µέ]ε - πέραν ἀπὸ ἐμέ, µαχρ η Ξ φεύγα ἐκεῖ πέρα! ὀντίθ. τετχοῦ (Υ) τχοῦ (τ) -- πρὸς τα ἐδῶ. ---- ἂν ἀπὸ ἐμε. --- τούτ]ε ε τετ- χοῦ (Ἐλόασ.) -- ἔνθεν κἀκεῖθεν, -- τούτ]ε μρ᾽ ἄτ᾽ ἄνε -- πέραν πρὸς τὰ ἐχεῖ. τουτουλ]άτεμ ϱ. οὐδ, καθησυχάζω, καταπραὔνω, ἀπαυδῶ, κατευνάζω" ου τουτουλ]άτ φόδν]α νγα τε κ]άρετες- καθησύχασε τὸ βρέφος ἀπὸ τὸ κλαίειν. ----ου τουτουλ]άτ ι σεμοῦρι νγα τε δέμΏουρκτε- καθη- σύχασεν ὁ ἄρρωστος ἀπὸ τοὺς πόνους, τούφε-α: πληθ. τούφατε: Χοιν. µάτσο, δέµα. ---- υ]ῖ τούφε λ]ούλ]ε-- ἕνα δέµα λουλούδια, τούφε-α (Σ) ἡ φοῦντα τοῦ φεσιοῦ" πληθ. τούφατε, τούφεζε-α (Ένραν.). τούφεσε-α (Καβ.) πληθ. τούφεσατε, πούπθ-α (Ἐλό.) πληθ. πούπατε. τούφε-« (γ. τ.) πληθ. τούφατε [ Ἑλλην. σ-τίφ-ος] -- ἀγέλη, ποίµνη (γενικῶς). --- καὶ κοπξ-]α (τ) -- ποίμνιον, Ἀοιν. κοπάδι. πληθ. κο- πέτε. -- τούθε-α (Σ) Ξ ἓν µέρος τῆς ἀγέλης καὶ τούφεα (2) Ξ ὅλον τὸ ποίμνιον' (καὶ ἐπὶ ἀνθρώπων). --- υὶέ τούφε ν]έρες -- στῖφος ἀνδρῶν. τρᾶ-νι (ΓΚ ροῦ]α- Ἐλθ.) τοᾶ-ου (Τυρ.) πληθ. τρένετε καὶ τρέρετεΞ δοκός, τραζόν]-ό]-ζόνεμ-όχεμ [ Ἑλλην. ταράσσω, Ἰταλ. 4αναπατθ] ἴδ. περ- ζε] -πεοζίχεμ. ϱ. τραμεζό/ (Υ) -- ἀνακατόνω, 2) τοαμεζόχεμ. (Υ) παθ. ἴδ. περ -- 429 --- τραδίµ-ι (), τραμεζίμ-ι (Υ), τραμεἴτ-α (Υ) Ξ- ἀνακάτωσις, 9) ἐξέγερσις, εἰς ἐπανάστασιν' πληθ. τραζίμετε, τραµεζίµετε, τρχμεζίτε. τραῦτόν]-ό] (γ.τ. Ῥας1) [Λα-. {.αἀο-ογο] ϱ. ἐνεογ. Ξ παραδίδω, ἐπι- θουλεύομαι, τραθτόνεµ-όχεμ παθ. τραὐτίμ-ι Ξ- προδοσία, ἐπιθουλή: πλ:θ. τραθτίµετε. Ρις) |. καὶ (συνηρ.) τραθτοῦρ-όοι. ----θηλ. τραθτόρε-]α πληθ. τοοθτόρετε ἄρο. τραὐτούαρ-όρι (τ) [Λατ. (Γαβ1{οτ] -- πεοδότης' τραθτούερ-όοι (: τραθτόοετε θηλ. τραῖς -τραϊτεν -τραῖΐτ (Τ){6ρο) ρ. -- σιωπῶ. τρά)]στε-α (Περμέτ.) πληθ. τρά]στατε. ---ἴδ. τρᾶστε-α. τρα/]τόν] (οπ41-Ρορᾶαπ) ο. ἐνεργ. -- χτίζω. τρα]τόχεμ (υιιά1-Όοσά απ) παθ. Ξ κτίζοµαι. τρα]τίµ-ι (Οαᾶ1-Ῥορά απ) -- κτίριον, κτίσις" πληθ. τρα]τίμετε. τρα]τί]-α (Ῥορά4απ) -- χτίριον, οἰκοδομή" πληθ. τρα]τί]τε. τρα]τόν] (Περάτ.) ἴδ. τρε]τόν] (Βεράτ.), τρα]τόνεμ, -- ἴδ. τρε]τόνεμ.. τρακουλ{) (ἼἼλθασ.) τρακουλό] (Κοοσ]α). τρανγουλό] (3), τροκουλῖ] (τ) ρ. ἐνεργ. Ξ- κρούω την θύραν. τρακουλίµε-α (Ἠλθασ.] πληθ. τρακουλίµατε -- τὸ κρούσιµο τῆς θύρας. τραµάκ-ου (ΠἨιζρένα - ἠκκόθα) -- ἴδ. κουρτούκ-ου (Μάτια) -- καλίου Ὀάδκε µε µίσερινε. τραμεζό/]-όχεμ (Υ) ἴδ. τοαζὀν]-όνεμ.. τραµεδίµ καὶ τραµεζι-α (Υ) -- ἵδ, τοαζίμ-ι' πληθ. τραμεζίµετε, --- καὶ σραμεζίτε, τράνγουλε-ι (Υ) πληθ. τράνγου]τε (ἴσως ἐκ τοῦ τ᾽ ἀγγοῦρι γραικ.) καὶ πιέπεν-ι (Υ. Μαλ]εσια) πληθ, πιέπενατε -- ἴδ,καστραθέτσ-ι -- σικυός. τρα»γουλό/ (Σ) ἵἴδ. τρακουλό] (Κροῦ]α). τρανταφίλ]-ε πληθ. τρανταφίλ]ατε, τρανάαφιλ]-ι (Σ) καὶ τρανζαφίλ]ε- ]α (5) πληθ. τρανάαφίλ]ατε-τρανάαφίλ]ετε. τράπ-ι: πληθ. τρέπετε.--- 1) ὕψωμα γῆς, 9) ν]ε φάρε λ]ούναρ) ε µάδε περ τε κετσύερε λ]ούμινε, τράστε-α (τ) Ξ (σακκοῦλα, κυρίως ἀπὸ μαλλί), κοιν. τορθᾶς, --- καὶ τρά]στε-α (Περμέτ.), τράσε-]α (Ἓλθασ.) πληθ. τράσετε, στρά- τσε-α (1) πληθ, ατράτσατε, στρᾶ]τοξ-α πληθ. στρά]τσατε. ἴὸ. τός- Ὄε-α [οἱ Βλάχοι ὀνομάζουσιν αὐτὸ τρά]στα]. ο σσ ὔ υπνο α . -- συ -ᾱ - --- - .. ο µ--- .ι,.. -------ᾱ--ᾱ Ἱ . [ση .. : α--α -ώκρακς-«ἰιλαωκε----------ᾱκε-.-------- αμάν Ἱ. 1. .| | πμ η. μ . μπι] μ μα Ες αμ αι οι ασ ποτ ετων - --- π.--ῶου- υ--- - Μμ.--ἳ πω πες ώση ας -- . -Ἕλ. ««--ᾱ ως ωννον' όν - πι... | . δα τσ. - αᾱ- - 4 -- 450 --- τράδε [ Ἑλλην. θοασ-ὺς] ἐπίρ. -- τραχέως, παχέως, Χοιν. χονδρά. ἀντί- θετον {όλε. (ι-ε-τε) τράδε-ι-α ἐπίθ. -- τραχὺς-εἴα-ύ, παχὺς-εἴα-ὐ, χονδρὺς-ὰ-όν, ἀντίθ. ι-ε-τε Ἰόλε-.-α., .. / τ [ ΄ η - ... α΄... : [ τράδ: ρ.Ξ- παχύνω, χονδραϊνω. ἄντιθ. χολό].--- τράσεμ. παθ. -- παχὺ- νομαι, χονδραίνω, γίνομαι παχύς͵ χονδρός. τραδαλ]ούκ]-ι-κ]ε-]α ὁ, ἡ σωµατώδης, (Τουρν. διδµάν). τραδεγόν] (τ) τραδιγό] (Υ) Ξ- κληρονομῶ τινα.--- τραδεγόνεµ. (τ) τραδι- γόχεμ. (). - οὐ τραδεγόφδινε | (εὖχη ἐπι νεονύμφων) ὃηλαδὴ νὰ τε- πνυποιῄσωσι καὶ νὰ Χληρονομηθῶσιν. τραδεγίµ-ι (τ) τραδιγίµ-ι (Υ) Ξ κληρονοµία, καὶ τραδεγέσε πληθ. τρα- δεγίµετε, τραδιγίµετε χαὶ τραδεγεσατε. τραδεγιµτάρ-ι (τ) ἆρσ. τραθεγιµιτάρε-]α θηλ. Ξ κληρονόμος. πληθ. τρα- δεγιμιτάρετε ἀρσ. τραδεγιµτάρετε θηλ. ---- τρκδιγιµταρ-ι (ή) ἀρσ. τραδιγµ.τάρε-]ος θηλ. πληθ. τραδιγµτάρετε ἀρσ. τραδιγµτάρετε θηλ. καὶ τραδεγεδετάρ-ι ἆρο. τραδεγεδετάρε-]α θηλ. πληθ. :ραδεγεῦε- τάςετε ἆοσ. τραδεγεδετάρετε θηλ. καὶ τραδιγεδετάρ-ι (ϱ) ἆρσ. τρ«- διγεδετάρε-]α θηλ. πληθ. ἆρσ. ρετε, θηλ. ρετε. τρακαᾶδίκε-]α (Περμέτ.) καὶ ταρκαθδίκε-]α (μὲ κατάληξ. ἀδίκ Τουρ.) ἴδ. ταρχάτσε-]α (Ἓλόασ.) πληθ. τρακαβδίκετε καὶ ταρκαθδί- χετε. τρέ: ἄρσ.Ξ-τρεῖς.--- τρὲ Ὀούρρα ε τρῖ γρά -- τρεῖς ἄνδρες καὶ τρεῖς γυ- ναῖκες.--- τρὲ Ῥι] ε τρῖ Ρίλ]α -- τρεῖς υἱοὶ καὶ τρεῖς θυγατέρες. τρέβε-α (Υ) ἀπηρχαιωμένη λέξις, εὑρίσκεται µόνον εἰς τὰς φρᾶσεις : σ᾿ λ]άδε βέντ ε τρεθε πα κεοκούαρεΞ δὲν ἄφησα τόπον χωοὶς νὰ ζητήσω.---σ᾿ κά τρέθε-- δὲν ἔχει ἠσυχίαν (δηλ. τόπον ἡσυχίας). τρεβό/ (Υ) ο. ἀπηρχαιωμένον. εἰς τὰς φράσεις: σ᾿ να τρεθόν γὰ] ε γ]αλε δὲν μᾶς ἀπομένουσι {εἰς τὸν τόπον) τὰ κτήνη, (δηλ. Ψο- φοῦσιν).--σι τρεθό]ενε ἀ]έλ]μτε-- δὲν τοῦ ἀπομνίσκουσιν [εἰς τὸν τόπον) τὰ τέκνα (δηλ. ἀποθνήσκουσιν). τρεγό] (τ), τεργό] (τ) Ἐν τρεγόν] (Περμέτ.) ϱ.Ξ διηγοῦμαι, ἱστορῶ. τοεγ]ετό] (Υ. Ὀοράαπ) ϱ. ἆμετ. -- ἐμπορεύομαι, [ἱδ. τρέκ-γου]. τρεγ]ετῖ-α (Υ. Ῥοσά απ) -- ἐμπόριον, ἐμπόρευμα, πραγμ.ατεῖαι. τρεγ]ετάρ-ι-ε-Ία:. πληθ. άρετε ἆρσ. ἄρετε θηλ. (ἔμπορος). -- 45ἶ --- τρέχ-γου : πληθ. τρέγ]ετε-- ἀγορά, (Τουρχ. παζάρ) -- τὸ µε ἔρος ἔνθα πω- λοῦσι καὶ ἀγοράζουσιν. (Βουλγ. τέργε-- ἀγορα). τρεγ]ύδ-ι; ἵδ. στεργ]ύδ-ι πληθ. τρεγ]ύδατε, θηλ. τρεγ]ύδε-]α πληθ. τρεγ]ύδετε. τρεδάµ-ου νρας ἀρεδάκ-ου) -- εὐνουχισμένος, ---- άδ, σκ]άπ τρεδά» -- ἀάδ, σκ]άπ ι ἀρέδουρε, πληθ. τρεδάκετε. τρέθ (Υ) τρέδεµ. παθ. -- εὐνουχιάζω-ζομαι. - ἀρέθ (τ) ἀρίδεμ, (5). αρα, (Βεράτ.) ἡ τρα]τόν] (Βεραάτ.), ἀικτό] (Υ) διακρίνω, ξεχω- ρω, ἐξιχνιάζω. -- περ τοᾶο πούνε κ]ε Ὠένετε φδέχουρε, -' πεο τὸ ἆσο φιάλ]ε κ]ε φλ]ίτετε φδέχουρε. --- ε τρε]τόθα νγα κέµρετε (5Ξνγὰ τε έτσουριτε) νγα φιάλ]ετε,σε ἐὅτε κουσᾶρ-- τὸν διέκρινα ἐκ τοῦ περιπατεῖν καὶ ἐκ τῶν λόγων ὅτι εἶνε ληστής. -- τρε]τόνεμ, τοσ]τόνεμ. (Περάτ.), ἀικτόχζεμ. () παθ. τρεκτό/ (Υ. Μαλ]εσία) ϱρ.-- ἀγοράζω καὶ πωλῶ. τρε-µθε-δίεις Ἡ τρε-μῇβε-διέτε καὶ (συνηρ) τρε-μΏε-δίτε -- δεκατρεῖς. ο οαόν. ου (τ) ἆρσ.. τρεμβελ]άκε-]α 'τ) θηλ.-- δειλὸς-δειλή. φοδι- τοάρης. πληθ. τοεμΏελ]άκετε ἀρο., τρεμβελ]άκετε, θηλ.---- κχὶ τερ- μΏεράκ-ου (τ) ἆρσ. τρεμΏερακε]ο θηλ. πληθ. ἄρσ. τρεμΏενάκετε, θηλ. τρεμὈεράκετε. --- τρέµεσ-ι-έ-]α (Υ) πληθ. τρέµεσιτε ρα. τρέ- µεσετε θηλ. τρεµεζόν/ (Περπέτ.) ϱ. ἐνερ.Ξ- τριπλασιάζω, κάμνω τριπλοῦν, ---παθ. τρεμνεζόνεμ. (Περμέτ.). τρεµεζά/ (Περπέτ.) ἐπίρ.-- τριπλῶς. τρεµέκ-ου (Σ. Ῥοσάαι) ἴδ. τερπέτ-ι, (.-ε) τρέµεστε (Περμέτ.) ἐπίθ. -- τριπλοῦς-. τρέμπ (Υ. Ῥορᾶάαη) [Ἑλλην. τρέµ-ω, Λατ. {Π6πΙο] καὶ τρεµπ (τ) ϱ. ἐνερ. φοθῷ τροµάζω τινά. ---τρέμΏεμ. (Υ) τρεµ”εμ - φοδοῦμαι, τρέµω, τροµάζω. ἴδ. φοίκεμ. (Υ). τρενζελ]ίνε-α (Αργυρ.) ἴδ. τενάελίνε-α πληθ. τρενελίνατε. τρενόχεμ (ακόθα) ϱ. πρίδεµ, μεντὸ. ---- αὔτε τρενούεµ.Ξ-ἐδτε πρίδουρε μεντσ. (-ε) τρέντε (ακόδα)--ι-ε πρίδουρε μέντὸ. ---- ν]έρι ι τρέντε Ξ γ]ερίου ι πρἰδουρε μεντῦ. τρέσ-έτ-έτ: ϱ, ἀναλύω (ἐπὶ μετάλλων) καὶ δκρῖ]. (ἐπὶ παγωµένων). - 455 --- παθ. τρέτεμ.. --- τρέσ ἄρ, αργ]έντ, πλ]ουμπ. κ.τ.λ. ι βέκουοι τρᾶ- τετε, τρέσ-έτ-έτ τρέτεµ. παθ. (Σκόάρα)Ξ- χουμπ-χουμβάσ-έτ-ετ χάνω --χά- νοµαι. τρεστίλ]ε-α; πληθ. τοεσρίλ]ατε, ἀερστίλ]ε-κ (Πεοπέτ.) πληθ. ἀερστίλ- ἶατε, βαλανίτσε-κ (Έυραν,) πληθ. βκλανίτσκτες- κοινῶς νεροτριθλό. τοέδ-ι τριὰς, τὸ τριάριον. πληθ. τρεδατε. (ι-ε) τρέτε-ι αξ τρίτος, τρίτη. τοὶ: θηλ. -- τρεῖς. τοῖ γρᾶ -- τρεῖς γυναῖκες. τρίζε-α; ὑποκοριστικὸν τοῦ τρῖ. τρῖ-α τὸ τρίο. τρι-δίετε (τ) τριδιέτε (τ) καὶ (συνηρ. Υ.) τριδῖτε Ξ- τριάκοντα. τρίμ πληθ. τρίµοτες- ἀνδρεῖος, γενναῖος. 2) οἱ στρατιῶται. ὃ) (Σκό- ἆρα) -- ἀνὴρ ἀντίθ. ι λ]ικ γου. --- τριμενέδξ-α (1) τριµεέδε-α. (τ)Ξ ἀνδεεία, γεννκία, ἀντίθ. ε λ]ίγε πληθ.τοιμενέόατε (Υ) τριεέδατε (5). τοιμενῖ-α (Υ), τριμερῖ-κ (5) -- γενναιότης, ἀνδρεία, παληκαριά. 3) (οσάαπ) - ἡ ἡλικί τοῦ ἀνδρός. 9) (ρορᾶαπ) ὄνομα περιληπτι- χὸν Ξ οἱ ἄνδρες (9, τοίµ.-ι). τοιμενίδτ (Ύ) τριµερίτ (5) απιρ.Ξ ἀνδρείως, γενναίως. τριµενόχεμ (Υ) ϱ. οὐδ. -- ἀνδρίζομα:. --- ἴδ. μΏούφρεμ. (τ'. τοιµόδ-ι-ε-Ία (τ) πληθ. τριµόδετε ἀἆρσ.-τριµόδετε θηλ. καὶ τριμδορ-ι (τ) ἆρσ. τριµδόρε-]α (τ) θηλ. πληθ. τριµδόρβος ἆρσ. τοιμδόρετε θηλ. τοινγελῖ] (1), τρινγελι (5), τριγελό] (Σ) ϱ.Ξ κουδουνίζω (ἐπὶ µετάλ- λων,) κρούω την θύραν. --- καὶ τρανγουλι] (Ένραν.). τοινγελίµε-α (Υ. τ.) κουδούνισµια πληθ. τρινγελίµατε. τρινγελό] Ἀατλό] (Σ)-- ποσᾶ τε ζε γ]ούμ., ποσα τε µέρρ γ]οῦμι. --- σᾷ µε τοινγελόϊ γ]ούμι-σα µε κατλὀϊ γ]ούμι (Σ). τρίνε-α (Υ) πληθ. τρίνατε, τρίρε-α (τ) πληθ. τρίρατε, λ]έσε-κ (Βεράτ- Ἐλθας,) πληθ. λ]έσατε. --- τον ε ἀόρεσε, τριν᾿ ε χᾶμρεσε. τριστό]: (Υ. τ. αἱ), τοιδτο] (1), ἀιίδεμ, (Περμέτ.) -- τρέµω ἐξ αἱ- φνιδίου φόδου, ἐξαφνίζω, τροµάζω, λαχταρῶ τριστίµ-ι, τριδτίμ-ι (Σ) ξ τρόµας, λαχτάρα πληθ. τριστίµετε τρίσε ἐπίρ. τριπλῶς. 4 τρόκ () ϱ. ἐνερ.-- κρούω τὴν θύραν, τροκελῖ] (Ύ) ἴὸ. τρακουλί] «Ἠλό6.) -- 455 ---- τρονγελε] (Υ) Ξ ἵδ, τρακουλό] (ΕΚροῦ]α), τρουγελ!] (τ) 1, τοανγου- λό] (5), τρονγελίτ (Αργυρ.) -- ἴδ, τροχουλιῇ {τ). τρόκξ-α πληθ. τρόκατε 293 ἵδ. κουμύοε-α., τρόκε-α (Υ) πληθ. τούχατε τρόχατε (τὸ ἔδαφος τῆς γῆς ἔζω εἰς τὸν ω -- ἀ μα. χάμπον Ἡ εἰς τὰ βουνὰ) ος ρρῖ νάε τρόκετ-- μὴ κάθησχι κατὰ γῆς' (εἰς τὰ χώµατο): Ὀάχεμ τρόκε-- λερόνομα (γίνομαι ὅλο γώ κ τη Ῥάχεμ. τροκε”-λερόνομαι (γίνομαι ὅλο χώματα) μα ο . α µ σκουνᾶου σε ]έ τοόχε-- τινάξου ὅτι εἶσκι λερωμένος (ἀπὸ χώματα) [τό δε τροὔαλ-ι καὶ τρούελ-ι (Υ) -- τὸ ἔδαφος τῶν Ἀτιρίων. τροκελίµέε-α (Υ) πληθ. τροκελίµατε-- κροῦσμα τῆς θύρας ἵδ. τραχουλί-- με-α (Ἔλθας.). . -” ”. νε ας να ο Αλ» ο. να . μα- τροκό/] (Υ) Ῥεν] τοόκε (τ)-- Ἀαταστρεφω, ἀφανίζω, ἐρημόνω"' µουρτά]α τροχόϊ κατούνθινε-- ἡ πανώλης κατερήµαξε τὸ χωρίον. τρονᾶίτ. ρ. κατασείω, κουνῶ' λ]εκούνά, τούνᾷ: παθ. τρονᾶίτεμ. (Περ- μέτ.) µετοχ. τροναίτουρε. τρόφτε-α πληθ. τφόφτατε: κοινῶς πέστροφα [εἶδος ἰχθύος). . . " ι “Ισ, δι «ς . ρα. τροχάλε-α (Περμετ.) [τροχ-ὸς] --βέντ ι Ύερρνερε νγα οὐ]ετε. --ού]ετε ι ο Φ ε Ῥέρι δξνε τοοζάλε. τροῦ-νι (Υ) (ὄνομα περίληπτικὸν (ὁ πληθ. λείπει) καὶ τροῦ-ρι (τ) -- ὁ - κ . ἐγκέφαλος" τροῦτε οὐδ. (Υ. τ.) ἴὸ, πάλ]τσε-α (μυελός). τροῦαλ-τρδλι (τ) τροῦλ-τρόλι (/) καὶ (συνῃρ.) τροῦλ-όλι (ραά]-Ρορά απ) , μ ο. ον Ν τρόλι ι' ὄτεπίσε-- τὸ ἔδαφος τῆς οιχιας' ἴδ. τρόκξ-α, τρούαν) καὶ τροῦα] (τ) τροῦεν] καὶ τροῦε] (Υ) (συνῃρ.) τροῦ] (συντ. μετὰ γεν.) - εὔχομαι [ἐπὶ παλοῦ): 2) ἀφιερόνω"' κάμνω τάξιµον ἰα τοούενὶ Γον εοχομαν (επι καλοῦ)' 4) αφιερ το πομμονἹα του] Ζῦτιτ -- τὸ ἄφιερόνω εἰς τὸν Θεόν: Ία τροῦεν] ε ]κ ποροσίτ Τινε-ζὃτ (οά1)|- τοῦ τὰ ἀφιερόνω καὶ τοῦ τὰ συσταίνω τοῦ Θεοῦ. --- νάρούεν] (τι 1): 9) εὔχομαι (ἐπὶ κακοῦ) δηλ. παταρῶΏμιαι, βλασφημῶ, ἴδ. νευ., ---- μ .. ὁ 1 Ἰ ν μ ῥ ι ι τε µαρρτε ἀῑαλι δπίρτινε- νὰ σὲ πάρῃ ὁ διάδολος τὴν ψυχΊἠν.----τε Ἰάνγρετε ἀνάλιΞ- νά σὲ φάγη ὁ διάδολος..---τε βράφδινε -- νὰ σε σκο. τώσουν. --- ουδόφὂὃ νὰ χαθῆς, ---“ουζόφὸ ε µος μ.Ώετο-- νὰ χαθῇς καὶ να μη µείνῃς.--τε πλ]άτδινε σῦτε- νὰ σκάσουν τὰ μάτια σου. ---- ουχάπτε ὄξου ετε περπίφτε |--νὰ ἀνοιχθῇ ἡ γῇ καὶ νὰ σὲ καταπίῃ' τε ράφτε πίκα-- νὰ σὲ χτυπήσῃ ἡ ἀποπληξία --τε ράφτε ρρουφέ]α-- νὰ σὲ µ 4 Ἰ / -- Ἶ Ά . επ / Ἀτυπησῃ ὁ Χεραυνός.---τε βράφτε Ἴδτι-- νὰ σὲ σκοτώσῃ ὁ Θεός.---- βραφὃ βέτεχενε-- νὰ σκο:ώσῃς τὸν ἑκυτόν σου. ---τε {βνγρετ᾽ ού]κου-- ΛΕΒΙΚΟΝ ΑΛΒΑΝΟΕΛΛΗΝΙΚΟΝ η. -- "454 --- ΑΝ ον κ ε ,. ιν .. ο ” η ο / κι |) οι ο. νὰ σὲ φάγη ὁ λύχος.----τε Ριερρδινε--γα σε χρεµάσουν.---τ ουμΏύλτε 4έρα µε φέρρα ε µε ἀρίζα ! --νὰ κλεισθῃ βύρα σου μὲ ἀκάνθος κχὶ τοιθόλους ιτ. λ. τοοῦζεμ (Υ. τ. ριιά]-Ῥοσά απ) νάροῦζεμ. (ρα) (συντασ. μετὰ γενικής) -- εὔχομαν, δέομαν, λ]οῦτεμ 39) ἀφιερόνομαι | τροῦχεμ. Τινείδτςι λ]οῦτεμ. Τινεζτ Ξ- εὔχομαι, δεομαι τῷ Κυρίῳ.---τέ τρούεµ.-ιτε (Υ) καὶ (συνῃο.) τε τρούµιτε καὶ τε τρούαρετε (τ), τεντ ούεμ-ιτε (11) - (συνῃρ.) τε τρούµιτε καὶ τε τρούκρετε ἴτ)ν τεντρονερτε ο - εὐγή, ἀφιέρωμα, πατάρα, βλασφημία. τρουβέζε-α (Υ. Ῥοράαι) πληθ. τρουθέζατε-- τράπεζα καὶ τρονέζε-α (Υ. Μαλ]εσίο, Ροσάαπ) πληθ. τρουέζατε καὶ τουέζε-α (Ῥοσάαπ). τρουβεζάρ-ι (Υ). τρουεζαρ-ι (Υ) πληθ. τρουθεζάρετε, τρουεζάρετε --τρα- πεζίτης (Τουρκ. σαρράφ). τρούθουλε ἐπιρ.Ξ ἴδ. τούρβουλ6. (ι-ε-τε) τρούβουλε-- ἴδ. {ι-ε-τβ) τούρβουλε. τοουδουλόν]-ό] ἵδ. τουοβουλόν]-ό]. τρουθουλίµ-ι ἵδ. τουρβουλίµ-ι πληθ. τρουΏουλίμετε' τοουΏουλίνε (Υ) τρουβουλίρε-α (τ)-Ξἴδ, τουρβουλίνε-α, τουοΏουλίρξ-α. . 5 ῃ . α π ’ . τρουέλ]ε-α καὶ τουρέλ]ε-αξ- ἡ ἀρίδα" πληθ. τρουελ]ατε, τουρέλ]ατε. τρουλάκ-ου (τ) τουρλάκ-ου (τ) τρουλάκε-]σ (τ) θηλ. τουολάκε-]κ (τ) ἴδ, τορολάκ-ου.---πληθ. τρουλάκετε, τουρλάκετε, θηλ. τρουλάκετε τουρλάκετε. τρουμθέτε-α: πληθ. τρουμΏέτατες- σάλπιγς. τρούµε α (Υ) πληθ. τρούµατε-- ἀγέλη, σωρὸς ἴδ, τούομε-α. τρούµε () ἐπιρ.ς- ἀγεληδόν, σωοηδόν. τρούνκ-γου: πληθ. τρούνγ]ετε [κορμός] κορμὸς δένδρου ἀφοῦ κόψῃς τοὺς κλώνους καὶ τν οίζαν. ΄ « {8 οι μη ἵὃ / αλ τ] τρούπ-ι: πληθ. τρούπνατεξ σῶμα. --τὸ. κούρμτι κόρπ”ν (5). τρουπενίδτ (Υ) τρουπενίὃτ (τ) έπιρ.Ξ- σωματικῶς, τρυέζε-α (0ιάϊ-Ῥορά απ) πληθ. τρυέζατε- ἰδ, τοονέζε-α Ξ τράπεζα. τρύστε-α (Ἔλδασ.) -- συνάθροισις, τράπεζα πληθ. τούστατε. τὸ, τὸ) (Υ. τ) γεν. τοῦ τί σύ. τύε (Ἠλθασ.)Ξ ἴδ, τούε (Σ) τούχε (τ). τύμ-ι [ Ἑλλην. θῦμ-α, Λατ. ἴππιαςδ, Σλαυϊκ. ἀπμ, Τουοκ, ἀουμάν, ᾿Αρχ6. ἀουχάν]-- καπνὸς (πληθ. ἄχρηστος). -- 4δῦ ---- τυμόγ)-ό]-όνεμ-όχεμ -- θυμιάζω-ζομαν. τυµίσ (1) τυµόσ (Υ), τυµνάσ (Αργυρ.), τυμ]άσ (Αργυρ)) ϱ.ξ- καπνίζω. μΜ κ Ελη ην ομι Γι απ μ.1, μα αμ . : σλ. 9. µπστυμ. ---ῥ. πκθ. τυµίσεμ, τυµόσεμ., τυμνάσεμ., τυμ]άσεμ -- ο ἑ ; .. 5 ῥ ᾿ καπνίζομαι.---ου τυµόσ δτεπῖα -- ἡ οἰχία ἔγινε μαύρη ἀπὸ τὸν κα- ι 3 “, 3 η ᾗ ω αμ πνὺν Ἠ ἐγέμισεν ἀπὸ καπνόν.----ἴδ. μπούμεμ. τυµτόρε-Ία πληθ. τυμτόρετεζθυµιατήριον, κοιν. θυµιατόν, τ ύνε: ἄντων.Ξ ἡμῶν, ἴδ. τ) ένε, τᾶνε, τὂνε πληθ. τοῦ ἐμι (Υ), {μι (τ). τύτ (Υ) ἐπίρ. χέδτ (Υ. Περμέτ.) τύτ! Ξ-Πεὂτ-- σίγησον | τὸ τύτ (μετ) ᾿ Ἡ, 5 Ὁ κ . .] [ο λα, πυστηρότητος) χεὂτ - σιωπὴ (Ξμὴ ὁμιλῆς). τύτε α (Υ. τ)ςζσωλήν, (τὸ ἔσωθεν µέρος τοῦ λαιμοῦ). τφάκ] (Περμέτ.) --ἴδ. τόφάκ] (τ).-- τφάκ]εμ --ἴδ, τὄφάκ]εμ. (τ). τφιλό] (ι4ἳ) - ἀνκπτύσσω, ἐκτυλίσσω, ἐπεςηγῶ. παθητ. τφιλόχεμ. (ραά1). τφουνᾶόν/-όνεμ Ξ- καταθυθίζω-ζομαι, παταποντίζω-ζομαι. --- ἴδὃ, φουν- 46] -φουνάόχεμ.. τχάρρ-τλάρο-τχάρρ (Βεράτ. - βλαστολογῶ, βοτανίω, βοτανολογῶ, ἐξάγων τὰ ἄὄγρῃστα καὶ βλαθερὰ χόρτα τγἄάοοεµ, παθ. ου ὅ2α γ μιά, περ χρτα.--τχαρρεμ, παν. κουρ βρᾶ- λό]ενε βεδτινε α΄ κόπεῦτινε, (ό µε θένε, δκούλ]ενε τε ὄπέδχτε ε τν ας τν . --- ΦΑ μοβ μης ἵ η ρι ,ἲ παν, ο ραφή Π τε τχάρρετε οὐδ. -- τὸ ῥλαστολογεῖν, ἡ βλαστολογία. τχέκ (Υ. τ), τχιέκ Υ. τ.), τερχέκ (Τυραν.) τευχιέκ (Έὅραν.) Ξ- ἕλκω, σύρω, κοιν. τραθῶ. ἀόρ. τ]όκ]α, μτχ. τχιεκε, τἼεχουνε (7) τχέ- κουρε (τ), προστ. τλχἰκ]-τῆίκ]νι, παθητ. τλίκεμ. (Υ. τ) τεοχίκ]εμ (υραν.) --- τχιέκ κάλ]ινε πε καπίστρε -- τραθῶ τὸ ἄλογον ἀπ᾿ τὸ |] - Ν υ κ μ. 5 ῥα 5 / α Π σσ] 3 η να, καπῖστρι.---- τχιε» ἀ]αάλ]ενε περ «όρεξ- σέρνω τὸ παιδὶ ἀπὸ τὸ χέοι, . ὁ ο ο -. Π β μα Ν κ - τχιεκ ούδενες ὁδηγῶ.---ι τχιέκ ούδενε-- τὸν ὁδηγῶ, τὴν ὁδηγῶ.--- ε τζιέκ Ξ τὸν τραθῶ, τὴν τραθῶ.--- τχιέκ βάλενε-- σύρω τὸν χορόν.---- κ]ῖτε τχιέκενε κ]έορετες- οἱ βόες σύρουσι τὴν ἅμαζαν.--- τλιόκ]ι δούμε βέτα πράπα Ξ ἔσυρε πολλοὺς ἀνθρώπους κατόπιν αὑτοῦ, φράαις.---- τχικ]-ε-μος κεπούτ - τράβα το καὶ μὴ τὸ κόπτῃς. --- ὄτευπίν]τε τλικ]ενε Ῥάρκαζι-- τὰ ἑρπετὰ ἔοπουσιν (συρονται μὲ τὴν κοιλίαν).--- . . ο. Γ ο ὡ μα Α τλικ]εμ ε πεοτ]ῖμ.Ξ χατατρέχοµαι, τχικ]εμ. νᾶε πε; γό]ε, Ξ- ὀυσφ:- μοῦμαι, κατηγοροῦμαι. ----τε-τχιέκετε Ἡ τε τιεκούνιτε (Υ), τε-τχέ- κ]ουριτε (τ) Ξ ἕλξις, | Ἱ | / ΙἩ στο ρθσκκκ--''---ᾱ--- αμα παπι «νι. ακωιμᾷ -- 456 --- τχόλ (Υ) ο. ΞΞ λεπτύνω (φύλλα πλαχκοῦντος), χοιν, ἀνοίγω φύλλκ τῆς πίττας.--- τζόλ πέτα λ]ακενόοι, τζόλεμ. παθ. ἆόορ. τζόλα-ε-ι, μτχ. τχόλε, τχόλεμ. παθ. τχολό], τχολόχεμ. (Ἔλόας.) ἴδ. ζολόν]- ζολόνεμ.-όχεμ.. (τε) τ]όλε-τε (Ἐλθασ.) Ξ λιποθυμία. ἴδ. οημ.. τχόλ.--- τὰ φίκετε (Τωρ.) καὶ τὰ φίκουνιτε ἵδ. ϱ. φίκ. καὶ τε πάκουνε-ιτε (Ῥνόάρα).-- µε ρᾶ τε τχόλετε Ξ ἐλιποθύμησα. ---- µε-τε-ι Ὠίε τε τχόλετε-- λιποθυμῶ- εἴς-εἴ.--- με-τε-ι ι Ὀίε τε φίκουνιτεΞ µε-τε-ι Ῥίε τε πάκουνιτε (Σ)- λιποθυμῶ. ᾗ δρ, τσὰ (Περμέτ.) Ξ- µόριον θαυμαστικόν, ἵδ. ἀδξ ! (Υ). -- τσά (τ) ἀΐσα (Τυραν.) Ξ- τινές, μερικοὶ-μερικαὶ-μερικά.--- τοὰ καλ]ούαρε ε τσὰ κέμΡε -- τινὲς καθάλα, τινὲς πεζη.--- μΏε τσαξε (τ) ἐπιρ. χρόνου ὑστερώτερον, εδέ πάν, χέρε, ποπ ἍὉπτα Ὅοα- «σαμ-α οπών -αμ-ος Ὅσνὶ τσαγάδε-]α (Περμέτ.) Ξ- τσχγάάε-]α (Άργυρ.) πληθ. ε-τε. τσακόρρε-Ία (Ἔνραν. Υ. Μαλ]εσία) πληθ. τσαχόρρετε -- τσακοῦρι (μᾶ ἡ ἰ . 4 |- ΜΗ! .. μι πι Ι ] η νἹ . μη: | ἡ κ 4 | | : ] ι ] Ἡ ᾗ ! ς | ή το. πι [| | Ἡ 6 λα λα. .". 4 ι Γι Ἵ ] ! ͵ , Ἱ | τε) ι] ' απ] α ἱ ππ Πτα. ι ι 3 ! [ μ] ἡ Μ { [' ] ι Ἱ Ἡ | Ἶ Ἵ { ι ε βόγελ]ε σε λ]ατόρε]α). τσάκ] (Περμέτ), ζοῦρι τσάκ] -- ἔπιασε τόπον, ἔδραν σταθεράν, ζοῦρι βέντ.--- ἔτσξ ε ζερε τοάκ] Ξ πήγαινε εἰς τὴν θέσιν σου, (ὅταν παί- ζωσι τὰ παιδια). ---- α) κά τσάκ] -- δὲν ἔχει τόπον, ἔδραν, (εἶναι ἄμοιους τοῦ παιγνιδίου). τσαλ/ίκ-ου πληθ. σταλ]ίκετε (Κρου]α-ζαθ.) ἴδ. κατσίκ]-ν, τσαλ]ίνε-α (Υ. Μαλ]εσία) πληθ, τσαλίνατες πουῦ ε θόγελ]ε (Τουοκιστὶ πάνασε). τσάπε-α (Ένραν.) κοιν. τὸ τσαπὶ (εἶδος ἐργαλείου) πληθ. τοάπατε. τσαπό/: ρ.Ξ- τσαπίζω, ἴδ. πραδίτ-ίτ-ΐτ. ---- τοκπόχεμ. ἴδ. πραδίτεμ.. τσάρύε-α (Αργυρ.) τσέργα, τσεργ]άν] κ]ε λ]ίδενε φόδν]ενε. τσβάρ-εμ (Βεράτ) --ἴδ. σθαρ-εμ. τσβάρε (Βεράτ) -- ἴδ. σθάρε. τσβαρίτ-εμ (τ)--ἴδ. σθαρίτ-εμ.. ταβάρνα ἴδ. σθάρναι - ἀ81ἱ-- τσβαρνίσ (τ)--ἴδ. σθαρνίσ (τ). τσβερῦ. (τ) ἴδ. σθἐοθ (τ) ταθέρδεµ, -- ἴδ. σθέρδεµ. τοβέρκ-ου ἴδ., σβέρκ-ου τσβερίτεμ (τ) ϱ. Ξ βαρύνομαι. ---- μ’ ουταθερίτ αὖ ν]ερὶ (τ)--μ]ου μερζίτ αὖ ν]εοῖ (Υ) -- τὸν ἐθαρέθηκα. τσβέδ ἵδ. σθεὂ. ταβετετόν/ (Περμέτ. ϱ, ένερ. κεραυνωβολῶ 9) (5) πολοβόνω, ταθετόνεµ, (τ) παθ.---με τοθετετόϊ --μ᾿ ἐκερκυνοθόλησεν. ἀποαντᾷ µόνον εἰς την φοάσιν, ο ι ταθετετούαρε -- ὦ κερκυνοθοληµένε. τσβιέρῦ (τ)--πρέσ κ]ούμεστινε (ἐπὶ ἀνθρώπων κἁὶ ζῴων) ε τοβόρδα ἀλ]άλ]ενε Ξ-ι πρέθα κούμεστινε ἀ]άλ]ιτ. --- τοθίρδεµ (τ) παθ. τσβόλ]-ι πληθ. τοβόλ]ετε-- βῶλαξ, κοιν. σθῶλος. βῶλος, ταβορδίεμ (Πεομέτ.) ρ. οὐδ. μποχτιάζω (ἐπὶ φαγητῶν ἕνεκα τῆς πολλῆς χρήσεως). τσθαβίτεµ: ἴδ. σΏαθίτεμ. τσβάθ-εμ ἴδ. σΏκθ-εμ.. τσὔαρδελόνετε (Βεράτ.-Περμέτ.) σΏκοδελόζετε (Καθ. -- τριτοπροσ. οἴμα Ξδιαφάσκει, δικυγάζει, κοινῶς ξηµερόνει, χαοάζει, ---ου σΏαρδου- λούα Ξ σΏάρδι ἀίτα. --- τοΏαρδούλ]εμ, -- ἴδ. σΏαρδούλ]ευ ι-ε-τε- τοράρδουλ]ετε--ἴδ. ι-ε-τε σβάρδουλ]εε, τσθαρῦ ἵἴδ. σραρθ. ---- τοράρδεμ. - ἴδ. σβάρδεµ.. τσβαρνίσ ἴδ., σΏορνία. τσθξ] (τ) ἴδ. σΏξ] (τ) σρξ] (Υ). τσθέχεμ (τ) ἴδ. αΏξχεμ, (τ) σΏξχεμ (Υ). (1-ε-τε) τσῦξτε (ροράαπ) --ἴδ. ι-ε-τε-σβἒτε. τοθέκῦ-ι (Βεράτ.) ἀπαντᾶται µόνον ἐν τῇ φράσει: τοβέχθι τε ζεντε, ε τε ζένγρετε. τσθελ]έδ. ἴὸ, σΏελ]εθ. ---- τσβελ]ίδεμ.--ἴδ. σβελ]ίδεμ. τσὐέν) (ἨΠερμετ.) ρ. ἐνεργ. κολακεύω τινὰ διὰ νὰ ἐκμ.υστηριευθῇ. τοβέ- νεµ.: παθ. τσδερδοῦκ/εµ: ἴδ. σρερδούκ]εμ. (ι-ε-τε) τσθερδούλ]ετε ἴδ. ι--ε-τε σΏαρδούλ]ετε. τσθερδέν} καὶ τουερθέ] --ἴδ. σΏερθέ]. --- ταρερθέχεµ.--ἴδ. σρερθέχεμ.. τοθερύῦτε ἐπιρ. -- ἴ, σΏερθοτε. --- 498 ---- (ι-ε-τβ) τσδερθῦτε ἴδ. ι-ε-τε σΏερθύτε: τσδό] (Άργυο.) Ξ- ἴδ. σΏόνεμ.. τοδόκὺ--ἴδ. σΏόκθ. τσδοράκ-ου ἴδ. αΏοοάκ-ου πληθ. τσβοράκετε. τσθόρε-α (Άογυρ. χειμάρα) ἵἴδ. Ῥόρε-α, ἀεΏόρε-α, βᾶόρε α πληθ. λείπει. τοΏράζεμ, ἴδ. σΏράζεμ. τοδράζετε ἴδ. σΏράζετε. τσθαρσ ο. ἴδ. σΏράσ. τσθρέ»] (τ) ἴδ. σΏρέν] (2). τσδρέσ (ϱ)Ξ ἴδ. σΏρές ϱ. τοθύδ-εμ ἴδ. σρύθ-εμ.. τσφουκουρό] ἴδ. σΏουκουρόῇ-τσῬουκουρόνεμ. ---- ἴδ. σΏουκουρόνεμ.. τσδουλ]ό] ἴδ. σΏουλ]ό]. τσθουλ]όνεμ ἴδ. σΏουλ]όνεμ.. τσφουλ]έσε-α ἴδ. σΏουλ]έσε-α : πληθ. τοΏουλ]έσατε. τσοθροῦ/ () ἀπηρχαιωμένη λέξις, ἀπαντδται µόνον εἰς την φράσιν ε τοΏοῦνι σε οράφεµι--ε σΏοῦτι σε ρράφεµ.ι, ε σχ]άκ]ι σε ρράφεμ.. τσθούν]ε-α (Υ) πληθ. ταΏούν]ατε. τσῦουσ ἴδ. σΏουσ ϱ. τοΏούτεμ. ἴδ. σΏούτεμ.. τσὀρύθ-δεµ. (Κόρτὸς) ἴδ. σΏρύθ-δεµ. (Κόρτδα). (ι-ε-τε) τοθρύδουρε (Γοοτόκ) ἵδ. (ι-ε-τε) σΏρύδουρε (Κόρτὸκ). (ι-ε-τε) τοθρύδετε (Ἑορτσοα) ἴδ. (.-ετε) σὈρύδετε (Κόρτοα). ταγέζεµ (τ) «ξεζώνομαι). το)ερθόν]ε-α (Βεράτ.) ἴδ. σγερΏόν[ε-α πληθ. τογερΏόν]ατε. ταγερδ:]-ἴχεμ -- ἵδ. σγερδτ]-ἴχεμ. τσγερδίτεμ. (Περμετ.) τσγερρόπεµ ἴδ. σγερρόπεμ.. τογίδεµ ἴδ. σγίδεµ.. --- τσγίθ ἴδ, σγίθ ϱ. τσγ]ά] (Περμέ7) Ξ ἴδ. σγ]α] τογ]άχεμ. ἴδ, σγ]άχεμ.. τογ/ε] --ἴδ. σγ]ξ]. τογ]ερό] Ξ- ἴδ. σγ]ερό]. -- ταγ]ερόνεμ. 1. σγ]ερόνεμ. (τ). τογ]έδε-]α ἴδ. σγ]έθε-]α πληθ. τογ]έρετε. τογ]εθόσ-εμ ἴδ. σγ]εΏόσ-εμ.. τογ]έδε-α ἴδ. σγ]έδε-α πληθ. τογ]έδατε. τογ]έδ-τογ]ίδεμ-- σγ]εῦ σγ] ίδεμ.. -- 459 --- τογ]όν]ε-α πληθ. τογ]όν]ατε «παρωνυχίς). τὸγ]όν] (Πεομέτ) --ἴδ. σγ]όν] (Πεομέτ.) ο. ταγ]όνεμ.- ἴδ. σγ]όνεμ.. ταγ]ούα-όϊ ἴδ. σγ]ούα-όϊ πληθ. τογ]όν]τε τογύρε-α-- ἴδ. σγύρε-α πληθ. τογύρατε. τσᾶερρίτ-εµ -- σᾷεροίτ-εμ. (Περμετ). τσζερρμό] ἴδ. σᾷερμό]. τσᾶρουγό]-- σάρουγό] τσάρουγόνεµ.-- σἀρουγόνεμ., ταᾶρούκ-γου, τσθρουκθ-ι -- ἴδ, σρούκ-γου, σρουχθ-ι, τσέκ : (ΤἜνραν.) ἐπιρ.-- ριχὰ (ἐπὶ ὕδατος). τσέκε-αξ ἡ στερεά, ἡ ξηρὰ [Ἴταλ. 86000 Ξθάτε] πληθ. τσέκατε καὶ βρετσόχ-ου (Σ) νσίερ µβε τσέχετ λ]ούνάρενε-- νκυαγῶ. τσέν-ι (τ) πληθ. τσένετε [[ταλ. β6ΡϱΠΟ]-- ἐδτε ν]ερ µε τσὲνΞ σηµειω- μένος ἄνθρωπος ἔχει σωματικὸν ἐλάττωμα (Τουρκ. σχκάτ). τσενίτ-ἴτ-ίτ: (Περμετ.) ἀόρ. τσενίτα-ε- µετοχ. τσενίτουρε ἴδ. τὂεμό] παθ. τσενίτεμ, ἴὃ. τδεμόχεμ.. τσέργε-α : κοινῶς ἡ σέργα (τῶν Γύφτων) πληθ. τσέογατε. τσέρκ (Καθ.) ϱ. ἐνεργ.ΞΞ κ]ιλό] (Ἐλβας,), κοᾶίτ (1) Ἕξ ἐπιτυγχάνώ εἰς κ τὸ κτύπημα" ἄόρ, τσέρχα-ε-ου µετοχ. νὰ καὶ τσέρκουνε, τσερκό] (Κα6.) ἴδ. στεοπίκ (Σ) στερκὀζεμ. - ἴδ. δτεοπίκεμ. τσέρλ]ε-Ία (Ἠλθασ.) τσερίλ]ε-]α πληθ. πο Ἀήι τσιροά]ε-α πληθ. ταιρρά]ατε-- ἐἶδος πτηνοῦ. τσέρµε-α (Βεράτ.) τσερµεζε-α (Βεράτ. Περμέτ.) µε ξτ σεοµα Ὢ τσερ- µεζαΞ μὲ πιάνονται τὰ νεῦρα τοῦ ποδός' 9) ο λλννμς , τσέρµε-α καὶ τσίρµε-α πληθ. ατες- περδξ-ου ρευματισμός' τσβομε-]α Ξ- βεσνίκ κ]ε πιέκενε Ὠούκενε' πληθ. τσεοµετε. τσερµίτ (Πεομέτ). --- τσεοµίτ δέμΏετε τσθοῦρ-εμ (Καδ6.) ἴδ. τόθοῦρ-εμ.. τσιγαρίσ-ίσ-ίσ : ρηµ..Ξ- τοιγανίζω" παθ. τσοιγαρίσεµ’ µτχ. τσιγα αν. πο σουρξ. | ς τσιέγουλε-α πληθ. τσιέγουλατε ἴδ. τιέγουλε-α.. τοί]α πληθ. τσί]ατε -ὸ. τοίλ]α, τοίλ]ατε, το]άπ-ι (ν) ἴδ. σ]άπ-ι, σκ]άπ-ι [Βλαχικὰ τσάπα). τα]έπετε πληθ. τοῦ τα]άπ-ι. το]έτουλε-αΞ- ἴὃ, σιέτουλε-α, σχ]έτουλε-α. πληθ. τσιέτουλατε. : / τσ]ουνίσ-εμ (τ) ϱ. --- 440) -- τσίκε-α (τ) καὶ τοίκεζε-α (τ) ἴδ. τδίκε, τδίκεζε (/) Ξ ὀλίγον [ἐκ τοῦ γραικ. ψίχαΞ- ὀλίγον καθὼς τσόφ, Ξ- ψοφῶ)]. τσίλε-α (Υ) ἴδ. σίλε-α (Υ) τοίλι ἴδ. τοίλ]ν. (ι-ε) τσίλε-ι-α-- ἴδ. (ι-ε) τοιλ]ε-ι-α (Σ). ταίλ]ι ἄρσ. έρωτημ.. ὄντων. Ξ ποῖος; τίς; πληθ. τσίλ]ετε--ποῖοι; τίνες: ἴδ, κούδ. τσίλ]α ἐρωτ. ἄντων. γεν. θηλ. Ξποία; πληθ. ταϊλ]ατες- ποῖαι. τσιλ)ιᾷό (ὀνομ..), τσιλ]ιτάὺ (Υεν.) κ.τ.λ. ἕχαστας.--- ταιλ]αάὸὺ (ὀνομα- στικἩ) τσίλ]εσεβὸ (Υεν.) κ.τ.λ. ἑκάστη. καὶ χατ᾽ ἐπίτασιν γ]ίθε- τοιλ]ι Ἄ γ]ιθε-σε-τσίλ]ι καὶ σι ι τσίλ]ι (Μάτια) ἆρσ. γ]ίθε τοίλ]α Ἄ Υ]ίθε σε τσίλ]α καὶ σι ε τσίλ]α θηλ. (Μάτια) -- πασδήποτε, πᾶ- σαδήποτε, ἔκαστοςδήποτε, ἑκαστηδήποτε.---ι τσί]-ταίλ]ι (Ριιά1) - ἔκαστος, ἴδ. κουδᾷό, γ]ίθε κούδ, γ]έ0ε-σε-κούδ. ---ν ταϊλ]ι, ε τσίλ]« πληθ. τε τσίλ]ετε, τε τοαίλ]ατε- ὁ ὁποῖος- ἡ ὁποία, οἱ ὁποῖοι, αἳ ὁποῖαι. τσιμθό]: (Ένραν.) ϱ. οὐδ.-- τσούζω (ἴὸ, γραικ. τζιμπῶ). τσιμθόν : τριτοπρὀσ. ϱ. µέ-τέε-ι τσιμΏὸν Ξ- µε-σε-τὸν τσούζει, ---- µε τσιμβὺν λ]ούνγα Ξ μὲ τσούζει ὁ βύζουνας.--- μὲ τσιμ.Ὀὸν πλ]όγα Ξ μὲ τσούζει ἡ πληγή. τοιµό] (Ένραν.) ϱ.Ξ θουμΏό] µε μά]ετ τε γίδτιτ, -- βιάζω, παρακινῶ τινὰ διὰ νὰ τὸ κάμῃ (κεντῶν αὐτὸν διὰ τῆς ἄκρας τοῦ δακτύλου). καὶ τοιμΏίσ (τ) ἵδ. πιτοκό] Ξ χοιν. τοιμπῶ. --- τοιμΏίσεμ. παθητ. (Αργυρ.)--πιτσκόζχεμ. τσιµόσε-α (Τνραν. Καθ.) κοιν. ἡ φάσκα, κε λ]ίδινε φόδν]ενα. τσίµμπ-Όι πληθ. τσίμΏετες-τὸ τσίµπημκα. τε πιτοχού«ρε. τσινγερίµ-ι (Περμέτ.) τοινγερίµε-α Ιδ. ατσαρῖ-α, πληθ. τσιγερίµετε, του)γερίµατε. ταίνγῦι ; ἐπίρ. (Ἐλθασ.. ταίνγουλ]-ι (Υ} πληθυντ. ταίνγου]τε, τοαίἰνγελ]-ι (Υ). τοίνγελ]ε-α (τ. Κροῦ]α) πληθ. τοίνγελ]ατε, τοίνγε-α (Καθ.) πλ. τσίνγατε (Τουοκ. τδουλ]{κ) -- τσἰνγουλ]ε, --- ἐνῷ πιέκ-ου καὶ ἀδομάκ-ου -- τσυµάκ-ου. ταἰνγουλ]α πιέκθι (Κα6.) ἐπίρ. Ξ λ]ό]α (λ]όάρα) κε λ]όσν]ενε µε ταίνγουλ]ε ε µε πιέχ.--- λ]οῦμε ταίνγουλ]α πιέκθι--με τσέρχουνε πιέ- Χουνξ µε ταίνγουλ]ινε-- με ι Χ]ιλοῦμ, µε ι κοβίτε. πμιις τσυνγρίσ-ίσ-ίσ: (τ) ϱ. ἐνερ. -- ὄκρέπ ζ]άρρινε. ---- περάνε ζ]άρριτ ορ ; τσιγγρίσ-ε {-- ὄκρέπ-ε), περάνε γρούασε ορῖ : τοιμΏίσ-ε (- πι- τσχό-]ε). τοι»σαμῖ-ου πληθ. τσινασαμῖτε, εἶδος μι κρησκοπικοῦ πτηνοῦ, τσυάσούρρε-α (Αργνρ.) πληθ. τσινἀσούρρατε [γραικ. ταΐντσιρας]., ἴδ. γ]ινκάλε-α. τσίνκερε (Δ/απ) 599 τοίνκθ-ι (1) τσίκνε-α (τ) πληθ. τοίχνατε -- δηρὸν ψύχος, ἴδ, τσινγερίµ.-., ατσαρῖ-α, φράκ]-ι. ταινταῖρ-ι 39 ἴδ. τορολ]έτο-ι, τοίντόερρ-ι (Περμέτ.) [΄Απλοελλην. τσίντσιρας]--ἴδ. γ]νκάλε-α. τσίπ μθι τοίπ (Ἓλθκα, Καθ.) ἐπίρ. τόπου -- τὸ ἓν ἐπονω ῖς τὸ ἄλλα, ἴὃ, πίνγο (Πεομέτ.). τοίτε-α (κοιν. ἡ τσίπα) ἵἴδ. µάζε-α (5) βεμέσε-α τσίπερε [δ., σίπερε --- ταίπρε, ἴδ, σίπρξ. τσίπραξι (τ) ἴδ, σίπραζι, (ε-ε) τσίπερµ-ι-ε-]α ἴδ. ι-ε-σιπερµ.-ι-ε-]α. τσίρι ἄρσ. ἴδ. τσιλ]ι.---- τοίρα ἴδ. ταζλ]κ θηλ. τσιρρίσ (τ) ϱ. ἑνερ. - ἴδ, θουμβό], παροιµ. κούό ταιρίσ γομάρρε ι 4ε Υ]ὸν πόρδετε. το]άπ-ι (Βερ;τ.) πληθ. το]έπετε (ἀντὶ σκ]άπ-ι πληθ. σκ]έπετε, τροπῇ τοῦ κ] εἰς ]) ἴδ, σκ]άπ-ι (ϱ. τοιρρά]ε-α ἴδ, τσερρίλ]ε-]α, τσέλ]ε-]κ πληθ. τοιρρά]ατε. ταµίρ-ι ἴδ. σμίρ-ι, τσµίρρ-ι ἴδ. σµίορ-ι, τσοκελίµε-α (ια) ἴδ. σοκελίµε- πληθ. τσοχελίµατα. τοοκουλίµε-α (Οι!) ἴδ. σοκουλίµε-α πληθ. τσοκουλίµατε. τσοκουλό»] (0181) ἴδ. σοκουλόν]-ό]. τσοκελόν] (Ριιᾷ1) ἴδ. σοκελόν]-ό]. τσόπε-α πληθ. τσόπκτε [Ἰταλ. Ρο7ζο]Ξ κομμάτι, ἵἴὃ, πιέσε-α. τσοπεζό) (τι, τσοοπεσόν] (Πειπέτ.) τσοπετόν] (Βεράτ.-Σκόάρκ) κοιν. Ἶ β κομματιάζω. - τσοπεζόχζεμ., τσοπετόνεµ., ταοπετόνεµ, παθ. καὶ τσο- πετόχεμ. τσόχε-α κοιν. ἡ ταύχα, τὸ ροῦχον, τσόφ (γ. Ῥορβάκῃ-τοσκ.) ϱ.--ψοφῶ (ἐπὶ ζῴων) ἵδ. ν 6ρθ. ϱ. . πω ο συ ο ο μου Ὁ--ᾱ--ἶτο---ᾱ---''--πσπμωμ μμ μημώ, / ι . 4 αἱ ο ἃν ἡ ο ΛλΩΙ--- τσούλ-ι (Υ) (Μαλ]εσία- Μάτις) ἵὃ, τδούν-ι πληθ. τσόλ]ατε. τσούλ]ε-]α (Υ) πληθ. τοούλ]ετες- ράχος. τσούλ]ε-α (Υ) τετ. τσούνγε-α (Υ) ἴδ. κερτσοῦ-νι (Υ) πληθ. ττοῦὔνγατε. -- τσοῦνα-γου (Υ) κβοτδεπ-ι (Βεράτ) --κολοθὸς πληθ. τσούνγ]ετε. κ]εν-Ὀιὂτ- τδούνκ- γουξκ]εν κ]ε σ᾿ κά Ῥίδτ, κἱς ἷα κάνε πρξμ. Ὀἱδτινς, τσούπ (Σ) ἐπίρ. κοιν. μονό (Τουρκ. τέκ).--- πάρε α τσούπΞ ζυγὸ Ἰ μονὸ (Τουρκ. τδίφτ κα τέκ) ἀντίθ. πάρε α νε α. τοούπ-ι, τοούπθ-ι (1ακόθο) πληθ. τοούπατες-οἳ ὠμοι [ζὸ. σκ]ουπ-ι]. τσούπθι ι. κράχτ (1 ακόθα)-- ὁ ὧμος. τσούπε-]α (Σκοᾶρα Τυο.- Καθ.) μονη πιστόλλα.-- τοπάναδε ε βόγελ]ε ε βέτεµε ἴὃ. ἀούνγβ-α. τσουρρίλ/-ι (Ἔνραν). ἴδ. σουρρίλ]-ν. τσούτσε-α (Υ) πληθ. ταούτσατε-- κοράσιον. ἴδ, τοίκε-α.. τακερφίτ-ίτ-ἴτ πα ϱ. ἀόρ. σκερφίτα-ε-ι μτχ. σκερφίτουρξ. παθ. τοκερφίτεμ- Ἰάπεμ. τέπερε, Φὸρτ. τακεοφίτενε λίούλ Ίετε-- χάπενε φορτ. (ὡς τὸ τριοντάφυλλον). (τὸ γκρούφαλον κ.τ.λ.) ου τσκερφίτνε λ]άκρατε--ου ζάπνε λ]άκρατε φόρτ. του τσκεοφίτνε ὄυτετ-ι ου ζάπνε φοοτ σὺτέε. τοκερφῦλ-ι (Ἠλθασ.ΞΞγουρµάζι κι ἄδτε νγΊ! ἰτουνε μουδκενίτ ε Ῥάρδα.. τσπεάρέδῦ ἵδ. σπερᾶρέθ. ϱ. τσπερἀρίθεµ.--σπερθρίδεμ.. τσποδίσεμ (τ) ο. ἴδ. ὅκάσ. ϱ. δκέσ. ϱ. τοπόκεσ-ι (Αργυρ.) πληθ. τσπόχβσιτες- στερφύτο ιν θάτε (πα οὐ]8) τσπόρδεσ-ι πληθ. σπόρδεσιτε πο) ζόρος ε πλ]άνάεσιτ κ]ε εὔτε νγ]έτουρε τε γουρµάζι καὶ ζορρ ε κοὐκ]ε (Ἴλθασ. . τσφιλ]ίεμ. (Βεράτ.) ο. βασανίζοµαι, βούα], χεκ] κέκ]. μουνᾶόνεμ, τέ- πέρξ.---- μτχ. τσφιλ]ίτουρξ. αν] λος υ τούσ-τσύσ-τούσ (Ἓλθασ.) ϱ.Ξ πεφάζω, ἀορ. ταύτα. μτχ. τσύτουνς. --- παθ. (τούτεμ.. ἴδ. νγάσ (Σ) γετσίτ (Περμετ.). τοφίνε-α (τ) ἴδ. σφίνεα, σὐλγ]κε-α, πύχλ]ε-α πληθ. τοφίνατε. τσφινόσ ἴδ. σφυνός ϱ. (τ). τω μην ιν [ } - τοφούρκ-ου ἴδ. σφούρκ-ου πληθ. τσφούρκ]τε. τοφράτ-ι (Βεράτ.) [ Ἑλλην. φράττω]-- ὁ φράκτης τὸν ὁποῖον κάµνουσι εἰς τὸν ποταμὸν διὰ νὰ γυρίσωσι τὸ νερόν. τσφύνε-α ἴδ. παλάτσχε-α πλ:θ. σφύνατε. τσφύτεσ-ι (Άργυρ.) πληθ. τσφύτεσιτε-στερφύτεσ ι νγ]όμε µε οὐ]ε τσφυτυρῖ/ ἵδ. σφυτυρῖ]. τσυφυρίµ-ι ἵδ. σφυτυρίµ ι. πληθ. τσφυτυοίµετε. Τ5σ τος] καὶ τδαν] ρ. ἐνερ.-- χάμνω δύο κομμάτια τδά] ἀροῦ -- σχίζω ξύλα, τοα] κρύετες-ζαλίζομαι, σκοτίζοµαι. παθ. τδαχεμ.. τόακάλ-ι πληθ. τδκκά]τει ὁ θὼς κοιν. τσάκαλος. [Τουρκ. τὄκκάλ]. τόαμχµάκ-ου πληθ. τσαχμάκετε .α ἴδ, κατσίδε-]α (τ). τσακμάδ-ι (Τυραν.) -- ἴδ, στοπάν-ι τόάλ]-ι-ε-/α χωλὺς-ή, κουτσὺς-ή, τοκλ]αμάν-ι-ε-]α. πληθ. τδσλ]α- α μα ας ῥ Γ .. Ἡπ ᾗ - . µάνετε ἆρσ. τὄκλ]αμάνετρ. -"τοσκλ]όκ-ου-ε-]κ πληθ. ετε ἆρα, ---ετ 105 θηλ. καὶ ν-ε-δκέπετέ-ι-α (Ῥοράαπ 2), τόαλ]ό] ὄκεπό] (Σ) -- κουτσκίνω. ----πκθ. τοκλ]όχεμ. καὶ ὄκεπόχεμ, (5). τόαλάτε α (Υ) πληθ. τκλάτατε -- δχάλε-α (Ἔνραν.) πληθ, διάλετε, τσαλατό} (Υ) ϱ. ἐνεργ.Ξ- Ρᾶ] µε τὔκλάτα.---παθ. τὀκλατόχεμ. (Υ). τόάµε-Ία: πλιθ. τόάμετε Ξ εἶδος πτηνοῦ, Ίσάμει: πληθ. Τδάμετε -- ὁ Τσάμ ης. Ἰδαμενι-α () Τδαμερι-α (τ) -- ἡ Ἱσαμουρία. τσαμενίότ (Υ) τσαμεοίδτ (τ) -- τσαμιιστί, τσαμενίότε-]α (1), τδκμερίστε-ἶα (τ) -- ἡ τσαμικὴ (διάλεκτος). τσάπε-α (Υ) πληθ. τόάπατε, καπδάτε-α πληθ. χαπδάτατε' καὶ ποφ- .. ᾗ | .Ἓ. αν 1 .. σάτε-α πλ, καφσάτατετ- κοιν, βοῦχα" ἴδ, ϱ. περτόάπεµ, καπ- ..ῇ. ο. 5. κ. ἡ μα. αρ, ο ον. | ι ῥ ἡ ῥ σο], καφσο]. -- υῖ τόάπε Ῥούκε-- µία βοῦκα ψωμί, µία χαψιὰ ψωμί, κ. . μα η. 4 ὰ τά (τ. Ἐλθασ.) ο.Ξ βηματίζω. --- τδάπ κᾶμβενε-- ἀνοίγω τὸν πόδα. διὰ νὰ περιπατῶ, νὰ κόάμω βῆμα. ---- τδάπ -- ὕπαγε | τόαπάρ-ι (Αργυρ.) Ξ- δερίτ ἄρι α χργ]εναι. .. . [ο Ἁ Ἆ μία τσάπὺι ἐπίρ. Ξ μὲ τὺ βήμα, -- 4 π τσάπ-ι (τ) πληθ. τδάπετε - βῆμα κοιν, ὁρασκελιά. .”. ' .. | - -- . . / τζάπε-α (Ἐλδασ.) πληθ. τδάπατε: 40, τρὶ τόάπα-- δύο, τρία βήματα" Ὃ πωλαας-- λάπε-α (}. Τυραν) [χάπ ϱ.] ἴδ. πούπε-α ἵδ. δάλ]ε-α. ---- τδάπε-α καὶ χάπε-κ -- θῆμα, κοιν. δρασκελιά. Κούρ έτσεν νἹερίου νγρξ κέμ- Ὀεν᾽ ε ἀιάθετε εδέ ε χάπ ε δχέλ] μᾶι δξτ, παστά] νγρξ κέμρεν ε μενγ]ερε ε ὄκέλ] περμΏῖ κεμὈεν ε ἀιάθετε, ἆο µε θένε µε τουτ]έ ο ο ο τσ νο μι κο ο - π .. .Ἡ Γν "8 α νγά χεμὈ) ε ἀιάθετε, εδέ τούκε τάπουρε πο κετου ετδεν γ]ΐθε -: ν]έ. ----ἴδ. πούπε-α. τόαπελό] (Αργυρ.), τδακπλόν] (Περμέτ.) Ξ διχοτομῶ, ξεσχίζω (ἐπὶ πραγμάτων συνεχῶν) ε ζὅ πρε] τδάπαδ κεμ,Ώεθετ εδέ ε νὰδ] ἆ9 Γι μμ ϱ-- ο -- ταόπαδ. --- τὀκπλόν] ἀέγενε -- ἴδ. δκ]ύε]. τὔαπόκ-ου (τ) -- σκέλος" πληθ. δάλ]ετε -- τὰ σκέλη. τδαπούν-ι (Τουρ... 313) Ξ- ν]ε φάρε τὲ έτσουνιτε κδλ]ιτ. ' -- . ποπ νΌωςς” τδαπραδίτ-ίτ.ίε (Ἓλθασ.) ϱ. ἐνεργ. «- ἐμπερδεύω τὰ βήµατα.--- μὸς τδα- πραδίτ κᾶμΏετ᾽ αδτοῦ Ξ μὴ περιπατῆς στραθὰ ἐδῶ κ᾿ ἐκεῖ καὶ ἐμ- λα. Ἱ ή { ἵ μ ο ..ᾗ 4 ϕ .. Ρ- περδεύεις τὰ βήματά σου. --- ἐν ᾧ ἁπλῶς πραδιτ-ιτ-ίτ (Υ) τδκπό] ας -- βωα (Έυραν.). ----πευμίζ (Σ) ϱ.Ξ σκάπτω ἐκ δευτέρου: παθ. ποαδίτεµ., σαι τδακπόχζεμ., πεομίχεμ.. τδαρρανύχ-ου (Υ) πληθ. τδαρ-ανίκετε [ἴσως Ῥλανϊκ. λέξις] ἴδ. θάρκ-ου. τδάρτ (Σ) (141) -- πρίὃ (Υ. τ') κοιν. χαλνῶ --- 9) (Σ)Ξ ἐξοδεύω.--- παθ. τδάρτεμ.. - .. 1 1 “ .ό | . .... - | | ια. “μι - .. ὁ τδάρτεσ-ι (5) πληθ. τδάρτεσιτε -- αὐ κ] τδάρτ. τδάρτεσε-]α θηλ. πληθ. τδάρτεσετε -- αἷό κ]ε τδάρτ. τάρτε-α (Περμέτ.) πληθ. τὂάρτατε - παραλάλημα, παραλήρημα. --- τδάρτε-α (Σ. κόᾷρα) πληθ. τδάρτατε -- κ]άρτε-α [κατὰ τὴν ὀρεινὴν προφορὰν -ὁ κα προφέρουσιν τὸςκ {Ξ οἶα), τὸ κε, τδε (Ξ616), τὸ κ], τὸς [Ξ6ἱε), τὸ κ]ο, τὸο (Ξοἱ0), τὸ κ]οῦ, τόοῦ (5611), τὸ κ]υ, τὸυ (Ξοἶου)' ἐπίσης τὸ γα, γε, γ]ε, Υγ]ι, Υ]ο, γ]ου, γ]ν Ξ σα, σε, ἆδε, ἀδι, ἀδο, ἆσοῦ, ἆσυ -- (σἱα, σἱθ, σἵε, σ, ο1ο, Ρ11, ρου) κατὰ τὴν Ἰταλ. προφοράν]. τδαρτόν] (Βεράτ.) -- ὄκαλό] () ο. οὐδ. -- πίδεµ. μεντὂ, λ]ούαν] μεντὸ τδαρτό] (5) ἴδ. κἱκωτό], τδερτό] (Σ) -- ἴδ, ]ερτό]. ---- τδκρτόχεμ. (Ἠ), ἴδ, τδεοτόζεμ, (Σ] -- ἴδ. κἱαρτόχε ἱεοτόζεμ.. ---- τδοοτό] (τ) Ξ ἴὃ, κ]εο- τζερτόχεμ.(») Ξι Ἱαρτόχεμ, κ]εοτόχεμ.. --- τδορτό] (5) Ξ- ἴὸ, κ]ερ τό] (τ), τδορτόνεµ. (τ) -- ἴδ. κ]ευτόνεμ.. τδάσ Ἄ τδάστ [τ) ἐπίρ. χρόνου -- ἀμέσως, εἰς τὴν στιγμήν. --- τδάσ (1), ατε τδάςσ, κετε τδάσ (Υ). νᾶς τδάστ (Ῥοράαπ).--- περ ὁρε ε περ “μας... τόἄάα φ Ξ κάθε ὥραν καὶ στιγμήν' ατε τδάα, χετε τδάσ -- αὐτὴν τὴν στιγμήν, ταύτην τὴν στιγµήν' ἵδ. πελν]εχερε. τσάτᾶκβ-α πληθ. τδάτὂκατε -- ἵἴδ. νάφκε-α.. τοάφκε-α (Υ. Ἐλθδασ.) πληθ. τοάφνατε -- ὁ γλάρας, λευκὸν πτηνὸν θε. λάσσιον, .. ο .. α Ἡ Ἡ τσαρρουβῖΊ-α: πληθ. τόκροουδίτε ο ας - ἀσυμφωνία, ἐμπερδεύ- ᾿ 3 β 1 ματοα (πεποιημένη λέξις):' νούκε Ὠδνα κετε πούνε σε ἀούλ]εν δούμε ην - τζκρραθῖ -- δὲν ἠδυνήθην νὰ χάμω τοῦτο, δω συνέθῃσαν πολλὰ ἐμπερδεύματα" πολλαι ἀσυμφωνίαι τοβάτ-άτ-άτ (Βεράτ.) ϱ. ἔνεργ. -- σπαράττω (τὸ κρέκς), ὄκεπούτ ἀόρ. τδθάτα, µετοχ. τὀθάτουρε παθ. τοθάτεµ. (Βεράτ.). | τόβόὃκ (Περμέτ.) ϱ. ἐνεργ.-- ξεφλουδίζω, ἐκθάλλω τὴν φλοῦδα (τῶν δύλων) ἆόρ. τοθόδχος, μετοχ. τ εοθόδκουρε παθ, τόθόδκεμ.. ταγ]ίτ (τ) [ἀντικανονικὸν ἀντὶ δμ]σ]. ἴδ, δχίσ-ιτ-ιτ (Υ). τό οκούδ (Υ. τ.) ἕκαστος, ἑχάστι ποινῶς κάθε ἕνας, κάθε μία, τό (Υ. τ.) κ]ιδ (Υ. υναν τό κα (2) ἐπιρ, ὄνκφ. Ξ ὅρτι, ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον. ---- τὸ) πίελ µάτσε]« γ]ούαν μη] (τ) - ὅρτι γεννᾷ ἡ γάτα χυ- νηγᾷῷ ποντικούς' καὶ Χ]ισ πίελ μάτσε]α γ]ούαν μι] (Υ) καὶ τὸ κα πίελ µίτσα Υ]ουεν μῖ] (Σ). ----το) τε Ρε]σ γὲν (τ) ὅτι κάμνεις, εὖ- ῥίσκεις -- κ]ιὸ τε Ῥὰ]ὅ Υν (Υ) τὂ κα τε Ὠδ]ὸ έν (3). --τὸ τε ἀούὐαδ (τ), κ]ιδ τε ἀούεὸ (Υ) τὸ κα τε ἀούεδ (Σ) -- ὅ,τι θέλεις. τὸ’ (Υ. τ,) ]ιὸ (Υ. Πα 1) το κά (5) ἐρωτηματικόν µόριογ’ Ξ τί; τὂ ἆο:-- τὸ) κά ἆον (Σ)--τί θέλεις,- --τὸ' έν; κ]ιό Ὠᾶν; τὸ κα Ὀᾶν :- τὶ κάμνεις : νγα τὸ) ἄνε ]έ:-- ἀπὸ τί βέρος εἶσχι; τὸ’ φάρε ν]ερίου {ὅτε -- τί λογῆς ἄνθρωπος το; τὸ) φάρε Σε; --ποίου εἷ- δους " « τὶ λογῆς; το ᾖοκούςδ (Υ) --ὅστις δήποτε, ἥτις δήποτε, ὅποι: δήπ τοτε, ὁποία δή- ποτε' τὸ οκουῦ µε Χ]ένε-- ὅστις ἁήποτε χαὶ ὢν εἶναι. τος (Υ) κε (τ) κ]ι (Υ) - ἀπό, ---τδε µότικ]ε µότι- Χ]ι µότι Ξ πρὸ χρόνου. ----τὅξ ατεχέρε ἀέρι ταδτί (Υ) -- ἀπὸ τότε ἕως τόρα” κε οτε- Ίέρε Ύ]ερ ταδτί (τ), κ]. ατεχέρε νγ]ερ νάαςδτί (Υ):. κἱε τανί ε πας κετα] (τ) -- ἀπὸ ον ὦ Χαὶ εἰς τὸ ἑξῆς. ---- τσεκούρε (Υ) τόξκοὺρε σέ (ή) (ωοράαη-- ἀφ᾽ ὅτου.---κ]ε κούρε (τ) ἢ κ]ε να, σε (τ), κ]ι κούρε (Υ) Ἄ κι κούρε σε (ή) κε κούρ σε έρδε τύξ ἀφ᾽ ὅτου ἦλθες σύ, - - ἕως ως οσο. η ο .-- ῄ --ς . -. . α ολὰῥ ---- τὄεκού, τὄοκού (Βεράτ. Περμέτ.) --ἴδ. ἀικού. τδεκούδ (Βεράτ.) τδοκούσ (Περμέτ. ολο, ἀικούδ. τδέλ] (Αογυρ.) ο. ἐνεργ. -- ἀνάπτω την ολ ἐνῷ τοδξλ! (Υ) τδιλ] 2; ντδελ] (ριά1) ο. ἀνοίγω μὲ τὸ χλειδὶ καὶ Ἰάπ-- ἀνοίγω ἁπλῶς μ. κλειδωμένην, χωρὶς κλείδα ---τοέλ]ινε λ]ούλ]ετες: ἀνθίζουσι τὰ λου- λούδια. ----σα τοξλ] ς μὈῦλ αὗτες ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ. ---2) φιλοξενῶ' α τδελ] αὐ ν]εοῖ; - δέχεται ξένους (Φιλού ενεῖ) αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος: --- ἀντιθ νάροῦ] -- κλειδόνω: τοῦ ὃε ϱήματος ζαπ ἀἄντιθ. εἶνε τὸ μΒύλ ρ. τδέλ]εμ., τδίλ]εμ. παθ. τοῦ τδέλ]. τοέλ]ετε : ο. -«ἀνοικτά: ἀντιθ. νᾷρῦτε ντδέλ]ε (141) (ι-ε-τθ) τδέλ- Ίετε (Υ) -- ἀνοικτός-ἡ-όν 2) ἀνεπτυγμένος- η-ον' ἀντιθ. (.-ε-τε) μ.ύ- λετε-ι-α« Ἄ (ι-ε-τε) νάρῦτε. τδέλ]σ-ι (Υ) τδ(λ]σ-ι (Σ), χάπεσ ι(τ) - πληθ. τδέλ]ατε, τδϊλ]σατες κοινῶς κλειδί. τέµ (Ἐλθκα.) ἀικτό] (Τυραν.) τρα]τόν] (Βεράτ.) ϱ. ἐνεργ. ἀόρ. τδε- μκ-ε-ι µετοχ. τεμ. παθ. τόεµεμ. (Ἐλθας.Ξ ἐξερευνῶ ἀνακκλύπτω, ξεσχεπάζω τούκ᾽ ε κερλούαρε. τόεμόν] (τ Ροβάαν) πμ (Υ) τδενίτ-ίτ.ίτ' (Περμετ.)Ξ ο. ἐκτιμῶ, ος ει τὴν τιμήν, τὴν ἀξίαν πράγμ.κτός τινος. -ε-τε) τδεμούεμ (θοράαη) 5 πολύτιμος. - τς ι πα τδεμούαρες ἀδά- µας (λίθας ἀνεκτίμητος, λίθος πολύτιμος). --ε τδειόν] σα βελ]εν Ξ ἐ τω πόσον ἀξίζει. -τδεμόνεμ. (τ) τδεµόχεμ. (0ορά απ) τδιμόχεμ. (ή) παθ. τδεμίμ-ι(τ. Ὀοράαπ). τδιµήµ-ι (Υ) πληθ. τδεμίμετε, τδιμίµετε -- ἐκτί- μησις. τδεμένᾶεμ: (Υ) ϱ. οὐδ. Ξ- πρίδεµ, μἐντὸ- γίνομαϊ ἔξω φρενῶν' (.-ε) τὸς μέναουνε (Υ) -- ὁ ἔξω φρενῶν, µανιακός. τδενό/ (᾿Ιακόθα) ϱ. ἐνεργ. τετ τδεπέ-Ία (Άργυρ.) πληθ. τδεπέτε, τδίπε-]α [Ἴταλο-,Αλθανικόν] τδε- πέκε-]α (τ)Ξ-ν]έ τσόπε φλ]όν κ]ε λ]ενε νὰε μά]ετ τε κρέσε' χκ]ι- ρόσιτ κουρ τι Ῥί]ενε ἂν τρῖ Ἠ]έμε λ]έδ, ε λ]ξ τε τέρε κόκενε τδεπέκε- (παροιμία ἐπὶ ὑπερηφανίας τῶν πλουτούτων πτωχῶν) πληθ. τόε- πέκετε, τδεπερόκ-ου (τ)--σπιθαμὴ πληθ. τδεπερόκετε καὶ (Περμετ.) τοξπρὀκ- --- 441 --- .. Ὀεοᾶδικ-ου (7) ἄν πελεαοε . εν]ς τσεπερὀκ (τ]-- ἀν πελειρ ε . Ὀερᾶσία (Υ) πληθ. Ῥεράσίκε τσέρδε-]α πληθ, τδέρδετε-- ἡ πα τῶν πτηνῶν {δ., φουρρίκ-ου (Πευμέετ.) γράᾶε-ακ (Υ. Μαλ]εσίκ). τοεῦτι) (Ἠλθκα,) τεδτῖ] μή (ὀρθότερον], τεδεµ. (Σ) δετῖ] (ΑρΥ.) Ἰ εδετῖ] (Περμέτ.)]-- πτερνίζοµκι ἆόο. τδεδτῖνκ-ε- μτχ. τοεδτῖμ. [ τδεδτίνε-α (ἼἼλθκσ.) ἴδ. τετινε-κ (Έυραν } πλιθ. ει ως τδέτε-α (Ἐλέασ. -- εἶδος παιγνιδίου τὸ ὁποῖον παίζουσι τὰ παιδία. τε λ]άδε τδέτενεὶ κουρ λ]ού]ενε ἀ]έμτε ν]δνι αΏα ἀόρενε Ἰάπετε ε τιέτεριι Ῥίε µε πελ’µε ἀόρεσ) ατῖ ει θότε: Τε λ]άδε τδξέτενε τε µόρα Ἰέτενε, ε νε ἴκεν µε ρένᾶε: ατεχέορε αὐ τδούνι ιῥαί. τε µε ρένᾶε τα ζδ]ε οτε ε τι Ὀιέρε µε ἀόρε δπίνεσ᾽ ατῖ νᾷε ε ζᾶντε: εναέ ναε ιν ρᾶντε ι λ]άου τοέτενε, νε μὲς πο ἁότα ναιεκ]ε γ]ιθεν]ε. τοέτε-α (τ)--γένος 9) σωβὸς, ὁμὰς, τούφε-α ν]ε τδέτε ουλίν]δ (τ)-- Ὁ) (. γ.)Ξ κόμμα (Έουρκ. ταράφ). ν]ϊ τούφε ἀροῦν] ουλίν]ὅ, (Υ). τοέτκε-α (Περμέτ.)-- οἱ κόμποι τῶν ὑφασμάτων πληθ. τόξτκατε, τσέτκε-α (ΏιΏρα) πληθ. τὄετκατε-- ἴδ. σούφχκε-α. τσετίνε-α ὃν ο πληθ. τδετίνατε. τδέφ (1) ἴδ. φδέζ (τ), πδεῖ (τ). υπσεζ (τ), ντᾶεζ (ἀοράαπ) καὶ ντσεφ (Ῥοράαπ). µπτόεφ (Υ) Ἄ µπδεφ (Υ) ἀόρ. τδέφς͵ μπτοέφκ, µπβεφα, µετδεφα, µεῦεφα. µτχ. τδέφε µπτόέφε, µπδόεφε, µετδέφε, μεῦεφε. μα . ε τη εκ” ο .. ἡ ..” ᾳα τσέφετε (Υ) ἐπιρ.Ξ- κρυφίως, ἴδ,. φδεχουρα (τ), πσεχουρα {(τ), µπδέχουρα (5). ἔτι δὲ µπτδέφετε (Υ), µπδέφετε (Υ), καὶ τδέφας (Υ) µποδξέ- φας (Υ), μπδέφας (1): μετόέφαις (Υ). μ.εσεφας. --- ι-ε-τε τόέφετε (0, µπτόέφετε, µπδέφετε (Υ), µετόεφετε (Υ),. µετδέφετε (Υ) ἐπίρ.--; ου. .. . Ἰ β .. Ι αν .. ο πτὸς-Ἀ-όν. -' ντδέφαζε ἐπίρ.--ἴδ. τδέφας. τόέφκε-α (ή) ο πληθ. (τὄέφκατε). παθ. τόθοῦρεμ. τοίκε-α (Υ. Μαλ]εσίκ) πληθ. τδίκατε ἴδ. τδούτσξ-α, τδούπε-α (τ). τδίκε-α (τ) ἴδ. ἀσίάσε-α..--- τδίκε βέρρε «φανός, φάρος). τόίκε-α () πληθ. τδίκατε ἴδ. γ]έρΏε-α (Ἠλθασ.) πίκε-α (τ) τδικε-α -.ϕ πε -ᾱ κι . ---.-- - 3 - .. - " - οὐ. -ἳ-. ΄«ογΧἴ{ μ--. .. - --. ποκω» ----- - -- -- -. -ᾱ ο --ω----θυ-ρ;ρ«4«ὃ«--.. ς -- πα -- σα. πα α . Ὥα : ση, : -- . μα ακα -ᾱ- "μμαν - 3 .. . - ' ". ο "4 : ἡ ' 2 . { ημα. ' ., .- ἁ -- | ἃ ' ."... μὲ : μη « η ᾿ ᾽ μ : : ͵ 4 πλ : Ε ᾽ ἢ ἱ 3 Ἡ έ ἡ ὃν ε . ͵ . τα πα αν η ην η ως) σι” " " η Ἡ παν αι νο Ἡ ο , ...” η - Ην η 8. ον μ]- ααααήι ο -.. - -- ου ρα. -- --- α... ο ο-----ᾱ--ᾱ- αομιώμμήμανη ϱμϱ”-'--ᾱ-υ--. ρ- -- ΜΗη -- πληθ. τδίκατεζ-κομματάχκι κοιν, --- ε Ώδυα τδίκα τοίκα- τὸ ἔκα- µα κομματάκια, χομματάκιος. ν]ε τδίκε (τ. γ.) Ξ ὀλίχον, µᾳά στάλ- λα, μλὰ ψίχα. νε τδίκεζε ὑποκορ. [ἴσως ἐκ τοῦ ψίχα καθὼς τσοφ -«ψοφῶ] ν]ξ πίκε (Σ) ν]ῖ πίκεζε (Σ. ὑποκορ.) ν]ΐ γρίµείε (Σ) ίδ, πάκ, πάκεζε, πόκ γ]ε, πάχεζε Υ]. τδικερρῖ-α (1) πληθ. τδικεροίτες-μικρὰ πράγματα, πλ]άτδακτ, τε βό- γελ]α. τοικὸν (Υ. Ὀιά!]) ο. τριτοπροα. ἴδ, πικὸν (τ), Υ]ερΏόν (Ἠλθασ.. τοίλ) (Σ) ο. ἵδ. τδέλ]-- ἀνοίγω. τδϊλ]εμ. παθ. τοῦ τδέλ]. --- τδέλ]εμ. νάςε; βέτεχε (Σ) ἴδ. ἀεκόχεμ. (1). (ι-ε) τδίλ]ουνε (Σ) ἴδ. ι-ε ἀεκούμ. (/). τδιλ]ιµῖ-ου (τ) πληθ. τδιλ]ιμίτε-- καλ]αμά-νι (Υ) πληθ. καλ]αμάν]τε μικρὰ παιδία, τιμθόσκε-α (Βεράτ.) κοιν. φάσχα πληθ. τδιμΏόσκατε τδίµεορε-α (5) πληθ. τδίµέερρατες κοριὸς [δ. γραικ. τσιμποῦρι] καὶ τδίμχε-α (Έυραν.) πληθ. τόίμκατεξρρίκ]ενε-α. τδίμκθ-α (Καθ. Γοοῦ]α) πληθ. τδίµκατεςτζιτζιφιὰ (Ξ- ὁ καρπὺς καὶ τὸ δένδρον) (Τουρ... ζιάέ) καὶ (κατ ἀναγραμματισμὸν) κίμτόε-α πληθ. χμτδκτε. τδιµό] (Υ) ἴδ. τδεμό] (τ) τδιμόχεμ. (Υ) Ξἵδ. τθεµόνεμ, (τ). τδιµίµ-ι (Υ) ἵδ. τδεµίµ-ι (5).---ι-ε- τδιμούεδιμ.-ι-ε-τδιμοῦδιμ. (Υ. συνῃρ.) ι-ε-τόεμούαρδιµ. (τ)Ξ πολύτιμος, τδίπε-α (Περμέτ.) πληθ. τδίπχτε.---- δι τδίπε-- δι µε βέδε τε βέγ]ελ]ε. τοίπ-ι (Περμέτ.) -- γωνία (Τουρκιστὶ Ῥουάδάκ), σ᾿ λ]άδε τδίπ᾽ ε ἄνε πα κερκούαρε. τδίφεµ (Υ) ἴδ. φδίζεµ. (τ) πδίχεμ, (τ) µμπόιχεµ. (1). τὸ]ίερ (Υ) τδ]ῖρ (Καθ.) Ἄ τδιέρ ϱ.--ξεσχίζω, ἴδ. ὄκ]ίερ (Υ).---με τδόρι µάτδε]α (τ)--με ὄχ]όρι µάτσε]α« (Υ). τόῖρεµ.--ὄκ]ίρεμ. (Υ). τοκαδίσ-ίτ-ἴτ (γ) --ἴδ. ὄκαδίσ-ίτ-έτ (Υ). τόκαδίτεµ. (Υ) ΞΞ ἴδ. δκαδίτεµ, (Υ). τόκάδεμ ἵδ. δκάθεμ.. (ι-ε-τε) τόκάθετε (ὃ. ι-ε-τε δκάθετε. τόκάὔετε ἐπίρ.-- ἴὃ,. δκάθετε. τοκάλ/εμζῖὸ. δκάλ]εμ. καν ο τοκάλ]ετε ἐπίο. --ἴδ. δκάλ]ετε. (ι-ε-τε) τὀκάλ/ετε 'δ. ι-ε-τε δκάλ]ετε τοκαλ]ί (Περμέτ.) [σκαλίζω] Ξ χαϊδεύω, ἴδ. περκεδέλ] ο. ἴδ. περγε- ζόν] ο.--- τσκκλ]ῖτεμ.Ξ ἴὃ, σκαλ]έτεμ. « ρ. τόκαλ]ιταρ-ι-ε-]α (Περμέτ.)-- χαϊδευμένος- η. τόκαλμό] ἵδ. δκαλμό].--- τὄκαλμόχεμ. ἵδ, δχκαλμόζεμ.. τόκαλό] ἵδ, καλό]. τκαρξέχεµ. ἵδ. δκαρζέχεµ.. τόκαρκό] ἵδ. ὄκαρκό], τκαρκόχεμ, ἵδ. δκαρκύχει τόκατερρό/ ἴδ. ὅκατερρρό], τόχατερόχεμ. ἴδ. δκατεορόχεμ.. Ἴ ο η] α α τόκελ]/κ]έ] ἵδ. ὄκελ]κ]ξ], τδκελ]κ]έζεμ. Ξὄκελ]κ]εχεμ.. τόκελ]κ]έσε-α πληθ. τὀκελ]κ]έσατε ἴδ. ὄκελ]χ]έσε-κ. τοκελ]]ίµ-ι πληθ. τὄχελ]κ]ίεμετε ἴδ, δχελ]κ]ίμ.-ι. (ι-ε-τε) τὄκελκ]ύετε (Υ) ἵδ. ι-ε-τε ὄκελ]κ]ύετε (0), καὶ (συνῃο.) ἵ-ε-τε τόκελ]κ]οτε ἵδ. ι-ε-τε ὄχελ]κ]οτε (). τόκελ]κ}ύετε () ἐπίρ.Ξ ἴδ. ὄκελ]κ]οτε (). τοκελ]κ}ύτε (Υ) ἐπίρ. -- ἵδ, ὄκελ]κ]ύτε (). τοκεμθέ/ (τ) 1δ. ὄκεμρέ] (τ), τὄκεμῬέχεμ. 1. ὄκεμὈέχεμ. (τ). τόκεμθέσε-α (τ) ἴδ. ὄκεμΏέσε-α πληθ. τδχεμΏέσατε. τόκεοφίτεµ (ἨἩερμετ.) ρ.-- τκερφίτενε λ]ούλ]ετε -- ζάπενε, φόρτ λ]ού- λ]ετε (ὡς τὸ τριαντάφυλλον, τὸ γαρύφαλον κ.τ.λ.) τοκέπ δ. ϱ. σκέπ. τοκέτο ἴδ. ὄκέσ ϱ. τόκίσ-ίτ-ίτ (Υ) τδκίτ-ίτ-ίτ (τ) ἴδ. δκίσ-ίτ-ίτ (Υ) δκῖτ (τ). τοχίτεµ ἵδ. δκέτ εμ. τόμίτεσ-ι-ε-]α ἵἴδ. ὄχίτεσ-ι-ε-]α, πληθ. τολίτεσιτε, σετε θηλ. τοκλ]έπε-α (Περμέτ.) ἵδ. γελ]έπε-« (1) πληθ. τὄκλ]έπετε. τοκλ]έπεζε-α (Περμέετ.) ὑποχορ. πληθ. τὄκλ]έπεζατε καὶ δκλ]έπε-α πληθ. σκλ]έπετε. τοκόκ] ἴὸ. ὅκόχ], τδκόκ]εμ, ἴδ. δκόκ]εμ.. τκόκ]ετε ἐπίρ. --ἴδ. δκόκ]ετε. (ι-ε-τε) τὔκόκ]ετε ἴδ. ι-ε-τε δκόκ]ουρε-ι-α, τόκόρὺ. ἴδ, ὅκόρθ ο. τοκόοδεµ, ἴδ. δκόρδεμ.. τόκόρδετε ἐπίρ.Ξ- ἴὃ, δχόρδετς᾽ ΛΕΔΙΚΟΝ ΑΛΠΑΝύΟΕΛΛΗΝΙΚΟΝ 9 κας ΕΚ οςς (ι-ε-τε) τόκόρδετε-- ἴδ. ι-ε-τε δχόρδετε. τὄκου]άέσεμ (τ) ρ.Ξ- ἀᾱλ] νγα κου]άέσι, σ᾿ κάμ. κου]άέσ µε. τοκούλ] ἴδ. δκούλ] ο.--- τόκοῦλ]εμ ἵδ. κουλ]εμ ϱ. τόκουρρό] ἴδ. ὄκουορό], τὄκουρρόχεμ. ἵδ. δκουορόζεμ.. τὄκουρρίµ-ι ἵδ. δκουρρίµ-ι πληθ. τδκουροίµετε. τόκρεφετόν]-όνεμ (Περμετ.) -- ἁπαλύνω, µαλοκύνω, ἀντίθ. νγουρετήύν]. (νε) τὀκουδελούεµ-ι-ε-]α Ξ- ἀπαρηγόρητος. πληθ. τε-τόκουδελούεμ. [ὲχ τοῦ ρήματ. τὀκουδελόνεµ. ἀντίθ. νγουδελόνεμ. -- παρηγοροῦμαι]. τόκουδελίµ-ι (αἱ) ἀντίθ. νγουδελίµ-ι πληθ. ετε. τόκρέχ ἴδ. ὄκρέχ ϱ. τὸκρίζεμ.--ἴδ. ὄκρίχεμ, παθ. τὸκρῖ] ἴδ. ὄκρῖ]. τκ]έπ: ἵδ. ὄχκ]έπ ϱ. τὄκ]έπεμ ἵδ. δκ]έπεμ.. τοκ]ούα] (τ) ἴδ. δκ]ούα] (τ), τκ]ούε] (Υ) -- δχ]ούε] (Υ) καὶ (συνῃρ.) τοκ]ο] ἵδ. ὄκ]οί (Υ).---παθ. τὸκ]οῦχεμ, -- ἴδ. δκ]οῦχεμ. τοκ[ύε] καὶ τὸκ]ῦ/ -- ἴδ. δχ]ύε] καὶ ὄκ]σ] (Υ).--- τοκ]σχεμ.-- ὄκ]τχεμ.. (ι-ε) τόλ[ίρετε-ι-α (Περμέτ.) «- ἵδ. ν-ε λ]έρετε-ι-α, ι-ε λ]ίΏερτε-ι-α. τόμεν]ενί]-α (Ῥοράα) -- ἀτιμία, π. χ. τομεν]ενί] ε δουν] (Ῥοσά απ). τόμόν] (041) ο. Ξ ἀτιμάζω. -- τόμόνεμ. παθ. --- Κρίδτι πε) τὸ κουκ]ε- σούεµ,, µε τε µάδε τὀμεν]ενί], κδμ.Ῥ᾽ ε ἀούερ ἀεπερτούεμ., α Ίου φάλ] ο υ]ιερι (ροράαπ). τοόν] (τ) καὶ τό} (Υ), ντδόν] (ϱαΡ1) -- σηκόνω, νΥγρε (ἐπὶ ζῴων καὶ ἀνθρώπων) ε τσύθα βένᾶιτ -- ε νγρίτα βένᾶιτ-- τὸν ἐσήκωσα ἀπὸ τὸν τόπον. ---- τόόθα Ἀ]έπουρινε νγα ὄτρόφκου.-- τδόνεμ (τ) τδόχεμ, (Υ) ντοόχεµ. (Ριιᾷ1) παθ. 2) τού] (Υ) ϱ. ἐνερ. στέλλω, κοιν. στέλνω, πέµπω. --- ἵδ. δπίε (τ)-- τὸ πηγαίνω (ἀμέσως) καὶ ἀε,γό] -- τὸ στέλλω (ἐμμέσως). ϐ) τού] (Υ) ϱ. Ξ- ἐγείρω ἐκ τοῦ ὕπνου.---- τόόχεμ.-- ἐγείρομαι, ἐξυπνῶ. --- τδό] οροκόλ (Σ) Ξ ορουκουλέ].--- τδόχεμ. ο0ο- κόλ Ξ ρρουκουλέζεμ. τδόκ:; (Υ. Μαλ]εσία) ἐπίρ. -- φόλ] τδόκ Ξ φόλ] δκούρτ. τόόκ-ου (τ) πληθ. τδόκετετ- σφυρὶ κοινῶς. τόοκάνε-]α { Αργυρ.) πληθ. ---νετες- χουμρόνα δένὃ τε βόγελ]α. τσόκξ-α πληθ. ----τὄοκατε (Υ), τδέκ-ου (5) ορετδύκ-ου (Σ) µε-τε-ι-να- ου-ου Ὠίε µε τδόκε- µποτέα µά]εν ε γίδτιτ µέσεμ. πας γίδτιτ µαθ, εδὲ ε ὄκρεί περν]ιζέρε ε ι Ῥίε τιέτεριτ. -- 401 --- τοκού (Περμέτ.) ἴδ. ἀικού. τδοκούδ (Περμέτ.) ἴδ. ἀικούδ τδοτσίλ], (Πευμέτ.) ἀρο. τδοτοίλ]κ θηλ. ἄντων. ἀνκφ.- κἄποιος, κἄποικ. ---- τδότὃ (Πεομέτ,) ἵδ. ἀίτὂ. τοµάγε-Ία (Υ) πληθ. τδομάγετες ἡ ποιμενικὴ ράθδος. τδότε α (Τυραν.) δ, ρίφδε-α πληθ. τδότατε. τόουζτ-α (τ) τδούᾶε-α (Υ) μ.ερεκουλῖ-α (Σ) [Λατ. πιΙγαο]άπ1] πληθ. μεεκουλῖτεΞ θαῦμα. τόουᾶίσ-ίτ-ἶτ (Υ) καὶ τδουβίτ-ίτ-ίτ (Τ) -- κάµνω τι νὰ θαυμάσῃ. - τόουςίτεμ., με)εκουλόζεμ.ς-θκυμάζω. (ι-ε) τδουαίτδιµ-ι-- θαυμιαστὺς-. τδουκάσ- άτ-άτ (Βεράτ.) ἴδ. κ]ούκ. ϱ. (Έλβασ.) καὶ τδουκίτ (Βερ.-Περμ.). τδούκε-α (Περμέτ.) πληθ. τδούκατες Ὀρέγ]ετε µαλ]ιτ ἵδ. σούχε-α πληθ. σούχατε. τδούκε α (Π]εομετ.) [δ, σκ]ουπ-ι--ράμφος πληθ. --- ατε. 3 ο τν] ο. δη κ. τδούκε-α τὰ αἰδοῖκ τοῦ μ.ικροῦ παιδίου πληθ. τδούκατβε. τσουκλ]ετάρ-ι (Πεομέτ.) εἶδος πτηνοῦ πληθ. ---- ἄρετε τοούµε-α 233 τοούν-ι πληθ. τδούνχτε χκχὶ τδούλ-ι (. Μκλ]εσίκ) πχιδὶ ἕως ]4ων ἐτῶν. Ξυἱὸς, ᾿Αοχαϊκ Σλοαυϊκὰ τξνᾳο -- τέκνον] ἵδ, ἀνκλ]όδ-ιΞ-νεκ- νίσχκος, ἀιάλ]ε-ι- παληκάρι, τσου»γουρίσ (τ) ϱ. ἐνερ.Ξ-πεοπιξχ. τοούπε-α (τ) πληθ. τδούπατε, τδούπε]χ, πληθ. τὄούπετε ἵὃδ. τὂου- ε Ε εν μα ᾗϐ τσε-α, γότσξ-κ, βαδε-α [Βουλγ. τδούπα]. τδουπίτ (Βεράτ.) τδουπίτεμ. παθ. -- κ]ούχ-εμ νγα πάκ (ἐπὶ πτηνῶν). τσούρκ-γου (Υ) τδούρκε-α (Βεράτ) ιθόνε ατῖ οὐ]ιτ κε ἀέρδετε ποεὶ τσουρκ-γου (Υ) τσούρκε τες ξ ατ ] 1ε ῥοετε προς] Ῥερεσε κρὀϊῖτ πληθ. τδούργε]τε, τόουργό/ (1) ϱ,Ξκρόϊ τδουργὸνΞ ἡ βρύσις τρέχει. τσοούρκε-α πληθ. τδυύρκατε- ἶδ. πούλ]ε ἀέτι, οίκε-κ- . .. ιν - ... .. τσουρρε-α πληθ. τδούρρατες εἶδος θαλασσίου πτηνοῦ. Ώίντε δῖου τδούρα Ἡ ῥ ιά η (Βεράτ)-- ἔδρεχε ραγδᾳίως (µεταφορ). τοούτρβ-α πληθ. τσούτρατε- ἡ τσότρα (τοῦ κρασιοῦ). ῥ .. ᾗ ο ΝΤ .. α τσοούφκξ-α πληθ. τδούφκατε ἵὃ. ἀδούφκε-α τόπαθέσεµ ἵδ. δπαΏέσεμ.. Λ. α. . αμ - Ἆ . - ΄ - 3 Ἱ τσπαγοῦα)-οῦχε] (τ)--ίο. ὅπαγοῦσς]-οῦχεμ. (τ). τόπαγοῦε]-οῦχεμ (Υ)--ἴδ. ὅπαγοῦε]-οῦζεμ. (Υ). τόπαγοῦ]-οῦχεμ (Υ. συνῃρ.)Ξ-ἵὸ. σπαγοῦ]-οῦχεμ. (Υ). τόπαγέσε-α: ἴδ. ὅπαγέσε-α ια, τόπαγέσκτε. τοπαγίµ-ι πληθ. τόπογίμετε- ε--ἴδ. ὅ παγῖμι-ι, τοπαγεδετάρ-ι-ε-]α ἴδ. ο στάς-, (-ε-]α πληθ. τόπαγεσετάετε ἆοα. ὄποαγεσετάρετε θηλ. --- καὶ τπαγιμτάρ-ι-ε-]κ. ἴδ. ὄπσγιμ.τάρ-ι-ε]ᾳ πληη. τοπαγιμτάνετε ἆσσ. τόπαγιμ.τάρετε θηλ. τόπαλ-εμ ἵδ. ὅπαλ-εμ., .. ΓΑ ο .. Ν .ά γα, . Γ τοπάλεσ-ι-ε-]α ἵὸ. σπάλε-ι ε-]α: πληθ. τόπάλέσιτε ὅἆρα. μαι. ῥ Φ. μι ἔ . μα κ . ..{ τοπάρε, τοπάρύιψε--ῖὸ, ὅπἄά:ε, τοπαρθινε. (-ε-- τοπε]τό] |. νι ο. τοπεν}ό] ιῤ, σπενγο]-τσπενγοχεμ.-- δ σπενγὀχεμ.. τόπεγγούαρε 'ὸ. ὄπενγούσαοε. τόπερβελ]έ]-έχεμ. | ὃ, τοπξρρελ]ἔσ-ι (Ὀι141) ὁ. ὄπε:Ὀλ]ε η. τόπερβλ]έσιτε, τόπερθλέοξ-α τόπειὈλίμσι ἵδ. ὄπερθλ]έσε-α, ὄπεορλ]ίμ,-ι τδερὐλ]εσετάρ-ι-ε-]α-- ἴδ. κ δρ ον κο τοπεοθλ]ιμτάρ-ι-ε- -/α ἴὃ, ὅπ εοῖ )λ]εμιτάρ-ι "'-ε-]οι, Ἱσπκρουθομ ἴὃ. ὄπεορύθεμ.. δπερι[κ]-άχεμ ἵδ. ὅπε, ών ο ιδ. ὄπεράοεῦ- τοπες ἀρί δε σπε ερἀρίδεψ.. τόπεο δέν] θμαὴ-ὃ συερθε]. τοπερμάσ-έτ-έτ (Τε ϱ) ! µε Ὀοῦζε (κχθὼς ποτίζουσι τὰ φύλλα τοόπεολ/ 5] ιὸ τοπερνερό]- ο... τερν οι τόπῖ]-ίχεμ (τ) τὸ. τοπίκ-εμι (τ) ἵὸ τοπίφ-εμ {τ. 3. Ῥοράατ) τοπία. -α, τόπιχε-ς (Ὀπα1) .. , πληθ. τὂπίφεσιτε αά ᾿ ἆ α ο αν 58 ϐ ἵα - τσπλ]α]-άχεμ--ῖὸ. ὅπλ]α]-άχεμ.. ] 5 η. ο .. Γ. δα τόπό] όχεμ--ῖὸ. ὅπό]-όχεμ.. ὰ ο 3 ο ι τοπρίσ-εμ (11 Ῥοσα: α]- (3) ἡ) Ξ δικφΏείρω, (θρησκευτικῶς χοὶ ἠθικῶς) κ πο Μ.. ϐ κα ουτόπρἰδ «:ὰλ] -- διεφθάρη τὸ παιδίον. ---ι-ε τοποϊδουνέ-ι-αΞ ὃιε- .. δει ο. ε β φθαυμένος- η τε-τοπρίδουνειτες οὐδ. --ᾗ δικφθορᾶ. 8 κα . 8 ν β. .. α ι τότελ!/ (1) ἴδ. τὄτελισ. (Υ) τδτίελ (τ) καὶ τδτιξλ (τ) (Ῥοσάατι]. τοτίλεµ (τ) παθ. τοῦ τὂτίελ, ὄτιλεζόν]-όνεμ,. (Βεράτ). .α μ Ἡ , .. ω 8 τσύ]-όχεμ [ὸὰ στό]-όχεμ.. τοτρῖν] ... ἴὃ, ὄτριν]. τούτσε-α (Έωραν). τδυτδ-ι (Κροῦ]κ) πληθ. τὄυτᾶκτε ἴδ. λ]εούτε (Ἠλ- βαα. Ῥερσάτ) τδεπ-ι (Σ]. κ. ῥ . Μαν .. Εν τσφάκ]-ἐμ (τ) 19. ὄπερφάκ]-εμ.. (5) ἐπ ὁ τοφάκ]ετε ἐπ φανερῶς, φάκ]εζα (τ), φώκ]ε (Ύ. 5.) μαλαφάκ]ε (5) {μ-θάλ-ι καὶ φάκ]ε-]α], ναερσὸ (τ. γ.). τσφόκ (Περμέτ.) ο. ἐνερ.--ξεφλουδίζω τὰ καλαμπόχ.α.--- τοφόκεμ, παθ. τσφόκεσ-ι-ε-]α: πληθ.-σιτε ὧρσ.-σετε βηλ.--αὔ α χ]ὸ κ]ε τοφόχ.. τσφουλ]κ]τ-α (τ) πληθ. τὄφουλ]χ]ίτε ἵδ. νόφουλε-κ καὶ φουλ]κ]ί-ο (Ἔυραν.) πληθ, φουλ]κ]έτε α .. ο. ι ΜΑΝ .. - .. πῃ - Ἡ τὄφρ»] (5)Ξἳὸ. ὄφρυ] (5) τὄφρο]εμ --ἴδ. ὄφρυλεμ. ύλεζε-α (/) πληθ. ὑ]εζατε. Όλι; πληθ. π]ετε αλ υ]τ ε-- ἄστοον' ἄστηρ. -- υ]τε (θα): κκὶ οὐ. θτλ-ι (Ἰακόδοα), ζυλ-ι (Σ).---δλ)ι ἀρίτεσε -- ὁ Αὐγε δίτη.---Ὅλ'ι μ.Ώοδμε]εσε (ροσάα1ι)Ξ- ὁ ἑσπερινὸς ἆστ' τε. ---Ὅλ ι μενγ]έσιτ -- ὁ κυγερινός φρ ἅσις: χα Ὁλ κύ ν]εριΞ ἔχει χάριν σεμνότητα, αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος. ----Όλ µε Ὀιότ -- κομίτης. "λ-άίε, Ὁλ-ἄία Ξ- ἀστρονομία, ἀστρολογία. 14- ἄίτουνε-ι () ὃλ-ἀἰτουρξ-α (τ) - ἆστ ον κος ρολόγος Ἶ Ἶ υΛ]-θέρ-ι ο. ) [ολ-ι καὶ Ὀξρ-ι]Ξ ἡ ἴρις, τὸ οὐ ον, τόξον καὶ Ὁλ- Ιευξρ-ι (Βεράτ.) πληθ. λείπει. --κουλ]ουῦ ο χα. ), λ]υλ]υβέρ-ι (ερατ.), βό]’ ε ούφουλε (2). απο τσ στον τς πο ποτ ντος πα . “ σα - ---- ως. - -.- ... μι. ων . ττα-- - , ..ὰ ϱοἳ. ον ....- ---- μα... υ ..- .. ωα. ὧκ- : -.-. Αρ. -ᾱ ο -π---, :--ᾱ--- ας "νεο ᾽ κα -- - . μον τν ν- τν ν , προ τις ο... ή .φ. “ ͵ . τας . ήν ὁᾱ Γ ο... -- . - 5-4: κ-α-μαπππ κ μπρμαμας-στ ----τ-Ἔσ--πτι - αν - « . - .. αι αν -- -- .. - νο ὁ-- ο --- ” Ετν ὅρας υναύρε-α (Υ) λ]ύεε-α (τ)--τὸ ἐκ τοῦ κρέατος ἐξερχόμενον πάχος πληθ. λείπει.---γ]έλεμε υναύε (/), γ]ελ]επα υναύρε (γ) γ]έλ]επα λ]ύ:ε (τ). ύτ: ἀντωνυμία-- σοῦ’ νἹερίου ύτξό ἄνθρωπός σου’ ἀ]ᾳλ]ν Ὁτς- τὸ τέ- κνον σου.--- Ὄνομ., υτ-άτεξὁ πατήρ σου, γεν. τ’ ὐτ-εττ τοῦ πα- τρός σου’ αἶτ. τ) έτ-άτε-- τὸν πατέρα σου, ἆφαιο. τ΄ υτ-έτ (πληθ. λείπει). ύτι ἆρσ. ύτε θηλ. καὶ ]ύτε --ὁ σός ἡ σή ὁ ἰδικός σου ἡ ἰδική σου. ---γό]κ Ιότε θᾷᾶ - γό]α ]ύτε 0 -- σύ αὐτός εἶπας. Ότ-βελᾶ -- ὁ ἀδελφός σου, ὕτ-βιέχερρ -- ὁ πενθερός σου (πληθ. λείπει). υτ-ὐῖρ -- ὁ υἱός σου. ὕτ-γ]0δ - ὁ πάππος σου. Ὁτ-δᾶνᾶερρ (Υ), ὕτ- δέν ερρ (τ) ὁ γαμ.θρός που, Ὁτ-θίέδτρεξ- ὁ πρὀγονός σου. ὕτ-ζδτ -- ὁ κὐριός σου. ὕτ-κουνάτς- ὁ ἀνδράδελφός σου, ὁ γυναικάδελφός σου, ὃτ.κουδερῖ (Υ) Ὁτ-κουδερῖ (ν) ὁ ἐξάδελφός σου. ύτ-»ίπ-- ὁ ἀνεψιός σου. ὕτ.άτε-- ὁ πατήρ σου. Ότ-οῦνκ]-- ὁ θεῖός σου. Ότ-»]έρκΞ-ὁ μ.ητρυιός σου, ὕτ-δόκ]-- ὁ σύζυγός σου. Φ φάβε-α [Λατ. θα] (πληθ. ἄχρηστος) Ξ- κύαµος, Χοιν. χουχίον ξε- φλουδισμένον. φά]-ι (γ. τ) πληθ. φά]ε-ε ἵδ. φάλ]-ι (Τὄκμ.). φδ] (1) ο. ἐνερ.-- φουσκόνω, 9) χορταίνω τινά, ἴὃ, νγ]ϊν]. --- φράσις : φᾶν-ε τροῦτε µέναε]ενες πουπετό, φάχεμ ϱ. οὐδ. -- φουσκόνω. 9) χορταίνω. ἵδ, Υγῖχεμ, σ ι φάχετε τροῦτες- δὲν γεμίζει τὸ κεφάλι του. φα]κό] (τ) ἴδ. φερκό]. -- | -κα 44 -------- φαρκόρε-]α ἴδ. φαλ]κόρε-]ος πληθ. φαρκόρετε. φαλ]έτε-α (1) Ξ- τσαράτσ-ι (Τνραν.). φα/τούαρ-όρι (τ) φα]τοῦερ-όρι (Υ) καὶ φα]τοῦρ-όρι, φα]τόρε-Ία θηλ. --ἴδ, φαλτούαρ-όρι, φκλτόρε-]α. φάκ]ε-]α πληθ. φάκ]ετε [Λατ. ἴαοϊθα, ἛἝλλην., φάσις] -- πρόσωπον, ὄψις καὶ ὄπίνα -- τὸ ὄπισθεν µέρος.---ι θᾶάδε νᾷε φάκ]ετ -- τοῦ τὸ εἶπα κατὰ πρόσωπον, ---2) σελὶς-ίδος. ὃ) εἶδυς ἰχθύος κοινῶς Υλῶσσα. --- καὶ δό]εζε-α. 4) γενεὰ (30 ἔτη µία γενεά). --- φάκ]ε - σ---------πακφααρπακις--ας-τ " . μέε]ε-τέ]ε-ατῖ ἐπιρ. -- ἔμπροσθέν µου-σου-αὐτοῦ. --- σ᾿ κἄμ, σῦ ε φά- κ]ε τε ἀαλ] πευπάρα Ῥότεσε -- αἰσχύνομαι νὰ παρουσικσθῶ ἔμποο- ο. ὑο-- . ’ / ε [ 3 , [ σθεν τοῦ κόσμου.---- ἅπ φάκ]ε- ὀιδω πρόσωπον, ἐνθαρούνω.---- μάρο ο φάκ]ε-- λαμθάνω θάρρος.--- περ φάχκ]ετ τε Μάδιτ (Μάτια) --μὰ τὸν .-ᾱ- δα Θεὸν (ὅρκος). --φάκ]ε υ]έκεζεῦ -- παρρησίᾳ τῶν ἀνθρώπων. --- πάτὸ άν] 3 νο Ι . - ἀπ 5 μα 1 . ή; ρ .. φάκ]εν ε ζεζεὶ ν]ερῖ µε ἆδ φάκ]ε-- διπρόσωπος ἄνθρωπος. ---- πάτὃ . 3 | ο α΄ . 5 4 : λ ν, φάκ]εν ε Ῥάρδε.--- ἀάλ]τὸ φάκ]ε Ῥάρδε! ἀάλ]τὸ φάκ]ε ζ. ---- ἀοῦλ] -- ----- ο ὑυμμμμ--- µε φάκ]ε τε Ὠάρδε. --- ἀοῦλ µε φάκ]ε τε ζέζε[---ι σΏάρθτε φά- χ]ε]σει---ι ουνβσῖφτε φάκ]ε]α.---- 40 φάκ]ε ν]έρεζεὸ, το φάχκ]ε ν[έ- μεζεὸ -- δύο Υενεαί, τρεῖς γενεαί, (90 ἔτη µία γενεά). ---- φάκ]ε- Ῥάρδε-ι-αι : πληθ. φάκ]ε Ῥάρδετε, Ξ- ἀσπροπρόσωπος κοιν. --- εὖ- φημισμένος-η περικλεῆς ἸΧειροκροτούµενος, --φάκ]ε-ζτ-ου πληθ. φάκ]ε ζεστες χατησχυμμένος, ἐντροπιασμένος, ἀναίσχυντος, ἀδιάν- ή τροπος. θηλ. φάκ]ε-ζέζε-α πληθ. φάκ]ε-ζέζατε. φάκ]ε-]α:. ἐπίρ.Ξ παρρησίᾳ. φάκ)εκούκ]-ι-ε-Τα: πληθ. φάκ]ε-κούκ]ετε, φάκ]ε κούκ]ετε. καὶ φάκ]ε-σέγε-α: πληθ. φάκ]ε-δέγετε. φάκ]ε-βέρδε-α πληθ φάκ]εβέρδετε, φάκ]ε-βέρδατε -- κιτρινοπρόσωπος. φαλακά-]α καὶ φελ]άκ-ου (Σ)-- µάστιξ. φάλ]-ι (Τδαμ.) φά]-ι: πληθ. φάλ]ετε, φά]ετε' χρίµ-ι -- ἁμάρτημα, σφάλμα, ἁμαοτία.--- ἴὃ. φελ]ξ]. φαλ] ο. καὶ νφάλ] (ο 1) Ξχαρίζω, 2) συγχωρῶ.---φαλ] µε δενάέτ -- χαιρετίσµατα. --- φᾶλ]εμ. παθ. καὶ νφάλ]εμ. (01141) -- δέοµαι, πλο- σκυνῶ, 2) προσεύχομαι.---ι φάλ]εμ. Ἴδτιτ.---- γεζούαδ! (Περμέτ.) γεζούαδι (πληθ.) φάλ]εμι -- χαῖρε, ἀπόκρ.--- φάλ]εμι νάέρσες- εὖχα- ο. πα ᾱι-- μμ ας ρωμ--... ην η πα... τα . ΄ Ψ ι --. . ον . -] ..... ο. Ὑ ε - ι « η .] φομ ᾱμ - ΑΦ 7 ο πι Ου αυ πμ. - - μον ρε» ἀ πι, ὁ.Ἅψ α... .-- κα σα. --ᾱ μι ο - πα [ .- .... - 5 -- ο» Ὁ ο ο ο - -- .. -- 4 5 ω : - - :. ο Ὅ παν πό ο ὰ α (νὰ ἵα αν, .. ασ : --, "Η - Ὕ . ασ - - . -- 3 τε εν. "2 -18 ον πι ο -- κ---- “ μαι --------- ες άκμαι.. --- 456 -- οιστῶ.---- φάλ]εμ., ζδτ - προσκυνῶ κύριε.--- οὐ φάλ] ἀιέλι, ο ἆῑελι νᾶε ἀξτ -- περενᾶόϊ ἀιελι, φάλ]κούα-όϊ (τ), φαλκούε-όῖ Χχὶ (συνηρ.) φαλ]κοῦ-όϊ -- εἶδος ἱέρακος, κοινῶς ἀδελφομέλια: --(φέμεν’ ε µάδκουλε): πληθ. φαλ]κούΐτε καὶ φά]κου]τε. φαλ]κόρε-Ία, φα]κόρε-]α, λ]αράδ-ι [1δ. λ]άρε-α] πληθ. φαλ]κόρετε, φα]κόοετε.---σε Ὠάδχου περ λ]έπου]. φαλ]τούαρ-όρι, (τόκμ) φα]τούαρ-όρι (τ), φα]τούερ-όρι () καὶ φα]τοῦο- όροι πληθ. φαλ]τόρετε-- ἁμαρτωλός. φαλ]τόρε-τα, φα]τόρε-]α: πληθ. φαλ]τόρετε φα]τόρετε-- ἁμαρτωλή. φάµουλ-ι: πληθ. φάµον]τε ἴδ. νούν-ι Ἄ φι]άν-ι. φαμουλῖ-α: πληθ. φαμουλῖτε-- ἐπαρχία, ἐνορία, ἐφημερια' (τῶν απι- σκόπων καὶ Ἱερεων). φανίτετεξ- (τ) ϱ. τριτοπρόσωπον µε-τε-ι φανίτετε [φαίνομαι-φανΏ] μυ ου φανίτ ιμ᾿ ἅτες μοῦ παρουσιάσθη ὁ πατὴρ κατὰ φαντάσιαν Ἰ εἶδον τὸ φάσμα αὐτοῦ (Ξ μ’ ουάούκ.Ξ εἶδον ὁπτασίαν.---ι ουφανίτ Ἐρίδτι, ὅε-Μερία, ὄεντι. ---ι ουφανίτ αὐ κ]εκα βράρε.---(θόνε) χουρ βᾳέσ ν]ερὶ ιν φχνίτετ Ενγελι.---τε φανίτουριτες ἡ ὁπτασία.. φανταζί]-α (Ῥιά1) ΞΞ φαντασία. φαραδτούα ὀϊἳ (τ) ἴδ. µεδε-α, μλ]ατοῦρ-όρι πληθ. φαραστόν]τε φάρα : πληθ. φάρατε- σπόρος" 3) εἶδος κοινῶς τι λογῆς' ϐ) φυλή, γένος.--- µΏόλα φάρενε νᾶς δέτ.---τὸ φάρος γ]ἒ]ε εδτ α]ό: νγα φάρα ε Αθρκάμιτ-- ἐκ τοῦ γένους τοῦ ᾿Αθραάμ.. ---- ἀυμῃεδίετε φάροιτ᾽ ε Ἱσροΐλιτς αἱ δώδεκα φυλαὶ τοῦ Ἰσραήλ. --- το φάρε γ]ε]ε--τί πρᾶγμα; τὸ φάρε |ε τῖ; τί (ποδγµα) εἶσαι σὺ: τὸ φάρε 0ἔ : --τί εἴπατε; αὖὐ φάρε, κυ] φάρε, ατέ φάρε, χετέ φάρε.---- βάίκ] αὐ φάρε τρµι-- ἀπέθανεν ἕνας τέτοιος γενναῖος. φάρε φάρετ (Σ) ἐπιρ.Ξ- καθόλου, ὁλοτελῶς, κοινῶς σπειρί, οὔτε σπειρί΄ ἴδ, ας παχ (Σ) ας τδίκε. φάρεγ]ά)ε (1), φαρεγ]δ]ετ (Σ), φαρεγ]εῖς (1) -- τίποτε. φαρκάρ-ι (Κροῦ]α) κοθάτὃ-ι (Ἑλαυϊκὴ λέξις) -- σιδηρουργὺς πληθ. φαρ- κάρετε, κοθάτδετε. φάρχε-α (Κροῦ]α) - ἡ ἑστία τοῦ σιδηρουργοῦ΄ φάρκξ-α (Βεράτ.)Ξ--τε φαρκούκρετε-- ἡ πρδζις τοῦ ϱ. φαρχόν]. ο. φαρκόν] (ΒΏερατ.) ο. ἐνεργ. --μβιρθέν] µε γόδᾶε πατκό]τ ε κάλ]ιτ περ- σερῖ κουρ Ἰάνε νγρενε γόδᾶετ ε πατκόϊτ κάλ]ντ. ' : Κ- . . Φα μ φΦφαρµάµ-ου (πι!) (Τουρκ, ζεχέρ)-- δηλητήριον ἴδ, χέλ]εμ-ι. φαρµακόγ]-όχεμ-- φαρµακύνω-ομιαι (Τουρχ, ζεζεολ]εᾶίσ). . . «-. κα ι α-- μη μ μα ην ων φαρόν] (Ἠιια] Υ.)Ξ φαρό], σ λ]ὰ φάρε τε γ]άλε, ι χούμπ φάρε νετ κα- μι . ᾿ ταστρεφω. - φκρόζεµ.: παθ. καταστρέφοµιαε. ὰ 3 Ίμ / τν φαρόσ-εμ.: ϱρ. ουδενίζω, ἐξοντόνω, (χουρ νούχε, μΏετ φάρε μᾶ) ου Φκ- ρόσνες- ουχούμΏι φάρα, σ᾿ µμΏέτνε μα. ---(Μάτιο, στίχος) Φάρ᾽ ε φίσ ου φαρόφδινε Υ]έλ]᾽ ε πούλ]ε µος κενἀόφδινε. φαρσουλ]άτε-α (Καθ. καὶ Δυρράχιον), φαρδουλάτε (5) ἴδ, φατσουλ]έτε-ας, .. 5 Ἡ µ - ι να -. 5 σαμῖ-α καὶ (3) µαφεστι (Περμέτ.) Ξμκνδήλιον" πληθ. φαρσουλ]ά- τατξ, φαρθουλάτατε, ὄαμίτε βένε γράτε νε κρύετε ε λ]ιδόχετε αες: νάςρ »ᾶμρε πληθ. δαμιτε. /φάδκε] κοινῶς φασκιά. [φασκό]] κοινῶς φασκιόνω. [φαῦν]ε-α] ἵδ. φοῦι. φασούλε μ]άλ]τετ (Σ)Ξ- χο] μ]άλ]τι (Ἓλθας ,) -- κηρήθ φάτ-ι [λατ. Ταἴαπι]Ξ τύχη, μµοῖρα, (πληθ. ἄχρηστος φάτετε) σ᾿ κά ρ4µ πο φάτ-- δὲν ἔχει τύχην. ι ουθύε φάτιξ-(κουο, ποίδετε νάονε τδούτσε ἡ [ μα -- ο Ἱ | ’ -ν μ . -.. δα . . 1 τν μα σε µερρ υ]ερί).--- καμ. φᾷτ σα τε ὄοφ ν]ε χέρε--μόλις νὰ σὲ ἴδω Ι ι 9 ϕ μ ψ . . το τ ῥ μιχν Φφορᾶν. τε πάτ φᾶτε τε ρᾷ ν ἀόρεε σ᾿ ε ποετξεἶχες τύ- χην καὶ σὲ ἔπεσεν εἰς τὸ γέοι καὶ δὲν τὸ δέχεσαι; φάτ-ῥάρδε-ι-α. πληθ.---δέτε-δατε-- ὁ, ἡ εὐτυχ]ς, εὐδχίμων, Χλό- τυχος, φατ-ζ1-ου-ζέ-ζε-α πληθ. φατζέστε ἆρσ. φατζέζατε θηλ. καὶ φατοι-ζἱ-ου φατα-ζέζε-α.. φατ-κέκ])τι-ε-]α καὶ φατα- κέκ]-ι-ε-]α-- δυστυχἢς κακοδαίµων. πληθ. Φατακέκ]τε ἀρσ. φατακέκ]ετε θηλ. φατα-μίρε-ι καὶ φατ-μίρε-ι πληθ. φατα-(φατ)μίρετε φατα-μίρε-α καὶ φατ-μρε-α πληθ. φατα(φατ)µίοατε-εὐτυχῆς εὐδαίμων 9) στοιχειό. φατῖ-α: πληθ. φατῖτε. Ξ- (ἡ µία τῶν τριῶν γυναικῶν), φάσμα ὅπερ τὴν -- 4058 ---- τοῖτην Ἴμεραν ἀναφαίνετοαι εἰς τὸ λίκνον τοῦ βρέφους, καὶ προµη- νύει τὸ μέλλον καὶ τὴν τύχην του. φατσουλ/έτε-α, φαρδουλάτε-α (Σ) πληθ. φαττουλ]έτατε, φαρδουλά- τατετ µαφέσ-ι (Περμέτ). Φεγό] φουγό] Λατ. Γαρῖο] [ Ἕλλην. φεύγω] ϱ.ΞΞ τρέχω δροµαίως ἴδ, βραπό]-- έτσι µε βράπ, ἔτσι µε ρένας. φεάίγε-α (Υ. Ὀπά]1) -- κόπος [Λατ. ἴαἴ]ρο] πόνως, κάµατος, βάρος, 2) (Ἐλθκα,) ὅδτε µε φετίγε-- εἶναι ἔγχνος. φξ-α [ἍἌκτ. Π468. Ἰτκλ. [ᾷ6] --πίστις, θρησκεία, πληθ. φέτε ἴὸδ. Ῥέσε-α. φέ(εξετ' ε χούνάεσε ()Ξ-τὰ ρουθούνια. φε)έϊ] ἵδ. φελ]έι] (Τμ). φε]ό; (Σ) ο. Ξ ἀρραθωνίζω, μΏουλ]ό] (Ἠλθασ.) ἀρραθωνίζω, 9) φυ- λάττω. βελ]όν] (Περπέτ.)-- δι’ ἄλλην φορὰν χρύδω. φεκ)ίν]ε-α [λατ. νιοῖπαβ]-:γείτων. πληθ. φεκ]ίν]ετε. φεκ]ινό] (:) ο. οὐδ.--γεινοτεύω, φερχ]ιρόν] (τ). φελᾶζε-α (Υ), φελἀᾶσε-α (Σ) πληθ.-ατε ἴδ. θελείε-α. φελ]άκ-ου (5) ἴδ. φαλακά-]α φέλ]ε-α (Υ) ἴδ. θέλ]ε-α πληθ. φέλ]ατε φέλε (Υ)--ἴδ. θέλε (τ) ἐπίρ. (ι-ε) φέλε (Υ)- ἴὃ ι-ε-θέλε (τ). αὖὐ κξρχὸν τε γ]έ]ε τε φέλατ᾽ ε δξουτ- αὐτὸς ἐρευνᾷ νὰ εὕρῃ τὰ βάθη τῆς γῆς. φελεσίνε-α:. πληθ. φελεσίνατε ἴδ. θελεσίνξ-α (Σ) φελό] ἵδ. θελό]. φελ]έ} φε]εὶ [Δατ. ἴα]Ιο, Ἕλλην. σφάλλω] ϱρ.--ἁμαρτάνω, πταίω, σφάλλω, κριμκτίζω ἀορ,. φελ]έθα καὶ φελέδα μτχ. φελ]ύειε καὶ φε]ύειε (τ) φελ]ύεμ καὶ φε]ύεμ, φε]ῦμ. (συνῃρ.). φελ/ι-α (Ἓλθασ.) πληθ. φελ]ίτε, Ῥουχε-θάλ]ε-α, φελ]ῖ νι (Έυραν). πληθ, Ῥουκε βάλ]ατε, φελ]ιν]τε (Ένραν.) [θοχε καὶ Ὀαλ] α βα]-ι ἔλαιον] - Ὠούκε τε Υρύν΄ε πα ὩὈροῦμ. νγεδουνξ µε βο] χκ]ε Ὀᾶ]ενε βίτ περθίτ ατε ἀῑτε κε κά Ἄλ]εμε ἀιαλ]ι. φελίκ]-εμ (τ)--ἵδ. φουλικ]-εμ., ἵδ. τουρπενο]-όχεμ. καὶ (τ) Ξνάρακ, λε- ρόνω. 2) (Υ) ἐντροπιάζω, φελίκ]εμ.- νάράγεμ., λέρόνομαι, 2) (Υ) ἐν- τροπιάζοµαν. Ξ.β [φελίμ-ι] λέπρα.. φελίµ-ι ἵδ. θελίµ-ι-- ἐρ᾽ εχόλε-- αὔρα, θελίµ.-ι-- καὶ καταιγίς, Φελίτσε (τ) πληθ. φελίτδετε. κ]ε οράχετε κ]ούμεῦτι. φελ/κ]ίν]ε-α (τ) ἴδ. τὄφουλ]κῇϊ πληθ. φελ]κ]έν]ατε. --- φελ]κ](ν]ε-α (θοράαη)-ὁ ἀγών. φελό] -- ἴδ. θελό]. φέµενε-α (Υ) φέρειε-α (τ) [Λατ. {οπι]πα] --θῆλυς, θηλυκός: πληθ. φέμβνατε, φέμερατε. φεμερούαρ-όρι, πληθ. φεμερόρετε (τ), φεμενούεο-όρι () πληθ, φεμενό- ρετε καὶ φεμ.ενούρ-όοιζ-θηλ. φεμενόρε-]α (Υ) φεμερόρε-]α« (τ) πληθ.ετε. φεμίλ]ε-α (Τδαμ), φεμί]ε-α [Λατ. Γαπηϊ]]α] -- οἰκογένεια πληθ. φεμί- λ]ετε, φεμί]ετε. φΦεμούαρ-όρι πληθ. φεµό.ετε- θηλυδρίας, φένᾶε-α πόρὸς κ]ε σ᾿ κά νίχετε ἴδρι πληθ. φέναετε. φένα (Υ) φέντ (7) ϱ. ἆμεταθ. -- Ῥεν] φέναε, πιέρθ π. νάίερε ζενε. φενάύελ-ι (τ) πληθ. φεναύε]τε, φετέρρε-]κ (Βεράτ.) -- ταχρουχοσοῦθλε, τσαγγαροσοῦθλι, πληθ, Φετέρρετθ. φενέγουλε-α (Σ) --ἴδ. θενέγουλε-α. φενέρ-ι φανός, φανάρι, φενέστρε-α (Οι) (Ἴταλ. Πποβία) -- ἴδ, παραθίρ-ι φέρρ-ι () Ξ "Αδης [Ἴταλ. ἵπέριπο]. φερ}ελό} Ἔνραν. Καθ.) ἀρίδεμ [Δατ. ἐτίροο, Ἑλλην, φρίσσω, φρίττω] ϱ.Ξ φρίττω, τρέµω, ἵδ. ἀριθτόν], ἀρίδεμ. ΦΞργέσε-α (Υ) πληθ. φεργέσαχτε κοιν. τηγάνισµκ. φεργό] () φτεγό] (1) [Δατ. [ῖσο, ἙἝλλην. φρύγω)ξ- τηγκνίζω ἴδ., περξία. φέρρε-α πληθ. «φέρρατε--βάτος. --- µάνα φέρε βατόµουρα. --- κ] ν]ερῖ µ. ουΏα φέρρε-- σ᾿ µε ἀάῑετε. φέρρε-α (Βεράτ.) -- εἶδος παιγνιδίου (ν]ε φίλ ὄκούαρε νε ν]ε 9ροτου- θίλ]ε κ]ε περἀρίδετε) πληθ. φέροστε, φουρφουλίδε-α. φερκάτ-άτ-άτ (Περμέτ.) --κατατρώγω. (ἐπὶ φαγητῶν) ε φθρκόυτι Υ]έ- λενε-- τὸ κατέφα]ε τὸ φαγί. φΦερκό] φρεκό] [λατ. Τπῖςο] ο.Ξ-τρίδω, ψήχω παθ. φερκόνεμ. (τ), Φοε- πόνεμ. (τ), φευκόχζεμ. (Υ) φρεκόχεµ.-- τρίδοµκι, ψήχομαι. --- ουφξοκούα ορόΏαΞ- ουζᾶνγερ ρρόΏα - ἐτρίφθη τὸ φόρεμα. -- «400 ---- .] φεολ]ίκ-ου (Σ.) ὅταν ψήνεται ὁλόκληρον ζῷον εἰς τὸ σουθλι Ὢ εἰς Ἡ - } απ Μ " ή Γ , / τὸν φοΏρνον λέγεται φεολ]ικ, ὅταν δὲ ἓν κομμάτιον κρέατος, λά- γεται ν πιέχουνε. ---]α Ὠδνα φερλ]ίν Ἠενκόλιτ, Σενγ]έργ]ιτ χ.τ.λ. (ὄν ἐννοῇ καὶ θυσίαν; {5 ο) ή σ Ι ές ΤΕ, ῤ . . πο φερµάνζε-α (Γαθά]κ), φεομάτσε- (δουν. κοιν. βατόµουρα, ἴὸ. ῥ Ι] μάνα φέροε, πληθ. φερμάνεζατε [ζα6.), φερμάτσατε (Σ). μια. 1 νο 3 κ, 9 φερρόκ-ου (Περάτ.) ν]ε ὄτεσε χε ιὲν Ε 000 μμ ουχά κατ εε πεμβλ]ε- δουρε, ε φόρτε, ε δενάόσε, (λέγεται ἐπὶ ' ῴων, ὡς ἵππων, ὄνων κτλ.) ἀ 5 . -- ο 3 -- φεοσελέ] (τ) ἴὸὃ, φεσελ.] (Υ). φεοσελτ] αέρο] 9 ἴδ. «Η (Υ). φεοδελίµε-α (τ) ἴὃ φεδελίψε-κ () πλη ΄ μβ / ἕ μ Μπ, Ἱ -- φεοτύµε-α (Όε ράτ τν.) [τὸ φύοτ]-- όρμη, θρούλε-ι η). δτύτι έρενε με φεοτύμε -- ἄμπωξε την θύραν μὲ ὁομήν.-- μάρο φεοτύμε τε Ζίδεμ. -- Ἶ Ἕ- με ἡ μὰς - .η 4 ος ηΕη μάς, ᾗ ζ φὲ, " .. " µάρρ βρούλε τε Ἰῑδεμ, (/) φεοτέλ/ε-]α (Περμέτ.) -- ν]ε τσόπε πρε] ορόρεσε γοῖσουρε τέλ]ετβ. φεοτελ]όσ Ἠ φερτελ]όν] (Περμετ.) Ξ γορίσ ρόμενε τσόπχ-τσόπα. --- φερφουλό] (Ῥοσάαπ). φεδελ] (Υ) [Λατ. Πβία]α Ξ σὔριγξ] ἴδ. βεδελτ], φερδελ] (Κροῦ]), φερδελέ] :τ), φρασουλι] (Υ), Ἰρουσούλη (Καθ.) -- συρίζω, σφυρίζω. φεδελίµε-α () ἴδ, βῥεσελί ἵμε-α, φερδελίµε-ο (τ) πληθ. φεδελίµατε (Υ) φεοδελίµατε (τ). φραδουλίµε-α (}) πληθ. φραδουλίµατε, φοουδουλἰ- με-α πληθ. φρουδουλίµατε .. .. ό .. ν (,) φεδτίρε (ροσάαπ), ε-φεδτίρες ό-ἡ δύσκολος τοτε φεδτίρατ οὐὸ,Ξ -- δύσκολο πράγματα. ον) ὰ ἐπίρ.-- ὑυσκόλως, δύσκολα. ---- ἃδτε φεῦτί] -- εἶναι δύσκο- ἡ δυσκολία.--- πούνε τε φεδτίρα-- φεστί] (Οι141) λον.--- ἀντίθ. ουόΏ Ξ εὔκολον --- μξ-τε-ι ἄδτε φεὂτι] (0141) -- μοῦ- πα πἩ ν ν ! . σοῦ-τοῦ εἶνχι οὀὐσκολον, Ξ ὀυσκολεύομιαι-σοι-ται. - τὰ να ας- . ᾽ κ 8 “α. δα μή ., η ε .- ναον]ξ κάφδε σ᾿ ι ἄδτε φεὂτι πε τε Ὁδαμ. (141) ΞΞεἰς τὸν ὁποῖον νι . τ δν Ἰ ᾿ / οὐόεν πρᾶγμα είναι ὀήσχολον να το κἄάμῃ. (ι-ε) φίδµει--ᾖα (υτιά1) Ξ- εὐσεθής. φέδιµ. (Ὀιάἳ) ἐπίρ. Ξ εὐσεθῶς. φέδτε-α (3) η} Ξ-ἑορτή, πληθ. φέστατε καὶ πρέμτε-]α (τ) πληθ. κοξμτετε. ν Ἡ φεδτό[ (Υ) κρεμτόν] (τ), μ.Ὦδ] τε κρέµτε (τ)-- ἑορτάζω. ει --- µ 3 . 3 ... . .. α . φετ (τ)ξ τάχιστα, ἐν ῥιπῃ ὀφθαλμοῦ, ἐν τῷ ἅμα,-- ε]α φετὶ ἔτσε µε φετ! Ὀένε µε φετ] κ] µε φετ! τὰ ἨὨέντὸ µε φετ. 8 ή Ν ο πὉ Α.Α " ῳ ξα φετγόχε ΙΙ (θοσᾷ ΤΙ} 0. ουϐ, [Ἴτ αλ. ΓαΠσατο] . ἴδ. μουνάόχεμ. τε Ἡῃ- πιζζω. . η - ο ι Γὰ . ψ φετέρε-]α (Κ:δ.) πληθ. φετέρετε. φετερε-]κ (Τνραν.) πληθ. φετέοετε αλ ο ικοτ οος ακρόσ ΡΕ ΡΜ Ἔτο τηγάνι ποῦ τηγανζουν. καὶ φερτερε-]α (Ἡ), φουρτέρε-]« (Σ), Ἡ φουλτέρε-]α πληθ. ετε. 1... 1”. ., Γ . Φιάλ]ξ-α πληθ. φιζλ]ετε-- του » λεξδις, ἴὸ. λ]ενγ]ωάτε-α ουχάπ φι- Δ η θο πῶς ἀπεφασίακτε: - φιάλ]ε περ φιάλ]ε -- Κατὰ λέξι Ἠ ἐκ 5 / . η Ἰ : δα : ἄλΙκξι ἀσὐλ] φιαλ]κ-- διεδόθη ὁ λόγος.--- π]ύδ ε λ]ᾶτε φιάλ]ενε-- Ξ νετ 1αμρ µεν]ε ιν . ἡ 5 Ἆ φιάλ]ε µε ατε- συμφωνῶ.--- μβΣ] ἢ ρούχ] φιάλ]ενε -- διατηρῷ τὸν .. η λόγον.---- Ώέν] φιάλ]ε-- συνομιλῶ.----φιάλ]ε ε βιέτερε -- πρυιμίο. ι 5 α η 4 μ πα φιάἄλ]ες χωρὶς ἄλλο (Έουρκ. λαο --κυ] ῥεντ εὔτε με φι- υ μι Ἱ μ . ὰ, η “ --. . ἄλ]ε-- τοῦτο τὸ µερος εἶνε φιλονικού Ίμενον.--- δδτε πα φιάλ]ε-- ἀδικ- Φιλ ονίκητον.--- με ἠοὖλνε φΦιάλ]ε-- ἀμφισθήτησις.-- νασιεο φιάλ]ε . εἰ Ἶ ἴ μας . ψ σπ πΙΣ ολ γο' σμ. ξε Ἰάπ φιάλ]ε -- διαδίδω τὸν λόγον.--- ἄπ φιάλίε -- ἆ - λ . Ξ ’ β 3 Ι ϕ ᾳ ι] παντῶ.--- ααν]εοῖ σ μούντ τι ἅπι Φιάλ]ε ατὶ-- οὐδεὶς δύνχτκι νὰ τοῦ ἅπ ντήσῃ.---- λ] ” φιάλ]ε-- παραγγέλλω, λία φιάλ]ε με γοῖςε Ἡ νι φιάλ]ς γό]ε-- ἄφησε πχραγγελίκν προφορικῶς.--- λ]ὰ φιάλ]ε τε κρούαρε-- ἄφησε παραγγελίαν γραπτῶς.---- 1ὰμ. µε ν]ῖ φιάλ]ε-- συμ- φωνῶ, εἶμαι σύμµφωνος.--- ιν Κεπούσ φιάλ]ενε-- τὸν δισκόπτω.---- μὸς η ; ᾽ ᾿ Μι Π β ο] να β υξ χεπουτ φιάλ]ενεΞ µη µε διακόπτεις.--- φιάλ] ε ρᾶναε - λογος, 3 [ή σι |. / 5 ϊ . ῥαρυς, προσθλητικός.---- με φόλ]ι φιάλ]ε τε ράνᾶα --μ. ι ὅχόν φιάλ]κ- εἰσκκούεται,--- νούκ᾿ ι ὅκόν φιάλ]α -- δὲν εἰσκκού- εται͵ φ)αλ]όρε-}α Ξ- Λεξικόν: πληθ. φιαλ]όρετε. φιαλ]ετούαρ-όρι () πληθ. φικλ]ετόρετε. ---- τὸ θηλ. φικλ]ετόρε-]οι: ηθ. φιαλ]ετόρετε. φιαᾖ]ετόῖ] (τ) .- ικα. φιαλ]όζειι (Υ) συνερίζοµαι, κάμνω λογοτριβήν. φι]άν-ι {; γ)) κούμε- -]α ο κα) λατ. ΠΙ118 Ξυΐος]- ἀνκδεχτός, ζρ- 4 ω.Ν πτιστικος' πλην, φι]όνετε, κούμετβ᾽ ιδ φάμουλ. φίε-]α (Ἠλόασ.) ιδ. φίλ-ι πληθ. φι]ετα. φιέρρε-α (Υ) ἴδ, θίερρε-α (τ). | "| | | -----ᾱ-οπὐικ-- --- 465 --- φίερ (τ). φῖο-ι (Υ) (πληθ. ἄγοηστος) - ἡ φτέρι, ἡ πτέρις. φιέρε-α (Υ) θιέρε-α (τ) Ξ- ἡ φακή. φιερίδτε-α κχὶ φιρίδτε-α (συνηρ.) Ξ- βευτ κ]ι Ὀῖν φίερ, φίκ (Έυραν.) φτίκ (Κοοῦ]α) ο. -- δούσ], πορρία ϱ. ἃ ἵδ. --- ἀόρ. φίκα-ε-ου, μτχ φίκουνε. ----παθ φῖκεμ, (Τυραν.) ο. οὐδ. Ξ σθύνω: 2) λιποθυμῶ. (τε) φίκουντε (Τυοπν.) -- ἡ λιποθυµία. φίκ-ου: πληθ. φίκ]τετ- [Λατ. ΕἱοΙβ) -- σὔκον' 3) συκῇ. ---- φίκ Ῥουφ-- φίκου ι πα πιέκε.-- πληθ. φίκ]τε Ῥούφα -- φίκ] τε πα πιεχε. φικάτεµ (Τυραν.) -- Ἱκμ. τέρε πάκεζε, νούκε Ἰάμ. τέρε φάρε (ἐπὶ ἐν δυµάτων κ.τ.λ). φ]ούγι- φ]ούγεν- φ]ούγεν [Τετόδα, Πιζρένᾶι), φ]ούγιμ-φ]οῦκνι- φ]ού- Ύινε ϱ. ἐνεργ. -- ρίπτω: ἵδ, χέθ (Τετόθα), ἄάρ. φ]οῦγα-ε-ι, µτχ. φ]ούγουνε" (Πιζρενᾶι) ἐπὶ γεννημάτωνΞ ζεθ γρούνινε, ἐλ]Όινε. φίλ-ι -- νῆμα, οάμμχ, Κλωστή.--- καὶ φί]ε-]α (Ἠλόκα.) πληθ. φί]τε καὶ φί]ετε. --- ἶδ. πξ-νι (Υ)' ε νὰάν φίλινε κάτρεὸ -- ἀκριθῶς. ---4ὐ φί]δ (Ῥοράαπ) [ἐκ τοῦ φίλ.ις νῆμα ]--άύ φίλο (Σ) - αὐ φί]εῦ (Ἐλθασ.) -- διπλῶς. --- µε νίε φίλ -- ἁπλοῦν' δούµε φὶ]ὸ (Ῥοσάαπ) -- πολλαπλασίως.--- τρέ φί]ὸ (1) τρε φίλὸ (Σ), τρέ φίλεὂ -- τριπλᾶ., -- κάτρε φί], κάτρε φίλδ, κάτοε φί]εὂ -- τετραπλῶς' ιδ, ν]ε,εζά] - ἀυμεζά] -τρεµεζά] -κατρειε-ά]. ---- µόρα αὐ φί] 3 ἀύ φίλ πλ]άτῦκα -- ἔλαδον διπλδ λάφυρα, ἀύ φί]ε πλ]άτδκα (ἨἘλόας,) τρῖ, κάτοε φί] ἃ φίὶ ἡ φί]ε κ.τ.λ. -- πληθ. φίλ-τε καὶ φῖ]τε. ---ὅπε- τόθα νγα φίλι -- μόλις ἐγλύτωσα. --- ζὰ φῖλ (γ. Ὀμά]) -- φιλότ] - ἀρχίζω καὶ ζξ φὶλ (τ). --- ζα φῖλ ε σόσ (ροράαη) Ξ- φιλότ] ε µΏα- ρό] σ τε ζε φιλ (τ), σε ζε φῖλ (τ). --- νᾶς φί] (Ξναε φίλ) τε µόρτεσε «- εἰς τὴν στιγμὴν τοῦ (νότου, φιλόϊ] (Σ.. Ἔυραν.)Ξ-μνηστεύω, ἄρραθωνίζω' φιλόχεμ. παθ. ἰδ, μΏουλ]ό]. φιλ: ἐπίρ. Ξ κατάµονος' φίλθι (Περμέτ.) ]αμ. φῖλ, Ἄ ]κμ. φιλθι -- εἶμαι κατάμονος. φιλικάτ (Υ), φιλθιμονακάτ (Περμέτ) [ἐκ τοῦ φίλθι καὶ μονκχά]’ φίλθι ε Ώερα κετε πούνες μοναχὸς τὸ ἔχαμα τοῦτο. ---- φῖλθι χά, φιλθι πῖ, φίλθι ορῖ (Περμ.) μοναχὸς τρώγω, μονχχὸς πίνω, μοναχὸς κάθημµαι. φιλ/ικάτ-ι (Υ) φιλ]εκάτ (Σ) φιλ]εκάτ βέτεμε (1) φ]ετ φιλικάτ νᾶς ὄτεπι Ύ) 3 βέτεμε φιλ]ικάτι -- ἐκοιμήθη μοναχὺς εἰς τὴν οἰχίαν. ---- µίος --- 405 --- φίλι (Ῥοράαπ) - Ρτορτίαπιθηίο. µίρε φίλε (ροράαιι) -- τὸ ὄγρηγο ρώτερον, φιλό] (Υ) ϱ. Ξ- ἀρχίζω: ζὰ φιλ (Υ) ζα φίλε (0141) νίσ 3 νίσι (τ): ἀντίθ, µΏαρό]. φιλ]ίκε-]α ἴδ, θιλ]έ-]κ πληθ. φιλ]ίκετε. φίν]ε-α. πληθ. φίν]ατε-- τὸ ἀπὸ τῆς στάχτης ἀποστάζον ὕδωρ -- -- ἆλυ- σίδα. φινάκ-ου-ε-]α (Βεράτ.) [ἐκ τοῦ Πο καὶ κκταληξ. νακ] ἴδ, ἀινάκ ου-ξ-[οε. φίσ-ι-- φύσις' 3) συγγένεια πληθ. φίσνατε καὶ φίσρατε (τ) καὶ νατύ- ρε-ᾳ (1). (1) φίσεµ-ι-ε-ζα-- φυσικὸς 9) εὐγενής φῖρ-ι (Υ) συνῃρ. (8. φίερ-ι (πληθ. ἄχρηστος). φίρε-α (πληθ. «χρἍστρς]: εν φίρε-- κ]ό κ]ν μενγόν μΏκς τε πεὂ νούεμιτ φιρίστε-α πληθ. φιρίὅτατε ἴδ. τσ .δ., Φιρόσ [φίρε-α] ϱ. παθ. φιρόσεµ. -- κάμνει νίρα. φίδ (Σ) ν]ι φιδ, 4ν φιὂ, τρε φί -- ἁπλοῦς, διπλοῦς, τριπλοῆς κτλ. φίσκ-ου (Ώρα) ἴδ, θίκε-α.. φίόκ (τ) ἵδ. βύδν (1), φίδκεµ, ἵδ. βύδκεμ, (Υ). (ν-ε) φίδκετε (τ) φίδκουρε (τ) -- (ι-ε) βύδκετε (Υ). φισνί-ου : πληθ. φισνίκετε (Σκοβρα- Ροβάαη)-- εὐγενης (Τουρ.. σο]λ]τ) φισνίκε-]α πληθ. φισνίκετε-- ἵδ. (ι-ε) φίσµ.-ι-ε-]α. φίσκε-α (Τυραν.) πληθ. φίὄκκτε -- εἶδος ἐργαλείου ἐκ ξύλου μὲ τὸ ὁποῖον ἀνακατόνουσι τὸ ρύζι ὅταν τὸ κοπανίζουν εἰς τὸ γουδὶ τὸ µεγάλο, διὰ νὰ τὸ ξεφλουδίσουν. φιόν]αρ-ι (Ἠλθασ.)-- κουνάθι-- εἶδος ζῴου πληθ. φιδν]άνετε. Φίτσε-]α-- πάροπτον (ἐπὶ ὀπωρικῶν) κοινῶς παραψ μένουν" πληθ. φίτσετε. φιτίλ]-ιΞ- θρυαλλὶς κοινῶς φυτίλιον πληθ. φιτίλ]ατε. φιτίµ-ι : κέρδος πληθ, φιτίιμετε. φιτό] ὑπό] -εκερδςς ὦ, ἀποκτῶ, ἀἆντι). ἆαμό] ι φιτόθα τοῖ λ]όάραΞ τὸν ἐκέρδησα τρία παιγνίδια. --- φιτόζεμ. (/) φιτόνεµ, (τ) παθ. φιτόρε-α (ου) .δ φυτύρε-α--ὄψις, μορφη (ἐπὶ ἐιψύχων ἐκ τοῦ Ρί- ΠΙΓᾶ καὶ φάκ]ε-- ἐπὶ ἐμψύχων καὶ ων] φκ]όλε-α σ) πληθ. φκ]όλετες-λῖν᾽ ι οράχουνε 6 ι κρέχουνε ι ναρέκ]ουοε περ τε τιέρρε. ο αρ εδς φλ]άκεμ: ϱ. Ξφλογίζω-ζομαι, καταφλέγω-γομαι, λ]άκ : επιρ.Ξκοατ εὐθεῖαν. τα ς φλ]άκε-α (πληθ. ἄχρηστος)Ξ- φλόξ, κοινῶς φλόγα. . ΦΑΝ προς ρα (.-ε) φλ]άκετες- φλογερός-ά. φλ/ακαρέδ-ι (Σ), δουπλ]άκε-α πληθ. δουπλ]άκατε’ ιοαδε ν]ί φλ]κκα- ϱε6 (5) --δουπλ]σόκε-α πληθ. δουπλ]άκατε" ι ράδε υν] φλ]ακορέὸ (1) ι ραῦς ν]ε δουπλ]άκε, . : - Ρ . φλ]άµε-α (νραν,) πλιθ. φλ]άμετε-- ἀρρώστεια τῶν τετραπόδων ζφων μαὶ πτηνῶν' ορούφξ-α (7) πληθ. ορούφατε, ρρούφχε-α πληθ. ρρούφ- κατε (Περμετ.) Ξ- καταοροή ϱ) νερουλὸν αὐγόν. φλ]ακόσεμ (Σ) Ξ εἶμαι συναχωµένοςξ- ἔχω καταρροήν᾽ µε ζξ ρρούφα 3 καμμ, ρρούφενε (Υ).---τε ρράχτε φλ]άμα (γ)Ξτε ὅτίε φλ]άμετε (1) παρα ρώςκ μ πε ο σ κ σώσπεσισασκ; Γ υ ες α΄ λ μ . 4 φΛάμύουρε φλάμουεε (Υ. Μαλ]εσία) ἴδ. πρξ-]α κοινῶς τὸ φλάμπουρο, φλάμουρε-α, Φλάμουρ-ι (01141) Ξ ἡ σημαία (Τουρ. ον » Ἡ σοαν- σαχ.) ι ράνε φλάμουρετι ράνε ποξ - ὕὅλον τὺ τάγμα σημαίας. φλ]άσΞξο. ὁμιλῶ.--- φλ]άσ κεκ] περ ατέ - τὸν πω ης τν) φλ]ετ Ἶ Ἡ Γ 4 τν πια Ἡ ο α. ἳ Όομοριξ μὲ µαλλόνει ὁ ἄνδρας.----μα φόλ]ι Ξ μοῦ τὸ ἔταξεν. φλ]ξ () φλ]ξ (τ) ϱ.Ξ κοιμοῦμαι ἄόρ. φλ]ετα καὶ φ]έτα' μτχ. φλ]ετουνε καὶ φ]έτουνε.--φλξ ἀντιθ. Ἰάμ. κ]ούτε καὶ Ἰαμ. τουύτε (5). --µε --- Ὀ] ν 6, ] . Ἶ . : Ἰ μ, “]ουτὰ --- 15µ. κο αν μας ας άν ὴ µέρρ γ]οῦμι ἄντιθ. κἸόχεμ. καὶ τοόχευ. (1) --βξ μΏξ γ]ούμε ἀντιθ. κ]ὐ] καὶ τδὀ] (5) 9) φλξξ ἀποθνήσκω.---Εδὲ ποσα . χετέ φ]ετ. (Πραξ. τῶν Αποστόλων Κεφ. 7. 60) -- «Καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐκοιμήθη, φλ]έγε-α (Σ)Ξν]ϊ φλ]έγε πίδε (5) Ξν]ϊ φί]ε πιδε Ἠλέκο.) (βέτδε πετού ναεγ]όχετε χ.]ο φ]αλ]ε). Ῥλέγε-α (Τνραν) Ξ- κανάτ᾽ ιν ἀέρεσε,ς- Φλέγουρατε ε ἀέρεσε φλ]έτετε- αἱ Φλέγε-α (1 0049) πανατ ιν ἄερεσε,- φλεγουρατε ρέσε φΑ]στετε”-αἲ . ι -- / ὂ . 4 . ϐ δα. πτερυγες, τα φύλλα τῆς θύρας 2) φλ]εγουρατ ε χουνάετεςφε]ετε ζούνάεσες τὰ ρουθούνια. 3 ε φλ]έγουρε: ἐπίο-- Ώίγε' ε τσάθα φλ]έγουρε-- Ρίγε. φλ]έρεαδί-ου 118. φλ]έτεζε-α τὸ πτ .. τῆς σαΐτας. .] α 5 [ α ή φλ]έτε-α ας πτέουξ καὶ (τ)«- φύλλον. -- ἀντιθ. γ]έθε-]α πληθ. φλ]έ- τετες τὰ φύλλα 2) τὰ φύλλα τοῦ βιθλίου, 3ῇ φλ]ίεμ παθ. τοῦ φλ]ᾶς, -- Φλ]ιτετε σὲ ἆο τε Ώενετε χεδτοὺ --ἄδεται ιν ὅτ' οὕτω μέλλει γενέσθαι. π - δς.. φλ]όκ-ου πληθ. φλ]όκετε-- αἱ τρίχες τῆς πεφαλῆς, ἡ κόμη. Φλ]ιόκ-γου (τ) πληθ. φλ]όγ]ετε 33 ένιφάε, πόκος». φλ/οκάτε-α [φλ]οκε-χ] -- ἴδ. ἀδόκνε-ο.. φλ/ορῖ-νι (Υ) φλ]ορῖου (τ) πληθ. φλ]ορίν]τε -- νόµισµ.κ χρυποῦν, χρυσὸς κοιν. µάλαμα ἴδ. ἄρ-ι. φλ]ούτουρε-α: πληθ. φλ]ούτουρατε [κατ' ἀνοιγραμματισμὸν πτερωτά] κοιν, πεταλοῦδα, φυχοῦλα, φλ]ουτουράκ-ου; πληθ. φλ]ουτουράκετες-αὐ κε φλ]ουτουρόν. Φλ]ουτουράκε-]α: πληθ. φλ]ουτουράκετε-α]ό κε φλ]ουτουρόν, Φλ]ουτουρίμδι (Ἓλθκσ. Ῥεράτ.) φλ]ουρίμιθι -- πεταχτὰ, ς τὰ πετα- χτᾶ, φλ]ουτουρίμ. (Σ) μΏε φλ]ούρε (Ἔνραν.). ---- βράδα ζόγουνε µΏε φλ]ούρε- ἐνῷ ἐπετοῦσε, φλ]ουτουρίμ-ι ἀφηπρ. πληθ. φλ]ουτουρίμετε, φλ]ουρίμ-ι πληθ. φλ]ουοί- µετε--τὸ πετᾷν τὸ πάταγµα. φλ)ουτουρόν] φλ]ουρόν] (041) ϱ. οὐδ. - πετῶ. Φλετερό] [ολ]έτε-α]. φλ/όκε-γ]άτε-ι-ε-ζα:. πληθ. τετε ἆρσ. τατε θηλ. -- μακουμάλης. Φλ]οκε-ζῖ-ου φλ]οκε-ζέζε-α: πληθ. Γέστε ἀρσ. ζέζατε θηλ.Ξμαυροµάλης. φλ]όμε-ὄκούρτενε-ι-α: πληθ. νιτε ἆρα,. τενατε θηλ.Ξ κοντοµάλης. φλούτσκε-α.. φλ]ούτσκατε (Βεράτ-Περμέτ.) ἴδ. πλούτσκε-α (Αργυρ)) Ὀουδλ]{κ]ε-]α (Κα6.) --φυσαλὶς-ίδος πόμφυξ. φλ]υτυρί]. ρ.Ξ- φρυάσσω. --- ἴδ. αφυτυρῖ] (Ἠλθασ.). φλ]υτυρίμ-ι--φρυαγμὸς (Τυραν). φόρθλ]ε-α (Ἓλθασ.)-- σκουπίδικ ἀπὸ φλοῦδες φιλαῖς (ὡς μήλων, ἄπι- δίων, χυδωνίων κτλ. ---) μὸς Ώδν φόρρλ]» περδξ- μὴ κάμνηῃς σκου- πίδια κατὰ Υῆς.---πληθ. φόρΏλ]ατε. φόλε-α (Περμέτ), τοκά-]α (Βεράτ), πούλε-α [Ῥουρκ. πουλά] -- πούλε μὲ γρέπ α πα ρέπ. φόρξ-α (τ) -- µε φόρε φόρλ]ε-α πληθ. φόολ]ατε -- εἶδος τυροῦ. φόρμε-α Λατ. ΤΟΓΠΙΒ]Ξ µορφὴ, σχημα, εἶδως. 9) χόανον, τύπος (Έουρκ. καλούπ) [1ουπιᾶ -- μορφὴ -- ἀναγραμμιατισμός]. φόρμελ]ε-α (Υ) πληθ. φόρμελ]ατε. ---ἴδ. θεοῖ. φορμένεµ »--μορϕόνομαι, φόδν]ε-α: πληθ. φόδν]ετε--βρέφος, νήπιον. λΕΣΙΚΟΝ ΑΑΛΒΑΝΟΕΛΛΗΝΙΚΟΝ 0 ης - ὂν 9’ στεί - . α, παει -- - . θως οφ» πμ μμ... ἑ-- οι .-.----- - μ.κ-.ᾖ αν πουφιβοκαθ.-Ἡ ος μα .. πα φν--ι ι -.- . αἱ. -- . : - .. - να -ν . α- - . .. .. χε - . - ὦκ 4 «2 2- φ- ...---φ----δμο-- ------ στ Ξ ---- --τ 4 -. -- δρ φόρτ.: ἐπίρ. [Λατ. Εοτίθ, Ἕλλην, σ-φόδρα] -- δυνατὰ, ἰσχυρῶς 9) σφόδρα, λίαν. (ι-ε) φόρτε-ι [Λατ. [οτί] -- δυνατὸς, ἰσχυρὸς ἀντιθ. ι-ε-Ῥούτε-ι. οὐθουλ’ ε φόρτε. φόρτσε-α: πληθ. φόρτσατες δύναµις, ρώμη, ἰσχύς.--- φορτσάτ-ι (πληθ. ἄχρ), Φφορτσάᾷε-κ (Υ) πληθ. φορτσάᾶατε ἴδ. φουκ]ῖ-α. μᾶ φόρτ (Υ) µε φόρτ (τ)Ξ μάλιστα, κατ ἐξοχήν. ---περχέρε µε κ᾿ άνᾶα με Ὑ]ούτουνε, πο μᾶ φόρτ ἄίμενιτ-- πάντοτε ἀγαπῶ νὰ κυνηγήσω, ἀλλὰ μάλιστα ἐν καιρῷ χειμῶνος. φορτσό]-όν]-όχεμ-όνεμ (γ. τ.) --ἐνδυνκμόνω-νομαι, µάρο φουκ]ῖ «φόρ- τεμ. (0141) -- σκληραίνοµαι. φύρδε-α (Υ) πληθ. φύρΏατες- κουφιοκάρυδον. ---- ἄορα φύρΏε-- ἄορε πα θελ]π. ---- φύτοξ-α (Ἠλέασ.) πληθ. φύτσατε χοιν. κουφιοκάρυδον. φραγ]όν]-όνεμ. (ΕΠερμετ.)--ξ ηροψήνω-νομαι (κοιν, φρύγανα) ἱὃ. θέκ-εμ., φράκ]-ι (Υ) -- θατεσίµε, κόχε κι Ώδγετε πρέ] έρεσε φτόχετε.--- πληθ. ἄχρηστος φράκ[νατε, ἵδ. ατσαρῖ-α, σινγερρίµ.-ι, φρα»γ]-α (1) ἴδ. μκάσγάλε-α ἢ µκσγάλε-α πληθ. φρανγ]ῖτε. φθανγ]ούζε-α κοιν. φαγοῦσα, πληθ. φρανγ]ούζατε φράσε» (Υ) φράᾶδερ (τ) -- φράξος κοιν. εἶδος δένδρου. --- πληθ. φοάσενατε, φράδερατε (τ). Φρασούλε-]α πληθ. φρασούλετε, φρασόλε-]α πληθ. φρασόλετε. -- Υρύ- σε-α (ή) πληθ. γρόσετε-- φασούλια, φασόλια, φραδουλὶ] (Υ) ἵδ. φερδελέ] (τ). φραδουλίµε-α ἴδ. φερδελίµε-α πληθ. φραδουλίµατε. φου) (1) φρῦ] (5) [φρύμε-α] ρ. ἐνερ. -- πνέω, φυσῶ, ριπίζω, [Λατ. ο, Ἓλλην, φλάω, Φλέω, φλύω, πνέω]. --- φοῦν έρα Ξ πνέει ὁ ἄνεμοος.---- φοῦ] κ]ούρρχτε-- φυσῶ τὰς μύξας.--- φοῦ] γ]έλεδε (6 φτόφετε.--- φρῦ] τσαλ]ίκουνε-- φουσκόνω τὺ ἀσχί, --ι φρῦ] φῦλιτ Ξ παίζω τὸν αὐ- λόν, ----ἄόρ. φρῦνα-ε-ι () φρύ]τα-ε-ι (τ) µτχ. φοῦμε (Υ) φρύρε (τ), καὶ φού]τουρε (τ) ἀντίθ. τφρῦι].---παθ. φοῦχεμ, (Υ) φρῦνεμ, (τ). φρύμε-α: πληθ. φρύματε- πνεῦμα, πνοή, ἀναπνοηή. --- µάρρ φρύμε - ἀναπνέω.--- µ᾿ ουζοῦ φούμα -- ἐπιάσθηκεν ἡ ἄναπνοί μου, φρύμε-α (ἠακόθα) ἑρθ-α -- ἄνεμος. --“φρύμ ε γ]άλε- ψυχὴ ζῶσα. ---- ποσὶ Ὠαγετὶ µε φούμε -- ψυχικός, ζωϊκός. --- Φούμε Σεν]τερούαρε -- 467... (τ) -- Σπῖρτι Σέν]τ (Υ) -- τὸ "Αγιον Πνευμκ.-- φρύμ ε κέκ]ε 3 φρύμ. ε λ]ιγε- τὺ κακὺν πγεῦμ.κ, τὸ ἀκάθαρτον πνεῦμ., τὸ δαιµόνιον.--- δα φρύμενε παντα]με -- ἔδωκε την τελευταίαν ἄναπνοήν, ἀπέ. βανεν, φρουῦ-ι (Υ) φροῦθ-ι :τ) (πληθ. ἄχρηστος) κοιν. ὀστρακιά. φρούδκουλε-α (τ) πληθ. φρούδκουλατε : φραγγέλιον, µάστιξ. καὶ δού- Φρέ-« (Έλθασ.) -- ράβδος, πλ. σούφρατε, θούποε α (5) πληθ. θού- πρατε, βίδκουλε-α (Σ) πληθ. βίδκουλατε. φουδκουλόν] (5) Ξφραγγελῶ, µαστίζω.---- βιδκουλό] (ϐ) Ξραβδίζω, Φθουδουλῖ} (Καθ.) 1δ. βεδελΏ] (ΥΓ). φρουδουλίµε-α (Καδ.) ἴὰ, βεδελίµε-α () πληθ. Φρουδουλίματε. φράτ-ι(γ) πληθ. φρέτενετε-μονκχὺς τῶν Καθολικῶν, Ἀπλογηρος Δυτικός, φρξ-»ι (Υ) φρέτρι (τ) [Λατ. Γπθηαπα] πληθ. φρεν]τε καὶ φρέν]τε -- χαλινός. 2) ορξ-ρι (Περμέτ.) ἴδ, ορουθᾶ-νι (Ἐλέασ.). Φρέρεζε-α (Βεράτ.) πληθ. φρέρεζατε -- ρρουθᾶνι ι ῥρούδιτ σι τι Ζάδ κόκ]ετε. φρξύ.ι (}) γρξθ-ι (τ) -- εἶδος ἀσθενείας εἰς τὰς ρἴνχς τῶν ἵππων, ἐνί- οτε καὶ τῶν νηπίων. Φρικατσάκ-ου-ε-]α.:. πληθ. κετε ἆρσο. χετε θηλ. -- ρικατσάρ-ι-ε-]α -- δειλός, ροβιτσάρης, Χαὶ φρίκεσ-ι πληθ. φρίχεσιτε, φρίγεσ-ι (Σ). φρύιε-α πληθ. φρίκατες- «όθος. καὶ υρύκε-α (Ἔνραν.) καμ φρίκεζφο- θοῦμαι.---ι ὅτιε φρίκενε -- τὸν φοθερίζω.---- Ἰάνε φρίκε -- εἶναι φύδοι πολέμων.--- ἃδτε φρίκε-- ὑπάρχει φόδος. (ε) φρύιεδιµ-ι, ε-φρίκεδιμε-]κ -- νοθερὸς-ἄ. φρικό} (Άργυρ.)-- :οθερίζω, φρικόν] (ρια)) -- νοθερίζω τινά. --- φρικε- τσό] (Υ), φρικεσόν] (Βεράτ.- Περμέτ.) φρικο] (Σ) καὶ φριγό] (5) Έβικσό] (Έυραν.) παθ. φρικόνεμ. -- φοθοῦμαι χ.τ.λ. φρύ[τ-ι (οραᾶαπ) ἵδ. πέμε-α. φρυμούαρ-όρι (τ) φρυμούερ-όρι (συνῃρ.) φρυμοῦρ-όρι Ξ- πνευμκτικός..-- φρυμόρε-ἶα-- πνευματική, καὶ φρυμάκ-ου τρυµάκε-]σε-- πνευμικτικὸς- {, πληθ. ετε. Φρούερ-φρόρι (Υ) καὶ γροῦρ-όοι (Υ. συνῃς.) ἴδ. ὄκούρτ-ι -- Φεβοωμάριος µην, καὶ (τ) φροῦαρ-όρι, φρου]τόν] (0141) -- καρπο ρορῶ, -- 468-- φδαγετίµ-ι (Ὀτιάϊ) -- πληθ. φδανετίμετὲ Ξ- δαμτινε-κ -- στεναγµός. --- φδα] (θαά1-Ῥοσά απ) -- σαμιτῖ] (ἨἛλθασ.) ἄὸρ, φδάνα-ε-ι μ.τχ. φσάσμ, (υπά[-ροσάαιι)-τε- ὄφᾶμι-τε (0141) 5- ἀνακστεναγμός. . ηι .. ἕ ι 4 µ οι . ν . ῥ ο. φδάτ-ι (τ) πληθ. φδάτερατε-- χωρίον. πτσκτ”ι (τ) πληθ. πδάτερατε. χατούντ-ᾶι (Υ) πληθ. κατούναετε. φδατάρ-ι (τ)--χωρικὸς 9) χωριανὸς, πατριώτης. πληθ. φδατάρετε πδα- τάο-ι (τ) πληθ. πδατάρετε, θηλ. φδατόάρε-]σε, πδατάρε-]α. πληθ. φδατάρετε, πδατάρετ8, κατουναάρ-ι-ε-]α πληθ. κατουνᾳάρετε ἀρα. σι 9’ . ἀ{ἄπἀ.οα. α-ᾱ ψ' Φ. . ..- - τνε--ᾱ- Δ- - μα κατουναάρετε θηλ. φδέφε-α (Υ)Ξ ἡ σκούπα, πδέσε-α (2). µπδέσε-α (τ) καὶ µεδέσε-α (Υ) κατ) ἀποθολὴν τοῦ π. πρὸ τοῦ σ. πληθ. ατε. -- ὁ--μμα, -'' μι μμ . κ “ὑμᾷὑυὉυυαν φδέχ (τ) ρ. ἐνεο. παθ. φδίζεµ.. πδεχ (τ) παθ. πδίχεμ.. μπδέχ παθ. μπδίχεμ., µετδέφ (Υ) (κατ᾽ ἀποθολὴν τοῦ πρὸ τοῦ ϐ) τόέφ (Υ) τοι- φεμ. παθ. --- νδέφ (Ὀοσά απ) -- κρύπτω. φδεἹαράκ-ου: πληθ. φδεζαράκετε-- κρυπτὸς ἄνθρωπος.---καὶ πδεζκ- ο τμ ο--ᾱ-- πε κ. ο -- οάχ-ου, φδεχζράκ-ου, Φφδιζεράκ-ου, μπδεζαράκ-ου, πδεχεράκ-ου. --- ἴδ, τινεζάρ-ι (Υ). φδελεσίρε-α (τ) πδεχεσίρε-α (5), μπδελεσίρε-α, μεδεφεσίνε-α (Υ) ἄφηρ. --πληθ. ----ατε Ξ κουψάνα. (ι-ε) φδέχετε (τ), πδέχετε (τ), µπδέχετε (τ), µετσέφετε ():ΞΞκρυπτὸς-η. φδέχουρα (τ) ἐπίρ. πδέχουρα καὶ πδέλχουραζι, µπδέχουρα καὶ μπδε- ουραζι (τ) τδέφας (Υ) ἐπίρ.--κρύθδην. καὶ µετδέσετε, () μεδε- φετε (Υ)- φδί} (τ. Ὀοράαη) παθ. «δίχεµ.--σπουπίζω-ζομαι. --- πδι] (5) ποϊχεμ. (τ), μπδι] () µπδϊχεμ., μεσι] (1) (κατ᾽ ἀποθολὴν τοῦ π πρὸ τοῦ ο) µεδιχεμ. τε-φδίρατε-- τὰ σκουπίδια. φδύιε-α (τ) πδίκε-α (1), µπδίκε-α (τ), µεδίκε-α ()Ξ τοῦσκα. φδίκε-κάρτε, πδίκε-κάρτε, μπδίκε-κάρτε, µεδίκε-κάρτε εἶδος θάμνου ἔγοντος φούσχας κοοτούσας. φδίμεζε-α (τ) ὑποκορ. πληθ. φδίκεζατε, πδίκεζε-α (5) υπδίκεζε-α (τ) µεδίκεζε-α (Υ) κατ’ ἀποθολὴν τοῦ π΄ πρὸ ὅ. Ι] φδωι (1), ϱ. ἐνερ. πδίκ (5), µπδία (τ). μεσίκ () παθ. φδίκεµ. (1), πδίκεμ, (τ), µπδίκεµ., μεσίκεμ. () Ξ τούκε ράχουρε εΏεν] τι φδίκετε ' ..” .- ῤ.. (τ) ι Ώενετε φδικα, ψσικα μοι). -- 469... φδΐχει (τ) ποϊιχζεμ, (τ), µετοίφεµ, τόῖφεμ ({)-κρύπτομαι. καὶ τότφεμ. (ή) µετόίφεμ (). --καὶ παθ. τοῦ φσϊ]--σκουπίζω. Φτέσεσ-ι (Υ)-- αὐ χ]ε φτόν] --θεορέτ περ ἀάσμι) [ἐκ τοῦ Ῥτέσε-α-- πρόσ- Χλησις, ἅπηρχαιωμάνη λέξις] πληθ, φτέσεσιτε͵ φτόν]-φτόνεμ παθ. -θερρέα περ ἀάσμε (Σ) [Ἰταλ. ἰην{ίατε] ποίθοιµ..---- Ἄουῦ βέτε πα ντούαρε, ε γ]εν πα δτρούαρε. --ἴδ, γρίὸ, γερδεσ ϱ, ---- Περμέτ.)--φτόν] µε (αδ α µε κουλ]άτὸ (--προσκαλῶ εἰς τὸν γᾱ- μον μὲ ἔξοδα) καὶ Υρισ ἢ γερδέσ (Περμέτ.)--προσκαλῷ με λόγον (--ἄνευ ἐξόδων ). φτίκ (Κροσ]α) -- ὃ. φικ. ϱ. φτίκεμ. -- ἴδ. φίκεμ, ϱ. φτιλξό]-όνεμ (Βεράτ), Φτιλό] (Υ) (Ένραν. Καθ. Ἠροῦ]α) πιλόν] (041) ϱ. ἔνερ. Ξ ὄτελίσ. 2) ἐπεξηγῶ (θιιά1) ψτιλόχεμ, (ή) Ξ ὄτελίζεμ ϱ. φτόφ (Υ) φτόχ (5) Ξ κρυόνω ὄνεπ φτόφεμ-φτόχζεμ.-- κρυόνω. φτόφερε (Υ) φτόχετε (τ]-- ἐπίρ. -- ψυχοῶς, (ι-ε) φτόῄετε-ι.α φτόφετε-ι-α: ἐπίθ. τὸ οὐδ, τε οτόχετε-ιτε, τε φτύ- «Ετετιτβ. ----σότ ἃδτε φτόφετε -- σήμερον εἶναι πρῦον. --- σότ Ὠᾶν τε οτόγετε-- σήμερον κάμει κοῦον. φτοχεσίρε-α (τ), φτογεσίνε-α (Υ) Ξκρυάδα. πληθ... ατε. βεν’ ι φτό- Φετε-- χ]ι νούχε σεφ αίελ. (8, χιεσίνε-α., Φτοῦα-όξ πληθ. πτόν]τα, -- κυδῶνι. ϱ) κυδωνιά, Φτοῦε-όϊ (Υ) φτούε-όνι (5) φτοβ-όϊ (Υ. συνῃρ). φτούε-]α (1) ΞΞχρονιάρικηη γίδα. ---φτοῦ]ο («. συνῃρ.). φουτ]άχε-]α (Ἠλθας,) φτού]εζε-α.. ---- ὑποκορ, φΦύελ-ι (5), φῦλ-ι (Υ. συνῃρ.) φέλ-ι (5) πληθ. φύε]τε, φύ]ετε (τ) ι Ρίε φύελιτ -- παίζω τὸν αὔλόν. ----ι ράδµ φύελιτ -- ἔπαιξα τὸν αὐλόν, φυελούαρ-όρι (τ) φυελούερ-όρι (), Φυλοῦρ-όρι (συνηρ.) πληθ. φυελόρετε καὶ Φυλόρετε -- αὐλητης. -“φυελόρε-]α πληθ, φυελόρετε θηλ, φύερ-ι (τ) τὰ, φιρ. φύτ-ι πληθ, φύτνατε, φύτνετε -- Πῖρα ε κ]άφεσε Κι ὅκόν τε νγρᾶνετε περμΏρένα« {δ, γρύχέ-α, τύτε-α" 2) ὁ λαιμός.--ε κάπα πέρ φύτι-- τὸν ἔπιασα ἀπὺ τὸν λαιμόν’ µε γγέτσι ν]ῖ ἐδτενε νε φύτ, Φυτόρε-α, φετύρεα -- µορφή, ὄψις,---ι ουπρίό φυτύρα γα φρίκα. κά φυτύρε τε βέρδε-- ἔχει ὠχρὰν ὄψιν, --- τρῖ φυτύρεῦ ν]ί Περενα1. φούγε-α-- συκοφάγος, πτηνόν, πληθ. φούγατε. νο. Αι - μπκπωσωω-..- δα. --- ατ0 --- φουκ]]-αΞ- δύναµις, ἰσχύς πληθ. φουκ]ΐτε.--- ασ κδμ, φουκ]ι-- ἀδυνστῶ.--- μ’ουπρξ φουκ]ῖο ἡ μ᾿ουποένε ουκ] ίτες- ἐξηντλήθησαν αἱ δυνάμεις µου ἴδ, μ᾿ ουπρένε κράχατες ἀπηύδησα. (ι-ε) φουκ]ίδιµ-ι-ε-]α -- δυνατός-Μ. ἰσχυρός-ά' καὶ (ι-ε) φουκ]έτδιμ- ι-ε-]α θηλ. φουλίκ]-φελίκ] (1. τ Ξ ἐντροπιάζω, λερόνω.---φουλίκεµ.-- ἐντροπίάζο- μοι, λερόνομαι. φουλ]έτε-α (5) (τὸ δέν δρον) -- τσαράτσ-ι (Τυραν.) καὶ καλ]ιρόρεα (Σ) (ὁ χαρπὀς) πληθ. καλ]οβατε. (ι-ε) φουλίκετε (Υ. Ἐλδασ.) (ι-ε) φελίκετε (5) ἐπιθ, Ξ ἐντοοπιασμενος ϱ) λερωμένος (τ. Σ.). φουλ/αῖνι (1) πληθ. φουλ/κ]έν]τε -- σιχγὼν καὶ (Σ. Κροῦ]α) (Έωραν.) φουλ]κ](ν]ε-α πληθ. φουλ]κ]Μν]ατε -- νόφουλξ-α: πληθ. ατε. φουλίµ-ι:. πληθ.---ἴμετε (ἄχρηστος)-“φύσημα (ἄνεμου) τοῦ οημιατος φουλόνξ- φυσᾷ (ἄνεμος). φούντ-ι (πληθ. φούνᾶετε ἄγχρηστος) [ Ἑλλην. ποντ-ος, Λατ. Γιπάαξ]Ξ πυθµήν, βάθος, πάτος, τὸ κάτω µέρος, ---νάΕ φουντ Ὦ µε νάε φουντ”- εἰς τὸ τέλος, φουναόσ (τ) ρ.ΞΞρίπτω τινά εἰς τὸ βάθος, φουντό (Σ) φουνάόσεμ. (1) παθ, φουνάόχεμ. (1). φουνζεροῖ-α πληθ. φουνᾶερµίτε- τὰ ὅσα ἀπομένουσιν εἰς τὸν πάτον' κονῶς τὰ ἀπομεινάρια. φούρκ-ου, αφούρχ-ου (1) κοινῶς δικοῦλι, διχάλα-- γεωργικὸν ἐργαλεῖον δι οὗ συνάζουσ. τὸν χόρτον' πλ. φούρκ]ετε, σφούρκ]ετε, τερφούρκ]ετε. φούρκε-α [λατ. Μάτσα] Ἡ ἠλακάτη κοινῶς ἡ ρόκα (κ]ε τιέορενε) πληθ. φούρχατε. φουρκάτσε-]α (Βε-ατ.) [1δ. φούρκ-ου]-- ἴδ. νγαρκάτσε-]α. φούρρε-α, Φφούρρ-ι [λατ. αγπαβ] πληθ. φούρρετε-- χλίδανος, κοινῶς φοῦρνος [φουρκουλ/ΐτσε-σ] ἴδ, πρόχςε. | φουρρί-Ία [1ταλ. λέξις] -- τουρκιστὶ αἀδαλ]ε. φουρυεβέκ]ε-α, φουρονθέκε-α (Περμέτ. Ῥεράτ.) πληθ. αὐτε ἴδ, κου- κουθά]κε-α. φουρρίκ]-ι πληθ. φουρρίκ]ατε, φουρρίκ-ου (Σ. Ἔνραν. Περμέτ.)Ξ φω- λεά πληθ. φουρίκ]τε. η φουρράτσ-ι (Υ)--μουλῖ κῇῖ Ὀλ]ούεν µε ᾖζούρδε (-λάκκον ὕδατος). φουρρό] (Υ)--Βλ]ούε] τράδε καὶ φερρό] (Κροῦ]α) --λ]ιμό]--με λ]ίμε Ἱερρό] Ζέκουρινε. ---- φουρρόῇ -- Ὀλ]ούε] νᾶε µόκενετ. φουρτούνε-α [λατ. [ογίππα] -- θύελλα, τρικυμία, θαλασσοταραχή” πληθ. φουκτούνατε ἵδ. θελίμ.-ι. φούσ-φουτ-φούτ (Υ) καὶ φούτ-φούτ-ούτ (τ)Ξ χώνω ϱ. παθ. φοῦτεμ- χώνομαι, β Ε ἓ. . : μα . / κ. β σ ' φούσκξ-α (Υ) φούτσκε-α (τ) κουρ µπσικετε λ]ικούρα-- ἡ φοῦσχα., φουστάν-ι: πληθ. ουστάνετε -- ἡ φουστανέλα, φουδαῖϊ-α (Βεράτ.) [φδῦ]] -- χειρόµακτρον, (Ίταλ. ροσθία). φουδλρ-ι-ε-]α (Υ) -- πεδινὸς- ή" ἀντίθ. μαλ]εσούαρ-όρι καὶ φουδτάᾶρ-ι-ε]ο., νουδαράκ-ου-ε-]ο, φουδν]άκ-ου-ε-]α.----πληθ. φουδάρετε ἆρσ. φουδά- ρετε θηλ. φούδε-α πληθ. φούδατε, ρραφδ-ι (ζακόθο) -- πεδιάς. φουδν]}άρ-ι, φουδν]έρ-ι πληθ. ἄρετε-έοετε -- ἐργαλεῖον μὲ τὸ ὁποῖον ψαρεύουσιν. φούσ- φούτ- φούτ Ξ- εἰσάγω, ἐμθάζω, βε µΏρένᾶ«, κελάσ δτίε: ἀόρ. φούτα-ε-ι, µτχ. φούτε Ἠ φούτοννε. παθ. φοῦτεμ. ἀντίθ. κερρέ], νἀσίερ. φουδκ]ίνατε πληθ. (ρα!) 9939 φούσκξ-α καὶ φούτσκε-α, πούφκε-α (Ἔυραν.), φελούσκε-κ (Έυραν,) -- φούσχέε-α (κοὺρ ρρίφετε µε ᾖίθεθ), πληθ. φελοήύσκατε. ἴδ. φδίκε-α, πδικε-α, µπδίκε-α, μεδίκε-α. φουδάτε-α ἴδ. ουδτεοῖ-α Ξ στρατός, στοκτόπεδον. ’ Γ ς ὤ δν “εν ν / κα) - φουφουβέ]κε-α (Αργυο.) πληθ. φουφουθέ]κατε-- γλαῦξ-κός.---- Ἠ φου φουθέ]κε-α (Άργυρ.) πληθ. φουφουθέ]χατε. --- 3 φουρουθε]χε-α (Βεράτ.) πληθ. φουρουθέ]κατε, Ἰ φουρρεβέ]κε-α (Περμέτ.) πληθ. φουρρεθέ]χατε, 3 κουκουθά]χε-α πληθ. κουκουβά]κατε. Φυσεκόρε-Ία (1) Ξ- κουλ]έτε φυδεκᾳδ. ---- πληθ. φυσεκόρετε. Χ χα: ϱ. ἔνερ. -- τρὠγω, ἄόρ. χάνγρα (Υ), (τ) Ίένγρα, μτχ. νγράνε (/) νγρένε (τ). ἀντίθ. βίελ. ----µε ᾖά ζέμερα μΏὈ ατε ν]ερί--ὑποπτεύω αὐτὸν τὸν ἄνθρωπον.---ε ζά µε τε µίρε. --- 415 --- ζαθίεμ (Υ)--χαίΐνω, χάσκω, εἶμκαι ἐκστοιικός' ἴδ. χουτόι]. Ἰάδε-ι--ὁ "Αδηῃς (πληθ. λείπει). ζάε-]α (1), {ξ-]α πληθ, χάετε--ζῴοτροφία. Ἰάεσ-ι (Σ), Ἰάμεσ-ι: πληθ. χάμεσιτε, λάΐστες φαγᾶς, ζα]γέρ-ι (Μυζεκ]έ]κ) ἴδ. ζκρμεδούκρ-όρι, ζα]άτ-ι-- βένᾶι κἰε ἃδτε νάξνε τσκρθάκουνε, αὐλὴ σκεπασµένη. ζαλακάσ-άτ-άτ (Υ), σγαφουλόν] (Βεράτ.) ο. Ξ ξεγυμνόνω, ξεσκεπάζω. ὄπεράα], σφαγουλόν] κραχα-όρινε -- ξεσχεπάἸω τὰ στήθη.--- παθ. ἠαλακάτεμ, σφαγουλόνεμ.. ζαλ]-γρέπ-ι πληθ. {ακλ]-γρέπατε (Υ. Μαλ]εσία). ζάλ/Ε-α πληθ. χάλ]ατε: Ἰάλ]ε-πέδκου Ξ- ψαροκόκκκλον. ζάλ]ε-α πληθ. ζάλ]ετες ἀναγκαῖον, ἁπόπατος. ζαλ]ινόσ (Ἴ0λθασ.) ϱ. -- κατα»θείρω. ---ε ζαλ]ιγόσι σεμούνᾶα Ξ- τὸν κατέφθειρεν ἡ ἀσθένεια, ὥστε δὲν εἶναι πλέον ἐπιδεχτικὸς θερα- πείας.---- Ἰαλ]ινόσεμ. -- καταφθείροµαι ὑπὸ τῆς ἀσθενείας, δὲν εἶναι πλέον ἐπιδεχτικὸς θεραπείας, διότι τὸν ἐσάπισεν ἡ ἀσθένεια.----ου- χαλ]ινός πλ]άγα ε νούχε δερόχετε μᾶ. ζαλ]ίκ]ε-]α (Ἠλέασ.) -- καταφθορά, παντελὴς ἀφανισμός, ἐρείπιον, ἐξ- ολοθρευµός.--- γερμάδε-α (τ) πληθ. γερμάδατε, τε ρρενούεµετε (Σ). ζαλ]ίτδ-ι πληθ, ζαλ]ίτδετεζ- λιθκράκια ἴδ. γουρμάτσ-ι. -ᾖαλ]ίτδ-ι Ξ κοιν. ζαλίκι, ν]ε γοῦρ-ι βόγελ]ε, ξοῦρ-., δοῦρ-ι. Ἰάμουλ-ι (Τυρον.) καὶ ἅμουλ-ι-- , Ῥουρίμ-ι πλ. ζάμου]τε, ἁμου]τε. ζαμουλόρε-]α (Υ)Ξ τὸ ἆο ἄρε κ]ε ἃδτε μΏιέλε τε λ]άδτε (4ο µε θένε, γροῦν, α ἐλ]π, α τεδάνε, α τέπε, α θέκενε, α μέλ]) μΏασοὶ τε κόρρετε ι θόνε ζαμουλόρε, α ἄοε Ἰαμουλόρε µε ν]ῖ γιάλ]ε (γενικῶς) νᾷε ἆάτδ µε ε ὄκοῦμε βἐτὸ (ἐπὶ τὸ μερικώτερον), πό κε μβίελε γροῦν, τν θόνε Ὑρουνόρε, πό κ]ε μΏίελε τερδᾶνε, ι θόνε τερδανόοε, τεπόορε, θεκενόρε, µελ]όρε, µισερόρε κ.τ.λ. ζαμελό] (λδασ ) ἵδ. αμελόι]-Ἰακμελόχεμ. --ἴδ. αμελόχεμ.. ζαμουρίκ-ου ἴδ. ουρὶ. ζάμεσ-ι (γ) χάεσ-ι (Σ) νγρένεσ-ι (Αργυρ.) Ξ φαγᾶς. πληθ. Ἰάμεσιτε, Ἰάεσιτε, νγρένεσιτε.--- υἹερὶ χάμεσ ε βένε πίµεσ - ν]έρι ζάεσ ε πια- νέτσ (5). Ἰανϊάρ-ι (τ) [ἱὸ. κοιν. κοντάρι] πληθ. ζκνάχρετε ἵδ. δούλ]τσ-ι, -- Αλ Ἰᾶνε-α (Υ) Ἰάνεζε-α (Υ). {ενε-α (9), ζενεζε-α (τ) πληθ. ----ατε -- σε- λήνη, δν ε οξ-- νέα σελήνη, Ἡ νουμηνία,--- Ίδνα πλὶίότ-- πχνσέ- : , μ' χ ληνος, πλήθουσα σελήνη. --- Ἰδναβᾶιέοος (Υ)-:φθίνουσα σελήνη δηλ. ἀπὸ τῆς πανσελήνου μεχρι τῆς ἐσχάτης φάσεως ουμ.Ώούδ ᾖδνκ-- πῦ- ἔησεν ἡ σελήνη ῥᾷοῦο Ἰάῑνας- ἔφθ ᾗ σελήν νη. ---- ουθᾶοῦρ ἠδνα-- ἔφθινεν ἡ σελήνη. Ἰᾶνεζε-α (Κοοῦ]α) ἴδ. ἄνεζε-κ-- σφΏχκ. πληθ. Ἰᾶνεζατε. Ἰάνε µόριον χρόνου -- πρὸ πολλοῦ. --- χάνε σᾶ κα κε κἄμ. ἆρδε ούνε κετού -- ποὺ πολλοῦ Ἴλθον ἐδῶ. Ἰᾶνούερ-όρι (γ) Ἰανοῦρ-όροι, ᾖδνόρε-]α (Υ). Ἰενούκρ-όοι (τ), χενόρε-]α (τ) Ξ σεληνιακὸς-η--ό ἀνήχων εἰς την σελήνην Ὦ εἰς τὴν περίοδον τῆς σελήνης. 9) (Υ) (δ. βάργεσ-ι. Ἰάπ καὶ ζάπι (Υ) -- ἀνοίγω ἁπλῶς, τδέλ] -- ἀνοίγω μὲ τὸ κλειδί. ἀντίθ. ᾱ τν ΄ τοῦ χἸάπ τὸ μρύλ (ἁπλῶς), νάρΌ] (--κλείω μὲ τὸ κλειδί). Ίχπ φιάλ- μη λιοδίλω τὸν ο. ---Ίαπ ν]εκουδξεντ- ἄρχομκι τῆς ὁμιλίας. --- Ἰάπ. πελ]χούρε - ἀγοίζω τα πανια (διὰ νὰ ἀποπλεύσω) τε ζάπτε ἄξου ! --- παθ. Ἰάπεμ, τοίλ]εμ. ἀντιθ. μΏύλεμ., νάρυχεμ. ν]ερίου κ χ υ.. | μ. 4 μ. ἴ χ µ ἳ Ἰάπετε -- ἀνεπτυγμένος ἄνθοώπος. ν]ερίου τι μΏύλετεξ περιωρισµένος. ἵν' |] κ | |] ι ' Γ μον Ἰ- ας Ἡ η ο. .. . 5 ώς κ πμ, . - ζαπαδάλ]δι Ξ- Ἐλόασ.] [7γπ-δάλ]ε-α] ἐπίο. καὶ Ἰαπδάλίθι, ἵαπα- κ. { νά ϕ 5 μ” ἔ 8 ς Ε 4 . ὃἓ ο 488 αι 5 ὃ .ἁ - κ. μὴν ήν ως τα κ ω α .ω Ενω ωω . πω, δαλ]είι ετσι ζαπαδάλ]θι-- ἐτσει] τούχε χάπουρε δάλ]ετε ἴὸ. ζάπε-κ πληθ. ζάπατε, τδάπε-α. Ἰάπε-α-- τδάπε-α ὁ ἵἴδ. πληθ. Ἰάπατε. ζάπεσ-ι (τ) -- τὸ κλειδί. (ι-ε) ζάπετε-- ἐπιθ. τὸ ἐπίρ. ζάπετε -- ἀνοικτά. Ζαπ-δάλ]ε-α (Ἓλθασ.) πληθ. Ἰαπ-δάλ]ατες- ῥῆμα, ἐτσε ἆν, τοῦ, ἴσπ ε.α. » μ δν / ο ο δν 9ύ0 τρῖκ βήματα. --- [π ρω οπόέον ὅτ τι εἶνε σύνθετον ρῆμα μετὰ οὐσιαστικοῦ] ζαπόσ (τ τ μτχ. Ἰαπόσουρε. χάρο (ΑΡΥ.) µτχ. χάρρε 3 ζάρρουρε. --- τχάρρ (Βερατ. τ. Περμετ.) Ἱέρο (Υ)Ξξρραλό] ἀέγατε α Ὠίματε. ζαραθέλ]-ι (Υ) πληθ. χαραβέλ]ατεζ- κοιν. σπουργίτης. χαρακοπῖ-α πληθ. χαρακοπίτε-- ἀπτεϊσμὸς αἰσχοός, αἰσχρολογία, ---- [ζαρακοπῖ -α] -- δικσκέδασις. ζαρακοπίσεμ Ἱαραγόπεμ. (Βερατ. Ἓλθασ.)-- κάµνω αἰσχροὺς ἀστεῖ- σμοὺς ἴδ. τάλεμ.. ζαρρακάτ-ι (Βεράτ.) ἵδ. αρρακάτ-ι Ὅ----- κκ Ἅ-ἒ-- .---- κ πτππςς ϊῶ29--4 υφ.ν ... 0 - ..: ο. μοι κανα ο με στ αππἃ --- 414 --- ζαρρατίσ-εμ (Βεοατ.) ἴὃ αρρατίσ-εμ.. ζαρράκ]-ι (Υ) αρράκ]ε-]α-- αὖ α αἷό κ]ε ζαρρόν. ζαρθούτ-ι (τ)ς- βάρθαρος, ἰδιώτης, ἁγενής. Οἱ Μουσουλμᾶνοι τῆς ᾿Αλ- βανίοις διαιοοῦσι τὸν λαὸν εἰς μπέῦδες, ἀγάδες καὶ ζαρθούτας δηλ. ἁπλοῦῖς ἀνθοώπους μὴ ἔχοντας ὑψπλὴν καταγωγήν. Ἰάρδε-α (1) λάρδε]ε-]ε (Βερατ.) πληθ. ζάρδε]ετε-- εἶδος ἀσθενείας τοῦ λαιμοῦ (5οατ]α πα), -- Ἰάρδε]ε-ία (Υ. Ῥοράαη) πληθ. ζάρδς- ἵετε, ζάρδελίε-α πληθ. ατε, ζαρδίτσε-α πληθ. ᾖαρδίτσατε, Ἰαρδίτὂκε-κ πληθ. κτε. ζαρδούτσε-α πληθ. --ατε καὶ Ἰαρδούταχε-α πληθ. ατε-- ἡ σαύρα, πιμαμούθι, γουστερίτσο, ἴδ, ζαπῖνι, δκπῖ-ου. ζαρδϊ-α τὸ κλῆμα τῆς ἀμπέλου, πληθ. ζαρδίτε. Ἰάρρε-α ἴδ. ἄρρε-α πληθ. Ἰάρρατε. ζάρρε]ε-Τα (), µέτδχε-α (Περμέτ.) - εἶδος μικροῦ κώνωπος. ἴδ. μου- ὄχόν]ε-α: πληθ. ζάρρε]ετε (Υ) µέτόκατε (Περμέτ.). Ἰαρζάνε-}α πληθ. Ἰοαρζάνετες-μικρὰ λαμπάς, Ἰαρρίν] (Περμέτ.) ἵδ. αορῖ] (Άργυρ,-Βεράτ) -- φθάνω, προφθάνω. Ἰάρκ-ου (Λατ. ΑΤΟΠΠΙ)-- τόξον. πληθ. ζάρχ]ετε. χαρκετούαρ-όρι (τ), ζαρκετούερ-όρι (Υ), ζαρκετούρ-όρι (Υ.συνῃρ.) ἔπρκ- τετόρε-Ία-- τοξότης. Ἰκομεδούκρ-όρι (τ)--καλ] ι πχαρέδουρε κοιν. βαρθᾶτος καὶ Ἰαρμεδούερ όρι (1), Ἰαρμεδούρ-όρι (Υ) Ἰκ]γερ-ι (Μυζεκ]έ] ο). Ἰαρρόι]: ϱ. ἐνερ. Ξἐπιλανθάνομαι, λησμονῶ. παθ. ζαρρόχεμ (Υ). χαρρό- νε, (τ), ἀάλ] ε πίκ]εμ. µε δόκ]ετε χι τε µος χαρρόχεμ. Ἰαρρίμτι πληθ. ζαρρίμετε -- λησμοσύνη, Ἰαρμούδ-ι (Αλθανο-Σικελικὸν) --κελ]ύδι ι. κουνίχουτ. ζαρράμ]-ι-ε-Ία (Ἐλλδ.) πληθ. χαρράκ]ετε ἀρσ. χαρράκ]ετε θηλ.--αὖ α α]ό κε χαρρόν, χ]ε σ᾿ ψΏα µεντ. Ἰαρούδε-α (Σ)-Ξἴδ. αρῖ-ου πληθ. ζαρούδατε. χάρτδ-ι ἆέρο ι παᾶρέδουρε. χάσ: (Σ) -- ἀπαντῶ τινα καθ ὁδὸν ἴδ. πεοπιέκ. συναντῶ. ζασάΐσεμ (Υ. τ.) καλ]᾽ ι ζασθίσουρε. ζασμάκ-ου (1) πληθ. χάσμιάκετε. ζασάν-ι (ἠακόδοα) - φίλος, γνώριµος, ὡς λ]οτα-ι παρὰ Σκοδριάνοις, --- 419 --- Ἰάχεμ: παθ. τοῦ 18. 3) συνερίζοµαι: παροι.. Ἰάχενε ποσὶ πέντε τρὼ- γονται σὰν τὰ σκυλιὰ κοιν. --- ζάχενε δοκ] µε δοχ] -- συνερίζονται, λογοτριθοῦσιν. {δα (Υ) (πληθ. λείπει) Ἰάε-]α (Σ)-- ζωγραφία. ---- ὅτιου Ἰένε πες- ν]ε µότ. Ἰέ]ε-α ἵδ. χξλ-ν. Ἰέδε]ε-]α πληθ. Ἰέδε]ετε (Ἐλθασ. -- τὰ πίτυρα τὰ ἐκ. τοῦ κοσκινίσµα- τος τοῦ ἀραβοσίτου ἐξερχόμενα [ἐγ. τοῦ 78. ϱ.]. 1έδ (τ) ϱ. 5 ρἴπτω ἴδ. ὅτίε. ζοὐδ (Υ) καὶ Ἰούδι (Υ). ἀντι) πρέσ-έτ-έτ --δέχομαι. 160 µε γοῦρε- λιθοθολῶ. --- Ίεθ τε]ε Ὦ χεθ πόδτε-- ἄπυ- άλλω. --ἱκ Ἰόδκ φιάλ]ετε λ]άρκ ε λ]άρκ. --- 1εθ µε δχέλὶμ. καὶ ὃτίε µε δκελ]μ:-κλωτσῶ. ---ᾖεθ (Υ. τ)-- ἀνεμίζω. ὡς 6θ γρούνινε, ορίζινε κτλ. χέκ]-χέκ]-χέκ] χι, θα, χέκ](ϱ)ρ.- ἀφαιρῶ, τραθῶ. 2) ξεψυχῶ εἶμαι εἰς ἀγωνίαν θανάτου. Ὁ) πάσχω, ὑποφέρω. ᾖὲκ] κε] Ξ κακοπαθῶ ἴδ. βούα]. 4) εκ Ὦ ζεκ] (τ) ἄόρες- παραντοῦμαν. ---- ἀ6ρ. χόκ]α (Υ. τ.) --- μτχ. Κέχ]ουνε (Υ), έκ]ουρε (τ). ἴδ. χίκ]εμ, παθ. ἴδ, τχέχ, τἆικεμ., τερχέκ (Τυραν.) τερχίκεμ.. ἀ]έκεσ-ι (Σ) πληθ. ᾖ]εκεσιτε -- αὐ κε µερρ Ἰεπούτσε (δῶρον) µε μΏα- ρούεμ, Υ]ι πούνε (ἐπὶ κακοῦ]. ἠ]εκετσῖ-α (Σ) ἄφηῃρ. -- ᾗ πρᾶξις τοῦ χ]έκεσ-ι πληθ. Ἰ]εκεσίτε. 4 Ἰέκ]εσ-ι (τ) πληθ. έκ]εσιτε -- ὁ ὑποφέρων. 5 Ἰέκουρ-ι -- αἰδηρος" πληθ. Ἰέκουοατε [ἐξ οὗ τσεχοῦρι κοιν.]. Ἰέχουσι | Ῥάρκεσε () -- ἄγκυρα. Ἰεκουρόσ (τ) χεκουρίσ (τ) Ξ σιδηρόνω" παθ. ήεκουρόσεμ., Ἰεκουρίσεμ.. ἠέλ]μ-ι -- ἴός, κοιν. φαρμάκι [πληθ. ἄχρηστος]. χελ]μόν] (Υ. Ὀιιά1) ϱ. Ξ φχοµακόνω, 3) πικραίνω. --χελ]μούεμ, μετχ. παθ. χελ]μόχεμ. (γ. Ραᾶ1) -- φκρυσκόνομαε, πικοαίνοµαι, λυποῦμµιαι, χέλ]μεζε-α: πληθ. χέλ]μεζκτε ἴδ, λ]έμεζε-α. Ἰξλ-ι πληθ. ζέλ]ετε-- σουθλί. χελ]κ] (Ἴταλο -᾽Αλθανικὸν) ϱ. ἐνεργ. « τραθῶ [ἕλκω] ἀόρ. χόλ]κ]α Ξ ζόκ]α. ἀ]ξ-]α (Τδαμ.) πληθ. {]έτε ἵδ. ζνε-]α -- σκιά. Ἰενγελάσ (τ) ο. οὐδ, --χρεμετίζω' ζενγελι] (τ) ινγελι] (ή). -- 4Τ6 --- .. α ᾗ} 7έρο: ἵἴδ. ϱημ.. χάρρ. Ἰέρρεσ-ι (Υ) --αὖ κἷε χέρο" πληθ. λέρρεσιτε. - ιὰ Ρα ῤ / .. η λα ο Ην 8 Ἰέρε-α: ἵἴδ, κόχε-α (πληθ. ὄχρηστος) φιάσ. κεδτοὺ ε προῦ χερα-- ἔτσι τὸ ἔφερεν ὁ Χαιρύς, Ἱέρε-α Ξ φορά: 1δ, Ρότε (Υ. Μαλ]εσίκ). ---- κ]δ ν]ε χέρε µότι -- ἕνα καιμό, κοιν. μιὰ φορά. --- ν]ε δέρε -- ἅπαξ, ἀὐ Γέρε-- δίς, τοῖ ἵέρε -- τρὶς κ.τ.λ. ---- υ]ν ἆέρε Ὢ ν]ιχέρε µότι - ποτέ, πάλαι" κοιν. μιά φορὰ κ᾿ ἓν Ἀπιρύ. ---ν]ε χέρε Ἰ ν]ε έρε µότι (5).---- δούµε Ζέοε -- πολλάκις. --- αὄν]ε Ἱέρε καὶ κσνάον]ε χέοε -- οὐδέποτε, -- νάον]ε ζέρε Ξ κάποτε.--- σᾷ Ἱέρε-- ποσάκις, πόσκις φοραῖς. ----σδ χέρε τε ἀοὐαδ -- ὁσάκις βελήσῃς. --- κάκ]ε Ἱέρε -- τόσας φοράς. ---- νᾶε ν]ε κόχε ν]ε χέοε ἰὅτε -- ὕτανε μιὰ φορὰ κ ἕνα καιρό, --- τε πάρενε χέρε Ἡ χέ- ϱν ε πάρε-- τὴν πρώτην φοράν. --τε ἀύτενε χέρε ἡ Ἱέρενε ε ἄύτε -- τὴν δευτέραν φοραν. ---τε παστά]μενε χέρε Ἡ Σέρενε ε παστά]με -- ' 4 . αι , Ἰ ω πμ α την τελευταίαν φοράν. ---εδὲ ν]ε χερες ἔτι ἅπαξ, - εδὲ ἀν χερεΞ . / παν. ν΄ ῃ : . .” ἔτι δἱς, -κ]ε χερεν ε πάρε -- ἐξ ἀρχῆς.--- περ Ἱερε Ὢ περ χέρα, νγα έρε (τ) -- πάντοτε. --- οτε έρε Ἡ ατε ζέρε -- τό τε, αὐτὴν τὴν φο- ρόΐν. ---- Ἱέρε - Ἱέρε Ἡ χεος πας χέρε Ξ κάποτε.---- σᾷ-κακ]ε-χέρε (τ]- σα -κοκ]ε-χέρκὸ (τ) -- ἐν ν ἅμα, παρευθύς. ----περν]ε Ἱέρε-- ἀμέσως, εὐθύς, παρευθύς, --. µε ᾗε ζέρε -- ἐκ Μις, μονομιᾶς, ---µε 4υ {έ µε τρὶ χέρε, µε κάτρε λέοε κ.τ.λ.. ) ἀμέσως, --- Ἱέρε- Τέρε -- Πέρι γέ ντ ἔέρε (Σ) - χέρε- ζέρε (Σ) -- κάποτε, ἑνί Ἂ Γέρε (τ) Τέρε (1). --- Ίέοε τούκε κ]εζουρε, χέοε τούχε κ]άρε -- ὁτὲ μὲν γελῶν, ὁτὲ δὲ Ἀλαίων.----νγα ν]ξ χερε -- ἀπὸ µίαν φοράν. --- γγα ἄν Ἱέρε ἀπὸ δύο φοράς, χέρετ (Υ) ἐπίρ. καὶ έριετ (ἀντὶ χερε]ετ) -- ὄπέιτ (τ) Ξ ἑωθινῶς, ὁρ- , η ' μη µ 3 ή / 3 ϕ θρίως, πρόωρα, 9) πρότερον, κοιν. ἐνωρίς.--- ἀντί. βόνε -- ἄργά. --- Ἱέρετ νε νάτιετ (Ῥοβάαη) -- λίαν πρωΐ. Ἰέρδε-]α πληθ. έρδετε -- τὰ ἀρχίδικ καὶ κόχ]ετε, Ῥόλ]ετε (2) µρό- λετε, λ]όκ]ετε, ἀδαβόλ]ετε. ---- χέρδε-γ]έλ]ι - ὁ ἔχων τὰ ἀρχίδια ὡς τὰ τοῦ πετεινοῦ. α . 3. / ψ πα ῥ δα ᾿ α (ντε) χέρεσιμ-ι-ε-]α ἐπίθ. -- πρώιμος ἴδ. ι-ε λ]άστε-ι-α, ἀντίθ, ι-ε- βόνε. - Απ --- χἐρεκέκ]ε-]α (}. Μαλ]εσίσ) Ξ ἡ κουκουβάϊα« (κατ εὐφημιασμὸν ὣς φὲ. ρουσα τὴν κακὴν ὥραν) σεπσὲ νᾷιέλ Ζέρεν᾽ 5 πεχ]ε.-- πουρ νεναὸν ερε-κέκ]ια γρατ)ι θόνε: Χᾶνγρεῦ κρύετε τ' ότι - νὰ φάγης τὸ κε- ΜΗ | μὴ λ βα] π « βά]: ν βε]; η πες φἄλι σου! ἴδ. καὶ κουκουδά]ε, πουκουδά]χΕ, Ὑουχου έ]κε, κουκουµ.- ορξ . τα β α ἃ 5 αα Ὁ ὰ β α Ὁ μα χέδτε]-χέδτεν, Ίεστεν (Ῥοσάαη) ϱ. οὐδ.Ξ σιωπῶ᾽ παθ. Ἰετεμ,. ἀόρ. Ἰέδτα-ε-ι-- ἐσιώπησα μµετχ. Ἰέδτουνε' ζέὂτ | σίγησον, πιωπη 1 Τδ. πουδό] χέδτενι! (Ῥοράαπ) ἵδ. τύτ]-- µος φόλ]ε κεδτού. ----σιγή- σατε. µός πεζᾶνι. Ἰάτσκε, φουρουθέ]κε κ.τ.λ. φουρρεθέ]κέ-α. ἔν-νι (Υ) ἆῑρι (τ)--στάκτη' (πληθ ἄχρηστος).--- τε Ῥάφτε Ἴδτι ᾖ: ε κρούσπουλε ] (κρούσπουλε Ἑ Ἑ Ἑ ἀπαντᾶται μόνον εἰς αὐτὴν τὴν φρᾶ- σιν) ᾗι Μίλι (1) Κι Μίτρι (Υ). ἀἩ} (Σ) ἴδ. ζδν] ο. ἆρτι ἡ ᾖΐρειΞ ἡ χάρις (Ἡ θεία): πα Ίε (Υ)Ξ- ὅκου- σίως καὶ µε παχίρε (τ) -- στανικῶς, διὰ τῆς βίας' Τὸ. περδούνε (Υ). Τίρετε χίδεμ (τ) χοῦδεμ. (Υ) παθ. τοῦ ᾖεθ (τ) ζουθ (1) ἴίδεμ. περτε] λ]ούμιτ η μμ Σ)---ὰ φυλακτήρια (Ἔουρκ. νουσκά). (τ)- ἐδῶθεν τοῦ ποταμοῦ. Πίδετε : ἐπιρ. ἴδ. ἴδετε. (ι-ε-τε) ζίδετε (1) (.-ε-τε) ζίδουρε: ἵἴδ. (.-ε) ίδετε. χιδεοίµ-ι (5) ἵδ. ιδενίµ-ι (Υ). Ἰιδερόν] (τ) ἵδ. ιδενόι] (Υ). χια(τὸ-ι πληθ. {νάϊτσετε. (ἐκθλιδίας, ἐκτομίας ἵππος). ζίε-α Μί]ε-]α (πληθ. λείπει) Ξ σκιᾶ κοινῶς ἴσχιος' καὶ χ]ξ-]α (Τόκμ..) κου] ἀροῦ κα χῑε τε ρένά. -. πάστε Ίῑεν ε τῖ, Υ]ε ν]ερὶ κεὂτου πεσόϊ ν]ε Ἱερε µότι ({ε ῥράνε α πρένε Χ.τ.λ. ἐπὶ διηγήσεως' 1ῑε-]κ (2) πληθ. Ἰΐετε καὶ {υ]-]ν (θοράαπ) πληθ. χύ]τε-- θεὺς [1δ. Ἕλλην. ἱερ-ός] 9) τὰ φάσματα, αἱ σχιαὶ τὰ πνεύματα" κοινῶς στοιχειὰ Ὁ} τὸ πρέπον΄ µε κά ᾖΐεπ- µε πρέπει, τε κά χΐεΞσε πρέπει, ιν κά χῑε-- τοῦ πρέπει. ----να κά Ἰίε-- μᾶς πρέπει, ου κά Τίε-- σᾶς ποέπει, ου κά ἄῑε ατύνε-τοὺς πρέπει.--- ἀντίθ. σ΄µε κἂ χῑε--δὲν µε πρέπει. ---- .ῇ χίε--θεός, χνετε-- οἱ θεοί: δτ-ι ὠνομάζετο ὁ Λεὺς παρὰ τοῖς Πελα- σγοῖς (τοῖς ᾿Αλθανοῖς) ἀφοῦ δὲ ἐνεκολπώθησαν τὸν χοιστιανισμὸν καὶ ἀπέέαλον τοὺς πατρῴους θεοὺς (41ετε) λέεξις χίε ἔλαθε κακην σηµασίαν, σηµαίνουσο τὰ δαιμόνια, τὰ στοιχειά: Περενάϊ-α [λατ. --------ο---ς----κο ----α- --ᾱ--- -----πεπ- . . καπ. -κασππακς ----δαπαπεισει--ππππαστ. --πεπε--το-- - ---ᾱ- " ο ο --ἵ- ---- -- 418 --- ΙΠΙΏΘΓΑΓΟΥ -- κὐτοχράτωρ, βασιλεὺς] εἶνε ὁ τίτλος τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Θεοῦ τῶν χριστιανῶν, τοῦ καὶ βασιλέως τοῦ Ἴσραλλ καὶ ὅλων τῶν πιστευόντων εἰς αὐτόν. χιενῖ-α (Υ) Πιερῖ-α (τ) Χυ]νι-α (Βορά απ) -- θεότης: (πληθ. λείπει). (ι-ε) χιενούεδιµ.-ι͵ Ἰνενοῦδιρ-ι, Ζυ]νούεδιμ-ι ({. Ῥορᾶαη), χιερούαρδιμ, (:-ε) χιερούαρε-ι-α (τ) Ξθεῖος θείκ ἐπιθ. (.-ε) χίεδιμ (Υ) εὔμοοφος, εὔσχημος εὐπρεπής, κόσμιος. χιεσίνε-α (Υ) χιεσίρε-κ (τ)Ξ σχιερὸν µέρος" ϱ) βένᾷ’ ι φτόχετε Χ]ε νούχε σεχ ἀἱελ' πληθ. χιεσίνατε (Υ) ζιεσίρατε (τ). χιερόρε-]α-- τὸ ἱέρὸν πληθ, χιερόρετε (ὁ ναὺς τοῦ Θεοῦ). χιεσό} (1) χιεσόχζεμ.--σκιάζω, μβουλ]ό] µε χίε 2) εὐτρεπίζω, καλλω- πίω, εὐτρεπίζομαι, Χαλλωπίζομαι, χϊδ-ι πληθ. ᾖἴθνατε (Κροῦ]α), Ἰῑθει πληθ. Μίθατε (Σκοᾶρα), Ἰϊθεσ-ι πληθ. Ἰϊθεσ-ι πληθ. 2ἴθεσατε (Ἠλδας,), Ἰίθεθ-ι (Περμέτ.) πληθ. χίθεθετε, Ἰίθκε-α (Κόρτδα) πληθ. Ἰίθκατε, λίσελ-ι (Έυραν.) -- ἡ χνίδη, ἡ ἀκαλύφη κοινῶς τσουκνίδα. χεκουρίδτε-α (3 ιεκουρίστε πληθ. χεκουρίότατε -- σιδηρικά: κάθε πρᾶγμα ἐκ σιδήρου: 2) ἐργαλεῖον. χώεεμ (καθ. τοῦ χέκ] καὶ εκ (Υ): ἀΐκ]εμ νγα ούρδενι Ἐπαύομκι τῆς ἐξουσίας" ἰκ] µου κ] φεσε-- ἔχε µε παρητημένον, ζίμετε πληθ. (Βεράτ.) -- πίτυρα ψιλά: κρούνᾷετε (Βεράτ.) -- πίτυρα χον- δρά᾽ Ἔμε τε τράδκ σε ἠίμετςε. ---- Ζίμετε (Έὗραν,) -- ἁπλῶς πίτυρα" κρούνᾶετε (Ἐλθάσ,) -- ἁπλῶς πίτυρα., χίμ. (Οοσάαπ) μτχ. τοῦ ἐμθαίνω ἵδ. 10με, ζύρ8. χίκεροξ-α πληθ. ζίκερρατε (τ) -- λεπτότατον ὑγρὸν ρευστὸν ε πάσχεχκ« λ]ενε κόπινε χίκερρε. ---ε πάσχεκκ λένε γ]έλενε χἰκερος. χινγελάσ (τ) Ξ- χρεµετίζω, Ζενγελάσ (τ), χινγελῖ] (), χινγελό] (5), Ἰίγγε-α (γ. Μαλ]εσίκ) πληθ. χίνγατε -- κοινῶς τὸ σχοινί, --- καὶ χίγκε-α (Περμέτ.) πληθ. {ἴνκατε. ---Ρονῖ-α (Πεομέτ.) πληθ. ζονίτε χον-ι (ΆΑργυρ.) πληθ. χόνετε, λοκομίτσε-α (5) (Βουλγαρικὴ λεξις) πληθ. χόνετε, λοκομίτσατε. χότ (τ. Ῥιιά!), {ίπε] (5), ἀἰπεν] (Περμέτ.), Μὐπι(γ) «ἱππεύω, ἄνα- ῥαΐίνω. ι Ίίπι κάλ]ιτ-ι σΏρές καλ]ιτ-- ξεχαδαλικεύω. - πι µε ---- 419 --- χκέμΏε-- ἔλαθον βαθµόν. ἵὃδ. Ἕλλην. ἵππος] ἀντιθ. «Ώρες. οἩμ.κ καὶ σᾳρύπ (5) σαρίπ (/). χιρτι (θαα1-γ.)--ἡ χᾶρις (ἐκκλησιαστικῶς) πληθ. λΐρετε, χίρρε-α ὁ ὀρρὸς τοῦ γάλακτος (πληθ. λείπει). χιρρόσ (Ἐλλθαα.) χιρρό] (Σ). Ὀαὶ ἀΐοοε. χιρόνεμ: ο. ἄποθ. Ξ θωπεύω τινά. χίδ Ἠ ιδ] ----θόνε κουρ πεζᾶνε πούλ]ατε. κουρ ι ναιέλενε θόνε πούλ]! πούλ]! πούλ]! ζοῦξ-]α (τ. Βεράτ.) δάρε-]α (Έλθασ ), ζαθέ-ία (ΤἜνραν.) (Τουςκ., δαπάν) πληθ. χοθέτε, δαρέτε, ζαρέτε -- σφενδόνη. Ἰό]ε-]α: πληθ. Τό]ετε. ----Ιό]ε-α χο] ε μάλ]ιτ. χόλε: ἐπιρ. ψιλὰ ἀντιθ. τράδε γαὶ χολίὸτ. (1) ἐπιρ. (ι-ε-τε) χόλε-- ἐπίθ.-- ψιλὸς-ἡ-όν, ---- ἁδτ᾽ ι ζόλε-- κά μεντ τε χόλε- εἶνε ὀξύνους, ἀγχίνους, χολεσίνε-α.. πληθ. χολεσίνατε--ἡ ὀξύτης, ἡ ψιλότης, 2) χολεσίνατε-- τὰ ψιλὰ πράγματα. ζολόι] : ϱ. ἐνερ,-- κάμνω ψιλόν, λεπτύνω, ἴδ. τχολοι] παθ. χολόζεμ. -- νζολόζεμ.. Ἰόν-ι (Αργυρ.) πληθ. χόνετε, ---ουιδέχ νᾶβ ον τε πβρρδιτ (ΑΡΥ.) Ἰέδεμε γούρε νάε Ίον (Αργυρ.) --ἴδ. γρεµίνε-α. 1όπ/ χότια/ ἐπιρ.---Ίΐίδου πα τε θούατὸ Ίοπί (ΑΔΡΥ.) πα Ἰέδουρε µος θούατᾶ χοπ (Άργυρ). χόπα (Ἓλθασ.), µΏε χοπ (Ἔυραν.) νγρύκε (Ἓλθαα,) [γρύκε-α] ἐπιρ. Ξἀγκαλιά. ---µέρρε-με χόπα--πάρε µε ἀγκαλιάὶ µάρο ο μΏε ἎΊοπ-- πέρνω ἀγκαλιὰ (Ἔνραν,).---μάρο νγρύκε (Ἔλθκο--πέρνω ἀγκαλιά, Εξ χόπ βεντ -- ἕνα κομματι τόπον [Σπαρτιᾶται ἡ ὡδά]. Ἰόρε-α ὀρε-α (Ριι1) -- ἡ ὥρα (Έουρχ. σαχάτ). περγ](θε Ίόρε-- κάθε ὥραν. ζόρα: εἶδος χοροῦ. Ἰόρα (Ἐλθασ,) χόρας (Σ) ἐπίρ. --κυκλοειδῶς, ἐν εἴδει χοροῦ ἵδ. περκ]άρχ. --- βῖ χόρα (Ἠλθασ.]--βῖ χόρα] (Σ)--βί περκ]άον. χοθονῖ-α (Εροῦ]α) --καζάν ι βόγελ]ε πληθ. χορονίτε. Ἰορονῖ-α (Μιεάίτα) --σενῖ-α (Τουρκ.) πληθ. χορονίτε. χοστέν-ι (Σλαυϊκὴ λέξις) πληθ. ζοστένετε--βούχεντρον καὶ ουστξ-νι (). ---ἴδ, θουμΏάτσ-ι (Σ) στρουμδουλᾶρ-ι (Κοοῦ]ο). ----πληθ. ᾖοστέν]τε, Ἰόφ-βι (Σ) ἴδ, βρούλε-εξ-όρμή, --ᾱδὑ --- χοφ Ἡ Ἰόβι (1) ϱ.- πηδῶ. χοῦδεμ, (Βεράτ.) κκτσέι] (Σ), κετσέι] (Σ), µαρρ ᾖό9 (1). Ἰόφτ (Ἠλθασ.), χόν (Σ), τδας (Σ), µε ν]ε Ἰόφτξμε ν]ε Ἰόφ, µε ν]ι τόαςΞ-με νε χέρε, μονομιᾶς.---- [1δ. ατε τδας, κετε τὂκς] µε ν]ῖ χό6 Ἔμε μίαν φορὰν ἵδ. Ῥότ. ---µε ἀύ Ίοφ-με 4ὐ χέρε, µε τοε Ίοθ- με τρι Τέρε κτλ. Ἰοῦ: (οασάαπ) (πληθ. ἄχρηστος) ἴδ. οῦ-]α. Ἰουγῖ]-α (Ῥορά απ) ἴδ. ουνῖ-α (Υ) ουρῖ-αι (τ) (πληθ. λείπει). ζοῦ-νι (Υ) χοῦ-ρι (τ) Ξ σκόλοφ-πος Ἀοιν, παλοῦκι. --- χοῦν (Σ) -- µέ- τρον σίτου, ἀραθοσίτου χιτ.λ. κοδίκ]-ι (Σ) -- Ἡ[, τοῦ χοῦ, τοῦ περι- λαμβάνοντος 100 ὀκάδ.---- ΒαῬούνε-]κ (Σ)Ξ-1[, τοῦ κοδίκ], καρρό- κ]ε-]ατ-1[ι τοῦ Ώαβούνε-]α: πληθ. βαβούνετε, κορρίκ]ετς, ἴδ. δι- "ου, ζοῦα (τ) χουά (γ), χούαζκ (ϱοσάαπ) ἐπιρ.-- δανεικά.----μάρρ Ἰοῦας Ξ δανείζοµαι.--- ἄπ Ἰοῦς -- δανείζω. --- ζοῦα- δᾶνεσ-ι () -- ᾖουκ-θένεσ-ι (τ) -- δανειστής. Ἰούα] (τ) ζουά] (Υ) -- δανείζω εἴς τινα.--- χοῦχεμ. (τ), χουάχεμ. (Γ).. (). χούα[ (τ) ε-χουά]ε-α (τ) θηλ. -- ξένος-η, ἀλλότριος-α καὶ ι-χούε]-ι Ὁ χουέ]ε-ι, ε-χουξ]ε-α (Υ) καὶ ι χοῦ]-ι, ε ζοῦ]ε-α (συνῃρ.) νᾶε δὲ τε Ἰούα] Ξ- εἰς τὴν ἀλλοδαπήν. Ἰοῦδεμ (Βεράτ.) ἴδ. ζόφ. ρῆμα.--- ζοῇδεμ. () ο. οὐδ. -- χΐδεμ (τ) -- οί- πτοµαι.---ου ζόδα μΏ᾽ ατὲς ἐρρίφθην κατ αὐτοῦ.--- ζούδου. ζούδρε-α πληθ. Ἰούδρατε, χούδερε-α, πληθ. ζούδερατε. --- ᾖούᾶρε-α (Σ) πληθ. ζούάρατεξ-ακόρδον, χουδερόι] (Ἐλθασ.) ρ.Ξρίπτω μὲ ὁρμήν.--- χουδερόζεµ. -- ρίπτοµαι μὲ ὁρμήν. Ιούδ (Υ) χεθ (τ)-- ρἴπτω. Ἰουλῖ-α (5. Τυραν.) [βουλγαρική λέξις] πληθ. ζουλίτες- ὄγμος, αὖλα- χιά, βία κι Ώᾶχετε να ἄρε κούρ λ]ιθρό]ενε, καὶ Ὀράζατε (Βεράτ.). ζουλόι]: ἀρούνε Ὦ κ]ουμέδτινε. µτχ. χουλούαρε. ἴδ, Ζόλε. Ἰουμθάσ-έτ-έτ (τ) ϱ. ἑνερ. Ξ χάνω καὶ χάνοµαι.--- καὶ ζούμπ (Ἐλθ.- Περμέτ.), χούὐπ (Σ). ἀόρ. χούμΏθα τρέσ-έτ-έτ (Σ), Ώαρ (Τ6μμ.), Ῥιρ (5) βάϊρ (7) βᾶᾷαρ (ή) παθ. τρέτεμ, Ὀϊρεμ, βάΐρεµ, βάαρεμ., χοῦμρεμ. --- 481 ---- Ἰουμθό] (Ῥοράαπ) -- βυθίζοµαι εἰς τὸ νερόν. ἴδ. ξύτεμ καὶ κρέδεµ., Ἰουμθελό/ (Υ) ϱ. ἐνερ.-- χάμνω τινὰ νὰ χαθῇ, καταστρέφω, ἀφανίζω.--- ο τε να χουυμβελό]ε Ἴδτι-- θέλει νὰ μᾶς καταστρέψῃ ὁ Θεός, χουνάζε-α ἴδ. ουνάζε-α πληθ. χουνάζατε. χουνγ]έ-]α (Έυραν.) πληθ. χουνγ]έτε: ιν βξ χουνγ]ξ καάλ]ιτ ι συθ κα- πίστρενε καλ]ιτ νᾶε τουρίτει λ]ίθ µε λ]ιταρ τε ἀῦ νόφουλατε, χουνζάκ-ου (Υ) -- ὁ μὴ ἔχων ρἵἴνα, πληθ. χουν άκετε, χουνᾶάκε-][α (Υ) Ξ ἡ μὴ ἔχουσα ρἵνα, πληθ. ζουν άκετε. χούνᾶε α πληθ. Ἰούνάετε -- οἷς -ρινός, κοινῶς μύτη. --ι ᾖθνα ναερ χούναε (Υ) -- ἐπεμθαίνω.---ι γῦνι νάερ Λούνᾶες- ἐπεμβαίνει.--- ι ο ζοῦνᾶα -- πψοσεθλήθη.--- κά ᾖούνας.---ι κουλότ ζούνᾶα νάλ]τ (Υ) -- ὑψηλοφρονεῖ.---ι θέδα Ἰούναενε, χουνάόχεμ (Ἓλθας.) ϱ. οὐδ. - πικραίνοµαι, προσθάλλοµαι.---- µε Ῥε Ἰούνᾶα. ἴδ. ιδενόχεμ. Ἰούπ (1) [Σλαυϊκὰ χούπαμ, -- χάνω, Τουρκ. καϊπ] ζούμπ (7). ζουμ- Ρᾶσ (τ) ἴδ, βᾷϊτρ, βᾶαρ, Ὀϊρ, ἀᾳρ. (1-ε) ζούν]ετε (τ) [ζοῦ-νι] πρέ] χούν]δ.---- ὄτεπι ε χούν]ετε-- ὄτεπῖ πρέ] ζούν]σ. χοῦπεμ (Υ) -- Ὀούκ) ε ζούπετε. (ι-ε) χούπετε (τ) Ὀούκε ἀζΡόρ᾽ ε ζούπετε. χούρδε-α πληθ. χούρδατε (Περμέτ.) -- εἶδος τυροῦ εἰς κεφάλια. ζούρδε-α, λογάτδε-]α (Βεράτ.) - λάχκος πλήρης ὕδατος, Ἰούρδε-]α (τ. Βεράτ.) {ούρδεζε-α, ζούρθ-ι (Υ) -- ἴδ, ούρδε-]α, ούρθ-ι, χούτ᾽ ε θάρδε -- εἶδος λευκοῦ ἱέραχος καὶ καλ]ι κ]ύκ]εσε (Σπᾶτι) - πιστεύουσιν ὅτι, κ]ύκ]ετε ι χέπινε ζούτεσε-Ῥάρδε κουρ κθέχενε μΏ᾽ ατὲ περάνε βέρε.--- ᾖούτε-α πληθ. ζούτατε. -- ζουτῖ-νι πληθ. Ἰου- τιν]τε. χουτό]-χουτόχεμ.: ϱ. --ζαλίζω-ζομαι, σκοτίζω-ζομαι. (.-ε) ζουτούαρε (τ) τὸ. χουτό]. χουτάκ]-ι -- αὔ κε χουτόχετε {ουτάκ]ε-]αΞ- αἱό κἱε Ἰουτόνετε, πληθ. ζουτοκ]ετε ἆρσ. χουτάκ]ετε θηλ. | χούχεμ παθ. τοῦ ζοῦα] -- δανείζοµιαι, χύ]-χύ]-ι (θοσᾶκαη)-- Θεός, πληθ. χὐ]ατε (θορά απ) καὶ χόΐτε (Όος- 4 απ) ἵἴδ. χίε-]α. ΛΕΕΙΚΟΝ ΑΛΗΑΝΟΕΒΛΛΗΝΙΚΟΝ 91 - 4952 -- ἔνι) (1). ον] (τ) 1 (5) ουν (5) - εἰσέρχομαι, κοιν. ἐμβαίνω. ἀάρ. ζθνα-ε-ι (ή) ᾖύρα-ε-ι (τ), µτχ. ἆσμε (1) νε (5) καὶ ρε 5, ἀντίθ. τὸ ρημ. ἀάλ]. (ι-ε) ζυ]ενούεσιμ (ϱοσάαπ) ἴδ, ι-ε-χιενούεδιμ, (Υ). ζυ]- ἀίτουνε-ις- θεολόγος. ζυ]-αίε, χυ]-αία -- θεολογ ία. χυ]νι-α (ἀοσά απ) Ξ- θεύτης. ἴὃ, ζιενῖ-α (Υ). Ἰολ-ι (Σ) ἴδ. ὕλ-ι. χὗπι (Υ) ἴδ. ϱ. χῑπ. «ἵππος, ἀναθαίνω». ΕΑΝ Π ο ΤΙΝ ΑΛΕΞΕΙΝ ΕΝ ΧΡΗΣΕΙ ΠΑΡΑ ΤΟΙΣ ΑΛΒΑΝΟΙΣ ΤΗΝ ΣΗΜΕΡΟΝ ΕΙΣΑΧΘΕΙΣΩΝ ΗΝ ΑΛΗΑΝΙΑ ΕΠΙ ΣΛΑΥΟΚΡΑΤΙΑΣ ΣΛΑΥΙΚΑΙ ΛΕΞΕΙΣ ΠΑΡΑ ΤΟΙΣ ΑΛΒΑΝΟΙΣ ΕΝ ΧΡΗΣΕΙ ΕΙΣΑΧΘΕΙΣΑΙ ΕΠΗ ἈΛΑΥΟΚΡΑΤΙΑΣ ακόλε (Ώ Ώρα καὶ Σκόᾶρο) ἐπίρ. [Σλαυϊκὰ όκολα καὶ όχα λα Ξξ κύκλος] δ, ορέθ, Χ]αρχ, ρρότουλε, τόρρε. απέτ (ΏἼΏρα) ἐπιρ. [Σλαυϊκὰ οπέτ καί απέτ-- πάλιν] ἵδ, περσθοῖ, πράπ.. /ἄτ-ι καὶ άτε-α] [άρχ- Σλαυϊκὰ ὁότ καὶ ἅτ ππατηρ] ἴδ, τάτε-α. ατσάρε [Ῥλαυϊκὰ τσαᾷέ ϱρ. ἐνεργ. Ξ θλίδω] ἵδ. ὄτρενγούαρε. ῥαᾶίσ: ϱ. ἐνεργ. [Σλαυϊκὰ βόᾷα -- ύδωρ, ἐξ οὗ βάδα -- τὸ ἀὐλάχιον, καὶ βας[δ -- κάνω αὐλάκια διὰ νὰ ποτίσω] ἴδ' ου]ία, ου]ίτ, ου]ΐτ, ῥαλανίτσε-α (Σκοᾶροα) [Βουλγαρ βαλάδιτσα καὶ βαλ]έθιτδα -- νερότρι- ῥεῖον, μὲ ρἰζαν Σλαυϊκὴν ἐκ τοῦ βάλ]αμ, ϱ. ένεργ,Ξ- τρίδω τὰ φθρέ- µατο εἰς την βαλ]αθίτσαν] ἴδ, ἀερστίλ]ε-α (Βουλγαρ.). ῥέάρε-α (ποιμενικὴ λέξις) -- ξὐλινον ἀγγεῖον. [Σερθικὰ βέἀρο, βέάρικα"' δ, δεκ]ε-]ο.. (ῥάλ]ε-α] Σλαυικὰ βάλ -- κὔμα" Ἰταλ. Ὀο]]1το -- Ρελ]ό] Ὦ µάρρ βάλ]ε-- βράζω. [βάρκ-γου] -- ἁρμαθιὰ Σλαυιστὶ βέρφ --ὁ σπάγος, καὶ βερθονίτσα (Σλαυϊ- κὰ)--ἁρμαθιά' ἴσως ἡ λέξις παράγεται ἐκ τοῦ βάρς κρεμῶ, βερβί: (τ)--χέθ µε νβσιτίμ [Σλαυϊστὶ Βερθέ ρ.-- περιπατῶ, ὑπάγω ἴδ, χεθ. βεράάλε (τ) ἐπιρ. [Σλαυιστὶ βεράάλ]α -- ἀνακατόνω μὲ τριγυρισμόν] ἴδ. κ]έρθουλε καὶ περκ]άρκ. ῥέρτσε-α (Υ) καὶ βέρσε-α (τ) [Σλαυιστὶ βεοστ Ξ ἡλικία] δ. µόδθ-α [Αι- χαῖα Ἠλαυικὰ γτηρδία - ἡλικία]. «ο βο --- βερονίκ-ου-κε-]α. | Σλαυικὰ βερονίκ.- ὁμῆλιξ] ἵδ. µοδατάρ-ι, µοῦδκ- τάρε-]α. βεδγό], βεγό] (Σκόᾶρα) [Σλαυϊστὶ βίσγο Ξ- παρατήρησον αὐτόν], ἴδ. δικό]. βεσγίμ-ι καὶ βεγίµ-ι (Σ) --παρατήρησις. βεθνίκ-ου, φερδνίκ-ου [Σλαυϊκὰ βρεδνικ] (κυρίως ἀπὸ σίδηρον) ἴδ. πο- νίτσε-α. βικάσ (Υ) ϱ. |Σλαυϊκὰ βίκαμ.Ξ- φωνάζω] ἴδ, γερθάς, κλ]ίθ, θερράσ. [βίιδι] ἕλλην. βοῦς, Ῥλαυϊκὰ Ῥίκ--μόσχος, καὶ Ὀιτσέ-- ὑποκορ. τὸ μοσχάἄριον. βόζε-α καὶ βόογε-α (Σκόᾶρα [Σλαυϊκὰ βόζε--βαεν-ι. [βόλε-α] ἕλλην. βουλή, βωλα, ῬΣλαυϊστὶ όλ --θέλησις' καὶ [βόλτε-α] καὶ βουλνέσε-α (Σκόᾶρα Ἴταλ. νο]οπία). βοϊβόαε-α [Σλαυϊκὰ βοϊθόᾶ - στοατηγὀς] ἴδ, κρὐεουδτετοῦαρ-όρι. [βρανό] (Υ) βρερό] (1) ] --νεφόω, σκεπάζω μὲ νέφη, ἀμπυρόω [Σλαυϊκα βράν-- μαῦρος, ἕλλην. οὖραν-ός» βραν-ός, τροπῇ τοῦ ου εἰς ῥ καθὼς οὓςΞβεδ ("Αλδανιστί). ῥαλ]όδ-ι-ε-]α [Σλαυϊκὰ Ῥιάλος λευκὸς] ἴδ, Ὀαρδόδ-ι-ε-]α. [ῥάδκε]-- ὁμοῦ [Σλαυϊκὰ Ῥλ]ίσκε-- πλησίον]. δε(ζά-]α [Σλανικὰ Ῥεᾶά -- συμφορά, κίνδυνος]. ῥελ]θίισε-αξ- εἶδος ἰχθύος λευκοῦ εὑοισκομένου εἰς τὴν λίμνην τῆς "Οχοι- ος” [Ἑλκυϊκὰ Ὀιέλα-οἴΏ-τσα Ξ ἀσπρόψαρον, καὶ κατὰ συγκοπην Ρελ] Ώίτσα]. ὑεροῖ-α [Βουλγαρ. περὂτι καὶ περότῖνα τὰ ταίπουρα τῶν σταφυλῶν καὶ ἐλαιῶν]. δίδε-α Ἰταλ. Ρἱδίο, Βουλγ. Οἱ οί-- τὰ μικρὰ τῆς κούρχας. ὑαδτίνε-α [Σλαυϊστὶ Ώαδτίνα-- κληρονοµία, Βουλγ. ἀρχαῖα, Ώαδτάξ-πα- τὴρ καὶ Ώαδτίν - πατρικός]. ὑιόρρ: [Βουλγ. Ῥιγόρρ καὶ Ρεγόρ -- λίθος σπογγώδης καὶ ἐλαφρὸς]. [ὐιέδκε-α (Σκόᾶρα] --δρος, Ἴταλ. Ὦ90β6ο, Ἀλαυϊχ. βίκα Ξ- ὄρος ὑψη- λόν, καὶ πᾶν ὑψηλὸν µέρυς.--- Κατσιθέλικα βεὸ-- δάσος, ᾽᾿Αλλὰ τινὲς Ἐωατσίθελοι μεταχειρίζονται τὴν λέξιν καὶ διὰ ὄρος Ἡ βουνόν, ἴσως ἐπειδὴ τὰ δάση τῆς Ῥούμελης εἶνε πολὺ πυκνά. --- Περα. Ρίδε ---ξὐ- λον τοῦ δάσους καὶ δάσος. ἵδ. Ἓλλην. βόσκ-ω, -- 49Τ -- [ὑάεμ] πείθοµκι Ξ- δένω, ὑπακούω, Ἰταλ. Ῥοπάατο --δένω, χατα- πείθω. Ὀοά (Σλαυϊκη ρίζα) καὶ μὲ την πρόθεσιν οἵ ξ κατα, σγη- μετίζεται τὸ οημα οὐ- -ρε(-σαθαμ.-- καταπείθω. [διν]άν- . Ἰταλ. Ῥϊππαίο, Ῥλαυϊστὶ Ῥλ]ιζνέ, Ῥουλγαρ. Ὀλ]ιζν]άκ καὶ κατ) ἀποβολην τοῦ κ Ριζν[κκ.-- δίδυµιος. διδετι-α (Ο1άἳ) Ξ συνομιλία. Λιδετό] (Σκόᾷος) --συνομιλῶ [Σλαυϊκὰ Ῥεσέαα - ὁμιλῶ] ἴὃ, λ{ιγ]ερό]. κουξενζό]. ῥογάτ-ι Ῥεγάτε-ι (Ῥορά απ), Ῥουγάτ-ν, μΏουγάτ-ι [Σλαυϊστὶ Ῥογατ [ο ΗΡΑ κ Ξ πλούσιος] τὸ. ιν πᾶσουρε. ῥοβέτσ-ι μΏοβέτσ-ι [Σλαυϊκὰ Ὡότξ κέντρον καὶ Ὁς ο ἆ - κεντῶ, γαὶ Ὀοβέτο -- βούχεντρον] ἴδ. θουμΏάτσ-ι, οὐστᾶν (Σ). ῥόλ]ῦε-α [Σλουϊκὰ Ὠόλ] καὶ Ῥόλκα-- ἀρρωστία, πόνος Ῥολ]έα-- ἀρρω- τϊ ” . μι) Ρα στῳι, πονῶ (ἄγνωστος ή οἶζα). [ὐούαλ-ι] Ἓλλην. βούδαλος, ἀρχαῖα ἙῬλαυϊκὰ Ῥούιρολ καὶ Σλαυϊμα ΏιΏολ. ὑουλίτσε-α] Σλαυϊκὰ ἸὩουϊθούλ]ιτσα καὶ Ὀιδόλ]ντσα (Σλαυϊστι καὶ 1 Ῥιρόλ]ιτοκ (Βουλγ.)-- ῥουθάλα. ῥούῇῤε-α (Βου) πισκώληξ καὶ Ὀουρουλ]έτόκα (Βουγλ.)-- ἔντομον, ζωύφιον, [σε ο. Ῥούβθ: του. ῥουδουξίνκε-α Ὀουλδουλ]έτσκε-α« Βουλγ. καὶ Ῥούβθιτσα Σερθ «]ζ-ἔντο- .” -- ἃ { . αν Ἡ ΡἹ. . " µ ) μον. ζῴύφιον. (σύνθετος ἐκ τοῦ Ὠαύβε-αξ ζφύφιον, καὶ ἡ ζίνα παρα τοῖς Βυζαντινοῖς). ι ζε- κ] [Ἕλλην. Ον’ ζιου] [καθωμιλουμενη Βουλγαρινκ η Ὀούζ ζα-- χεῖλος] (ἴσως ο ον λέξις) [Σλαυϊκὰ οὐστνι]. δουῦουρέκε- -]α ον κὰ Ὀουβοέκ -- νεφρὺς]|--ῖὸ. βέδκε-]α. --- [Ὀού- Ἶ ῥου]άοσ-ι [Ῥλαυϊκὰ Ῥολ]άο Ἡ Ῥι]άο, Ὠουλ]αρ Ὀου]άτ -- μεγιστὰν, εὖ- ας η 2 ἴ Μ. Ἱ . Γ αν ὉἊ, 9) πατρίδης, εὖγενης, πλούσιος] ἴὃ, ζοτενῖ-α.. ῥο]αρέδε-α θηλ. [Σλαυϊκὰ Ῥο]άσδα θηλ. ἴδ, ζόν]ε-α. | αρεσε ] 1ξ ὑούλε α (Σκόάρα)-- Τούρκε-α [Βουλ. Ῥούλα καὶ Ώούλιτσα -- Τούρκισσα] μούκλ]ε-α., ῥούκλ]εζε-α !Βουλ. ΏούλτδιτσαΞ νυμφίτσα | ἴς ο .Ὀιότ-φούρχκα -Ὠούκουρε-α (Τυραν.) κατ εὐφημισμόν. [ὐουλούνγε-α] [Σλαυϊκὰ Ὠοούχα, ταυτοσημαντος λέξις]. ὑουμθάλε-α [Βουλγ. Ὀρούμβαλ - μεγάλη ἀγρία σφῆκα |. - 48... ῥουδουρᾶίσ [Βουλγ. πίδουρ -- οὔρον]. ούτδέ-α καὶ Ῥούδτρε-α« |Βουγλ. Βκούτδα-- ὑλακτῶ, γαυγίζω] 15. κ]ένε-]ο.. ὀρόῤε-α [Βουλγ. Ἰράθα -- κλειδωνιὰ] ἴδ. ἀρῦ-νι. [Όρεκ-γου] [Ἑλλην. βράχος Ῥλαυϊκὰ Όρεγ -- ὄχθη] ἴδ. Ὠούζε ἀξτι, λ]ούμι κτλ. ὑρενᾶεβέκε-τε (Σκόᾶρα) ΄Βουλγ. Ἠρενεβέτσι καὶ Ῥερνεθέτσι]. Ὀρίμε-α (Υ) βρίµε-α (τ) [Βουλγαρ. Ὀρίμκα --τρῦπα] (κυρίως ἐπὶ φορε- µότων οὐχὶ δὲ ἐπὶ τοίχου Ἠ ξύλον) ἴδ. Ὀρέ-α (Σ) καὶ βερε-α (Τδαμ)). ὑρίσκ-ου [Σλαυϊκὰ Ώρίτδα καὶ Βουλγ. Ώρίτὃ --ξυράφια. Σλαυϊκὰ ΕὈοία καὶ Ῥουλγ Ῥρίτδς-- ξυρίζω. ----ἴδ. ρρόν]εσ-ι ὑρούμθῥουλ-ι (τ)-- κάνθαρος [Βουλγ. Ὀρούμβαλ -- μεγάλη ἀγρια σφῆκ κ]. γαλαδέρε-]α [Βουλγ. γολοπέρτδε -- εἶδος ἀγρίου κρίνου, ἐχ τοῦ γόλοΞ Υυμνὸν καὶ πέρτδε--φύλλον]. γαμούλ]ε-ῖα [Ῥλαυϊκὰ γομόλ]α καὶ γομούλα--μαζα. ἀρχαῖα Ῥλανικὰ γοµίλα Ξ λόφος, ὑψηλὸν µέρος καὶ Βουλγαρ. μογίλα (ἄναγραμματι- σµύς), Ῥωσ. μογ]έλα Ξ ὑψηλὸς τάφος]. ἴδ. πίρχ-γου (Βεράτ.), γρού- μουλ-ι. [γαράφε-]α/ [Βουλγαρ. γαράφε], Ἰπαλικὴ 3 Γερμανικὴ λέξις -- ὑάλι- νον ἀγγεῖον. [)αρδούτ-ι] [Βουλγ. γουράτ -- βάοθορος]. /γάρὺ-δι] -- φράκτης [Σλαυϊκὰ ΥρχςΕ ΞΞφράττω, ὅθεν γράτ καὶ γάρτ πόλις ὀχυρά]. -- κῆπος, Ἰταλικὰ σΙιανᾶἶπο -- κῆπος, γατῖ ἐπίρ. [Σλαυϊκὰ γοτόθ, Ῥωσ. γατόθ -- ἔτοιμος]. γεζόφ-ιζκοιν. ἡ γοῦνα [Σλαυϊκὰ κεζούφ καὶ κοζούφ], (ἐκ τοῦ κόξα -- δέρµα). γατούαῇ} (τ), γατούε] (Υ), γατού] (συνῃρ.) -- πλάττω -- νγ]έδ. 9) μιοι- γειρεύω Ξ Ρε] γ]ελε (τ). [Βουλγ. γότδε καὶ Βουλγ. ἐν Μακεδονία γοτου]αΞ μαγειρεύω, Υότδατὃ - µάγειρος]. Ρα] Υ1έλε. Υελ]έπετε Ξ- αἱ τοίµπλαις (κοινῶς). Βουλγ. κ]έλ]πκ]ι -- αἱ βλεφαρίδες. γερβίδτ καὶ γεοδίὃτ καὶ γερρίτὃ ϱ. Ἔγρατσουνίζω, [Ῥουλγ. κεοθὲ -- αἷ- µατόνω {ἐκ τοῦ κέρ-- αἷμα) Ἱ. γέρρτδ-ι, νγέρρτδ-ι (Σκόᾶρα), (ἀρχαῖα Ἑλαυϊκὰ κέρτὸ --χαλκεύς, καὶ κερτόϊμ -- χαλκεύς). ο. [γεοχέκ Ἡ γερζέό καὶ γερζάσ-έτ-έτ] -- ρογχαλίζω, [Βουλγ, {ερκάμ, -- ρουχαλίζω] πεποιηµένη λέξις, . Ὁ . .. 3 . ᾽ .ῥ ” ο, 1 " . } γ}έλ/τσατ’ ε γ]οῦνια [Σλαυϊκὰ γλ]έλζατ --κέρτσατ ε Γ]ούνιτ]. 1 όγε-α-- Βλάχος [Ῥουλγ. Υ]έγα]-- κερράβα ε Ὀαρίουτ, (πιθονὸν γόγε νὰ, εἶἷνε Βουλγαρικὴ λέξις, διότι οἱ Βλάχοι κυρίως µετέρχονται τὸν ποιμενικὸν βίου), ογόλ]-ι | Σλαυϊκὰ Υογολ]’ -- εἶδος νεροπουλίου]. )ομάρ-ι καὶ μαγ]άρε -- ὄνας, (ἐκ τοῦ Ἑλλην. γόμ-ος Ξ φόρτωμκ). /γόπ-ι] ΙΒουλγ. γεδ καὶ Σερθ. γούσ -- κῶλος] (1. ἁπλοελληνικὸν γοῦθα, γοβάτα -- τρύπα). γόστε-α (Υ) Υοστῖ-α (τ)-- συµπόσιον, (Βουλγ. σοβ!ῇ, Ἰτολ. ρβίατο). ορρίτσε-α (ἴσως παράγεται ἐκ τοῦ Ἑλαυϊκοῦ Ύδρα Ξ βουνόν, Δάσος, διότι καὶ οἱ Βούλγαροι ὀνομάζουσιν αὗτα εἰς την γλῶσσάν των, .. ὁἩ - πω ἀπίδια τοῦ βουνοῦ}, γόδαε-α [ἆρχ. Σλαυικὰ γδόσᾶε καὶ Βουλγαρ. γβόδᾳεϊ καὶ γθόσᾶας., ερθ, σιοβἆα] 1. πεοόνε-α. [γουλ]τδίμ-ι] [Σλαυικὰ γορτδϊτ Ἐ πιχραίνω τινά, λυπῶ τινκ]. γούδε-α (ουλγ. γούδα; Ἐ λκιμός, καὶ γουφάσ (Βουλγ.) --ατῖ κ]ε ι βά- ρετ ]οὐδκ ἢἡ γούσκα (ὑποκορ.) ἴδ. κ]άφξ-α, γρύκε-ο µ ε " 1 ε [ραάίνε-α] Γοῦλγ. γραᾶΐνα ἐκ τῆς Σλανικῆς ρίζης γβαςε -- φράττω, ὀχυρόνω (πρωτότυπος λέξις). οίζελε-α (Σκόᾶρα) [Δαλματία γρίξς -- λ]αράσκε-α] ἴδ. λ]αράσκε-α -- χωρώγη. γράτὸ-ἄι -- φάτνη, ἀρχαῖα Ῥλαυικὰ ϱτα741 -- φάτνη, γοόπε-α -- λάκκος (Σλαυικὰ γρόπ- τάφος καὶ γρορέ Ξ- ἐξορύττω χῶμα σκαμμένον - τάφος, λάκκος, (πρωτότυπος λέξις) Ρ.. ΕΥ - κοκ τι γθοῦστ-ι συγκρ. Ἓλλλην. Ὑρόνθος, Σερθ. οτβ!, β.α ᾿ ἕα |] ψα 8 πι ῃ ” " αν }οόσε-α [Σλαυικὰ Υρόχ και γράῇ -- φακή, ἴδ. θιέρρςι. ---- [γρύχε-α] Ἓλλην. χόλπ-ος, Ἰταλ. 5οἱἵο, δλαυικὰ γόρλο καὶ γέολο, (πρω- τότυπος λέξις). γ)α-κούναι, κουρκούνᾷι, ασ-κούναι -- πουθενα, Σλοαυικὰ κούᾷου, οτ κούζου Ξ- πόθεν: ἀπὺ ποὺ; Σερ. κουβά; -- ποῦ: Βουλγαρ. κεν- ἀοὺ -- ποῦ : }7έλε-αΞ- φαγητόν, [Σερθ. ]έλοΞ- φαγητόν, μὲ Σλαυικὴν ρίζαν ἐκ τοῦ --- 490 --- ἱέμ.ξ τρώγω.--- Ἐροᾶτοαι ἐ]ο, Βουλγ. εάενι, καὶ Ἑλαδοι Ἰέστις καὶ ]άστιε]. γ]όδε-α (ἀντὶ γλ]όρε-α« τοπῇ τοῦ λ εἰς ] παρὰ τοῖς ᾽Αλβθλνοῖς) Βουλγ γλόθαΞξ πρόστιμον] γ]ούα] [Σλουϊκὰ γόν]κξ κυνηγῶ. [Υ]ύλ]πάνε-α] () γἠυλίπερε-« (τ) (ἴσως παράγεται ἐκ ταῦ ν-γούλ], ὅ- κούὐλ] καὶ πᾶνι (Υ) πξ-οι (τ)Ξ πανὶ [Σλαυϊκὰ ιγλὰ καὶ Ὀουλγ. γιλὰΞΞ βελόνη]: δάρτ-ι; ἱδ. ἀροῦ Ἑλκυικὰ ἀραβό, Βουλ. ἀαρθό, Ῥωσ. ἀρέδο - δὲν, ον, ξύλον]. 1. στ ο. ο ορ. Γι . ' . - ἀοραβι-α (1) Ξ λεμόδενε-α (Υ) καὶ λ]εμόδερε-α κ (Μυζεκ]έ]α) -- ἐλεημ.ο σύνη]. ἀοραβίτ (τ) --νάα] λ]εμόδενε [Ἑλκυῖκο ἀκροῦθσμ.Ξ- ἐλεῶ, χαρίζω] δουράτε-α δουρετῖ-α«, καὶ δουνετῖ-α (Υ). έγε-α . (ἑλλην. δοχ.-ός) Βουλγ. ἀρέγε κοιὶ ἀρέγα πλωνάριον’ με 3 κα ι 3 μμ. Ἡ Ί : πω 3 : ο λσυϊα ην ρίζαν έχ. τοῦ ἄεργά ἡ { ερδά κατὰ τροπην τοῦ Υ εις ζσυ- ..- νηθως παρὰ Ῥλκύοις) Ξ βαστῶ. | . Π ! ’ ολ ο. παει ης εἰς τὰ κλάϊματα (Σλουϊκὰ ἀιχάνιε--πνοη, ἄνα- -- πνοή, ἆνκστεναγμός). ον πνοή καὶ Ὦουλγ. 4εχνεὂ ἄέρι καὶ ἄέρ (Σκόᾶρο) [Σ λκυϊκὰ ἀουοού καὶ ἀορίξ ἕως, μέχοε] ἵδ. ερ. [ἀεομό]] Ῥουλγαρ' ἆσομον, μοναδικ κ λέξις πρὸ Βολλγάροις σημκἰ- νουσο κόσχινον μὲ μεγάλος τουπας ἐκ τοῦ ὁποίου μόνον σχουπ πίδικ δύνανται νὰ ἐξελθωσιν]" δὲν φκίνετκι καθόλου νὰ ἔχῃ Σλανϊκην ϱἱ- π ι] ορ η κ. μ ' . ζαν, εἶναι συγγενης τοῦ θεομό], ἑλλην. θοίμμια. ἀερστίλ]ε-α [Βουλγαρ. ἀερστ]α-- λ]σ] ὄκ]άκουνε νε, ἀεοστίλ]ς, καὶ ἀεοστίλ]ο (Βουλγαρ.) -- τὸ µέρος ὅπου γίνεται Ἡ ποᾶξις] Ἰδ, ὀαλκ- νιτσε-α. ἀίμεν-ι (1) αίμερ-ι (τ) ἙΣλκυϊκὰ ζίμεν -- χειμών' ἴὃ. ἕλλην. δοίµη καὶ δίμρηΞ τὸ σφοδρὺν ψῦχος (πρωτότυπος λέξις). ἀομαμ]ίν-ι [Ῥλουϊκα ἆομκ](νΞ οὐκοδεσπότης (ἐκ τοῦ ἀόμο Ξ- οἶχπος) ἴδ, ὄτεπιαογι, ἀούφ-ι (Υ) τροπῇ τοῦ χ εἰς φ συνήθως παρὰ Γέγαις) φράσις: νᾷστερ ἀούφινε-"βίάνω τὸ ἄχτι, ξεθυμαίνω” [Βουλγ ἀούχ, Ἑλκυϊκὰ ἀεζ- πνευμια πνοη, ἀνάσα]. -- 491 -- [ἀριμίσ] ϱ.Ξ-κότεμ, (Σ}) Σλανϊκὸ ἀρέμε--νωστάζω. Βουλγ. ος νυστάζω καὶ κότεμ. Ἰταλ. ἀουπιίγο οσο (πρωτότυπος λέξις). με [άσᾶ (), ἁσξ(τ), νᾷσξ(τ)) Σλαυϊκὰ ζν]ά]α-μανθάνω, ξε να 2) χωρῦ. ἄοραβίι-α (τ)Ξ-ἴδ. νάίχμε-α, ἀουράτε-α-- ἐλεημοσύνη. ἄοραβίτ ο. (Σλαβ ) -- ἴδ ναιχ, δου υρό] -- δίδω ἐλεημοσύνην. ἐδ-ι (Περμέτ.) πληθ. ἐδετε καὶ ο ων θλεοι [Σλαυικὰ εξ καὶ προφέρετα. εὔ] Τὸ, ιρίκ]-ι. ζαγορέν-ι (Πεομέτ.) Ξ- βορέας ἄνεμος: ἔχει Ἑλοαυικὴν ρίζαν] 1δ, μουροᾶ-νι (Υ) μουρρἔ-ρι (τ). ζακόν-ιξ- συνήθεια, ἔθος, ἕξις [Σλαυικά ζακόν -- νόµιος]. ζάλι (Σλουικα ιδ. ζουρ-ν, ζαλίδτε-α [Σλανικὰ ζαρίδτσΞ Ξ στίθα ἅμ. μου καὶ πετοῶν πο οερχομ,ένων ἁπη πλημμύραν ποτομοῦ καὶ ας, (Ἑλκυικὰ) ο. τν ὁ ποταμὸς πλημμυρῶν κἆμνῃ στίδαν ἄμμου καὶ πετοῶν]' ἴδ. ζουρίστε-α καὶ ζουρίνε-α.. ζάμερε-α- δειλινὸν Ῥλαυιστὶ ζαμράχνα ϱ. τριτοπρόσωπον- ἠβοάδυκσε᾽ καὶ Ῥωσ, ζάμεοκ-- ἑσπέρα]. [ζᾶ-νι () ζξ-ρι (τ)] Σλαυικὰ ζοθάΞι φωνάζω τινά κράζω τινά, Ἑλλ. φθόγγος, Τουρχ. σέσ, σαντούο (πρωτότυπος λεξις). (ι) ζτ-ου ε-ζέξε-α Σλαυικὰ ζάρο καὶ Βουλή. ξάρα Ῥωα. ζαριά Ξ ψΨηνω" Βουλγ. ξαριά-- ἀναχκατόνω την Φωτιά. ὴ ζάὗε-α Σκόᾷοκ) [ἀοχαῖα Σλαυϊκὰά ζαΏνίκ-- ταρακάτσε-]κ]. | ξαδίσ-ἰτ. {τ 0. να ζάρα -- βάτραχος]. ξέκ-γου | [δε (Σλαυϊ χὸ Ξβάπε-ο.. τὸ Ί: εἰς τὸ τέλος τῆς λέξεως προφέ- ρετε ὡς κ. παρὰ Σλαύοις) καὶ Βουλγ. ζεγα Ξβάπα Ἑλαυϊστὶ ζεγού -“πυρόνω]. ἴδ. βάπε-α. ζουξίνκε-α ο. ον ἴσον μὲ κάνθαρον. Βουλγ. εδ ρολ καὶ ζου- ζίκα ταὐτοσήμιαντοι ἐν τῆς Σλαυϊκῆς οἱζης ξούζ ζ--μαδρον. ᾧ ὣς θενη γη ἵλ-ι [ἀρχ. Ῥλαυικὰ ενγ]εν καὶ Βουλγ. βενγλ]εν-- κάρθουνον ἀναμμένον|. ]αρανῖ-α (Σκόᾷρα) -- ἀστεϊσμὺς [ἀρχ. Ἑλανικὰ Ἱσρενιαζκωμικος' (ἐκ τοῦ ]άρε -- ἐρίφιον ὅπερ ὅταν πηδῷ προξενεῖ γέλωτα) ιδ, γάτσ-ι (1) 4 ΒνονΕο 1χοανι : }ούγε-]α (Περμέτ.) -Ξ νότιος ἄνεμιος [Σλοαυικὰ ουγεξνότ ιος] | ιδ. έρξ- στου, η] καδό] Ἡ κουθό] γαρό] (1) - ἀπαντὸ, λανθάνω. |Βουλγ. καρόσθαμ. - 492 ---- Ξἀπατὸ καὶ Βουλγ. καβόσν]ε -- ἀπάτη. ἀλλὰ δὲν φαίνεται νὰ εἶνε Βουλγ. λέξις] Ἰταλ. σαΏΏατο--πιάνω εἰς τὴν παγίδα-- ἀπατῶ. ---Ράδια Ἰταλ.-- παγὶς ἴδ. γεν]ζ]. [καλῖ-ου] Ἑλαυικὰ κλὰς- ἀστάχυς, Καπούδε-α [Βουλγ. καπούδ -- ρρίκ]ενε-ο. ἴδ. ρρίκ]ενε-α. κάρ-ι [Βούλγ. κουο, Σερθ, κούρατσ.-- φωλή], Καρχαλ/έτσ-ι, καρτσαλ]έτο-ι, Χατσαλ]έτα-ι (Σ) καὶ καχαλ]έτο-ι [Βουλγ. σχακἁλ]έτς, µε Ἀλαυικ, οἶζον ἐκ τοῦ σκάκαµ.-- πηδῶ], καρκαἰδοῦλ-ι Βουλγ. καρκατδο -- καλικαντζαρος]. Καστραβέτσ-ι Ὦ χκαρσταθέτο-ι [Βουλγ. χρασταθίτσα« καὶ καρτσαθίτσα] [Σερθ. Κοναβίανας] ἴδ. τράνγουλ-ι. [κάδτε-α] ἄχυρον. [ Αρχ. Ἑλαυικὰ κβῦτα- καλύθη χτισμένη ἀπὸ χορ- τάρι, ἐξ οὗ τὸ Ῥουλγ. κεδτα -- οἶκος. φαίνεται ὅτι δὲν ἔχει Σλαυι- κν ρίζαν]. παταλᾶν-ι (Υ)ΞΞκύκλωψ, ἄγριος ἄγθρωπος [Βουλγαρ. ἐπίθετον ἀἆποδι- δόµενον εἰς ἄνθρωπον ἀχόρταστον καὶ ἄγριον]. κατράφ-ι «Βερατ) Ξ Τουρκ. Ἰεπένγ [Βουλγαρ. καταράχ. ἴσως ἐκ τοῦ ἛἝλλην. καταροάκτης]. κάτὸ-ι ὑφαντῆς, ἱστουργός. Βουλγ. (Κας -- ὑφαντὴς). πατδούλ-ι [Βουλγ. κατδουλ]- λειρὶ) ἵἴδ, κατδιρούπε-α (5). Εχ]ύρ (Σκόάρα) [Βουλγ. κοκόρα, κ]εκ]έρα, τιτσέραΞ- βλέπω, ἀνοίγω πολὺ τὰ ὀμμάτιακ]. κελ]τδάσ ϱ, [Βουλγ. κελτδαμ,, ταυτοσηµαν.]. Ἠενάτε-α ἡ κανάτα τοῦ ποτοῦ. 9) τὰ φύλλα τῆς θύρας, [ΒΏουλγ. κενάτα Ξμε τὰς αὐτὰς σημασίας]. περῦξ-α [Σλαυικὰ κόρπΞ βουτοὶ καὶ ἀρχαῖα Ἑλαυιὰ κοραβελἰ -- πλοῖον] (Τουρκ. κουρρά). π)ερπίκ-ου μαὶ χ]επάλε-α [Βουλγ. κλ]επάλο καὶ κλ]επάτδ: -- τὰ κα- πόχικ τῶν ὀφθαλμῶν, ἐνίοτε τὰ βλέφαοα, καὶ κλ]έπκ]ι (Βουλγ.)-- βλεφαρίδες]. ερράῦθξ-α [ἴσως ἐκ. τοῦ Σλκυικοῦ ρήματος γράρε--ἁρπάζω]. Ἠεορούσ-ούτ-ούτ [᾿Αρχαῖα Σλαυικὰ κροούτ -- δὲν κάμπτω] (Ἓλλην. κυοτ -ὤ). κετού [Βούλγ. τούκαΞ-εδώ] (--ατύ, κετού). ο 4 --- κξρτσελί} (Υ) καὶ νγερτσελτ] (Υ) καὶ νγβρτσξλό] [Βουλ. κερτσαμ, κο πκερτσαμ --τρίζω. Ἀλανιστὶ-- ὄκερξατ -- τοίθω. ίνα -ι [Βουλγ. γενα-- διπλόνω, Σλοαυιστὶ νε καὶ Βουλγ. γεν -- διπλω- μένον]. "λ]ίὃ-ι καὶ κλ]ύτὸ-ι [Ἑλλην. Ἀλείς. λανικά, Βοτῇῃ--κλ]τὸ καὶ κλ]υτό--κλειδίον] ἴδ. τοελ]σ-ι, Ἰάπεσ-ι. κλοπάδκε-α (ἀρχαῖα Ἠλαυικά: κλοπάτᾶχα -- πᾶν εἶδος μηχανῆς [ἐκ τοῦ Ἀλόποτ - χρότος). Ἀόβε-α (ἁπλοελλην. -- ὁ κουβᾶς" Σερθ. κούα). χοβάτο-ι [Σλαυικὰ κοθάτδ -- σιδηρουργός]- ἴὃ, φαρκάο-ι (ροκ). κόθε-α Σλαυιχκὰ κο -- κακόν, ζημία: σήμερον δὲ σημαινει ἐπιβουλήν" (Ἔουρ., Ῥελ]2)]. ποκόὃ-ι Ξ- ἀλέκτωρ [Σλαυικὰ κὀκοῦ --ἡ κόττα]’ ἴδ. γ]έλ]-ι, κενᾷέσ.ι (Περμέτ.) καπόὀδ-ι (Βεράτ.) [Βου). Ῥι]ᾳ. -- οίκος]. κολ]ανείνε-α καὶ τὸ ῥῆμα κολ]ανβίσ [Σλαυικὰ κόλ]ε ἀά]ε-- σα- λεύω], πολ]ένάρε-α -- ἡ Παραμονὴ τῶν Χριστουγέννων. ἡ ἀρχὴ τοῦ ἔτους [Κόλ]εάα (Σλαυικὰ) -- ὁ πρῶτος Θεὺς τῶν Σλαύων]. Κόπσαξ-ἡ κόπσα. Βο6γΏ. Κορδα, πονόσι-ι (Σκόᾶρα) [Σλαυικὰ κονόπ -- σχοινίον΄ 3) εἶδος λιναρίου ἐξ οὗ Υΐνεται τὸ σχοινίον] ἵδ. λ]ιτάρ-ι. κοπάτδ-ι καὶ ποπάτᾶε-]α -- κούτσουρον 3 οέζοει δένδρων, ἃς ἐκθάλλουσι σκάπτοντες παράγεται ἐκ τοῦ Ῥλαυικοῦ ϱημ. κοπό]α καὶ Ῥουλγ. κόπαμ, Ξ- σκάπτω] 1δ. κερτσοῦ-νι (Υ), κερτσοῦ-ρι (τ). κόπερ-ι | Σλαυικὰ χόπαρ -- ἄνηθον]. Ἀοπίή]-ι-ε-α (Ἔλθας.) -- νόθος καὶ (τ) Ξ- δοῦλος [Σλαυικὰ -- κοπίλ]ε, Τουοκ. κοπίλ]. Εραικ. τὸ κοπέλι, ἡ κοπέλα:- --δὸν φχίνεται νὰ εἶνχι λαυικὴ λέξις]. Χορπε-α [Σλαυικὰ κορίτο -- ᾗ σκάφη] ἵδ. γοθάτε-α. κόσ-ι -- ξυνόγαλα [ Αρχαῖΐα Σλαυικὰ κβάς -- ξυνόγαλα ἴσως ἐχ. τῆς Ῥλαυικῆς ρίζης κ]ίσελο -- ξυνόν]. Κόσ ἢ κοσίσ [Σλαυικὰ κοσιὰ -- θερίζω] ἴδ, κόρρ. πόσκε-α (τ) καὶ κότσχε α (τ) [Σλαυικὰ καὶ Σερθικὰ κόστε, Μαυροθού- νιον κόστκε -- Χόκκαλον]: ἴδ, ἐδτενε-α.. --- 494 --- κόδ-ι [Σλαυνκὰ κὀδ -- κοφίνιου) [σΣερθ.- Βουλγ.] ἴδ. ἡ κοὔφα ναὶ Τραυ. κοφίνιον. κοτέτσ-ι [Βουλγ. κξετετσ γαδᾷάρε-]σι, μὲ Ῥλανικὴν οἴζαν ἐκ. τοῦ κούτ καὶ κετ Ξ γωνία]. κοτζέμ-ου λαυικὰ κοφτδέχ-ου κιβωτός" κοδέκ-ου ἐκ τοῦ κόδ-ε]. κόχε-α Δαλματία πόχα -- καιρός]. κουκουβάτσε-α, κουκουμάτσε-]α [Ῥουλγ. κουκουμ]άφκα (ἐκ. τοῦ κούκου καὶ μιάφκ. -- μικουρισμὸς) καὶ κουκουμιάτὂχκα (Βουλγ.) ]. κουκουµάτδε-Ία: εἶναι σύνθετον ἐκ τοῦ κού κου (ὡς ἐχ τῆς φωνῆς τῆς γλαυκὸς) ηλ) μάτσε-]α Ξ γαλη (ὡς ἐκ. τῆς μορφῆς τῆς γλαυκὸς) ἴδ. ερεχέκ]ε-]ο.. κουλ]ᾶρ-ι [Σλαυικὰ κόλο -- κύκλος]. πουλ]άτσ-ι [Σλαυικά, Σερθ. Βουλγ. κολ]άτδ-ι «Ξ κουλοῦρι ἐκ. τοῦ ὤλανν- κοῦ χόλο-- κύκλος, κούµε-Ία (Πεομέτ.) --ϕι]άν-ι [Σλκυικὸ κούμαςΞκουμπάρος. 2) ἀνάδοχος, δεζξάμενος | ἴδ, φι]άν-ι. πούμπτρε-ι: κουμιπάρος [Σλαθ. κοὺμ. - ἀνάδοχος' ί καὶ Ἡ κατάληξις μΏάρο] ἴσως χαὶ τὸ ᾿Αλθανικὸν κεμπ-μΏαρες- πούµπαρος. κουρθᾶρ-ι (Βουλή. κουοΏὰρ -- πόρνος]. κούρδε-α [Βουλγ. καὶ Σε0θ. κούρρα-- πόρνη] ἴδ. ἸΆλδαν. κάρ-ι καὶ Βουλγ. κοὺρ. κερράδε-α [ἴσως ἐκ. τοῦ Ῥλαννκοῦ ϱημ. κράθε καὶ γράβε ἁρπάζω]. κουρρίσ-ζι ἴδ. κευρούσ. κούτᾶ-ι, κούὐτέ-α, κούτ | Βουλγ. καὶ Σερθ. κούτσε-- σκυλάκιον κοιὶ κοὐτόκε-α [Βουλγ. Σερ6. κούτόκα -«σκύλλο" ἴδ. κ]ένε-]οι ὄακε-α (1). κραλ]-ι [ Ἑλανικὰά κραλ] Ξβασιλεὺς ] ἵδ, οίχε, περενουερ, μὈερετ. [1]άϊκε-α] [ Σλανικὰ λ]άσκαζ θώπευμα]. λ/ακεμό/ [᾿ Αρχαϊα Ῥλκυνκά. λάχομ.--πλεονέκτης. 2) λαίμαργος. Ίάπ [Βουλν. λάπαμ.Ξ- γενικῶς Δι’ ὅλα τὰ ἵῶα καὶ τὸν ἄνθρωπον ὅταν Ἡ γ αλκν { τοὠγωσιν ὡς ὁ σχύλος μὲ την γλῶσσαν .. 1εβότᾶκξ-α [Σλαυικὰ οΏολότὄκα-- τὸ τσοῦφλι τοῦ αὐγοῦ]. (ι-ε) λ]έις [ἀρχαῖα Ἑλαυικὰ λ]έγκ καὶ λ]εχετε (τ) Βουλγ. λΙένγΞ ἐλαφρός]. [Λ[ιαβάῦ-ι] [λ]ιθάάα -λειθάδι]. -- 4σ---- (ι) λΤίµ-γου ἆρα. ε-λ]ήε-α θηλ. [Σλαυικὰ λ] Ξ- κακός, πονηρός, 3) Ἔροωστος, Τραϊκ. λιγνός], ἴδ, ι-ε-κέχ]-ι-ε-]α. λός -- ὄτροφάμ-ου, ὄἄργχαῖα Ἑλαυικὰ 1976, Σε06. 1074. λοκομίτσε-α (1) [Βουλγ. λακομίτσ« -- τὸ χωνί], ἴδ. Ίνχε-α. λόνάσε-α ἀρχαῖκ Σλανικὰ λόνιτσα-- βάθος], λ}ότοκε-α (Περμετ.)-- ὁ ῥολθὺς τοῦ ὀφθκλμοῦ [Σλαυικὰ όχα - ὀφθκλ- µύς, ότσκα (ὑποκοο. Σλαυικόν) | ἴδ, κοκερδόκ-ου. ἠ)ούγε-α [ἀργαῖκ Σλαυικὰ λέγα κοαὶ λούγαΞ τὸ κοχλιάοιον], Λούπ [Ώουλγ. λάπα - τοώγω 8 λαιμαργιαν]. λούτσε-α χαὶ λόδ-ι, λότδ-ι (Σκόᾷρα) (Ἑλανικὰ λούξα-- βόρβορος), µατσόάλ]-ι |Ἑλαυικὰ μιοτδᾶτ καὶ μοτδίτι Ξ αταρρ ϱ) βρεχω τινα. ε µίσε-α (Σ) µαάτσε-]α (1) [Βουλ. µάτδχκ καὶ µατδέ, ὑποκορ. Ξγαλπ]. .εμ Ἶ .. πα |, / µατσόκ-ου (Υ) καὶ µατσούρι (Υ) [Βουλγ. µατσδόκ -- αἴλουρος, γάτος]. ΜΕ ΤΝ .. ἰὸ, ἀάτσ-ι 3ερ6. µατδάκ]. μβίελ] [άρχαῖα Ῥλαυικὰ μελζά]α -- ἀμελγω ἴμ α [ αν αἱ ε μῦράσ καὶ σΏράα, καὶ ὅπράσ (Σκόᾷροα) [λαυικα ποάο -- κενός, κ 1 . } ή. ", .. {3 ἄδειος, εὔκαιρος, κούφιος καὶ Ἰάμ, ποάζεν -- εἶμχι ἄδειος, ἀδειάζω], ς .ν Γ γ / ή ὃν Ἶ ρα ν . (Ἡ ρίςσ τοῦ μΏράσ εἶνε πρᾶάσ, ἔπαθε δὲ τὸ οῆμα τὰς γραμμ.ατικὰς Ἀ - αν βὲ αμ μιεταθολὰς τῆς ᾽Αλθανικῆς γλώσσης, δηλ. ὅταν λέξις ποοσλαμβάνῃ 1 8 να , Ἡ ον εν ω ) νε . μ πρὸ τοῦ π, τότε το π τρεπεται γενικῶς εἰς Ὦ. σΏράᾶσ-ζεμ, .. ; ι ον ο η λος ω ματ. .] κα ε.ὶ .αἩ. . 8 ὅπράσ-ζεμ, δροάσ-ζεμ, μΏράσ -ζεμ. τὸ ἐπίθ, (.-ε) ὄΏραάζετε δρρά .. ἵ ι Ἆ π μάρὴ Β γ3 γα (ετε, µΏράζετε, ὀΏράζετε τὸ ἐπίο. ὄρράςετε, μΏράσετε κ.τ.λ. η Εν μεμέτσ-ι καὶ νεµέτα-ι [Σλαυικὰ νέμ. καὶ νέμετοας- ἄλαλος] ἴδ. ι-έ-πκ- Γ. . Ἡ ο ἵό]ε (κόᾷρα). . . . ῃ , πΧ / μενγ)έσ-ι [Ῥλανικὰ ἀενέσ, Βουλγ. γενέσ καὶ µενέσ Ξ- σήμερον] ἴδ. νά- α τε-α (1), νάᾶϊιε, νάᾷια (5). μεοξίσ-ἴτ-ίτ ϱ. ἑνερ, (τ)ς- μισῶ καὶ ()Ῥαρι "οὔμαι, ἄποστρέφομαι. μεοζίτεω [ᾶλ. µεοζίτ-- ἀποστρέφομαι], : ϱ) εἶμαι ὀχνός, τἹ- α (ι-ε) µίρε [Σλ. µίρες ἡσυχία, χαλοσ ί., ιι υνη, Φ φρονιμάδα]. Φ | / 1 Ἱ, -. µιέγουλε-α καὶ μιεργουλε-α., νοὶ νιέγουλε-α δλ. μεγλό -- ὁμίχλη] µόκνε-α (Υ) µόκρε-α (τ) [Σλαυικὰ µόχνα καὶ µέχνο-- σύρομαι]. . απο ας, ι] ἑ. 5 [ . “ας ν ω . µολ]ίσε-α |Ἑλαυικὰ µόλ]ιτσα καὶ µόλ]ιες- κουτοιπίδα ἴὃ, τέν]ε-α .., 3 - ι 3 κ. ἨΝ. / κά µουξίχ-ου (Αλθανο-ιταλικὸν) Ξ ὀνάριον, γαϊδουράκι, σύγκρινον. ερ. μάζγ ος, --- 496 --- µούργε-α [Ώουλγ. µούργα-- µαυροδερός, ἵδ., ι-ε-ζέδκε. μουρρᾶ-νι (Υ) -- ὁ βορρᾶς [Βουλγ. µαράν]α-- ζεστὸς χκιρός]. µούδκε-α []λαυινκὰ μεσκὰ Ξ μουλάρι, Σερθ. παδικα᾿. μὐράμε-α (Υ) µΏρέµε-α (τ) (ἡ οἷζα κυρίως εἶνε πρέµξ-α (τ)) [Σλ. µράκ Ξ σκότος καὶ Βουλγ. µράκνα -- ἐθοάδυασεν.. πιμμκωοοο-ἳ, Ἕωυ ὕὍ Ὅ ο Υρέχ καὶ ἀντιθ. δκρέχ (ἡ ρίζα κρέχ) [Βουλγ. κρέζδαμ.Ξζα-κρέχ--στήνω]. »αρύσε [ερ6. ἀρύγτδε καὶ Βουλγαρ. ἀρούγ]ατδε, Ἀλ. ἀρούγ]ι καὶ ἀροῦζις- ἄλλως. -- ἐκ τοῦ ἀροῦγο- ἄλλο καὶ τῆς καταλήξεως τε Ἰάτδε (σημιαινούσης τρόπον) Ξ διαφορετικὰ. ἄλλως, ἀλλοιώτικα), ἴδ. τιέτραζν. νάρύδκ-ου [Ῥλαυικὰ ἀρόδᾶνε -- σκουριά, 9) τρύξ-γὸς-- τὸ χατακάθισµα τοῦ πρασιοῦ εἰς τὰ βαένια. εβόλ]ε-α καὶ γεθό]ε-α [Σλαυικὰ ἐκ τοῦ νε-- ἄνευ καὶ βόλ] --θέλησις, ἀνάγκη. 2) σκλαθιά]. γνίσ [Σλ. να-τδῖν -- ἀρχίζω]. οὐόρρ-ι 5- αὐλή, τόπος ὕπαιθρος ἐλεύθερος, ἐμπρὺς τῆς οἰκίας. [δλ. οΏόρρΞ- ὁ στάθλος τῶν ἵππων καὶ τῶν προθάτων]. ἴδ, αθλῖ-α. ογίτστι [Βουλγ. 1) -- τὸ κριάρι τὸ ὁποῖον ἀκολουθεῖ τὸν κύριόν του. 9) ὁ κριὸς ὅστις τὰ πρόδατα προάγει] οἱ Βούλγαροι παράγουσι τὴν λέξιν 9χ τοῦ Ῥλαυικοῦ βόᾷε -- ἄγω καὶ βοᾷατὸ καὶ βὸᾳιτὸ -- ὁδηγός). οπάνγε-α (Σ) καὶ οπίνγε-α [Σερθ. οπάν-τσι, Βουλγ. οπίντσι-- τσαρού- χικ ἐκ τοῦ Ῥλαυνικοῦ οπάθαμ. -- τεντόνω] [δ. δόλε-α. ούᾷδε-α [ἀρχ. Σλ. οὖζα -- στενὸν] (ἀμφίδολος). | οὐλ]κ-ου καὶ οὔύ]κ-ου [Σλαυϊκὰ βελκ, Σερθ. βούκ, Ἕλλην. λύκος, Λατ. 11ρ-18. | ουλ]ίτσε-α [Ῥουλγ. οὐλ]ιτσκ-- δρόμος στενός, µέρος στενὺν καὶ Ῥωα, οὐλ]ιτσα-- δρόμος πλατὺς] φράσις ιλ]άδε βένᾶ ε ουλ]ίτσε πακερκουμ.. ουνάζε-α δοακτυλίδιον ιἀρχαῖα Σλαυικὰ ουνάζοι-- διαπερῶ]. | ουγάρ-ι | Βουλ. ούγαρ--άροτριωμένον χωράφιον Ἡ µέρος γῆς]-ἵδ. µαζῖ-α. | ουδέ-]α [Ῥλαυικ. οὐς καὶ ουζίς - στενὺς] (Τραικ. χωσῖά). ἵδ. πρίτε-α. ουδτρϊῖ-α στρατόπεδον. [Σλαυν, στρόϊ--τάγµα στρατιωτῶν, καὶ Σλαυν, ὐµ..-ικ---------.. . ..--. ουστρό]α καὶ ουστρόθαµ.--παρατάττω]. παζίσ-ίτ-ί |Ἑλ. πάἁακμ. ἐνάγω, ἐγκαλῶ]| Ιδ. κ]άχεμ.. ἴπασ καὶ παστά]] [Βουλγ. πόσλ]ε καὶ ποσλά! --ἔπειτα, ὕστερον'. υ--ᾱ- ἡ ι | ! | | ἱ Ἶ 4 -- 401 --- παστρό] [Ὢλ. Ώάστρα καὶ Ῥΐστρα -- καθαρὸν ὕδωρ] ἵδ. κ]ερό], κθιελό]. πάτε-α θηλ. πατόκ-ου ἀρσ. [Βουλγ. πάτχκα, πᾶτ, πατόκ- γΊνα καὶ ποτακ. ἄρσ. Σερθ.] ἴδ. γουδάν-ι (ἠακόθα). πατεὀτίνε-α (Περμέτ.) πληθ. πατεζτίνατε-- Ώερδι-α [Βουλγ. πραδτίνα- τσίπουρα (ἴσως ἐκ. τοῦ ποτῶ). παμτούα-όϊ καὶ πατκούε-όϊ [Βουλγ. ποτκόθα --πέταλον. ἐκ τοῦ ποτ-- ὑπὸ καὶ κόδε (Βουλγαριστὶ] -- καλλιγόνω]. πεζούλ]-ι [Βουλγ. πεζούλ] -- μικρὸν ἁρμάριον, Γραικ. τὸ πεζοῦλι]. πελ]τσασ καὶ περτσὰσς καὶ πλ]άσ [Σλ. πρεσκα-- σχάζω, Βουλγ, πρέ- σκασαΞ- αὐτομάτως σπόει]. πενγό/-όχεμ [Σλ. π]ά, Βουλγ. πεν]α καὶ πεν]αξ- σκουντῶ. Ξ- μάρρ μΏε θούε, µίρρεµ. µμΡΏε θούε (Σ)]. περξίσ-ίτ-ίτ [Σλαυϊχὰ περξίτ - τηγανίζω] ἴδ, φεργο]. περχάσ καὶ πρές; [Σλ. πρι-κασά]α-- πρι-κασ-ά]α-- ἅπτω, οµαν, ἐγγίζω "ομαι, ψηλαφῶ]. περροῦα-όϊ (Ἠουλγ. Σερθ. πόρροϊ -- χείμαρρος] ἴσως ἐκ τοῦ Ἕλλην. ρέω-ροή. ----[Ἡαππιᾶῃ. ρουοιι-- ρυάκιογ]. περτσίελ-περσίελ, [περτοῖλ καὶ περσϊλ) [Σλαυικὰ πρεσιλ-ά] ο, Ξ- ποεραι- πέμπων] πιθανώτερον νὰ εἶναι ᾿Αλδαν. λέξις ἐκ τοῦ περς περὶ χαὶ σιελ Ξ πέµπω). πιαβέτσε-α [Ῥλαυικὰ πιαθέτο Ξ αθδέλα] ἵδ. ουδούν]ε-α Ἰ δουδούν]ε-α.. πιανέτσ.ι [Σλαυικὰ πιάνιτσα, Βουλγ. πιανέτο -- µέθυσος]. πιέκ [Ῥλαυικὰ πέκαΞ ψήνω καὶ πεκ -- ἡ κάψα (Σλ,) 5 ψήνω]. πίκε-α [Ῥλαυικὰ κάπια-- στάζω καὶ Βουλγ. κάπκα--σταλαγματιά]. ἰδ, τόίκε-ο., γ]έρρε-α, πίπεζε-α ὑποκορ. τοῦ πίπε-α), ζουμάρε-]α (Σχόάρα) Ἰταλ. Ρίρα, Ἀλαυικὰ πισκάλ|] Ξ πίπεζε καὶ πισκά]αμ. (Σλανικά). πιριστούπ (Σκόᾶρα) [Σλαυικὰ περιστούπ-- δίσεκτος] ἴδ. βισέκ. πίτὸ-ι [Βονλγ. πίτὄκα--μουνὶ] ἴδ, πίθ-δι. πίτόκε, νύε Ία [Βουλγ. σπίτσα Ξ κόμπος] (δὲν εἶναι Βουλγ. λεξις]. πλ]άσ ἴδ, πελ]τσάσ. πλ]άδκε-α [Σλαυικὰ πλ]εν καὶ πλ]εατό κα]|Ξ λάφυρον καὶ πλ]ανιά ϱ.Ξ- λαφυραγωγῶ [Σερ6, ρ]ας]κα]. πλ]οῦρ-όρι [Ἀλ. πλούγ -- ἄροτρον; (ἴσως ἡ πλώρη πρῶρα). ΛΕΞΙΚΟΝ ΑΛΗΒΑΒΟΕΛΛΗΝΙΚΟΝ αν, -- 498 --- πλ]ούχουνε-ι (Υ), πλ]ούχουρε-ι (τ) Σλανικὰ πράῄ -Ξχονιορτός, χόνις ἐξ οὗ Βουλγ. πραχόσδαµ. ρ.-- ἐξοδεύω, χαλνῶ καὶ Βουλγ. πρέσκαμ. Ἄ πρίσκαµ.Ξ- σχίζω" 2) διασκορπίζω: ἴδ, προυδ-ι ἀναμμένη σκόνις, ἴδ. πλ]έχε-]α ἴδ. πρἰδ (Ίταλ. ρο]νοἵθ). πο: µόριονΞ ἤδη [Σλανικὰ πο σηµ. ἀρχὴν πράξεως]. πογάτδε-α καὶ πογάτδε-]α -- εἶδος πίττας Σερ6. ροραἴα. πογανίκ-ου [Βουλγ. πογοθίτσα Ξ πίττα ἀφιερωμένη εἰς τὸν Θεόν’ ἴσως ἐκ τοῦ Ῥόγαν -- Κύριος καὶ μὲ κάτάληξιν νικ]. πονίτσε-α (Περμέτ.)ΞΞβεσνίκ-ου (Βουλγαρ. ποᾶνίτσα-- ἀπὸ σίδηρον) ἴδ. χοχκῖ-α (Σκόᾶρα). ποροσίσ καὶ ποροσίτ [Βουλγ. πορέτδαμ.-- παραγγέλλω] ἴδ. καὶ ουρθενό] (0) ουρδερό! (5). ποτέρε-]α [Βουλγ. ποτέρε Ξ ὀχλαγωγικός, διωγμός ἀτόμου Ξ θόρυθος]. πότὃ-ι ἀγγεῖον ξύλινον Ἀ πΏλινον ὑάλινον |Ῥωςσ. Ώοτὸ καὶ Βουλγ. Ὀέτόθα -- βαρέλι] (Ἑλλην. ποτήριον). πουγᾶ]ζ-μολύνω τινά [Σλ. πογάνις- ἄπιστος καὶ Βουλγ.Ξ βρωμερὸς καὶ πουγανιά (Βουλγ.) Ξ µολύνω] ἴδ, φουλίκ], ναὈ]. πουδ-ι [Σλαυικὰ ποή-- τὸ χνοῦδι;. πούδκε-α [ῬΒουλγ. πούδχα-- τυφέκι (ἐχ. τοῦ πούκα-- σχάζω Βουλ.) [καὶ Ῥωσ. πούδκαΞ- πυροθόλον, κανόνι Σερ. ριδκα]. πουῦτό] -- κυριεύω [Σλανικὰ πούστ-- ἔρημος καὶ ϱ. οπουστάθαμµ.Ξ- ἐρημόω 9) κατακυριεύω] Λατ. Ρροίεβίαβ. [πρᾶ] [ἀρχ. Σλ. πράτδε καὶ πρότδε -- λοιπόν]. πράκ-ου [Σλανικὰ πράκ.-- ἀνώφλιον καὶ κατώφλιον [Σερ6. Ῥγαρ]. πραδµό] (Σκόάρα-- φλ]άσ κέκ] περ τιέτεοινε [Ῥουλγ. πραδτέ -- φωνάζω ὅταν µαλλόνω τινά: 9) σκάζω]. πρεγ]ίμ-ι [ἀρχαῖα Ῥλανικὰ τρερίν καὶ Ῥλαυικὰ τρεθνίκ --πίττα], πρεζιβόϊ-δὶ -- δίκτυον [ἀρχαῖα Ῥλοαυικὰ νέθοτ -- δίκτυον]. πρεκουλ]άτὃ-ι (Περμέτ.) -- σκορπίος" [Βουλγ. Σερθ. πρέκο -- τρέχω ὡς τυ. φλὺς καὶ λ]άτὸ -- κατάληξις ἀποδιδομένη εἰς τὰ ζφύφια]. πρῖρεμ καὶ περβίρεµ. (Σκόβρα) (Σλανικὰ πρεθίαΞ χλίνω ἐκ τοῦ ποε παρὰ καὶ βία καὶ (Σλ.) Ξ- τράχηλος] (τὸ ρῆμα πεθίρεµ. εἶνε περ καὶ βᾶρ Ὦ βίερ, περθιάρ, περθιέρ). πδερετί} [Βουλγ. πρίζαµ. -- φτερνίζομαιὶ ἵδ. τέδεµ., τεδτῖ]. τηε πω - προς -- 499) --- ραῦπίσ [Ῥλαυινκὰ ρασβίθαμ.-- θραύω, 9) κατατοοπόνω]. θρεκξ-Ία ορεκά-]κ (Ῥκόᾶρα) -- ρύκξ [Σλαυικὰ ρέκα -- ποτάμι]. οενάόμ : ἐπιρ. Ξ κοινῶς [Σλαυικὰ ρεᾷόμ, καὶ ρεν(όμ. (ἐκ τοῦ ρετ-- ἆράδα ὅλα κατὰ σειρὰν] ἴδ, σε Ὠάδκου. β ψ πα. ν] . . οέτ [Σλ. ρετ-- ἀράδα, τάξις, κατὰ σειραν] µε ρέτ καὶ µε ρενᾶᾷ (Μαλ]ε- / ] Ἡ α ὃ ΜΗ α η . σι) µε τὴν ἀράδα ἴὸ. κουρξ, κοὐρα]ε, ρίζε-α [Βουλγ. ριᾶά -- µανδήλι]. θοδίν]ε-α (τ)ς- δούλη: Σε06. γοΡΙΠ]α -- Σερθ.-- δούλη, οόπ- 0: [Σλαυικά ροῦ -- αἰχμάλωτος γαὶ οΤὮ -- δοῦλος ἀργυοώνητος]. ρούζ-ι [Ἑλοαυυμὰ ρουΏ -- πρόδατον μαλλερόν" βέλνα ρουᾷαδα-- μαλλὶ [ ’ / | μαλλερὸόν" δηλ. πρώτης ποιότητος]. θουνγά]ε-α [Ῥουλγ. ρουτδί καὶ Ῥωσ, ρρουτδᾶάι -- τὺ νερὸν ὅπου τοέχει]' ω μ µ , η ρράπ ι [Σερ6. γράπ- πλάτανος]. θράστε-α | Σλανικὰ χράδτε καὶ Ἰρούδτε -- χόχκαλον ὄχι τόσον σκληρόν' ἴδ, έδτενε-α (Υ) ἐδτερε-α (τ). ρράφδ [Ῥλανικὰ ράθνο -- ἴσον καὶ ράθνια -- ἐπίπεδον] ἵδ. δέζ-ι. μια Ἶ νά η ῃ Ρα ὰ . β ορε/έστς καὶ ρρέὅτε (Σκόάρα) [Σλαυικὰ ρρέδᾶαµ.-- ἀραδιάζω]" [ρρὲσ- Ἡ | ἀε-α] -- τὰ σκουλαρίκια τῆς αἰγὸς [ΓΑρχαῖα Ἑλαυικὰ ουδερεάσ -- σκουλαρίκια]. ορειδόκ-ου (Ἀκόᾶρα) [Βουλγ. ορατοΐτσα] -- τὸ γουδοχέρι] ἵδ, τδύκε-α.. ορόγε-α [Σλαυικὰ ρρόκα]-- μισθὸς ἴὸ, πάγε-α. ορογεταρ-ιΞ- µισθωτός. ρθογόσ-ζι [Ἑλαυικὰ ρρογόσ Ξ- φάθο]. ορότόκε-α | Ἀλαυικὰ ρρὸκ.--κέρας καὶ Βουλγ. ορότδα--ὁ ἐξέχων]. θρούφε-α, ρρούφκε-α (Περμ.) --ἄπηκτον, νερουλὸν αὐγόν. 9) κοταρροή, συνάχι, ----[ Βουλγ. ρρούφκα καὶ ροούζκα-- ἄπηκτον, νερουλὸν αὐγόν. ϐ) δξ ι πᾶ ὄκέλ]ε) ἴδ. ι-ε σούρρουλε. θρουφξ-α: κεραυνός, ἀστροπελέκι, ἵδ. φλ]άμε-α (Σ). ---- οἱ Βουλγαρό- Φωνοι τῆς Μακεδονίας ῥρόφιαΞ-χεραυνός, ἀστροπελέκι ἴσως οὗτοι τὸ παρέλαδθον ἀπὸ τοὺς ᾿Αλθανούς]. ορύπ-ι [Ώουλγ. ρρέπ Ξ- λουρί]. σαθέ-]α Ξ- αφενδόνη [Ῥλαυικὰ σάρλ]α καὶ Βουλγ. σάβ]α--οομφαία, σπαθί. Ἰταλ. βοϊαῦοία] ἴδ. Ῥάχε (Σ). σάνε-α (Υ)-- ξηρόχορτος ου κ -. ο ο... ου υ-- ----ᾱ--- - π. 2. «ωρα ο 8 σθράσ--ἴδ. μῃΏράσ. [σγερδ]τ] [Βουλγ. ρασ-γερᾶαμ. ἐκ τῆς προθ. ϱρασ-- ἄνὰ καὶ γαρᾶν (Σλ.) Ξστῆθος - ξεστηθόνω]. Γι σέρξ-α [Ῥλανικὸὰ σέρᾳ καὶ σι . ϱε-Ξειάφι, 3) κόλασις]. οτε} καὶ σἵλ (Υ. συνῃο.) [ἀρχαῖα Ῥλαυικὰ σιλ-ά]α -- πέµπω, στέλλω]. σίσε-α χκὶ τσίτσξ-α ΄Βουλ. καὶ Σερθ. τοίτσα καὶ Σερθ. σέστσα -- βυζίον καὶ ρηµ. (Σλ.) τεσά]ου Ξ- βυζαίνω]. ἵδ. Υ]ἴ-νι (Υ) γ]έ-ρι (5). σίε-α [Ῥουλγ. σίτοξς κόσκινον δι᾽ ἄλευρον]. σέσ-σέτ-σέτ [Ῥουλγ. σέαΞ κοσκινίζω. 9) σπείρω. κ. ῥ µ μα ε } ῥ ο . [ | σκ]όκε-α, Χλότσδε-α, κλόκε-α (Σ) [Ῥουλγ. κλόπαξπούλί]κ κἱε νγρόχ ψἒτε ἡ κλωσσῶσα ὄρνις καὶ Βουλγ. κδάτὄκα--σκ]όκα µε ζόκ] ]. σκουν(ίλ-ι [ Ῥουλγ. σκούτ-- κράσπεδον] ἴδ. σπελκ]ν-νι (1). σο(Μίσ-ίτ-ίτ {| Ῥλαυικὰ σοίτ--κρίνω], σοκόλ]-ι (5) [Ῥλαυικὰ σοκὸλ--εἶδος ἀετοῦ] ἵδ. δχίπε-]ακ.---σκ]ιπόν]ε-κ. σόπ-ι [Σλαυικὰ σόπ -- σειρὰ ὑψηλή]. σορθάκ-ου [Βουλγ. σοράκα-- ἡ καρακάξα ἡ παρδαλή]. στάβε-α [Σλαυνκὰ στάθε στιθάζω]. στάν-ι [άρχαῖα Ἑλαυικὰ στάν -- µεοος ὅπου μένει τις δι ὀλίγον χαι- ρόν, τὸ στρατόπεδον ὅταν εἶναι ἔξω, 9) κονεύω]. στάπ-ι πληθ. στάπετε οάθδος. δο κ οδ-Ά μι. ὶ / 3” η. ο, κ άμ. στερχίσ καὶ σπερκάτ καὶ στερπίκ |άρχ. Ἓλαννε. κραπίτς-ραντίζω]. στοπάν-ι (ἨΠερμετ.) Ξ- τυροχόµος. αὔ κε Ὀεν ἀϊαθ) ε γ]άλ]πε [Βουλγ. ” μ 8 β ο ω 4 ϕ καὶ Βλαχ. στοπάν - οἰκοχύρης. 3) κάτοχος ἑνὸς ποαγµιατος]. στρέλε-]α [Ῥουλγ. στρέχα ἕ-ταυτοσημ.. Τουρχκ. σατόκκ]. στρᾶλ-ι πληθ. στράλετε (Αργυρ.) Ξ πυρίτης λίθος, στεορνᾶρι, ἵδ. Ύουρ- ὄκρέπεσ. στρούκ-γου [Βουλγ. Ἔερθ. στρούγ Ξ τὸ ροκάνι]. ὅσ] [Ἑλλην, ἄνα-σαίνω. Ἀλ. ἀῑδαμι-- ἀνασαίνω]. .. . π π . αν ι | .. ἕ -- σέκ)ε-]α (ἴσως ἐκ τοῦ σάκκος) [Σερθ. δόκα -- χοῦφτα]. σετίσ (5) {λαυικα δέταμ. Ξ περιπατῶ [(Τουο.. γεσθίσ) |. .. πο .. μ . - . 3 5 διάρ-ι (ὰ)“φακη [Ῥωσ. δάρ-- κάθε στρογγύλον πρᾶγμα] ἴδ. θιερρ. ὅτ-νι, ὄιθ-ι (Ἠλθασ. Καθ. Ἔυραν.) -- τράχηλος [ Βουλγ. δία, ἀρχαῖα Σλαυικὰ βία --σθέρχος, τράχηλος] ἴδ. λ]ούγου ι κ]άφεσε (Σ), δκουνε[ίλ-ι ἴδ πκουνα(λ-ι, --- ακα ο ο ον ςν ρολ, ο πας. Γ] ---- μυ --- μη -- ὅπράσ ἵδ. μΏράσ, σουλ] [Ῥουλγ. δούλ]ε καὶ δουλ]έτο-- λ]εφύτ᾽ ι ὄτρέμρετε. ὄκράπ-ι-- σχορπίος. ἴδ. σφούρκ-ου !ἀρχ. Ῥλαυυιὰ ὄκαρπί]]. δούλ]το-ι [ἀρχ. Ῥλαυικὰ σούλιτσα- τὸ δόου τὸ κοντό]. σουπΛ]άκε-α [Σλανικὰ πλ]αονίτσα -- δουπλ]άκε γαὶ Ῥλαυνα. πλ]άσ- Χαμ. ραπίζω, 9) χειροκροτῶ]. ..α μα ῥ 5 κα ὁ ες Ἡβ . .. υ , τὰ κ. "ἡ σουσούν]ε-α καὶ ουδούν]ε-α [ἴσως ἐκ τοῦ ἀρχαίου Σλαυικοῦ δεδού ἡ σεσε--θι0. (δουσούνιο δὲν ὑπάρχει λέξις εἰς τὴν Ῥλαυικὴν ἀλλὰ δύ- ναται νὰ γῖνῃ οὐσιαστικόν)]. υτ. [Βουλγ. ὅυτ -- κάθε ζῷον χωρὶς κέρατα]. ὄπετό} Ῥλαυικὰ σπασά]α ϱ.ΞΞγλυττόνω καὶ σώζω. ἅπαρ. σπαπάτ -- γλυττόνειν, σώζειν. Ἰταλ. βοαραγΘ]. μα μ΄ [ αν με στέκ-γου [Βουλγ. στρεγΞταυτόσημ..]. στρέγε-α [Βουλγ. στρίγλ« (ἐκ τοῦ Σλαυικοῦ στευγᾶ--μ]έθ,)ς-γυνὴ μὲ κομμένα μαλλιά, ἐπὶ ποινῇῃ µοιχείας]. μ. β . ῥ |, / στρούγγε {Ἠουλγ. στρούγα ᾽ταυτόσημ..]. ταγαρ-ι [Βούλγ. ταγὰρ --εἶδος μέτρου γεννημάτων ἀπὸ 10 ὀκάδες γαὶ κάτω]. ταλάσ-ζι [Ῥουλγ. ταλασ -- χύµκτα {ἐχ. τοῦ θάλαπσα)]. τέσκε-α (Μιρεάίτοα)--σκ]επαρ-ι Βουλ.τέσλα, Ἑλκυικὰ τεσλαουξπελεκῶ)]. τίνεζε-α [ Ῥλαυϊκὸ ταΐν-- κρυφός, μωστηριώδης'. ἴδ. φδέχουραζι. τόκ-γου [Ῥωα, ιτὀγ --σωρὸς Σερθ. δίοσ] ἴδ, ἴδ, πίρχ-ου. τολομβάσ-δι [καὶ Βουλγ. τολομΏάσ (Έουρκ. τελ]υμβεκ)] ξένη λέξις. τσπρρε [Βουλγ. β-τούρναμ, το ὁρμῶ)]. τούρξ-α [Βονλγ. τούραμ.ξ5- στιβόνω, ἵδ. δούλ]εμ.. τραζό/ [Σερ6. τραζαμ, ο. γυρεύω. ἀνακατόνω--κε ό]] ραξό) 126. τραζαµ. ο. γυρεύω, ἀνακατόνωξ-κερκό]]. τράστξ-α [Βουλγ. τραϊστοι]. Ἆ ερεθα Ξ- χόρτος καὶ Ἑλαυικὰ τρεβε. κοὶ ιστρέβεμ.-- τρέβε-α [Ῥλαυικὰ τρεθ ἐξολαθρεύω γωοὶς νὰ µένη τίποτε] ο λΏ ρενω χῶὠοις να μΕΝῃ τιπητει, τρεστίλ]ε-α [ὲκ τοῦ Βουλγαρικοῦ ϱ. ἀρεστιά-- πλύνω τὰ φορέματα κτυπῶντας αὐτὰ ἔξω εἰς μεγάόλον νερόν], τροῦαλ (τ), τροὔελ-ι (Υ), τροῦλ-ι, Υ. συνῃρ.) [ἀρχαῖα Σλουϊκὰ τρούλ . .. .. ια ο Ἱ μη. ων, δα - τσέργξ-α [Ῥουλγ. τδέργο -- κ]ιλ]έμ Ῥδμε(Ώε,ε) νὰς ὄτεπι. ος δρ. τσέρλ]ε-]α:. [ἴσως ἐκ τῆς φωνῆς τσέρρ | τσέρρ ! 3 ἐκ τοῦ Σλανικοῦ τσέρ- ϱνοΞ μαῦρας], τδέτε (τ)-- γένος [Σερθ. τδέτα Ξ- οἰκογένεια. τόάπ-ιςβῆμα, τδὔάπε-α, Ἄ χάπε-α. τόάκ --γ]ερ | Βουλγ. τδάα --ἕως µέχρι (ἐπὶ τόπου καὶ χρόνου)’. τόατσκξ-α | Σλαυικὰ τὄκτόκαξ- ποτήριον 3) τὸ κρανίον]. τδάστ [Σλαυικὰ τδάσ -- ὥρα, χρόνος] 9) ἀμέσως ἴδ. περν]εχέρε. τδέπ-ι |Βουλγ. τόεπΞ κάνουλα]. τδεπιρόκ-ου (Περμέτ.)Ξ- Ώεράσίκ-ου [Βουλγ. τδνπέορ Ξ σπιθαμη]. τδερέπ-ι (Περμὲτ.( (Ῥουρκ. σατὸ [Βουλγ. τδερέπε]α ἀπὸ χῶμα κυρίως]. τοιλ]}ιμῖ-α Βουλγ.ΞΞ οἱ ἄνθρωποι τῆς οἰχίας ποὺ πάντων τὰ παιδία]. τύµ-ιξ- χαπνὸς Βουλγ. ἆγπιαι Ἓλλην. θυµ-ός, Σεοῦ. ἀῑπι, ἜΤουοχ. ἀουμάν. τρούπ [Σλαυικὰ τρούπ - πτῶμα 9) σῶμα] ἴδ. κούρµ.-ι ἴδ. κόρπ-ι, ὅτάτ-ι. τσουζτ-α [Σλαυικὰ τδουᾶί-- θαῦμια] ἴδ. µερεκουλῖ-α. τόουκ-ου, ταούκε-α (Πεομέτ.)Ξ-σκ]ουπ-ιΞΞ ράμφος καὶ ἡ ἄχκρα τῶν βου- νῶν, τῶν βράχων 9) πᾶν τὸ ἐξέχον. τοούκε-αΞ- κᾶρι ι τδούναθεό βόγ]ιλ]ε [Βουλγ. τδούχ-- σφυοὶ 2) πᾶν τὸ ἐξέχον τῶν ὀρέων καὶ βράχων ὃ) τὸ ράμφος., τσόκε (κουρ. νΏίε µε τδόκε τε γίοτιτ.) [Βουλγ. τόύκα, ταυτόσημ..]. τόοκ-ουΞ σφυοὶ [Βουλγ. τδουκ -- σφυρί]. τσουρρουβί-α Σλαυιστὶ τδερουδίᾳ -- µάγα«]. χάλ]ε-]α [Βουλγ. ζάλ]εξ τὸ ἀναγκατον]. χαρακοπῖ-α [Βούλγ. ἀκρακόπ --νόστιµος ἄνθρωπος]. ζορόκ-ου [Βουλγ. ζορούχ καὶ ουρούκ Ξ ἐπίθ. ἀποδιδόμενον εἰς τοὺς Τούρκους]. χοστέν ι, χουστέν-ι (Υ) [Σλαυικὰ χοστέν Ξ- βούκεντρον]. ἴδ, θουμΏάτ-ι (Σ) στρουμΏουλαρ-ι (Κρόῇα). Ἰόπ καὶ χόβι- πηδῶ [Βουλγ. ζόπαμ. Ξπηδῶ] ἴὃ, κετσε], ζουλῖ-α Βουλγ. οὐλ]ε -- αὐλάκιον, κανάλι] ἴδ. Ώράζε-α. Ἰούπ καὶ Ἰουμπάσ Ἑλανικὰ γούπεξ χάνω, Ἓλλην, χάνω Τουρ, καϊπ] ἴδ. Ριρ, βάϊο, Όαρ, βααρ. Τύποις Π. 1. δα ΚΕ ΑΡΙΟΥ ἐνΗ ἀήναις, | | μαμα Ἑ Ἡ ὑπίνειγθίϊα' αἱ Ραᾶονα ΗΙοιοϊθος Οἱ5 ΜαἰαιΒ ΕΝΙΥΕΗΞΙΓΑ ΡΙΡΑΡΟΝΥΑ. ΗΙΗΙΙΟΤΕΓΑ ΜΑΙ ΡΙΡΑ